.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Οικιστικά κατάλοιπα Πρωτοβυζαντινής και Μεσοβυζαντινής Μεσσηνίας



Tα αρχαιολογικά κατάλοιπα που μαρτυρούν εγκατάσταση, αλλά και παντός είδους δραστηριότητα κατά την πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδο στη Μεσσηνία, παραμένουν περιορισμένα. To ενδιαφέρον των αρχαιολόγων εστιάστηκε από νωρίς στις προϊστορικές και κλασικές θέσεις, που είτε δεν γνώρισαν συνέχεια είτε αποκαλύφθηκαν σε βάρος των υπερκειμένων νεωτέρων -μεσαιωνικών, μεσοβυζαντινών, πρωτοβυζαντινών- αρχαιολογικών στρωμάτων, τα οποία απομακρύνθηκαν βιαστικά, χωρίς να καταγραφούν. Όσα δε πρωτοβυζαντινά και μεσοβυζαντινά κατάλοιπα (λείψανα κτηρίων, ναυάγια, επιγραφές, κεραμική, νομίσματα) ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών, ερευνηθήκαν βιαστικά και αφέθηκαν στην τύχη τους.
Οι πολυάριθμες πρωτοβυζαντινές και μεσοβυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας αποτελούν, ωστόσο, αρχαιολογικό τεκμήριο για εγκατάσταση στην περιοχή, αφού κτίζονταν για να εξυπηρετήσουν πληθυσμούς, που διέμεναν σε κοντινές αποστάσεις. Tο ίδιο ισχύει και για τα νεκροταφεία, που επίσης εντοπίζονται σε ικανό αριθμό, ιδιαίτερα στις περιοχές που έτυχαν συστηματικής επιφανειακής έρευνας όπου παρατηρείται συχνά παρατεταμένη χρήση παλαιοτέρων, ελληνιστικών και ρωμαϊκών νεκροπόλεων.
Τα αστικά και οικιστικά κατάλοιπα, στα οποία εστιάζει η παρούσα επισκόπηση, είναι συνήθως δυσκολώτερο να εκτιμηθούν ως αυτού του είδους. Θεωρήσαμε, λοιπόν, ως ένδειξη για εγκατάσταση οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με δομικά υλικά και κινητά ευρήματα, που θα μπορούσαν να συσχετίζονται με κατοίκηση και με τις καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων. Οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από σωστικές ανασκαφές ή αποτελούν τυχαία ευρήματα2. 
Σημαντική υπήρξε η συμβολή των συστηματικών επιφανειακών ερευνών και ανασκαφών, που διεξήχθησαν στη Μεσσηνία υπό την αιγίδα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Η πρώτη, στο πλαίσιο του προγράμματος University of Minnesota Messenia Expedition (UMME), εντόπισε αρκετές εγκαταστάσεις της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου, εκ των οποίων αυτή στα Νιχώρια ανασκάφτηκε και δημοσιεύτηκε από τους William A. McDonald, William D.E. Coulson και Iohn Rosser3. Πιο πρόσφατα (1991-1994), ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα, το Pylos Regional Archmological Project (PRAP), επικεντρώθηκε στην περιοχή της Πυλίας, εντοπίζοντας και ερευνώντας νέες πρωτοβυζαντινές και μεσοβυζαντινές θέσεις, όπως αυτήν της παραλιακής επαύλεως στο Διαλισκάρι, και επανεκτιμώντας τα αποτελέσματα του UΜΜΕ 4.
Οι παραπάνω έρευνες και δημοσιεύσεις αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τον παράλιο χώρο της Μεσσηνίας, με έμφαση στην περιοχή της Πυλίας. Για την ενδοχώρα έχουμε ελάχιστες μαρτυρίες και μόνον η πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή Μεσσήνη αντισταθμίζουν την αρχαιολογική ένδεια της περιοχής αυτής. Η ανασκαφή της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό τον Πέτρο Θέμελη από το 1986 έως σήμερα, έδωσε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια πλήθος στοιχείων για την ιστορία της σημαντικής αυτής πόλης μετά τον 4ο αιώνα, ενώ συνεχίζεται η ανασκαφή και μελέτη των πρωτοβυζαντινών και μεσοβυζαντινών καταλοίπων5.
Θα ξεκινήσουμε την επισκόπηση των αρχαιολογικών υπολειμμάτων οικισμών και εγκαταστάσεων της Μεσσηνίας από την ενδοχώρα της Κυπαρισσίας και θα συνεχίσουμε παραλιακά έως την Αβία, πρίν ολοκληρώσουμε με τη Μεσσήνη. 
Στο Κοπανάκι, βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας, αναφέρεται εκτενής έπαυλη της πρωτοβυζαντινής περιόδου6, ενώ ρωμαϊκή και βυζαντινή κεραμική, που υποδεικνύουν εγκατάσταση κατά τις εποχές αυτές, εντοπίστηκε και στη θέση Παραδάμι (Κάτω Κοπανάκι)7. Δυτικότερα, στις Θέσεις Γλυκορύζι και Ράχες, αναφέρονται τάφοι της πρωτοβυζαντινής περιόδου. 
Στην Κυπαρισσία, και συγκεκριμένα στις θέσεις Μούσγα και Φόρος, δοκιμαστικές τομές και ανασκαφές για τη διάνοιξη δρόμων και τη θεμελίωση κτηρίων, αποκάλυψαν τμήματα της ελληνιστικής και πρωτοβυζαντινής πόλης. Βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού ανασκάφτηκαν κατοικίες, χρονολογούμενες έως τον 5ο αιώνα και γύρω από αυτές πλούσιο αρχαιολογικό υλικό (τμήματα τοίχων και αρχιτεκτονικών μελών, κεραμική της πρώιμης και μέσης ρωμαϊκής περιόδου, υπολείμματα ψηφιδωτών, νομίσματα)9. Στην ακρόπολη της ίδιας πόλης, λείψανα της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής οχύρωσης μαρτυρούν τη χρήση, αν όχι τη μόνιμη κατοίκηση του χώρου10.

Αρχαία Κυπαρισσία: Φωτογραφία αρχείου από τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν στην Κυπαρισσία για τη διάνοιξη της Εθνικής οδού. Αποκαλύφθηκε νεκροταφείο αποτελούμενο από κιβωτιόσχημους τάφους, χρονολογούμενο στην υστερορωμαϊκή-πρώιμη βυζαντινή περίοδο.

Νότια της Κυπαρισσίας, στην ευρύτερη περιοχή των Φιλιατρών, από την Αγία Κυριακή έως τη θέση Άγιος Χριστόφορος, εντοπίστηκαν λείψανα οικισμών και πλούσια κεραμική της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου. Ευρήματα που μαρτυρούν βυζαντινή παρουσία, εντοπίστηκαν επίσης στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού Άγριλος, ιδιαίτερα στη θέση Μερολίθι. Άλλωστε, το λιμάνι της Μπούκας στην ίδια περιοχή, Θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκε στους βυζαντινούς χρόνους ως επίνειο της Χριστιανούπολη11.
Στην περιοχή της πρωτοβυζαντινής βασιλικής Φιλιατρών, 200 μ, νοτίως του μνημείου, ανασκάφτηκαν ερείπια λουτρού, που περιλαμβάνουν δεξαμενή πλάτους 2 μ. και αψιδωτή αίθουσα (πιθανό αποδυτήριο), χρονολογούμενα το αργότερο στα μέσα του 5ου αιώνα. Με το λουτρό αυτό, αλλά και με πιθανή παρακείμενη εγκατάσταση ή και οικισμό, συνδέεται υπόγειος αγωγός, σωζομένου μήκους 2 μ., που ξεκινούσε από τη θέση Βρύσες και περνούσε κάτω από την ανατολική πλευρά του ναού.Η βασιλική εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 7oυ αιώνα, κάτι που μπορεί να υποτεθεί και για την παρακείμενη εγκατάσταση. Στο νότιο ακραίο κλίτος της βρέθηκε Θησαυρός 488 χάλκινων νομισμάτων του 5ου και 6ου αιώνα (τα υστερότερα χρονολογούνται στο πρώτο έτος της βασιλείας του Μαυρικίου 582/3), η απόκρυψη του οποίου συσχετίζεται πιθανώς με σλαβική επιδρομή του 587/8 12.


Η Παλαιοχριστιανική Βασιλική Αγίας Κυριακής Φιλιατρών

Νοτιοδυτικά των Γαργαλιάνων, σε παραθαλάσσια έκταση περίπου 600Χ 1000 μ. στη θέση Διαλισκάρι, εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα του 4ου- 7ου αιώνα, που συσχετίστηκαν με μεγάλη αγροτική έπαυλη13. Μονολιθικοί κίονες και βάσεις κιόνων από εισηγμένο λίθο, αρχαίοι δόμοι και ψηφιδωτό δάπεδο της ρωμαϊκής περιόδου βρέθηκαν ενσωματωμένα σε νεώτερες κατοικίες της περιοχής. Εντοπίστηκαν επίσης πλινθόκτιστο υπόκαυστο λουτρού, πολυγωνικής κάτοψης, με τουλάχιστον τέσσερις σωζόμενες πλευρές, και παραθαλάσσια δεξαμενή, λαξευμένη στον βράχο με δύο αγωγούς (πιθανότατα ιχθυοδεξαμενή ή αλυκή). Στον χώρο βρέθηκαν τετράγωνες κεραμικές πλάκες δαπέδου, κυκλικοί πλίνθοι από πεσσίσκους υποκαύστου, μία tegula mammata, λίθινα πλακίδια ορθομαρμάρωσης, λίθινες ψηφίδες και μία γυάλινη, καθώς και δύο αποσπασματικά κιονόκρανα από ασβεστόλιθο, διακοσμημένα με «πριονωτη» άκανθα. Ο εξοπλισμός της επαύλεως περιλάμβανε εισηγμένα επιτραπέζια κεραμικά σκεύη, όπως τα ιδιαίτερα δημοφιλή την εποχή εκείνη αγγεία με ερυθρό επίχρισμα από τη σημερινή βόρεια και κεντρική Τυνησία (African Red Slip Ware) και την περιοχή της Φώκαιας στη Μικρά Ασία (Phocean Red Slip Ware), μαγειρικά σκεύη, αμφορείς, λυχνάρια και γυάλινα αγγεία. Βρέθηκαν επίσης εισηγμένες μυλόπετρες και τρεις χειρόμυλοι, που υποδεικνύουν την κατεργασία σχετικά μεγάλων ποσοτήτων σιτηρών. Τέλος εντοπίστηκαν λατομείο και τάφοι, των οποίων η σχέση με την έπαυλη είναι άγνωστη. Η παρουσία πολυτελούς επαύλεως, ιδιοκτησίας πλούσιου γαιοκτήμονα που έλεγχε την αγροτική παραγωγή της περιοχής, είναι αναμενόμενη στην εύφορη παράκτια ζώνη της Μεσσηνίας, της οποίας τα λιμάνια ευνοούσαν την επικοινωνία και τις συναλλαγές με την υπόλοιπη Μεσόγειο.

Διαλισκάρι: Πάνω τμήμα υπόκαυστου λουτρικών εγκαταστάσεων και δεξιά αρχαία δεξαμενή κοντά στην θάλασσα.

Παρόμοιες εγκαταστάσεις παρατηρούνται και αλλού στη Μεσσηνία αλλά και στην Αχαΐα, ήδη από τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο χώρος εγκαταλείφθηκε τον 7ο αιώνα. Απέναντι από το Διαλισκάρι, στη νήσο Πρώτη, πρωτοβυζαντινή επιγραφή που αναφέρεται σε πλοίο με κυπριακό πλήρωμα, και θησαυρός χρυσών νομισμάτων κοπής Κωνσταντινουπόλεως του 600 από τη θέση Παναγιούλα, μαρτυρούν οπωσδήποτε χρήση του χώρου, πιθανότατα ως ορμητηρίου, αλλά όχι απαραίτητα εγκατάσταση14.
Κατάλοιπα της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου εντοπίστηκαν στην περιοχή της Μεταμόρφωσης, ανατολικά της Χώρας, περίπου 20 χλμ. από την ακτή.
Στον Άγιο Κωνσταντίνο παρατηρήθηκε μικρή εγκατάσταση με μεγάλη διάρκεια ζωής (κλασικοί έως νεώτεροι χρόνοι) και άφθονη βυζαντινή κεραμική, επιτραπέζια και χονδροειδής15.
Ένα χλμ. νοτιότερα, στη θέση Σκάρμιγκα, συγκέντρωση κεραμικής, η οποία κάλυπτε έκταση περίπου 900Χ 1180μ, και στις δύο πλευρές μικρής κοιλάδας, μαρτυρεί επίσης εγκατάσταση (χωριό;) με μεγάλη διάρκεια ζωής (αρχαϊκοί έως νεώτεροι χρόνοι), σε άμεση γειτνίαση και σχέση με πηγή και αργότερα, κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, με τον ναό της Αγίας Σώτηρας. Ρωμαϊκή κεραμική, κυρίως χονδροειδής, και μαγειρικά αγγεία από χαρακτηριστικό πορτοκαλόχρωμο μεσσηνιακό πηλό, βρέθηκαν κυρίως στο νότιο τμήμα του χώρου. Η βυζαντινή κεραμική χρονολογείται στον 12ο- 13ο αιώνα και περιλαμβάνει εφυαλωμένα λεπτεγχάρακτα αγγεία, που κοσμούνταν είτε με ομόκεντρους κύκλους είτε, σπανιώτερα, με πιο περίτεχνα θέματα, χύτρες με κοντό λαιμό και επίπεδη βάση, κανάτες με επίπεδη βάση από χονδροειδή πηλό η με γραπτό διάκοσμο, τμήμα μικρού πιθαριού και τμήμα ανοιχτού λυχναριού με ψηλό πόδι και κιτρινοπράσινη εφυάλωση16. Βυζαντινή κεραμική του 12ου- 14ου αιώνα (του τύπου «με πράσινη και καστανή εφυάλωση», βάσεις με πράσινη εφυάλωση και αποθηκευτικά αγγεία με επίπεδη βάση από χονδροειδή πηλό) εντοπίστηκε στη θέση Καβαλαριά, νοτιοδυτικά της Χώρας, σε χώρο που γειτνιάζει με τον μεταβυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου17. Μικρός οικισμός και νεκροταφείο στη θέση Καλιανέσι Χώρας, έδωσε επίσης λιγοστή βυζαντινή κεραμική, κυρίως μαγειρικά σκεύη18.


Αποτμήματα Βυζαντινής κεραμικής από την Μεταμόρφωση (Σκάρμιγκας)

Η πρωτοβυζαντινή Πύλος (μετέπειτα Αβαρίνο ή Ναβαρίνο) καταλάμβανε μέρος της ρωμαϊκής πόλης στον λόφο Κορυφάσιο, καθώς και του νοτιοανατολικού τμήματος της ομώνυμης χερσονήσου, στο νότιο άκρο της οποίας εντοπίστηκαν τμήματα βαλανείου η πρωτοβυζαντινης βασιλικής με λείψανα ψηφιδωτού δαπέδου. Στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου, κάτω από τα νερά της λιμνοθάλασσας του Διβαρίου, η οποία άρχισε να σχηματίζεται μετά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους και πιθανότατα σκέπασε μέρος της πρωτοβυζαντινής πόλης, έχουν εντοπιστεί οικοδομήματα από πλίνθους, τοίχοι και δάπεδα. Βυζαντινά όστρακα μαρτυρούν κατοίκηση και στην ανατολική ακτή της νήσου Σφακτηρίας. Ενδείξεις για κατοίκηση αποτελούν και οι πρωτοβυζαντινοί τάφοι μέσα στις ελληνιστικές νεκροπόλεις στις περιοχές Γιάλοβας, Πετροχωρίου και Ρωμανού, καθώς και οι πρωτοβυζαντινοί τάφοι στο Κορυφάσιο και το Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι)19. Στον Ρωμανό, εξάλλου, αναφέρονται λείψανα οικισμού και νεκροταφείου βυζαντινής περιόδου, με άφθονη κεραμική, καθώς και τεμάχια αράβδωτων κιόνων από πολύχρωμα μάρμαρα, που ανήκαν σε πρωτοβυζαντινό κτήριο20.
Στην ενδοχώρα της Πυλίας, λείψανα της πρωτοβυζαντινής περιόδου (τοίχοι, τάφοι, δεξαμενές, τεμάχια ψηφιδωτών δαπέδων, θωράκια) έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέσεις στα χωριά Χανδρινός και Σουληνάρι, μεταξύ Πύλου και Κορώνης21.
Η Μεθώνη υπήρξε ένας από τους κύριους σταθμούς της θαλάσσιας οδού, που συνέδεε την Ανατολική με τη Δυτική Μεσόγειο. Η απουσία φυσικού λιμανιού αντιμετωπίστηκε με την κατασκευή τεχνητού λιμανιού, που παρέμεινε σε χρήση από την αρχαιότητα έως τους νεώτερους χρόνους. Στην ρωμαϊκή περίοδο η πόλη ήταν μερικώς οχυρωμένη (η ρωμαϊκή οχύρωση είχε την ίδια έκταση με το υπάρχον φρούριο), ενώ γύρω από την τοιχισμένη πόλη απλωνόταν πυκνό δίκτυο αγροικιών. H ρωμαϊκη και πρωτοβυζαντινη πόλη καταλάμβανε ολόκληρη την περιοχή του Αγίου Νεκταρίου μέχρι τον Προφήτη Ηλία και τους Παλιούς Αη- Λιάδες, όπως μαρτυρούν λείψανα κτηρίων και τάφοι.


Παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο αγίου Ονουφρίου Μεθώνης

Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο ανήκει ο δίδυμος ναΐσκος με ψηφιδωτά δάπεδα στους Παλιούς Αη-Λιάδες και ίχνη πρωτοβυζαντινής βασιλικής, που εντοπίστηκαν πρόσφατα στην είσοδο του σύγχρονου οικισμού της Μεθώνης. Σημαντική μαρτυρία για την πρωτοβυζαντινή και βυζαντινή Μεθώνη αποτελεί το διάσκαφο νεκροταφείο του Αγίου Ονουφρίου (Αγίου Αγαπίου), το οποίο κατέλαβε τη θέση αρχαίων λατομείων πωρόλιθου στη βόρεια κλιτύ του λόφου του Αγίου Νικολάου. Τμήματά του χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου έως τις αρχές του 5ου αιώνα και στους υστεροβυζαντινούς χρόνους. Οικοδομικά κατάλοιποι και κεραμική της πρωτοβυζαντινής εποχής εντοπίστηκαν επίσης στη θέση Κοκκινιά, όπου βρίσκεται και ο πρωτοβυζαντινός ναός του Αγίου Ηλία με ψηφιδωτό δάπεδο που χρονολογείται έως και τον 6ο αιώνα, καθώς και στη νησίδα Κουλούρα ή Νησακούλι. Τάφοι και μικρός οικισμός των μεσοβυζαντινών χρόνων εντοπίστηκαν στη θέση Αγάκι, ενώ στη θέση Λυκοτόμαρο υπήρχαν δεξαμενές νερού. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο πρωτοβυζαντινός φάρος  φρυκτωρία, που σώζεται στο νότιο άκρο του ορμίσκου «του Παπά η Λίμνη», βόρεια της Μεθώνης. Πρόκειται για κτίσμα κυκλικής κάτοψης με σωζόμενο ύψος 2,50 μ., συμπαγές, από ημίεργους λίθους, ασβεστοκονίαμα και όστρακα, το οποίο ανήκε σε δίκτυο φρυκτωριών (βιγλών), που ανιχνεύεται κατά μήκος της ακτής από τη Μεθώνη έως το Ναβαρίνο22.

Άγιος Ηλίας Μεθώνης: Στον Δήμο Μεθώνης, ανατολικά από την πόλη, σώζονται τα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής, εικόνα αριστερά, με ψηφιδωτό δάπεδο. Ανατολικά, μπροστά στη μικρή αψίδα της νότιας πλευράς, έχει διασωθεί τμήμα του ψηφιδωτού, εικόνα μέσον. Απεικονίζει συμπλεκόμενους κύκλους, που σχηματίζουν τετράφυλλα και αντίνωτες πέλτες Πιθανότατα χρονολογείται στον +6ο αιώνα. Δεξιά τμήμα του ψηφιδωτού δαπέδου που φυλάσσετε στο μουσείο Μεσσηνίας (Καλαμάτα).

H Μεθώνη ελέγχει τον δίαυλο μεταξύ των ακτών της Πελοποννήσου και το σόμπλεγμα των Οινουσσών, που αποτελείται από τα νησιά Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή (ή Αγία Μαρίνα), Σχίζα, Βενέτικο και Πετροκάραβο. To σημαντικό αυτό πέρασμα με τους απάνεμους όρμους του παρείχε ασφαλέῑς αγκυροβόλιο, αλλά και καταφύγιο σε περιόδους ταραχών. Τα σικοδομικά λείψανα των Οινουσσων μαρτυρούν εκούσια και προγραμματισμένη κατοίκησηἢ αφού χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά δόμοι από ψαμμίτη, που μεταφέρθηκαν εκεί από την απναντι ακτή. H ύπαρξη πόσιμου νερού ευνοούσε άλλωστε τη μόνιμη εγκατάσταση. 
Στη νήσο Σχίζα, μεγάλη εγκατάσταση της πρωτοβυζαντινής περιόδου, με λείψανα κτηρίων από ντόπιο ασβεστόλιθο, κατείχε πλάτωμα στα βορειοανατολικά του νησιού, στη θέση Λίμπι, Στον όρμο Καραβοστάσι εντοπίστηκαν πολυάριθμα ναυάγια, εκ των οποίων ένα πρωτοβυζαντινό (6ος-7ος αιώνας) και ενα μεσοβυζαντινό (10ος- 11ος αιώνας)23. 
Η Αγία Μαριανή έδωσε πολυάριθμα λείψανα πρωτοβυζαντινών και μεσοβυζαντινών χρόνων. Στην ανατολική ακτή του νησιού εντοπίστηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτηριακά κατάλοιπα, πηγάδι χτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που χρονολογούνται στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Στην κορυφή λόφου, ο σύγχρονος ναός της Αγίας Μαρίνας χρησιμοποίησε τα θεμέλια και καταλαμβάνει τμήμα του κεντρικού κλίτους προγενέστερου ναού, ίσως πρωτοβυζαντινής βασιλικής. Σε επαφή με τη βόρεια πλευρά του ναού και σε χαμηλότερο επίπεδο, είναι ορατό το βόρειο κλίτος του παλαιότερου ναου. Ὀστρακα χονδροειδών αγγείων χρονολογούμενα έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, εντοπίστηκαν μεταξύ εκκλησίας και ακτής. Στη νήσο Σαπιέντζα σώζονται λείψανα πρωτοβυζαντινών χρόνων (δάπεδο από ψαμμίτη που χρονολογείται από συνευρεθέντα όστρακα στον 6ου-7ου αιώνα) και πιθανώς μεσοβυζαντινών χρόνων (κτήριο από ασβεστόλιθο με ισχυρό κονίαμα). Τέλος, στο Βενέτικο, εντοπίζεται συγκρότημα παραγωγής αλατιού, χτισμένο από ντόπιο ψαμμίτη και ισχυρό κονίαμα, του οποίου ο πυρήνας πιθανολογείται ότι ανήκει στη βυζαντινή περίοδο24.



Νησίδα Βενετικό. Αριστερά, το κτιριακό συγκρότημα και ο πύργος και δεξιά το κτίριο στον αιγιαλό.

Στη Φοινικούντα, η ρωμαϊκή πόλη αναπτύχθηκε κατά μήκος της ακτής του προστατευμένου όρμου, σε έκταση ίση με αυτήν του σημερινού οικισμού. Σωστικές ανασκαφές αποκάλυψαν τμήματα τοίχων και πλήθος οστράκων της πρωτοβυζαντινής και μεσοβυζαντινής περιόδου, που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση. Εκτός της μεγάλης λιθοπλινθόκτιστης βασιλικής στη θέση Λούτσα, εντοπίστηκε ένα μεγάλο πρωτοβυζαντινό κτήριο, αποκαλούμενο «Λουτρό», καθώς και ένας κυκλικός οχυρός πύργος βυζαντινών χρόνων, στο ανατολικό άκρο του όρμου25.


Φοινικούντα: Αριστερά Ρωμαϊκά ερείπια στη θέση "Λουτρά" και δεξιά κάτοψη πρωτοβυζαντινής βασιλικής στη θέση "Λούτσα", 1831-1838
 
Πρωτοβυζαντινές θέσεις κατοίκησης εντοπίζονται δυτικά και νότια της Ασίνης (σημερινης Κορώνης), και συγκεκριμένα στη θέση Φανερωμένη, όπου ο Ν. Valmin σημείωσε την ύπαρξη ρωμαϊκού λουτρού, ψηφιδωτού και νομισμάτων, καθώς επίσης και στην Αγία Τριάδα26. Στα λιγοστά αρχαιολογικά τεκμήρια για πιθανή κατοίκηση στην περιοχή της κοινότητας Λογγά συγκαταλέγονται τα λείψανα πρωτοβυζαντινής βασιλικής στη θέση του ιερού Απόλλωνα Κορύθου στον Άγιο Ανδρέα, πρωτοβυζαντινό ανάγλυφο θωράκιο και πρωτοβυζαντινή λίθινη σφραγίδα ψωμιού από τα ερείπια χριστιανικού ναού στη θέση Κρεμμύδια27.
Η πρωτοβυζαντινή Κορώνη με πυρήνα την αρχαία πόλη (σημερινό Πεταλίδι) εκτεινόταν στα βόρεια έως τις εκβολές του Παμίσου. Στην ακρόπολη, βόρεια του Κάστρου, ανασκάφτηκε κτηριακό συγκρότημα ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων, που ερμηνεύτηκε ως πλούσια έπαυλη με μεγάλους ημιυπαίθριους χώρους και πολυτελές λουτρό. To λουτρό περιλάμβανε τουλάχιστον τέσσερις χώρους, εκ των οποίων ένας ψυχρός (fiigidarium) και ένας θερμός (caldarilum), καθώς και δύο ημικυκλικους λουτήρες. Τους χώρους της επαύλεως κοσμούσαν ορθομαρμαρώσεις, ψηφιδωτά δάπεδα (γεωμετρικοί τάπητες, φυτικά θέματα) και αγάλματα. Τα κινητά ευρήματα (πλήθος αμφορέων και άλλων κεραμικών αγγείων, λυχνάρια, γυάλινα αγγεία και νομίσματα) χρονολογούνται στον 2ο- 6ο αιώνα28. Στη θέση Καλάθι, νοτιοδυτικά του Πεταλιδίου, βρέθηκαν θεμέλια τοίχων, μικρό τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου και άφθονη κεραμική, συμπεριλαμβανομένου ενός λυχναριού29. Τα περισσότερα ευρήματα από σωστικές ανασκαφές στο Πεταλίδι είναι πρωτοβυζαντινά, γεγονός που υποδεικνύει πιθανή εγκατάλειψη της πόλης κατά τους σκοτεινούς αιώνες και μετεγκατάσταση των κατοίκων της στην οχυρή Ασίνη, που μετονομάστηκε σε Κορώνη30, Πάντως, η παρουσία εφυαλωμένης κεραμικής του 12ου αιώνα στην ακρόπολη της πόλης, μαρτυρεί κατοίκηση τουλάχιστον στον χώρο αυτόν31.
 Από τις πολυάριθμες εγκαταστάσεις της ρωμαϊκής περιόδου που εντοπίστηκαν στην εύφορη περιοχή των Νιχωρίων, επτά ερμηνεύτηκαν ως εξοχικές επαύλεις. δηλαδή κατοικίες και μονάδες εκμετάλλευσης της μεγάλης ιδιοκτησίας, οι οποίες διέθεταν τις απαραίτητες για την εποχή πολυτέλειες, όπως λουτρό, ψηφιδωτά και μαρμάρινες διακοσμήσεις. 

Στο Πεταλίδι, στη θέση “Λουτρό”, που πήρε το όνομά του από τις θέρμες υστερορωμαϊκής περιόδου που ανακαλύφθηκαν εκεί, εντοπίστηκαν επίσης εργαστήρια ρωμαϊκής περιόδου και άλλα έργα υποδομής. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και κάμινοι υάλου σημαντικά κτίρια βιοτεχνικού χαρακτήρα της εποχής.

Η εγκατάσταση και λειτουργία τους στην περιοχή συνδέθηκε με τη γειτονική πόλη της Κορώνης (σημερινό Πεταλίδι), την οποία προφανώς τροφοδοτούσαν σε αγροτικά προϊόντα, ενώ θεωρείται ότι παρέμειναν σε χρήση περίπου έως το τέλος του 6ου αιώνα. Από τις επαύλεις αυτές, σαφή ένδειξη για συνεχή χρήση έως και την πρωτοβυζαντινή περίοδο (νόμισμα του Κωνσταντίνου A’) έδωσε μόνο η έπαυλη στη θέση Αρμακούδι, όπου βρέθηκαν κατάλοιπα αψιδωτής αίθουσας, μαρμάρινες πλάκες, αρχιτεκτονικό μέλος και κεραμική, διάσπαρτα σε ακτίνα 200 μ. Οι επαύλεις στις θέσεις Μανδρίτσα, Τσάνα, Μαδένα (Άγιος Κωνσταντίνος), Δροσιά και Πανιπέρι χαρακτηρίζονται στη βιβλιογραφῖα ως «ρωμαϊκές» και θα μπορούσαν να χρονολογηθούν, όχι όμως με απόλυτη βεβαιότητα, έως και τον 4ο αιώνα32. Στη θέση Καριά, τα σωζόμενα λείψανα, τα οποία περιλαμβάνουν πηγάδι και μικρή δεξαμένη με λείο κονίαμα και προχόη (τμήμα ληνού;) θεωρείται ότι ανήκουν είτε σε έπαυλη είτε σε μικρή βιοτεχνία κεραμικής, αφού σε μικρή απόσταση αναφέρονται τέσσερις κεραμικοί κλίβανοι της μέσης ρωμαϊκής περιόδου33. Στα ερείπια των εγκαταστάσεων αυτών ανοίχτηκαν αργότερα τάφοι. Στη θέση Γωνιές εντοπίστηκε βορειοαφρικανική κεραμική με ερυθρό επίχρισμα (African Red Slip Ware) των αρχών του 5ου αιώνα, ενώ πιθανά πρωτοβυζαντινά λείψανα αναφέρονται στη θέση Σικαλοράχη (τοίχοι, κεραμική, κεραμίδες, αρχιτεκτονικό μέλος)34. Λείψανα μεσοβυζαντινών ή και υστεροτέρων ναών, που θα μπορούσαν να συσχετίζονται με εγκαταστάσεις της ίδιας περιόδου, εντοπίζονται στις θέσεις Σουρνίκα, Σιδεροστρούγκα35 και Πανιπέρι (Παναγία, όπου βρέθηκε εφυαλωμένη κεραμική του πρώτου μισού του 12ου αιώνα, και Άγιος Βασίλειος, όπου απαντά ψευδοκουφικός κεραμοπλαστικός διάκοσμος και μεσοβυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική36). Βυζαντινοί τάφοι αναφέρονται επίσης στη θέση Τρυπητοράχη37.

Νιχώρια: Πρωτοβυζαντινή οικία

Στην ακρόπολη των Νιχωρίων, στο δυτικό άκρο της κοιλάδας του Παμίσου, ανασκάφτηκε μεγάλο πρωτοβυζαντινό κτήριο, πιθανώτατα αποθήκη αγροτικών προϊόντων και εποχιακό κατάλυμα για τους καλλιεργητές της περιοχής, του οποίου η τελευταία χρήση χρονολογείται με βάση όστρακο αμφορέα στην μετά τα έτη 460-520 περίοδο. Επιμελώς χτισμένο από δόμους ντόπιου ασβεστόλιθου, με γερά θεμέλια και με διαστάσεις 9.70 x 12.13 μ., το κτήριο αποτελούνταν από τρία σχεδόν όμοια δωμάτια. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν λιγοστά μικροαντικείμενα, όπως σιδερένια καρφιά, μία χάλκινη περόνη και θραύσματα μεταλλικών, κεραμικών και γυάλινων αντικειμένων38. Στον ίδιο χώρο ανασκάφτηκαν επίσης δύο κτήρια (κατοικίες;) του ύστερου 10ου- πρώιμου 11ου αιώνα και ένα ναΐδριο του 12ου αιώνα, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του πρωτοβυζαντινού κτηρίου. Τα δύο σχετικά πρόχειρα χτισμένα κεραμοσκεπή κτήρια (μεγίστων σωζομένων διαστάσεων περί τα 5,3 x 7,5 και 7,1 x 118 μ.) συνδύαζαν λίθινους δόμους και λάσπη για τα κατώτερα μέρη των τοίχων (αμέσως πάνω από τα θεμέλια) και πιθανώς ξερολιθιά για τα ανώτερα μέρη39. Tο δάπεδό τους από χαλαρό χώμα, κατάλληλο για στάβλο ή αποθήκη, υποδεικνύει πιθανή ύπαρξη ορόφου, που χρησίμευε ως κατοικία. Στο εσωτερικό των κτηρίων βρέθηκαν κομμάτια ορυκτών και σκωρίες σιδήρου, καθώς και χωνευτήρι για την κατεργασία χαλκού.
Ένα από τα δύο κτήρια στέγαζε καμίνι. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς. η παραγωγή ξυλοκάρβουνου και η κατεργασία μετάλλου αποτελούσαν πρωτεύουσες ασχολίες των ενοίκων των δύο κτηρίων, οι οποίοι πιθανώς διέμεναν μόνιμα σε κάποιο κοντινό πόλισμα και κατοικούσαν εποχιακά στα Νιχώρια. Τα εισηγμένα κεραμικά και κομψά γυάλινα σκεύη, καθώς και τα κοσμήματα που βρέθηκαν εδω, υποδεικνύουν ένα σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο40. Οι χρήστες των κτηρίων ευθύνονται πιθανώς για την ανέγερσή του διπλού κεραμοσκεπούς ναϊδρίου (διαστάσεων 8,1Χ 6,6 μ.) με τα περιμετρικά θρανία και τις υπερυψωμένες ανατολικές κόγχες, το οποίο κοσμούσαν τοιχογραφίες41.
 Λιγοστά είναι τα ρωμαϊκά και βυζαντινά ευρήματα στην Καλαμάτα, πέραν των μεσοβυζαντινών εκκλησιών. που μαρτυρούν τη σχετική ευμάρεια της πόλης κατά την περίοδο αυτή42. Οικισμοί και επαύλεις των ρωμαϊκών και πρωτοβυζαντινών χρόνων έχουν εντοπιστεί, χωρίς να έχουν ερευνηθεί και στην περιοχή της Αβίας, ανατολικά της Καλαμάτας43.
Εκτός οικιστικής και οικονομικής ζώνης, ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας Μεσσήνης διέσωζε εκτενή αρχαιολογικά λείψανα, που ερευνήθηκαν από νωρίς, Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, η έρευνα εστίασε στα πρωτοβυζαντινά και μεσοβυζαντινά στρώματα με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η Μεσσήνη, πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της ελεύθερης Μεσσηνίας έως τον 4ο αιώνα, διατήρησε σχεδόν έως τις μέρες μας τη μορφή και τις υποδομές που περιέγραψε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα (ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό, μεγαλοπρεπή διοικητικά και θρησκευτικά κτήρια και εντυπωσιακά έργα τέχνης). Μόνο για το Θέατρο και τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου. όπου βρίσκεται το Σεβαστείο, έχει αποδειχτεί ότι εγκαταλείφθηκαν στα τέλη του 3ου με αρχές του 4ου αιώνα44. Αρκετά άλλα παλαιότερα κτίσματα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα ταφικά οικοδομήματα της Αρκαδικής Πύλης χρησιμοποιήθηκαν τουλάχιστον έως τον 4ο αιώνα για μέλη επιφανών οικογενειών της πόλης. όπως αποδεικνύει μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με επιγραφή του 4ου- 5ου αιώνα45. Κτήριο ανατολικά του Ασκληπιείου με ψηφιδωτά δάπεδα του 2ου- 3ου αιώνα, του οποίου η καταστροφή χρονολογείται από νόμισμα μετά το 346- 361, περιείχε ένα κεφάλι από άγαλμα του Ερμή και ένα σχεδόν ακέραιο άγαλμα Ρωμαίου αυτοκράτορα, πιθανώς του Κωνσταντίου B, και τα δύο τοπικού χαρακτήρα, με τα αδρά χαρακτηριστικά και τις βαριές αναλογίες των γλυπτών της περιόδου αυτής46. H Κρήνη Αρσινόη φαίνεται ότι επισκευάστηκε για τρίτη φορά στα τέλη του 3ου αιώνα, ενώ τον 3ο- 4ο αιώνα επισκευάστηκε πρόχειρα και η πρόσταση του Προπύλου B του Ασκληπιείου με δύο ανόμοιες βάσεις κορινθιακών κιόνων47. Τον 4ο αιώνα, προστέθηκε κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Σεβαστείου δωρική στοά, μήκους περίπου 90 μ., με κίονες σε δεύτερη χρήση και (ξύλινα) θριγκό, η οποία λειτούργησε για σύντομο χρονικό διάστημα έως τα τέλη του 4ου ή τον 5ο αιώνα48. Στον 4ο αιώνα χρονολογείται και η τελευταία φάση χρήσης του σταδίου, κατά τη διάρκεια της οποίας προστέθηκε κατά μήκος του κατώτερου διαζώματος χαμηλό, πρόχειρα χτισμένο στηθαίο, που έφερε στην άνω επιφάνειά του, ανά 2,50 μ., κυκλικούς τόρμους για τη στερέωση μεταλλικών πασσάλων φράκτη. Στηθαίο και φράκτης προστάτευαν προφανώς τους θεατές κατά τη διάρκεια των δημοφιλών την εποχή εκείνη μονομαχιών και θηριομαχιών. Την ίδια περίοδο χαράχτηκαν επάνω στα εδώλια με τεράστια γράμματα ονόματα μελών ισχυρών οικογενειών ή άλλων ομάδων, με σκοπό την «κράτηση» θέσεων στα διάφορα θεάματα49,
Αστική έπαυλη πλουσίου αξιωματούχου της πόλης και γαιοκτήμονα κατέλαβε τον 3ο- 4ο αιώνα το βόρειο τμήμα νησίδας του πολεοδομικού ιστού, που εφάπτεται στην οδική αρτηρία κατεύθυνσης βορρά- νότου, η οποία καταλήγει στο δυτικό πρόπυλο του Γυμνασίου. Η έπαυλη, διαστάσεων περίπου 25 x 30 μ., θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια ελληνιστικού κτηρίου, άγνωστης λειτουργίας. Με είσοδο από τη βόρεια πλευρά, αποτελούνταν από είκοσι περίπου δωμάτια, από τα οποία ταυτίστηκαν ο προθάλαμος, το αποχωρητήριο. το impluvium, το κεντρικό αίθριο, δύο ακόμη δευτερεύοντα αίθρια με πηγάδι, η αίθουσα υποδοχής, αποθήκες, και τέλος, βοηθητικοί χώροι για την κατεργασία σιταριού. Ψηφιδωτά δάπεδα με γεωμετρικά σχέδιά κοσμούσαν τους επισημότερους χῶρους. To ψηφιδωτό μάλιστα του ανδρῶνα έφερε κεντρικό εικονιστικό πίνακα από λίθινες και γυάλινες ψηφίδες με παράσταση ζευγαριού (Διόνυσος και Αριάδνης). Η έπαυλη παρέμεινε σε χρήση έως τον 6ο αιώνα50.


Αρχαία Μεσσήνη: Αριστερά, άποψη του Πρωτοβυζαντινού οικισμού από βόρεια και δεξιά, άποψη του δωματίου Ε του Πρωτοβυζαντινού οικισμού.

H παρακμή των οικονομικών και κοινωνικών δομών της Μεσσήνης φάνηκε μετά τον ισχυρό, αλλά όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικό για την πύλη, σεισμό του 360-370. Αρκετά δημόσια κτήρια έπαψαν να λειτουργούν και η ανοικοδόμηση που ακολούθησε έγινε με την αναρχία και προχειρότητα που παρατηρείται σε ολόκληρη την αυτοκρατορία κατά την περίοδο αυτή, σε βάρος του προϋπάρχοντος ιπποδαμείου συστήματος και με υλικά ευτελή ή σε δεύτερη χρήση. Αποτέλεσμα αυτής της ανοικοδόμησης, που δεν γνωρίζουμε αν έγινε βάσει προγράμματος ή δυναμικά και χωρίς σχεδιασμό, είναι τα πρωτοβυζαντινά οικιστικά σύνολα που ερευνήθηκαν στις περιοχές του Ασκληπιείου, του Γυμνασίου και του Σταδίου. O εκτεταμένος οικισμός που ανασκάφτηκε κατά μήκος της ανατολικής πλευράς και πάνω στα ερείπια της ανατολικής πτέρυγας του Ασκληπιείου, ήκμασε κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μικρές επεμβάσεις, όπως προσθήκες τοίχων, επεκτάσεις χώρων και αποφράξεις εισόδων, με ευτελέστερα υλικά και με προχειρότερο κάθε φορά τρόπο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ανασκαφέας. Οι επεμβάσεις αυτές σχετίζονται πιθανώς με τους σεισμούς του 522 και 550/5, όμως τα λιγοστά κινητά ευρήματα δεν επιτρέπουν ακριβέστερη χρονολόγηση των αρχαιολογικών στρωμάτων.
O οικισμός καταπάτησε μερικώς και τον οδικό άξονα με κατεύθυνση Β-Ν, που εφάπτεται στην ανατολική πλευρά του Ασκληπιείου. Κατά μήκος του οδικού αυτού άξονα παρατάσσονται τουλάχιστον πέντε μεγάλες κατοικίες, από τις οποίες μία ανασκάφτηκε πλήρως. Η κατοικία αυτή, διαστάσεων 16,45 x 19,75μ., καταλαμβάνει ολόκληρη τη νοτιοανατολική ελληνιστική αίθουσα Γ-Γ του Ασκληπιείου και τμήμα της οδού στα ανατολικά της. Αποτελείται από δεκαοκτώ χώρους και περιλαμβάνει πιθανή κεντρική αυλή, μαγειρείο με εστία, αποθήκες και στάβλο. Παρόμοια οργάνωση είχαν και οι υπόλοιπες, μερικώς ανεσκαμμένες, κατοικίες. Σε μία από αυτές βρέθηκαν ίχνη κατεργασίας γυαλιού (πυρακτωμένες μάζες γυαλιού και πρώτη ύλη σε μορφή γυάλινων πλακών), που παραπέμπουν σε εργαστηριακή χρήση. To μέγεθος των κατοικιών και o μεγάλος αριθμός δωματίων υποδεικνύουν ότι κατοικούνταν από ευκατάστατες πολυμελείς οικογένειες με υπηρετικό προσωπικό. Ο οικισμός εκτείνεται προς νότο και προς βορρά στον χώρο της Αγοράς, όπου διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη μαρτυρούν την ύπαρξη βασιλικής. Πενήντα συνολικά τάφοι, στην πλειοψηφία τους ακτέριστοι, βρέθηκαν σε διάφορους χώρους του οικισμού, αλλά και στα δυτικά και βορειοδυτικά του Ασκληπιείου. Tα λιγοστά κτερίσματα περιλαμβάνουν χάλκινες πόρπες και ένα χειροποίητο κεραμικό αγγεία που χρονολογούνται στο β’ μισό του 7ου η και τον 8ου αιώνα51.
Πρωτοβυζαντινός οικιστικός πυρήνας εντοπίστηκε και στην περιοχή του γυμνασίου το οποίο έπαψε να λειτουργεί πιθανότατα μετά το 360/ 370, σύμφωνα με νομισματικά ευρήματα. Ο οικισμός που εκτείνεται ανάμεσα στη δυτική στοά του γυμνασίου και το πέταλο του σταδίου, αποτελείται από ταπεινά δωμάτια διατεταγμένα ακτινωτά γύρω από αυτό και διασχίζεται από στενά δρομάκια, που καταλήγουν στα κλιμακοστάσια των κερκίδων του. Σε τοίχο κτίσματος της βορειοδυτικής πλευράς του πετάλου βρέθηκε ενσωματωμένο τμήμα αγάλματος ιματιοφόρου άνδρα, το οποίο χρονολογείται στα μέσα του 4ου αιώνα (πριν το 360- 370) και δίνει ένα terminus post quem για την ίδρυση του οικισμού. Επιγραφές του 5ου -6ου αιώνα επιβεβαιώνουν τη μόνιμη εγκατάσταση στον χώρο, ο οποίος φαίνεται ότι εγκαταλείφτηκε περί το 60052. Nότια του σταδίου, πίσω από το πόδιο του Ηρώου- Μαυσωλείου των Σαιθιδών, μία ακόμα πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση περιλάμβανε χτιστή δεξαμενή βάθους 2,50μ., με πλακόστρωτο δάπεδο, η οποία αχρηστεύτηκε και καταχώθηκε προς το τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Γύρω από τη δεξαμενή, πρόχειρες κατασκευές σχετίζονταν πιθανώς με εργαστηριακές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της θραύσης των μαρμάρινων επιτυμβίων γλυπτών του ηρώου, και όχι μόνο, από τους (χριστιανούς;) κατοίκους της περιοχής του Γυμνασίου53.
Tο ανατολικό τμήμα της Κρήνης Αρσινόης, που δεν γκρεμίστηκε από τον σεισμό του 360- 370, ξαναχρησιμοποιήθηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, έπειτα από προσθήκη τοίχων στην άνω δεξαμενή και ορθογωνίου κτίσματος (πιθανού υδρόμυλου) μπροστά από την κρήνη, σε χαμηλότερο επίπεδο, στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα. Νότια της κρήνης και του παρακείμενου θεάτρου, ανασκάφτηκε πρωτοβυζαντινή βασιλική54.
Δεν γνωρίζουμε εάν σχετίζονται ή κατά πόσο επλήγησαν οι κατασκευές αυτές από τον σεισμό του 522 και ιδιαίτερα του 550/5, στον οποίο αποδίδεται η καταστροφή των βασιλικών του Λεχαίου, της Ολυμπίας και των Φιλιατρών. Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι, από το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα και εξής, ο πυρήνας της πόλης μετακινήθηκε βόρεια της περιοχής του Ασκληπιείου προς το θέατρο55. To αποτελέσματα της ανασκαφής και της μελέτης του κεραμικού υλικού από την περιοχή νότια του θεάτρου αναμένονται με ενδιαφέρον και με την ελπίδα ότι θα φωτίσουν τη μεταβατική περίοδο μεταξύ των ετών 600 και 850, για την οποία παρατηρείται στη Μεσσήνη (συμπτωματικός) νομισματικό κενό56. Μαρτυρίες για χρήση του χώρου της κρήνης και του παρακείμενου θεάτρου έχουμε ξανά από τα τέλη του 9ου/ αρχές 10ου αιώνα. Στην περίοδο αυτή ανήκει και τμήμα πυκνά δομημένου βυζαντινού οικισμού, ο οποίος εκτείνεται βόρεια και βορειοανατολικά του κοίλου του θεάτρου, καθώς και ανατολικά προς την Κρήνη Αρσινόη και μέχρι το βόρειο μέρος της αγοράς57. O οικισμός έδωσε κεραμική του 10ου-13ου αιώνα58. Την ίδια περίοδο τοποθετείται και η μετονομασία της Μεσσήνης σε Βουρκάνο, που μαρτυρείται στον Βίο του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε. Μεταξύ του 13ου και 15ου αιώνα κατέπεσε το πίσω ανάλημμα της κρήνης59. Τέλος, περίπου 3 χλμ. βόρεια της Αρκαδικής Πύλης, στη θέση Μπάρτζι, εντοπίστηκαν λείψανα πρωτοβυζαντινού κτίσματος πρόχειρης κατασκευής, πιθανώτατα αγροικίας, με δάπεδο από πήλινες πλάκες, όπου κεντρική οπή στήριξε πήλινη λεκανίδα60.


Στο οικόπεδο Βοριά στα Βολιμίδια ανακαλύφθηκαν από τον Σπ. Μαρινάτο κατάλοιπα μικρού υπόκαυστου από λουτρό ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο στον +4ο αι. είχε χρησιμοποιηθεί για χριστιανικές ταφές, γεγονός που οδήγησε και στη μερική καταστροφή του. Κατά τις ανασκαφές μέσα στο στρώμα των υπολειμμάτων της καύσης βρέθηκαν κομμάτια αρχαιολογικού γυαλιού, γεγονός που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το λουτρό, τμήμα του οποίου ήταν το υπόκαυστο, φωτιζόταν φυσικά μέσα από υαλοστάσια.

Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Μεσσηνίας αποδεικνύουν σαφή προτίμηση για τον παράκτιο χώρο, καθ’ όλη την πρωτοβυζαντινή περίοδο, Παρά τις τεκμηριωμένες παρενοχλήσεις από πειρατές και γοτθικά φύλλα, η παράκτια ζώνη με τις πόλεις- λιμάνια (Αβία, Κορώνη, Ασίνη, Μεθώνη, Πύλος-Κορυφάσιο, Κυπαρισσία), τους ύφορμους κόλπους και τις εύφορες εκτάσεις της, φαίνεται ότι διατήρησε τις παραγωγικές δομές της ρωμαϊκής περιόδου, έως και τον 6ο αιώνα61, Οι περισσότεροι μελετητές κάνουν λόγο για στροφή προς την ενδοχώρα και για προτίμηση στα φυσικά οχυρά υψώματα (Σκάρμιγκα, Καβαλαριά, Χώρα) από τον 7ο αιώνα και εξής. To φαινόμενο αυτό, που αφορά την αυτοκρατορία στο σύνολό της και αποδίδεται στην κατάρρευση των ήδη εξασθενημένων παραδοσιακών αστικών και οικονομικών δομών κάτω από το βάρος των συνεχών επιδρομών και φυσικών καταστροφών, συνδέθηκε στην περίπτωση της Πελοποννήσου και της Μεσσηνίας με τη διείσδυση και εγκατάσταση των Σλάβων στον πελοποννησιακό χώρο και ιδιαίτερα στις παράκτιες ζώνες του62. Πρόσφατες μελέτες αναθεωρούν ωστόσο το σλαβικό ζήτημα, τονίζοντας ότι η παρουσία των Σλάβων δεν συνεπαγόταν απαραίτητα διωγμό η φυγή του προϋπάρχοντος πληθυσμού63. Άλλωστε, παρά την εγκατάλειψη των ανοχύρωτων πρωτοβυζαντινών παραλίων θέσεων της Μεσσηνίας και γενικότερα της Πελοποννήσου, η παράκτια ζώνη δεν ερήμωσε πλήρως, αφού κατά την περίοδο αυτή εμφανίστηκαν σημαντικοί οχυροί οικισμοί, όπως η Κυπαρισσία- Αρκαδιά και η Ασίνη- Κορώνη στη Μεσσηνία ή η Μονεμβασία και το Κάστρο Μαΐνης στη Λακωνία. 
Λείψανα οικισμού της βυζαντινής περιόδου εντοπίζονται και στον παράκτιο Ρωμανό (βλ. παραπάνω). Παράλληλα, κάποιες προαναφερθείσες βυζαντινές εγκαταστάσεις της μεσσηνιακής ενδοχώρας (Άγιος Κωνσταντίνος, Σκάρμιγκα) προϋπήρχαν της βυζαντινής περιόδου και επομένως δεν μπορούν να θεωρηθούν παραδείγματα για τις όποιες αλλαγές στο μοντέλο κατοίκησης από τους σκοτεινούς χρόνους και εξής. Αλλά ούτε και η εγκατάλειψη των πόλεων προς χάριν της υπαίθρου ή δυσπρόσιτων οχυρών θέσεων, επίσης χαρακτηριστικό φαινόμενο του τέλους της πρωτοβυζαντινής περιόδου, υπήρξε απαραίτητα γενικευμένη, αφού πιθανώτατα να μην ίσχυσε στην περίπτωση της Μεσσήνης64.




Μαρία Ξανθοπούλου: "Οικιστικά κατάλοιπα της Πρωτοβυζαντινής και Μεσοβυζαντινής περιόδου στην Μεσσηνία"

* H κα Μαρία Ξανθοπούλου εἰναι Λέκτωρ της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμημα Ιστορίας7, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
1. Βλ. σχετικά Αναγνωστάκης 2002 137-139. Για μία ιστορική επισκόπηση της βυζαντινής Μεσσηνίας βλ. Αναγνωστάκης 2007. Γενικότερα για την πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησο βλ. Avramea 1997: 191-196, όπου αναφέρονται πρωτοβυζαντινά ευρήματα από τη Μεσσηνία.
2. To συνολο των μαρτυριών, που αφορά στους πρωτοβυζαντινούς παράκτιους οικισμούς της δυτικης Μεσσηνίας, καθώς και της δυτικής πλευράς του Μεσσηνιακού κόλπου, και που προέρχονται εξίσου από τυχαία ευρήματα, από σωστικές ανασκαφές αλλά και από συστηματικές επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές, συγκεντρώθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Ιστορική Γεωγραφία της βυζαντινής Πελοποννήσου (395-1204) του IBE/EIE (Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών Εθνικό Ἰδρυμα Ερευνών); βλ. σχ. Αναγνωστάκης 2002. Την εικόνα συμπληρώνουν οι προερχόμενες από υποθαλάσσιες έρευνες πληροφορίες για την πρωτοβοζαντινή Πυλία; βλ. Καββαδία-Σπονδύλη 2002.
3. Rosser- McDonald 1983. To πρόγραμμα UMME κάλυψε περιοχή 3600 τετρ. χλμ., δίνοντας σαφη έμφαση στα προϊστορικά κατάλοιπα, βλ. McDonald, Rapp 1972. PRAP I: 396.
4. Η έρευνα, η οποία επικεντρώθηκε εξίσου στα προῖστορικά και ιστορικά (έως και νεώτερα) κατάλοιπα, κάλυψε την περιοχή γύρω από τον σύγχρονο οικισμό της Χώρας και ολόκληρο τον Άνω και Κάτω Εγκλιανό (συνολική έκταση 40 τετρ. χλμ.). Εξετάστηκαν επίσης οι γνωστές αρχαιολογικές θέσεις γύρω από την κύρια περιοχή της έρευνας, σε επιπλέον έκταση 30 τετρ. χλμ. Για τα αποτελέσματα της έρευνας που αφορούν στην πρωτοβυζαντινή και μεσοβυζαντινή περίοδο βλ. PRAP I: 458-459, 467, 469-475, 477-481.- PRAP VII: 182-188, 191- Davis 1998: 192- 198, 211- 219.
5. Θεμέλης 2002 (με εκτενη βιβλιογραφία για τις παλαιότερες και προσφατες έρευνες στην αρχαία Μεσσήνη).
6. Avramea 1997: 191, η οποία παραπέμπει σε αναφορά του G. Touchais (BCH 107/2, 1983:764) σε δημοσίευση του (τοπικού;) τύπου. Πιθανώς, ωστόσο, να πρόκειται για την αρχαϊκή αγροικία, που ανασκάφτηκε στην ίδια περιοχή το 1981-1982; βλ. Καλτσάς 1983.
7. McDonald,  Hope Simpson 1969: 136.
8. Avramea 1997: 192 (με σχετική βιβλιογραφία).
9. Ὀλα τα κατάλοιποι καταστράφηκαν ή διασκορπίστηκαν ως μπάζα, βλ. σχεικά Αναγνωστάκης 2002; 141, υποσημ. 9.- Avramea 1997: 192- 193.
10. Avramea 1997: 190.
11. Αναγνωστάκης 2002; 143.
12. Avramea 1997: 193.- Αναγνωστάκης 2002; 142-143.
13. Τη θέση εντόπισε το 1929 ο Σουηδός αρχαιολόγος Natan Valmin o οποίος την ταύτισε υποθετικά με την αρχαία Εράνα, βλ. Valmin 1930: 136- 140: PRAP I: 469- 474: PRAP VII: 183- 187: Bands 1998: 192- 198.
14. Αναγνωστάκης 2002; 144-145.
15. PRAP I: 458- 459.
16. PRAP I: 477- 480.
17. PRAP I: 480- 481.
18. PRAP I: 481.
19. Αναγνωστάκης 2002: 147-148: Avramea 1997: 196.
20. Σκιάς 1909; 292- McDonald - Rapp 1972: 310.Avramea 1997: 196.
21. Αναγνωστάκης 2002; 148.
22. Αναγνωστάκης 2002: 153-154: Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 221-222.
23. Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 223. Τα υπόλοιπα ναυάγια της Σχίζας χρονολογούνται στην ελληνιστική και ρωμοιϊκή περίοδο.
24. Καββαδία-Σπονδύλη 2002: 222-223.
25. Καββαδία-Σπονδόλη 2002: 220-221.
26. Αναγνωστάκης 2002; 150.
27. Αναγνωστάκης 2002; 150.
28. Βικάτου 1996; 191,- Βικάτου 1997: 259- 260. Βικάτου 1998; 236.Τα αγάλματα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καλαμάτας (βλ, Παπακωνσταντίνου 1989, 108, όπου αναφέρεται ότι το εν λόγω κτηριακό συγκρότημα είναι το τρίτο ρωμαϊκό ή πρωτοβυζαντινό του μεγέθους του, που εντοπίζεται στην περιοχή της αρχαίας Κορώνης).
29. Αναγνωστάκης 2002: 150.
30. Αναγνωστάκης 2002; 150- Από το Πεταλίδι προέρχονται επίσης παλαιοχριστιανικά γλυπτά, που φυλάσσονται σήμερα στη Συλλογή Κορώνης.
31. Rosser - McDonald 1983: 356.
32. Rapp- Aschenbrenner 1978: 99-100. 109- 111 (θέσεις 15. 31. 40, 131, 519, 503).- Rosser-  McDonald 1983: 354- 355 (όπου και αναθεώρηση ορισμένων χρονολογησεων και ερμηνειών των Rapp- Aschenbrenner 1978). PRAP VII: 177-178.
33. Rosser- McDonald 1983: 355 (Feature 45).
34. Rapp- Aschenbrenner 1978: 110 (θέση 35).
35. Rapp- Aschenbrenner 1978: 110-11 (θέσεις 48, 51).
36. Rosser- McDonald 1983: 355-356 (Features 58 και 503).
37. Rosser- McDonald 1983: 355 (Feature 17).
38. Rosser- McDonald 1983: 364-368. 422.
39. Δεν αποκλείεται οι δύο «κατοικίες». οι οποίες παρουσιάζουν ίδιο προσανατολισμό. τεχνική κατασκευης και χρονολόγηση, να αποτελούν τμήματα ενός μεγάλου συγκροτήματος. του οποίου οι ενδιάμεσοι χώροι καταστράφηκαν από την καλλιέργεια και τη διάβρωση. Βλ. Rosser- McDonald 1983: 357.
40. Rosser - McDonald 1983: 376- 377. 423.
41. Rosser - McDonald 1983: 368- 372.
42. Βλ. Αναγνωστάκης 2002: 149. υποσημ. 36, όπου αναφέρονται δεξαμενή. ρωμαϊκός τάφος και βυζαντινά όστρακα από τη Μονή Καλογραιών,- PRAP I: 475.
43. Αναγνωστάκης 2002; 148,
44. Θέμελης 2002; 20-22, 34, 41.
45. Θέμελης 2002; 24-25.
46. Θέμελης 2002; 25-26.
47. Θέμελης 2002: 28.
48. Θέμελης 2002: 28.
49. Θέμελης 2002; 31- 32.
50. Θέμελης 2002: 32, 41.
51. Θέμελης 2002: 36-38.- Λαμπροπούλου κά. 2001; 212-213.- Αναγνωστάκης - Πούλου Παπαδημητρίου 1997; 243-251,
52. Θέμελης 2002; 40-41.
53. Θέμελης 2002: 41.
54. Θέμελης 2002: 35, 48.
55. Θέμελης 2002; 43.
56. Θέμελης 2002: 44. Κατά μία άποψη, ίσως ανήκει στην περίοδο αυτή και η βασιλική, ο γλυπτός διάκοσμος και η εσωτερική διαρρύθμιση της οποίας δεν αποκλείουν τη χρονολόγησή της μετά τον 7ο και πριν τον 90 αιώνα, Βλ. σχτικά Λαμπροπούλου κά. 2001; 212-213. Για τη χρονολόγηση των γλυπτών στον 8° αιώνα, βλ. Πέννα κ.ά. 2008: 383.
57. Θέμελης 2002; 35.
58. Για τη γραπτή εφυαλωμένη κεραμική του 12ου-14ου αιώνα από τις επιχώσεις της περιοχής του θεάτρου, βλ. Γιαγκάκη 2006.
59. Θέμελης 2002: 35.
60. Χατζή-Σπηλιοπούλου 1999: 240.
61. PRAP I: 474- 475.
62. Γ ια σχετική συζήτηση του θέματος βλ. Αναγνωστάκης 2002; 154-155 και υποσημ. 54 (με
βιβλιογραφία),- PRAP I: 474-475 (με βιβλιογραφία).- Davis 1998: 215.
63. Βλ. Avramea 1997: 67-104. που εξετάζει το θέμα εκτενώς (πηγές, νομισματικά ευρηματα,
αρχαιολογικά τεκμήρια, τοπωνύμια).- Βλ. επίσης Λαμπροπούλου κά. 2001 και Αναγνωστάκης 2002; υποσημ. 55, για επισκόπηση της βιβλιογραφίας, που συσχετίζεται με τη νέα προσέγγιση στο σλαβικό ζήτημα.
64. Θεμελης 2002: 44.- Λαμπροπούλου κ.ά. 2001; 212-213.
Βιβλιογραφία:

-Αναγνωστάκης H.-Παπαδημητρίου Ν., 1997; «H πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη 6ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 229-322.
-Αναγνωστάκης Η., 2002: «Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας. Η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας», στα Θεμέλης Π.-Κόντη B.(επιμ.)2002,137-160.
-Αναγνωστάκης Η, 2007 «H βυζαντινή Μεσσηνία, 4ος-12ος αι» στο Μεσσηνία, τόπος, χρόνος, άνθρωποι, τόμ. A’, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα, 105-135.
-Avramea Α., 1997; Le Péloponnése du Ι V au VIII” siecle. Changernents et persistanees, Byzantina Sorbonensia 15, Παρίσι.
-Βικάτου, 1996: ΑΔ 51 (1996) Β1, 191.
-Βικάτου, 1997: ΑΔ 52 (1997) B1. 259-260.
-Βικάτου, 1998; ΑΔ 53 (1998) B1, 236.
-Davis.L. (ed.), 1998: Sandy Pylos: An Archaeological History from Nestor to Navarino, Austin.
-Γιαγκάκη Α.Γ., 2006: «Γραπτή εφυαλωμένη κεραμική από την ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης», ΔΧΑΕ 27 (2006), 435-443.
-Θεμέλης Π.Γ. - Κόντη B. (επιμ.), 2002: Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπια, Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δοτική Πελοπόννησο, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου (Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998), Αθήνα.
-Θεμέλης Π.Γ., 2002 «Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», στα Θεμέλης Π.Γ. - Κόντη Β. (επιμ.) 2002, 20-58.
-Καββαδία-Σπονδύλη Α., 2002 «Πρωτοβυζαντινή Πυλία», στα Θεμὲλης Π.Γ. - Κόντη Β. (επιμ.) 2002, 219-228.
-Καλτσάς Ν., 1983 «Η αρχαϊκή οικία στο Κοπανάκι της Μεσσηνίας», ΑΕ 1983, 205- 237. ,
-Λαμπροπούλου A. κ.ά., 2001: «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων της Πελοποννήσου κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες», στο; Κουντούρα-Γαλάκη E. (επιμ.), Oι Σκοτεινοί Αιώνες του Βυζαντίου (7ος-9ος), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 189-225.
-McDonald W.A. - Hope Simpson RH, 1969: «Further Explorations in Southwestern Peloponnese: 1964-1968», ΑJΑ73 (1969), 123-177.
-McDonald W.A. - Rapp G.R. Jr (επιμ.), 1972: The Minnesota Messenia Expedition, Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, Minneapolis Minn.
-Παπακωνσταντίνου Ε., 1989: ΑΔ 44 (1989),108.
-Πέννα Β. icon, 2008: «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη βασιλική τοο θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης», στα Ch. Pennas - C. Vanderheyde (επιμ.), La sculpture byzantine VIIE-XIIe siecles, Actes ιλιι colloque international organisé par la 25Ξ Ερῆονίε ales Antiquite’s Byzantines et Z’Ecole Frangaise d’Athenes, 6-8 Septembre 2000, BCH Supplement 49, Παρίσι, 375-392.
-PRAP I: Davis .L. - Alcock S.E.- Bennet J. - Lolos Y.G. -Shelmerdine C.W., «The Pylos Regional Archaeological Project, Part I: Overview and the Archaeological Survey», Hesperia 66/3 (1997), 391-494.
-PRAP VII : Alcock S.E.- Berlin A.M. Harrison ΑΒ.- Heath S. Spencer. Stone D.L.,«The Pylos Regional Archaeological Project, Part VII: Historic Messenia, Geometric through Late Roman», Hesperia 74/2 (2005), 147-209.
-Rapp G.R Jr - Aschenbrenner S.E., 1978: Excavations at Nichoria in Southwest Greece, vol. I, Site, Environs, and Techniques, Minneapolis.
-Rosser I. - McDonald W.A., 1983: «The Byzantine Occupation», στα W.A. McDonald- W.D.E. Coulson. Rosser, Excavations at Nichoria in Southern Greece, vol. III, Dark Age and Byzantine Occupation, Minneapolis, 353-424.
-Σκιάς A.N., 1909: ΠΑΕ 1909, 292.
-Valmin N ., 1930: Etudes topographiques sur la Messénie ancienne, Lund, 1930.
-Χατζή-Σπηλιοπούλου R, 1999: ΑΔ 54 (1999) B1, 240.




Printfriendly