.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Στοιχεία για την Βυζαντινή Μεθώνη. Η μαρτυρία των γλυπτών



 Τo Κάστρο της Μεθώνης βρίσκεται, όπως είναι γνωστό, σε εξαιρετικά στρατηγική θέση που εποπτεύει τις θαλάσσιες οδούς προς και από το Ιόνιο. Επειδή η περιοχή δεν διέθετε φυσικό λιμάνι, ήδη από την αρχαιότητα εφοδιάστηκε με τεχνητό το οποίο με τις απαραίτητες προσθήκες και συντηρήσεις λειτούργησε μέχρι και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η περίοδος ακμής του Κάστρου τοποθετείται στο διάστημα της Α Ενετοκρατίας (13ος-15oς αι.) όταν μετατρέπεται σε έναν από τους σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς της Ανατολικής Μεσογείου.
 Ενώ οι πληροφορίες μας για το Κάστρο την εποχή των Ενετών είναι αρκετές οι γνώσεις μας για το χώρο στα βυζαντινά χρόνια είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Στην ευρύτερη περιοχή μας είναι γνωστό το παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο του Αγίου Ονουφρίου βόρεια της Μεθώνης που ανέσκαψε ο καθηγητής Δ. Πάλλας τη δεκαετία του 1960 και χρονολογείται στα μέσα του 4ου, αρχές του 5ου αι.1 Βρίσκεται στην ανατολική πλαγιά του λόφου του Αγίου Νικολάου σε μια περιοχή όπου κατά τους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους υπήρχε λατομείο πωρόλιθου. Το κοιμητήριο χρησιμέυσε και ως ασκηταριό στα υστεροβυζαντινά χρόνια. Στη θέση «Λυκοτόμαρο» στις υπώρειες του λόφου του Αγίου Νικολάου έχουν εντοπιστή και ερευνηθή από τον Δ. Πάλλα μιά υπόγεια λαξευτή και μιά υπέργεια κτιστή δεξαμενή που χρησίμευαν προφανώς στην υδροδότηση της βυζαντινής Μεθώνης2. Μιά παλαιοχριστιανική Βασιλική έχει εντοπιστή στην παραθαλάσσια τοποθεσία «Παλιοί Αη- Λιάδες» από την οποία σώζονται σήμερα λίγα μόνο σπαράγματα από τα ψηφιδωτά δάπεδα. Η βασιλική έχει ουσιαστικά εξαφανιστή καθώς σταδιακά κατακρημνίζεται το χωμάτινο έξαρμα, πάνω στο οποίο ήταν ιδρυμένη, στη θάλασσα3. Μιά άλλη βασιλική έχει εντοπιστή στη θέση Λούτσα της Φοινικούντας όπου σύμφωνα με τις ενδείξεις υπήρχε μεγάλος οικισμός της ύστερης αρχαιότητας και των πρωτοβυζαντινών χρόνων4, Στην ίδια τη σημερινή πόλη της Μεθώνης και συγκεκριμένα στην είσοδό της έχει ποκαλυφθή τμήμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής και τάφοι πού βρίσκονταν σε χρήση στα μεσοβυζαντινά χρόνια5.
 Είναι πιθανόν ότι υπήρξε τον 4ο αιώνα επίσκοπος με το όνομα Ευτύχιος ο οποίος έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343 6. Λίγα χρόνια αργότερα το 365 η Μεθώνη αναφέρεται από τον Αμμιανό Μαρκελίνο ότι υπέστη καταστροφές από μεγάλο παλιρροικό κύμα ενώ το 386 αναφέρεται ότι σταμάτησε για λίγο εδώ η άγια Πάολα στο δρόμο της από την Ιταλία προς το Αιγαίο7. Η Μεθώνη απαντά επίσης σε δύο καταλόγους πόλεων της αυτοκρατορίας τον 4ου και 6ου αι., την Tabula Peutingeriana8 και τον Συνέκδημο του Ιεροκλέους9 αντίστοιχα. Η κυριότερη πληροφορία για τα πρώιμα βυζαντινά χρόνια προέρχεται από τον ιστορικό Προκόπιο, σύμφωνα με τον οποίο οι Μεθωναίοι ανεφοδίασαν το στόλο του Βελισσαρίου κατά την διάρκεια της εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων της Βόρειας Αφρικής το 533 10.

Άποψη της Μεθώνης. 1690
 Γιά τα μεσοβυζαντινά χρόνια οι πληροφορίες είναι εξαιρετικά φειδωλές. Σύμφωνα με τις πηγές μεταξύ 802-6, ο επίσκοπος της πόλεως υπαγόταν στην Μητρόπολη Πάτρας, κάτι που σημαίνει ότι η επισκοπή κατά την περίοδο αυτή ήταν ενεργή11. Στα χρόνια του Βασιλείου Α Μακεδόνα (867-886) και όταν επίσκοπος Μεθώνης ήταν ο Άγιος Αθανάσιος, Άραβες της Κρήτης επέδραμαν και λεηλάτησαν την δυτική Πελοπόννησο, ειδικότερα τη Μεθώνη γιά να διαλυθούν λίγο αργότερα από το ναύαρχο Νικήτα Ωορύφα12. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, το 881 Άραβες της Αφρικής που δρούσαν στην περιοχή νικήθηκαν από τον βυζαντινό ναύαρχο Νάσαρ, ο όποιος αφιέρωσε στην εκκλησία της Μεθώνης τα εχθρικά πλοία που αιχμαλώτισε13. Το 1124-5 η Μεθώνη ήταν ένα από τα μέρη όπου οι Ενετοί επιτέθηκαν στην προσπάθειά τους να πιέσουν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β Κομνηνό προκειμένου να διατηρήσουν τα εμπορικά τους προνόμια. Ειδικότερα οι πηγές αναφέρουν ότι οι Ενετοί υπό τις διαταγές του δόγη Domenico Michieli κατέστρεψαν τα τείχη της πόλεως, ώστε να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καταφύγιο από τους πειρατές14. Πρέπει ωστόσο να σημειωθή ότι ο αντίκτυπος αυτής της επιδρομής δεν πρέπει να ήταν μεγάλος στην τοπική οικονομία αφού μόλις 11 χρόνια μετά την επιδρομή, το 1136, οι πρόσοδοι της επισκοπής Μεθώνης αφιερώθηκαν από τον ίδιο αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό στη Μονή Παντοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Σίγουρα η δωρεά αυτή, καταγεγραμμένη στο Τυπικόν της Μονής15 δεν θα μπορούσε να είχε συμβή εάν η πόλη είχε περιέλθει σε τέλεια ένδεια καθώς η Μονή Παντοκράτορος επιλέγεται από τους Κομνηνούς ως τόπος ενταφιασμού τους και επί των ημερών τους ιδρύεται και εμπλουτίζεται. Στα μέσα του 12ου αι. για την ύπαρξη του οικισμού μας πληροφορεί και ο Άραβας γεωγράφος Edrisi16. Δύο αναφορές του β' μισού του 12ου αι, μιλούν για έρημη και εγκαταλελειμένη πόλη, η πρώτη προέρχεται από τον επινίκιο λόγο που απευθύνει ο σημαντικός θεολόγος Νικόλαος επίσκοπος Μεθώνης το 1159 στον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό και στον οποίο διεκτραγωδεί τα δεινά και τις καταστροφές πού έχει υποστή η περιοχή17 και η δεύτερη από τον περιηγητή Benoit de Peterborough ο οποίος μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι η Μεθώνη υπέστη επιδρομή από το Νορμανδό βασιλιά Ρογήρο της Σικελίας18.
 Στην αρχαιολογική αποθήκη που βρίσκεται μέσα στο κάστρο της Μεθώνης φυλάσσονται διάφορα τεμάχια γλυπτού διακόσμου των οποίων δεν γνωρίζομε την ακριβή προέλευση. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ηλικιωμένων σήμερα εργατών προέρχονται από καθαρισμούς που κατά καιρούς είχαν πραγματοποιηθή μέσα στο κάστρο αλλά και έξω από αυτό στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Μεθώνης. Τα περισσότερα γλυπτά έχουν βρεθή σε θραύσματα, τα όποια έχουν συγκολληθή παλαιότερα και ορισμένα ταυτίστηκαν και συγκολλήθηκαν πρόσφατα. Το γεγονός της ανευρέσεως τους σε θραύσματα ίσως οφείλεται στις εκτεταμένες κατεδαφίσεις κτισμάτων που έκανε ο γαλλικός στρατός για λόγους υγιεινής το 1829. Επίσης είναι γνωστό ότι τα νέα σπίτια του σημερινού οικισμού της Μεθώνης που σχεδιάστηκε από γάλλους μηχανικούς χρησιμοποίησαν στο κτίσιμο τα δομικά υλικά από τον οικισμό του κάστρου, που έτσι σταδιακά ολοκληρώθηκε η καταστροφή του19. Στην έκδοση της Επιστημονικής Αποστολής του Μορέως απεικονίζονται διάφορα βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη, από τα οποία μόνο ένα σώθηκε στην αποθήκη και παρουσιάζεται εδώ20.


1) Θραύσματα διάτρητου παλαιοχριστιανικού θωρακίου, [εικ,1]
Αποτελούν τμήματα μιας συνθέσεως φολιδωτού κοσμήματος αρκετά συνήθους στον διάτρητο διάκοσμο, που αποτελεί και τον αρχαιότερο διάκοσμο στην απλή του τουλάχιστον μορφή, των παλαιοχριστιανικών θωρακίων21. Χαρακτηριστικά παραδείγματα διάτρητων θωρακίων με φολιδωτό διάκοσμο σώζονται στην παλαιοχριστιανική βασιλική, πού ιδρύθηκε στο λεγόμενο εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία22, ενώ είναι πολυάριθμα τα παρόμοια ευρήματα, συνήθως αποσπασματικά, σε ανασκαφές παλαιοχριστιανικών βασιλικών23. Ο διάτρητος διάκοσμος στα παλαιοχριστιανικά θωράκια είναι πολύ διαδεδομένος είτε με τη μορφή του απλού φολιδωτού κοσμήματος είτε ενός σύνθετου κοσμήματος από ημικύκλια24 είτε του δικτυωτού κοσμήματος, όπως π.χ. στο εξαιρετικής τέχνης θωράκιο από τον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννας25.

Εικ. 2. Τμήμα επιστυλίου

2) Τμήμα επιστυλίου (διαστ: 0,23x 0,62x 0,09μ.) [εικ.2]
Η κεντρική πλατιά ζώνη, που ορίζεται άνω και κάτω από σχηματοποιημένο αστράγαλο, φέρει διάκοσμο από έναν έντονα έξεργο ελικοειδή φυλλοφόρο βλαστό. Η κατώτερη στενή ζώνη φέρει σχηματοποιημένο ιωνικό κυμάτιο, αποτελούμενο από ωά με ανοιχτά περιγράμματα και από λόγχες που παρεμβάλλονται μεταξύ τους.
Επιστύλιο από την Ακρόπολη της Αθήνας, σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα και φέρει στην άνω και κάτω ζώνη Ιωνικό και λέσβιο κυμάτιο με αστράγαλο και στη μεσαία ζώνη πλούσιο διάκοσμο με καλυκοφόρους ελικοειδείς βλαστούς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πού βρίσκεται κοντά σε ελληνιστικά πρότυπα26. Οι ελικοειδείς φυλλοφόροι βλαστοί που πλαισιώνουν άνθη απαντούν και σε ψηφιδωτά μνημείων του 5ου αι., όπως στο μαυσωλείο της Galla Piacidia στη Ραβέννα και στο Βαπτιστήριο του Λατερανού27. Ο ελικοειδής φυλλοφόρος βλαστός θα επιβίωση ως θέμα στα βυζαντινά γλυπτά και σε ποικίλες παραλλαγές διακοσμεί πολλά γλυπτά, όπως περιθυρώματα, γείσα παραθύρων, πλαίσια ή επιστέψεις θωρακίων28.
Η επεξεργασία του κεντρικού θέματος του φυλλοφόρου βλαστού που διαρθρώνεται σε αυτοτελές στοιχείο της όλης συνθέσεως και προβάλλει έντονα από το σκοτεινό βάθος είναι χαρακτηριστική των παλαιοχριστιανικών γλυπτών, όπου η βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία έντονων φωτοσκιάσεων και το παιγνίδι ανάμεσα στα ψηλότερα και χαμηλότερα επίπεδα σε αντίθεση με τα μεσοβυζαντινά όπου είναι έντονη η διακοσμητική διάθεση και η σύνθετη διαμόρφωση των μοτίβων. Τα αρχαία θέματα, ο αστράγαλος, και το ιωνικό κυμάτιο έχουν αποδοθή στο παράδειγμα της Μεθώνης με ένα τόσο σχηματοποιημένο και μάλλον άτεχνο τρόπο που ελάχιστα θυμίζουν τα πρότυπά τους. Ανάλογο ανάγλυφο σώζεται εντοιχισμένο στον Άγιο Νικόλαο Σπετσών29. Το κεντρικό διακοσμητικό θέμα σε συνδυασμό με τα έντονα σχηματοποιημένα αρχαία μοτίβα οδηγεί σε μιά χρονολόγηση στον προχωρημένο 6ο αι.


3) Τμήμα επιστυλίου (διαστ: 0,21Χ 0,11Χ 0,10μ.) [εικ,3 και 4]
Φέρει διάκοσμο και στις δύο μακρές πλευρές. Στην πλευρά Α φέρει λατινικό ταινιωτό σταυρό με τριγωνικές κεραίες που πλαισιώνεται από σχηματοποιημένα ανθέμια με τα οποία τον συνδέουν οι ταινίες της κάτω κεραίας του σταυρού σε ενιαίο σύνολο. Τα ανθέμια, που σώζονται αποσπασματικά, αποτελούνται από φύλλα ανόμοια που αποδίδονται με βαθιές αυλακώσεις και χαλαρό σχέδιο. Το είδος αυτό του σταυρού απαντά σε παλαιοχριστιανικά γλυπτά του 5ου αι.30 αλλά και σε μεταγενέστερα του 7ου- 8ου αι. της λεγόμενης μεταβατικής εποχής31


Στην πλευρά Β, η όποια είναι εξαιρετικά αποκεκρουμένη, διακρίνεται κάλυκας που περιβάλλεται από φυλλοφόρους βλαστούς. Τμήμα γλυπτού διακόσμου στο Βυζαντινό Μουσείο με κάλυκες από τους οποίους φυτρώνουν φυλλοφόροι σταυροί χρονολογείται στον 6ο αι.32. Το αδρό σχέδιο και ο τονισμός των περιγραμμάτων με σκληρές χαράξεις που διαλύει την πλαστικότητα των φυτικών θεμάτων κάνουν πιθανή μιά χρονολόγηση του θραύσματος αυτού στον 7ο αι.


4) Τμήμα διάτρητου θωρακίου (διαστ: 0,29 x 0,30, πάχος στο εξωτερικό πλαίσιο 0,06, στο διάτρητο μέρος 0,04). [εικ.5]
Το πλαίσιο αποτελείται από δύο επίπεδες, πλατιές αλλά άνισες ταινίες. Σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα του διάτρητου διακόσμου, το οποίο είναι πλατιά τριμερής ταινία που ξεκινά από το εσωτερικό πλαίσιο ευθύγραμμα για να διαγράψη στη συνέχεια πλέγμα. Με βάση την επίπεδη μορφή του εξωτερικού πλαισίου το θωράκιο θα μπορούσε να χρονολογηθή στα μεσοβυζαντινά χρόνια καθώς στα αντίστοιχα παλαιοχριστιανικά παραδείγματα το πλαίσιο είναι συνήθως διαμορφωμένο σε κοιλόκυρτο κυμάτιο. Επίσης το ελάχιστο σωζόμενο τμήμα του διάτρητου τμήματος έχει τη μορφή τρισχιδούς ταινίας, η οποία είναι κοινή σε πολλών ειδών μεσοβυζαντινά γλυπτά33. Τα δύο μικρά αυτά τμήματα του διάτρητου διακόσμου δεν επιτρέπουν την αποκατάσταση ενός δικτυωτού κοσμήματος, όπως είναι σύνηθες σε πολλά θωράκια πού σώζονται στον ελλαδικό χώρο34 αλλά ενός πιό σύνθετου κοσμήματος παρεμφερές ίσως με εκείνο ενός θωρακίου του 11ου αι. στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας35. Τμήμα μεσοβυζαντινού θωρακίου με διάτρητο διάκοσμο διαφορετικής μορφής έχει βρεθή και πάλι στην Μεθώνη36.

5) Τμήμα αμφίγλυφου θωρακίου. Συναποτελείται από εννιά θραύσματα, τα οποία πρόσφατα ταυτίστηκαν και συγκολλήθηκαν (διαστ: 0,77Χ 0,81Χ 0,05).
Βρέθηκε μέσα στο κάστρο σε χώρο που μάλλον ταυτίζεται με οικία κοντά στο νεώτερο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα37. Πρόκειται για το μοναδικό γλυπτό από την δημοσίευση της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής του 1831 που σώζεται και το οποίο προφανώς αφού έσπασε διασκορπίστηκαν τα θραύσματα του στο συγκεκριμένο χώρο στα νεώτερα χρόνια38.



Στην πλευρά Α [εικ.6] (η οποία και άπεικονίζεται στην γκραβούρα της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής εικόνα δεξιά) μέσα σε ορθογώνιο με πλαίσιο εγγράφεται κεντρικός κύκλος, ο οποίος περιβάλλει μεγάλο δεκαεξάφυλλο ρόδακα ενώ τους τριγωνικούς χώρους ανάμεσα στον κύκλο και το ορθογώνιο πλαίσιο πληρούν εντελώς φυλλοφόροι βλαστοί.
 Η τεχνική με την οποία έχει εκτελεστή ο διάκοσμος τόσο του κεντρικού ρόδακα όσο και των φύλλων των βλαστών είναι η λεγάμενη πρισματική κοίλη γλυφή Kerbschnitt39 με τα τονισμένα περιγράμματα. Εμφανίζεται στις αρχές του 10ου αι. στο γλυπτό διάκοσμο της μονής του Λιβός στην Κωνσταντινούπολη40 και στο γ' τέταρτο του ίδιου αιώνα στα κιονόκρανα και στα επιθήματα της Παναγίας του Οσίου Λουκά41
Παρόμοια τεχνική αρνητικής αποδόσεως των θεμάτων, που είναι γενικά αποδεκτό ότι οφείλεται σε ανατολίτικες επιδράσεις, παρατηρείται σε ρόδακες θωρακίων του τέμπλου της Μονής Βατοπεδίου42 
που χρονολογείται επίσης στο 10ο αιώνα, στα επιθήματα των κιονοκράνων του κυρίως ναού, στα κιονόκρανα της λιτής και στα υφαψίδια της Μονής Ξενοφώντος που χρονολογούνται στα τέλη του 10ου αι.43. Η ίδια τεχνική απαντάται στο φυλλοφόρο βλαστό που περιβάλλει σταυρό σε τμήμα άμβωνα που προέρχεται από τον παλιό επισκοπικό ναό της Επισκοπής Ιεράπετρας στην Κρήτη και σήμερα βρίσκεται στον παρακείμενο ναό των Αγ. Γεωργίου και Χαραλάμπους44. Η πλευρά Α του θωρακίου μπορεί να χρονολογηθή στα τέλη του 10ου αι.


Η άλλη πλευρά Β [εικ.7] φέρει πλέγμα από τριπλή ταινία, πλατύτερη στο μέσον, λεπτότερη στα άκρα που σχηματίζει ρόμβο εγγεγραμμένο σε ορθογώνιο και σηρικούς τροχούς στις γωνίες του ορθογωνίου, από τους οποίους σώζονται οι δύο και μικρό τμήμα του τρίτου. Στο ρόμβο περικλείεται κύκλος από επίσης τριπλή ταινία με ελαφρώς έξεργο κοίλο δεκαεξάφυλλο ρόδακα. Ορθογώνιο, ρόμβος και σηρικοί τροχοί συνδέονται με κόμβους, (με το σύστημα των σηρικών τροχών) οι οποίοι σχηματίζονται από τις αναδιπλώσεις της τριπλής ταινίας και συναποτελούν ενιαίο σύνολο. Οι δύο σηρικοί τροχοί στις γωνίες του ορθογώνιου περικλείουν μικρούς πολύφυλλους ρόδακες (ο ένας από τους δύο είναι αποκεκρουμένος, αλλά σώζονται τα ίχνη του).
 Ο μεγάλος κοίλος ρόδακας με τα αποστρογγυλωμένα άκρα θυμίζει αντίστοιχους ρόδακες σε γλυπτό διάκοσμο γνωστών μνημείων του 11ου αι., όπως στο καθολικό του Οσίου Λουκά45, στα κιονόκρανα της Παναγίας των Χαλκέων στη Θεσ/κη46 του έτους 1028, στο επιστύλιο του αρχικού τέμπλου της Παναγίας της Κρίνας στη Χίο47 (τμήματα του οποίου βρίσκονται εντοιχισμένα σε διάφορες θέσεις της εκκλησίας).
 Το θέμα του ρόμβου που είναι εγγεγραμμένος σε ορθογώνιο και αποτελεί διακοσμητικό γεωμετρικής αντιλήψεως, μεταφορά από τις ξύλινες κατασκευές, γνωστό ήδη από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, επανεμφανίζεται στο 10ο και συστηματικά χρησιμοποιείται στον 11ο αι.48. Ο ρόμβος συνδέεται πλέον με το ορθογώνιο πλαίσιο με κόμβους ή με το σύστημα των σηρικών τροχών, η τριπλή ισοπαχής ταινία του πλέγματος των παλαιοχριστιανικών θωρακίων εναλλάσσεται με μιαν άλλη μορφή ταινίας, πλατιάς στη μέση και στενής στα άκρα, όπως στο παράδειγμά μας. Η όλη σύνθεση συνδυάζεται πλέον με ποικίλα συμπληρωματικά διακοσμητικά στοιχεία, όπως πυροστρόβιλους, σταυρούς, ρόδακες κ.ά. Ο δε ρόδακας χάνει την απλή και απέριττη μορφή που είχε και γίνεται σύνθετος, πολύφυλλος και ποικιλόσχημος. Η όλη σύνθεση είναι πολύ διαδεδομένη σε θωράκια μεσοβυζαντινών χρόνων49. Τόσο τα μοτίβα όσο και η διαφορετική τεχνική μας οδηγούν σε μεταγενέστερη εποχή επεξεργασίας της πλευράς Β του θωρακίου, πιθανόν στα τέλη του 11ου- 12ου αι.


6) Τμήμα αμφικιονίσκου με συμφυή πεσσίσκο (διαστ: 0,24Χ 0,20Χ 0,10μ) [εικ.8]
Ο κιονίσκος που έχει κυκλική διατομή φέρει μακρόστενο συμφυές κιονόκρανο με σχηματοποιημένο επιπεδόγλυφο ελικοειδές κόσμημα και στη βάση του κυμάτιο μορφής στρεπτού σχοινιού. Ο συμφυής πεσσίσκος φέρει επάλληλα εφαπτόμενα έξεργα γεωμετρικά στοιχεία σε κατακόρυφη διάταξη που μπορούν να περιγραφούν ως σχηματοποιημένα ανθέμια ή ως εφαπτόμενοι κύκλοι που αποτελούνται από τέσσερα λοξά τοποθετημένα οξύληκτα φύλλα και περιβάλλουν κομβία.
Η κυκλική διατομή του κιονίσκου δεν είναι συνήθης στα μεσοβυζαντινά χρόνια, όπου επικρατούν οι εξαγωνικοί, οκταγωνικοί ή οι κυκλικής διατομής τετραπλοί κιονίσκοι, που συνδέονται με κόμβους. Το σχοινίο γνωρίζει μεγάλη διάδοση στον 12ο αι. σε πολλών ειδών γλυπτά50, ενώ στη θέση της βάσεως κιονοκράνων συμφυών με κιονίσκους παρατηρείται σε δύο σημαντικά μνημεία της Μεσσηνιακής Μάνης, στον Άγιο Πέτρο της Καστάνιας και στον Άγιο Νικόλαο στο Καμπινάρι51. Ο διάκοσμος του πεσσίσκου είναι μεν παρόμοιος σε πολλά μεσοβυζαντινά ανάγλυφα52, θυμίζει έντονα το αβακωτό σχέδιο που σώζεται σε διάφορα γλυπτά της Μάνης του 11ου και 12ου αι, που αποδίδονται στο μαρμαρά Νικήτα ή στο περιβάλλον του αλλά οι βαθιές και έντονες γωνιώδεις χαράξεις προσομοιάζουν περισσότερο στον διάκοσμο δύο πεσσίσκων της Κορίνθου53. Η χρονολόγησή του είναι πιθανή στον 12ο αι.


7) Δύο συναρμόζοντα τμήματα ογκώδους κιονοκράνου, που σώζεται σχεδόν ολόκληρο (ύφος: 0,22, βάση: 0,42Χ 0,70, άβακας: 0,60Χ 0,31) [εικ.9]
 Τις δύο στενές πλευρές κοσμεί λυρόσχημο κόσμημα από τρεις επάλληλες ταινίες. Στις μακρές πλευρές φέρει διάκοσμο από ταινιωτό ελικοειδή βλαστό με σαρκώδη μακρόστενα και πλατιά στρογγυλά φύλλα στους χώρους που σχηματίζονται από τον κυματισμό.
 Παρεμφερή λυρόσχημα κοσμήματα μεγάλων σχετικά διαστάσεων απαντούν σε κοσμήτες της μονής Σκριπούς, που χρονολογούνται στον 9ο αι.54, σε θωράκιο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών που αποδίδεται στα τέλη 9ου- αρχές 10ου αι.55 και σε επίθημα του μεγάλου οκταγωνικού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα στους Χριστιάνους, πουυ χρονολογείται συνήθως στον 11ο αι.56. Πιο συνήθη είναι τα λυροειδή κοσμήματα σε μικρά κιονόκρανα, συμφυή με κιονίσκους τέμπλων όπως σε κιονόκρανο κιονίσκου από την Κόρινθο57 ή αμφικιονίσκους παραθύρων58. Συνήθως αποτελούν το πλαίσιο και περιβάλλουν ρόδακες, ανθέμια, πυροστρόβιλους ή μικρά πτηνά59 σε γλυπτά κυρίως του 12ου αι.
Η άνετη ανάπτυξη του κοσμήματος, οι βαθιές πρισματικές γλυφές και η αδεξιότητα στην εκτέλεση του λυρόσχημου κοσμήματος συναινούν σε μιά χρονολόγηση στον 10ο αι. ενώ τα ιδιαίτερα σαρκώδη φύλλα στις δύο πλάγιες όψεις που διαγράφονται μακρόστενα και στρογγυλά και καλύπτουν πυκνά την επιφάνεια παραπέμπουν σε γλυπτά του 12ου αι.60.


8) Τμήμα ορθογώνιας μαρμάρινης πλάκας. Συναποτελείται από τέσσερα θραύσματα που συγκολλήθηκαν (διαστ. 0,90Χ 0,82Χ 0,09μ.) [εικ.10]
 Περιέχει πλούσιο και περίτεχνο διάκοσμο από συμπλεκόμενες ταινίες που δημιουργούν διάφορα γεωμετρικά σχήματα και φυτικά κοσμήματα ενώ στις τρεις γωνίες, που σώζονται, απολήγουν σε είδος κρινανθέμων. Ο διάκοσμος αποδίδεται με δισχιδή ταινία τραπεζιοειδούς διατομής σε χαμηλό ανάγλυφο πάνω σε επιμελώς κατεργασμένο και λείο κάμπο καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της διαθέσιμης επιφάνειας, χωρίς όμως να την καλύπτη εντελώς, εντυπωσιάζει με την ακρίβεια και τη συμμετρία και διαπνέεται από αραβουργηματικό χαρακτήρα. Το όλο θέμα χαρακτηρίζεται έντονη διακοσμητική διάθεση, στην όποια υποτάσσεται η φυτική μορφή. Στα φυτικά θέματα τα φύλλα των ανθεμίων έχουν οξείες απολήξεις και γωνιώδη περιγράμματα. Η διμερής ταινία τραπεζιοειδούς διατομής συνιστά ένα συνδετικό κρίκο με δύο μαρμάρινες διακοσμητικές πλάκες στη συλλογή γλυπτών του Μουσείου Μυστρά και μιας άλλης ομάδας γλυπτών του Μυστρά61. Η ανάγλυφη πλάκα της Μεθώνης είναι όμως πολύ καλύτερης τέχνης και θυμίζει έντονα ανατολίτικα πρότυπα62. Η πολύπλοκη δομή των σχηματισμών, η εκλέπτυνση, το πάχος των ταινιωτών βλαστών που είναι σταθερό και η ομοιόμορφη κατανομή των θεμάτων διαμορφώνουν την αισθητική κατηγορία του «διακοσμητικού χαλιού» με τον ανατολίζοντα χαρακτήρα θυμίζουν πρότυπα ισλαμικής τέχνης που γνωρίζομε ότι έχει αρχίσει η επίδρασή της στη βυζαντινή τέχνη από τον 10ο αιώνα63. Σύμφωνα με τον Θ. Παζαρά κατά τον 13ο και 14ο αιώνα τα διάφορα Ισλαμικά στοιχεία, όπως τα στυλιζαρισμένα ανθέμια και τα πολύπλοκα αραβουργήματα είχαν αφομοιωθή στη βυζαντινή τέχνη η οποία και τους προσέδωσε τη δική της σφραγίδα64. Δείχνει πολύ πιθανή μιά χρονολόγηση της ανάγλυφης πλάκας με τον αραβουργηματικό χαρακτήρα στον 13ο- 14ο αι., εποχή κατά την όποια συνεχίζει το κάστρο της Μεθώνης να αποτελή σταυροδρόμι εμπορικών ανταλλαγών και διαφορετικών πολιτισμών65.

Δρ. Ευγενία Γερούση

1. Δ. I. Πάλλα, Ό Αγιος Όνούφριος Μεθώνης (Παλαιοχριστιανικόν κοιμητήριον- βυζαντινόν άσκητήριον), ΑΕ1968, 119-176.
2. Δ, Πάλλα, Ερευναι έν Μεθώνη, ΠΑΕ 1969, σσ.78-97.
3. Π. Άσημακοπούλου-Ατζακά, Σύνταγμα τών παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών τής Ελλάδος,2: Πελοπόννησος- Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987, σ.10 σημ,108. Θά πρέπει έπίσης νά διευκρινιστή ότι ή τοποθεσία αυτή δέν έχει καμμία σχέση μέ τήν πεδινή περιοχή μακριά άπό τή θάλασσα στά βορειοανατολικά τής Μεθώνης, όπου βρίσκεται ό λεγόμενος Αγιολέος, όπως έσφαλμένα άναφέρει ό Η. Άναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί τής πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας , Πρώτοβυζαντινή Μεσσήνη καί Ολυμπία, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Μάίου 1988, Αθήνα 2002, σ.153, σημ.49.
4. Α. Καββαδία-Σπονδύλη, Πρωτοβυζαντινή Πυλία, Παράκτιοι οικισμοί τής πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας, Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη καί Ολυμπία, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Μαΐου 1988, Αθήνα 2002, σσ.220-221.
5. Έχει άποκαλυφθή ή ήμικυκλική κόγχη τού ιερού τής βασιλικής σέ οικόπεδο πρώην ιδιοκτησίας Δρακάκη κατά τήν διάρκεια άνασκαφής. Συνοπτική άναφορά ύπάρχει στό ΑΔ51, 1996, Χρονικά Β, σ.181.
6. A. Avramea, Le Peloponnese du IVe au Vine siede, changements et persistances (Publications de la Sorbonne, Byzantina Sorbonensia 15), Paris 1997, σ.111. Mansi III, col.46.
7. A, Avramea, ό.π., σσ.43-44.
8 Itineraria Romana. Romische Reisenwege an der Hand der Tabula Peutingeriana, ed. K. Miller, Stuttgart 1916, col.582.
9. E. Honigmann, Le Synekdemos d Hierokles et 1 Opuscule geographique de George de Chypre, Bruxelles 1939, 647. 17.
10. Procopii Caesariensis Opera Omnia, Ι-ΪΙ, έώ G. Haury, reed. Rev. G. Wirth, Leipzig 1963, De belio vandaiico, I, 13, 370-372. Περισσότερα γιά τό θέμα, Η. Άναγνωστάκης, Παράκτιοι οικισμοί τής πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας, Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη καί Ολυμπία, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Μάΐου 1988, Αθήνα 2002, σσ.155-158.
11. A. Avramda, δ.π., σελ.102.
12. A. Bon, Le Peloponnese Byzaniin jusqu en 1204 (Bibliotheque Byzantine-Etudes 1) Paris 1951, σελ, 65 ΰποσ. 1 καί 67.
13. A. Bon, ό.π. σελ.77.
14. A. Bon, δ.π., σελ.83 καί 114.
15. Ρ. Gautier, Le typikon du Christ Sauveur Pantocrator, Revue des Etudes Byzantines 32,1974,σελ. 1-145.
16, A. Bon, δ.π., σσ.157-8.
17, J, Draseke, Nikolaos von Methone, Byzantinische Zeitschrift Ϊ, 1892, σσ.438-78.
18, A. Bon, δ,π. σελ.170 ύποσ.2.
19, Ενδεικτικά βλ. Δ, Πάλλα, Έρευναι έν Μεθώνη, ΠΑΕ1969, σσ.78-97, όπου καταγράφει τεμάχια γλυπτού διακόσμου καί όστρακα βυζαντινών άγγείων σέ σπίτια τού οικισμού τής Μεθώνης.
20, A. Blouet, Expedition Scientifique de Mor6e, ordonnee par le Gouvemement Francais, volume I, Architecture, Sculptures, Inscriptions et Vues du Peloponese, des Cyclades et de I Attique, Paris1831.
21. J. Ρ, Sodini- Κ. Kolokotsas, Aliki II, Etudes Thasiennes X, σ.47, ύποσ. 131. Th, Ulbert, Sludien zur dekorativen Reliefplastik des ostlichen Mittelmeerraumes, MUnchen 1969, σσ.15-16.
22. Olympia Π, Die Baudenkmaler, Berlin 1892, σελ.94, είκ.52. Πρόσφατη φωτογραφία Μ. Κόμβου, Ολυμπία, Αθήνα 2005, είκ,67.
23. I, Ρ. Sodini- Κ. Kolokotsas, Aliki II, έ.ά. θωράκια μέ φολιδωτό διάκοσμο καί Χριστόγραμμα ατό μέσον άπό τή Νότια Βασιλική τού κτιριακού συγκροτήματος στήν Αλυκή τής Θάσου, σσ,45-48, είκ. 44 καί περισσότερα παρόμοια παραδείγματα χωρίς Χριστόγραμμα άπό τή βόρεια βασιλική σσ.155-156, είκ.133, όπου καί βιβλιογραφία γιά συναφή εύρήματα.
24. X. Μπούρα, Κατάλογος άρχιτεκτονικών μελών τού Βυζαντινού Μουσείου, ΔΧΑΕ ΙΓ, 1985-1986, σσ.64-65, είκ.51.
25. Deichmann, Ravenna I, 71 Abb. 79.
26. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, Γλυπτά τοϋ Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1999, σελ. 30, άρ. 16. Στό Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών υπάρχουν διάφορα παραδείγματα γλυπτών μέ άστράγαλο τοϋ 5ου αί.- 6ου αί., όπως τά άρ.31, 32, 34, 35, 40, 92. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τό Ιωνικό κυμάτιο άρ. 16, 65, 66, 92.
27. Β. Brenk, Spatantike und friihes Christentum, Propyl aen Kunstgeschichte, Supplementband I, Frankfurt am Main~Berlin~Wlen 1977, είκ. 16, 29.
28. Ενδεικτικό παράδειγμα άμφίγλυφο θωράκιο 10°Μ1ον αί. στό Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, Ν. Δημητρακοπούλου-Σκυλογιάννη, Ανάγλυφα θωράκια άπό τό Βυζαντινό Μουσείο, ΔΧΑΕ 1985-86, σ. 162, είκ.8,
29. Λ. Μιχαλοπούλου, Ναοί στό Καστέλλι τών Σπετσών, ’Εκκλησίες στην Ελλάδα μετά τήν "Αλωση 3 (1989), 218, είκ.20.
30. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, 5,π., άρ.36, 37, 38, 53.
31. Γ. Σωτηρίου, Ή βυζαντινή γλυπτική τής Ελλάδος κατά τόν 7° καί 8° αιώνα, Αρχαιολογική Έφημερίς 1937, σσ.182-184, είκ.15 καί 16.
32. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, δ,π,, ο, 79, είκ. 107.
33. Ενδεικτικά: Θ. Παζαρά, Ανάγλυφες σαρκοφάγοι καί επιτάφιες πλάκες τής μέσης καί ύστερης βυζαντινής περιόδου στήν Ελλάδα, Αθήνα 1988, πίν.4 σέ ψευδό σαρκοφάγο τοϋ Ucm αί. στις Σέρρες, πίν.6 σέ ψευδοσαρκοφάγο τοϋ 1 1UM2OT αί, στήν Βέροια.
34. Ενδεικτικά παραδείγματα στό Μηλιωπό τής Ικαρίας, Α.Δ.23 (1968) Χρονικά πίν.358 καί στή Βασιλική τής Δημητριάδος, Α.Δ.28 (1973) Χρονικά, πίν.308".
35. A. Grabar, Sculptures Byzantines du Moyen Age Π (Xle-XlVe siecie), Paris1976, pi.XLVII κάτω.
36. Δ. Πάλλα, Έρευναι έν Μεθώνη, ΠΑΕ 1969, σ. 96, είκ. 117
37. Σύμφωνα μέ πληροφορία ηλικιωμένου έργάτη πού συμμετείχε στους έπιφανειακούς καθαρισμούς τής περιοχής τη δεκαετία τοϋ 1970.
38. Βλ. άνωτέρω ύποσημ.20.
39. A. Grabar, Sculptures byzantines du moyen age, II (Xle-XIVe siecle) Paris 1976, a 42.
40.C. Mango- E. Hawkins, The Monastery of Lips at Istanbul, Survey of Sculpture, DOP 18 (1964), o.304.
41. Λ, Μπούρα, Ό γλυπτός διάκοσμος τοϋ ναού τής Παναγίας στό μοναστήρι τοϋ Όσιου Λουκά, Αθήνα 1980, σ,71.
42. Θ. Παζαρά, Τό μαρμάρινο τέμπλο τοϋ Καθολικού τής Μονής Βατοπεδίου, ΔΧΑΕ 1995, σ. 21, είκ. Π.
43. Θ, Παζαρά, Ό γλυπτός διάκοσμος του παλαιού καθολικού τής Μονής Ξενοφώντος, ΔΧΑΕ 1987-88, σσ.39-40, είκ.12-27
44. Gailas-Wessel-Borboudakis, Byzantinisches Kreta, Miinchen 1983, α. 444, είκ. 418.
45. R. Ν. Schultz- S. H. Barnsley, The Monastery of St, Luc of Stiris in Phokis,London,1901, πίν.23.
46. Δ. E. Ευαγγέλιό η, Ή Παναγία τών Χαλκέων, Θεσσαλονίκη 1954, πίν,3α καί A. Grabar, Sculptures byzantines du Moyen Age, II, Paris 1976, πίν. XXIV, XXV.
47. X. Μπούρα, To τέμπλο τής Παναγίας Κρίνας, ΔΧΑΕ I, 1980-1981, πίν.31γ καί 32α.
48. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, Δύο θέματα τής παλαιοχριστιανικής γλυπτικής τόν 11° αιώνα, Εύφρόσυνον, Αφιέρωμα στον Μανόλη Χατζηδάκη, 2, Αθήνα 1992, σσ.543-548. Μ, Μαυροειδή, Γλυπτά τοΰ Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1999, σ.133, άρ.179
49. Ν. Δημητρακοπούλου-Σκυλογιάννη, Ανάγλυφα θωράκια άπό τό Βυζαντινό Μουσείο, ΔΧΑΕ 1985-86, σσ. 157-174.
50. Ενδεικτικά: σέ δύο θωράκια άπό τήν Κόρινθο ώς διακοσμητικό κόσμημα τού τόξου: R. Scranton, έ.ά. άρ.13 πίν,22 καί άρ.14 πίν.21. Σέ θωράκιο τού Βυζαντινού Μουσείου A. Grabar II, pi, LXXXc. Σέ κιονόκρανο κιονίσκου άπό τον Ταξιάρχη τού Γκλέζου του β' μισού τού 11ου αί. ώς άνω πλαίσιο τού κεντρικού έγκοιλου κύκλου, Ν. Δρανδάκη, Βυζαντινά γλυπτά τής Μάνης, Αθήνα 2002, σ.111, είκ.176.
51. Ν. Δρανδάκη, ο.π. σ.181, είκ.273 καί σ.224, είκ.339, 340.
52. X. Πέννα, Μελέτη Μεσοβυζαντινής Γλυπτικής Νάξος-Πάρος, Αθήνα 2000, είκ.1,2,3,5,6,9.
53. R. Scranton, έ.ά., άρ.41 πίν.24 καί άρ.180 πίν.34.
54. A. Grabar, Sculptures Byzantines ί, pi. XLI, 1-2.
55. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, δ,π., σ.88, άρ.122.
56. Ε. Stikas, L Eglise Byzantine de Christianou, Paris 1951, fig.30.
57. R. Scranton, Mediaeval Architecture in the central area of Corinth, Corinth XVI, Princeton 1957, pi.23, άρ.35.
58. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, ο.π., σ.154, άρ.210, 211.
59. X. Μπούρα, Κατάλογος άρχιτεκτονικών μελών του Βυζαντινού Μουσείου, ΔΧΑΕ ΙΓ, 1985-1986, σ.74, άρ. 665, είκ.76.
60. Μ. Σκλάβου-Μαυροειδή, Γλυπτά του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, Αθήνα 1999, σσ. 166-170, άρ.226-233 καί σσ. 172-173, άρ.237-238. Α. Όρλάνδου, Ή μονή τού Όσιου Μελετίου καί τά παραλαύρια αύτής, ΑΒΜΕ Ε (1939-40) σσ.34-112,
61. Α. Μέξια, Δύο μαρμάρινες διακοαμητικές πλάκες στον Μυστρά, ΔΧΑΕ ΚΖ, 2006, σσ. 115-124.
62. J. Gierlis, Mittelalterliche Tierreliefs in Anatolien und Mesopotamien, Inst. Forschungen 42, 1996, σσ.172-174 πίν.18,1 καί σσ.184-185 πίν.29-32,
63. Λ. Μπούρα, Ό γλυπτός διάκοσμος του ναού τής Παναγίας στο μοναστήρι τού Οσίου Λουκά, Αθήνα 1980, σσ.115-121.
64. Για μια όμάδα υστεροβυζαντινών γλυπτών μέ πολύπλοκα γεωμετρικά συμπλέγματα καί φυτικά κοσμήματα πού δίνουν τήν έντύπωση τάπητα βλ.:Th. Pazaras, “Reliefs of a Sculpture Workshop Operating in Thessaly and Macedonia at the End of the 13ih and Beginning of the 14lh Century”, Recueil des rapports du IVe Colloque serbo-grec, Βελιγράδι 1987, σ.160. Γιά τό ίδιο θέμα βλ. και τοϋ ίδιου, «Τά ανάγλυφα θυρώματα του καθολικού τής μονής Χελανδαρίου και ή σχέση τους μέ τήν παλαιολόγεια γλυπτική του βορειοελλαδικού χώρου», στό Πολιτιστική κληρονομιά και άρχιτεκτονική παράδοση στη Χαλκιδική καί τό Αγιον Όρος, Πρακτικά του Τρίτου Διεθνούς Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 1993, σσ.149-164.
65. Ν. D, Kontogiannis, “A fragment of a Chinese marbled ware bowl from Methoni, Greece”, Byzantinistica, Rivista di Studi Bizantini e Siavi IV, 2002, σσ. 45-46.






Printfriendly