.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Άγιος Βλάσιος Βαλύρας



1. Η εκκλησία του Αγίου Βλασίου είναι μικρός ερειπωμένος ναός στη νότια είσοδο του χωριού Βαλύρα1. Η Βαλύρα είναι ένα από τα καμποχώρια της επαρχίας Μεσσήνης σε ιδανική παρόχθια θέση, ανάμεσα από δύο ποταμούς, τον ομώνυμό της και τον Πάμισο, στο δρόμο που οδηγεί από την Πυλία και τη νότια περιοχή της Μεσσήνης προς τη Μεγαλοπολίτιδα και την Τριφυλία. Αναφέρεται στους ενετικούς καταλόγους απογραφής του αρχείου Grimani του 1700 2 με την ονομασία Τζαφερέμινι ή Τζεφερεμίνη, τοπωνύμιο που προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από το τούρκικο όνομα Τζαφέρ-Εμίν, ίσως το όνομα κάποιου οθωμανού τοπικού αξιωματούχου στην Τουρκοκρατία. 
 Η ονομασία του βυζαντινού οικισμού που φαίνεται ότι προϋπήρχε στον ίδιο χώρο δεν έγινε δυνατό να προσδιορισθεί. Το Τζεφερέμινι το 1827 μετονομάστηκε σε Βαλύρα και για ένα διάστημα υπήρξε δήμος που καταργήθηκε το 1940 και εντάχθηκε στο δήμο Ιθώμης3. Σε μικρή απόσταση από τον Άγιο Βλάσιο διασώζεται μία ακόμη, αδημοσίευτη, εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία, η οποία ανήκει στους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Στην ευρύτερη περιοχή διατηρούνται σημαντικά βυζαντινά μνημεία, όπως η Παλιά Μονή Βουλκάνου, η Σαμαρίνα, το Ανδρομονάστηρο, η μεσαιωνική Ανδρούσα, η μεσοβυζαντινή Ιθώμη.



2. Η εκκλησία του Αγίου Βλασίου είναι τρίκογχος (Σχέδ.1), μήκ. 7,60 και πλ. 6,70μ. περίπου. Ο πυρήνας του ναού έχει μήκ. 5,10μ. περίπου και πλ. 2,60μ.· στη βόρεια (Πίν.53α) και νότια (Πίν.53β) πλευρά του εξέχουν δύο ημικυκλικές εσωτερικά και εξωτερικά αψίδες χορδής 2,15-2,25μ. περίπου, και στην ανατολική πλευρά διαμορφώνεται η αψίδα του Ιερού (Πίν.54α), ημικυκλική και αυτή εσωτερικά και εξωτερικά, χορδής 2,10μ. περίπου.
 Σήμερα ο ναός είναι ερειπωμένος (σώζονται οι τοίχοι σχεδόν μέχρι το ύψος των τόξων των παραθύρων) και το εσωτερικό του γεμάτο μπάζα που πλησιάζουν το ύψος της ποδιάς των παραθύρων το δυτικό τμήμα είναι σχεδόν ισοπεδωμένο (Πίν.54β). Οι τοίχοι παρουσιάζουν ρωγμές σε διάφορα σημεία, επίσης αποκλίνουν από την κατακόρυφο, ενώ ορισμένοι από αυτούς εμφανίζουν κλίση κατά τη διεύθυνση του μήκους τους. Οι παραμορφώσεις που προκύπτουν δεν επιτρέπουν την αποτύπωση της αρχικής κατόψεως ούτε ακριβείς μετρήσεις, οι ρωγμές είναι γεμάτες χώματα, πέτρες και ρίζες και συνεπώς είναι σχεδόν αδύνατη η εφαρμογή οποιοσδήποτε μεθόδου λήψεως μετρήσεων απαραιτήτων για σχεδιαστική αποκατάσταση της κατόψεως.


 Οι τοίχοι (πάχ. 0,65-0,70μ.) είναι κτισμένοι με χονδροδουλεμένες η ακατέργαστες πέτρες κατά το δυνατόν σε στρώσεις, ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται μονές η διπλές σειρές, άλλοτε συνεχείς άλλοτε όχι, από πλινθία και σπανιότερα πλίνθους. Στους κατακόρυφους ή λοξούς αρμούς τοποθετούνται κατακόρυφα η λοξά πλινθία. Σε μερικές περιπτώσεις πλινθία παρακολουθούν το περίγραμμα των λίθων, ενώ σε άλλες διαπιστώνεται πλινθοπερίκλειστο σύστημα χωρίς τετραγωνισμένες πέτρες. Δύο ζώνες (ντουζένια) με τέσσερις σειρές πλίνθων διαρθρώνουν τους τοίχους.



3. Ποικίλος διάκοσμος από πλίνθινα στοιχεία διαφόρων μεγεθών και σχημάτων σε μονές στρώσεις κοσμεί τους τοίχους της εκκλησίας. Αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω (Πίν.55α-δ) παρατηρούμε: 
α) Ανάμεσα σε δύο σειρές πλίνθων ζώνη, ύψ. περίπου 0,27μ., από κυκλικές πλίνθους (διαμ. 0,21μ.) (Σχέδ.2). Η περιφέρειά τους διαμορφώθηκε πριν από το ψήσιμο. Τοποθετούνται μέσα σε σχηματοποιημένα τοξύλλια που διαμορφώνονται από πλινθία, ενώ τα τριγωνικά κενά που δημιουργούνται στο πάνω μέρος της ζώνης γεμίζουν με οριζόντια μονά πλινθία. Η ζώνη κοσμεί τη νότια αψίδα. Πρόκειται για στοιχεία από κιονίσκους υποκαύστων, 
β) Μεταξύ μιας σειράς πλίνθων και μιας οδοντωτής ταινίας ζώνη, ύψ. 0,35μ., με πλίνθους (0,24X 0,31μ.) τοποθετημένες με τη μεγαλύτερη διάσταση (0,31μ.) κατακόρυφη (όρθιες). Ανάμεσά τους τοποθετούνται κατακόρυφες μονές πλίνθοι. Πρόκειται δηλαδή για ζώνη με όρθιες πλινθοπερίκλειστες πλίνθους (Σχέδ.3). Κοσμεί τη νότια και βόρεια αψίδα και την αψίδα του Ιερού,

 
γ) Ακολουθεί, πλαισιωμένη από δύο οδοντωτές ταινίες, ζώνη με δύο σειρές τριγωνικών πλακιδίων, που τοποθετούνται το ένα κανονικά και το άλλο ανάποδα (Σχέδ.3). Η ζώνη εκτείνεται στη βόρεια και νότια κόγχη ακριβώς κάτω από τις γενέσεις των τόξων των παραθύρων και συνεχίζεται στο βόρειο και το νότιο τοίχο της ανατολικής καμάρας στο ίδιο ύψος, ενώ στην αψίδα του Ιερού αναπτύσσεται μία στρώση ψηλότερα και έτσι συμπίπτει με τη γένεση του τόξου του παραθύρου του Ιερού, 
δ) Η επόμενη ζώνη (ύψ. 0,36μ.), ανάμεσα σε δύο σειρές πλίνθων, απστελείται από πλίνθινα, σχεδόν τετράγωνα, διάχωρα, τις κατακόρυφες πλευρές των οποίων ορίζουν απλές πλίνθοι. Σε κάθε διάχωρο τοποθετείται ρομβοειδώς αβάκιο, πλευράς 0,22μ., και τα τέσσερα τριγωνικά κενά που προκύπτουν, πληρούνται με τέσσερα τριγωνικά πλακίδια (Σχέδ.4· Πίν.56α). Η ζώνη διατάσσεται στη βόρεια και νότια αψίδα, στο βόρειο και νότιο τοίχο της ανατολικής καμάρας και στην αψίδα του Ιερού,

 
ε) Ακολουθεί οδοντωτή ταινία και ζώνη με τριγωνικά πλακίδια όμοια με την γ. 
στ) Ανάμεσα σε δύο σειρές πλίνθων ζώνη, ύψ. 0,28μ., από σχεδόν πεταλόσχημες πλίνθους (Σχέδ.2·Πίν.56α) και λίθινες πλάκες εναλλάξ (βάση 0,20, ύψ. 0,18μ.)· την περιφέρειά τους παρακολουθούν πλινθία και τα διαμορφωνόμενα τριγωνικά κενά γεμίζουν με τριγωνικά πλακίδια. Οι ταινίες ε και στ διατηρούνται μόνον στο νότιο τοίχο της ανατολικής καμάρας, ο οποίος είναι ο μόνος σωζόμενος μέχρι το ύψος αυτό, 
ζ) Μόνον στη νότια πλευρά της αψίδας του Ιερού, ακριβώς πάνω από τη ζώνη με τους ρόμβους, υπάρχει ζώνη με πλίνθους, 0,075x 0,125μ. (Πίν.56β), τοποθετημένες με τη μικρότερη διάσταση (0,075μ.) κατακόρυφη (δηλαδή πλαγιαστές), 
η) Ανάμεσα στις μετωπικές πλίνθους της προηγούμενης ζώνης διατηρείται η άκρη της απόληξης (ουράς) φιαλοστομίου χωρίς εφυάλωση. Επίσης στο νότιο τοίχο της ανατολικής καμάρας, στη ζώνη με τα τριγωνικά πλακίδια (στο ίδιο περίπου ύψος δηλαδή), σώζονται τρεις μικρές οπές στο κονίαμα, ίσως αποτυπώματα της απόληξης φιαλοστομίων. Αξίζει να αναφερθούν ακόμη δύο μενονωμένα πλίνθινα κοσμήματα: μέσα σε πλίνθινο πλαίσιο τρία ζεύγη πλίνθων σχηματίζουν υποτυπώδες ψαροκόκκαλο χωρίς ράχη (η τρεις ομοιόθετες γωνίες) σε κατακόρυφη διάταξη. Σώζεται ένα στο νότιο τοίχο της δυτικής καμάρας και ένα στη νότια αψίδα (Πίν.56γ), και τα δύο χαμηλά.
 Η είσοδος στο μνημείο θα βρισκόταν ασφαλώς στη δυτική πλευρά· πουθενά αλλού δεν υπάρχει άνοιγμα. Από ένα μονόλοβο παράθυρο (άνοιγμα 0,39, ύψ. 0,68μ., το βόρειο, και αντίστοιχα 0,38, και 0,68μ., το νότιο) ανοίγεται στη βόρεια και νότια αψίδα. Οι σταθμοί είναι με τοιχοποιία και τα τόξα πλίνθινα, περιβαλλόμενα από οδοντωτή ταινία. Το παράθυρο του Ιερού ήταν δίλοβο με σταθμούς από την τοιχοποιία και τόξα πλίνθινα (άνοιγμα 1,04μ., υπολογιζόμενο ύψος 0,79μ. έως τη γένεση του τόξου), περιβαλλόμενα επίσης από οδοντωτή ταινία, στο βόρειο και στο ανατολικό παράθυρο τα τόξα βρίσκονται σε εσοχή από την τοιχοποιία.



 Λοξότμητος κοσμήτης (ύψ. 0,14μ.) από διπλή σειρά πλίνθων (η δεύτερη προεξέχει ελαφρά από την περασιά της πρώτης) περιτρέχει το εσωτερικό του ναού, αμέσως πάγιο από το κλειδί των τόξων των παραθύρων στις πλάγιες αψίδες (Σχέδ.5). Όπου διατηρήθηκε το πρόσωπο της τοιχοποιίας αμέσως πάνω από τον κοσμήτη (σε μικρό ύψος πάντως) δεν διαπιστώθηκε καμπυλότητα· ωστόσο δεν μπορεί παρά η γένεση του ημικυλίνδρου της καμάρας να βρισκόταν πολύ κοντά στον κοσμήτη. Εξ άλλου η αποκόλληση των λίθων στο εσωτερικό, η διατήρηση του πυρήνα 0,50-0,65μ. ψηλότερα από τον κοσμήτη και η διατήρηση της εξωτερικής μόνον παρειάς της τοιχοποιίας στον νότιο τοίχο της ανατολικής καμάρας, δείχνουν ότι ο κοσμήτης όριζε τη γένεση της καμάρας. Το ίδιο επίσης δείχνει η διατήρηση των άλλων τοίχων του μνημείου περίπου μέχρι το ύψος του κοσμήτη. Τελειώνοντας με την περιγραφή του ερειπίου αναφερόμαστε στις υποδοχές ικριωμάτων που διατηρούνται στους τοίχους του (Σχέδ.6). Οι υποδοχές στον Άγιο Βλάσιο: α) λαξεύονται σε λίθο, β) διαμορφώνονται ανάμεσα σε δυο λίθους μιας στρώσεως, γ) διαμορφώνονται ανάμεσα σε δυο λίθους ειδικά τοποθετημένους για την υποδοχή, δ) διακόπτουν τη συνέχεια τιον πλινθίνων στρώσεων σε ζώνες πλίνθων, ε) διαμορφώνονται ανάμεσα σε στοίβες πλινθιών που παρεμβάλλονται σε στρώσεις λίθων. Η πρώτη περίπτωση επισημάνθηκε μόνον μία φορά· από τις υπόλοιπες η τελευταία είναι λιγότερο συνήθης από τις άλλες. Πλην της πρώτης σε κάθε υποδοχή υπάρχει πλίνθος πάνω και κάτω.



4. Ο τύπος που ακολουθεί η εκκλησία της Βαλύρας, τρίκογχος μονόχωρος τρουλαίος, με τρούλο ανεχόμενο από τις δυο καμάρες στα ανατολικά και δυτικά και από τα δυο τεταρτοσφαίριο στα βόρεια και νότια -είναι γνωστός στην έρευνα των μνημείων της Ελλάδος4. Στα όσα έχουν γραφεί για τα τρίκογχα, ο ναός του Αγίου Βλασίου δεν έχει να προσθέσει τίποτε.
 Οι ημικυκλικές αψίδες, συνήθεις στην προελλαδική Σχολή, υποχωρούν με την εμφάνιση του πλινθοπερίκλειστου συστήματος (τέλη 10ου αι.), χωρίς όμως να εξαφανισθούν παντελώς5. Μέχρι το τέλος της υστεροβυζαντινής περιόδου συναντώνται σε μνημεία κτισμένα με αργολιθοδομή6 παράλληλα με τις τρίπλευρες, οι οποίες κτίζονται είτε με πλινθοπερίκλειστο είτε με αργολιθοδομή7. Η τοιχοποιία του Αγίου Βλασίου συναντάται, παρεμφερής εν πολλοίς, σε άσημα υστεροβυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας8 ή ,αυτοτελώς αλλά και σε συνδυασμό με πλινθοπερίκλειστο σύστημα, σε πολύ γνωστά υστεροβυζαντινά μνημεία της Λακωνίας και Αρκαδίας9. Οι ζώνες των πλίνθων (ντουζένια), σε γενικές γραμμές σπάνιες σε μνημεία 11ου- 12ου αι.10, εφαρμόζονται (διπλές η τριπλές σειρές πλίνθων) στην οχύρωση και στο Αφεντικό του Μυστρά11, σε τοιχοποιίες με αργολιθοδομή. Τα μονόλοβα και δίλοβα παράθυρα, με σταθμούς από τοιχοποιία και πλίνθινα τόξα, απαντιόνται σε πρώιμα μνημεία12· από το β' μισό του 11ου αι. αποτελούν πλέον εξαίρεση, ένα) στα υστεροβυζαντινά μνημεία εμφανίζονται δίπλα -αλλά σπανιότερα- στα παράθυρα με λαξευτά λίθινα πλαίσια και τόξα η στα παράθυρα με πλίνθινα τόξα που κατέρχονται μέχρι την ποδιά13. Η οδοντωτή ταινία που παρακολουθεί μόνον τα πλίνθινα τόξα και κάμπτεται οριζόντια οργανώνοντας τους τοίχους είναι γνωστή από μεμονωμένα μεσοβυζαντινά και υστεροβυζαντινά μνημεία14.


Το ενδιαφέρον του μνημείου εντοπίζεται κυρίως στον πρωτότυπο και πλούσιο κεραμοπλαστικό του διάκοσμο, για τον οποίο χρησιμοποιούνται περιορισμένα και μάλλον ευτελή μέσα: στην πραγματικότητα πρόκειται για στοιχεία που προκύπτουν από την επεξεργασία πλίνθων η για πλίνθους προερχόμενες από αρχαιότερα κτίρια και πλινθία η κομμάτια κεραμιδιών. Τα σχήματα, οι διαστάσεις, η πλαισίωση, η διάταξη και η συχνότητα είναι που παράγουν την εντύπωση πλουσίου θεματολογίου.
 Από το θεματολόγιο αυτό μόνον τα τριγωνικά πλακίδια γνώρισαν ιδιαίτερη διάδοση στις βυζαντινές εκκλησίες μέσων και υστέρων αιώνων. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά στις ζωφόρους αβακίων15. Ζώνες μόνον με τριγωνικά πλακίδια διατηρούνται στους Αγίους Θεοδώρους Τρύπης16, τα τρίγωνα χωρίζονται μεταξύ τους με πλίνθο, (παραλλήλως με ορθογωνίους πίνακες και αβακωτή ζωφόρο), στον Αγιο Ιωάννη τον Θεολόγο Παλιού Λιγουριού17, στην Κουμπελίδικη (παραλλήλως με μονή ζώνη αβακίων) και στον Αγιο Στέφανο Καστοριάς18 (μαζί με άλλες ζώνες πλίνθων), στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού Πολιανής Μεσσηνίας19, τέλους 13ου, α' μισού 14ου αι., τα τρίγωνα χωρίζονται μεταξύ τους με διπλή πλίνθο (συγχρόνως με μονή ζώνη αβακίων), στην Κοίμηση Λαμπόβου20 (επίσης μαζί με πλήθος άλλων ζωνών), στο καθολικό της Μονής Αγίου Δημητρίου Κυψέλης (Τουρκοπάλουκου)21 (μαζί με αβάκια που γεμίζουν αψιδώματα). Επενδυτικές πλίνθους σε οριζόντια διάταξη, τοποθετημένες πλαγιαστές ή όρθιες, γνωρίζομε από τον πύργο της Πύλης κοντά στην Αγία Σοφία του Μυστρά (πλαγιαστές -εδώ χωρίς κατακόρυφα τούβλα ανάμεσά τους)22, το καθολικό της Μονής Ντίλιου Νήσου Ιωαννίνων (πλαγιαστές)23, τον Άγιο Στέφανο (όπου χρησιμοποιούνται μαζί με όρθιες και πλαγιαστές) και τον Άγιο Νικόλαο του Κασνίτζη Καστοριάς (πλαγιαστές)24 και την Κοίμηση Λαμπόβου25.
 Κλείνοντας τα σχετικά με το είδος αυτό του διακόσμου θα επιχειρήσουμε μία τολμηρή σύγκριση: η ανατολική πλευρά και οι αψίδες των Αγίων Θεοδώρων Μυστρά26 είναι κτισμένες με, α) αργολιθοδομή, β) επιμελημένο πλινθοπερίκλειστο και γ) αβακωτές ζωφόρους -υποτίθεται. Οι λίθοι του πλινθοπερίκλειστου είναι αρκετά καλά λαξευμένοι και διαφοροποιούνται έντονα από την υπόλοιπη τοιχοποιία. Το ίδιο αποτέλεσμα παράγεται βεβαίως και σε άλλα μνημεία του Μυστρά. Στην Αγία Άννα επίσης του Μυστρά, στην αψίδα, σώζεται ζώνη με λίθινες πλάκες τοποθετημένες πλαγιαστά. Οι τεχνίτες λοιπόν που έκτισαν τον Άγιο Βλάσιο θέλησαν, επενδύοντας την τοιχοποιία με πλίνθους, να μιμηθούν και να δεόσουν την εντύπωση που δίνει το πλινθοπερίκλειστο σημαντικών υστεροβυζαντινών μνημείων, όπως οι Άγιοι Θεόδωροι ή οι ζώνες με πλάκες άλλων μνημείων, όπως η Αγία Άννα· χρησιμοποίησαν δηλαδή το πιο πρόχειρο και φθηνό μέσο, την πλίνθο, αντί να επιδοθούν στην λιθοξοϊκή, τεχνική με την οποία δεν φαίνεται να είχαν μεγάλη εξοικείωση.


 Πίνακες με ρομβοειδώς διατασσόμενα αβάκια και τριγωνικά πλακίδια στις τέσσερις γωνίες συναντούμε στους Αγίους Θεοδώρους Τρύπης, όπου δεν σχηματίζουν ζώνη αλλά αποτελούν επιτυχές θέμα πληρώσεως των ορθογωνίων πινάκων στη βάση τεταρτοκυκλίων που πλαισιώνουν παράθυρα27. Τα αβάκια (πλευράς περίπου 0,22μ.) και τα τριγωνικά πλακίδια του Αγίου Βλασίου είναι από τα μεγαλύτερα που έχουν χρησιμοποιηθεί στις εκκλησίες της Πελοποννήσου και της Ηπείρου: εξ όσων γνωρίζομε, μόνον στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο Παλιού Λιγουριού έχουν χρησιμοποιηθεί πλακίδια προερχόμενα από αβάκια πλευράς 0,20μ., ενώ οι άλλες περιπτώσεις έχουν μικρότερες διαστάσεις28. Σημειώνεται επίσης ότι εδώ τα τριγωνικά πλακίδια προέρχονται από το κόψιμο στα τέσσερα αβακίου, πλευράς 0,22μ., και όχι από το κόψιμο του αβακίου στα δύο (κατά τη μία διαγώνιο δηλαδή)29. Κυκλικές πλίνθοι, μεμονωμένες και όχι διατεταγμένες σε ζώνη, σώζονται στους Αγίους Αποστόλους Λεονταρίου30, στο καθολικό της Μονής Κάτω Παναγιάς (όπου κοσμούνται με ακτινωτές εγκοπές)31, στην Παναγιά της Κοσίνας32, ενώ παρόμοιες πλίνθοι που βρέθηκαν στην ανασκαφή Παντανάσσης Φιλιππιάδος θεωρείται ότι ανήκουν στον πλίνθινο διάκοσμο του μνημείου33.


 Τα φιαλοστόμια34, είδος διακόσμου που εμφανίζεται στη βυζαντινή αρχιτεκτονική γύρω στον 11ο αι. και γνωρίζει τη μέγιστη διάδοσή του από τα τέλη του 12ου μέχρι τον 15ο αι., είναι γνωστά στην Πελοπόννησο ήδη από τον 12ο αι. (Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων Λιγουριού και Μεταμόρφωση Νομιτζής)· κατά τους υστεροβυζαντινούς αιώνες χρησιμοποιήθηκαν στο καθολικό και την τράπεζα της Μονής Περιβλέπτου και στο καθολικό της Μονής Παντανάσσης Μυστρά, στον Άγιο Χαράλαμπο Καλαμάτας και στην Αγία Παρασκευή Πλάτσας Μάνης. Συστηματικά σε ταινίες τα βρίσκομε στα τρία μνημεία του Μυστρά και στον Άγιο Χαράλαμπο Καλαμάτας. Στην περίπτωση του Αγίου Βλασίου δεν γνωρίζομε ούτε αν τα φιαλοστόμια είχαν εφυάλωση (όπως είχαν στις περισσότερες περιπτώσεις) ούτε τη μορφή του ελευθέρου άκρου τους (τετράφυλλα η στρογγυλά)· δυνάμεθα μόνον να υποθέσομε ότι ήταν μάλλον μικρά και λεπτοκαμωμένα. Καθώς οι τοίχοι του μνημείου έχουν καταστραφεί σχεδόν όλοι στο ύψος που φαίνεται ότι είχαν τοποθετηθεί τα φιαλοστόμια, δεν είναι δυνατόν να υποθέσομε τίποτε για την έκταση που είχε αυτό το είδος διακόσμου ούτε για τη μορφή που αυτός είχε. Διακοσμητικά θέματα παρεμφερή προς το υποτυπώδες ψαροκόκκαλο εντοπίζονται στην Αγία Σοφία Λαγκάδας Έξω Μάνης35.
 Κοσμήτης κτιστός υπάρχει στους Αγίους Θεοδώρους του Μυστρά, στην Παναξιώτισσα Γαυρολίμνης, στον Άγιο Βασίλειο Γεφύρας Άρτης και στον Άγιο Δημήτριο Κατσούρη36· κοσμήτη διαμορφωμένο σε πλίνθους σοόζουν η Επισκοπή Μάστρου (μιμείται γεισήποδες)37, η Κόκκινη Παναγιά Κονίτσης38 και ο Άγιος Ιωάννης Γέρακα, ενώ στο ερείπιο της Πελαγίας Ροδόπης πλίνθος με χαραγμένο διάκοσμο τοποθετείται στη θέση λοξότμητου κοσμήτη39.
 Στοιχεία για το σφράγισμα των υποδοχών ικριωμάτων δεν προέκυψαν. Όπως στους Αγίους Θεοδώρους Τρύπης το συνεργείο απέφυγε να στερεώσει ικριώματα στις ζώνες με διάκοσμο40. Κυρίως χρησιμοποίησε τις στρώσεις του χαλαρού πλινθοπερίκλειστου (Σχέδ.6, Α-Γ, Ε): η περίπτωση Α είναι λαϊκός συγγενής των υποδοχών που λαξεύονταν με επιμέλεια και επιμονή κυρίως στα μεσοβυζαντινά μνημεία της Ν. Ελλάδας41, ενώ η Δ (σε πλίνθινες στρώσεις) αποτελεί εξαίρεση για την υστεροβυζαντινή περίοδο στον ίδιο χώρο42. Όπου οι λίθοι του πλινθοπερίκλειστου έχουν κατάλληλες παρειές, τα ικριώματα στερεώθηκαν στους κατακόρυφους αρμούς43, όπως στην προαναφερθείσα εκκλησία της Τρύπης η στην Αγία Βαρβάρα Ερήμου, στους Αγίους Θεοδώρους Βάμβακα, στον Άγιο Δημήτριο Διμπέρδου. Όπου δεν προσφέρονται οι λίθοι, τότε τα ικριώματα στερεώνονται ανάμεσα σε μικρότερες κατάλληλες πέτρες (περίπτωση Γ) ή σε επάλληλα πλινθία (περίπτωση Ε). Ο συμφυρμός διαφόρων τεχνικών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι υποδοχές μάλλον έμεναν ακάλυπτες (ασφράγιστες), αν καταλάβαμε σωστά, δείχνει κατά τη γνώμη μας λαϊκό συνεργείο χωρίς αυστηρές αρχές στις τεχνικές του.



5. Οι συγκρίσεις που έχουν γίνει μέχρι εδώ επιτρέπουν χρονολόγηση γενικά στην υστεροβυζαντινή περίοδο· εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση των ζωνών τριγωνικιόν πλακιδίων, προς την οποία όμοιες ζώνες εντοπίζονται και σε μεσοβυζαντινούς και σε υστεροβυζαντινούς ναούς.
 Οι ζώνες κυκλικών πλίνθων, πεταλοσχήμων στοιχείων (πλίνθων και λίθων) και ορθογωνίων πλίνθων, πλαγιαστών ή ορθίων44, είναι θέματα σχεδόν άγνωστα η πολύ σπάνια στο διακοσμητικό θεματολόγιο των βυζαντινών εκκλησιών, εξ όσων βεβαίως οι γράφοντες γνωρίζουν. Είναι γνωστό πως πήλινες πλάκες (μεμονωμένες η σε ζωφόρους), άλλοτε ακόσμητες και άλλοτε διακοσμημένες, κοσμούσαν ορισμένες βυζαντινές εκκλησίες45. Ωστόσο το σύνολο των παραδειγμάτων μεμονωμένων πλακών, ασχέτων μεταξύ των γεωγραφικά και χρονολογικά, δεν τεκμηριώνουν την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου συρμού, όπως λ.χ. οι αβακωτές ζωφόροι ή οι ζωφόροι πηλίνων πλακών46. Εκφράζουν απλώς τη διάθεση να πλουτισθεί ο διάκοσμος με διαφόρους αυτοσχεδιασμούς και συνήθως πενιχρά μέσα. Αυτό εξ άλλου είναι σε τελευταία ανάλυση το πνεύμα της διακοσμήσεως των τοιχών του Αγίου Βλασίου. Από την άποψη αυτή ο Άγιος Βλάσιος μπορεί να θεωρηθεί έργο της εποχής (που περισσότερο από οποιανδήποτε άλλη επεδίωξε να κοσμήσει τους τοίχους των εκκλησιών με ποικίλα κεραμοπλαστικά). Στην Πελοπόννησο η περίοδος αυτή οριοθετείται από την άνοδο και παρακμή της βυζαντινής ισχύος μετά από τη Φραγκοκρατία. Μνημεία που την χαρακτηρίζουν είναι δυνατόν να θεωρηθούν, σε διαφορετικό βαθμό κατά περίπτωση, οι Άγιοι Θεόδωροι Τρύπης και οι ναοί του Μυστρά και του Λεονταρίου, στους οποίους ο διάκοσμος συγκεντρώνεται η σε πλευρές που πρέπει να αναβαθμισθούν η σε εξέχοντα τμήματα τους, όπως λ.χ. τα αετώματα. Τα μνημεία των μέσων βυζαντινών αιώνων και της πρώτης γενεάς μετά το 1204, που παρέμεναν όρθια με τη λιτότητα των μέσων και την καθαρότητα των μορφών τους δεν άφηναν πολλά περιθώρια στα υστεροβυζαντινά συνεργεία της Πελοποννήσου να ανοικοδομήσουν εκκλησίες που να θυμίζουν την «παραληρηματική» διακόσμηση, π.χ. του νάρθηκα της Αγίας Θεοδώρας η της ανατολικής πλευράς του Αγίου Βασιλείου στην Άρτα. Με τη λογική αυτή, χωρίς να εντοπίζεται ακριβώς παράλληλο διακοσμητικό θεματολόγιο σε υστεροβυζαντινά μνημεία, τοποθετούμε τον Άγιο Βλάσιο στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αι. ή στο α' μισό του 14ου αι. Με αυτή τη χρονολόγηση δεν είναι αντίθετη ούτε η μορφή της τοιχοποιίας ούτε η καθαρά διακοσμητική λειτουργία των ζωνών με πλίνθους ποικίλων σχημάτων47.



Α. ΚΑΒΒΑΑΙΑ-ΣΠΟΝΔΥΛΗ, Κ. ΤΣΟΥΡΗΣ 

ΔΥΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 47-48 (1992-1993) ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΛΕΤΕΣ

1. Η εκκλησία βρίσκεται σε αγρόκτημα ιδιοκτησίας Ι. Θεοδωρακόπουλου, κατοίκου Βαλύρας, στον οποίο ανήκει και η περιοχή του ναού της Παναγίας (Παναγίτσας) που αναφέρεται πιο κάτω. Ο Άγιος Βλάσιος παρουσιάσθηκε από τον καθηγητή Γ. Δημητροκάλλη στο 14ο Συμπόσιο της ΧΑΕ- Περιλήψεις 14ου Συμποσίου ΧΑΕ, 1994.
2. Β. Παναγιωτοπούλου, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αι., Αθήνα 1985, territorio Ανδρούσας, σ.231 κ.έ., 257.
3. Μεσσηνιακά, 1968, σ.202.
4. Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί της Θεσσαλίας. Από τον 10ο αιώνα ως την κατάκτηση της περιοχής από τους Τούρκους το 1393, Αθήναι 1979, σ.108-10 και 153-4. Π. Βοκοτόπουλος, Ο τρίκογχος ναός του Αγίου Νικολάου στο Πλατάνι της Αχαΐας, Αρμός, Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν. Κ. Μουτσόπουλο, Α', Θεσσαλονίκη 1990, σ. 391-2 (εψεξής Βοκοτόπουλος, Πλατάνι). X. Μπούρας, Ο Άγιος Νικόλαος παρά την Λάρυμνα, Αρμός, Β', Θεσσαλονίκη 1991, σ.1247 (εφεξής Μπούρας, Λάρυμνα). Ν. Μουτσόπουλος, Εκκλησίες της Καστοριάς, 9ος-11ος αιώνας, Θεσσαλονίκη 1992, σ.21-85 (εφεξής Μουτσόπουλος, Καστοριά).Τρεις τρικόγχους βυζαντινούς ναούς της Σαλαμίνος (Άγιος Γρηγόριος, Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης και Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος) δημοσιεύει ο Δ. Πάλλας, Το τρίκογχον ναΰδριον του Αγίου Γρηγορίου εις την Σαλαμίνα, ΕΕΒΣ ΜΗ' (1990-1993), σ.13-25.
5. Π. Βοκοτόπουλος, Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεόν Ελλάδα και την Ήπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 19922, σ.51 (εφεξής Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική).
6. Γ. Δημητροκάλλης, Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας, Αθήναι 1990, εικ. 45, 88, 199 (εφεξής Δημητροκάλλης, Μεσσηνία).
7. Ημικυκλική αψίδα με πλινθοπερίκλειστο έχειηΜεταμόρφωση Μεσοχωριού,ό.π.,σ.244,εικ.233, 240
8. Ό.π., εικ.58 (Άγιος Στέφανος Ραμμοβουνίου).
9. Εκκλησίες Γερακίου και Λεονταρίου, σπίτια, οχυρώσεις και εκκλησίες του Μυστρά: παρά τις επανειλημμένες επισκευές και συντηρήσεις διακρίνεται ίδια χρήση κυρίως του λίθου.
10. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.143.
11. G. Millet, Monuments byzantins de Mistra, Paris 1910, πίν. 81'3, 24\ 25' (εφεξής Millet, Mistra).
12. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.164. Ο ίδιος, Αγία Παρασκευή του Δράκου, ΔΧΑΕ, περ. Δ- τ. ΙΔ' (1987- 88), σ.52 (εφεξής Βοκοτόπουλος, Αγ. Παρασκευή). Ο ίδιος, Πλατάνι, σ. 395.
13. Σταθμοί στην τοιχοποιία: καθολικό Μονής Παναγίας της Γριβιτσιανής (Δημητροκάλλης, Μεσσηνία, εικ.95), Μεταμόρφωση Μεσοχωριού Πυλίας (ό.π., εικ.232-42), Άγιος Ανδρέας Πεταλιδίου (ό.π.,σ. 274), Άγιος Χαράλαμπος Καλαμάτας, Άγιοι Απόστολοι Λεονταρίου, Κοίμηση Θεοτόκου Αχλαδοχωρίου Τρικάλων (Ν. Νικονάνος, ό.π., σ.172, πίν.40 α.).
14. Σαμαρίνα, Άγιος Γεώργιος Μυστρά, Κοίμηση Αχλαδοχωρίου (ό.π., πίν.40α).
15. Παραδείγματα και βιβλιογραφία: Κ. Τσουρής, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των υστεροβυζαντινών μνημείων της Βορειοδυτικής Ελλάδος, Καβάλα 1988, σ.57-65 και Δημητροκάλλης, Μεσσηνία, σ.35-39. Υστεροβυζαντινε'ς περιπτώσεις στην Πελοπόννησο: Άγιοι Θεόδωροι Μυστρά, Άγιοι Θεόδωροι Τρύπης (Ν. Δρανδάκης, Ο ναός των Αγίων Θεοδώρων της Λακωνικής Τρύπης, ΕΕΒΣ ΚΕ' (1955), σ.42, 46, εικ.2-3, 6-7 (στο εξής Δρανδάκης, Τρύπη), ναΐσκος του Τιμίου Προδρόμου στο Παλιομονάστηρο των Αγίων Σαράντα στη Λακεδαίμονα (ο ίδιος, Το Παλιομονά- στηρο των Αγίων Σαράντα στη Λακεδαίμονα και το ασκηταριό του, ΔΧΑΕ, περ. Δ- τ. ΙΣΤ' (1991-1992), σ.131-2, εικ.31, πιθανώς οι Άγιοι Θεόδωροι κοντά στο Πραστείο, με τοιχογραφίες α' μισού 13ου αι. (ο ίδιος, Έρευναι εις την Μεσσηνιακήν Μάνην, ΠΑΕ 1976 Α', σ. 221), τα κωδωνοστάσια του Σωτήρα (14ου αι.) στην Λαγκάδα Έξω Μάνης και του Αγίου Γεωργίου (14ου αι.) στο Δρύαλο Με'σα Μάνης (X. Κωνσταντινίδη, Συμβολή στη μελετη των βυζαντινών «τοξωτων κωδωνοστασίων», Λακωνικαί Σπουδαί ΣΤ' (1982), σ.70-72).
16. Δρανδάκης, Τρύπη, σ.42, εικ.3.
17. Στ. Μαμαλούκος, Ένας άγνωιπος βυζαντινός ναός στην Αργολίδα, Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Παλιού Λιγουριού, ΔΧΑΕ, περ. Δ- τ. ΙΒ' (1984), σ.432-3 και 438, εικ.13-14,18 (εφεξής: Μαμαλούκος, Θεολόγος).
18. Μουτσόπουλος, Καστοριά, πίν.71, εικ.91. Γ. Βελένης, Ερμηνεία του εξωτερικού διακόσμου στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1984, πίν.74α (εφεξής: Βελε'νης, Ερμηνεία).
19. Μεσσηνιακά, 1968, σ.202.
20. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, πίν.53-55, 56γ.
21. Βελένης, ό.π., πίν.100.
22. Millet, Mistra, πίν.82 και 143.
23. Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Νέα στοιχεία περί της Μονής του Αγίου Νικολάου του Ντίλιου εις την Νήσον των Ιωαννίνων, ΑΔ 24 (1969), Μελέτες, σ.172-3, Πίν.93α και Βελένης, Ερμηνεία, σ.61.
24. Μουτσόπουλος, Καστοριά, εικ.194-8, 362-5. Πλίνθοι επενδύουν το τύμπανο του αψιδώματος στη νότια πλευ- ρά του εξωνάρθηκα στην Κουμπελίδικη της Καστοριάς, ό.π., πίν.7/1.
25. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, πίν.53-55.
26. Millet, ό.π., πίν.21.
27. Ν. Δρανδάκης, Τρΰπη, εικ.6-7.
28. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.57. Μαμαλούκος, ό.π., σ.433.
29. Μαμαλούκος, ό.π.
30. Βελένης, ό.π., πίν.96α.
31. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.66-69, εικ.60.
32. Αν βεβαίως ανήκουν στον αρχικό διάκοσμο του μνημείου. P. Thomo, Mbi dy monumente të arkitekturës sonë mesjetare në shek, XI-XIV, Studime Historike XXVI (IX) 4(1972), εικ.4, 5,10,12.
33. Π. Βοκοτόπουλος, Ανασκαφή του καθολικού της Μονής Παντανάσσης Φιλιππιάδος, ΠΑΕ 1989, σ.172-3, πίν.122α.
34. Για το είδος του διακόσμου, τα μνηνεία με φιαλοστόμια και τη σχετική βιβλιογραφία προχείρως βλ. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.70-74. Περαιτερω παραδείγματα δημοσιεύει ο Γ. Δημητροκάλλης, Η βασιλική του Αγίου Ισιδώρου στην Τραγαία Νάξου, Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, ΙΕ' (1995), σ.282-95. Για να μη διαιωνίζονται λάθη της προγενεστερης βιβλιογραφίας, σημειώνεται εδώ ότι από τα βυζαντινά μνημεία που κάποτε φέρονται ότι κοσμούνται με φιαλοστόμια, το κωδωνοστάσιο του Σωτήρος Λαγκάδας Μάνης και ο Ταξίαρχος Γερακίου δεν έχουν, καθώς επίσης ο Άγιος Νικόλαος Βεροίας δεν είχε φιαλοστόμια. Επίσης η Αγία Παρασκευή Δόλων Μάνης είναι μεταβυζαντινός ναός. Στη Μεταμόρφωση Δολίχης Ελασσόνος τα φιαλοστόμια εντοπίζονται σε μεταβυζαντινό τμήμα της εκκλησίας, όπως μας πληροφόρησε η αρχιτέκτων Αφρ. Πασαλή, που δημοσιεύει το μνημείο. Η θύρα της Μονής Παναγίας της Χοζοβιώτισσας Αμοργού χρονολογείται στον 15ο αι. και δεν είναι έργο βυζαντινής αρχιτεκτονικής, με την οποία το στοιχείο που τη συνδέει είναι προπάντων τα φιαλοστόμια.
35. X. Κωνσταντινίδη, Ο ναός της Αγίας Σοφίας στη Λαγκάδα της Έξω Μάνης, Λακωνικαί Σπουδαί ΣΤ' (1982), σ.90, σχέδ.2.
36. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.47, 60, 81-83, 168.
37. Βοκοτόπουλος, Αρχιτεκτονική, σ.16.
38. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.135.
39. Θ. Παπαζώτος, Προανασκαφικές έρευνες στο Παπίκιον Όρος, Θρακική Επετηρίδα 1 (1980), σ. 116, σχέδ.3.
40. Βελένης, ό.π., σ. 37.
41. Ό.π.,σ.19-20, 23, 40, 43.
42. Ό.π.,σ.20-21, 39-40.
43. Ό.π.,σ.22-23, 42-43.
44. Στον Άγιο Στέφανο Καστοριάς (Μουτσόπουλος, Καστοριά, εικ.194-8) συμφύρονται με ποικιλοτρόπως διατεταγμένες πλίνθους σε οριζόντιες μονές ζώνες.
45. Κ. Τσουρής, ό.π., σ.66-69. Πρόσθεσε και την περίπτωση του Αγίου Ανδρέου Λογγά (πλίνθινη πλάκα 0,24x0,38μ.) Δημητροκάλλης, Μεσσηνία, σ.35.
46. Για τις τελευταίες προχείρως: Κ. Τσουρής, ό.π., σ.65-68.
47. Γ. Βελένης, ό.π., σ.195-6.






Printfriendly