.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

Μίλα Τριφυλία: Σημαντικό κέντρο των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων



Η ανασκαφή στην θέση Λακαθέλα, 1971

 Εις θέσιν Λακαθέλα, 3 χλμ. περίπου ΒΔ. του χωρίου Μίλα, διεξήχθη δοκιμαστική ανασκαφή (13-9/ 21-9-71)1. Η θέσις ευρίσκεται επί της Α. κλιτύος της λοφοσειράς του Ραμοβουνίου, η οποία προς Β. απολήγει εις το υπερκείμενον του Βασιλικού ύψωμα της Μάλθης. Ο ερευνηθείς αγρός του Γ. Ζέρβα κατέχει το κέντρον του αμφιθεατρικού χώρου, ο οποίος δια βαθμιδωτών ισοπέδων σχηματίζεται μεταξύ των υψωμάτων Λιαραμέϊκο και Κρίκι, ανοιγόμενος προς Α. έναντι του μεσαιωνικού κάστρου της Μίλας. Η απόστασις μέχρι του γνωστού προϊστορικού οικισμού της Μάλθης είναι 3-4 χλμ. ΒΔ.
 Υπό των ιδιοκτητών του προαναφερθέντος αγρού και της πέριξ περιοχής είχον παραδοθή κατά καιρούς εις τα Μουσεία της περιφερείας αρχαία, κυρίως χαλκά ειδώλια Γεωμετρικών χρόνων. Οι ίδιοι είχον επανειλημμένως αναμοχλεύσει κατά την άροσιν υλικόν αρχαίων κτισμάτων. Ο τοίχος ενός εξ αυτών, εμφανής εν μέρει επί της επιφανείας του εδάφους, ωδήγησε την ανιχνευτικήν ημών έρευναν. Η σκαφή εγένετο κατά τάφρους ανοιγομένας από ΝΑ. προς ΒΔ., παραλλήλως προς την Α. πλευράν του τοίχου. Κατά μήκος της Δ. πλευράς ηνοίχθη μόνον μία τάφρος, διαστ. 4×1μ. περίπου, ερευνηθείσα στρωματογραφικώς μέχρι του φυσικού βράχου.
 Ο τοίχος (Πίν.195α), πάχ. 0.75μ., παρουσιάζει όψιν ισοδομικήν και είναι εκτισμένος δια μεγάλων πλακοειδών ασβεστολίθων, αδρομερώς ειργασμένων· το μήκος των κυμαίνεται μεταξύ 0.50 και 0.95μ., το πλάτος των είναι 0.35- 0.75μ. και το πάχος 0.18- 0.25μ. Εσώζετο εις ύψος τριών δόμων (0.60- 0.70μ.) και παρηκολουθήθη εις συνεχή γραμμήν μέχρι μήκ. 28 μ. Περί το μέσον είχεν υποστή μετατόπισιν κατά 0.15μ. ανατολικώτερον, λόγω ωθήσεων των υπερκειμένων ανδήρων. Ίχνη του διεσώθησαν έτι περαιτέρω προς Β., όπου όμως δεν εξηντλήθη η έρευνα. Κατά το ερευνηθέν Ν. πέρας του εκάμπτετο εις γωνίαν προς Α. Το τμήμα τούτο, με εξωτερικήν παρειάν μήκ. 4.20μ., καμπτόμενον πάλιν προς Β. και βαίνον παραλλήλως του πρώτου τοίχου, εσχημάτιζε την Ν. στενήν πλευράν (εσωτ. πλ. από γωνίας εις γωνίαν 2.65μ.) μεγάλου στενομήκους κτίσματος Α (στοάς;).



 Ως έδειξαν αι κατά μήκος του Δ. μακρού τοίχου στρωματογραφικαί τομαί, ούτος εθεμελιούτο εντός στρωμάτων καταστροφής υστέρων Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. Τα στρώματα δεν ήσαν αμιγή· περιείχον ομού μετά της αρχαϊκής κεραμεικής χαλκά ελάσματα Γεωμετρικών χρόνων και όστρακα μυκηναϊκά. Μετά στρώσιν εκ μικρού και μετρίου μεγέθους ασβεστολίθων ατάκτως ερριμμένων, οι οποίοι εκάλυπτον το ύψος του ανωτέρου δόμου, υπήρχε στρώμα, πάχ. 0.30μ., εκ θραυσμάτων πηλίνων κεραμίδων στέγης λακωνικού τύπου με άριστον μέλαν γάνωμα. Κάτωθεν αυτών και εις βάθος 0.40μ. από της επιφανείας του ανωτέρου δόμου, παρετηρήθη στρώμα καύσεως με άφθονα τα ίχνη των απηνθρακωμένων ξυλίνων μερών της ανωδομής και της στέγης κτηρίου τινός, προϋπάρξαντος προφανώς του οικοδομήματος Α και καταστραφέντος υπό πυρός. Μικρά τμήματα δαπέδου εκ λατύπης και γλίνας επεσημάνθησαν εις βάθος 0.50μ. Ο κατώτερος δόμος του τοίχου του κτηρίου ηδράζετο επί στρώσεων εκ μετρίου και μεγάλου μεγέθους αργών λίθων (μπάζωμα), αι οποίαι μέχρι 0.30μ. κάτωθεν αυτού περιείχον όστρακα μυκηναϊκών αγγείων. Αι στρώσεις των αργών λίθων εσχημάτιζον τεχνητόν άνδηρον, δια του οποίου είχεν ισοπεδωθή ο χώρος και είχον καλυφθή αι διαφοραί ύψους της επιφανείας του φυσικού βραχώδους εδάφους, το οποίον ευρέθη εις βάθος 1.20-2.10μ., παρουσιάζον ισχυράν κλίσιν από Δ. προς Α. κατά την κατωφέρειαν του λόφου (εις απόστασιν 8μ. προς Β. της εσωτερικής γωνίας του κτηρίου η κλίσις είναι 0.75μ. επί μήκους 3.50μ.). Από βάθους 1μ. και μέχρι του φυσικού βράχου ευρέθησαν μεταξύ των λίθων του ανδήρου όστρακα χειροποιήτων ΜΕ αγγείων, εις δε τας κοιλότητας του βράχου ΠΕ (ή και Υπονεολιθικά) χονδρά όστρακα μελανού χρώματος με παχύ επίχρισμα ισχυρώς εστιλβωμένον.
 Εις απόστασιν 15μ. από της Ν. γωνίας του κτηρίου Α και παρά την Α. παρειάν του μακρού τοίχου απεκαλύφθησαν δύο τοίχοι (α και β), τεμνόμενοι κατ’ οξείαν γωνίαν (Σχέδ.2). Η άνω επιφάνειά των ευρίσκεται εις βάθος 0.60μ. και βαίνει εν μέρει υπό τον μακρόν τοίχον του κτηρίου Α, μετά του οποίου ούτοι συναντώνται λοξώς. Αμφότεροι ηρευνήθησαν εις μήκος μόνον 2μ. πέραν της γωνίας των. Ο τοίχος β με κατεύθυνσιν ΒΑ. έχει πλάτος 0.60μ. και προσκολλάται εις την εσωτερικήν (Β.) παρειάν του τοίχου α. Ούτος έχει πλάτος 1.45 μ., εις το μεταξύ δε των δύο παρειών του κενόν έχει σχηματισθή γέμισμα εξ αργών λίθων. Αι όψεις εμφανίζονται εκτισμέναι δια επιμήκων ασβεστολίθων κανονικού ορθογωνίου σχήματος, μήκ. 0.34- 0.55 και πάχ. 0.12- 0.14μ., με παρεμβολήν εις τους αρμούς λεπτοτέρων βυσμάτων.



 Μετά του εξωτερικού τούτου ισχυρού τοίχου, όστις δεν αποκλείεται να αποδειχθή μελλοντικώς ότι απετέλει τμήμα οχυρωματικού περιβόλου, ο τοίχος β εσχημάτιζε την ΝΔ. εσωτερικήν γωνίαν δωματίου οικήματος, το οποίον ήτο εν χρήσει κατα τους υστέρους Μυκηναϊκούς χρόνους. Επί του δαπέδου του, το οποίον εφάνη επεστρωμένον δια πλακών, διαστ. 0.18×0.25 και 0.25×0.35μ., εις βάθος 1.35μ. από της επιφανείας του εδάφους και 0.60μ. από του ανωτέρου δόμου του τοίχου β, ανευρέθησαν κατά χώραν εξ μεγάλα αγγεία οικιακής χρήσεως: αμφορεύς, ύψ. 0.485μ., άβαφος, εκ καστανερύθρου ακαθάρτου πηλού μετ’ αφθόνων ψηγμάτων χονδρού υαλώδους μαρμαρυγίου, σφαιροειδής υδρία, ύψ. 0.375μ., εκ κιτρινωπού πηλού μετ’ εξιτήλου διακοσμήσεως οριζοντίων λεπτών ταινιών (Πίν.197α), και εντός ευμεγέθους κάδου εξ ερυθρού πηλού μετά προσμίξεως θρυμματισμένων κεράμων, διακοσμημένου δι’ οριζοντίων αναγλύφων ταινιών και εγχαράκτων εναλλήλων γωνιών επί του περιχειλώματος, ετέρα υδρία(;) εξ ερυθρού πηλού μετ’ άμμου, λίαν ελλιπής· εν συνεχεία, το ήμισυ περίπου δύο παρομοίων σφαιροειδών αγγείων εξ ευθρύπτου, κακώς ωπτημένου, πηλού. Είχον τοποθετηθή παρά το τοίχον β και ευρέθησαν συμπεπιεσμένα εν μέρει υπό το βάρος των υποστάντων ισχυράν προς τα έσω κλίσιν ανωτέρων δόμων του (Πίν.195γ). Επί των αγγείων και εντός του πέριξ χώρου εσημειώθησαν έντονα ίχνη πυρός, το οποίον κατέστρεψε το κτήριον κατά τας αρχάς της ΥΕ ΙΙΙ Γ φάσεως. Η ανασκαφή εις το σημείον τούτο δεν επροχώρησε μέχρι του στερεού. Μικρά μόνον στρωματογραφική δοκιμή υπό το πλακόστρωτον δάπεδον έφερεν εις φως ακέφαλον γυναικείον ειδώλιον της ΥΕ ΙΙΙ A- Β εποχής, ελάχιστα όστρακα χειροποιήτων αγγείων και κυκλικόν πώμα εκ σχιστολιθικής πλακός, διαμ. 0.12μ.
 Τοίχος παράλληλος του τοίχου β επισημανθείς εις απόστασιν 4.20μ. προς Α. της εσωτερικής παρειάς τούτου, ανήκε πιθανώς εις το αυτό οικοδόμημα. Ούτος δεν ηρευνήθη, στρωματογραφική όμως έρευνα κατά την Ν. εξωτερικήν παρειάν του ισχυρού τοίχου α έδειξεν ότι το θεμέλιον τούτου έφθανε μέχρι βάθους 1.60- 1.80μ., ηδράζετο δε επί στοιβής μεγάλων αργολίθων, οι οποίοι απετέλουν τα κατώτερα στρώματα του γεμίσματος εις το προαναφερθέν τεχνητόν ισόπεδον. Εις τα μεταξύ των λίθων κενά και εις τας κοιλότητας του βράχου (εις βάθος 2.40μ.) ευρέθησαν όστρακα χειροποιήτων ΠΕ και ΜΕ αγγείων μη διαχωριζόμενα στρωματογραφικώς.



 Περί τα 4.50μ. προς Α. του Β. τμήματος του μακρού Δ. τοίχου του κτηρίου Α απεκαλύφθη παραλλήλως προς αυτόν τοίχος, μήκ. 7.50μ. Είναι εκτισμένος δια λιθοπλίνθων μικροτέρων διαστάσεων (0.50×0.30×0.15μ. περίπου) εις κανονικάς σειράς με αραιά λεπτά βύσματα ενδιαμέσως. Σώζεται εις ύψος 0.60μ. περίπου και έχει υποστή ισχυράν μετατόπισιν προς την κατωφέρειαν του λόφου. Εδράζεται επί ατάκτως ερριμμένων αργών λίθων, εις τα κενά των οποίων ευρέθησαν όστρακα χειροποιήτων ΜΕ αγγείων. Η επίχωσις ήτο ελαχίστη, μέχρι βάθους δε 0.50μ. από της επιφανείας η τάφρος παρουσίασε πήλινα και χαλκά ειδώλια Γεωμετρικών χρόνων. Περισσότερα περί του κτηρίου, εις το οποίον ανήκεν ο Α. ούτος μακρός τοίχος, δεν δύναται να λεχθούν, διότι η έρευνα έλαβεν ενταύθα ανιχνευτικόν μόνον χαρακτήρα.
 Δοκιμαστικαί τομαί περί τα 2μ. πέραν του Β. άκρου του Α. τοίχου επεσήμαναν την ύπαρξιν ετέρου κτηρίου. Ευθύς μετά την απομάκρυνσιν των επιφανειακών χωμάτων διεγράφη μέγα κυκλικόν θεμέλιον, διαμ. 10μ. περίπου (Πίν.195β). Ήτο εκτισμένον κατά ομοκέντρους κύκλους εκ σειρών πλακοειδών ασβεστολίθων, μεσων διαστ. 0.40×0.30×0.12 μ. Το ερευνηθέν ΝΔ. τόξον του εσώζετο εις ύψος 0.40 - 0.45μ.
 Η έρευνα δεν επροχώρησεν εις βάθος. Μέχρι 0.40μ. από της επιφανείας του εδάφους και εσφηνωμένα μεταξύ των πλακών του θεμελίου ευρέθησαν χαλκά και πήλινα ειδώλια ζώων Γεωμετρικών και πρωίμων Αρχαϊκών χρόνων. Το κτήριον γενικώς μόνον δύναται να χαρακτηρισθή ως θόλος. Προ της ολοκληρώσεως της ερεύνης του δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθή ούτε ο ειδικός προορισμός του ούτε οι χρόνοι καθ’ ους ήτο εν χρήσει. Εκ των ευρημάτων της θεμελιώσεως (αναθήματα μικροπλαστικής) είναι ενδεικτικόν μόνον ότι ιδρύθη εις χώρον λατρείας Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων.
 Εκ της κεραμεικής των βαθυτέρων στρωμάτων η ανασκαφή απέδωσεν όστρακα μόνον μη συναρμοζόμενα. Γενικώς η κεραμεική της ΠΕ και της ΜΕ φάσεως ομοιάζει με εκείνην της γειτονικής Μάλθης, με ελάχιστα όμως δείγματα των τάξεων των πρωτοβερνικωτών και των αμαυροχρώμων. Επικρατούν τα όστρακα της ομάδος των εντοπίων χειροποιήτων αγγείων, τα οποία ο Natan Valmin εχαρακτήριζεν ως «αδριατικά». Ο πηλός είναι καστανόχρους, εύθρυπτος και περιέχει άμμον. Η επιφάνεια φέρει συνήθως λεπτόν επίχρισμα με ελαφράν στίλβωσιν, πλην ελαχίστων μελανών οστράκων ισχυρώς εστιλβωμένων εκ του βαθύτατου στρώματος, τα οποία θα ηδύνατο να χαρακτηρισθούν και ως υπονεολιθικά. Η επί μέρους ομάς των εγχαράκτων «αδριατικών» εκπροσωπείται δι’ ελαχίστων οστράκων. Η διάκρισις μεταξύ ΠΕ και ΜΕ χειροποιήτων είναι σχεδόν αδύνατος, η παρουσία δε των οστράκων της κατηγορίας ταύτης είναι συνεχής εις όλα τα στρώματα μέχρι και των τελευταίων ΥΕ. Των δύο πρώτων περιόδων της ΥΕ εποχής ελλείπουν δείγματα. 



 Επίσης ολίγα μόνον όστρακα είναι δυνατόν να αποδοθούν εις την ΥΕ ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ περίοδον, ανήκουν δε κυρίως εις αγγεία συμποσίου. Δύο ελλιπή γυναικεία ειδώλια (Πίν. 196 α) και εν ιππέως, της ΥΕ ΙΙΙΑ και ΙΙΙΒ φάσεως, είναι πιθανώτατα εισηγμένα εκ τινός των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων της Πελοποννήσου. Επιδράσεις εκ της Αργολίδος και κυρίως εκ της Δ. Πελοποννήσου και των Ιονίων νήσων μαρτυρούν τα αγγεία της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσεως. Πλην των αγγείων του δωματίου των τοίχων α και β, τα οποία χαρακτηρίζονται υπό των συνήθων εις την ΒΔ. Πελοπόννησον σφαιροειδών σχημάτων (Πίν. 197α), αντιπροσωπευτικά είναι θραύσματα κρατήρων και σκύφων του γνωστού εκ της Κεφαλληνίας ΥΕ ΙΙΙΓ τύπου μετά ζωνών ελευθέρων σπειρών εις το ύψος των οριζοντίων λαβών (Πίν.196δ), υψίποδες κωνικαί κύλικες του ρυθμού του Σιτοβολώνος (Πίν.196γ) και μέγας κρατήρ με μετοποειδή διακόσμησιν της τάξεως του συμπύκνου ρυθμού (Πίν.197β).



 
Των μεταβατικών φάσεων προς τους ιστορικούς χρόνους τα ίχνη είναι ανύπαρκτα ή ελάχιστα. Το πρωιμώτερον δείγμα της γεωμετρικής μικροπλαστικής είναι πήλινον ανδρικόν ειδώλιον του -9ου αι. Περίτμητα χαλκά ελάσματα μιμούμενα δοράν βοός (Πίν.196β), γνωστά και εκ του ιερού της Ολυμπίας, δύνανται να αναχθούν εις τον 9ον αι. Μεταξύ των αρχών και του τελευταίου τετάρτου του 8ου αι. κλιμακούται σειρά είκοσι περίπου χαλκών και πηλίνων ειδωλίων βοών και ίππων (Βλ εικ. κάτω). Εκ των αρχαϊκών χρόνων διεσώθησαν ελάχιστα όστρακα και πήλινα ειδώλια ως και η σειρά των αποθραυσμάτων των κεραμίδων λακωνικού τύπου. Τα τελευταία δείγματα της ιστορίας του ανασκαφέντος χώρου είναι δύο ή τρία όστρακα μελαμβαφών μικρών αγγείων, πρωίμων Κλασσικών χρόνων.

Δεξιά: Ειδώλιο βοοειδούς: Λακαθέλα -7ος αι.

 Εξαγωγή βεβαίων συμπερασμάτων περί της εγκαταστάσεως της Λακαθέλας δεν είναι εισέτι δυνατή. Ο προϊστορικός πάντως οικισμός ευρίσκεται εις άμεσον σχέσιν προς την γειτονικήν Μάλθην. Αν εις την Μάλθην ευρίσκετο το κέντρον του προϊστορικού Δωρίου, η Λακαθέλα απετέλει ένα των αγροτικών συνοικισμών του. Η εγκατάλειψις της Μάλθης κατά τους ιστορικούς χρόνους και η παρουσία ακμάζοντος οικισμού εις την Λακαθέλαν με μεγάλα, δημόσια προφανώς, κτήρια εις τον ανασκαφέντα τομέα και θεμέλια οικιών εμφανή εις τα πέριξ βαθμιδωτά ισόπεδα, επί εκτάσεως 50 περίπου στρεμμάτων, σημαίνει ότι εις την Λακαθέλαν πρέπει να εντοπισθή η ιστορική πόλις του Δωρίου. Τούτο, θέτει ημάς ίσως προ ενός πολιτικού κέντρου της Άνω Μεσσηνίας, η δε σημασία της διερευνήσεώς του αποβαίνει εν προκειμένω σπουδαία δια την πλήρη αλύτων προβλημάτων ιστορίαν των Μεσσηνίων.

ΘΕΟΔΩΡΑ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 27 (1972) ΜΕΡΟΣ B' 1 - ΧΡΟΝΙΚΑ

1. Βλ. ΑΕ1972,Χρονικά, σ.12 κ.ε. Εις την ανασκαφήν έλαβε μέρος και η Επιμελήτρια Αρχαιοτήτων δ. Λ. Παρλαμά, η οποία εβοήθησε και εις την εκπόνησιν των σχεδίων.

Λακαθέλα: Ειδώλια ίππων και βοοειδών, αφιερώματα στον ναό. -10ς έως -7ος αιώνας
Λακαθέλα: Διπλός πέλεκυς, -10ος αιώνας







Printfriendly