.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Κορυφάσιο Μεσσηνία: Ο αρχαιότερος Θολωτός τάφος της Ηπειρωτικής Ελλάδας

Κορυφάσιο (πρώην Οσμάναγα), Θέση Χαρατσάρι
Στην τοποθεσία Χαρατσάρι, Ν-ΝΔ του χωρίου Κορυφάσιον (πρώην Οσμάναγα) της επαρχίας Πυλίας, ανεσκάφη από τον Κ. Κουρουνιώτη, πρώιμος θολωτός τάφος, ενώ γίνεται αναφορά σε άλλους δύο πιθανούς όμοιους τάφους, οι οποίοι όμως δεν έχουν εντοπισθεί.



Η σημασία του έγκειται στο ότι είναι ο παλαιότερος της Ηπειρωτικής Ελλάδος και συμφώνως, μάλιστα, με τον καθηγητή Κορρέ, «την εποχή, κατά την οποίαν στις πολύχρυσες Μυκήνες εχρησιμοποιούντο οι απλοί λακκοειδείς τάφοι και για βασιλικές ταφές, στην Μεσσηνία είχε εφαρμοσθεί ο τύπος του θολωτού τάφου.
Ο τάφος αυτός ήταν κτισμένος με μικρούς ακατέργαστους πλακωτούς λίθους. Ο δρόμος του δεν ήταν κτιστός ή τουλάχιστον δεν κατέστη δυνατόν να διακριθεί η ύπαρξή του από τον πρώτο ανασκαφέα. Η διάμετρός του ήταν περ. 6 μ. και το ύψος ήταν, περίπου, όμοιο. Η είσοδος προς ΒΑ έχει μήκος 1.50 μ. περίπου, πλάτος 1.95, και ύψος 2.75 μ. και καλύπτεται από τρία ανώφλια μεγάλων διαστάσεων, τα οποία είναι επίσης ακατέργαστα. Η είσοδος ανευρέθη φραγμένη, σε όλο της το άνοιγμα από μικρούς κτιστούς λίθους.

Ο Θολωτός τάφος του Κορυφασίου (Οσμάν- Αγά), ο αρχαιότερος της Ηπειρωτικής Ελλάδας

«Το έδαφος των ταφών ευρεθέν σχεδόν ανέπαφον εσημειούτο δια λεπτού στρώματος εξ υπολειμμάτων πυράς καλύπτοντος όλην σχεδόν την επιφάνειαν, παραδόξως δε ευρίσκετο 1 περίπου μέτρον υψηλότερον του δαπέδου του τάφου». Από τους σκελετούς σώθηκαν μόνο σποραδικά τεμάχια οστών.
Όπως παρατήρησε, αρχικώς, ο Κορρές είναι τελείως αδύνατον να υπήρχε το στρώμα ταφών της μυκηναϊκής εποχής ένα μέτρο επάνω από το δάπεδο του τάφου.
Προφανώς, o Κουρουνιώτης αναφέρεται στο ανώτερο στρώμα της επιχώσεως του τάφου, το οποίο δημιουργήθηκε κατά την μεταγενέστερη χρήση του τάφου στους ιστορικούς χρόνους, όπως συμβαίνει και σε άλλους Μεσσηνιακούς τάφους. Βεβαίως ο Κουρουνιώτης δεν αναφέρει άλλο στρώμα ταφών στο αρχικό δάπεδο, πλησίον του θεμελίου της θόλου και επί πλέον, δεν αναφέρει το στρώμα και τα σημεία του δαπέδου, στα οποία ανευρέθησαν τα ΜΕ- ΥΕ Ι αγγεία.
Ο Κορρές, λοιπόν, θεωρεί ότι πρέπει να υπήρχε δεύτερο κατώτερο επίπεδο (στρώμα), στο ύψος του θεμελίου της θόλου και σε αυτό το κατώτερο επίπεδο ανήκουν τα αγγεία της ΜΕ-ΥΕ Ι εποχής. Σταδιακά, ο καθηγητής Κορρές κατέληξε στα αναγκαία, για την διευκρίνιση των στρωμάτων, συμπεράσματα. Συγκεκριμένως, θεωρεί ότι δεν είναι ορθή η στρωματογραφία του Κων. Κουρουνιώτη και εκφράζει την άποψη ότι οι αρχικές ταφές της ΜΕ και ΜΕ/ΥΕ Ι ευρίσκοντο επί αρχικού δαπέδου, άλλες εις ύψος 1 μ. με ΥΕ ΙΙ ή και ΥΕ ΙΙΙ κτερίσματα και μετά τα των ιστορικών χρόνων.
Μερικός καθαρισμός του τάφου πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή Κορρέ, ο οποίος παρατήρησε ότι δεν αποκλείεται το σωζόμενον ανώτερον τμήμα της θόλου να ανάγεται εις περίοδον ανακατασκευής και επαναχρησιμοποίησης του τάφου, λόγω πιθανής συμπτώσεως της αρχικής θόλου. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί, ως παρετήρησε, η διαφορά υγρασίας και η διαφορά στην τείχιση, η οποία παρατηρείται σε ύψος τουλάχιστον 2.50 μ. από του μη ορατού δαπέδου του ταφικού θαλάμου.
 Επί τη βάσει της ανευρεθείσης κεραμεικής, η ανέγερση του τάφου χρονολογείται πριν από την πλήρη εμφάνιση της ΥΕ Ι εποχής στην Μεσσηνία, στα τέλη της ΜΕ, -1800 έως -1600, και πρέπει το ταφικό μνημείο να έμεινε σε χρήση και μετά την ΥΕ Ι, -1500 εάν κρίνομε από το επάνω τμήμα Μυκηναϊκού πιθαμφορέα, ο οποίος φαίνεται να ανήκει στην τελευταία ή σε μία από τις τελευταίες ταφές.


Θολωτός τάφος Κορυφασίου (Οσμάναγα): Αριστερά- πόδι από αβαθές πιάτο, Μέσον και δεξιά: Τμήματα αμφορέων
Ο τάφος ήταν συλημένος και περιείχε ελάχιστα κτερίσματα, εκτός των κεραμεικών οστράκων. Από τον ανασκαφέα αναφέρονται, επίσης, μικρά θραύσματα αργυρών αγγείων και μεγάλη γραπτή πυξίδα από Αιγυπτιακή πορσελάνη, αλλά καθώς δεν υπάρχουν πλέον, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζομε κατά πόσον τα ανωτέρω ευρήματα αποτελούσαν Μινωικές εισαγωγές ή όχι.  Πάντως, η ύπαρξη της πυξίδος αποδεικνύει την ανάπτυξη αμέσων ή εμμέσων εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδος και της Αιγύπτου. 
Η κεραμεική από τον θολωτό αυτό τάφο περιλαμβάνει δύο ομάδες: μία τοπική Μεσσηνιακή, με αγγεία ύστερης ΜΕ εμφάνισης, -2200 έως -1600, και μία Μινωική, με αγγεία γνωστότατων ΜΜ ΙΙΙ/ΥΜ ΙΑ τύπων, -1700 έως -1500. Χαρακτηριστική είναι η απουσία από το υλικό τυπικών δειγμάτων του κλασσικού κεραμεικού ρυθμού της πρώτης μυκηναϊκής φάσεως.
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος ανασκαφέας του τάφου, Κ. Κουρουνιώτης, δεν επισημαίνει μινωικές επιδράσεις στην κεραμεική του τάφου. Απλώς, αναγνωρίζει την αρχαιότητα των σχημάτων της κεραμεικής, και αναφέρει ότι ανευρέθησαν «δύο μεγάλοι αμφορείς ολίγον ασυνήθων σχημάτων με γραμμικάς διακοσμήσεις, μία πρόχους μεγάλη γνωστού παλαιομυκηναϊκού σχήματος, και μία κύλιξ, επίσης ολίγου παραδόξου μορφής ως προς την λαβήν τουλάχιστον. Ο πηλός και ο τρόπος της κατασκευής ενθυμίζουσιν τα μυκηναϊκά αγγεία του Θέρμου». Προφανώς, η πρόχους, την οποία αναφέρει ως παλαιομυκηναϊκό σχήμα, είναι η πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος, η οποία στην πραγματικότητα είναι όχι απλώς Μινωικό σχήμα, αλλά πιθανόν και εισηγμένη από την Μινωική Κρήτη.
Αλλά και ο C.W. Blegen, ο οποίος εδημοσίευσε την κεραμεική του τάφου το 1954, συμφωνεί σε γενικές γραμμές με τον Κουρουνιώτη και διαχωρίζει την ανευρεθείσα κεραμεική σε δύο διακριτές ομάδες: την χειροποίητη αμαυρόχρωμη της ΜΕ εποχής (αγγεία, υπ’ αριθμ. 1-5 της δημοσιεύσεως) και την τροχήλατη, η οποία χρονολογείται στο τέλος της ΜΕ εποχής ή τις αρχές της ΥΕ Ι, ενώ για την πρόχου με το πλατύ επίπεδο χείλος αναφέρει χαρακτηριστικώς ότι πρόκειται για γνήσιο μυκηναϊκό προϊόν. 
Δεξιά: Θολωτός τάφος Κορυφασίου: Πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος

Σε κανένα σημείο της μελέτης του δεν γίνεται αναφορά σε μινωικής προέλευσης ή έστω έμπνευσης αγγεία και φαίνεται να είναι πεπεισμένος ότι πρόκειται για κεραμεική, η οποία αντικατοπτρίζει τοπική καθαρώς εξέλιξη.
Πρώτος ο Hood ανεγνώρισε τη σχέση ωρισμένων αγγείων του τάφου αυτού με την μινωική Κρήτη, προσπαθώντας να συνδέσει τον τύπο του θολωτού τάφου της ηπειρωτικής Ελλάδος με προγενέστερα ταφικά μνημεία της Κρήτης. Θεωρεί λοιπόν ότι κυρίως η πρόχους με πλατύ επίπεδο χείλος  και το θραύσμα αμφορέως με ελλειψοειδές στόμιο αποτελούν τύπους κοινούς στην Κρήτη, αλλά σπάνιους στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Τέλος και ο Γ. Λώλος αναγνωρίζει την σχέση ωρισμένων από τα αγγεία του τάφου με την Κρήτη και ταυτοχρόνως επισημαίνει την σπουδαιότητα της σχέσης αυτής καθώς δύναται να συνδεθεί με το πρόβλημα της καταγωγής του ηπειρωτικού θολωτού τάφου.

Αντωνίου Μαρία: "Οι σχέσεις της ΝΔ Πελοποννήσου με την Μινωϊκή Κρήτη"


Τα κεραμικά ευρήματα του τάφου








Printfriendly