.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Έρευνες εν Μεθώνη του Δ. Πάλλα




1 Λυκοτόμαρον

α) Υπόγειος λαξευτή δεξαμενή:

 Εν συνεχεία προς την ανασκαφικήν έρευναν του βορείως της σημερινής Μεθώνης παλαιοχριστιανικού κοιμητηρίου, του φερομένου υπό το όνομα του Αγίου Ονουφρίου1, επεχειρήθη εφέτος εις την ιδίαν περιοχήν, επί της ανατολικής δηλαδή υπώρειας του βουνού του Αγίου Νικολάου, αριστερά της προς Πύλον Δημοσίας Οδού, η ερευνά του υπό του Bory de Saint-Vincent, της γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως, μεταξύ των ταφικών μνημείων της περιοχής μνημονευομένου τάφου, περί του οποίου ούτος λέγει, ότι εκοσμείτο διά τοιχογραφιών και μάλιστα ότι λείψανά των διεκρίνοντο πολύ καλώς ακόμη τότε2. Το μνημείον, περί του οποίου ομιλεί ο παλαιός εκείνος Γάλλος ερευνητής, μάτην αναζητηθέν παρά τον Άγιον Ονούφριον, φαίνεται ότι ταυτίζεται προς το περί τα 1000 μ. βορείως του Αγίου Ονουφρίου, εις την τοποθεσίαν Λυκοτόμαρον, παρά το τέταρτον χιλιόμετρον της από Μεθώνης Δημοσίας οδού και εις απόστασιν περίπου 40 μ. απ΄ αυτής, ευρισκόμενον λαξευτόν εντός του βράχου υπόγειον με τετράπλευρον στόμιον (στομίου διαστάσεις: 1.95 X 1.80 μ.), προσιτόν από Α. διά θυρίδος, ομοίως δε και τώρα αποκεκρυμμένον υπό πυκνήν συστάδα πρίνων, άγριελαιών καί άγριων ξυλοκερατεών. Φέρει καί τοϋτο επί των τοιχωμάτων του ωραίον λείον κονίαμα, αλλά δεν κοσμείται δια τοιχογραφιών ο Bory de Saint-Vinoent είχε πλανηθή, διότι η ανασκαφική ερευνά του μνημείου απεκάλυψεν αντί τάφου λαξευτήν εντός του βράχου δεξαμενήν ομβριων υδάτων.


 Η δεξαμενή συνίσταται εξ επιμήκους χώρου ακανόνιστου ορθογωνίου σχήματος με φοράν από Β. προς Ν., μήκους 9.35/9.75, πλάτους 1.77/2.18 και ύψους 2.63/2.85 μ. (εικ. 1). Εκτείνεται εκατέρωθεν του τετραπλεύρου στομίου από βάθους 0.75/1.00 μ. από της άνω επιφάνειας του βράχου (πίν. 99α.Πρβ. και τομήν εικ. 1) μέχρι άλικου βάθους +3.60 μ. Το επίχρισμα των τοιχωμάτων της δεξαμενής συνίσταται εκ λευκού υδραυλικού κονιάματος (πίν. 99β), η εξ αυτού δε απουσία τετριμμένων κεράμων (κουρασανιού) υποδηλοί ότι χρονολογείται αυτή εις αρχαίους χρόνους. 


Λείψανα τοιχογραφιών βεβαίως δεν παρετηρήθησαν η εντύπωσις χρώματος παρέχεται εκ των επενεργειών του ύδατος επί της επιφανείας του κονιάματος (πίν. 100α). Η θυρίς της δεξαμενής (πλάτ.+0.85 μ.) διηνοίχθη λαξευθέντος του βράχου κατά την ανατολικήν πλευράν του στομίου μεταγενεστέρως, ότε η δεξαμενή, ίσως ένεκα της παρουσίας ρωγμών επί των τοιχωμάτων, είχε χάσει την στεγανότητά της και παύσει να εξυπηρετή τον αρχικόν προορισμόν της. Προ της θυρίδος διεμορφώθη τότε είδος δρόμου, λαξευθέντος και τούτου επί του βράχου (πίν. Ι00β. Βλ. και την κάτοψιν είκ. 1), όθεν η πράγματι παραπλανητική εντύπωσις, ότι πρόκειται τάχα λαξευτός τάφος.



Εις την δεξαμενήν συνέρρεε το ύδωρ εκ των ύπερθεν κατερχομένων ομβρίων υδάτων, διά συστήματος, του οποίου όμως λείψανα δεν διεσώθησαν παρά το στόμιόν της, αλλ΄ ούτε και επεδιώχθη να αναζητηθούν, επειδή η συστηματική ανασκαφή του περί την δεξαμενήν χώρου εξέφευγε πλέον του αρχικού σκοπού της εφετινής εν Μεθώνη ερεύνης.
 Ο βράχος, επί του οποίου διανοίγεται το στόμιον της δεξαμενής, σχηματίζει μικρόν άνδηρον πλάτους περίπου 5.00 μ., με σχετικώς δε ομαλήν την επιφάνειάν του. Διηρευνήθη μόνον το νοτίως του στομίου της δεξαμενής μέρος του ανδήρου. Επί του βράχου παρατηρούνται εδώ τρεις ενότητες λαξευμάτων (είκ. 2): Η μία παρουσιάζεται ως τραχεία ισοπέδωσις του βράχου, η άλλη, περιλαμβανομένη κατά μέγα μέρος εντός της εκτάσεως της πρώτης, παρουσιάζει όψιν ολιγώτερον τραχείαν, και η τρίτη συνιστά άτεχνον αύλακα.
 Η τραχεία ισοπέδωσις του βράχου παρουσιάζεται ως λωρίς πλάτους 1.60 - 1.70 μ., η οποία, αρχομένη από του στομίου, εκτείνεται προς Ν. μέχρι μήκους 6.35 μ. Εντός αυτής μία μόλις διαφαινομένη ευθεία, εις απόστασιν  1-35 μ. από του στομίου και με κατεύθυνσιν από Α. προς Δ. (πίν. 101α), προελθούσα δε προφανώς ένεκα επεκτάσεως της λαξεύσεως μετά αρχικόν τι πέρας, υποδηλοί ότι αρχικώς το εν λόγω λάξευμα έφθανε μόνον μέχρι της γραμμής 1.35 μ. και ότι αργότερον επεξετάθη μέχρι της γραμμής 6.35 μ., πάντως ότι εις την γραμμήν 1.35 μ. υπήρχε συμφυές προς τον βράχον τοίχωμα. Πιθανώς πρόκειται λείψανον του πυθμένος λαξευτής επί του βράχου απλής ή διδύμου λεκάνης καθιζήσεως των μετά του ύδατος φερομένων ξένων σωμάτων, διά να εισρεύση τούτο κατόπιν εις την δεξαμενήν σχετικώς καθαρόν. Τοιαύται κατασκευαί, δηλαδή φρεάτια καθιζήσεως, συνήθως περισσότερα του ενός, διαδοχικώς συνδεόμενα μεταξύ των και τέλος μετά της δεξαμενής δι΄ αύλακος, είναι γνωστά εκ μεταγενεστέρων παραδειγμάτων υπαιθρίων δεξαμενών, τροφοδοτουμένων διά συλλεκτικών αυλάκων εκ των επί της επιφανείας του εδάφους ρεόντων ομβρίων υδάτων3.




 Η δευτέρα ενότης λαξευμάτων είναι ελαφρώς βαθυτέρα της προηγουμένης, η οψις αυτής περισσότερον ομαλή (πίν. 101 β) και παρουσιάζει σαφώς τον χαρακτήρα εγκοπής θεμελιώσεως. Αρχίζει από αποστάσεως 1.32 μ. από της νοτιάς πλευράς του στομίου, εκτείνεται κατά 2.04 μ. προς Ν. και κάμπτεται κατόπιν κατ΄ ορθήν γωνίαν προς Δ. μέχρι του βράχου, όπου η αρχή του ανδήρου, εις μήκος δηλαδή 5.35 μ. (είκ.2 ).Το ανατολικόν σκέλος της εν λόγω κατασκευής είναι πλάτους 0.55 μ., του νοτίου σκέλους το πλάτος φθάνει εις 0.83 μ., εις την γωνίαν όμως, εσωτερικώς, το πλάτος αμφοτέρων ευρύνεται εις 1.00/1.05 μ., με σκοπόν προφανώς να ενισχυθή η αντοχή των ενταύθα υψουμένων τοίχων.
 Εάν δεχθώμεν ότι και προς Β. τοι στομίου της δεξαμενής υπάρχει, κατά πάσαν πιθανότητα, λάξευμα αντίστοιχον προς το εν λόγο), συμπεραίνομεν ότι πρόκειται θεμέλιον κτιστού στεγάστρου της δεξαμενής, τύπου στοάς εν παραστάσι. Το στέγαστρον τούτο πρέπει να έχη ολικόν πλάτος 8.70 μ., άνοιγμα μεταξύ των παραστάδων 4.60 μ., να έφερε δε μεταξύ τούτων δύο ξυλίνους κίονας (εικ. 3), συμφώνως προς υποδείγματα προσφερόμενα υπό αρχαίων κρηνών4.
 Η προκειμένη κατασκευή πρέπει να ανήκη εις δευτέραν περίοδον της δεξαμενής, τότε φαίνεται ότι και ισοπεδώθη χονδρικώς η όλη επιφάνεια του ανδήρου.
 Η ανωτέρω σημειωθείσα αύλαξ διήκει κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της πρώτης ενότητος λαξευμάτων, είναι δε κατεσκευασμένη προφανώς τελευταία, κατά τρόπον δ΄ εντελώς ανεπιτήδευτον. Παρά την αύλακα, προς Α., διηυθετήθη, ομοίως δι΄ αμελούς κατασκευής, φρεάτιον καθιζήσεως (είκ. 2 και πίν. 101 άνω αριστερά). Αντιπροσωπεύουν τρίτην περίοδον της δεξαμενής.


 Η δεξαμενή ανεσκάφη επιμελώς μέχρι του σκληρού πυθμένος της. Εκ της επιχώσεώς της ουδέν κινητόν εύρημα προήλθε πλην λειψάνων τινών οστών ζώων και ελάχιστων μικρών οστράκων χονδρών και έφυαλωμένων αγγείων, αλλ΄ άνευ ιδιαιτέρας τίνος στρωματογραφικής ή άλλης σημασίας. Εις όψιμους χρόνους, ότε ο χώρος της δεξαμενής έγινε προσιτός διά της θυρίδος, εχρησιμοποιήθη ούτος ως αποθήκη και στάβλος.

β) Υπέργειος κτιστή δεξαμενή:

Υψηλότερον νοτιοδυτικώς της υπογείου δεξαμενής, επί ομαλής διαμορφώσεως του εδάφους, ανεσκάφη το εσωτερικόν καμαρωτής δεξαμενής, ακανονίστου τετραπλεύρου σχήματος (εικ. 4), μήκους, εξωτερικώς, 5.00/5.03 και πλάτους 3.40/3.70 μ., υψουμένης υπέρ το έδαφος κατά την ανατολικήν όψιν αυτής κατά περίπου 1.70 μ. και με το εσωτερικόν της προσιτόν μέσω ανοίγματος παρά την ΒΑ. γωνίαν (πίν. 102α). Ο πυθμήν της δεξαμενής κείται εις βάθος περίπου 1.00 μ. από της στάθμης του έξω, προς Α., εδάφους. Εις το εσωτερικόν αι ακμαί των γωνιών είναι καμπύλαι, τα δε χαμηλά μέρη των τοιχωμάτων, εσκαμμένα εντός του εδάφους, παρουσιάζονται, ιδίως κατά τα νότια μέρη, ανώμαλα (δεν επελεκήθη το βραχώδες έδαφος). Εσωτερικώς φέρει ισχυρόν και λειότατον υδραυλικόν κονίαμα, αλλά μέχρι ύψους 2.10 μ., υψηλότερον αφεθεισών των επιφανειών άνευ επιχρίσματος (πίν. 102β).


 Η καμάρα, της οποίας η κλείς ευρίσκετο εις ύψος 2.65 μ. από του πυθμένος, έχει κατά το μέγιστον μέρος της καταπέσει, περιέργως, διότι κατά τα άλλα παρέχεται η εντύπωσις περί λίαν ισχυρού κτίσματος. Η ακανόνιστος όμως όψις των γυμνών μερών της καμάρας, πρωτοφανώς κακοτέχνων, φαίνεται να υποδηλοί ότι κατά την καμάρωσιν του κτίσματος δεν εχρησιμοποιήθη ξυλότυπος, αλλά τρόπος εκφορικός με την βοήθειαν ισχυρού κονιάματος.
Δεν κατέστη δυνατόν να διαπιστωθή το σύστημα τροφοδοσίας της δεξαμενής. Πιθανώς τα εκ των υψηλοτέρων μερών του πετρώδους βουνού κατερχόμενα όμβρια ύδατα συνελέγοντο αρχικώς εντός κοινής αύλακος, η οποία, συνεχιζομένη ως κτιστός υπερέχων του εδάφους αγωγός, έφθανε μέχρι του στομίου της δεξαμενής. Αλλά λείψανα τοιαύτης τίνος κατασκευής δεν διεσώθησαν, αντιθέτως προς ό,τι θα ανέμενέ τις εκ του λόγου, ότι η φυσική βαθμιαία ανύψωσις της επιχώσεως εξωτερικώς της δυτικής πλευράς του κτίσματος, προς τα πρανή του βουνού, εάν υπήρχε τοιαύτη τις κατασκευή, θα την είχε προστατεύσει.



Όθεν είναι πιθανώτερον ότι η άνω επιφάνεια της καμάρας ήτο κοίλη, διαμορφωμένη εις συλλεκτικήν λεκάνην, διά τον πορισμόν αμέσως εκ της βροχής καθαρού ποσίμου ύδατος. Προς τοιαύτην τινά λύσιν οδηγεί και η μορφή των άνω μερών της καμάρας· δεν πρέπει να ήτο αύτη εξωτερικώς καμπύλη.
 Η τοιχοδομία του προκειμένου οικοδομήματος, αργολιθοδομή με αφθόνως παρένθετα τεμάχια πλίνθων (πίν. 103α), οδηγεί προς χρονολόγησίν του είς μέσο βυζαντινούς χρόνους. Η θυρίς, ακανόνιστος, διηνοίχθη μεταγενεστέρως, ότε το κτίσμα είχε παύσει να λειτουργή ως δεξαμενή. Η αφαίρεσις της επιχώσεως ουδέν απέδωσε.

γ) Ναΐδριον της Αγίας Σοφίας:

 Περί τα 200 μ. νοτίως της πρώτης, της υπογείου, δεξαμενής, είς θέσιν φερομένην υπό το όνομα «Αγία Σοφία», όπου εν μέσω λίθων και πυκνής βλαστήσεως θάμνων διεκρίνετο ζεύγος ακαλύπτων λακκοειδών, λαξευτών επί του βράχου τάφων, διά περιωρισμένης ανασκαφικής ερεύνης επεσημάνθη η υπαρξις των ερειπίων πράγματι ναϋδρίου, του οποίου και προσδιωρίσθησαν αι διαστάσεις.




 Είναι οικοδόμημα εκτισμένον διά κοινής αργολιθοδομής, μονόκλιτον, με ελαφρώς κατ΄ Ανατολάς προέχουσαν καμπύλην αψίδα, εν επαφή δε προς απότομον βράχον, ο όποιος εχρησιμοποιήθη αντί δυτικού τοίχου του ναϋδρίου (είκ. 5). Επί της όψεως του βράχου λείψανα κονιάματος, εκ της επαφής του μετά των κεραμίδων της στέγης, παρέχουν το ύψος ως και την, αμφικλινή, διάταξιν αυτής. Ήτο δε το ναΰδριον προφανώς ξυλόστεγον. Εξωτερικώς το μνημείον μετρεί εις μήκος, άνευ της αψίδος, 5.75 και είς πλάτος 4.10 μ. Διεπιστώθησαν μόνον τα επί του σχεδίου χαρακτηριζόμενα διά διαγραμμίσεως.
Οι ανωτέρω σημειωθέντες τάφοι (πίν. 103β) περικλείονται εντός του ναϋδρίου, φέροντες περιτένειαν περί τα χείλη των προς στήριξιν των καλυπτήριων πλακών, είναι όμοιοι προς τους αποκαλυφθέντας εις το Κοιμητήριον του Αγίου Όνουφρίου5. 

Εντός τούτων ευρέθησαν μόνον απερριμμένα οστά. Επεσημάνθησαν εντός του ναϋδρίου δύο εισέτι τάφοι, ομοίως ακάλυπτοι και προφανώς, ως οι προηγούμενοι, συλημένοι, διά τον λόγον δε τούτον εθεωρήθη περιττή η ερευνά των. Και η προκειμένη συστάς τάφων ανήκει εις το προχριστιανικον και παλαιοχριστιανικόν νεκροταφείον της αρχαίας Μεθώνης, το έκτεινομενον είς τα πρανή κάτω μέρη του βουνού του Αγίου Νικολάου, απέναντι της θέσεώς της.

2 Περιοχή Αρχαίας Μεθώνης

α) Άγιος Λέων:

 Επερατώθησαν αι εν Μεθώνη έρευναι διά της διενεργείας ανασκαφικών τινών τομών προς εξακρίβωσιν του σχεδίου της ηρειπιωμένης Ενετικής εκκλησίας του Αγίου Λέοντος, της γνωστής υπό την προσωνυμίαν «Άγιο-Λέος» ή «Άη-Λέος», περί τα τρία χιλιόμετρα βορειοδυτικώς της σημερινής πολίχνης, είς την τοποθεσίαν «Παλιομεθώνη», όπου δηλαδή έκειτο η αρχαία Μεθώνη.
 Το μνημείον τούτο, σχεδόν πνιγμένον εν μέσω πυκνής βλαστήσεως (πίν. 104α), ήτο τέως απρόσιτον6, η προκειμένη δε περιορισμένη έρευνά του επεχειρήθη επί τη ευκαιρία καθαρισμού του κατόπιν ιδιωτικής πρωτοβουλίας εκδηλωθείσης μέσω της Κοινότητος της Μεθώνης. Εις τον καθαρισμόν του συνέβαλε και η Αρχαιολογική Εταιρεία διά μέρους εκ της είς χείρας του υποφαινομένου σχετικής προς τας εν Μεθώνη ερεύνας αυτής πιστώσεως. Ούτω κατέστη δυνατόν να εξετασθούν εκ του πλησίον τα εντυπωσιακά ταύτα ερείπια. Καλύτερον διατηρούνταιη δυτική πλευρά, τα δυτικά μέρη της βόρειας (πίν. 104β) και η νοτία πλευρά του όλου συγκροτήματος (πίν. 105α). Η ανατολική πλευρά και τα ανατολικά μέρη της βόρειας δεν σώζονται σχεδόν καθόλου7.


 Ο «Άγιο-Λέος» συνίσταται εξ ορθογωνίου περιβόλου, εσωτερικών διαστάσεων 25.95x 15.80 μ., με παχείς τοίχους (πάχ. 1.32 μ.) και γύρω, εξωτερικώς, ισχυράς αντηρίδας προεχούσας μέχρι 1.30 μ. (είκ. 6), περικλείοντος δ΄εκκλησίαν εν επαφή προς την νοτίαν πλευράν του. Η εκκλησία διήκει καθ’ όλον σχεδόν τό μήκος τής πλευράς αύτής τοϋ περιβόλου. Ακολουθείται ώς προς τοϋτο ή διάταξις των μονών του λατινικού δόγματος, αι επιβλητικαί δε, κατά το ύφος της γοτθικής αρχιτεκτονικής, αντηρίδες καθιστούν τυ σύνολον τούτο μίαν εμφάνισιν όλως απροσδόκητον και με τόνον ιδιαιτέρας γραφικότητος εν μέσω των ελαιώνων και των αμπελώνων του μεσσηνιακού τοπίου.



 Τό οικοδόμημα ήτο προσιτόν δια τριών θυρών: Μιας εις το μέσον της δυτικής πλευράς, ετέρας (πλατ.  1.70 μ.) μεταξύ της από Δ. δευτέρας και τρίτης αντηρίδος της νοτιάς πλευράς και τρίτης, αντιστοίχου προς την προηγουμένην θύραν και του αυτού πλάτους, επί της βόρειας πλευράς. Του δυτικού ανοίγματος το πλάτος δεν δύναται να καθορισθή, περί τούτου, επειδή το πάχος του τοίχου εδώ φθάνει τα 1.75 μ., συνάγεται μόνον ότι είχε μορφήν επιβλητικού πυλώνος πιθανώς εκ τόξων εν διαδοχική εισοχή.


 Η εκκλησία, πλάτους Τ: 4.90 μ., χρησιμοποιεί τον νότιον τοίχον του περιβόλου. Το μήκος της και η διαμόρφωσις των δυτικών μερών της δεν κατέστη δυνατόν να προσδιορισθούν διά της προκειμένης ελλιπούς ανασκαφικής ερεύνης, απαιτείται να διενεργηθή συστηματική ανασκαφή του μνημείου. Εβεβαιώθη μόνον ότι ο βόρειος τοίχος της εκκλησίας (πάχ. 0.88 μ.) παρουσιάζει κανονικήν διακοπήν της συνεχείας του εις απόστασιν 6.25 μ. από του δυτικού τοίχου του περιβόλου, αλλά δεν συνιστά η διακοπή αύτη το πρός Δ. τέρμα του χώρου, διότι ο εν λόγω τοίχος δεν κάμπτεται προς Ν., διά να κλείση τον χώρον, υποσημαίνει δε μάλλον την θέσιν ανοίγματος. 



 Ο νότιος τοίχος του περιβόλου δυτικώς του νοτίου ανοίγματος μέχρι του πέρατός του, κατά την ΝΔ. γωνίαν, παρουσιάζεται συνεχής εσωτερικώς κάτω- υψηλά όμως και εις απόστασιν 6.31 μ. από της γωνίας ταύτης, ήτοι κατά το μάλλον ή ήττον απέναντι της ως ανωτέρω διακοπής της συνεχείας του βορείου τοίχου της εκκλησίας, λείψανον τοιχοποιίας εξεχούσης ελευθέρως εντός του χώρου, πρός Β., φαίνεται να είναι υπόλειμμα τόξου πιθανώς σταυροθολίου (πίν. 105β). Η προκειμένη κατασκευή ευρίσκεται δυτικώς της νοτίας θύρας του περιβόλου, η οποία, κατά ταύτα, εκ των έξω ωδήγει άπ΄ευθείας εις τον ναόν, το μήκος του οποίου, συνεπώς, πρέπει να υπερβαίνη προς Δ. τας θέσεις της εν λόγω θύρας και της ας ανωτέρω εγκοπής του βορείου τοίχου. Αλλά το εν λόγω τόξον του υποτιθεμένου σταυροθολίου απαιτεί, ίσως προς στήριξιν του προς Β. ποδαρικού του εν ελευθέρως ιστάμενον στήριγμα, ενδεχομένως κίονα, όθεν είναι πιθανόν ότι ο ναός επερατούτο προς Δ. εις δίλοβον ίσως άνοιγμα, δυτικώτερον όμως του οποίου πρέπει να εξετείνετο κλειστός τις χώρος προσιτός εκ της αυλής. Βεβαίως πρέπει να υπήρχε και επί του βορείου τοίχου σύστημα στηρίξεως θόλου αντίστοιχον προς το ως ανωτέρω επί του νοτίου τοίχου δεν διεσώθη όμως ένδειξις περί υπάρξεώς του, επειδή τα άνω μέρη του βορείου τοίχου έχουν υποστή καταστροφήν μεγαλυτέραν της του νοτίου.
 Ο χώρος της εκκλησίας εκτείνεται προς Α. πέρα της έσωτερικής γραμμής του περιβόλου, ήτοι εν όλω κατά 20.65 μ. από της προς Δ. εγκοπής του βορείου τοίχου (βλ. άνωτ. σ. 88 καί εΐκ. 6) και περατούται εις αβαθή αψίδα εγγεγραμμένην εντός παχέος τοίχου (πάχους  2.55 μ). Ο νότιος τοίχος του κυρίως ναού από ύψους 2.40 μ. μειούται κατά το πάχος του εις 0.67 μ. Εσωτερικώς η επιφάνεια του τοίχου είναι ενιαία, κατακόρυφος. Εξωτερικώς όμως το κάτω παχύτερον μέρος του περατούται άνω εις επικλινές προς τα έξω επίπεδον, από της στάθμης του οποίου εκπηδά προς τα άνω υψούμενον το κέλυφος της εκκλησίας (πίν. 106α και εικ. 7). Αι κατά μήκος του κυρίως ναού εξωτερικαί αντηρίδες φθάνουν μόνον μέχρι του εν λόγω επικλινούς επιπέδου. Εντός του πάχους του ανατολικού τοίχου της εκκλησίας, αριστερά προς Β, αλλ΄ έξω αυτής, απεκαλύφθη εγγεγραμμένος ημικυλινδρικός χώρος, πιθανώς το κάτω μέρος πύργου κωδωνοστασίου.



Επί τη βάσει των σωζομένων στοιχείων συνάγεται ότι η εκκλησία εστεγάζετο υπό δύο καμαρών κατά τον τύπον των σταυρεπιστέγων, υπό μιας δηλαδή βασικής, κατά μήκος καμάρας και ετέρας εγκαρσίας προς την πρώτην (εικ. 7 και 8). Διεσώθη μέρος του ανατολικού σκέλους της εγκαρσίας καμάρας μέχρι αποστάσεως 1.10 μ. από του νοτίου τυμπάνου της (πίν. 106β και εικ. 7). Το όλον σύστημα στεγάσεως υπεστηρίζετο υπό τεσσάρων ενισχυτικών τόξων, «σφενδονίων», εκ των οποίων τα μεν ακραία έβαινον επί εντοιχισμένων κιλλίβαντων (πίν. 107α), τα δε μεσαία, τα φέροντα την εγκαρσίαν καμάραν, επί ημιεντοιχισμένων κιόνων (εικ. 6, 7 και 8). Οι κίονες, ύψους 2.65 μ. μετά της βάσεως και του κιονοκράνου, έχουν συληθή. Διετηρήθησαν όμως οι κοίλοι τύποι των επί των τοίχων (πίν. 107β), κατά χώραν δε κάτω μεν του κοίλου τύπου διεσώθη πόδιον, επί του όποιου ηδράζετο ο κίων, κτιστόν και απολήγον άνω εις πλάκα εκ τραχέος πρασινωπού λίθου (πίν. 108β), άνω δε εντοιχισμένον κιλλιβαντοειδές επίθημα (πίν. 108α πρβ. και πίν. 107β).
Οι όρθιοι τοίχοι της εγκαρσίας καμάρας διασώζονται αμφότεροι μέχρι της κορυφής των, εις ύψος 7.60 μ. από του δαπέδου (πίν. 109α). Το διασωθέν μέρος της εγκαρσίας καμάρας αποκλείει, ως νομίζω, άλλην λύσιν του προβλήματος περί της άρχιτεκτονικής μορφής της υπό των κιόνων υποστηριζομένης στέγης.
 Η εκκλησία ήτο προσιτή εκ της αυλής διά θύρας (πλάτ.  0.80 μ.) άνοιγομένης είς τον βόρειον τοίχον υπό την εγκαρσίαν καμάραν. Εφωτίζετο δε άφ΄ ενός διά τριών στενουμένων προς τα έξω φωτιστικών ανοιγμάτων, χαμηλά επί του αυτού τοίχου και άφ΄ ετέρου δι΄ ανά εν διλόβου παραθύρου, υψηλά είς τα τύμπανα της εγκαρσίας καμάρας (πίν. 109β). Πιθανώς υπήρχεν επί του νοτίου τοίχου εν εισέτι παράθυρον κατωτέρω του παραθύρου του τυμπάνου8.
 Οι λοβοί των διλόβων παραθύρων απολήγουν άνω είς ημικύκλιον. Οπαί επί των πλαισίων των, εξωτερικώς, υποδηλούν ότι ταύτα εφράσσοντο διά μετάλλινου κιγκλιδώματος.
Εσωτερικώς του προς Δ. πυλώνος του οικοδομήματος, εκατέρωθεν τούτου και είς συμμετρικήν διάταξιν (είς απόστασιν 3.65 μ. από των αντιστοίχων γωνιών), υπάρχει εν επαφή προς τον τοίχον ανά εν σύστημα εκ δύο βάσεων κιόνων (διαμ. 0.37μ.) συμφυών προς πλίνθον (μήκ. 1.10, πλάτ. 0.51 μ.) βαίνουσαν επί κτιστού ποδίου (υψ. 0.60 μ.), ολικού δε ύψους 0.91 μ. (πίν. 110α και είκ. 8).



 Είς ύψος 1.20 μ. από των διδύμων τούτων βάσεων επί του τοίχου λείψανα δύο ζευγών αποθραυσμένων πελεκητών λίθων ύψους 0.60 μ., μόλις εξεχόντων (πίν. 1 ΙΟβ καί είκ. 8), τοποθετημένων δε ανά ένα κατά τους κατακορύφους άξονας των βάσεων, πρέπει να εξηγηθούν ως λείψανα κιονοκράνων μετά συμφυών επιθημάτων, εντοιχισμένων δίκην κιλλιβάντων, προφανώς διά να ύποβαστάζουν τόξα στοών, αι οποίαι εξετείνοντο κατά τή=ην δυτικήν πλευράν και εν συνεχεία, πιθανώτατα, καθ΄ όλον το μήκος της βόρειας πλευράς του περιβόλου.  Η δυτική στοά πρέπει να συνεδυάζετο κατά τα νοτιοδυτικά προς τον χώρον, ο όποιος εχρησίμευε διά την από Δ. προσπέλασιν της εκκλησίας (βλ. ανωτ. σ. 88-89). Ανοίγματα μεταξύ των αντηρίδων, υψηλά (πίν. 104β και 105α)9, υποσημαίνουν ότι υπεράνω της στοάς εξετείνετο όροφος· αι κατασκευαί όμως αύται, πλήν των κατά τ΄ανωτέρω τοξοστοιχιών, ήσαν πιθανώτατα ξύλιναι, διότι είς την εσωτερικήν όψιν των τοίχων του περιβόλου δεν παρατηρούνται λείψανα θολωτών αρχιτεκτονικών μορφών, ούτως, ώστε να μη επιτρέπεται η διατυπωσις άλλης υποθέσεως περί του ορόφου. Τα μέρη των τοίχων του περιβόλου τα αντιστοιχούντα προς την εξωτερικήν περίμετρον της επισημανθείσης στοάς διατηρούν το πάχος 1.32 μ. καθ΄ όλον το ύψος των, αι δε αντηρίδες φθάνουν εδώ έως επάνω (πίν. 105α και εικ. 8) εν αντιθέσει προς ό,τι παρετηρήθη κατά μήκος της νοτίας πλευράς του κυρίως ναού (πίν. 106α και εικ. 7. Πρβ. ανωτ. σ. 89). Αι εντελώς περιστατικώς γενόμεναι μικραί ανασκαφικαί τομαί υπήρξαν ανεπαρκείς προς συναγωγήν περαιτέρω συμπερασμάτων, ιδίως όσον άφορα εις το ανάπτυγμα των μετακιονίων της υποτιθεμένης βόρειας στοάς και το μήκος αυτής, ως και εις τον τρόπον της αρχιτεκτονικής συνδέσεως της δυτικής στοάς μετά των δυτικών μερών της εκκλησίας.
 Η τοιχοδομία του μνημείου συνίσταται έξ επιμελούς αργολιθοδομής (πίν. 104β κ.έ.) μετά παρεμβλήτων οπτών πλίνθων.



 Οι λίθοι είναι ακανόνιστοι ή πλακοειδείς εκ πρασινωπού, τραχείας υφής εγχωρίου υλικού, άλλοτε μεγάλοι και άλλοτε μικροί. Ενιαχού παρατηρούνται και πώροι. Το κεράμινον υλικόν είναι διηυθετημένον κατά οριζοντίους αλλά μη κανονικάς στρώσεις, όχι σπανίως παρεμβάλλονται τεμάχια κεράμων ορθίως μεταξύ των λίθων (πίν. 111α). Ενίοτε παρατηρείται τάσις διακοσμητικής τοποθετήσεως των πλίνθων προς επίτευξιν εντυπώσεως ως η από των κεραμοπλαστικών (πίν. 111β. Πρβ. και πίν. 111α αριστερά). Οι μεγάλοι λίθοι χρησιμοποιούνται άλλοτε εις υψηλά μέρη (πίν. 111α) και άλλοτε εις χαμηλά (πίν. 112α), βεβαίως κατά τύχην, συμφώνως προς τας δυνατότητας της εκ διαφόρων πηγών προσπορίσεως του υλικού. Εις τας γωνίας χρησιμοποιούνται πελεκητοί δόμοι. Εις τους τοίχους της εκκλησίας χρησιμοποιούνται ως επί το πλείστον μικροί λίθοι και πολλά μικρά τεμάχια κεραμίδων (πίν. 112β). Είς τας αντηρίδας η μετάβασις από των χαμηλών παχέων μερών των είς τα λεπτότερα υψηλά γίνεται μέσω παρεμβλήτου λιθίνου λαξευτού κυματίου λοξής τομής («ξέχυμα») (πίν. 113). Λίθοι λαξευτοί χρησιμοποιούνται
και ως πλαίσια των παραθύρων (πίν. 109 και 112β. Πρβ. και πίν. 114), φαίνεται δε ότι όλα τα ανοίγματα έφερον λίθινα πελεκητά πλαίσια, τα όποια όμως εσυλήθησαν αποσπασθέντα βιαίως, όθεν αι μεγάλαι φθοραί του μνημείου είς τας θέσεις των ανοιγμάτων. Τα πλαίσια των διλόβων παραθύρων φέρουν κατά την εσωτερικήν των περίμετρον βαθείαν περιτένειαν («πατούραν») (πίν. 114).
Εκ των λίθινων λαξευτών μελών του μνημείου διεσώθησαν μόνον τα υψηλά, κατά χώραν απομείναντα: οι κιλλίβαντες των σφενδονίων και τα κιλλιβαντοειδή επιθήματα των κιόνων (πίν. 107 και 108α). Οι κιλλίβαντες κοσμούνται διά κανόνος και κοιλοκύρτου κυματίου, τα επιθήματα είναι τεκτονικά αδιακόσμητα, τα δ΄ υπό τούτων φερόμενα τόξα πατούν επί των φορέων των μέσω ποδαρικού εχοντος εκατέρωθεν δύο βαθείας, είς ορθήν γωνίαν εγκοπάς.
Είς αμφότερα τα τύμπανα της εγκαρσίας καμάρας της εκκλησίας είναι εντοιχισμέναι υπεράνω των παραθύρων ανά μίαν πλάκες εκ λευκού μαρμάρου, εκάστη των οποίων κοσμείται δι΄ελαφρώς αναγλύφου θυρεού εντός πλαισίου εξ απλής ταινίας (πίν. 114. Πρβ. και τα σχέδια είκ. 9 και 10). Ο θυρεός συνίσταται εκ λυροειδούς σώματος με προέχουσαν προς τα κάτω καμπύλην βάσιν και, άνω, με καμπύλην κορυφήν, διατεμνομένου δ΄εκ δεξιών διά διαγώνιου γραμμής. Ο θυρεός επαναλαμβάνεται και είς τας δύο πλάκας με ανεπαισθήτους απ΄ άλλήλων παραλλαγάς. Πρόχειρος έρευνα προς ταύτισιν του θυρεού δεν απέδωσεν αποτέλεσμα, η ερμηνεία του όμως θα παράσχη, ενδεχομένως, χρήσιμον τεκμήριον περί του μνημείου.


 Εσωτερικώς η εκκλησία ήτο άλλοτε διακοσμημένη διά τοιχογραφιών αμυδρώς μόνον διακρίνονται ελάχιστα λείψανα, μορφαί ολοσώμων άγιων, ιδίως κατά τα ανατολικά μέρη του νοτίου τοίχου.
Οι δυτικοί χαρακτήρες του «Άγιο-Λέου», άρχιτεκτονική διάταξις, εγγεγραμμένη αψίς, εξωτερικαί γοτθικής μορφής αντηρίδες, στοαί με διδύμους κίονας, καθιστούν έκδηλον τον προορισμόν του: θρησκευτικού κτίσματος ανήκοντος είς το Λατινικόν δόγμα. Η εκκλησία ήτο αφιερωμένη είς τον Γερμανόν προσκυνητήν Λέοντα, ο όποιος είχε μαρτυρήσει πεσών είς χείρας των Τούρκων, ακριβώς δε το λείψανόν του φαίνεται ότι εφυλάσσετο εδώ.
 Το μνημείον μαρτυρείται ρητώς διά πρώτην φοράν κατά το έτος 1497, φέρεται δε ως κτίσμα των Ενετών10. Πράγματι κατά την χάραξιν του οικοδομήματος έχει ληφθή ως μονάς μετρήσεως ο Ενετικός πούς (0.3473 μ.). Χαρακτηριστική είναι έξ άλλου η ρυθμική σύνθεσις του χώρου. Συγκεκριμένως: Τα σφενδόνια μετρούν είς πλάτος ένα και ήμισυ Ενετικόν πόδα (± 0.52 μ.), τα δύο προς Α. της εγκαρσίας καμάρας ζεύγματα (travees, Joche), ίσα μεταξύ των, μετρούν εις πλάτος εννέα πόδας (9 X 0.35 μ.), η εγκαρσία καμάρα μετρεί δέκα πόδας (10 ± 0.35 μ.), ήτοι είναι κατά ένα πόδα ευρυτέρα εκατέρου των ανατολικών ζευγμάτων, τα δυτικά δε ζεύγματα, επίσης ίσα μεταξύ των, είναι κατά δύο πόδας ευρύτερα (12 X 0.35 μ.) του μεσαίου. Η αναλογία τέλος του μήκους του ανατολικώς της εγκάρσιας καμάρας τμήματος (7.01 μ.) προς το πλάτος του (4.94 μ.) είναι η της χρυσής τομής.
 Η κατά αύξουσαν, καί, άντιθέτως, κατά φθίνουσαν, πρόοδον, επί τη βάσει μαθηματικής αντιλήψεως, σύνθεσις αυτή του χώρου προεκάλει άλλην έντύπωσιν εις τον από Δ. εισερχόμενον εις την εκκλησίαν και άλλην εις τον από του βήματος πορευόμενον προς τα έξω.
 Εις τον από Δ. ερχόμενον εφαίνετο ο χώρος ως να βραχύνεται εντατικώς και να περατούται ταχέως, εις τον βλέποντα από του βήματος προς Δ., όπου ο ναός επερατούτο πιθανώς εις σύστημα τόξων (βλ. άνωτ. σ. 89), εφαίνετο ο χώρος να ανελίσσεται αργά και ανέτως.
 Ο τύπος της εκκλησίας, απλούς σταυρεπίστεγος, είναι προφανές ότι προέρχεται εκ της εντόπιας, δηλαδή της Ελλαδικής παραδόσεως εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής11. Η διαφορά πλάτους των ζευγμάτων επεβλήθη βεβαίως εκ της επιθυμίας του να τοποθετηθή η εγκαρσία καμάρα εκείθεν του μέσου του μήκους του κυρίως ναού, αλλ΄ η ρυθμική επί τη βάσει μαθηματικής αντιλήψεως σύνθεσις των μεγεθών αντανακλα κλασσικίζουσαν παιδείαν, η οποία ενθυμίζει το πνεύμα της Ιταλικής Αναγεννήσεως. Παραλλήλως η τοιχοδομία προδίδει κατασκευήν επί τη βάσει των εντοπίων μεθόδων, δι΄ Ελλήνων δηλαδή τεχνιτών, αλλά το πνεύμα το εμψυχώνον το οικοδόμημα είναι δυτικόν. Ο άνετος υψηλός χώρος, οι ημιεντοιχισμένοι κίονες, η εν γένει αρχιτεκτονική παιδεία είναι ιταλικά.
 Ο Άγιος Λέων της Μεθώνης εν συγκρίσει προς την εκκλησίαν του Σωτήρος (S. Salvatore) του Ηρακλείου Κρήτης, υψηλήν και ξυλόστεγον, με ξωτερικάς επίσης αντηρίδας, αλλ΄αμιγέστερον γοτθικού ύφους12, εκφράζει κλίμα πολιτιστικής συμβιώσεως μεταξύ Ελλήνων και Βενετών, εντός του οποίου δηλαδή, εις την συγκεκριμένην ταύτην περίπτωσιν, επετεύχθη εκ μέρους του Βενετού αρχιτέκτονος και των εντολέων του αφομοίωσις ελληνικού τύπου λατρευτικού χώρου, του κυρίως ναού, και δομικών μεθόδων χρησιμοποιουμένων υπό Ελλήνων τεχνιτών.




β) «Κτήριον»:

 Όχι πολύ μακράν του Αγίου Λέοντος, εις τήν περιοχήν την καλουμένην «Στενά» (τά-), επεσημάνθη βυζαντινόν ηρειπιωμένον οικοδόμημα. Υπό πυκνούς βάτους διακρίνεται μόνον τοίχος σωζόμενος εις μήκος ±4.00 μ. και μέχρι υψους ±2.00 μ. Είναι εκτισμένος δι΄ αργολιθοδομής με παρένθετα θραύσματα κεραμίδων, τα οποία κατεβλήθη φροντίς να τοποθετηθούν κατά το μάλλον ή ήττον κατά οριζοντίους στρώσεις, ενιαχού δε και καθέτως (πίν. 115α). Το μνημείον τούτο, προς το παρόν αγνώστου προορισμού, προέρχεται εκ των μεσοβυζαντινών χρόνων.
Βορείως του «Κτηρίου» εντός κτήματος του εκ Μεθώνης κ. Γεωργίου Ρούμπου εφυλάσσοντο υπό τούτου, προ καιρού κατά την καλλιέργειαν του κτήματός του ευρεθέντα και μοι παρεδόθησαν υπό του ίδιου τα κατωτέρω όστρακα βυζαντινών αγγείων:
- Τεμάχιον μεγάλου πινακίου με ανυψωμένον χείλος (μήκ. 0.11, πλάτ. 0.11 μ.). Το χείλος ελλείπει (πίν. 115β). Περιμετρική ζωφόρος πλαισιουμένη εκατέρωθεν υπό ζεύγους καμπύλων ομοκέντρων γραμμών, επί του δίσκου δύο ενότητες καμπύλων γραμμών. Εις την ζωφόρον ζώα τρέχοντα προς δεξιά: Εν, με τα νώτα και τους οπισθίους πόδας ανυψωμένους εις τον αέρα (το πρόσθιον μέρος ελλείπει), ακολουθούμενον υπό άλλου (σώζεται μόνον το πρόσθιον μέρος) στρέφοντος την κεφαλήν προς τα οπίσω. Παριστάνεται πιθανώς κύων διώκων λαγωόν. Τό βάθος πληρούται υπό κυματοειδών γραμμών. Πηλός καστανός ανοικτού τόνου, γάνωσις λευκή με μικράν πρασινωπήν κηλίδα, επί της γανώσεως ο διάκοσμος εγχάρακτος, εφυάλωσις υποκιτρίνη.



- Πινακίου πέντε τεμάχια: Ο πυθμήν με βάσιν (μήκ. 0.97, πλάτ. 0.08, διάμ. βάσεως 0.074, ύψ. βάσεως 0.007 μ.) και τεμάχια εκ του χείλους (μήκ. 0.08 πλάτ. 0.072, μήκ. 0.087 πλάτ. 0.079, μήκ. 0.102 πλάτ. 0.058 καί μήκ. 0.092 πλάτ. 0.042 μ.). Το χείλος απλωτόν (πίν. 116α-β). Εις τον δίσκον μέγα ζώον (έλαφος;) με εστραμμένην την κεφαλήν προς τα οπίσω, δεξιά λαγωός τρώγων φύλλον και αριστερά μέρος κεφαλής τρίτου ζώου (πίν. 116α), επίσης μέρος άλλου ζώου(;) ωσάν κατακειμένου (πίν. 116β). Οπίσω του μεγάλου ζώου δένδρον. Εις το χείλος πλαίσιον εκ πέντε διαδοχικών καμπύλων ομοκέντρων ταινιών, εις το κέντρον μικρά κοιλότης εκ του άξονος του διαβήτου.
Το βάθος πληρούται διά εγχαράκτων γραμμών εις το πλαίσιον δέσμαι ακτινοειδώς διατεταγμένων γραμμών. Πηλός κιτρινόφαιος κακώς ωπτημένος, γάνωσις λευκή, ο διάκοσμος εγχάρακτος, αι ταινίαι του πλαισίου κοίλαι κατά τον τρόπον των επιπεδογλύφων, εφυάλωσις υποκιτρίνη. 'Η γάνωσις και η εγχάραξις της διακοσμήσεως έγιναν, ότε ο πηλός ήτο ακόμη σχετικώς μαλακός.
Διά της διαγραμμίσεως του βάθους γύρω των διακοσμητικών των θεμάτων τα ανωτέρω όστρακα ενθυμίζουν προϊόντα κεραμεικών εργαστηρίων της Κωνσταντινουπόλεως: Ινσταμπούλ, Αρχαιολ. Μουσ. αριθ. 6925 (Rob. Β. Κ. Stevenson, The Great Palace of the Byzantine Emperors. First Report, London 1947, 56 πίν. 20, ίο. A. H. S. Megaw, Zeuxippus Ware, BSA 63, 1968, 76 πίν. 20 b) καί άριθ. 6052 (Megaw 72 άριθ. 2 πίν. 14 b).
Τα ανωτέρω όστρακα απεστάλησαν εις το Μουσείον της Πύλου, δια να διαφυλαχθούν ομού μετά των άλλων εκ Μεθώνης ευρημάτων13.

3 Ανά την πόλιν της Μεθώνης

Γλυπτά και επιγραφαί:

 Επί τη ευκαιρία των εν τη περιοχή της Μεθώνης ανασκαφικών ερευνών μου, περιελθών την σημερινήν πόλιν εσημείωσα τα κατωτέρω λίθινα αντικείμενα:
- Τεμάχιον βυζαντινού θωρακίου (πίν. 117α). Ανάγλυφα τετράγωνα εκ τριπλής ταινίας συμπλεκομένης κατά το σύστημα των σηρικών τροχών υπό του κάτω τετραγώνου πλαισιούται λέων, υπό του άνω ρόδαξ εκ τεσσάρων φύλλων ανθεμιοειδούς ακάνθου σταυροειδώς διατεταγμένων έξω των τετραγώνων το βάθος είναι διάτρητον. Μάρμαρον. Αριστερά και άνω ελλιπές. Υψ. 0.585, πλάτ. 0.425, πάχ. 0.06 μ. Οικία κ. Ιωάννου Κουρούπα. Η διάτρητος τεχνική εις το παράδειγμα τούτο συνιστά αρχαϊστικήν επανάληψιν τρόπου συνήθους εις ομάδα παλαιοχριστιανικών θωρακίων. Όμοια τεχνική απαντάται εις μεσοβυζαντικά θωράκια του τέμπλου του Αγίου Πέτρου Καστάνιας Δυτικής Μάνης (αδημοσίευτος). Ανάγεται πιθανώς εις το α' ήμισυ του 12ου αι.


- Οκτάπλευρον βυζαντινόν κιονόκρανον, άλλοτε συμφυές προς οκταγωνικόν κιονίσκον πιθανώς τέμπλου (πίν. 117β). Εις τήν μεσαίαν πλευράν της πρόσθιας όψεως κυματοειδής ελιξ με ημίφυλλα ανθεμίου, εις τας εκατέρωθεν πλευράς ανά εν ελιγμα, η οπισθία όψις αδιακόσμητος. Τεχνική επιπεδόγλυφος. Υψ. 0.40, άβαξ 0.18 X 0.17, κάτω 0.12 μ. Οικία κ. Δ. Μίχου. Η πολύ λιτή
καλλιτεχνική μορφή της ελικος, με τους πριονωτούς λοβούς, ενθυμίζει γλυπτά εκκλησιών της Μάνης ασφαλώς, ως πιστεύω, επιχωρίου προελεύσεως: Αρχιστρατήγου Μπουλαριών (Ν. Β. ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ, Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης, εν Αθήναις 1964, 18 πίν. 10 β), Αγίου Γεωργίου παρά το Βρίκιον (αύτ. 20 πίν. 13β), Επισκοπής παρά το Σταυρί (68 πίν. 53α), Αγήτριας (775 πίν. 61β). Της αυτής τεχνοτροπίας παράδειγμα εις Αγιον Θεόδωρον Βάμβακα χρονολογείται εις τυ έτος 1075 (αύτ. 20 πίν. 13α).
- Κιονόκρανον Ενετικόν (πίν. 118 α-β). Εις τας γωνίας ανά εν δυσδιάκριτον, λόγω της φθοράς του λίθου, θέμα (φανταστικόν τι όν ή κέρας της αμαλθείας ή σαρκώδες φύλλον ακάνθου αναδιπλούμενον έκ των κάτω), μεταξύ τούτων, εις τας κυρίας όψεις της καλάθου, όρθια ημίφυλλα ακάνθου και,
εις το μέσον, καρποί και άνθη, εις την βάσιν παχύ ημικυλινδρικόν κυμάτιον. Ο άβαξ ημικυλινδρικός. Πωρόλιθος. Διάμ. 0.21, άβαξ 0.325 X 0.325, ύψ. 0.255 μ. Οικία κ. Δ. Μίχου.


- Κιονόκρανον Ενετικόν (πίν. 118γ εις το μέσον και 119α δεξιά). Κάλαθος κυλινδρική, ύπο τας γωνίας του άβακος έλικες, υπό εκάστην των οποίων απλούται ανεστραμμένον φύλλον διαμέσως ανά εις τετράφυλλος ρόδαξ κάτω ημικυλινδρικόν κυμάτιον. Ο άβαξ εκ πλίνθου και ημικυλινδρικού κυματίου. Λίθος πιθανώς δαλματικός. Άβαξ 0.345, διάμ. 0.21 μ. Εις δύο τεμάχια. Οικία κ. Δ. Μίχου.
- Κορυφή πλαισίου γοτθικού τρίλοβου παραθύρου (πίν.118γ και 119α πρώτον εξ αριστερών). Προς τα έσω ταινία εκ κυρτού και, ακολούθως, ετέρα εκ κοίλου κυματίου προς τα έξω διπλή σειρά αντιθέτως διατεταγμένων οδόντων. Κάτω ελλιπές. Λίθος πιθανώς δαλματικός. Οικία κ. Δ. Μίχου.
- Όμοιον τεμάχιον (πίν. 118γ καί 119α δεύτερον εξ αριστερών). Κάτω ελλιπές. Λίθος όμοιος. Οικία κ. Δ. Μίχου.
- Τεμάχιον πλαισίου γοτθικού τρίλοβου παραθύρου (πίν. 118α δεξιά και 119β). Φαίνεται να είναι η συνέχεια του αριστερού σκέλους του ευθύς ανωτέρω σημειωθέντος αρχιτεκτονικού μέλους. Πλάτ. 0.30, πάχ. 0.13 μ. Άνω και κάτω ελλιπές. Εις δύο τεμάχια. Οικία κ. Δ. Μίχου.
- Τεμάχιον υπερθύρου (πίν. 119γ). Προς τα έξω ορθογώνιον πλαίσιον εκ διπλής σειράς αντιθέτως διατεταγμένων οδόντων, προς τα έσω εγγράφεται τόξον εκ τριών ομοκέντρων κυματίων, εις το μεταξύ του ορθογωνίου και του τόξου τρίγωνον ανάγλυφος ρόδαξ και φύλλον. Λίθος πιθανώς δαλματικός. Μήκ. 0.48, πλάτ. 0.22, πάχ. 0.18 μ. Δεξιά και κάτω έλλιπές. Οικία κ. Δ. Μίχου.


Τα ανωτέρω αρχιτεκτονικά μέλη, προερχόμενα εξ ενετικού οικοδομήματος; πιθανώτατα περισυνελέγησαν εκ του φρουρίου της Μεθώνης.
- Τουρκική επιτάφιος επιγραφή (πίν. 120α). Γράμματα ανάγλυφα, το μεταξύ βάθος τραχύ. Αναφέρεται είς τινα Σισμάν Μπεκζαντέ Μουσταφά αποθανόντα κατά το έτος 1805/6. Μάρμαρον κυανωπόν. Υψ. 0.63, πλάτ. 0.165, πάχ. 0.08 μ. Οικία κ. Δ. Μίχου.
- Τουρκική επιτάφιος επιγραφή (πίν.120β). Γράμματα ανάγλυφα, οι στίχοι χωρίζονται απ΄ αλλήλων δι΄αναγλύφων ταινιών. Κάτω ανάγλυφος λόγχη με σημαίαν και πτέρυγες (ιστίον;)· άνω σαρίκιον. Κατέστη δυνατόν να άναγνωσθή μόνον η χρονολογία 28 Ιανουάριου 1706. Μάρμαρον λευκόν. Υψ. 1.28 πλάτ. 0.31, πάχ. 0.13 μ. Οικία κ. Άγγ. Φραγκούλη14.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΛΛΑΣ: Έρευνες εν Μεθώνη, Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 124, 1969 

* Εις την άνασκαφήν συμμετέσχον ως επιστημονικοί βοηθοί οι κύριοι: Δημήτριος Τριανταφυλλόπουλος, βοηθός της έδρας της Βυζαντινής Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών, και Νικόλαος Τσιτσιμελής, τελειόφοιτος του αρχαιολογικού τμήματος της αυτής Σχολής. Τα δημοσιευόμενα σχέδια εξεπονήθησαν υπό του σχεδιαστού τηςΑρχαιολογικής Εταιρείας κ. Εηαγγέλου Ολυμπίου.

1. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ I. ΠΑΛΛΑΣ, Ο Αγιος Όνούφριος Μεθώνης (παλαιοχριστιανικόν κοιμητήριον-βυζαντινόν άσκητήριον), ΑΕ 1968, 119 κ.έ.
2. Bory De Saint-Vincent, Relation du voyage de la Commission Scientifique de Mor6e, I, Paris 1836, 109 - 110: «Dans les flancs de la montagne, ou quelque ville dut £tre adossee, on decouvre aussi des tombeaux creuses dans le roc; j’en ai visite plusieurs par la suite: Boblay m’en a fait connaitre un dontl’entree0tait cachee pardes Lentisques, et qui consiste en une pi6ce carree de sept a huit pieds; les parois en avaient έΐέ soigneusement polies, et des restes de peinture s’y distinguaient encore tres bien. Ces tombeaux ressemblent tellement a ceux qu’on retrouve a figine». Περί των έν
Αίγίνη τάφων : L. Ross, Archaologische Aufsatze, I, Leipzig 1855, 46 κ.έ. πίν. 2. K. G. Vollmoeller, Griechische Kammergraber mit Totenbetten, Bonn 1901, 42 - 43. G. Welter, Aeginetica XVIII, Jdl 53, 1938, Anz. 509 άριθ. 12 είκ. 36 - 37 καί 69, 1954, Anz. 46 κ.έ.
3. Έχω ύπ’ οψει σύστημα τοιούτων δεξαμενών δυτικώς του περιβόλου της Μονής Φανερωμένης
Σαλαμίνος, ως και βορειοδυτικώς του περιβόλου του μονυδρίου του Αγίου Νικολάου Μπατσή, ομοίως έν Σαλαμινι.
4. A. Κ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Παραστάσεις κρηνών επί αρχαίων αγγείων, ΑΕ 1916, 102 κ. έ. είκ. 11Δ καί 11Ε. Πρβ. καί τήν κρήνην Έλευσΐνος: A. Κ. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Ή κρήνη της Ελευσίνας έν Classical Studies Presented to Edward Capps, Princeton 1936, 282 κ. έ. είκ. 9 (κάτοψις).
5. ΑΕ 1968, 140 κ. έ. (Δ. I. Παλλας).
6. Πρβ. ΑΔ 17, 1961/62, Χρονικά, 104 - 105 (Δ. I. ΠΑΛΛΑΣ) καί 18, 1963, Χρονικά Β' 1, 94 πίν. 109 γ' - ς' (Γ. Παπαθανασοπουλος).
7. Το κτήριον κατεστράφη προ πάντων έκ της συστηματικής συλήσεως του λίθινου λαξευτού υλικού του.
8. Είς τήν θέσιν του υποτιθεμένου παραθύρου, υπό το νότιον τύμπανον τής εγκαρσίου καμάρας, παρατηρειται μεγάλη ακανόνιστος οπή (πίν. 109α καί 112(3), η οποία πιθανώτατα εδημιουργήθη έξ αιτίας της συλήσεως των λίθινων πλαισίων παραθύρου.
9. Βέβαιον είναι τό άνοιγμα τό μεταξύ τής πρώτης καί τής δευτέρας άπό Δ. άντηρίδος τής νοτίας πλευράς του περιβόλου.
10. Πληροφοριαι: ΑΔ 17, 1961 /62, Χρονικά 105 (Δ. I. ΠΑΛΛΑΣ).
11. Πρβ. προχείρως τα παραδείγματα σταυρεπιστέγων έκκλησιών τά συγκεντρωθέντα υπό A. Κ. ΟΡΛΑΝΔΟΥ, Οι σταυρεπίστεγοι ναοί της Ελλάδος, ΑΒΜΕ 1, 1935, 41 - 50, και Σταυρεπίστεγοι ναοί Βάθειας Εύβοιας, αύτ. 7, 1951, 111 - 130.
12. Giuseppe Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, II, Venezia 1908, 120 κ.έ. είκ. 72.
13. Πρβ. ΑΕ 1968, 159 - 173 (Δ. I. Παλλας).
14. Αί τουρκικαί αύται επιγραφαί, αρκετά, ως φαίνεται, δυσξύμβλητοι, κατέστη δυνατόν να αναγνωσθούν, μεταγράφουν και μεταφρασθούν μόνον εν μέρει υπό του κ. Δημητριάδου, του έν Θεσσαλονίκη Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, τη ευγενεί φροντίδι του Διευθυντού του Ιδρύματος κ. Βασιλείου Λαούρδα. Αντί αποσπασματικής παραθέσεως των υπό του κ. Δημητριάδου κατανοηθέντων μερών προετίμησα νά σημειώσω ανωτέρω ό,τι κατώρθωσα νά συναγάγω ως νόημα.




Printfriendly