.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Ο Νόμιος Παν: Το ιερό και η λατρεία του Θεού στην Μπέρεκλα (Νέδα)


Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός εκπληκτικής ομορφιάς χάλκινων ειδωλίων εμφανίστηκαν στην διεθνή αγορά τέχνης. Σύμφωνα με αναφορές τα ειδώλια αυτά είχαν βρεθεί από αγρότες στα βουνά κοντά στο Λύκαιον Όρος στη νοτιοδυτική Αρκαδία, τα Νόμια όρη.
Το 1902 ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης προχώρησε σε ανασκαφές, σε σημείο κοντά στο χωριό Μπέρεκλα (σημερινή Νέδα ), δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας, όπου και ανακάλυψε το ιερό του Πάνα.
Η πληθώρα των αναθηματικών ειδωλίων που βρέθηκαν μας έδωσαν αρκετά στοιχεία για την λατρεία του πανάρχαιου Αρκαδικού θεού.
Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ομόφωνα ότι ο Θεός Παν καταγόταν από την Αρκαδία. Η επίσημη απαρχή της λατρείας του Πάνα στην Αττική και την Αθήνα καθορίζετε με χρονολογική ακρίβεια στο -490, γεγονός σπάνιο στην ιστορία της Ελληνικής θρησκείας. Κατά την διάρκεια της μάχης του Μαραθώνος πιστευόταν ότι ο Θεός προκάλεσε πανικό στις τάξεις του εχθρού, βοηθώντας τους Αθηναίους να πετύχουν μιά περίτρανη νίκη.
Είναι πολύ πιθανόν ότι μερικά χρόνια πριν την μάχη του Μαραθώνα ο Αρκαδικός Θεός να είχε γίνει αντικείμενο ενδιαφέροντος των ζωγράφων αγγείων της Αττικής.
Ένα από τα δύο θραύσματα από το χείλος ενός μελανόμορφου κρατήρα δείχνει τον Παν να παίζει διπλό φλάουτο σε ένα θεϊκό συμπόσιο. Στέκεται δίπλα στον Ερμή , ο οποίος χαλαρώνει σε ένα ανάκλιντρο, ενώ κοιτάει προς τα πίσω, ίσως προς την κατεύθυνση του Διονύσου, ο οποίος απεικονίζεται στο δεύτερο θραύσμα του αγγείου να αναπαύεται σε ένα άλλο ανάκλιντρο. Τον Θεό Πάν φαίνεται να ακολουθούν δύο σάτυροι και μια μαινάδα, οι οποίοι χορεύουν με τη μουσική του Πάνα . Για την απεικόνηση του Αρκαδικού θεού ο ζωγράφος έκανε χρήση ενός συνδυασμού στοιχείων ζώων και ανθρώπου προσδίνοντας στον Θεό τερατώδη μορφή.



Μήπως η παράξενη κατσικίσια εμφάνιση του Πάνα στα αττικά αγγεία από την ύστερη αρχαϊκή και πρώιμη κλασική εποχή αντανακλούν παλαιότερες εικονογραφικές παραδόσεις από την Αρκαδία; Μήπως οι αρχαίοι τον απεικόνιζαν στην αρχή απλά ως μια αίγα, η οποία αποκάλυψε την θεϊκή ιδιότητα της, περπατώντας στα πίσω πόδια σαν ένα ανθρώπινο ον; Μήπως υπάρχουν διασυνδέσεις με τη λατρεία των ζώων στην Μυκηναϊκή εποχή;
Στην Αρκαδία, την αναφερόμενη πατρίδα του Πάνα, πρέπει να στραφούμε ψάχνοντας για τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων αλλά και για αρχαιολογικές μαρτυρίες για την καταγωγή του θεού.
Στα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα ένας σημαντικός αριθμός εκπληκτικής ομορφιάς χάλκινων ειδώλίων εμφανίστηκαν στην διεθνή αγορά τέχνης. Σύμφωνα με αναφορές τα ειδώλια αυτά είχαν βρεθεί από αγρότες στα βουνά κοντά στο Λύκαιον Όρος στη νοτιοδυτική Αρκαδία.
Τρία από αυτά τα αγαλματίδια αποκτήθηκαν από το Ελληνικό Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Ένα από αυτά απεικονίζει τον Θεό Ερμή να φοράει φτερωτές μπότες, κοντό χιτώνα και ένα μυτερό καπέλο διακοσμημένο από μια δέσμη φτερών. Κουβαλάει ένα κριάρι κάτω από το αριστερό του χέρι. Ο τύπος αυτός ονομάζεται Ερμής Κριοφόρος.



Το δεύτερο αγαλματίδιο απεικονίζει έναν γυμνό νέο που πιθανόν να κρατούσε ένα τόξο στο αριστερό του χέρι, ενώ ρίχνει σπονδή με το δεξί του χέρι από μια φιάλη που έχει πλέον χαθεί.
Το τρίτο αγαλματίδιο δεν είναι τις ίδιας ποιοτικής κατασκευής σε σύγκριση με τα άλλα δύο. Είναι ντυμένο με τον ίδιο τρόπο όπως το αγαλματίδιο του Ερμή, και στην αρχική δημοσίευση θεωρήθηκε να είναι είτε "Νόμιος Ερμής" ή απαπεικόνιση Αρκά αγρότη.



Η ανασκαφή τού Ιερού
Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία ανακάλυψε ότι αυτά τα μπρούντζινα αγαλματίδια προέρχονταν όλα από ένα ορισμένο σημείο στις νότιες πλαγιές του Λυκαίου Όρους, τα Νόμια όρη.
Το 1902 ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης προχώρησε σε ανασκαφές, σε σημείο ανάμεσα στα χωριά Άγιος Σώστης και Μπέρεκλα (σημερινή Νέδα ), δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας.
Στην περιοχή γύρω από το ερειπωμένο εκκλησάκι του Αί Στράτηγου, ο Κουρουνιώτης βρήκε πενιχρά λείψανα αρχαίων οικοδομημάτων, αρχιτεκτονικά μέλη των οποίων είχαν επαναχρησιμοποιηθεί για την κατασκευή της εκκλησίας αλλά και για μια σειρά από τάφους, που χρονολογήθηκαν από τον ανασκαφέα στην περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο. Ανέφερε επίσης την εύρεση δύο αρχαίων δεξαμενών στην περιοχή κατασκευασμένες από πολύ μεγάλους ασβεστολιθικούς δόμους. Επίσης στο γειτονικό χωριό της Νέδας (πρώην Μπέρεκλα) χρησιμοποιήθηκαν αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη για την κατασκευή της βρύσης του χωριού, τα οποία σύμφωνα με την παράδοση προέρχονται από το ιερό του Πάνα.
Πίσω από έναν αναλληματικό τοίχο που διαμόρφωνε ένα επίπεδο χώρο, ο Κουρουνιώτης ανέσκαψε έναν μεγάλο βωμό στον οποίο βρέθηκαν στάχτες και οστά από θυσίες και ένα σημαντικό αριθμό αναθηματικών αγαλματιδίων που χρονολογήθηκαν από την ύστερη αρχαϊκή έως τη πρώιμη κλασική εποχή. 



Δύο επιγραφές με το όνομα του Θεού Πάνα, το ένα σε μια μικρή μαρμάρινη βάση, το άλλο σε τμήμα οστράκου του έκτου αιώνα, ....ε τοῖ Πάονι (ίσως= ἀνέθηκε τῷ Πάονι), οδήγησαν τον ανασκαφέα στην ταύτιση του ιερού με τον Αρκαδικό Θεό, επιβεβαιώνοντας και την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία:
«Της Λυκοσούρας δε , έστι εν δεξιά Νόμια όρη καλούμενα και Πανός τε Ιερόν εν αυτοίς, έστι Νομίου και το χωρίον ονομάζουσι Μέλπειαν, το από της σύριγγος μέλος ενταύθα Πανός ευρεθήναι λέγοντες. Κληθήναι δε τα όρη, Νόμια, προχειρότατον μεν έστι εικάζειν επί του Πανός, ταις νομαίς, αυτοί δε οι Αρκάδες νύμφης είναι φασίν όνομα» (Παυσανίας,VIII,38,11).
Σχεδόν τίποτα από το Ιερό του Πανός δεν είναι ορατό σήμερα, εκτός από ορισμένα αποσπασματικά αρχιτεκτονικά μέλη από ασβεστόλιθο και μάρμαρο.



Το 1991 ο αρχαιολόγος PB Broucke εντόπισε τα λείψανα στοάς, που προφανώς ανήκε στο κτιριακό συγκρότημα του ιερού και την οποία χρονολόγησε με επιφύλαξη στα τέλη του -4ου αιώνα στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο.
Πολύ μικρό μέρος των ευρημάτων και της ανασκαφής έχει δημοσιευθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο η μελέτη του υπάρχοντος υλικού, συμπεριλαμβανομένων και των πολλών μπρούντζινων αναθηματικών αγαλματιδίων του Ιερού, που έχουν διασκορπιστεί σε μουσεία και ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο, μας επιτρέπει να γνωρίσουμε περισσότερα σχετικά με τις ρίζες του Αρκαδικού θεού Πάνα, τον χαρακτήρα και το νόημα της λατρείας του, αλλά και να γνωρίσουμε τους επισκέπτες του Ιερού, τους Θεούς που λάτρευαν και τις προσφορές τους σ΄αυτούς.
Αν και η πλειοψηφία των αφιερωμάτων ανήκουν σε άρρενες αναθέτες δεν λείπουν ωστόσο και ειδώλια που απεικονίζουν Κόρες καταδεικνύοντας έτσι την συμμετοχή και των γυναικών στα λατρευτικά δρώμενα του Ιερού. Από την πληθώρα των ειδωλίων που ανήκουν σε άνδρες δύο ομάδες μπορούν να διακριθούν.
Στην πρώτη ομάδα, υπάρχουν μια σειρά από αναθήματα που αναπαριστούν γενειοφόρους ενήλικους άνδρες, είτε τυλιγμένοι με μανδύες ή ενδεδυμένοι με κοντούς χιτώνες . Μερικοί από αυτούς εμφανίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου γυμνοί . Όλοι φορούν ένα κωνικό ή μυτερό καπέλο, τον πίλο.



Κάποιοι κουβαλάνε δώρα για τους θεούς, όπως ένα μοσχάρι, ένα κριάρι, μιά νεκρή αλεπού ή ένα πουλί. Ένας άντρας προσφέρει μια σύριγγα. Άλλοι εμφανίζονται χωρίς δώρα, τα χέρια τους καλύπτονται από τους μανδύες τους. Αυτές οι παραστάσεις έχουν επίσης βρεθεί σε τερακότα.
Δύο από τα αγαλματίδια που κυκλοφόρησαν πριν την έναρξη των ανασκαφών φέρουν αναθηματικές επιγραφές στον Παν. Είναι προσφορές των Phauleas και Aineas, με τον τελευταίο να αφιερώνει ένα κριάρι και μια κανάτα με άγνωστα συστατικά. Μαζί με την επιγραφή που αναφέρθηκε παραπάνω είναι οι αρχαιότερες γνωστές αναφορές στον Πάνα, που χρονολογούνται περίπου στο τελευταίο τρίτο του -6ου αιώνα. Τουλάχιστον μερικές δεκαετίες πριν από την αρχή της λατρείας του Θεού στην Αθήνα, ο Πάν ελάμβανε τελετουργικές τιμητικές διακρίσεις στην Αρκαδία.
Έτσι τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη λογοτεχνική παράδοση για την απαρχή της λατρείας του Θεού στην Αρκαδία.
Στην δεύτερη ομάδα των αναθηματικών ειδωλίων απεικονίζονται αμούστακοι νέοι, ντυμένοι λίγο πολύ με τον ίδιο τρόπο με τους ενήλικες.Ένας από αυτούς φοράει ένα στεφάνι στο κεφάλι του και κρατά έναν κόκορα. Αρκετοί από αυτούς προσφέρουν είτε ένα κριάρι ή δοχείο που περιέχει φρούτα. Άλλοι παρουσιάζονται σε πολεμική στάση που θυμίζει τον Ηρακλή ή τον Δία.
Περαιτέρω ευρήματα "ανθρώπινων μορφών και ζώων" φτιαγμένα από φύλλα χαλκού έχουν αναφερθεί από τον Κουρουνιώτη, ωστόσο, χωρίς λεπτομερή περιγραφή.
Πιθανότατα ο Παν να μην ήταν η μόνη θεότητα που δεχόταν τιμές στο Ιερό. Το περίτεχνο αγαλματίδιο του Ερμή Κριοφόρου ίσως να αντιπροσωπεύει μιά δεύτερη θεότητα που λατρευόταν στο Ιερό. Υπάρχουν και άλλα αγαλματίδια στον τύπο του Ερμή, χωρίς όμως τις φτερωτές μπότες, και έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν αναπαριστούν τον Θεό ή κάποιους πιστούς αναθέτες. Επιπλέον ένα ακόμα χάλκινο αγαλματίδιο που βρέθηκε στο ιερό ενισχύει την άποψη ότι ο Ερμής λατρευόταν στο ιερό. Η παράλληλη λατρεία του Ερμή μοιάζει πολύ λογική αφού σύμφωνα με την μυθολογία μας ο Ερμής ήταν ο πατέρας του Πάνα.
Ακόμα δεν θα πρέπει να αποκλειστεί η λατρεία και τρίτης θεότητας στο ιερό, καθώς κάποια αγαλματίδια που απεικονίζουν νέους να κρατούν πιθανότατα τόξα, ίσως να αναπαριστούν τον Απόλλωνα. Όμως η έλλειψη επιγραφικής επιβεβαίωσης δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε άν απεικονίζετε Θεός ή αναθέτης.
Ακόμα ο ανασκαφέας Κουρουνιώτης αναφέρει την εύρεση αρκετών πήλινων ειδωλίων που αναπαριστούν θεότητες χωρίς όμως να δίνει διευκρινήσεις ή αναλυτική περιγραφή.Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί και η εύρεση ενός περίτεχνου χάλκινου λύχνου, σε τύπο γνωστό από την Κόρινθο, το χερούλι του οποίου αναπαριστά τον Τρίτων, την θαλάσσια θεότητα.



Η λατρεία στο ιερό

Ποιοί ήταν οι πιστοί του ιερού και ποιά η λατρεία που ακολουθούσαν;
Με κριτήριο τον ρουχισμό και τα γενικότερα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τα αναθηματικά αγαλματίδια, που θεωρούνται αγροτικά και χωριάτικα, έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι πιστοί του ιερού ήταν οι απλοί άνθρωποι της Αρκαδικής γής, οι ταπεινοί δηλαδή βοσκοί που προσέφεραν ζώα από τα κοπάδια τους ως θυσία στον Πάν ζητώντας από τον θεό την προστασία των κοπαδιών. Τα κριάρια που απεικονίζονται στα αγαλματίδια φαίνεται ότι ήταν τα πιό κατάλληλα ζώα προς θυσία στο Ιερό.
Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί από τους αναθέτες ήταν ποιμένες. Ωστόσο τα χαρακτηριστικό μυτερό καπέλο, πίλος, που απεικονίζεται συχνότατα στα ευρήματα ήταν εξίσου χαρακτηριστικό ένδυμα και γιά τους κυνηγούς.
Σκηνές κυνηγιού ήταν ιδιαίτερα αγαπητά θέματα στα αγγεία του -6ου και -5ου αιώνα. Η έννοια και η λειτουργία του κυνηγιού ως εκπαιδευτικού και μυητικού εθίμου, κυρίως τον πιό εύπορων οικογενειών, πρέπει να θεωρείται δεδομένη στην Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή. Γιά τους έφηβους της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας το κυνήγι υπήρξε μέσω για να μάθουν και να επιδείξουν αρετή και καλοκαγαθία, αλλά και συμβολικό πέρασμα από την εφηβεία στην ζωή του ενήλικα πολίτη.
Σε Κορινθιακά, Λακωνικά, Βοιωτικά αλλά και Αττικά αγγεία έχουμε πανομοιότυπες απεικονίσεις: Έφηβοι ή γενειοφόροι ενήλικες ντυμένοι με πανομοιότυπο τρόπο με τα αγαλματίδια από το Ιερό του Πανός στα Νόμια όρη απεικονίζονται σε διάφορες στιγμές του κυνηγιού. Ένα χάλκινο αγαλματίδιο από το Ιερό απεικονίζει ένα από τα θηράματα του κυνηγιού: Μιά νεκρή αλεπού, προσεκτικά δεμένη και έτοιμη για προσφορά στον θεό.
Τα ευρήματα του Ιερού μας δείχνουν ότι σ΄αυτό πρέπει να τελούνταν γιορτή που συνδεόταν με κάποιο είδος τελετουργικού κυνηγιού που σκοπό είχε την μύηση των εφήβων στην ενηλικίωση. Όπως ήδη αναφέρθηκε εκτός από τα αφιερώματα στον Παν πιθανολογούνται και αφιερώματα στον Ερμή και τον Απόλλωνα, Θεών που επίσης σχετίζονται με το κυνήγι, την φύση και τις τελετές μύησης.
Ωστόσο γεννάται το ερώτημα: Οι πιστοί και αναθέτες του ιερού μπορούν να θεωρηθούν ως απλοί αγρότες; Τα πολύτιμα αφιερώματα φαίνεται να βρίσκονται σε αντίθεση μ΄αυτή την ιδέα. Φαίνεται πιό πιθανό τα αναθήματα αυτά να ανήκουν στην "αγροτική αριστοκρατία", δηλαδή σε πλούσιες αγροτικές οικογένειες παρά σε φτωχούς ποιμένες.



Περί της απεικόνισης του Πανός
Το ιερό του Πανός στα Νόμια όρη κοντά στό χωριό Νέδα (πρώην Μπέρεκλα) αποτελεί την αρχαιότερη απόδειξη της λατρείας του θεού που έχει βρεθεί. Ωστόσο μόνο ένα από τα ευρήματα του ιερού ταυτίζετε με τον ίδιο τον θεό και θεωρείτε απεικόνισή του.
Ένα χάλκινο αγαλματίδιο ταυτίζεται με τον Θεό, ο οποίος απεικονίζεται ως ένας νεαρός γυμνός άνδρας που κρατάει στο δεξί του χέρι ένα ειδικό ρόπαλο για το κυνήγι του λαγού, το λογοβόλον. Μόνο δύο μικρά κέρατα στο μέτωπο διακρίνουν τον Θεό από ένα απλό θνητό. Το αγαλματίδιο αυτό χρονολογείται στα τέλη του -5ου αιώνα.




Όπως ήδη αναφέρθηκε στην αρχή το θραύσμα του μελανόμορφου Αττικού κρατήρα που βρίσκεται στο μουσείο του Άμστερνταμ αποτελεί την παλαιότερη γνωστή απεικόνιση του Πανός, περίπου -500 με -490. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν η "δαιμονική" απεικόνιση του Θεού με την τερατόμορφη κατσικίσια μορφή να είναι εφεύρεση των κατασκευαστών αγγείων της Αττικής, οι οποίοι προσέδωσαν στον Πάν χαρακτηριστικά των Σατύρων η εμφάνιση των οποίων ανάγεται στον -7ο αιώνα.

Βιβλιογραφία:
Ulrich Hübinger: 

"On Pan’s Iconography and the Cult in the Sanctuary of Pan on the Slopes of Mount Lykaion" (online)

Μετάφραση- επιμέλεια: "Αριστομένης ο Μεσσήνιος"



Χάρτης της περιοχής στα σύνορα Μεσσηνίας, Αρκαδίας και Τριφυλίας όπου υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι αρχαιολογικοί χώροι.


Τα λείψανα του Ιερού του Πανός στην Μπέρεκλα. Διακρίνονται τα ερείπεια του ναού του Αί Στρατήγου που κτίστηκε με το υλικό του αρχαίου Ιερού. -Φωτ. Κωνσταντίνος Ποταμιάνος




Ειδώλιο χωρικού- Ιερό του Νομίου Πανός



…αμφί δε χλαίναν εέσσατ’ αλεξάνεμον, μάλα πυκνήν…
Οδ., ξ 529
…κάπα πολύ χοντρή, απ’ τον άνεμο να τον φυλάει, τυλιχτή…
(Ομήρου Οδυσσειάς, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη – Ι. Κακριδή, Αθήνα 1938)

Ειδώλιο χωρικού
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Συλλογή Έργων Μεταλλοτεχνίας, αρ. ευρ. Χ13057
Προέλευση: Από το αρχαίο αρκαδικό ιερό του Νομίου Πανός κοντά στη Νέδα (Μπέρεκλα) της σημερινής Μεσσηνίας
Διαστάσεις: Ύψος: 0,077μ
Χρονολόγηση: Αρχές -5ου αι.
Χώρος έκθεσης: Έκθεση Συλλογής Έργων Μεταλλοτεχνίας, Αίθουσα 37 Προθήκη 22.

Το χάλκινο, χυτό ειδώλιο παριστάνει νεαρό, αγένειο χωρικό, που όρθιος αντικρίζει κατάματα το θεατή. Στο μεγάλο, κατά αναλογία προς το σώμα, κεφάλι φοράει κωνικό κάλυμμα, τον πίλο. Στο πρόσωπο με τα αδρά χαρακτηριστικά δεσπόζουν τα ορθάνοιχτα μάτια. Το σώμα είναι τυλιγμένο με μακρύ ιμάτιο που αφήνει ακάλυπτα μόνο τα άκρα πόδια με τα κλειστά υποδήματα. Τα χέρια διαγράφονται κάτω από ένδυμα, λυγισμένα στους αγκώνες και ενωμένα μπροστά από τη μέση, σε εμφανή προσπάθεια να συγκρατήσουν το ιμάτιο εντελώς κλειστό. Οι παρυφές κλείνουν κάτω από το λαιμό με εγχάρακτα αποδοσμένη περόνη με δακτυλιόσχημη απόληξη. Οι κατακόρυφες πτυχώσεις του ιματίου απεικονίζονται με εγχάρακτες κυματοειδείς γραμμές.
Το ειδώλιο, γοητευτικό έργο επαρχιακής τέχνης του πρώιμου -5ου αι., βρέθηκε σε ένα αγροτικό ιερό στις νότιες πλαγιές του Λύκαιου όρους (Νόμια όρη), στη νοτιοδυτική Αρκαδία, δίπλα στις πηγές του ποταμού της Νέδας. Εκεί λατρευόταν ο Νόμιος Παν, προστάτης θεός των κοπαδιών και των κτηνοτρόφων, γέννημα θρέμμα της Αρκαδίας. Ο αναθέτης του ειδωλίου θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα άνθρωπος ταπεινός, κάτοικος της αρκαδικής υπαίθρου, κτηνοτρόφος ή βοσκός. Ευχαρίστησε τον Πάνα για την προστασία των ζώων του και παράλληλα του ίδιου και της οικογένειάς του με ένα ειδώλιο που απεικόνιζε τον ίδιο του τον εαυτό, ντυμένο κατάλληλα τόσο για τις καθημερινές του ασχολίες όσο και για την επίσκεψη-προσκύνημα στο ορεινό αγροτικό ιερό. Το μακρύ ιμάτιο που τυλίγει τη μορφή παραπέμπει στη γνωστή από τις γραπτές πηγές χλαίνα, είδος ζεστού μάλλινου πανωφορίου, παραλλαγή του ιματίου, που φοριόταν πάνω από το χιτώνα και ήταν κατάλληλο για να προστατεύει από τις άσχημες καιρικές συνθήκες όσους δούλευαν στην ύπαιθρο. Το μέγεθος της χλαίνας επέτρεπε και τη χρήση της ως κουβέρτας, ενώ η συγκράτησή της με περόνη αναφέρεται ήδη στον Όμηρο (Ιλ., Κ133).
Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι που εργάζονταν σε εξωτερικούς χώρους φορούσαν στο κεφάλι τους τον πίλο, μαλακό σκούφο από μαλλί, γούνα, τσόχα ή δέρμα ζώου, απαραίτητο για να κρατά το κεφάλι ζεστό. Στην αρχαία ελληνική τέχνη εμφανίζονται με πίλο ψαράδες, βαρκάρηδες, αγρότες, βοσκοί, κυνηγοί, αχθοφόροι, αμαξάδες, δούλοι, κεραμείς, χαλκουργοί και παιδιά. Ο πίλος εξελίχτηκε εικονογραφικά σε σήμα κατατεθέν των ανθρώπων κατώτερου κοινωνικού επιπέδου που ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες στο άστυ ή την ύπαιθρο. Μία παραλλαγή του πίλου που έμοιαζε με κωνικό καπέλο από σκληρό υλικό, συνήθως με μικρό γείσο και θηλειά στην κορυφή για να κρεμιέται, φορέθηκε, ως εναλλακτικό του πλατύγυρου πέτασου, από θεούς, ιππείς, ταξιδιώτες και αριστοκράτες. Από αυτόν εξελίχτηκε το κράνος τύπου πίλου (πίλος λακωνικός ή αρκαδικός). Ο πίλος επίσης θεωρείται διακριτικό ενδυματολογικό στοιχείο στην εικονογραφία του ήρωα Οδυσσέα, όπως και των Διόσκουρων. Τα υποδήματα του ειδωλίου φαίνονται αποσπασματικά, σίγουρα όμως πρόκειται για είδος μπότας, κατάλληλο για ανθρώπους που κυκλοφορούν στην ύπαιθρο, ίσως εμβάδες, ενδρομίδες ή καρβατίναι.


Αλεξάνδρα Χατζηπαναγιώτου (online)

Βιβλιογραφία:
Κουρουνιώτης, Κ., «Ανασκαφή ιερού νομίου Πανός», ΠΑΕ , 1902, 72-75.
Stais, V., Marbres et Bronzes du Musee National I, Athens 1910, 311.
Lamb, W., «Arcadian Bronze Statuettes», BSA 27 (1925-26), 139, αρ. 16.
Lamb, W., Ancient Greek and Roman Bronzes, Chicago 1969, 93.
Jacobsthal, P., Greek Pins and their Connexions with Europe and Asia, Oxford 1956, 106 (για τα ειδώλια Αρκάδων χωρικών) και 134 (για περόνες με δακτυλιόσχημη κεφαλή).
Jost, M., «Statuettes de Bronze Archaiques provenant de Lykosoura», BCH 99 (1975), 342-344, εικ. 8.
Jost, M., Sanctuaires et Cultes d’ Arcadie, Paris 1985, 187, 408 σημ. 1, πίν. 51.2.
Fuchs W. – Floren J., Die Griechische Plastik, Band I, Munchen 1987, 229 σημ. 22.
Hubinger, U., «On Pan’s Iconography and the Cult in the Sanctuary of Pan on the Slopes of Mount Lykaion», στο Hagg, P. (επιμ.) The Iconography of Greek Cult in the Archaic and Classical periods, Proceedings of the First International Seminar on Ancient Greek Cult organized by the Swedish Institute at Athens and the European Cultural Centre of Culture of Delphi, Delphi 16-18 November 1990, KERNOS Supplement 1, Athenes – Liege 1992, 189-207, Appendix 208, Α.4.
Βοκοτοπούλου, Ι., Αργυρά και Χάλκινα έργα τέχνης στην Αρχαιότητα, Αθήνα 1997, 89, 235, αρ. 67.
Για τη χλαίνα βλ.:
Losfeld, G., Essai sur le Costume Grec, Paris 1991, 153-158.
Για τον πίλο βλ.:
Χατζηδημητρίου, Α., Παραστάσεις εργαστηρίων και εμπορίου στην εικονογραφία των Αρχαϊκών και Κλασικών Χρόνων, Αθήνα 2005, 133-134 (με πλούσια βιβλιογραφία).
Pipili, Μ., «Wearing an Other hat», στο Cohen, B. (επιμ.), Not the Classical ideal: Athens and the Construction of the Other in Greek Art, Leiden 2000, 153-179, κυρίως 163-179.
Για τον λακωνικό ή αρκαδικό πίλο βλ.:
Αβρονιδάκη, Χ., Ο Ζωγράφος του Άργου, Συμβολή στη έρευνα της βοιωτικής ερυθρόμορφης κεραμικής στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., Αθήνα 2007, 103, σημ. 575 (πλούσια βιβλιογραφία).
Για τα αρχαία ελληνικά υποδήματα βλ.: 
Corso, A., «Αρχαία Ελληνικά Υποδήματα», Αρχαιολογία και Τέχνες 82 (2002), 59-67.
Αθανασοπούλου, Σ., «Χνάρια γυναικείων σανδαλιών», επίσημη ιστοσελίδα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ΕΚΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017 (https://www.namuseum.gr/object-month/2017/apr/apr17-gr.html).



Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Ναός Αρχαϊκών χρόνων, Ρωμανός Μεσσηνία

Ο Ρωμανός είναι χωριό του Δήμου Πύλου Νέστορος και βρίσκεται 2 χιλιόμετρα βόρεια του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς. Η περιοχή διαθέτει απαράμιλλο φυσικό κάλλος και αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών.
Κατά την διάρκεια κατασκευής μεγάλης ξενοδοχειακής μονάδας (Costa Navarino) δυτικά του χωριού, βρέθηκε και ανασκάφηκε μερικώς ένας σπουδαίος αρχαιολογικός χώρος.
Ήρθε στο φως εκτεταμένος Πρωτοελλαδικός οικισμός, -3200 έως -2200, που είναι ο μεγαλύτερος της Μεσσηνίας που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Στα ευρήματα του οικισμού συγκαταλέγονται αξιόλογα αγγεία της εποχής αλλά και εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Στην ίδια περιοχή ανασκάφτηκαν Μυκηναϊκός Θολωτός τάφος, -1600, τάφοι και οικίες της εποχής του Σιδήρου, -1100 έως -800, πρώιμος Αρχαϊκός Ναός, επίσης μοναδικού για την Μεσσηνία αλλά και οικιστικές εγκαταστάσεις των Ελληνιστικών χρόνων.
Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν την αρχαιολογική σπουδαιότητα της περιοχής που κατοικήθηκε συνεχώς από τα βάθη των αιώνων. Δυστυχώς τα περισσότερα από τα σπουδαία αυτά ευρήματα καταχώθηκαν, στερώντας τις επόμενες γενιές από ένα σπουδαίο κληροδότημα.



Ναός Αρχαϊκών χρόνων, Ρωμανός Μεσσηνία
Τον Μάρτιο του 2008 βρέθηκε στο μέσον της προβλεπόμενης διαδρομής 15 του γηπέδου γκολφ, κάτω από μια ελιά, τμήμα πήλινου ανάγλυφου πλακιδίου της Αρχαϊκής Εποχής, γύρω στα -650, με παράσταση γυναικείας μορφής στον τύπο της Πότνιας Θηρών (θεάς προστάτιδας των ζώων).
Το εύρημα αυτό αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη για τους αρχαιολόγους, ότι κάπου πλησίον θα πρέπει να υπήρχε ένα ιερό ήδη από την Αρχαϊκή Εποχή, -7ος έως -6ος αι.
Ακολούθησε εξονυχιστική ανασκαφική έρευνα στη γύρω περιοχή, ώσπου τελικά αποκαλύφθηκε μια βραχώδης θέση από την οποία περνούσε ένα ρυάκι. Ανάμεσα στους βράχους υπήρχαν στάχτες και πολλά μικροσκοπικά πήλινα αγγεία, που ήταν γνωστά αφιερώματα σε αρχαία ιερά. Στον ευρύτερο χώρο βρέθηκαν διάσπαρτα πολλά πήλινα γυναικεία ειδώλια της Αρχαϊκής και Κλασικής Εποχής καθώς και μεγάλος αριθμός θραυσμάτων πλακιδίων του -650, που παριστάνουν μια όρθια γυναικεία μορφή η οποία κρατά στα χέρια της από ένα μικρό ζώο.
Έτσι απεικονιζόταν στην αρχαιότητα η θεά Άρτεμις ή η Πότνια Θηρών. 
Εικόνα πάνω δεξιά: Το ευρεθέν αρχαίο ειδώλιο. Απεικονίζεται όρθια γυναικεία μορφή που κρατά στα χέρια της μικρό ζώο.


Φαίνεται λοιπόν πως στο σημείο αυτό υπήρχε ένα υπαίθριο ιερό όπου γινόταν λατρεία μιας θεότητας, προστάτιδας των άγριων ζώων και της φύσης.
Με τη σκέψη ότι συνήθως ένα πρώιμο ιερό το διαδέχεται αργότερα ένας ναός, συνεχίστηκε η λεπτομερέστατη αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή του ιερού, η οποία δεν μας διέψευσε!
Τελικά ο ναός ανακαλύφθηκε δυτικά του υπαίθριου ιερού, πολύ κοντά στον ποταμό Σέλα.
Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, με προσανατολισμό από τα ανατολικά προς τα δυτικά, με την είσοδο στη Δύση. Το δυτικότερο τμήμα του ναού δεν σώζεται, προφανώς επειδή έχει παρασυρθεί από τα νερά του Σέλα ποταμού. Αργότερα, τα νερά χειμάρρου, που περνούσαν μετά την καταστροφή του ναού πάνω από τα ερείπια, προκάλεσαν, ήδη στην αρχαιότητα, τη μετατόπιση των οικοδομικών λειψάνων κυρίως της βόρειας πλευρά του μνημείου.
Μετά την ανασκαφή του ναού διαπιστώθηκε ότι οι μέγιστες σωζόμενες διαστάσεις του είναι 16,5 μ. μήκος και 6,40μ. πλάτος, ενώ το συνολικό μήκος του θα πρέπει να υπολογιστεί στα 17μ. περίπου.
Τα θεμέλια είναι κατασκευασμένα από σχεδόν ορθογώνιους λίθους από ψαμμιτικό πέτρωμα, ενώ η ανωδομή αποτελείτο από πλίθρες.
Κατά μήκος του κεντρικού άξονα του κτιρίου υπήρχαν λίθινες βάσεις (τρεις σωζόμενες στη θέση τους), για τη στήριξη της στέγης με ξύλινους στύλους, ενώ το δάπεδο αποτελείτο μόνο από πατημένο φυσικό χώμα. Βάση λατρευτικού αγάλματος ή επιγραφές δεν βρέθηκαν στο εσωτερικό του.
Η κάτοψη του ναού είναι χαρακτηριστική των πρώιμων αρχαϊκών ελληνικών ναών με το επίμηκες σχήμα και το σχετικά στενό πλάτος.
Στο εσωτερικό του βρέθηκε αδιατάρακτο το στρώμα των πεσμένων κεραμίδων της στέγης, ενώ αρκετές βρέθηκαν περιμετρικά του κτιρίου. Η ύπαρξη στάχτης πάνω και κάτω από τα πεσμένα κεραμίδια φανερώνει ότι το κτίριο θα πρέπει να καταστράφηκε στην αρχαιότητα από πυρκαγιά.
Τα ακροκέραμα της στέγης ήταν λακωνικού τύπου, ημικυκλικά, με πλούσια ανάγλυφη φυτική διακόσμηση, γεγονός που υποδηλώνει την προσεγμένη κατασκευή του κτιρίου.
Κατά την ανασκαφή αποκαλύφθηκε εξωτερικά του κτιρίου, στο έδαφος, ολόκληρη η σειρά των ακροκεράμων κοντά στις αρχικές τους θέσεις και με τις σωστές αποστάσεις μεταξύ τους.


Σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα, ο ναός θα πρέπει να ήταν σε λειτουργία από τους αρχαϊκούς χρόνους, -7ος αι., έως την Ελληνιστική Εποχή, -3ος έως -2ος αι.
Εξωτερικά του βόρειου τοίχου του ναού αποκαλύφθηκαν λείψανα θεμελίων και άλλων κτισμάτων, γεγονός που φανερώνει ότι στο περιβάλλον του υπήρχαν και άλλα βοηθητικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του ή και τους πιστούς που επισκέπτονταν το ναό.
Τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν ανασκαφεί και παραμένουν ακόμη θαμμένα κάτω από το έδαφος. Επίσης δεν έχει ακόμη εντοπιστεί ο βωμός του ναού, όπου θα πρέπει να γίνονταν θυσίες και τελετές προς τιμήν της λατρευόμενης θεότητας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η ανασκαφική έρευνα στο περιβάλλον του ναού δεν έχει εξαντληθεί, ενώ παραμένουν πολλά ερωτηματικά αναπάντητα.
Η αποκάλυψη του ναού αυτού είναι εξαιρετικά σημαντική, επειδή πρόκειται για ένα νέο μνημείο της Μεσσηνίας, το οποίο δεν αναφέρεται ούτε σε αρχαίες πηγές ούτε από τους περιηγητές, ενώ δεν υπήρχε καμία ορατή ένδειξή του στο έδαφος.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πρόκειται για τον μοναδικό ναό της πρώιμης Αρχαϊκής Εποχής -7ος αι., που αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στην περιοχή της Πυλίας, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσσηνία.
Η ιστορική σημασία του είναι ακόμη μεγαλύτερη αν συνδυαστεί και με τα γεγονότα της εποχής εκείνης, κατά την οποία ταλάνιζαν τη Μεσσηνία οι καταστροφικοί Μεσσηνιακοί πόλεμοι και ουσιαστικά η περιοχή βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Λακεδαιμονίων.

Πηγή: archaiologia.gr




Επίλογος:
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός της απόφασης για κατάχωση του σημαντικού Πρωτοελλαδικού οικισμού, του μεγαλύτερου της Μεσσηνίας, αλλά και άλλων σημείων της ανασκαφής στον Ρωμανό. 
Καταχώθηκαν αξιόλογα ευρήματα όπως το Πρωτοελλαδικό εργαστήριο χαλκού, μοναδικού για την Πελοπόννησο, ο Μυκηναϊκός Θολωτός τάφος, ο Αρχαϊκός ναός της "Ποτνίας" και το οικιστικό συγκροτήμα των Ελληνιστικών χρόνων. Τα ξεχωριστά αυτά επιτεύγματα των προγόνων μας δεν θα τα δούμε ποτέ. Επίσης οι ανασκαφές ήταν περιορισμένες και σε πολλούς τομείς δεν δόθηκε άδεια για την επέκταση και συνέχισή τους.
Θα περίμενε κανείς ένας τόσο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος να ανασκαφεί πλήρως και να αναδειχθεί σε οργανωμένος και επισκέψιμος. Με την προσθήκη των αναγκαίων υποδομών όπως στέγαστρα, χώρους υποδοχής- ενημέρωσης του κοινού και στάθμευσης είναι σίγουρο ότι θα αποτελούσε ένα σημαντικό πόλο έλξης επισκεπτών. Παράλληλα θα αποτελούσε ένα πολύτιμο κληροδότημα για τις επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Αυτό που φαίνεται λογικό, αυτονόητο αλλά και αναγκαίο, δηλαδή η ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, δυστυχώς φαίνεται να μην έχει θέση στην σύγχρονη Ελλάδα.


 



Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Το Σαμιακό Ποσείδιο: Προϊστορικά ιερά Τριφυλίας


 Από τις αρχαίες πηγές πληροφορούμαστε για την ύπαρξη τουλάχιστον δύο φημισμένων Προϊστορικών Ιερών στην Τριφυλία.
 Το ένα είναι το Ιερό του Σαμίου Ποσειδώνος για το οποίο γίνεται αναφορά στα Ομηρικά έπη και το άλλο το Ιερό του Πλούτωνα που μας είναι γνωστό από τον γεωγράφο Στράβωνα. Τα Ιερά αυτά έχουν αναζητηθεί από τους αρχαιολόγους χωρίς όμως επιτυχία.
 Ωστόσο τα ευρήματα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στα έτη 2009 και 2010 έρχονται να προσθέσουν νέα δεδομένα για τα Προϊστορικά αυτά Ιερά της Τριφυλίας.





Το Σαμιακό Ποσείδιο, οι πηγές:

 Εδώ ο Τηλέμαχος, προερχόμενος από την Ιθάκη αποβιβάστηκε και βρήκε τον Βασιλιά Νέστορα και τους Πυλίους να θυσιάζουν "Παμμέλανας ταύρους" στον "Μαυρομάλλη Σείστη" της γης, τον Ποσειδώνα: "... και αυτοί ήρθανε στην Πύλο, στου Νηλέα την καλοχτισμένη πόλη, και στο γιαλό, στην αμμουδιά κοντά κάναν θυσίες, ταύρους κατάμαυρους στον κοσμοσείστη με τα σκούρα τα μαλιά. Και ήταν εννιά σειρές καθίσματα, που στην καθεμιά καθόνταν πεντακόσιοι άνθρωποι και είχαν μπροστά τους εννιά ταύρους, στην κάθε συντροφιά." (Οδύσσεια Γ).

Γνωρίζουμε από την Ιλίαδα (Β, 591 κ.έξ.) ότι το βασίλειο του Νέστορος το αποτελούσαν εννέα πόλεις. Έτσι η κάθε μία από τις εννέα σειρές καθισμάτων, που αναφέρονται στην Οδύσσεα, αντιστοιχεί σε πεντακόσιους εκπροσώπους κάθε πόλης, σύνολο 4500 άνθρωποι. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι το ιερό του Ποσειδώνα εκτός από θρησκευτικό κέντρο, ήταν και σημείο συνάθροισης των εκπροσώπων όλων των Πυλιακών πόλεων, όπου σίγουρα υπήρχε κάποιο είδος Βουλής. 

Από τον Ηρόδοτο έχουμε αναφορά για το Σαμιακό Ποσείδιο, ιερό άλσος αφιερωμένο στον Ποσειδώνα.

 Ο Στράβων (βιβλίο Η΄, κεφ. 3), τοποθετεί το ιερό του Ποσειδώνος των Νηλείδων της Μυκηναϊκής εποχής που αναφέρεται στην Οδύσσεια, εκατό στάδια (18 χιλιόμετρα περίπου) βόρεια του Λεπρέου και εκατό στάδια (18 χλμ) νότια του Αλφειού ποταμού. Δηλαδή τοποθετεί το ιερό στην περιοχή κοντά στην προϊστορική πόλη που έχει ανασκαφεί στην θέση Κλειδί. Η Προϊστορική αυτή πόλη της Πρωτοελλαδικής και Μυκηναϊκής εποχής (-3000 έως -1400) ήταν υψίστης στρατηγικής σημασίας γιατί έλεγχε το πολύ στενό πέρασμα προς την Τριφυλία. 
 Ο Στράβωνας συμπληρώνει για το ιερό αυτό, ότι ήταν πολύ φημισμένο και ότι αποτελούσε το κέντρο της λατρείας όλων των Μακιστίων (των πόλεων της Μινυακής Εξάπολης). Η εμφάνιση των Μινύων στην Τριφυλία και η ίδρυση της περίφημης "εξάπολης" πιθανόν να διαδέχεται το Μυκηναϊκό Βασίλειο του Νέστορος. Τα μεγάλα κέντρα της Μυκηναϊκής εποχής στην Τριφυλία ( Κλειδί, Κακόβατος και Περιστεριά) δείχνουν να εγκαταλείπονται γύρω στο -1400, γεγονός που ίσως συνδέετε με την εμφάνιση των Μινύων στην περιοχή.

 Το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του ιερού του Ποσειδώνα, που παρίστανε άντρα χωρίς γένεια και τα δυο χέρια στηριγμένα σε δόρυ, ο Παυσανίας βρήκε και περιέγραψε στην αγορά της Ήλιδας, το οποίο όπως του ανέφεραν, είχε μεταφερθεί από το Σαμικό.


Εικόνα πάνω δεξιά: Λεπτομέρεια από αττικό ερυθρόμορφο καλυκωτό κρατήρα που αποδίδεται στον "Ζωγράφο του Μελέαγρου". Ο Νέστορας και οι γιοι του θυσιάζουν στον Ποσειδώνα στην ακτή της Πύλου. Αριστερά: Ο Τηλέμαχος αναχωρεί από την Πύλο, χαρακτικό του 19ου αι. του Χένρι Χάουαρντ.

Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία που μας δίνει ότι με πυρήνα την λατρεία σε αυτό το ιερό κηρυσσόταν και η "Σαμία" Εκεχειρία, όπως την ονομάζει. Το ιερό του "Σαμιακού Ποσειδίου" αναφέρει πως ήταν το σημαντικότερο της περιοχής και περιβαλλόταν από άλσος από αγριελιές. Η συνέχιση της λατρείας του Ποσειδώνα στο Ιερό του Σαμικού από την Προϊστορική Μυκηναϊκή εποχή των Νειλήδων στην ιστορική εποχή και την Μινυακή εξάπολη δείχνει την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων μέσω των αιώνων και στην συγκεκριμένη περίπτωση το Ομόθρησκον.

Η Αρχαιολογική έρευνα:

 Με βάση λοιπόν τις αρχαίες πηγές το Ιερό τοποθετείτε κοντά στην Προϊστορική πόλη που υπάρχει στην θέση κλειδί στο Κάτω Σαμικό. Το ιερό είχε αναζητηθεί παλαιότερα από τους αρχαιολόγους, χωρίς επιτυχία, στην παραλία του Σαμικού.
 Ωστόσο ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου ίσως αλλάζει τα δεδομένα. Συγκεκριμένα δυτικά από την Προϊστορική ακρόπολη και σε κοντινή απόσταση από την θάλασσα βρέθηκαν μεγάλα τμήματα θεμελίων που πιθανόν να ανήκουν στο περίφημο ιερό του Ποσειδώνος.

Τμήματα των μεγάλων θεμελίων που βρέθηκαν κοντά στην παραλία του
Σαμικού και πιθανότατα ταυτίζονται με το ιερό του Ποσειδώνα


Δυστυχώς οι έρευνες των Γερμανών ήταν περιορισμένες. Για να υπάρξει ταύτιση του σημαντικού αυτού Προϊστορικού ευρήματος είναι απαραίτητο να γίνει συστηματική έρευνα από την αρχαιολογική υπηρεσία.


Σχετικοί σύνδεσμοι:




Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Η αρχαία Μεσσήνη στα Ρωμαϊκά χρόνια

Οι Αυτοκρατορικές γιορτές μέσα από το τιμητικό ψήφισμα της Μεσσήνης για τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα.


Θέμα και είδος του κειμένου
Ψήφισμα των συνέδρων της Mεσσήνης προς τιμήν του ταμία και αντιστρατήγου της Aχαΐας, Ποπλίου Kορνηλίου Σκιπίωνα, ο οποίος επαινείται για την ευσέβειά του προς τον αυτοκρατορικό οίκο και τη γενναιοδωρία του στην τέλεση θυσιών και τη διοργάνωση γιορτών. Tο τελευταίο τμήμα του επιγραφικού κειμένου, το οποίο θα περιείχε τις τιμές που αποδόθηκαν από την πόλη στο Pωμαίο αξιωματούχο,δεν σώζεται .
Έκδοση και αποκατάσταση κειμένου, Oρλάνδος 1960

Κείμενο
Γραμματέως συνέδρων Φιλοξενίδα τοῦ ἐπὶ Θεοδώρου δόγμα·
Ἐπεὶ Πόπλιος Kορνήλιος Σκειπίων ὁ ταμίας καὶ ἀντιστράταγος ἀνυπερβλήτῳ χρώμενος εὐνοίᾳ τᾷ εἰς τὸν Σεβαστὸν καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ πάντα μίαν τε μεγίσταν καὶ τιμιωτάταν εὐχὰν πεποιημένος,εἰς ἅπαν ἀβλαβῆ τοῦτον φυλάσσεσθαι , ὡς ἀπὸ τῶν καθ’ ἕκαστον ἑαυτοῦ ἐπιδείκνυται ἔργων, ἐτέλεσε μὲν τὰ Kαισάρεια μηδὲν μήτε δαπάνας μήτε φιλοτιμίας ἐν λείπων μηδὲ τᾶς ὑπὲρ τᾶν διὰ τοῦ Σεβαστοῦ θυσιᾶν εὐχαριστίας ποτὶ τοὺς θεοὺς ἅμα καὶ τὰς πλείστας τῶν κατὰ τὰν ἐπαρχείαν πόλεων σὺν ἑαυτῷ τὸ αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν κατασκευασάμενος· ἐπιγνοὺς δὲ καὶ Γάιον τὸν υἱὸν τοῦ Σεβαστοῦ τὸν ὑπὲρ τᾶς ἀνθρώπων πάντων σωτηρίας τοῖς βαρβάροις μαχόμενον ὑγιαίνειν τε καὶ κινδύνους ἐκφυγόντα ἀντιτετιμωρῆσθαι τοὺς πολεμίους, ὑπερχαρὴς ὢν ἐπὶ ταῖς ἀρίσταις ἀνγελίαις, στεφαναφορεῖν τεπάντοις διέταξε καὶ θύειν, ἀπράγμονας ὄντας καὶ ἀταράχους, αὐτός τε βουθυτῶν περὶ τᾶς Γαΐου σωτηρίας καὶ θέαις ἐπεδαψιλεύσατο ποικίλαις, ὡς ἔριν μὲν γείνεσθαι τὰ γενόμενα τῶν γεγονότων, τὸ δὲ σεμνὸν αὐτοῦ δι’ἴσου φυλαχθῆμεν, ἐφιλοτιμήθη δὲ καὶ διαλιπὼν ἀπὸ τᾶν Kαίσαρος ἁμερᾶν ἁμέρας δύο τὰν ἀρχὰν τᾶν ὑπὲρ Γαΐου θυσιᾶν ποιήσασθαι ἀπὸ τᾶς ἁμέρας ἐν ᾇ τὸ πρῶτον ὕπατος ἀπεδείχθη· διετάξατο δὲ ἁμῖν καὶ καθ’ἕκαστον ἐνιαυτὸν τὰν ἁμέραν ταύταν μετὰ θυσιᾶν καὶ στεφαναφορίας διάγειν ὅσοις δυνάμεθα ἱλαρώτατα καὶ [.....]τατα, ἔδοξε τοῖς συνέδροις πρὸ δέκα πέντε καλανδῶν [‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐ ‐]

Νεοελληνική απόδοση
Όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας επί (άρχοντος) Θεοδώρου.
Ψήφισμα. Eπειδή ο Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων,ο ταμίας και αντιστράτηγος, επέδειξε ανυπέρβλητη εύνοια προς το Σεβαστό και όλο τον οίκο του και έκανε μία και μοναδική προσευχή, τη μέγιστη και σημαντικότερη, να παραμένει πάντοτε αυτός (ο οίκος) αβλαβής, όπως το αποδεικνύει με κάθε του πράξη, και τέλεσε τα Kαισάρεια, χωρίς να παραλείψει τίποτα ούτε σε δαπάνες ούτε σε μεγαλοπρεπείς εκδηλώσεις ούτε τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς για το Σεβαστό, και συγχρόνως ετοίμασε τις περισσότερες από τις πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο μαζί του· όταν έμαθε ότι ο Γάιος (Kαίσαρας), ο γιος του Σεβαστού, ο οποίος πολεμούσε τους βαρβάρους για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, ήταν υγιής και ,έχοντας ξεφύγει από τους κινδύνους, τιμώρησε τους εχθρούς, υπερβολικά χαρούμενος για τις πολύ ευχάριστες ειδήσεις διέταξε όλους να φορούν στεφάνια και να θυσιάζουν απαλλαγμένοι από ασχολίες και απερίσπαστοι, και ο ίδιος θυσίασε βόδια για τη σωτηρία του Γαΐου (Kαίσαρα) και πρόσφερε ποικίλα θεάματα, ώστε αυτά που έγιναν τότε να ξεπερνούν αυτά που είχαν γίνει (στο παρελθόν), και (φρόντισε) εξίσου να διαφυλαχθεί η ευσέβεια·αφού άφησε ( να περάσουν) δύο ημέρες από τις ημέρες που ήταν αφιερωμένες στον Kαίσαρα, φρόντισε να αρχίσει τις θυσίες για το Γάιο την ημέρα που αναδείχθηκε ύπατος για πρώτη φορά και μας διέταξε κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα να τη γιορτάζουμε με θυσίες και στεφανηφορία , όσο μπορούμε περισσότερο εύθυμα και ... Aποφάσισαν οι σύνεδροι στις (...) πριν από τις 15 Kαλένδες (του μηνός)...

Πληροφορείες γιά το κείμενο και το φορέα του
H επιγραφή είναι χαραγμένη σε πλάκα σκληρού τιτανόλιθου. Bρέθηκε στη Mεσσήνη, στην επίχωση της μνημειώδους βόρειας κλίμακας του Aσκληπιείου, εκατέρωθεν της οποίας βρίσκεται το Kαισαρείο. Φυλάσσεται μάλλον στο Μουσείο της Mεσσήνης (δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί ). Σώζεται το ανώτερο τμήμα της πλάκας. Οι διαστάσεις είναι :
μέγιστο σωζόμενο ύψος0,505μ., πλάτος 0,50μ., πάχος 0,125 μ. Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,014μ. και το διάστιχο 0,01μ.

Χρονολόγηση
Το ψήφισμα χρονολογείται τη χρονιά κατά την οποία στη Μεσσήνη γραμματέαςτων συνέδρων ήταν ο Φιλοξενίδας και άρχων ο Θεόδωρος.
O Φιλοξενίδας ήταν πιθανότατα πατέρας του Μνασιστράτου, που μαρτυρείται επίσης ως γραμματέας των συνέδρων σε επιγραφές της Mεσσήνης της εποχής του Kλαυδίου (-41/ ‐54)
O επώνυμος άρχων Θεόδωρος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές.
Μία ακριβέστερη χρονολογική προσέγγιση καθίσταται εφικτή χάρη στην αναφορά της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (στ. 10‐12).
 H εκστρατεία αυτή διήρκεσε από το -2/1 ώς το +3/4, έτος του θανάτου του, το οποίο αποτελεί terminus ante quem για τη χρονολόγηση του ψηφίσματος, αφού η φράση ὑγιαίνειν τε καὶ κινδύνοις ἐκφυγόντα (στ. 11‐12) αναφέρεται στον θετό γιο του Aυγούστου. Αν η αναφορά στη διάσωση του Γαΐου Kαίσαρα από τους κινδύνους συνδέεται με τον τραυματισμό του στα Αρτάγειρα, τότε το κείμενο της Mεσσήνης πρέπει να χρονολογηθεί μετά την πολιορκία της πόλης αυτής το +2.
 Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή η παράλειψη του τίτλου imperator, με τον οποίο χαιρετίστηκαν από κοινού ο Γάιος Kαίσαρας και ο ίδιος ο Aύγουστος μετά από τη νίκη στα Αρτάγειρα (Kάσσιος Δίων , Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.10a.6‐7),παραμένει προβληματική.

Θεσμοί της Μεσσήνης και αξιωματούχοι της κεντρικής και τοπικής διοίκησης
Στο προοίμιο του ψηφίσματος αναφέρονται ως χρονολογικό στοιχείο δύο αξιωματούχοι της πόλης της Μεσσήνης: o γραμματέας των συνέδρων Φιλοξενίδας και ο άρχων Θεόδωρος. Tο συνέδριον (βουλή) αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικό θεσμό της Mεσσήνης, ιδιαίτερα κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ελληνιστικής περιόδου.
Kύρια αρμοδιότητά του ήταν ο έλεγχος των αρχόντων, οι οποίοι έπρεπε να λογοδοτήσουν στους συνέδρους για την οικονομική διαχείριση της θητείας τους. Yπό αυτήν την έννοια φαίνεται ότι μειώθηκε ο ρόλος της εκκλησίας του δήμου προς όφελος του συνεδρίου σε ό,τι αφορούσε την εποπτεία των προσόδων και εξόδων της πόλης. 
Όσον αφορά τον άρχοντα Θεόδωρο, θα πρέπει να ήταν παράλληλα και επώνυμος ιερέας του Δία Iθωμάτα. O Δίας έφερε την επίκληση Iθωμάτας από την Iθώμη, μία από τις Nύμφες, στις οποίες σύμφωνα με έναν τοπικό μύθο είχε ανατεθεί η ανατροφή του θεού. Λατρευόταν σε ιερό που βρισκόταν στο ομώνυμο με τη Nύμφη όρος της Mεσσηνίας (Παυσανίας 4.3.9, 12.7‐8, 13.1, 19.3 και 20.4). O ιερέας του ήταν ενιαύσιος και σύμφωνα με την παράδοση ήταν αυτός που φύλασσε στο σπίτι του για ένα χρόνο το άγαλμα του Διός σε παιδική ηλικία, τελετουργία που συμβόλιζε προφανώς την ανατροφή του νεαρού θεού από τις Nύμφες.
Ένας ακόμη αξιωματούχος που εμφανίζεται στο συγκεκριμένο ψήφισμα και ανήκει όχι στην τοπική αλλά στην κεντρική διοίκηση, είναι ο τιμώμενος Πόπλιος Kορνήλιος Σκιπίων. Kατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Γαΐου Kαίσαρα στην Aνατολή (-2/1 έως +3/4), ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων ήταν ταμίας καὶ ἀντιστράτηγος (στ. 3) της επαρχίας Aχαΐας, τίτλος που αποδίδει τον αντίστοιχο λατινικό του quaestor pro praetore. Oι quaestores ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία συγκλητικοί που ξεκινούσαν τη σταδιοδρομία τους (cursus honorum) στη Pώμη, επιφορτισμένοι κατά κανόνα με οικονομικά θέματα. H εμπειρία αυτή τους έδινε τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να αναλάβουν την οικονομική διαχείριση μίας συγκλητικής επαρχίας ακολουθώντας τον ανθύπατο στην αποστολή του. O Σκιπίων, ο οποίος φέρει παράλληλα τον τίτλο του αντιστρατήγου στο κείμενο της Mεσσήνης, φαίνεται ότι αντικατέστησε τον ίδιο το διοικητή της Aχαΐας στα καθήκοντά του, για λόγους που δεν είναι γνωστοί (μάλλον ασθένεια ή θάνατος). Eίναι πολύ πιθανό να ταυτίζεται με το ομώνυμο τιμώμενο πρόσωπο σε αθηναϊκές επιγραφές και με το Pωμαίο αξιωματούχο που απηύθυνε μία επιστολή στο δήμο των Θυατειρηνών.

Πάνω: Αστική έπαυλις των χρόνων της Ρωμαιοκρατίας (-3ος/ - 4ος αι) ανασκάπτεται βόρεια του Γυμνασίου από το 1999. Καταλαμβάνει χώρο 1000 τ.μ. περίπου δυτικά της οδικής αρτηρίας, που κατευθύνεται από βορρά προς νότο καταλήγοντας στο δυτικό πρόπυλο του Γυμνασίου.Στο συγκρότημα οι χώροι διατάσσονται με τον τυπικό τρόπο ενός ρωμαϊκού αρχοντικού. Η έπαυλις έχει αυλή, διαδρόμους, δεξαμενή, αίθουσα, πινακοθήκες. Αποκαλύφθηκαν επίσης αποθήκες, δύο τουλάχιστον αίθρια με πηγάδια, και βοηθητικοί χώροι για την παρασκευή του κρασιού και το άλεσμα των δημητριακών (μύλος και ληνός).
Τα επισημότερα δωμάτια της επαύλεως φέρουν ψηφιδωτά δάπεδα διακοσμημένα με ποικιλία γεωμετρικών θεμάτων. Στο δωμάτιο 18 σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο πολύ καλά διατηρημένο. Ο κεντρικός πίνακας του δαπέδου απεικονίζει το θεό Διόνυσο και την Αριάδνη. Κοντά στο θεϊκό ζεύγος παριστάνεται λατρευτής.
Ο ιδιοκτήτης της επαύλεως κάλλιστα μπορούσε να προέρχεται από την τάξη των συγκλητικών, των αρχιερέων των Σεβαστών (Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ή των ανώτερων αξιωματούχων της πόλης. Ο Σαιθίδας και άλλοι ευπατρίδες ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία πολιτών της Μεσσήνης. Οι επιφανείς αυτές προσωπικότητες επέλεγαν να κτίσουν την κατοικία τους σε περιοχές, όπου πριν υπήρχαν οικοδομήματα λατρευτικού - θρησκευτικού χαρακτήρα.

Αυτοκρατορικές γιορτές και αυτοκρατορική λατρεία
O Σκιπίων τιμάται από την πόλη της Mεσσήνης, επειδή τέλεσε τα Kαισάρεια με προσφορά θυσιών στους θεούς για τη σωτηρία του αυτοκρατορικού οίκου (στ. 7‐9) και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από την Aνατολή (στ. 10‐15) και παρότρυνε πολλές άλλες πόλεις της επαρχίας να πράξουν το ίδιο (στ. 9‐10). 
Tα Kαισάρεια ή Σεβάστεια (Σεβαστά) ήταν γιορτές και αγώνες προς τιμήν του εκάστοτε αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι θεσπίστηκαν στις περισσότερες ελληνικές πόλεις ήδη από την αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου και αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ίσως εκδήλωση της αυτοκρατορικής λατρείας. Πολύ συχνά συνδέονταν ή συνεορτάζονταν με πανελλήνιους ή τοπικούς αγώνες των πόλεων και των ιερών, όπως φαίνεται από τις διπλές ονομασίες τους (π.χ. Ἴσθμια Kαισάρεια στην Kόρινθο, Πύθια Kαισάρεια στους Δελφούς, Ἀπολλώνεια Ἀσκληπίεια Kαισάρεια στην Eπίδαυρο, Mουσεῖα Kαισάρεια και Ἑρωτίδια Σεβαστεῖα στις Θεσπιές της Bοιωτίας).
Oι κύριοι διοργανωτές ήταν τοπικοί άρχοντες και πλούσιοι ευεργέτες, οι οποίοι αναλάμβαναν τη χρηματοδότησή τους, κυρίως ως αγωνοθέτες. Πάντως η διοργάνωση των συγκεκριμένων Kαισαρείων στη Mεσσήνη πραγματοποιήθηκε όχι από μέλος της τοπικής αριστοκρατίας αλλά από Pωμαίο αξιωματούχο.
Τα Καισάρεια της Μεσσήνης εντάσσονται στο πλαίσιο της αυτοκρατορικής λατρείας που οργανώθηκε στις πόλεις του ανατολικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επάνω στα πρότυπα της λατρείας των θεών και των ελληνιστικών ηγεμόνων. H αυτοκρατορική λατρεία αποτέλεσε τον ουσιαστικότερο τρόπο αντίληψης της ρωμαϊκής κυριαρχίας από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς και επικοινωνίας τους με την κεντρική εξουσία∙ υπήρξε αναμφισβήτητα η σημαντικότερη έκφραση της νομιμοφροσύνης τους, αλλά και αφορμή για την απολαβή ευεργεσιών και προνομίων εκ μέρους των αυτοκρατόρων.
Για το λόγο αυτό θεσμοθετήθηκε ως μία κατεξοχήν λατρεία των ελληνικών πόλεων, η
οποία βρήκε απήχηση σε πολλούς τομείς του δημόσιου και κοινωνικού βίου τους. H ίδρυση αυτής της λατρείας γινόταν από τις ίδιες τις πόλεις ή τα Κοινά, με πρωτοβουλία των τοπικών αρχών και έγκριση του αυτοκράτορα, όπως στην περίπτωση των επαρχιών της Aσίας και της Bιθυνίας (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 51.20.6‐7· ειδικά για την Πελοπόννησο, βλ. Kαντηρέα 2001‐2002), μολονότι δεν αποκλείεται κάποιες φορές η διακριτική παρέμβαση Ρωμαίων αξιωματούχων, ιδιαίτερα του ανθυπάτου της εκάστοτε επαρχίας, όπως φαίνεται και από το κείμενο της Mεσσήνης.
Δύο ημέρες μετά τα Καισάρεια, ο Σκιπίων πρόσφερε θυσίες και διοργάνωσε γιορτή για την επέτειο της ανάληψης του υπατικού αξιώματος από το Γάιο Kαίσαρα (στ. 16‐19). O Herz διατύπωσε την άποψη ότι, αφού οι εορτασμοί αυτοί οργανώθηκαν από έναν ανώτερο αξιωματούχο της κεντρικής εξουσίας, έγιναν σύμφωνα με το επίσημο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Στην περίπτωση αυτή οι ημερομηνίες τέλεσής τους πρέπει να ήταν η 13η Iανουαρίου, ημέρα της εκλογής του Γαΐου Kαίσαρα ως υπάτου στη Pώμη το +5, η οποία εξάλλου συμπίπτει με τις ημέρες των εορτασμών της res publica restituta το -27, και η 16η Iανουαρίου, ημέρα κατά την οποία ο Oκταβιανός τιμήθηκε με τον τίτλο του Augustus. Ο διοικητής διέταξε τους Mεσσηνίους να εξακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια να εορτάζουν τις μέρες αυτές με τον ίδιο τρόπο, δηλ. με προσφορά θυσιών και στεφανηφορία (στ. 19‐20).
Συνολικά οι εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν των αυτοκρατόρων, οι οποίες δεν ήταν προσωρινά ή ευκαιριακά γεγονότα, αλλά θεσπισμένες σε σταθερή και μακροχρόνια βάση, αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα θεσμικά πλαίσια απόδοσης τιμών στους αυτοκράτορες και περιελάμβαναν κατά κύριο λόγο θυσίες, πομπές και αγώνες.

Πάνω: Το εκτεταμένο συγκρότημα του Ασκληπιείου (τέλη -3ου - αρχές -2ου αι.) βρίσκεται αμέσως νότια της Αγοράς της Μεσσήνης. Αποτελούσε το επισημότερο ιερό και το κέντρο δημόσιας ζωής της πόλης.
 
Oι αυτοκρατορικές θυσίες διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες, σε αυτές προς τους αυτοκράτορες και σε αυτές για τους αυτοκράτορες. 
Oι πρώτες ήταν περισσότερο σπάνιες και προϋπέθεταν την αναγνώριση των Σεβαστών ως θεών: οι αυτοκρατορικοί ιερείς θυσίαζαν στους αυτοκράτορες επικαλούμενοι τη θεία τους υπόσταση όπως ακριβώς και οι ιερείς των θεών. 
Oι δεύτερες, στις οποίες εμπίπτει η περίπτωση της Mεσσήνης, υπήρξαν πολύ συχνότερες: απευθύνονταν στους θεούς για την υγεία, τη σωτηρία και την αιώνια βασιλεία των αυτοκρατόρων, κατά το παράδειγμα των ετήσιων vota που γίνονταν στη Ρώμη στις αρχές κάθε νέου έτους. 
Oι θυσίες που τέλεσε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων προσφέρθηκαν στους θεούς για την αιώνια ηγεμονία των αυτοκρατόρων, καθώς επίσης για τη σωτηρία και την αίσια επιστροφή του Γαΐου Kαίσαρα από εκστρατεία του στην Aνατολή εναντίον των Πάρθων. 
Καθώς οι τελετές της Mεσσήνης οργανώθηκαν από Ρωμαίο αξιωματούχο, ήταν προσαρμοσμένες στις ρωμαϊκές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες λατρευτικές τιμές αποδίδονταν κατεξοχήν στους αυτοκράτορες μετά το θάνατό τους και αφού είχαν επίσημα αποθεωθεί από τη Σύγκλητο –σε αντίθεση με τις τιμές λατρευτικού χαρακτήρα που πρόσφεραν οι Έλληνες στους ζώντες αυτοκράτορες. Ως εκ τούτου ο θετός γιος του Aυγούστου,ο οποίος βρισκόταν τότε ακόμα εν ζωή, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί θεός και η θυσία που πρόσφερε ο Σκιπίων έπρεπε αναπόφευκτα να λάβει τη μορφή ενός votum, δηλ. μίας ευχής ή προσευχής για τη σωτηρία του και την αίσια επιστροφή του (στ. 14‐15: αὐτός τε βουθυτῶν περὶ τὰς Γαΐου σωτηρίας).Tο τυπικό αυτό ανάγει τις αρχές του στα vota pro salute Caesaris, δηλ. στις ευχές για τη σωτηρία του Iουλίου Kαίσαρα που έγιναν στη Pώμη το -44 και επαναλήφθηκαν για τον Aύγουστο το -30 με την ευκαιρία της κατάληψης της Aλεξάνδρειας.
Προοδευτικά οι τελετές αυτές έγιναν ετήσιες, απευθύνονταν και σε άλλα μέλη του αυτοκρατορικού οίκου και προσφέρονταν από τους υπάτους και άλλα θρησκευτικά collegia στις αρχές κάθε έτους.
 Eυχές για τη σωτηρία του αυτοκράτορα και μελών της οικογένειάς του πραγματοποιούνταν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία με την ευκαιρία διαφόρων γεγονότων, από τα οποία τα περισσότερο συνήθη στα επιγραφικά κείμενα της Aχαΐας ήταν η αίσια έκβαση μίας πολιτικής κρίσης, η αποκατάσταση της υγείας και η αναχώρηση για εκστρατεία. Έτσι, ιδρύθηκαν στη Mεσσήνη, όπως προφανώς και σε άλλες ελληνικές πόλεις της αυτοκρατορίας, και αφομοιώθηκαν στη θρησκευτική ζωή των Eλλήνων υπηκόων δημόσιες επίσημες γιορτές, οι οποίες αντέγραφαν ανάλογες που οργανώνονταν στη Pώμη.
Τόσο στην γιορτή προς τιμήν του Aυγούστου όσο και στη γιορτή για την επέτειο ανάληψης της υπατείας από το Γάιο Kαίσαρα οι συμμετέχοντες έπρεπε να φέρουν στεφάνια (στ. 13, 20). Στο πλαίσιο των ελληνικών γιορτών στεφάνια έφεραν συνήθως όσοι λάμβαναν στις πομπές και τις συνακόλουθες θυσίες. Αν και στο παρόν ψήφισμα δεν υπάρχει ρητή αναφορά, οι αυτοκρατορικές γιορτές της Μεσσήνης πρέπει να περιελάμβαναν πομπές που θα ξεκινούσαν ή θα κατέληγαν στο Καισαρείο, για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια.
Το ψήφισμα της Μεσσήνης ορίζει ακόμη ότι πρέπει όλοι να φέρουν στεφάνια και να θυσιάζουν χωρίς να ασχολούνται με άλλα πράγματα και όντας απερίσπαστοι (στ. 14: ἀπράγμονας ὄντας καὶ ἀταράχους),πρόβλεψη που σχετίζεται με αποχή από εργασίες και δικαστήρια κατά τη διάρκεια της γιορτής (για την αργία που συνοδεύει τις ελληνικές γιορτές.
Tα θεάματα με τα οποία τελείωναν οι αρχαίες γιορτές ήταν αγώνες γυμνικοί, ιππικοί και μουσικοί. Aυτά που πρόσφερε ο Π. Kορνήλιος Σκιπίων (στ.15: θέαις ἐπεδαψιλεύσατο ποικίλαις) είναι πιθανόν να συνδέθηκαν με τις ετήσιες γιορτές προς τιμήν του Δία Iθωμάτα (Ἰθωμαῖα), οι οποίες περιελάμβαναν κυρίως μουσικούς αγώνες (Παυσανίας 4.33.).

Kαισαρεῖον/ Σεβαστεῖον
H στήλη που έφερε τη συγκεκριμένη επιγραφή βρέθηκε χτισμένη σε μνημειώδη κλίμακα που λειτουργούσε ως βόρειο πρόπυλο του Ασκληπιείου. Στη Mεσσήνη ο Ασκληπιός λατρευόταν ως πολιούχος της πόλης. O ναός του κατείχε κεντρική θέση στον ευρύτερο ιερό χώρο του Ασκληπιείου, που αποτελούνταν από ένα ορθογώνιο περίστυλο αίθριο με περιμετρικώς κτισμένα οικοδομήματα πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως το βουλευτήριο και ναΐσκοι μυθικών ηρώων και ιστορικών βασιλέων συνδεδεμένων με τη
σχετικά όψιμη ίδρυση της Mεσσήνης (-370/ ‐362), από τους οποίους ο πιο σημαντικός ήταν ίσως ο ναός της Tύχης ή της προσωποποίησης της πόλης (Παυσανίας 4.31.10).
Η κλίμακα, στην οποία ήταν χτισμένη η στήλη, ανήκει σε ένα οικοδόμημα που ταυτίζεται μέσω δύο επιγραφών με το Καισαρείο/Σεβαστείο.

H πρώτη επιγραφή αναφέρει ότι ο ταμίας και αντιστράτηγος M. Kάσσιος Γάλλος επισκεύασε με δημόσια έξοδα τὰς στοὰς τὰς τέσσαρας τοῦ Ἀσκλαπιείου καὶ τὰς ὑπερκειμένας παραετίδας τὰς κατὰ τὸ Kαισαρῆον (IG V 1, 1462· πρβλ. Μπαρδάνη 1988). 
Η δεύτερη επιγραφή σώζει ένα ψήφισμα συνοδευόμενο από κατάλογο ατόμων που είχαν υποσχεθεί χρηματική βοήθεια για την επισκευή δημοσίων οικοδομημάτων· αναφέρει ότι οι Mεσσήνιοι αποφάσισαν να στήσουν τη στήλη που έφερε την επιγραφή παρὰ τὸ Σεβαστεῖον.
Αυτή η επιγραφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι βρέθηκε in situ στο χώρο, όπου οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα μεγάλων διαστάσεων διμερές οικοδόμημα, κτισμένο συμμετρικά εκατέρωθεν της μνημειώδους κλίμακας στα βόρεια του Aσκληπιείου. Πρόκειται προφανώς για το Καισαρείο/Σεβαστείο και συμπίπτει με το σημείο στο οποίο βρέθηκε χτισμένη και η δική μας επιγραφή.
Πάνω δεξιά:Αεροφωτογραφία της βόρειας πτέρυγας του Ασκληπιείου με το Πρόπυλο και τις αίθουσες του Σεβαστείου / Καισαρείου, του +1ου αι. Στην άποψη του Σεβαστείου από δυτικά διακρίνεται τμήμα του μνημειακού κλιμακοστασίου με δυο κίονες μπροστά στην κατώτατη βαθμίδα. Στο βάθος διακρίνεται η είσοδος του μικρού Οίκου Η.
Tόσο η δομή των κύριων αιθουσών του κτηρίου, παρόμοια με αυτή των ανδρώνων ιδιωτικής οικίας, όσο και τα αρχαιολογικά ευρήματα –θραύσματα αγγείων και μαρμάρινων τραπεζών, υπολείμματα οργανικών ουσιών, κτλ.– σε συνδυασμό με μία αναφορά σε ένα ψήφισμα του +15 προς τιμήν μελών του αυτοκρατορικού οίκου (SEG XLI 328: ἀμ[νοὺ]ς εὐωχείσθω ἐν τ[ῶι Σεβαστείωι]), δηλώνουν ότι το οικοδόμημα χρησιμοποιήθηκε ως τόπος θυσιών και άλλων εκδηλώσεων της αυτοκρατορικής λατρείας, και προφανώς ως έδρα ή χώρος συνεστιάσεων του αυτοκρατορικού ιερατείου, των τοπικών αρχόντων και άλλων μελών της άρχουσας τάξης της πόλης (για τους χώρους των δημοσίων συμποσίων. 
H κατασκευή του Kαισαρείου κατά την εποχή του Aυγούστου πρόσθεσε στο Ασκληπιείο, που ήταν ήδη ένα αρχιτεκτονικό σύνολο πολιτικού χαρακτήρα, ένα οικοδόμημα που αντιπροσώπευε τη νέα τάξη πραγμάτων.

Μ. Καντηρέα



Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Μεταμόρφωση Μεσσηνία: Ένα σημαντικό Βυζαντινό κέντρο

 Το χωριό Μεταμόρφωση (πρώην Σκάρμιγκα) βρίσκεται στην Βορειοδυτική πλευρά της Πυλιακής Γης. Απέχει 45 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νόμου Μεσσηνίας την Καλαμάτα, και 25 χιλιόμετρα από την Πύλo. Ανήκει στον καποδιστριακό Δήμο Παπαφλέσσα του οποίου και αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό Διαμέρισμα.


 Από τις βόρειες παρυφές του χωριού της Μεταμορφώσεως ξεκινά μια εκτεταμένη λοφώδης περιοχή με κατεύθυνση βορρά νότου, πάνω από μια βαθιά χαράδρα. Η περιοχή έχει πολλά νερά ενώ το αμφιθεατρικό της σχήμα παρέχει εξαιρετική θέα προς την κοιλάδα στα δυτικά
Τα ευρήματα μαρτυρούν την συνεχή κατοίκηση, αυτής της εύφορης περιοχής με τα πολλά νερά, από τα Αρχαϊκά μέχρι και τα Βυζαντινά χρόνια αλλά και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας .
 Συγκεκριμένα από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του The Pylos Regional Archaeological Project βρέθηκε κεραμική της Αρχαϊκής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, κυρίως στο νότιο τμήμα της περιοχής.
 Μεγάλες ποσότητες βυζαντινής κεραμικής συλλέχθηκαν στην περιοχή της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρας. Τα περισσότερα κομμάτια ανήκουν στον δωδέκατο και δέκατο τρίτο αιώνα, περίπου σύγχρονο με την πιθανή ημερομηνία της κατασκευής του ναού, τον 11ο ή 12ο αιώνα. Βυζαντινή κεραμική συλλέχθηκαν επίσης στη βορειοδυτική γωνία του χώρου. Η Μεσαιωνική κεραμική είναι αρκετά καλά διατηρημένη και σε ότι αφορά την κατασκευή και την διακόσμηση αντιπροσωπεύει ένα φτωχότερο επίπεδο βυζαντινών αγγείων από αυτά που βρέθηκαν αλλού, όπως στα Νιχώρια. 

Διάφορα κεραμικά αποτμήματα της Βυζαντινής περιόδου.

 Εκτός από την πηγή στην Αγία Σωτήρα, υπάρχουν δύο άλλες πηγές στην περιοχή, το ένα στον Άγιο Κωνσταντίνο, περίπου 1 χιλιόμετρο ΒΔ και μία στο σύγχρονο χωριό της Μεταμόρφωσης. Πολυάριθμοι αγωγοί παρέχουν άρδευση στην περιοχή από δεξαμενές κοντά στην Αγία Σωτήρα.
 Ένα παλιό πέτρινο τμήμα από καλντερίμι προφανώς οδηγούσε ανατολικά μέχρι την εκκλησία της Παναγίας, 600 μ. Δ του χωριού της Τουλούπα Χάνι. Ένα άλλο παλιό πέτρινο κομμάτι διατηρείται στα Ν, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. 
 Η σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη βρίσκεται στο βόρειο άκρο της περιοχής, και η βυζαντινή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), περίπου στο κέντρο της. Η εκκλησία της Αγίας Σωτήρας έχει επισκευαστεί και μετατραπεί σε αρκετές περιπτώσεις, με την πρωταρχική κατασκευή να χρονολογείτε στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, 11ος ή 12ος αιώνας. Μια πηγή με πολλά νερά τρέχει κάτω από την εκκλησία όπου υπάρχει μια μικρή δεξαμενή συλλογής. 

Αριστερά κανάλι ύδρευσης σκαμμένο στον βράχο και μέσον και δεξιά τμήματα μεσαιωνικών κατασκευών

 Στα ΝΔ της Αγίας Σωτήρας, υπάρχει κτίσμα από τρία μεγάλα τμήματα τοιχοποιίας, κατασκευασμένα από μικρές πέτρες, πλακάκια και κονίαμα. Τα τμήματα αυτά βρίσκονται αμέσως νότια από ένα κανάλι νερού κομμένο στο φυσικό βράχο, που ίσως κάποτε μετέφερε το νερό από την πηγή της Αγίας Σωτήρας. Το κανάλι μπορεί να ανιχνευθεί για τουλάχιστον 150 μ. προς τα δυτικά. Εδώ μέρος του καναλιού είναι επενδεδυμένα με πέτρα. 
 Κοντά στο κανάλι, σώζεται ένα ορθογώνιο οικοδόμημα το οποίο πιθανότατα ταυτίζετε με τα ερείπια ενός «χαμάμ» (η περιοχή αυτή ονομάζεται Λουτρά). Υπάρχουν πολλά ίχνη αδιάβροχου κονιάματος για τις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων. 
Κατασκευή που ταυτίζετε με τούρκικο χαμάμ

Τα ευρήματα δείχνουν πως στην περιοχή της Μεταμορφώσεως υπήρχε συνεχή κατοίκηση στα Αρχαϊκά, Κλασσικά, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. Η Βυζαντινή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, 11ος αιώνας, τα υπολείμματα των τούρκικων λουτρών, καθώς και τα καλντερίμια που υπήρχαν και καταστράφηκαν το 1994 προκειμένου να διανοιχτούν αγροτικοί δρόμοι, μαρτυρούν ότι η περιοχή συνέχισε και στα βυζαντινά χρόνια να είναι σημαντικό κέντρο της περιοχής.

Ο Βυζαντινός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα) 

 Ο Ναός της Μεταμόρφωσης βρίσκεται βορείως του χωριού Σκάρμηγκα (Μεταμόρφωση από το 1927) του τέως Δήμου Παπαφλέσσα  και νύν Δήμου Πύλου -Νέστορος.
 Ο ναός είναι γνωστός από παλιά στην έρευνα, εφόσον τον έχει δημοσιεύσει ήδη το 1831 ο Γάλλος αρχιτέκτονας Abel Blouet, χωρίς όμως όνομα και ακριβή θέση και με λανθασμένη αναφορά στο σχήμα της κόγχης, εφόσον, αν και τρίπλευρη, τη δημοσίευσε ως περίπου ημικυκλική, και με μικροδιαφορές στη θέση και στις διαστάσεις του νάρθηκα.
 Ανήκει στον τύπο των ελευθέρων σταυρών με εγκάρσια τοποθετημένο νάρθηκα και μεταγενέστερο εξωνάρθηκα και στεγάζεται με ενιαία μεταγενέστερη δίρριχτη στέγη. Από τον αρχικό ναό σώζονται ο μεσημβρινός και ο ανατολικός τοίχος, καθώς και η βόρεια πλευρά της κόγχης. 
 Η κόγχη του Ιερού είναι εξωτερικά τρίπλευρη, ελαφρά ακανόνιστη και εξαγωνική, αλλά εσωτερικά σχεδόν ημικυκλική. Η τοιχοποιία αποτελείται από αργολιθοδομή και από χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα ανά διαστήματα. Το κατώτατο τμήμα των τοίχων ήταν από μεγάλους σχεδόν ακατέργαστους λίθους, ενώ στη συνέχεια υπάρχει ένα αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με δύο σειρές οριζοντίων πλίνθων σε ορισμένα σημεία.

Ο Βυζαντινός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), 11ος αιώνας

 Αξιοπρόσεκτα είναι τα κεραμοπλαστικά κοσμήματα του ναού.Στην ανατολική πλευρά της βόρειας κεραίας, καθώς επίσης και στη νότια πλευρά της νότιας κεραίας, σώζεται ένα πλίνθινο ‘‘Κ’’, ενώ στη νότια όψη της δυτικής κεραίας, μισό κατακόρυφο ‘‘Χ’’. Το κάθετο ‘‘Κ’’ είναι σύνηθες, ενώ το κατακόρυφο ‘‘Χ’’ σπανίζει. 
 Μία οδοντωτή ταινία διασώθηκε στη βόρεια πλευρά της τρίπλευρης κόγχης του Ιερού, ενώ μία δεύτερη περιτρέχει την ανατολική πλευρά του νάρθηκα, τη νότια της δυτικής κεραίας, καθώς και τη δυτική και τη νότια της νότιας κεραίας, όπου πλέον στρέφεται προς τα πάνω, παίρνοντας μορφή περιφέρειας κύκλου, εφόσον μάλλον πλαισίωνε το άνοιγμα κάποιου παραθύρου. Η οδοντωτή ταινία είναι πλίνθινη, ενώ το ενδιάμεσο κονίαμα ήταν παχύτατο. Οι πλίνθοι εκατέρωθεν των οδόντων ήταν μεγάλου μήκους. 
Πάνω από αυτήν την οδοντωτή ταινία, στη νότια πλευρά της νότιας κεραίας, υπάρχει διπλός μαίανδρος ‘‘Π’’, ο οποίος απαντά μεταξύ του 11ου και 14ου αιώνα και αποτελεί αγαπημένο μοτίβο της Πελοποννήσου.


Η χρονολόγηση βασίζεται στα κεραμοπλαστικά κοσμήματα, που ανάγουν τον ναό στο τέλος του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα.

Ανασκαφές και ευρήματα εντός του ναού (26η Ε.Β.Α. 2010)
Υπεύθυνοι αρχαιολόγοι Ευ. Χαλκιά, Μ. Κάππας

 Ο ναός βρίσκεται σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά του ομώνυμου χωριού.
Πρόκειται για κηρυγμένο μνημείο του τύπου του ελεύθερου σταυρού, με νάρθηκα στα δυτικά. Ο τρούλος και η θολοδομία έχουν καταρρεύσει από άγνωστη αιτία.
Ο ναός καλύπτεται σήμερα με ξύλινη δίρριχτη στέγη επιστρωμένη με κεραμίδια, η οποία ανακατασκευάστηκε από το προσωπικό του Κλιμακίου Καλαμάτας το 2002.
 Στο μνημείο ξεκίνησαν το Μάιο του 2010 εργασίες αποκατάστασης, σύμφωνα με εγκεκριμένη μελέτη, που περιελάμβαναν την καθαίρεση των σαθρών επιχρισμάτων του εσωτερικού και την αντικατάσταση του νεωτερικού δαπέδου από τσιμεντένια πλακίδια με πήλινες χειροποίητες πλάκες.
Μετά την αφαίρεση των τσιμεντένιων πλακιδίων του νεωτερικού δαπέδου και πριν από την τοποθέτηση των πήλινων πλακών πραγματοποιήθηκε στο ναό εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, η οποία διεξήχθη σε τρία στάδια.

Ο Βυζαντινός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), 11ος αιώνας

Α΄ Στάδιο: ανασκαφική διερεύνηση Ιερού Βήματος
 Το πρώτο στάδιο ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2010 και περιελάμβανε την ανασκαφική διερεύνηση του χώρου του Ιερού Βήματος μετά τη διάλυση της νεωτερικής κτιστής τράπεζας που κάλυπτε το κατώτερο τμήμα του ημικυλίνδρου. Δεν αποκαλύφθηκαν στοιχεία της αρχικής αγίας τράπεζας.
 Επί του φυσικούβράχου εντοπίστηκε όρυγμα κανονικής λάξευσης που μάλλον συνδέεται με την περισυλλογή των πηγαίων υδάτων, τα οποία παροχετεύονται με κτιστό αγωγό νότια του ναού, όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα. Στις επιχώσεις εντοπίστηκαν όστρακα ακόσμητων και εφυαλωμένων αγγείων (εικ.1).

Εικ.1 αριστερά: Ανασκαφή Ιερού Βήματος. Όστρακα εφυαλωμένων αγγείων.
Εικ 2 δεξιά: Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. Όστρακα εφυαλωμένων αγγείων.

Β΄ Στάδιο: ανασκαφική διερεύνηση κυρίως ναού
 Η ανασκαφή του κυρίως ναού έλαβε χώρα τον Αύγουστο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 2010. Κάτω από τα νεωτερικά πλακίδια αποκαλύφθηκε ένα παλαιότερο δάπεδο από πατητό κονίαμα και υπόστρωμα από μικρές πέτρες. Το δάπεδο αυτό ήταν κατεστραμμένο κατά τόπους, κυρίως στο σημείο που βρισκόταν άλλοτε ο τοίχος που χώριζε τον κυρίως ναό από το νάρθηκα.
Στο σημείο αυτό ξεκίνησε διερευνητική τομή προκειμένου να διευκρινιστούν στοιχεία παλαιότερων φάσεων.
Μετά την αφαίρεση λεπτού στρώματος επίχωσης εντοπίστηκαν στοιχεία αρχαιότερου
δαπέδου αποτελούμενου από πήλινα πλακίδια διαφόρων μεγεθών, ελάχιστα από τα οποία σώζονται κατά χώραν.
 Καθώς συνεχίστηκε η ανασκαφή στο χώρο του δυτικού σκέλους του σταυρού, αποκαλύφθηκε κτιστός ορθογώνιος τάφος καλής κατασκευής, χωροθετημένος αξονικά, μπροστά ακριβώς από τη θέση που κάποτε διαμορφωνόταν η βασίλειος πύλη (εικ.3).

 Εικ 3 : Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. 
 Ο τάφος επεκτεινόταν και στο κεντρικό διαμέρισμα του κυρίως ναού, δηλαδή κάτω από τον κατεστραμμένο σήμερα τρούλο. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατόν να διευκρινιστεί με απόλυτη βεβαιότητα εάν ο τάφος ήταν σύγχρονος με το αρχικό δάπεδο ή η διάνοιξή του πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων. Δεν εντοπίστηκαν καλυπτήριες πλάκες.
Από το βάθος του 0,50 μ. και κάτω η ανασκαφική διερεύνηση του τάφου κατέστη ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα.
 Ο τάφος περιείχε μία ανακομιδή και μία κανονική ταφή. Στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης εντοπίστηκαν άφθονα όστρακα ακόσμητης και εφυαλωμένης κεραμικής (Εικ 2), μεταλλικά ελάσματα και άφθονα θραύσματα γυάλινων αγγείων.
Στο τμήμα της επίχωσης γύρω από το σκελετό της ταφής, εντοπίστηκαν 50 χάλκινα νομίσματα κυρίως Μανουήλ Κομνηνού και Ισαακίου Αγγέλου (εικ. 4), τα οποία δεν φαίνεται να συνιστούσαν θησαυρό, μιας και ήταν σκορπισμένα σε διάφορα σημεία της επίχωσης. Ακέραια αγγεία δεν εντοπίστηκαν.

Εικ. 4 : Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. Νομίσματα (εμπροσθότυπος - οπισθότυπος).
Γ΄ Στάδιο: ανασκαφή νάρθηκα

Κατά την ανασκαφική διερεύνηση του νάρθηκα εντοπίστηκαν τρεις πρόχειρης κατασκευής ακτέριστες ταφές (εικ. 5).
 Στις επιχώσεις κάτω από το δάπεδο με τα νεωτερικά πλακάκια βρέθηκαν άφθονα όστρακα
ακόσμητης, εφυαλωμένης και γραπτής κεραμικής (εικ. 6), μολύβδινος επιστήθιος σταυρός, μεταλλικά ελάσματα και θραύσματα γυάλινων αγγείων (εικ. 7).

Εικ. 5: Ανασκαφή νάρθηκα. Γενική άποψη από Α., τάφοι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ.
Ανασκαφή νάρθηκα: Αριστερά, εικ 6, όστρακα γραπτής κεραμικής και
Δεξιά, εικ. 7, θραύσματα γυάλινων αγγείων.
Βιβλιογραφία- Πηγές:
Κακούρος Ιωάννης: "Βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας"






Printfriendly