.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Η δράση των Μεσσηνίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο (-429/ -404)

Στο παρόν  άρθρο μας θα έχουμε την ευκαιρία να εξετάσουμε κάποια περιστατικά του Πελοποννησιακού Πολέμου, στα οποία η δράση και η συμμετοχή των Μεσσηνίων υπήρξε σημαίνουσα. Ένα πρωταρχικό σχόλιο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι ότι, όσες φορές ο Θουκυδίδης αναφέρεται στους Μεσσηνίους και την συμμετοχή τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, δεν έχει κανένα αρνητικό σχόλιο. Θα λέγαμε μάλλον πως υποκρύπτεπται μία ανέκφραστη εκτίμηση για την ανδρεία τους και την πιστότητα στην συμμαχία τους με τους Αθηναίους.


Οι Μεσσήνιοι είχαν μία προαιώνια έχθρα με τους Σπαρτιάτες. Αν και αμφότεροι ήσαν Δωριείς, οι Σπαρτιάτες που εποφθαλμιούσαν την εύφορη μεσσηνιακή γη, επετέθησαν ως εισβολείς, κατέλαβαν την χώρα τους, και τους μετέβαλαν σε είλωτες. Οι Μεσσήνιοι υπέστησαν την καταπιεστική και σκληρή κυριαρχία των Σπαρτιατών. Πολλάκις επαναστάτησαν και η Ιστορία έχει καταγράψει μακροχρόνιους και αιματηρούς Μεσσηνιακούς Πολέμους.  Σε κάθε ευκαιρία οι Μεσσηνίοι εξεγείροντο για να αποτινάξουν την ταπεινωτική σκλαβιά που τους είχαν επιβάλλει οι Σπαρτιάτες. Έτσι, εκμεταλλευόμενοι τον μεγάλο σεισμό που έπληξε την Σπάρτη, ηύραν την ευκαιρία να εξεγερθούν (Θουκ. 1.101.2) και πραγματικά να απειληθεί και η ίδια η ύπαρξη της της Σπάρτης, εις την βοήθειαν της οποίας προσέτρεξε ο Αθηναίων Κίμων με Αθηναιους οπλίτες. Οι Μεσσήνιοι που είχαν οχυρωθεί στο φρούριο της Ιθώμης, εξαντλημένοι από την πολιορκία, αναγκάσθηκαν ναπαραδοθούν με τον όρον να γίνει σεβαστή η ζωή των μαχητών και να εγκαταλείψουν με τις οικογένειές τους την μεσσηνιακή γη (Θουκ. Ι.103.2). Έτσι, μετά τον Δ' Μεσσηνιακό Πόλεμο (περ. -469/ -463) οι Μεσσήνιοι ευρέθησαν εξόριστοι και πρόσφυγες από την πατρογονική τους γη, και με την μεσολάβηση των Αθηναίων, εγκαταστάθηκαν στην Ναύπακτο, όπως γράφει ο Θουκυδίδης (Ι.103.3): "αυτούς Αθηναίοι δεξάμενοι κατ' έχθος ήδη το Λακεδαιμονίων ες Ναύπακτον κατώκισαν, ην έτυχον ηρηκότες, νεωστί Λοκρών των Οζολών εχόντων". 

Πύργος - παρατηρητήριο στα τείχη της αρχαίας Μεσσήνης.

 Αυτοί λοιπόν οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, εξ αιτίας του μίσους που έτρεφαν προς τους Σπαρτιάτες και της ευγνωμοσύνης προς τους Αθηναίους, όπως χαρακτηρικά γράφει ο Παυσανίας: " ενέκειτο σφίσι το ες Λακεδαιμονίους μίσος και την έχθραν ες αυτούς μάλιστα επεδείξαντο επί του γενομένου Πελοποννησίοις προς Αθηναίους πολέμου"(Παυσ. Μεσσηνιακά,  IV.25.2-10). στάθησαν σταθερά στο πλευρό των Αθηναίων ως πιστοί, αφοσιωμένοι και ανδρείοι σύμμαχοι.
 Μία πρώτη αναφορά της αναμείξεως των Μεσσηνίων της Ναυπάκτου στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, έχουμε κατά την διάρκεια της ναυμαχίας στον κόλπο της Ναυπάκτου το -429, όταν οι Αθηναιοι ηττήθησαν από τους Σπαρτιάτες και εκινδύνευαν τα αθηναϊκά πλοία να κυριευθούν από τους Σπαρτιάτες, τότε, οι Μεσσήνιοι, με αξιοθαύμαστη γενναιότητα, όπως μας περιγράφει ο Θουκυδίδης (ΙΙ.90.6), ώρμησαν μέσα στην θάλασσα και με τα όπλα στα χέρια κράτησαν τα κυριευθέντα αθηναϊκά πλοία που ήδη οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αρχίσει να ρυμουλκούν.



 Επίσης, λόγω της κοινής τους ομογλωσσίας με τους Σπαρτιάτες (αμφότεροι ωμιλούσαν την δωρική διάλεκτο), οι Μεσσήνιοι χρησιμοποιήθησαν από τους Αθηναίους σε ειδικές επιχειρήσεις με σκοπό να επιφέρουν σύγχιση και παραπλάνηση μεταξύ των εχθρικών στρατευμάτων. Έτσι, λ.χ. ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον των Αμβρακιωτών, Δωριέων την καταγωγή, και αποίκων της Κορίνθου, το -426/5, εκμεταλλεύθηκε το γεγονός της δωρικής ομογλωσσίας και χρησιμοποίησε τους Μεσσηνίους της Ναυπάκτου σε μία νυκτερινή επιδρομή. Οι Μεσσήνιοι, μιλώντας την δωρική διάλεκτο, ξεγέλασαν τους Αμβρακιώτες, επετέθησαν και πολλούς εφόνευσαν, άλλους έτρεψαν σε φυγή  (Θουκ. ΙΙΙ. 112,2-5).
 Εφ' όσον το στρατήγημα αποδείχθηκε επιτυχές, οι Αθηναίοι σκέφθηκαν να το αξιοποιήσουν και σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, οι Αθηναίοι ακολουθώντας την εισήγηση του στρατηγού Δημοσθένους, αποφάσισαν να οχυρώσουν την Πύλο, την οποία είχαν καταλάβει από τους Λακεδαιμονίους (-425), και να εγκαταστήσουν εκεί Μεσσηνίους από την Ναύπακτο, οι οποίοι θα είχαν την δυνατότητα αξιοποιούντες την δωρική ομογλωσσία, να λεηλατούν τηνν περιοχή και να κάνουν ξαφνικές επιδρομές κατά των Λακεδαιμονίων : " Της γαρ Πύλου φυλακήν κατεστήσαντο, και οι εκ Ναυπάκτου Μεσσήνιοι ως ες πατρίδα ταύτην (έστι γαρ η Πύλος της Μεσσηνίδος ποτέ ούσης γης) πέμψαντες σφων αυτών τους επιτηδειοτάτους ελήζοντό τε την Λακωνικήν και πλείστα έβλαπτον ομόφωνοι όντες" (Θουκ. IV .41.2).

  
Οι καταδρομικές δράσεις των Μεσσηνίων φαίνεται πως είχαν αποτέλεσμα, καθώς οι Σπαρτιάτες ήσαν ασυνήθιστοι σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις, πολλοί είλωτες αυτομολούσαν στις τάξεις των Μεσσηνίων. Τόσο πολύ θορυβήθησαν οι Σπαρτιάτες ώστε έστειλαν πρεσβεία στους Αθηναίους ζητώντας τους όρους ειρήνης με την προϋπόθεση να απομακρυνθούν οι Μεσσήνιοι από την Πύλο. Οι Αθηναίοι όμως ζητούσαν περισσότερα και έτσι απέπεμψαν τους Σπαρτιάτες πρεσβευτές άπραγους (Θουκ.  IV.41,3-4).Εν τέλει, οι ευσεβείς πόθοι του Δημοσθένους και οι φόβοι των Σπαρτιατών ότι η δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο θα οδηγούσε σε γενικευμένη εξέγερση των ειλώτων, δεν επαληθεύθησαν.


 Αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν είχαν γίνει δεκτές οι προτάσεις των Σπαρτιατών για συνθήκη ειρήνης με μόνους όρους την απομάκρυνση των Μεσσηνίων από την Πύλο και την επιστροφή των αιχμαλωτισθέντων Λακεδαιμονίων της Σφακτηρίας, ο πόλεμος θα είχε λήξει πρόωρα και με νίκη των Αθηναίων. Οι τελευταίοι όμως, υπό την παρότρυνση του δημαγωγού Κλέωνος, απέρριψαν τις προτάσεις, έχασαν την ευκαιρία τους, και εν τέλει, επειδή επιθυμούσαν πολλά περισσότερα, στην εξέλιξη του πολέμου έχασαν τα πάντα.
Η δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο με επιδρομές και ληστείες στην Λακωνική γη συνεχίσθησαν μέχτι το θέρος του -421, ώσπου, με την συνομολόγηση της "Ειρήνης του Νικία", οι Σπαρτιάτες απαίτησαν από τους Αθηναίους να απομακρυνουν τους Μεσσηνίους από την Πύλο και να τους εγκαταστήσουν στην Κεφαλληνία (Θουκ. V.35.7). Μόλις δυόμισι χρόνους μετά, τον χειμών του -419/8, οι Αθηναίοι με πρόταση του Αλκιβιάδου, κατήγγειλαν την Σπάρτη για παραβίαση της "Ειρήνης του Νικία", και επανέφεραν τους Μεσσηνίους στην Πύλο, για να συνεχίσουν τις καταδρομικές τους επιχειρήσεις εναντίον των Σπαρτιατών (Θουκ. V. 56.3). Η δράση των Μεσσηνίων συνεχίσθηκε έως το -415, έτος που ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης τους ζήτησε να λάβουν μέρος στην Σικελική εκστρατεία (Θουκ. VII. 31.2). "Και οι Μεσσήνιοι νυν καλούμενοι εκ Ναυπάκτου και εκ Πύλου τότε υπ' Αθηναίων εχομένης ες τον πόλεμον παρελήφθησαν" (Θουκ.  VII. 57.8).

Επαμεινώνδας
 
Καθώς προχωρούσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και εξελισσόταν δυσμενώς για τους
Αθηναίους, και οι Μεσσήνιοι υπέστησαν τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες. Το -409 οι Μεσσήνιοι αποχώρησαν από την Πύλο κατόπιν συμφωνίας, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφών: "τω δ' αυτώ χρόνω και Λακεδαιμόνιοι τους εις το Κορυφάσιον των ειλώτων αφεστώντας εκ Μαλέας υποσπόνδους αφήκαν" (Ελληνικά Ι.12.18). Μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς οι Σπαρτιάτες ηύραν την ευκαιρία να διώξουν τους Μεσσηνίους και από την Ναύπακτο (Ξενοφώντος ΕλληνικάIV.26.2 και X.38.10). Οι εκδιωχθέντες Μεσσήνιοι κατέφυγαν στην Σικελία, στην παλαιά τους αποικία Μεσσήνη, και το Ρήγιον, άλλοι υπό την ηγεσία του στρατηγού Κόμωνος, ( ο οποίος ήταν ο Μεσσήνιος στρατηγός των συμπατριωτών του στην Πύλο) κατέληξαν στην Λιβύη (Παυσανίας,  IV. 26.2).
Πρόσφυγες και κυνηγημένοι οι Μεσσήνιοι , μετά την ήττα των Αθηναίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, γνώρισαν την εκδικητική μανία των νικητών Σπαρτιατών, και αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τον κυρίως ελλαδικό χώρο. 

Μετά από μίαν τριακονταετίαν περίπου, οι Μεσσήνιοι επέστρεψαν στα πατρογονικά τους εδάφη της μεσσηνιακής γης, όταν ο Θηβαίος στρατηγός Επαμεινώνδας νίκησε τους Σπαρτιάτες και συνήγαγε τους εξορίστους Μεσσηνίους και τους εγκατέστησε στην νεο-ιδρυθείσα πόλη της Μεσσήνης (-370/69), όπως μας πληροφορεί ο Διόδωρος (XV.66.1). Καθώς η δύναμη της πάλαι ποτέ ηγέτιδος πόλεως της Σπάρτης έφθινε, η πόλη της Μεσσήνης επρόκειται να γνωρίσει χρόνους ακμής. Οι Μεσσήνιοι είχαν επιστρέψει στην γη τους δικαιωμένοι και δυνατοί.

Κύριλλου Κεφαλόπουλου, Ιστορικού- αρχιμανδρίτη 

Αριστομένης ο Μεσσήνιος






Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Ο Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών

Ο Δαμοφών, γιος του Φιλίππου, προερχόταν από εύπορη οικογένεια γαιοκτημόνων της Μεσσήνης. Είναι ο πλέον γνωστός γλύπτης της ώριμης Ελληνιστικής περιόδου στη νότια Ελλάδα. Η ακμή και η δράση του τοποθετείται γύρω στα -210 έως -180.Την εποχή αυτή η γενέτειρά του Μεσσήνη βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, πριν προσχωρήσει παρά τη θέλησή της οριστικά το -182 στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μετά από επέμβαση της Ρώμης.


Ο Δαμοφών φιλοτέχνησε αποκλειστικά μορφές ηρώων και θεών. Δούλεψε κυρίως το μάρμαρο, αλλά και το ξύλο και τον χαλκό. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους γνωστούς γλύπτες της περιόδου από τα τέλη του -4ου ως τα τέλη του -3ου αι και αργότερα, δεν κατασκεύασε εικονιστικούς ανδριάντες, δηλαδή αγάλματα με ατομικά χαρακτηριστικά προσωπικοτήτων της εποχής.
Ο Παυσανίας μνημονεύει 15 γλυπτικές συνθέσεις του, που είχαν ανιδρυθεί σε ιερά τεσσάρων πόλεων της Πελοποννήσου. Αναφέρει επίσης, ότι ο καλλιτέχνης είχε μεταβεί στο ιερό της Ολυμπίας, για να επισκευάσει τα ελεφάντινα μέρη του φειδιακού αγάλματος του Διός, και είχε τιμηθεί γι΄ αυτό από την Ηλειακή Βουλή. Το γεγονός συνέβη κατά την περίοδο ακμής και όχι στην αρχή της σταδιοδρομίας του γλύπτη.

Πολύτιμα στοιχεία για την προσωπικότητα του Δαμοφώντος αντλούνται από σημαντικό ενεπίγραφο μνημείο της πόλης. Πρόκειται για δωρικό κίονα από ασβεστόλιθο, ύψους 3.30μ. περίπου, που αποκαλύφθηκε νότια του Ασκληπιείου σε διαφορετικούς ανασκαφικούς χρόνους (κάτω τμήμα από τον Αναστάσιο Ορλάνδο το 1972, άνω τμήμα από τον Πέτρο Θέμελη το 1989), δίπλα στο Ηρώο Δ.
Ο κίονας αυτός του -2ου αι. π. φέρει σε δύο στήλες χαραγμένο κείμενο με ψηφίσματα επτά πόλεων της Ελλάδος, που είχαν γραφεί κατά καιρούς τιμητικά για τον καλλιτέχνη, πριν το θάνατό του. Η αρκαδική Λυκόσουρα, η Λευκάδα, η Κράνη της Κεφαλληνίας, η Μήλος, η Κύθνος, η Γερήνεια (πόλη μεταξύ Λακωνίας - Μεσσηνίας) και η Οιάνθεια (πόλη της δυτικής Λοκρίδος) εκθειάζουν τη λαμπρή προσωπικότητα του Δαμοφώντος. 
Εικ. δεξιά: Δύο όψεις και σχέδιο ενεπίγραφου δωρικού κίονος με ψηφίσματα Ελληνικών πόλεων προς τιμή του Δαμοφώντος. Ο κίονας ο οποίος αποκαλύφθηκε σε δύο συνανήκοντα τμήματα, έχει συγκολληθεί και έχει τοποθετειθεί στην νότια στοά του Ασκληπείου.

Τα τιμητικά ψηφίσματα μάλιστα της Λυκόσουρας, της Λευκάδας και της Κύθνου αναφέρονται ονομαστικά στη δημιουργία αγαλμάτων του για τα ιερά της Δέσποινας στη Λυκόσουρα, της Αφροδίτης στην Κύθνο και της Αφροδίτης Λιμνάτιδος στη Λευκάδα.
Ήθος, ευσέβεια προς τους θεούς, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία και σεβασμός στα ήθη, τις παραδόσεις και τους θεσμούς της πόλης αναφέρονται στο ενεπίγραφο μνημείο ως αρετές του ανδρός. Αυτές αποτυπώνονται στον ιδεαλισμό που διαπνέει το σύνολο των έργων του Δαμοφώντος, αντίθετα με τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την τέχνη της εποχής του.
Η αντιγραφή του συνόλου των ψηφισμάτων στον κίονα ως ενιαίου κειμένου αποτελεί τρανή απόδειξη του σεβασμού, που έτρεφε προς τον Δαμοφώντα η κοινωνία της Μεσσήνης. Η πόλη επέλεξε αυτόν τον τρόπο για να τιμήσει μετά θάνατον τον επιφανή, με οικονομική δύναμη και πολιτική επιρροή ευεργέτη της ανεγείροντας και ταφικό μνημείο (Ηρώο Δ) για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του κοντά στο Ασκληπιείο, όπου κατεξοχήν εργάστηκε.


Αριστερά μαρμάρινος κορμός πιθανώς του ήρωα πολεμιστή και ιατρού Μαχάονος, γιού του Ασκληπιού. Απεικονίζεται γυμνός με ριγμένη στον αριστερό του ώμο χλαμύδα, που τυλίγεται στο λυγισμένο αριστερό του χέρι. Με το χέρι του αυτό συγκρατούσε ξίφος στραμμένο προς τα πίσω. Δεξιά μαρμάρινος κορμός πιθανώς πολεμιστή. ¨Εργα του Δαμοφώντος, -2ος αιώνας.

Οι θεϊκές και ηρωικές μορφές, που κατεξοχήν φιλοτέχνησε ο Μεσσήνιος γλύπτης Δαμοφών, χαρακτηρίζονται από κολοσσιαίες διαστάσεις. Στην κατασκευή των μεγάλων αυτών γλυπτών ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε την τεχνική του ακρόλιθου (τα αγάλματα είχαν μαρμάρινα τα γυμνά μέρη), και κυρίως την τεχνική του τεμαχισμού. Η τεχνική αυτή ήταν αναγκαία, επειδή δεν ήταν δυνατή η εξόρυξη αρκετού ενιαίου μαρμάρινου όγκου. Η Μεσσηνία, άλλωστε, δεν συγκαταλέγεται στις περιοχές με επάρκεια σε ποιοτικό μάρμαρο. Ο καλλιτέχνης συνέθετε τη μορφή του γλυπτού από πολλά κομμάτια μαρμάρου, δουλεμένα χωριστά. Τα τεμάχια συναρμολογούνταν κατόπιν με μεταλλικούς συνδέσμους και κόλλα. Τα «σημάδια» αυτής της τεχνικής του Δαμοφώντος αναγνωρίζονται στις επίπεδα κομμένες πλευρές επαφής και σύνδεσης των κομματιών, όπως και στις σκαμμένες πίσω επιφάνειές τους.
 Βάσει των στοιχείων αυτών, σε συνδυασμό με την ιδεαλιστική τεχνοτροπία απόδοσης των μορφών, είναι δυνατόν να αναγνωριστεί το «χέρι» του καλλιτέχνη στα έργα της Μεσσήνης και άλλων ελληνικών πόλεων.


Αριστερά: Το μαρμάρινο κεφάλι του Θηβαίου Ηρακλή και δίπλα το αριστερό πέλμα του. Τα ευρήματα προέρχονται από την δυτική πλευρά του Ασκλπείου (Μέσον). Δεξιά: Θραύσμα από το δεξί πέλμα του αγάλματος της Θεάς Τύχης.

Ο περιηγητής Παυσανίας, κατά την εποχή που επισκέφθηκε τη Μεσσήνη (+155 έως +160), είδε και περιέγραψε τα έργα του Δαμοφώντος, τον οποίο θαυμάζει ως καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία μας είναι γνωστές δεκαπέντε τουλάχιστον γλυπτικές συνθέσεις του Μεσσήνιου γλύπτη. Πέντε από αυτές είναι πολύμορφες (συντάγματα), ανιδρυμένες σε ιερά τεσσάρων πόλεων της Πελοποννήσου.
Δύο λατρευτικές συνθέσεις υπήρχαν στο Αίγιο, έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, τρεις στην αρκαδική Μεγαλόπολη και ένα στην αρκαδική Λυκόσουρα.


Μαρμάρινο κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος
του Απόλλωνος. Ανήκε στο πολύμορφο
σύνταγμα τουΑπόλλωνος και των Μουσών,
έργο του Δαμοφώντος
Για την ίδια τη γενέτειρά του Μεσσήνη αναφέρονται εννέα λατρευτικές συνθέσεις, που είχαν ανιδρυθεί στο Ασκληπιείο και σε άλλα οικοδομήματα. Αναφέρονται τα λατρευτικά αγάλματα της θεάς Κυβέλης και της Αρτέμιδος Λαφρίας.
Στο Ασκληπιείο, που αποτελούσε σχεδόν αποκλειστικά χώρο έκθεσης αγαλμάτων και άλλων αναθημάτων, ο Παυσανίας μνημονεύει το τρίμορφο σύνταγμα του Ασκληπιού και των γιων του, το δεκάμορφο σύνταγμα του Απόλλωνα και των Μουσών, την προσωποποιημένη πόλη των Θηβαίων και τον ήρωά της Ηρακλή, αγάλματα της Τύχης και της Αρτέμιδος Φωσφόρου.
Το χάλκινο μάλιστα άγαλμα του Επαμεινώνδα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχαίος περιηγητής, δεν ήταν δαμοφώντειο έργο.
Τα γλυπτά του Δαμοφώντος στο Ασκληπιείο ήταν σύγχρονα με τα οικοδομήματα του συγκροτήματος, και στέκονταν σε θέσεις ειδικά κατασκευασμένες γι΄ αυτά. Βέβαια, οι θέσεις στις οποίες βρέθηκαν τα θραύσματα των γλυπτών κατά τις ανασκαφές, δεν αποτελούν ένδειξη ότι ήταν και οι αρχικές, όπου τοποθετήθηκαν. Πολλά αποκαλύφθηκαν σε διαταραγμένες μεσαιωνικές επιχώσεις του Ασκληπιείου, ενώ άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε οικοδομήματα των ύστερων Ρωμαϊκών ή Πρωτοχριστιανικών χρόνων.

Ιερό Δέσποινας- Λυκόσουρα

Σχεδιαστική αναπαράσταση του Ναού της Δέσποινας, αρχαία Λυκόσουρα

Το ιερό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα ήταν ένα σύμπλεγμα βωμών και ναών αφιερωμένων σε διάφορες θεότητες. Όμως κορυφαία ήταν ο ναός και το μέγαρο της Δέσποινας. Εκεί γίνονταν από πολύ παλιά απόκρυφη οργιαστική γιορτή, με αναπαράσταση της γέννησης του Δία, όπου λάμβαναν μέρος έφηβοι υποδυόμενοι τους Κουρήτες και Κορύβαντες, που χόρευαν με ενθουσιασμό κραδαίνοντας όπλα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές.
Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει ναό, περίβολο, το "μέγαρο", μεγάλη στοά, υπολείμματα Λουτρών,  και τους βωμούς της Δέσποινας, της Δήμητρας και της Μεγάλης Μητρός. Τα σωζόμενα ερείπια είναι του -2ου αι.
Στο ναό της Δέσποινας υπήρχε το βάθρο του περίφημου "συντάγματος"του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα (σύμπλεγμα των κολοσσιαίων αγαλμάτων της Αθηνάς, της Δήμητρας, της Αρτέμιδας και του τιτάνα Ανύτου) του -2ου αι.
Το μέγαρο της Δέσποινας, ένα ναόμορφο οικοδόμημα-βωμός, ήταν ένας ιερός χώρος όπου γίνονταν τελετουργίες και μυστηριακές θυσίες. ΝΔ. του μεγάρου υπάρχει κρηνικό κτίσμα από μεγάλες ορθογονισμένες πέτρες.

Το σύνταγμα (αναπαράσταση πρώτη εικόνα πάνω) είχε ύψος 6μ. και το αποτελούσαν τέσσερα αγάλματα. Η σύνθεση είναι γνωστή από την απεικόνισή του σε νόμισμα της Μεγαλόπολης που χρονολογείται στην αυτοκρατορική εποχή και από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος επισκέφθηκε το ιερό τα μέσα του -2ου αι.
Η Δήμητρα (2η εικόνα) και η Δέσποινα παριστάνονταν στο μέσον καθιστές σε ενιαίο θρόνο. Η Δήμητρα κρατούσε δάδα στο δεξιό χέρι της, ενώ με το αριστερό ακουμπούσε την Δέσποινα στον ώμο. Η Δέσποινα κρατούσε σκήπτρο και είχε τη μυστική κίστη στα γόνατα.
Δίπλα στην Δήμητρα στεκόταν η θεά ΄Αρτεμις (συνοδευμένη από κυνηγετικό σκύλο, ενώ δίπλα η εικόνα) στην Δέσποινα στεκόταν ο τροφός της Τιτάνας ΄Ανυτος. (4η εικόνα)
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φυλάσσονται οι κεφαλές της Δήμητρας, της Άρτεμης του Άνυτου, τμήμα του ιματίου της Δέσποινας (3η εικόνα), και τα αγαλμάτια των Τριτωνίδων (5η εικόνα) που κοσμούσαν το θρόνο των θεαινών, ενώ θραύσματα των μορφών και του θρόνου βρίσκονται στο Μουσείο της Λυκόσουρας. Την κεφαλή της θεάς σκέπαζε καλύπτρα, τμήμα της οποίας σώζεται. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα προς τα πίσω. Στις οπές στο επάνω μέρος της κεφαλής στερεωνόταν μετάλλινο διάδημα. Μάρμαρο πελοποννησιακό. Ύψος 0,75 μ. 

Από αριστερά: Η κεφαλές της Αρτέμιδας, του Τιτάνα Άνυτου και της Δήμητρος. Από το περίφημο "σύνταγμα" του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα (σύμπλεγμα των κολοσσιαίων αγαλμάτων της Αθηνάς, της Δήμητρας, της Αρτέμιδας και του τιτάνα Ανύτου) του -2ου αι. Ναός της Δέσποινας αρχαία Λυκόσουρα.

ΠΗΓΕΣ:
Ιστότοπος ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α.









Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Δοκός: Το Αρχαιότερο Ναυάγιο στον Κόσμο, -2200


Η υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στο Δοκό (1989 – 1992) καταγράφηκε ως η πρώτη συστηματική έρευνα αρχαίου ναυαγίου στην Ελλάδα, με τη χρησιμοποίηση μάλιστα των πλέον σύγχρονων για την εποχή τεχνολογικών μεθόδων. Το ενάλιο εύρημα του Δοκού αποτελεί πολυτιμότατη απτή μαρτυρία για τη ναυσιπλοΐα, το θαλάσσιο ανταλλακτικό εμπόριο, το τεχνολογικό επίπεδο και την οικονομία στο Αιγαίο κατά τους ύστερους χρόνους της -3 ης χιλιετίας.

dokos1Η νήσος Δοκός

Η νήσος Δοκός, ανάμεσα στην Ύδρα και την Αργολική ακτή, ονομαζόταν στην αρχαιότητα Απεροπία. Είναι άγονη και με λίγες πηγές νερού αλλά έχει στρατηγική θέση στις ναυτικές πορείες από και προς τον Αργολικό Κόλπο και τις ανατολικές ακτές της Λακωνίας. Κατοικήθηκε κατά την Νεολιθική εποχή (-4η χιλιετία) αλλά η ανθρώπινη παρουσία αυξήθηκε κατά την Πρωτοελλαδική εποχή (-3 η χιλιετία) όταν αναπτύχθηκε η ναυσιπλοία. Στον -13 ο αι. αναπτύχθηκαν οικισμοί στις περιοχές Μύτη Κομμένη και Λέδεζα. Αργότερα, ο Δοκός, έχασε τη σημασία του αλλά κατά διαστήματα, σε ιστορικές περιόδους, χρησιμοποιήθηκε ως ασφαλές αγκυροβόλιο ή ως στρατηγικό σημείο παρακολούθησης του θαλσσίου περάσματος. Σήμερα ο Δοκός φιλοξενεί ψαράδες και κτηνοτρόφους.




Ο εντοπισμός του ναυαγίου

Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο Peter Throckmorton, πρωτοπόρος ερευνητής των βυθών και ιδρυτικό μέλος του ΙΕΝΑΕ, εντόπισε μία μεγάλη συγκέντρωση σπασμένης κεραμεικής στο βυθό της νήσου Δοκός, σε βάθος 20 μέτρων.
Αργότερα, ο Throckmorton επέστρεψε στο Δοκό με τον αρχαιολόγο και Πρόεδρο του ΙΕΝΑΕ Γιώργο Παπαθανασόπουλο και η κεραμεική χρονολογήθηκε στην Πρωτοελλαδική εποχή. Επίσης διαπιστώθηκε ότι πιθανώς επρόκειτο για ναυάγιο του -2200 περίπου. 
 Ακολούθησαν δύο διερευνητικές αποστολές το 1975 και 1977 με την επιστημονική επίβλεψη του Γιώργου Παπαθανασόπουλου και την τεχνική οργάνωση του Νίκου Τσούχλου, στη διάρκεια των οποίων το εύρημα χρονολογήθηκε ακριβέστερα στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (-2700/ -2200/2100). Επίσης, οριοθετήθηκε η έκτασή του στο βυθό σε βάθη 15-30 μέτρων. 

dokos2Επρόκειτο, αναμφίβολα, για το αρχαιότερο ναυάγιο στον κόσμο. Λόγω της σπανιότητας του ευρήματος αλλά και της σημασίας του για την μελέτη της προϊστορικής ναυσιπλοίας το ΙΕΝΑΕ άρχισε να προγραμματίζει τη συστηματική ανασκαφή του. Αυτή στάθηκε δυνατόν να αρχίσει το 1989 και διήρκεσε τέσσερα έτη.


Το κεραμικό φορτίο του ναυαγίου

Το κεραμεικό φορτίο που ανελκύστηκε από το βυθό του Δοκού και αποτελούσε εμπόρευμα πλοίου για διανομή, χρονολογείται με ασφάλεια στο τέλος της δεύτερης φάσης της Πρωτοελλαδικής περιόδου, δηλαδή γύρω στο -2200. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες γνωστές συγκεντρώσεις κεραμεικής της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου και υποδηλώνει το υψηλό επίπεδο της κεραμεικής τεχνολογίας της εποχής. Περιλαμβάνει πλήθος πήλινων αγγείων και σκευών καθημερινής χρήσης, σε μεγάλη ποικιλία σχημάτων, γνωστών από τις ανασκαφές των μεγάλων παραλιακών κέντρων της Λέρνας και της Τίρυνθας και από τους μικρότερους οικισμούς της ευρύτερης περιοχής.

Ινστιτούτο Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών, ενάλιες έρευνες στο Πρωτοελλαδικό ναυάγιο της νήσου Δοκού. Δεξιά αμφορείς από το ναυάγιο.




    Θολωτοί τάφοι και Μυκηναϊκες θέσεις της Μεσσηνίας


    ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ  

    ΧΩΡΟΤΑΞΙΑ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ Ν.ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

     Οι θολωτοί τάφοι, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην επικράτεια του βασιλείου του Νέστορα στη Μεσσηνία, που θεωρείται «η πατρίδα του θολωτού τάφου», πριν εξαπλωθούν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στη Μεσσηνία υπάρχουν οι περισσότεροι θολωτοί τάφοι όλης της Ελλάδας, που χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και εδώ συναντάται όλη η αλυσίδα της αρχιτεκτονικής τους εξέλιξης ως το 1200 π.Χ., οπότε έπαψε η κατασκευή των πολυτελών μνημείων. Πρόσφατες αρχιτεκτονικές μελέτες και φωτογραφικές αποτυπώσεις της κατάστασης και της παθολογίας των 33 θολωτών τάφων της Μεσσηνίας δεν υπάρχουν. Σε αρκετούς, η εικόνα που υπάρχει είναι αποσπασματική και χρειάζονται πρόσθετες ανασκαφές. Είναι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, από τέλεια αρμοσμένες στρώσεις πελεκητών λίθων χωρίς συνδετικό υλικό και κλείνουν με μια πλάκα, το «κλειδί». Οι μικροί δεν ξεπερνούν σε διάμετρο και ύψος τα 4-6 μ. και άλλοι φθάνουν τα 14 μ. Οι πιο σημαντικοί από αυτούς θεωρούνται: ο θολωτός τάφος στην Πύλο, στο όρος  Μάλθη (Βασιλικό)που είναι ο πιο καλοδιατηρημένος της Ελλάδας, οι 4 Θολωτοί Τάφοι στην Περιστεριά που χαρακτηρίζονται ως οι «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» (στο εσωτερικό τους υπήρχαν πολλά αντικείμενα, όπως κοσμήματα, είδη καθημερινής χρήσης κ.ά.), αυτός της Άνθειας, ο θολωτός τάφος του διαδόχου του Νέστορα Θρασυμήδη στη Βοϊδοκοιλιά, οι 2 θολωτοί τάφοι στον Εγκλιανό κι ο παλαιότερος της ηπειρωτικής χώρας στην τοποθεσία «Οσμάναγα», του Κορυφασίου.
    1909: Ανασκαφή του στομίου του Θολωτού Τάφου 1 στη Βιγλίτσα Τραγάνας από τον Ανδρέα Σκιά (1861-1922). Το στόμιο αρχικά εκλαμβάνεται ως αυτοτελής τάφος. 
    1912: Ανασκαφή της θόλου του Θολωτού Τάφου 1 Τραγάνας από τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη (1872-1945). 
    1926: Ανασκαφή του κυκλικού θαλάμου του Θολωτού Τάφου του Οσμάναγα (Κορυφασίου) από τον Κ. Κουρουνιώτη. 
    1939 (4 Απριλίου); Εναρξη των ανασκαφών στο λόφο του Επάνω Εγκλιανού από τον Κ. Κουρουνιώτη και τον Carl W. Blegen (1887-1971), με βοηθό τον William MacDonald. Αποκαλύπτονται τμήματα ανακτόρου, το οποίο οι ανασκαφείς ταυτίζουν αμέσως με το ανάκτορο του Ομηρικού Νέστορα. Έρχονται στο φως και εκατοντάδες πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β (Μυκηναϊκής) Γραφής από το αρχείο του ανακτόρου. Ανασκάπτεται, επίσης, ο θολωτός τάφος του Κάτω Εγκλιανού (Θολ. Τάφος III) από την Elizabeth Pierce Blegen. 
    1951, 1955, 1958: Πρώτες δημοσιεύσεις, από τον Καθηγ. Emmett L. Bennett, των πινακίδων της Γραμμικής Β από το ανάκτορο του Εγκλιανού.
    1952; Αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β Γραφής από τον Michael Ventris. 
    (1922-1956). Η γλώσσα των κειμένων των πινακίδων αποδεικνύεται Ελληνική (μία αρχαϊκή μορφή της Ελληνικής). Επιβεβαιώνεται οριστικά η ελληνικότητα των δημιουργών του Μυκηναϊκού πολιτισμού. 
    1954: Δημοσίευση, από τον Carl Blegen, του μεγαλυτέρου μέρους της κεραμικής από το Θολωτό Τάφο του Οσμάναγα (Κορυφασίου). Επισημαίνεται, για πρώτη φορά, η πρωιμότητα του τάφου και η σημασία του, αν και δεν προβάλλονται τα Μινωικά στοιχεία της κεραμικής του. 
    1952-66, 1969; Περίοδος συστηματικών ανασκαφών της αποστολής του Πανεπιστημίου του Cincinnati υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen στο λόφο του Εγκλιανού και στην αμέσως γειτονική περιοχή, με τη συμμετοχή πολλών αρχαιολόγων και άλλων ειδικών, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων (Δ.Ρ. Θεοχάρη, Ι. Τραυλού, Δρος Γ. Παπαθανασοπούλου). Κατά την περίοδο αυτή επιτυγχάνεται η πλήρης ανασκαφή του Ανακτόρου του Νέστορος, ερευνώνται άλλα τμήματα του λόφου, γίνονται δοκιμαστικές τομές στην έκταση της λεγόμενης Κάτω Πόλης, ενώ ανασκάπτονται δύο ακόμη Μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι (Θολωτός Τάφος IV και Θολωτός Τάφος Βαγενά) καθώς και σειρά θαλαμοειδών, σε κοντινά σημεία γύρω από το λόφο. 
    1952-67: Περίοδος ανασκαφών του Σπυρίδωνος Μαρινάτου (1901-1974) ανά την Πυλία και την Τριφυλία (υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας), με κύριο στόχο τη διερεύνηση της Ομηρικής-Μυκηναϊκής τοπογραφίας της Μεσσηνίας. Εντός της μείζονος περιοχής της Μυκηναϊκής Πύλου, η ανασκαφική του δράση αναπτύσσεται στα Βολιμίδια, στον Αϊ-Λιά και στην Καταβόθρα Χώρας, στο Μυρσινοχώριον (Ροότση), στην Τραγάνα, στη Βοϊδοκοιλιά και στο αρχαίο Κορυφάσιο. Μαζί με τις προηγούμενες ανακαλύψεις του Κουρουνιώτη και του Blegen και τις επισημάνσεις των Καθηγ. William MacDonald και Richard Hope Simpson, 01 θέσεις που εντόπισε και ανάσκαψε ο Μαρινάτος, από την επιβλητική ακρόπολη της Περιστεριάς κοντά στην Κυπαρισσία έως τον μεμονωμένο θολωτό τάφο του Χαροκοπειού κοντά στην Κορώνη, συνθέτουν τον πρώτο χάρτη της Μυκηναϊκής Μεσσηνίας. 
    1966: Έκδοση του πρώτου τόμου της τελικής δημοσίευσης των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ Ι), από τον Carl Blegen και την Marion Rawson. Η δημοσίευση περιλαμβάνει την εξέταση των κτηρίων του ανακτόρου και των περιεχομένων τους, καθώς και πλήρη ανάλυση της κεραμικής που βρέθηκε στις αποθήκες και στα άλλα διαμερίσματά του. 
    Στην κεραμεική αναγνωρίζονται 80 διαφορετικά σχήματα αγγείων και παραλλαγές . 
    1967: Εμφάνιση της τρίτης βελτιωμένης έκδοσης του Οδηγού του Ανακτόρου του Νέστορος από τον Carl Blegen και την Marion Rawson.
    1967-68: Δημιουργείται το Αρχαιολογικό Μουσείο Χώρας, ως μόνιμη στέγη των πολυπληθών Μυκηναϊκών, κυρίως, ευρημάτων από τις ανασκαφές του Blegen στον Εγκλιανό και του Μαρινάτου στην ευρύτερη περιοχή.
    1969; Έκδοση του δευτέρου τόμου της δημοσίευσης των ανασκαφών του Εγκλιανού (ΡΝ Π) από την Καθηγ. Mabel Lang, στον οποίον παρουσιάζονται και συζητούνται διεξοδικώς οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν πολλά από τα διαμερίσματα του Ανακτόρου του Νέστορος.
    1971-72: Ανασκαφή και πρώτη δημοσίευση από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας (Θ. Καράγιωργα) δύο θαλαμοειδών τάφων της ομάδος Κεφαλόβρυσου στο Μυκηναϊκό νεκροταφείο των Βολιμιδίων Χώρας. (Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα ερευνάται από την ίδια Εφορεία και άλλος τάφος στα Βολιμίδια, ο τάφος του οικοπέδου Ρήγα).
    1972: Δημοσίευση από τους Καθηγ. William MacDonald και George Rapp των αποτελεσμάτων των πολυετών επιφανειακών και άλλων ερευνών της αποστολής του Πανεπιστημίου της Minnesota στη Μεσσηνία (ΜΜΕ).
    1973: Επανάληψη των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε θέσεις της Πυλίας και της Τριφυλίας και έναρξη προγράμματος δημοσιεύσεως των παλαιών ανασκαφών του Σπ. Μαρινάτου υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Γεωργίου Σ. Κορρέ. Ανασκαφές, συστηματικού ή συμπληρωματικού χαρακτήρα, έχουν έως σήμερα (1994) διεξαχθεί από τον Γ. Κορρέ σε διάφορες θέσεις στη Μεσσηνία (Γουβαλάρη-Κουκουνάρα, Φυτιές, Καμίνια Κρεμμυδιών, Αγ. Ιωάννη Παπουλίων, Βοϊδοκοιλιά, Σπήλαιο Νέστορος, Βιγλίτσα Τραγάνας, Ρουτση Μυρσινοχωρίου και Περιστέρια Κυπαρισσίας).
    1973: Έκδοση του τρίτου τόμου της οριστικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών στον Εγκλιανό (ΡΝ III) από τον Carl Blegen, τον Λόρδο William Taylour (1904-1989) και τους συνεργάτες τους. Στον τόμο αυτό, εκτός των άλλων, δημοσιεύονται οι Μυκηναϊκοί θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι γύρω από τον ανακτορικό λόφο.
    1980: Διοργάνωση από τον F. Κορρέ στην Αθήνα (8-11 Δεκεμβρίου) του Πρώτου Διεθνούς Μυκηναιολογικού Συνεδρίου με θέμα "Προμυκηναϊκή και Μυκηναϊκή Πύλος".
    1984: Σύγκληση από τον Καθηγ. Thomas G. Palaima στο Fordham University της Νέας Υόρκης (Lincoln Center, 4-5 Μαίου) Διεθνούς Συμποσίου με θέμα "Η Πύλος ζωντανεύει εκ νέου: Βιοτεχνία και διοίκηση σε ένα Μυκηναϊκό ανάκτορο".
    1985: Δημοσίευση του έργου της Καθηγ. C.W. Shelmerdine για την ακμάζουσα βιοτεχνία αρωματικών ελαίων στη Μυκηναϊκή Πύλο.
    1987: Δημοσίευση του έργου του Δρος Γ. Λώλου για την Πρωτομυκηναϊκή κεραμική της Μεσσηνίας.
    1990: Έναρξη προγράμματος λεπτομερούς αρχιτεκτονικής αποτύπωσης των κτηρίων του ανακτορικού συγκροτήματος του Εγκλιανού από ομάδα υπό τον Καθηγ. Fred Cooper του Πανεπιστημίου της Minnesota.
    1992: Έναρξη εντατικής επιφανειακής εξερεύνησης (survey) τμήματος της Δυτικής Μεσσηνίας, με επίκεντρο τον ανακτορικό λόφο του Εγκλιανού, από Αμερικανική αποστολή (Pylos Regional Archaeological Project) υπό τον Καθηγ. Jack L. Davis του Πανεπιστημίου του Cincinnati.


    Εικ. 34. Εγκλιανός, Θαλαμοειδής ΤάφοςΕ-8. Κωνικό ρυτό (ύψους24,4εκ.) της Υστεροελλαδικής ΙΙΑ περιόδου. Μουσείο Χώρας. 

    ΘΕΣΕΙΣ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

    http://1.bp.blogspot.com/--i_NYNuHS1g/T5SE_W_rnSI/AAAAAAAAKiI/Vna94m8kyPM/s640/%CE%98%CE%BF%CE%BB%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%AF+%CF%84%CE%AC%CF%86%CE%BF%CE%B9+%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B7%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82.jpg
      


    ΜΥΡΣΙΝΟΧΩΡΙ

     

    Από ανασκαφές στη Βουφράδα. Βρέθηκε στο Μυρσινοχώρι, είναι σφραγιδόλιθος, χρονολογείται το 1450 π.Χ. και παριστάνει δυο πελαργούς που πετούν. Η φωτογραφία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα «Μεσσηνιακά 1968», Μίμη Φερέτου, τόμος Α΄, σελ.180.

     

     ΜΥΡΣΙΝΟΧΩΡΙ - ΡΟΥΤΣΗ: Στο Μυρσινοχώρι και στο Ρούτση έχουμε ευρήματα της περιόδου 1500 - 1450 π.Χ. Συγκεκριμένα, ανακαλύφτηκαν δύο θολωτοί τάφοι και πέντε τύμβοι. Βρέθηκαν ποτήρια, κύλικες, πρόχοι, ψευδόστομος αμφορέας, φιάλη, τρίχερο, εγχειρίδια με ναυτίλους και αιλουροειδή, σφραγίδες με πουλιά, ταύροι, λιοντάρια, γερανοί, ξίφη, μαχαίρια, ταινίες, δαχτυλίδια, περιδέραιο, τράπεζα προσφορών (1). Στις 5 Μαρτίου 2002 ο καθηγητής αρχαιολογίας Γεώργιος Σ. Κορρές, σε ομιλία του στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, αναφέρθηκε και στην παρουσίαση ενός σημαντικού ευρήματος γυναικείας ταφής, ενός στέμματος από το θολωτό τάφο του Ρούτση, το οποίο, όμως έχει, δυστυχώς, υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές εξαιτίας της αδικαιολόγητης καθυστέρησης που σημειώθηκε μέχρι να φτάσει στην Αθήνα για να συντηρηθεί. 

     

     Η εφημερίδα «Ελευθερία» στο φύλλο 6800 της 6ης Μαρτίου 2002 αναφέρει για το στέμμα αυτό: «Πρόκειται για ένα χάλκινο στέμμα με χρυσό αστέρα και πλήρως σωζόμενη την επιμήκη χάλκινη καρφίδα του. Εξάλλου, το στέμμα με ένα έως 5 χρυσά αστέρια είναι χαρακτηριστικό των γυναικείων ταφών, σε αντιδιαστολή με τις νεκρικές προσωπίδες που συνοδεύουν τις ανδρικές ταφές». Ο αρχαιολόγος Γεώργιος Σ. Κορρές αναφέρθηκε στην ίδια ομιλία του σε ένα τάφο που έμεινε στη διάρκεια των ανασκαφών χωρίς να ερευνηθεί ολοκληρωτικά. Αργότερα ανακαλύφθηκε ότι κάτω από τα θεμέλια του θόλου του ταφικού θαλάμου υπήρχε άλλος θησαυρός. Στο μέρος αυτό είχε σημειωθεί ανακομιδή ταφής. Κάτω, δηλαδή, από το δάπεδο είχε γίνει προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για επόμενες ταφές. Ο θησαυρός που ανακαλύφθηκε το 1989 σε επαναληπτική ανασκαφή του Γεωργίου Σ. Κορρέ, βρίσκεται στο μουσείο της Χώρας. Δεν έχει όμως εκτεθεί, αλλά παραμείνει στις αποθήκες, αφού η έκθεση του μουσείου έχει χρόνια να ανανεωθεί, με αποτέλεσμα να μην περιλαμβάνει τα ευρήματα των νεότερων ανασκαφών.

    ΠΕΡΙΟΧΗ «ΡΟΥΤΣΙ » 17ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΠΧ- ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦΙΚΟΥ ΘΑΛΑΜΟΥ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΙΓΚΗΠΙΚΟ ΞΙΦΟΣ 

     Οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στη θέση αυτή κατά τα έτη 1956-1957 με επικεφαλής τον Σπ. Μαρινάτο, έφεραν στο φώς δύο Μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους. Συμπληρωματικές έρευνες στο χώρο πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 από τον καθηγητή Γ. Κορρέ. O θολωτός τάφος Ι, είχε συληθεί, ωστόσο διασώθηκαν κάποια ευρήματα όπως κεραμική, δύο σκεύη από χαλκό, τμήματα από αργυρό σκεύος και μερικά χρυσά κοσμήματα. Αντίθετα, ο θολωτός τάφος ΙΙ αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους θολωτούς τάφους της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρέθηκαν άθικτοι. Από τις πλούσια κτερισμένες ταφές του, ξεχωρίζει ο οπλισμός, αποτελούμενος από ξίφη και δύο μαχαίρια με ένθετη διακόσμηση, οι σφραγιδόλιθοι, τα κοσμήματα, τα αντικείμενα από χρυσό, χαλκό, πολύτιμους λίθους και ελεφαντόδοντο καθώς και η καλής ποιότητας κεραμική. Οι δύο θολωτοί τάφοι χτίστηκαν στις αρχές της Μυκηναϊκής περιόδου (περ.1680 π.Χ) και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως τον 14ο αι. π.Χ. (1400-1300 π.Χ.). Στην περιοχή έχουν βρεθεί επίσης δύο τύμβοι με κιβωτιόσχημους τάφους και ταφές σε πίθους, που ανάγονται στην Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ). Φαίνεται πως στη θέση αυτή είχε αναπτυχθεί ήδη κατά τον 17ο αι. π.Χ. ένας ισχυρός οικισμός η παρακμή του οποίου τοποθετείται αργότερα, στον 13ο αι. π.Χ. Τότε το νέο ισχυρό διοικητικό κέντρο που αναπτύσσεται στο Ανάκτορο του Νέστορος, επιβάλλει την επιρροή του σε όλη την περιοχή, η οποία απαρτίζει πλέον την επικράτειά του. 

    ΚΑΜΙΝΙΑ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΝ ΠΥΛΙΑΣ 


     
     
     


    ΑΝΘΕΙΑ

    Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιος με παράσταση θεοτήτων σε άρμα που σύρεται από γρύπες. Μοναδικό θέμα που απαντά μόνο στη μινωική Κρήτη. Άνθεια (θολωτός τάφος). 16ος - 15ος αι. π.Χ.

     Ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας-Άνθειας και 11 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας, κατέχει η λοφοσειρά «Ελληνικά», που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης-Καλαμάτας. Παρουσία επιφανειακών ευρημάτων και μνημείων, εντοπισμένων στις αρχές του αιώνα αλλά και αργότερα (Α. Σκιάς, N. Valmin και R. Hope Simpson), κατέδειξε την συνεχή κατοίκηση και σημαντικότητα του χώρου από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι σχεδόν τα νεώτερα χρόνια. Από το 1984 μέχρι το 1988, η Ζ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ανέσκαψε τον γνωστό από τις επιφανειακές έρευνες των W. MacDonald και R. Hope Simpson (τέλη της δεκαετίας του 1960) «ηγεμονικό» θολωτό μυκηναϊκό τάφο, 600μ. δυτικά της λοφοσειράς, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική Ι-ΙΙ περίοδο (1680-1060 π.Χ.). 


     

     Ο τάφος διατήρησε πλήθος αρχαιολογικών μαρτυριών, τόσο των προϊστορικών-πρωτοϊστορικών χρόνων, όσο και των ιστορικών περιόδων της ιστορίας της Μεσσηνίας. Ο μεγάλων διαστάσεων θάλαμος διαμέτρου 10,50 μ. σώζεται σε μέγιστο ύψος 10,25 μ. Εξαίρετη αρχιτεκτονική, μνημειώδεις κατά το πλείστον διαστάσεις, αλλά και σημαντικά (παρά την εντατική σύληση) ευρήματα από τους 13 τάφους που έχουν ερευνηθεί την τελευταία δεκαετία στην ανατολική πλαγιά, φανερώνουν την εξέχουσα κοινωνική θέση των μυκηναίων της περιοχής. Μεταξύ των μυκηναϊκών ευρημάτων ξεχωρίζουν: χρυσά κοσμήματα, τρία σφραγιστικά χρυσά δακτυλίδια με έγγλυφες παραστάσεις, αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντόδοντο και άλλες πολύτιμες ύλες. Ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τους Γεωμετρικούς (900-700 π.Χ.) και Ελληνιστικούς χρόνους (323-31π.Χ.) για την τέλεση ταφικών τελετών, που συνδέονται με την προγονική λατρεία και την ηρωολατρεία. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα του τάφου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας. 

     


    ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ -(ΒΟΟΣ ΝΑΠΑ )- ΤΑΦΟΣ  Θρασυμήδη 


    Η ιστορία όλη της Μεσσηνίας δίνει το «παρών» σ’ αυτόν τον όρμο, που διατηρεί σε μετάφραση το ομηρικό της όνομα: Βοός νάπα. Με δύο εκπληκτικούς τύμβους με λίθινους μανδύες εκπροσωπείται η Μεσοελλαδική εποχή (20ός και 19ος αιώνας π.Χ.). Ο ένας έχει κατασκευασθεί πάνω στον πρωτοελλαδικό οικισμό στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς και περιείχε ταφές σε πίθους τοποθετημένους ακτινωτά (ανασκαφή Κορρέ). Ο δεύτερος βρίσκεται κάτω ακριβώς από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στο λόφο του Αγ. Νικολάου και έχει έλθει στο φως ένα πολύ μικρό τμήμα του από λαθρανασκαφή. Για να γίνει η ανασκαφή του πρέπει να μεταφερθεί, έστω και προσωρινά, το εκκλησάκι. 



    Ο ΤΥΜΒΟΣ ΤΗΣ ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΩΙΜΟΙ ΜΕΣΟΕΛΛΑΔΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ 

      Η διάμετρος του μνημείου ξεπερνούσε τα 5 μ. Λίγο πριν από το 1500 π.Χ., στα πρώτα μυκηναϊκά χρόνια, στο βόρειο βραχίονα της Βοϊδοκοιλιάς, οι κάτοικοι της περιοχής άνοιξαν ένα «πηγάδι» στο κέντρο του τύμβου και έφτιαξαν ένα θολωτό τάφο με στόμιο προς νότο και με δάπεδο στρωμένο από στρώμα θαλασσινών χαλικιών. Ο τάφος μοιάζει να ξεπηδάει μέσα από τον τύμβο και κατά τον καθηγητή Γ. Κορρέ, προδίδει την προέλευση του μνημείου από το προγενέστερο μεσοελλαδικό ταφικό μνημείο. Ο θολωτός τάφος της Μυκηναϊκής περιόδου (1680-1060 π.Χ.) είχε εντοπιστεί ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα από τον Άγγλο ιστορικό G.B. Grundy, αλλά την πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποίησε κατά τη δεκαετία του 1950 ο Σπ. Μαρινάτος.

     

     Ο ανασκαφέας θεώρησε, ότι πρόκειται, για το ταφικό μνημείο του Θρασυμήδη, γιου του μυθικού βασιλιά Νέστορα, που αναφέρει και ο Παυσανίας στις περιηγήσεις του. Και πράγματι, πρέπει να ήταν κάποιος ξεχωριστός ο νεκρός του τάφου επειδή, παρόλο που ο τάφος ήταν μερικώς συλημένος, από τα εναπομείναντα κτερίσματα μπορούμε να φανταστούμε τον πλούτο του. Σώθηκαν λίγα κτερίσματα: μικρά πήλινα ειδώλια, 30 αιχμές λίθινων βελών, μια λίθινη θήκη με μια ανακομιδή, δύο μικρά μυκηναϊκά αγγεία, 4 χρυσά ελάσματα, δύο περιδέραια από αμέθυστο και σάρδιο και άλλα μικροαντικείμενα. 

     

     Είχε χρησιμοποιηθεί ως οικογενειακός τάφος και είχε τουλάχιστον επτά ταφές. Τα ερείπια του τάφου, όπως αναφέρονται από τον Παυσανία που είδε το μνημείο πριν από 1.800 χρόνια, πατούν πάνω σ’ έναν τεράστιο αρχαίο τύμβο όπου είναι διατεταγμένες ακτινωτά πολλές ταφές του 2200 π.Χ. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί ο ακέραιος σκελετός βοδιού, πιθανότατα από θυσία προς τιμήν του νεκρού. Νεότερες έρευνες (1977-1979) υπό τον καθηγητή Γ. Κορρέ απέδειξαν ότι ο θολωτός τάφος ιδρύθηκε πάνω σε τύμβο της Μεσοελλαδικής εποχής (2050-1680π.Χ.) με ταφικούς πίθους, ενώ γύρω από τον τάφο εντοπίστηκαν ίχνη Πρωτοελλαδικού οικισμού (2650-2200π.Χ περίπου), αλλά και στοιχεία Νεολιθικής κατοίκησης (περίπου 4.000π.Χ). Ανθρώπινη δραστηριότητα, στην περιοχή εντοπίζεται και στα Ελληνιστικά χρόνια (323-31 π.Χ.). Κατά τις ανασκαφές του καθηγητή Γ. Σ. Κορρέ, στα ανατολικά του τάφου, πάνω σε μικρά διευθετημένα θρανία, βρέθηκαν δεκάδες πήλινα πλακίδια και ειδώλια του 4ου-3ου αι. π.Χ., με παραστάσεις ήρωα Έλληνα ιππέα, νεκρόδειπνου, δεξίωσης κλπ. των Ελληνιστικών χρόνων, μαρτυρούν την άσκηση προγονικής λατρείας σε επώνυμο ήρωα και συνδέονται πιθανότατα με μικρή κατασκευή, ίσως βωμό, Ελληνιστικών χρόνων, που ερμηνεύθηκε ως ηρώο. 

    http://2.bp.blogspot.com/-9iv8QC8tRvg/T5LuVf3ufbI/AAAAAAAAKfY/Ffy850HyKcM/s640/%CE%92%CE%BF%CF%8A%CE%B4%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BB%CE%B9%CE%AC+3.jpg
    Η αρχαία περιοχή με την ομηρική ονομασία - ΒΟΟΣ ΝΑΠΑ ή την σημερινή ΒΟΪΔΟΚΟΙΛΙΑ .Απέναντι στο βάθος αριστερά βρίσκεται ο τύμβος. 



    ΕΓΚΛΙΑΝΟΥ   - ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΝΕΣΤΩΡΑ



    Εικ. 1, Τοπογραφικό διάγραμμα του ανακτορικού λόφου του Εγκλιανού και της γύρω περιοχής (κατά Blegen κ.ά. 1973, σχέδιο των], FantKai.J.W. Shaw). Σημειώνονται, εκτός των άλλων, οι Θέσεις του Ανακτόρου του Νέστορος, του αναστηλωμένου Θολωτού Τάφου TV, του Θολωτού Τάφου Βαγενά ("Grave Circle"), των λαξευτών Θαλαμοειδών Τάφων (Ε 1-10, Κ1), καθώς και η κατεύθυνση προς τον Θολωτό Τάφο III (Κάτω Εγκλιανού). 
















     Κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή (1550-1400 π.Χ.) ο Εγκλιανός εξελίσσεται σε μείζον οικιστικό κέντρο της περιοχής. Ο οικισμός της εποχής αυτής επάνω στο λόφο έχει οχυρωματικό περίβολο, με κυρία πόλη στη βόρεια πλευρά, ενώ διαθέτει και κεραμικό κλίβανο για τη μαζική παραγωγή αγγείων. Την πρώιμη ακμή του Εγκλιανού μαρτυρούν και τα πλούσια περιεχόμενα των άμεσα γειτονικών τάφων, κυρίως του Θολωτού Τάφου Βαγενά, του Θολωτού Τάφου IV (Επάνω Εγκλιανού) και του Θαλαμοειδους Τάφου Ε-8.


    Eκ. 27. Εγκλιανός, Θαλαμοειδής Τάφος Κ-1. Κάτοψη του θαλάμου με τα υπολείμματα των ταφών και τα αγγεία (κατά Blegen κ.ά. 1973).Κοντά στο μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα του Εγκλιανού υπάρχουν δύο βασιλικοί θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, συλημένοι από την αρχαιότητα.


     Ο ένας (Θολωτός τάφος ΙΙΙ), στον Κάτω Εγκλιανό, είναι ορατός δίπλα σε παλαιό αγροτικό οικίσκο, 35 μ. περίπου ΒΔ του δρόμου Χώρας-Πύλου και βρίσκεται 1 χλμ. περίπου ΝΔ του λόφου του Εγκλιανού. Αποκαλύφθηκε το 1939, από την Elizabeth Pierce-Blegen και δημοσιεύθηκε το 1973, από τον Carl Blegen. Ο τάφος φαίνεται ότι κτίσθηκε το α’ ήμισυ του 15ου αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε χρήση, πιθανότατα από τη βασιλική οικογένεια του Εγκλιανού μέχρι και τον 13ο αιώνα π.Χ. Έχει δρόμο μήκους 8,10 μ., είσοδο ύψους 3,10 μ. και ταφικό θάλαμο διαμέτρου 7,66 μ. Σώζεται σε ύψος μόλις 30 εκ. Η θόλος του βρέθηκε πεσμένη και το περιεχόμενο του θαλάμου διαταραγμένο. Υπολογίζεται ότι θα περιείχε τουλάχιστον 16 νεκρούς. Μέσα σε 6 άθικτες λακκοειδείς ταφές στο δάπεδό του βρέθηκαν μεταξύ άλλων πολύτιμων αντικειμένων, 4 μεγάλοι πίθοι μ’ ένα σκελετό ο καθένας, 22 χάλκινα ξίφη και εγχειρίδια, χάλκινα σκεύη και πολλά αγγεία. Σήμερα κανένα μέρος του τάφου δεν είναι ορατό καθώς το δάπεδο και οι λακκοειδείς ταφές έχουν καταχωθεί για λόγους προστασίας. Αν και συστηματικά συλημένος, ο τάφος απέδωσε πολλά αξιόλογα ευρήματα που σήμερα φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται χρυσά κοσμήματα, ένας σφραγιδόλιθος, ψήφοι (χάνδρες) κι άλλα μικροαντικείμενα από φαγεντιανή και υαλόμαζα και κομμάτια σκευών ή άλλων αντικειμένων από ελεφαντόδοντο με σκαλιστή διακόσμηση. Ανάμεσα στα αγγεία του τάφου, υπάρχει και ένας Συρο-παλαιστινιακός αμφορέας του είδους που γνωρίζουμε και από άλλους μυκηναϊκούς τάφους και θέσεις στην Αργολίδα και στην Αττική.



    Ο άλλος βασιλικός τάφος (Θολωτός τάφος IV), στον Άνω Εγκλιανό, βρίσκεται σε απόσταση 145 μ. περίπου ΒΑ του Ανακτόρου, 70 μ. περίπου από το λόφο, στην άκρη ενός ελαιώνα. Ερευνήθηκε το 1953 και δημοσιεύθηκε 20 χρόνια αργότερα από τον Λόρδο William Taylor. Η πεσμένη θόλος του αναστηλώθηκε το 1957, από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.  

     
    Θολωτός τάφος IV 

     Ο δρόμος του έχει μήκος 10,50 μ., το στόμιο του έχει ύψος 4,55 μ. και βάθος 4,62 μ. και η διάμετρος του θαλάμου του είναι 9,35 μ. Στο δάπεδο του θαλάμου βρέθηκαν ένας μεγάλος ημικυκλικός λάκκος προορισμένος για ταφές (ανακομιδές) και ένας κτιστός τάφος («σαρκοφάγος»). Υπολογίζεται ότι στο θάλαμο θα είχαν ενταφιασθεί τουλάχιστον 17 άτομα της άρχουσας τάξης, άνδρες και γυναίκες. Ο ταφικός θάλαμος είχε βάναυσα συληθεί ήδη κατά την Αρχαιότητα και τα πάντα στο εσωτερικό του βρέθηκαν διασκορπισμένα. Ο τάφος κατασκευάσθηκε κατά την πρώτη Μυκηναϊκή φάση (1550-1500 π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε, αναμφίβολα για διαδοχικές βασιλικές ταφές, σε όλη τη διάρκεια του 15ου αιώνα π.Χ., ίσως και μέχρι τον 13ο αιώνα π.Χ. Από τα πολυάριθμα πολύτιμα αντικείμενα που διασώθηκαν από τον τάφο και βρίσκονται, τα περισσότερα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μπορούμε να φαντασθούμε τον αρχικό πλούτο του. Περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από χρυσό, ανάμεσα τους 4 χρυσές γλαύκες, 4 σφραγιδόλιθους, μια χρυσή βασιλική σφραγίδα με παράσταση πτερωτού γρύπα εμβληματικού χαρακτήρα, πλήθος ψήφων, κυρίως από αμέθυστο και ένα χρυσό δακτυλίδι με απεικόνιση ιερού κορυφής Μινωικού τύπου.

    Θολωτός τάφος IV
    ΕΓΚΛΙΑΝΟΣ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΙΙΙ     3

    ΚΟΡΥΦΑΣΙΟ 

    Η ΠΕΡΙΟΧΗ «Μπεϊλέρ-μπέη» ΝΟΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΥΦΑΣΙΟΥ

    Εδώ βρίσκονται οι αρχαιότερες μορφές θολωτών τάφων της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο θολωτός τάφος στου «Οσμάν αγά» χρονολογείται στα τέλη του 17ου αιώνα π.Χ. και δεν είναι ορατός, λόγω της άγριας βλάστησης. Ο σημαντικότατος αυτός θολωτός τάφος, που ερεύνησε ο Κ. Κουρουνιώτης το 1926, βρίσκεται στη θέση Χαρατσάρι, σε απόσταση 10 περίπου λεπτών, νότια του Κορυφασίου (πρώην Οσμάν αγά). Στον τάφο οδηγείται κανείς από μονοπάτι (παράλληλο με σύγχρονη περίφραξη) στα αριστερά του κύριου δρόμου, στην πορεία για την Πύλο, λίγο μετά την παράκαμψη προς Κορυφάσιο και Ίκλαινα. Ο τάφος σώζεται μερικώς και είναι υπόγειος, μεσαίου μεγέθους, με διάμετρο θαλάμου 6 μ. περίπου.



    Ο ΘΟΛΟΣ ΣΤΟ ΧΑΡΑΤΣΑΡΙ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΟΥ 1926 ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ 17 ΑΙ. ΜΕ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ  15ου ΑΙΩΝΑ ΠΧ  
    Ο αρχαιότερος της ηπειρωτικής χώρας θολωτός τάφος του Κορφυφασίου  

     Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους παλαιότερους θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί έως τώρα στη Μεσσηνία και σε όλη την Ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα ο παλαιότερος, κατασκευασμένος στα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής ή στη μετάβαση από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική εποχή. Ο τάφος θα πρέπει να συνδεθεί με τους άμεσα γειτονικούς οικισμούς που έχουν εντοπισθεί στις Πόρτες και στο «Μπεϊλέρ-μπέη». Ο κύριος όγκος της κεραμικής που προήλθε από τον τάφο φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Περιλαμβάνει δύο ευδιάκριτες κατηγορίες αγγείων: Μια τοπική (Μεσσηνιακή) με αγγεία ύστερης Μεσοελλαδικής εμφάνισης και μια Μινωική με αγγεία πολύ γνωστών Μεσομινωικών ΙΙΙ/Υστερομινωικών Ι-Α τύπων. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασικού κεραμικού ρυθμού της πρώτης Μυκηναϊκής φάσης. 

    ΜΑΛΘΗ - ΒΑΣΙΛΙΚΟ –ΟΡΟΣ ΡΑΜΟΒΟΥΝΙ  Ή ΛΟΦΟΣ  ΜΑΛΘΗ

     Η ιστορία των ανασκαφών στο θεωρούμενο αρχαίο Δώριο άρχισε το Πάσχα του 1926 όταν ο τότε δημοδιδάσκαλος στο χωριό Βυδίσοβα (Κόκλα)Σωτήρης Παπαδόπουλος, ευαίσθητος στα θέματα της τοπικής Ιστορίας, υπόδειξε στο Σουηδό Αρχαιολόγο Ν. Valmin, που ερευνούσε στη Μεσσηνία, την ύπαρξη αρχαιοτήτων στην κορυφή του λόφου Μάλθη, που βρίσκεται μεταξύ Βασιλικού και Κόκλας, νοτίως του δρόμου για την Κυπαρισσία.
    Ο 
    Ν. Valmin, με οδηγό τις περιηγήσεις του Παυσανία ,ταύτισε το ποτάμι Ηλέκτρα με το ρέμα που περνάει δυτικά του Βασιλικού και το ποτάμι Κοίο με το ρέμα που κατεβαίνει από το τωρινό χωριό Μάλθη, για να ενωθεί με το προηγούμενο, πλησίον του οικισμού Ακρόπολις.
    Αυτό το ρέμα δέχεται τα νερά μιας πηγής προς τη δυτική πλευρά του λόφου με τις αρχαιότητες που ο 
    Ν. Valmin, θεώρησε ότι είναι η πηγή Αχαΐα του Παυσανία.
    Σύμφωνα με τα παραπάνω σε συνδυασμό και με άλλες ενδείξεις από αρχαία κείμενα και χωρίς να βρεθεί καμιά γραπτή απόδειξη ο
     Ν. Valmin, υποστήριξε ότι οι αρχαιότητες στην κορυφή του λόφου Μάλθη, σχετίζονται με το αρχαίο Δώριο.
    Η άποψη αυτή έχει γίνει μέχρι σήμερα γενικά αποδεκτή. Τα ευρήματα και συμπεράσματα των ανασκαφών καταγράφονται λεπτομερειακά στο βιβλίο-έκθεση του 
    Ν. Valmin,, προς το Πανεπιστήμιο της LUND, που χρηματοδότησε τις έρευνες. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα Αγγλικά το 1938 με τίτλο the Swedish Messenian expedition και δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί ακόμη στα Ελληνικά. Υπάρχει όμως στη Βιβλιοθήκη της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Αθήνα.
    Περιληπτικές αναφορές στο έργο του
     Ν. Valmin, σε συνδυασμό με λεπτομερή σχόλια στα αρχαία κείμενα, περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Νικ. Παπαχατζή βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών με τίτλο «Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησης-Μεσσηνιακά - Ηλειακά» 3ος Τόμος (Εκδοτικής Αθηνών).
    Σύμφωνα με τα παραπάνω η κατοίκηση του Λόφου έγινε όχι αργότερα από τη ύστερη Νεολιθική εποχή, που για τη περιοχή αυτή τερματίζεται στα 2500 π.X.
    Ακολουθεί η Πρωτοελλαδική εποχή έως το 2200 π.Χ και η Μεσοελλαδική, έως το 1800 π.Χ . Στη Μεσοελλαδική περίοδο είναι γνωστό ότι η Πελοπόννησος οικίστηκε από τους Αχαιούς που βαθμιαία την κατέκλυσαν τον χώρο , άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια, υποτάσσοντας τους πρώτους κατοίκους, τους Πελασγούς.
     



     Οι ανασκαφές του Σουηδού αρχαιολόγου Mattias Natan Valmin, που ξεκίνησαν στο λόφο της Μάλθης (δυτικά του χωριού Βασιλικό) το 1927 και ολοκληρώθηκαν το 1934, έφεραν στο φως έναν οχυρωμένο οικισμό (ακρόπολη), μήκους 138 μ. και πλάτους 82 μ. Το όνομα Μάλθη, όπως και το κοντινό ομώνυμο χωριό, σημαίνει όρος και πιθανά να προέρχεται από την αλβανική λέξη Malith. Η ακρόπολη της Μάλθης αποτελεί τον μεγαλύτερο και καλύτερα γνωστό έως σήμερα αγροτικό οικισμό της Μεσοελλαδικής εποχής στη Μεσσηνία που άκμασε από το 2050 έως το 1680 π.Χ. Στην πρώτη αυτή φάση του ήταν ατείχιστη και τα οικοδομήματα είχαν αψιδωτό σχήμα. Ξεχωρίζει στη φάση αυτή ένα μεγάλο (11,35 Χ 5,70 μ.) καμπυλόγραμμο, σχεδόν ωοειδές κτίσμα με δύο εισόδους στο νότιο τμήμα. Αργότερα, στην ώριμη Μεσοελλαδική ΙΙ εποχή απέκτησε οχυρωματικό περίβολο. Τότε εγκαταλείπονται τα αψιδωτά ή καμπυλόγραμμα κτίσματα και κτίζονται τετράπλευρα-ορθογώνια. O μεγάλος οχυρωματικός περίβολος με ολικό ανάπτυγμα 420 μ., χτίστηκε από ακατέργαστους ογκόλιθους, που είχαν τοποθετηθεί στην ανώμαλη βραχώδη περίμετρο του λόφου χωρίς προηγούμενη επίστρωση. 


    ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ. ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΔΕΞΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΩΡΙΟ. 

    Έχει 4 ή 5 στενές διόδους. Οι κύριες πύλες βρίσκονται στα βόρεια και νότια. Ένα μεγάλο τμήμα του τείχους δεν σώζεται: χρησιμοποιήθηκε σαν εκ νέου υλικό ή κατρακύλησε κάτω από το λόφο. Ό,τι έχει απομείνει ποικίλλει σε πάχος από 3,50 μ. ως και 1,60 μ. Σε μερικές σημεία δηλαδή το τείχος αποκτά μεγαλύτερο πάχος ή προεξέχει σχηματίζοντας αιχμηρές προβολές που μάλλον χρησιμοποιούνταν ως αμυντικοί εξώστες. 


     Το τείχος περιέκλειε δύο οικιστικά σύνολα: Ένα κεντρικό προς την κορυφή της ακρόπολης, που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο, με οικίες και βιοτεχνικά εργαστήρια και ένα περιφερειακό με κατοικίες, αποθήκες και στάβλους σε επαφή με τον περίβολο. Τα τείχη της ακρόπολης δεν προστατεύουν τόσο θησαυρούς, όσο κοπάδια και μια γη, που είναι έτοιμη να δεχτεί νέους κατοίκους από Βορρά και Ανατολή. Μέσα στην ακρόπολη, ανάμεσα στις κατοικίες ή κάτω από αυτές, αποκαλύφθηκαν 47 τάφοι λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι κι ένας ταφικό πίθο με σκελετό παιδιού. Οι πιο πολλοί από τους τάφους αυτούς είχαν μία ταφή, υπήρχαν όμως και κάποιοι με περισσότερες. Σ’ έναν τάφο μάλιστα βρέθηκαν και τα ίχνη από το σάβανο του νεκρού. Εδώ βρέθηκε ο καλύτερα σωζόμενος θολωτός τάφος, από τον Σουηδό N. Valmin, που προστατεύεται από ξύλινο στέγαστρο. Η κατοίκηση της ακρόπολης συνεχίστηκε και κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (περίπου 1680-1060 π.Χ.), οπότε στο κέντρο του οικισμού κατασκευάστηκε μέγαρο, προφανώς έδρα του Μυκηναίου άρχοντα της περιοχής. Τα σημαντικότερα ευρήματα από την ακρόπολη της «Μάλθης » εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας.

    ΜΑΛΘΗ -ΤΑΦΟΣ 1- ΣΧΕΔΙΟ 1976  OPELON. - PARIS 

     Εκτός από τους τάφους μέσα στα τείχη, με τα πολύ φτωχά κτερίσματα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τρεις θολωτοί τάφοι στους δυτικούς πρόποδες του λόφου. Είναι πιθανότατα οι τάφοι των τοπικών ηγεμόνων του βασιλείου του Νέστορα. Οι τάφοι ήταν ουσιαστικά υπέργειοι κι είχαν σκεπαστεί για να σχηματιστούν τεχνητοί τύμβοι. Έχουν συληθεί από τα αρχαία χρόνια και οι δύο απ’ αυτούς, είναι σχεδόν κατεστραμμένοι. Ο καλύτερα διατηρημένος είναι ο θολωτός τάφος I, που είναι και επισκέψιμος κατασκευαστικά και θυμίζει τους γνωστούς τάφους των Μυκηνών, χωρίς όμως τη γνωστή μεγαλοπρέπεια με τους τεράστιους ογκόλιθους στην είσοδο και τον εντυπωσιακό θόλο. Είναι ο καλύτερα διατηρημένος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας, που διατηρεί ακέραιη τη θόλο του. Ένας «δρόμος» μήκους 13,5 μ. επενδυμένος οδηγεί στην είσοδο. Ο ταφικός θάλαμος έχει διάμετρο 6,85 μ. και ύψος 5,8 μ.. Σήμερα όμως χρειάζεται υποστύλωση, γι’ αυτό και είναι περιφραγμένος και κλειστός για το κοινό. Ο δεύτερος τάφος βορειότερα δεν διασώζεται σε τόσο καλή κατάσταση. Έχει κι αυτός επενδυμένο δρόμο μήκους 12,5 μ., όμως λείπουν το υπέρθυρο και το ανώτερο μέρος του θόλου. 

    ΕΥΡΗΜΑ 5-4 ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ πΧ  ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΜΑΛΘΗ

    Η λεγόμενη «Αδριατική» κεραμική- Ο Valmin διατύπωσε τη θεωρία ότι τα εγχάρακτα αγγεία της Μάλθης ανήκουν σ' έναν τύπο κεραμικής που ονόμασε Αδριατική, από τα φύλα που - κατά τη θεωρία του - κατοίκησαν στις ακτές της Αδριατικής Θάλασσας μέχρι τη Δυτική Πελοπόννησο από τη Νεολιθική έως και τη Μυκηναϊκή εποχή. Η ανεύρεση όμως αυτής της χειροποίητης εγχάρακτης κεραμικής σε ΜΕ και ΥΕ στρώματα στα Νιχώρια της Μεσσηνίας, στην Περιστεριά και στον Εγκλιανό δείχνει την ταυτόχρονη χρήση της με τη μινυακή κεραμική και αντικρούει τη θεωρία του Valmin.
     
    ΒΑΣΙΛΙΚΟ - ΜΑΛΘΗ    ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ 1  

    ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ -ΜΑΛΘΗ 

     ΔΙΟΔΙΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 

    Ο μικρός θολωτός τάφος διαστ  υψ. 2 μ  διάμετρος 4,20 στην μεσσηνιακή ενδοχώρα ήταν ασύλητος γεγονός που επέτρεψε να χρονολογηθεί  η διάρκεια χρήσης την ΥΕ Ι-ΙΙΑ ΕΩΣ ΥΕ ΙΙΙΑ-Β  1500-1400 πΧ. Περιείχε ταφές 12-15 ατόμων  με χάλκινα μικροευρήματα τρίωτους πιθαμφορίσκους και ψευδόστομους αμφορείς. 

    ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ  -ΔΙΟΔΙΑ- ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ,  
    ΚΑΠΛΑΝΙ ΠΥΛΙΑΣ  


    Μεταξύ των χωριών Καπλάνι και Ζιζάνι στην κορυφή του λόφου Βίγλα ανασκάφηκε θολωτός τάφος διαμέτρου 5 μ και σωζόμενο ύψος 2.50 περίπου κτισμένος με πλακοειδή ντόπια πέτρα. Ο διάδρομος του τάφου 6 μέτρα περίπου είναι επίσης κτιστός με πέτρα. είναι συλημένος από την αρχαιότητα διατήρησε όμως την αδιατάρακτη ταφή 2 νεκρών σε λάκκο στο δάπεδο του θόλου .σε μικρή απόσταση ΝΑ εντοπίστηκε και δεύτερος θολωτός τάφος με τις ίδιες περίπου διαστάσεις .τα γύρω ευρήματα δεν αποκλείουν και ύπαρξη περισσοτέρων στην περιοχή.
     


    ΜΟΥΡΙΑΤΑΔΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ 



    ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ 

    Πυλία -ΤΑΦΟΣ 2 Ύστερη Εποχή του Χαλκού (Υστεροελλαδική Ι - ΙΙΙ ή Μυκηναϊκή Περίοδος, 1680 - 1060 π.Χ.) 

     Η Κουκουνάρα, 15 χλμ βορειοανατολικά της Πύλου, αποτέλεσε κατά τα μυκηναϊκά χρόνια σημαντικό κέντρο και μια από τις κύριες πόλεις του βασιλείου της Πύλου, με αναφορές στις πινακίδες της Γραμμική Β΄. Στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού χωριού Κουκουνάρα εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν επτά θολωτοί τάφοι καθώς και κατάλοιπα οικισμού, που μαρτυρούν μιαν αρκετά διευρυμένη οικιστική εγκατάσταση με μεγάλο πληθυσμό. Η χρήση του χώρου, οικιστική και ταφική ξεκινά ήδη από την Μεσοελλαδική εποχή (2050-1680 π.Χ.) ως και τους Μυκηναϊκούς χρόνους, οπότε και ερημώνεται εξαιτίας κάποιου καταστροφικού γεγονότος.
      
    ΚΟΥΚΟΥΝΑΡΑ (ΦΩΤΙΕΣ) ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΙΙ 

    Οι θολωτοί τάφοι της Κουκουνάρας ανήκουν στα πρωιμότερα μνημεία αυτού του ταφικού τύπου στην Πελοπόννησο. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε μεγαλύτερους ή μικρότερους θολωτούς τάφους και συνοδεύονταν από πολυτελή ή φτωχά κτερίσματα ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τους θέση. Από τους τάφους προήλθε πληθώρα ευρημάτων όπως χρυσά κοσμήματα, χάλκινα αγγεία και όπλα, λίθινες αιχμές βελών κομμάτια από κράνη με επένδυση από χαυλιόδοντες κάπρου. 


    ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

     

    Στον επιβλητικό λόφο της Περιστεριάς, που απέχει 1-1,5 χλμ. βόρεια από το χωριό Μύρο, ΒΑ της Κυπαρισσίας, βρίσκεται ο μεγαλύτερος θολωτός τάφος της Μεσσηνίας του 16ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για ένα σπουδαίο αρχαιολογικό χώρο τον οποίο οι αρχαιολόγοι αποκαλούν «Μυκήνες της Δυτικής Πελοποννήσου» για τον πλούτο των ευρημάτων και το μέγεθος των κτισμάτων του, που ανάγονται στην 2η χιλιετία π.Χ. Ανήκει σε μεγάλη μυκηναϊκή πόλη που δεν έχει ανασκαφεί ακόμη και βρίσκεται σε θέση που κατοπτεύει τη θάλασσα. 

     Ο οχυρός λόφος της Περιστεριάς υψώνεται απότομος από τις 3 πλευρές του, με ομαλή πρόσβαση μόνον από τη νότια, όπου δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί οχύρωση στους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μέχρι σήμερα, στο λόφο έχουν ανασκαφεί 3 θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι, τμήμα ανακτόρου και έχουν αποκαλυφθεί κατάλοιπα οικιών και περιβόλου, ενώ ένας 4ος θολωτός τάφος, ο λεγόμενος Νότιος Θολωτός τάφος 1, βρέθηκε σε οικόπεδο νότια του λόφου, έξω από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο λόφος με τα κτίσματά του χρησιμοποιήθηκε από τη Μεσοελλαδική εποχή μέχρι και το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ-Β φάσης, ενώ σ’ ένα σημείο του βρέθηκαν και κατάλοιπα οικίας πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων. Οι τάφοι, οι οικίες και οι λοιπές κατασκευές δεν είναι όλα σύγχρονα, αλλά αλληλοδιάδοχα χρονικά, δηλαδή χτίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές φάσεις της Μεσοελλαδικής και Υστεροελλαδικής εποχής, ωστόσο οι φάσεις χρήσης κάποιων συμπίπτουν.
    Οι αρχαιότερες κατασκευές πάνω στο λόφο, που χρονολογούνται στο τέλος της Μεσοελλαδικής εποχής, εντοπίζονται στην περιοχή γύρω από το μεγάλο θολωτό τάφο 1 (αναστηλωμένο σήμερα).  


     
     Πρόκειται για:Το μικρό χρυσοφόρο τάφο, που αποκαλύφθηκε στα δυτικά, δίπλα και πιο χαμηλά από την εξωτερική πλευρά του δυτικού τμήματος του περιβόλου του τύμβου του θολωτού τάφου 1, αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο τάφος είναι μικρού ύψους, ακανόνιστου σχήματος, σχεδόν τετράγωνος, με στρογγυλεμένες γωνίες, κτισμένος με πλακωτούς ασβεστολιθικούς λίθους και πολύ λεπτές ασβεστολιθικές καλυπτήριες πλάκες, που υποστηρίζονταν από ξύλινες δοκούς. Στο Α, Β, Δ-ΝΔ τμήμα του είχαν συγκεντρωθεί με ανακομιδή τα οστά των παλαιότερων ταφών, ενώ το Β τμήμα του καταλάμβανε διπλή ταφή. Ο τάφος αυτός ήταν ιδιαίτερα πλούσιος σε χρυσά ευρήματα γι’ αυτό και αναφέρεται στην βιβλιογραφία ως «χρυσοφόρος». Ανάμεσα στα πιο σημαντικά ευρήματά του ξεχωρίζουν, από την διπλή ταφή: ένα πυρολιθικό εργαλείο υπόλευκου χρώματος και γλωσσωτού σχήματος, οκτώ χρυσοί ρόδακες με εξάρτημα και σωληνίσκο εξαρτήσεως μέσα σε μονωτή κύλικα, και ένα χάλκινο ξίφος τύπου Α, που αποτελεί το παλαιότερο παράδειγμα αυτού του μυκηναϊκού εθίμου ταφής, που είναι γνωστό και από άλλους μεσσηνιακούς τάφους (Κακοβάτου, Ρούτσι, Εγκλιανού, Νιχωρίων) και από τις ανακομιδές: χρυσός κάνθαρος μινυακού τύπου με διακοσμημένες λαβές, χρυσές ατρακτοειδείς ταινίες με έκκρουστη διακόσμηση, ένα περιδέραιο με χρυσές κρινοειδείς ψήφους, εικοσιπέντε όμοιοι χρυσοί ρόδακες, ακόσμητες χρυσές ταινίες, πήλινα μινυακά αγγεία του τέλους ακριβώς της Μεσοελλαδικής εποχής. Ο τάφος αυτός, που είναι και ο παλαιότερος της Περιστεριάς έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί αποδεικνύει, ότι ο χρυσός χρησιμοποιούνταν σε σημαντική ποσότητα ήδη πριν από τα τέλη της Μεσοελλαδικής εποχής και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας εκτός από την Αργολίδα και ότι δεν ήταν πλούσιοι σε χρυσό μόνο οι κάτοικοι των Μυκηνών της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής, αλλά και οι σύγχρονοί τους της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Αποτελεί πράγματι την αρχαιότερη ομάδα χρυσών ευρημάτων στην περιοχή, που είναι πιθανόν να αποκτήθηκαν μέσω εμπορικών συναλλαγών με την Κρήτη. 


    Σύγχρονη με τον χρυσοφόρο τάφο (στα ανατολικά), είναι η λεγόμενη Ανατολική Οικία, όπως δείχνουν τα ευρήματα αμαυρόχρωμης κεραμικής της τελευταίας φάσης της Μεσοελλαδικής εποχής. Το κτίσμα αποτελείται από πολλούς χώρους, που οι τοίχοι τους σώθηκαν σε ύψος ως και 1 μ., επειδή χρησιμοποιήθηκαν ως αναλημματικοί τοίχοι για τον τύμβο του μεταγενέστερου διπλανού θολωτού τάφου 1. Βασικά, βρέθηκαν αντικείμενα οικιακής χρήσης ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει ένα πήλινο κύπελλο, τύπου Κεφτί, με γραπτή διακόσμηση. Κάτω από τα δάπεδα των δωματίων και των αυλών της, εντοπίστηκαν 7 μικροί κιβωτιόσχημοι τάφοι με πολλαπλές παιδικές ταφές, χωρίς κτερίσματα. Η οικία καταστράφηκε στα τέλη της Πρώιμης Μυκηναϊκής περιόδου (Υστεροελλαδική Ι) για να κατασκευαστεί ο μεγάλος θολωτός τάφος 1. Στις αρχές της Πρώιμης Μυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται δύο ακόμη οικίες στο βόρειο τμήμα του λόφου: α) η Βόρεια Οικία, που αποτελεί το βορειότερο κτίσμα του αρχαιολογικού χώρου, στο δάπεδο της οποίας βρέθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι παιδικοί τάφοι και β) κατάλοιπα οικίας στο ΒΔ τμήμα, με χονδροειδή και Αδριατική κεραμική και πήλινα ομοιώματα μεταλλικών αγγείων.

    ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ

    Στην ίδια φάση οικοδομείται και ο αρχαιότερος από τους θολωτούς τάφους του λόφου, ο θολωτός τάφος 3, στη δυτική παρυφή του λόφου. Είναι ο μικρότερος σε μέγεθος, αλλά διατήρησε πολλά από τα χρυσά κτερίσματα, που είχαν εναποτεθεί στις λιγοστές ταφές του ταφικού του θαλάμου. Τα ευρήματα και τα στοιχεία πρωιμότητας στην κατασκευή του (μικροί πλακωτοί ασβεστόλιθοι στην πρόσοψη, στο στόμιο και στο θάλαμο, δύο μεγάλες πλάκες για θεμέλιο στις γωνίες της πρόσοψης, που εξείχαν ελαφρά), χρονολογούν το μνημείο στην πρώιμη Υστεροελλαδική Ι φάση. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου είναι 6,90 μ., ενώ από τη θόλο του σώζεται, σήμερα, μόνο το ανατολικό της τμήμα σε ύψος 2 μ. Ο τάφος είχε δύο φάσεις χρήσης, κατά την Υστεροελλαδική Ι, όπως φαίνεται από το πεταλόσχημο σκάμμα, σε βαθύτερο επίπεδο, που ανοίχτηκε εμπρός από τη είσοδό του και έφτανε ως το κέντρο του θαλάμου. Στο σκάμμα, που περιείχε 2 ανακομιδές, βρέθηκαν δύο μεγαλόσχημοι αμφορείς, που χρονολογούν το σύνολο στη μεταβατική φάση, από τη Μεσοελλαδική στην Υστεροελλαδική Ι εποχή. Από το τμήμα του ταφικού θαλάμου προήλθε πλήθος χρυσών ευρημάτων ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν: διάδημα με έκκρουστη διακόσμηση, κύπελλο όμοιο προς ένα των Μυκηνών, κύπελλο τύπου Κεφτί, αβαθής μονωτός κύαθος που ονομάστηκε από τον Schachermyer «κύπελλο τύπου Περιστεριάς», πλήθος χρυσά φυλλάρια, κόσμημα από λεπτό χρυσό έλασμα με παράσταση χρυσαλίδων, ροδάκων, τριτόνων, καρδιόσχημων φύλλων, γλαυκών, χρυσοί σωληνίσκοι για την εισαγωγή νημάτων πολύπλοκων περιδεραίων, αλλά και ψήφοι αμέθυστου και σάρδιου καθώς κι ένα αργυρό κύπελλο διαλυμένο. Η ταυτότητα ενός από τους νεκρούς του τάφου μαρτυρείται από τον πολεμικό εξοπλισμό: αιχμές βελών, χαυλιόδοντες κάπρου από επένδυση οδοντόφρακτων κρανών, χάλκινοι ήλοι από ξίφος. Ο τάφος σταμάτησε να χρησιμοποιείται σύντομα, κατά την Υστεροελλαδική Ι/ΙΙ, οπότε και καταστράφηκε, όταν χτίστηκε το δυτικό-ΒΔ τμήμα του «Κύκλου», δηλαδή του περιβόλου που τον διαχωρίζει από την παρακείμενη Δυτική Οικία. Οι νεότερες αυτές κατασκευές εξαφάνισαν το δρόμο του τάφου. Οι λίθοι της κατεστραμμένης θόλου απομακρύνθηκαν και επαναχρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε άλλα κτίσματα του λόφου.
    Κατά την ίδια Υστεροελλαδική Ι φάση οικοδομήθηκε και ο νότιος θολωτός τάφος 1, σε απόσταση 100 μ. νοτιότερα του «Κύκλου». Ήταν ελεύθερος, δηλαδή χωρίς τύμβο, ωστόσο η θόλος έφερε πιθανότατα επικάλυψη από υδατοστεγή πηλό.

    Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (ΥΕ ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους 
    Ο οικογενειακός αυτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για παραπάνω από 15 ταφές, με την αρχαιότερη να ανάγεται στην αρχή της Μυκηναϊκής εποχής (Υστεροελλαδική Ι) και την τελική φάση χρήσης να εκτείνεται ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α1 φάση, δηλαδή χρησιμοποιήθηκε κατά το 16ο και το 15ο αιώνα π.Χ. Εκτός από αγγεία δεν βρέθηκαν μεταλλικά αντικείμενα στον τάφο. Φαίνεται πως αποτέλεσε το νεκροταφείο του πληθυσμού της Περιστεριάς. Η διαπίστωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αποδεικνύει πως συγχρόνως με τους δυνάστες της περιοχής είχαν και οι απλοί άνθρωποι τη δυνατότητα να χτίζουν παρόμοιους τάφους και μάλιστα σε διαστάσεις ελάχιστα μικρότερες. Υπήρχε δηλαδή άρχουσα τάξη, αλλά ο βαθμός υποτέλειας ήταν πολύ μικρός. Οι μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής με την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού είχαν τη δυνατότητα να κτερίζουν τους νεκρούς τους με μεταλλικά κτερίσματα και να κτίζουν μεγαλύτερους τάφους.
    Στο τέλος της Υστεροελλαδικής Ι και στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ, δημιουργούνται δύο νέα ταφικά κτίσματα κατασκευάζονται, οι θολωτοί τάφοι 1 και 2. Ο θολωτός τάφος 2 είναι λίγο προγενέστερος του 1 και ανάγεται στα τέλη της Υστεροελλαδικής Ι φάσης. Ήταν σε χρήση κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο, αλλά κατέρρευσε η θόλος του, γεγονός που τερμάτισε τη λειτουργία του. Η διάμετρος της θόλου, που έχει σωθεί σε ύψος 3,50 μ. ανέρχεται σε 10,60 μ. Στον ταφικό θάλαμο εντοπίστηκαν θραύσματα από 3 τουλάχιστον εισηγμένους πιθαμφορείς ανακτορικού ρυθμού και συλλέχθηκε πλήθος χρυσών, αργυρών και χαλκών αντικειμένων: απειράριθμα λεπτά χρυσά φυλλάρια, κοίλα θραύσματα χάλκινων αγγείων, χάλκινα ξίφη, σκεύος με ένθετη διακόσμηση χρυσών κρίνων, αργυρών δελφινιών και νίελο, χρυσοί θύσανοι κ.α. Ιδιαίτερης σημασίας εύρημα είναι οι χάνδρες από ήλεκτρο, που υποδηλώνει ότι το εμπόριο του ήλεκτρου με τη Βόρεια Θάλασσα επεκτεινόταν σε όλες τις σημαντικές μυκηναϊκές θέσεις της Νοτιοδυτικής-Δυτικής Πελοποννήσου (Κακόβατος, Εγκλιανός, Ρούτσι, Τραγάνα, Κουκουνάρα, Βοϊδοκοιλιά). Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό των επαφών με τη Μινωική Κρήτη, είναι ένα ολόσωμο πήλινο ειδώλιο τύπου Πετσοφά. Στο εσωτερικό του τάφου ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή ανέβλυζε νερό, και γι’ αυτό σχηματίστηκε αγωγός με καλυπτήριες πλάκες κατά μήκος του στομίου και του δρόμου ως το νότιο-ΝΑ τμήμα του «Κύκλου», που κατασκευάστηκε σε φάση μεταγενέστερη της κατασκευής του τάφου, άγνωστο πότε ακριβώς.
    Ο νεότερος από τους δυναστικούς θολωτούς τάφους είναι ο θολωτός τάφος 1 (Υστεροελλαδική ΙΙ), στο κέντρο σχεδόν του λόφου. Είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους θολωτούς τάφους. Έχει επιμελημένη πρόσοψη με λίθινη επένδυση από πωρόλιθο σε όλο της το ύψος. Το στόμιο ιδιαίτερα επιβλητικό, ύψους 5,10 μ., πλάτους 2,33 μ., μήκους 6 μ., ήταν κλειστό με αργολιθοδομή. Στην αριστερή πλευρά της πώρινης πρόσοψης είναι χαραγμένα 2 Κνωσιακά λατομικά σημεία: κλαδί και διπλός πέλεκυς. Το ανώφλι του στομίου αποτελείται από τρία μεγάλα μέρη βάρους μέχρι 22 τόνων το καθένα (από πωρόλιθο ή αμυγδαλίτη), ενώ πιστεύεται ότι υπήρχε και ανακουφιστικό τρίγωνο ώστε το υπερκείμενο βάρος να κατανέμεται στις δύο πλευρικές παραστάδες. Ο τάφος κτίστηκε αφού σχηματίστηκε τεράστιος κύλινδρος για την κατασκευή του οποίου καταστράφηκε τμήμα της παρακείμενης Ανατολικής Οικίας. Ως θεμέλια της θόλου, που έμοιαζε με κυψέλη, χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι πλακωτοί λίθοι. Η διάμετρος του ταφικού θαλάμου ανέρχεται σε 12,04 μ. και το ύψος του υπολογίζεται σε περισσότερο από 10 μ. Αν και η θόλος είχε σωθεί, σε ορισμένα σημεία, σε ύψος ως και 1,20 μ. εντούτοις αναστηλώθηκε το 1970, (αλλά με τρόπο ατυχή, καθώς το προεξέχον τμήμα της δεν έχει την επίστρωση πηλού που έδινε στεγανότητα στον τάφο κατά τη μυκηναϊκή εποχή). Ο τάφος δηλαδή είχε ελεύθερη στεγανή θόλο και τύμβο ως το ύψος του ανωφλίου μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια. Ο τύμβος γύρω από τον τάφο περιβαλλόταν από αναλημματικό περίβολο. Στις διαδοχικές ταφές του τάφου από τις οποίες καμία δεν διατηρήθηκε, είχαν εναποτεθεί τουλάχιστον δέκα εισηγμένα ευμεγέθη αγγεία και πιθαμφορείς του ανακτορικού ρυθμού. Η χρήση του συγκεκριμένου τάφου συνεχίστηκε κατά τους ύστατους Κλασσικούς χρόνους και κατά την Ελληνιστική εποχή.
    ΚΑΤΟΨΗ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ

    Αν και οι τάφοι της Περιστεριάς είχαν συληθεί ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή, όμως από τα διασωθέντα αντικείμενα μπορούμε να συμπεράνουμε τον πλούτο των πολύτιμων κτερισμάτων. Στο θολωτό τάφο 1 βρέθηκαν χρυσά φυλλάρια, χρυσά κοσμήματα, χρυσά λεπτά δισκάρια με οπή που συνδέονταν με άλλα καρδιόσχημα ελάσματα με έκτυπη διακόσμηση, περιδέραια από χάνδρες αμέθυστου και σκαραβαίος από αμέθυστο. Μερικά από τα χρυσά αντικείμενα αποτελούν πραγματικά κομψοτεχνήματα όπως: η χρυσή ψήφος σε μέγεθος μικρού κερασιού με θαυμάσια κοκκιδωτή διακόσμηση, που αποτελείται από 1000 μικρότατα σφαιρίδια χρυσού προσκολλημένα στην επιφάνεια της ψήφου για να απαρτίσει κούμαρο ή το χρυσό έλασμα σε σχήμα ψαριού με έκτυπη παράσταση μινωικής τελετουργικής πομπής. Βρέθηκαν επίσης κατάλοιπα από την επένδυση οδοντόφρακτου κράνους, που μαρτυρούν την ιδιότητα ενός από τους νεκρούς που ετάφησαν εκεί. Κατά τη Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β εποχή η Περιστεριά είχε μείνει ένα απλό πόλισμα. Το μεγαλόπρεπο παρελθόν της μαρτυρούσε ο θολωτός τάφος 1 στην κορυφή του λόφου, ενώ πιθανότατα ο 2 είχε καταρρεύσει και ο 3 είχε από πολύ πριν καλυφθεί μετά την καταστροφή του. 


    ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΑΦΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ 






    Printfriendly