.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Νότια Τριφυλία: Ανθρώπινη παρουσία από τά Παλαιολιθικά χρόνια

Στην περιοχή του Βρωμονερίου στην νότια Τριφυλία έχουν βρεθεί τα παλαιότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην Μεσσηνία. Πρόκειται για λίθινα εργαλεία που χρονολογούνται στην Μέση Παλαιολιθική εποχή.


Ανάμεσα στα έτη 1994 και 1997 κλιμάκιο του Αμερικάνικου Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (Pylos Regional Archeological  Project) διενήργησε επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Νότιας Τριφυλίας.
Κατά την διάρκεια αυτών των ερευνών συνελέγησαν πάνω από 1000 λίθινα εργαλεία. Το μεγαλύτερο μέρος των ευρημάτων αυτών ανήκων στην Νεολιθική και εποχή του Χαλκού με ένα σημαντικό ποσοστό των εργαλείων να είναι κατασκευασμένα από οψιδιανό που προέρχεται από το νησί της Μύλου.
Ωστόσο η έρευνα στην περιοχή του Βρωμονερίου στην Νότια Τριφυλία αλλά και του Ρωμανού μερικά χιλιόμετρα στα νότια απέδωσε λίθινα εργαλεία της Παλαιολιθικής εποχής.
Στην περιοχή του Βρωμονερίου και σε κοντινή απόσταση από την ακτογραμμή συνελέγησαν 124 λίθινα εργαλεία. Η εξέταση των ευρημάτων που έγινε με μεθόδους υπεριώδους ακτινοβολίας έδωσε χρονολόγηση στην Μέση Παλαιολιθική εποχή, -170000 έως -70000.
Χρονολογικά και μορφολογικά τα εργαλεία ταυτίζονται με τον Μουστέριο πολιτισμό, ο οποίος συνδέεται με τον άνθρωπο του Νεάντερταλ (homo neandertalensis).


Τα ευρήματα αυτά είναι πάρα πολύ σημαντικά γιατί είναι μακράν τα αρχαιότερα ίχνη Ανθρώπινης παρουσίας στην Τριφυλία αλλά και στην Μεσσηνία. Ανθρώπινη παρουσία που επεκτείνετε πολύ παλαιότερα απ΄ότι μέχρι πρόσφατα πιστευόταν για την περιοχή.

Βιβλιογραφία:
PRAP, PART VIII: Lithics and Landscapes: A Messenian Perspective
PRAP, PART I: OVERVIEW AND THE ARCHAEOLOGICAL SURVEY








Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Σουληνάριο (Τουρλιδίτσα) Μεσσηνίας: Θολωτός τάφος


Η τοποθεσία Τουρλιδίτσα ευρίσκεται περί το 1 χλμ. ΝΑ του χωρίου Σουληνάριον της επαρχίας Πυλίας. Στην θέση αυτή ο Μαρινάτος ανέσκαψε μικρό θολωτό τάφο (διάμ. 5,1μ.), συλημένο κατά την Ελληνιστική εποχή. Μεταξύ των διασωθέντων ευρημάτων, ήταν χάλκινος ήλος ξίφους με χρυσή επένδυση, χάλκινο μαχαιρίδιον ή ξυρόν και λίθινος λύχνος. Η ανευρεθείσα κεραμεική χρονολογείται στην ΥΕΙΙ– ΙΙΙΑ φάση, -1500 έως -1100, ενώ υπάρχουν ενδείξεις Μεσοελλαδικού τύμβου, -2200 έως -1800.

Ο Θολωτός τάφος:
Η εξωτερική όψις του τύμβου τούτου ήτο αινιγματική. Εκαλύπτετο (και καλύπτεται εισέτι, πλην του ανασκαφέντος τμήματος) από πυκνήν βλάστησιν και μεγάλα δένδρα δρυών εις την Β. πλευράν. Εφαίνετο μέγας, αλλά δεν ήτο, διότι μόνη η από Β. προς Ν. διαμετρός του ήτο σημαντική (περί τα 40μ.), ενώ η από Α. προς Δ. ήτο πολύ μικρότερα.
Η τοποθεσία είναι πετρώδης και οι πέριξ αγροί λεπτόγεοι. Μετά τινας δισταγμούς εδόθη εις τους εργάτας εντολή να αρχίσουν την ερευνάν εις τι σημείον επί της Ανατολικής πλευράς του τύμβου. Πράγμιατι, ολίγας ώρας βραδύτερον, ανεφάνησαν τα σημεία του δρόμου ενός θολωτού τάφου.



Ο δρόμος ούτος ήτο τετειχισμένος κατά τας πλευράς, αλλ’ ήτο μικρών διαστάσεων. Η επίχωσίς του απετελείτο εκ σκληροτάτου χώματος (ριτσινιάς) και ήτο ανάμεικτος μετά τινών λίθων. Περιείχεν άφθονα οστά και οδόντας βοοειδών και τεμάχια μεγάλων χονδροειδών αγράφων πίθων ΜΕ παραδόσεως, μόνον εις το εσώτατον μέρος, προ της θύρας. Η ανασκαφή παρετάθη επί τρεις μόνον ημέρας, διακοπείσα περί την μεσημβρίαν της τελευταίας ημέρας λόγω επιδεινώσεως του καιρού, αλλ’ επαναληφθείσα βραδύτερον, κατά το 1967, οπότε και επερατώθη. Τα επιτευχθέντα αποτελέσματα ήσαν τα ακόλουθα:
Του τάφου ανεσκάφη κατά την πρώτην σκαφήν ολόκληρος ο βραχύς δρόμος, το στόμιον και μικρόν τμήμα της πρόσθιας θόλου (πίν. 106α), χωρίς όμως να φθάσωμεν εις τον πυθμένα των δύο τελευταίων τμημάτων. Τα τοιχώματα του δρόμου είναι επενδεδυμένα δια μικρών πλακωτών λίθων.


Το αριστερόν τοίχωμα διατηρείται καλύτερον μέχρι μήκους 2.75μ. από της θύρας. Το πλάτος του δρόμου είναι 1.70μ. (πίν.106β).
Το στόμιον του τάφου στενούται προς το μέρος της θόλου, ώστε έχει κάτοψιν τραπεζίου. Τα τοιχώματα συγκλίνουν προς τα άνω. Διατηρούνται λείψανα αμελέστατης τειχίσεως και εις τα δύο άκρα του στομίου (πίν.107α).
Ολόκληρος η επίχωσίς ενταύθα ήτο πλήρης οστών ζώων και πολλών οδόντων βοός, τούτο δε παρετηρήθη και εις το μικρόν τμήμα της θόλου, το οποίον ανεσκάφη όπισθεν της θύρας. Ομού μετά των ζωικών όμως υπήρχον και ανθρώπινα οστά και όστρακα αγγείων άχρωμων. Ταύτα προέρχονται εκ της αναμοχλεύσεως του τάφου, ήτις φαίνεται να είναι πλήρης. Τα οστά των ζώων, επειδή συνοδεύονται και υπό ανθράκων, ερμηνευτέα ως λείψανα θυσιών ή τουλάχιστον νεκροδείπνων είτε εκ της Μυκηναϊκής εποχής, είτε πιθανώτερον εκ μεταγενεστέρας, ήτοι Ελληνικής και Ελληνιστικής περιόδου, διότι ευρέθησαν όστρακα των περιόδων τούτων.


Του εσωτερικού της θόλου πολύ μικρόν τμήμα ανεσκάφη, ακριβώς παρά την θύραν. Πλησίον του υποτιθεμένου πυθμένος της θόλου ευρέθη χαλκούς ήλος, εκ ξίφους προφανώς, μετά επενδύσεως εκ φύλλου ευτελούς χρυσού, και εν γλωσσοειδές μαχαίριον (ξυρόν). Είναι καλής διατηρήσεως, διατηρεί και τούς τρεις ήλους της λαβής και έχει μήκος 0.205 (πίν.107β).
Η επακολουθήσασα πλήρης ανασκαφή του τάφου δεν απέδωκε πολλά νεώτερα αποτελέσματα: Ο δρόμος του τάφου έδειξεν, ότι το αρμολόγημα μεταξύ των πλακωτών λίθων της επενδύσεως εγίνετο δια λευκών χαλίκων (πίν.108β) προς διακοσμητικούς λόγους. Του στομίου τα τοιχώματα συγκλίνουσι τόσον ισχυρώς προς τα άνω, ώστε ίσως δεν υπήρχε καν ανώφλιον, αλλά το στόμιον κατέληγε τριγωνικώς άνω δίκην κουφιστικού τριγώνου (πίν.108α). Τούτο διαφαίνεται και εκ του σχεδίου του τάφου (παρένθ. πίναξ Α, τομή Γ- Γ), το οποίον οφείλεται εις τον αρχιτέκτονα της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως κ. Α. Βαζιριαντζίκην.
Η πλήρης ανασκαφή της θόλου έδειξεν, ότι ο τάφος ανήκει εις την κατηγορίαν των μικρών πριγκιπικών τάφων διαμέτρου 5 μέτρων (ο παρών αριθμεί 5.10 μ. διαμέτρου), εξ ων γέμει η περιοχή της Πύλου. Το μέγιστον σωζόμενον ύψος των τοίχων της θόλου (έναντι της θύρας) είναι 1.20μ. (πίν.109α.β), οι δε λίθοι είναι πλακωτοί, μέτριων ή και μικρών διαστάσεων.
Εις το δάπεδον της θόλου ευρέθησαν δύο λακκοειδείς βόθροι δεξιά και αριστερά της εισόδου και εις βαθύς λάκκος εις τον μυχόν, έναντι της θύρας (σχέδιον παρενθ. πίνακος Α και πίν. 109α.β). Ο δεξιός βόθρος (1.10X 0.50 μετά μεγίστου βάθους 0.50) και ο αριστερός (1.10X 0.60 μετά βάθους 0.40) ουδέν περιείχον, ούδ’ οστούν ουδέ λίθον πλην ελάχιστων αγράφων οστράκων.



Ο λάκκος ευρέθη σεσυλημένος. Αι διαστάσεις αυτού εις το μέρος των χειλέων ήσαν 2.20X 1.00, εις δε το Ν. άκρον ευρέθησαν εν αταξία τρεις εκ των άλλοτε καλυπτήρων αυτού πλακών. Η μεγίστη έχει μήκος 1μ., πλάτος 0.50 και πάχος 0.12. Το βάθος του λάκκου έφθανε τα 1.60μ. Εις τα ανώτατα στρώματα (15-20 εκ. από του δαπέδου) ανεφάνησαν οστρακά τινα και σχεδόν ημίσεια κύλιξ του Εφυραϊκού τύπου (πίν.112β1). Καθ’ όλην την λοιπήν επίχωσιν ανεφαίνετο από καιρού εις καιρόν όστρακόν τι άγραφον. Εν χείλος σταμνοειδούς αγγείου εδείκνυε ταινίας και πριονοειδή γραμμήν δι΄ ερυθροκαστάνου χρώματος. Εις τον πυθμένα έκειντο ελάχιστα ίχνη οστών ή ακριβέστερον τα αποτυπώματα τούτων επί του ερυθρωπού πηλού (ριτσινιά), όστις ασκεί ολεθρίαν διαβρωτικήν επίδρασιν. Τα όστρακα ήσαν άγραφα και κιτρινωπού ή λευκωπού πηλού, γενικώς δε πτωχής κατασκευής.


Επί του δαπέδου της θόλου, πλησίον του λάκκου, ευρέθη το μοναδικόν λίθινον βέλος του τάφου. Υπεράνω όμως του λάκκου έκειντο τα αφθονώτατα ευρεθέντα ίχνη λατρείας, ήτοι οστά μεγάλων ζώων (βοοειδών, χοίρων ή ίσως και άλλων ζώων) και όστρακα μικρών και μεγάλων αγγείων Ελληνίκης ή Ελληνιστικής εποχής (μεγάλαι λεκάναι ή κάδοι ή αιχμηροί αμφορείς, όρα πίν.113-114), ων μεταξύ και τεμάχια δακρυδόχων. Λίθινος λύχνος κολοβός εκ πορφύρου ευρέθη επί του χείλους του τάφου (πίν.112γ).
Η ολοκληρωτική σύλησις του τάφου διαφαίνεται και εκ της πενίας εις κεραμεικά ευρήματα. Μόνον τρία αγγεία κατέστη δυνατόν νά ανασυγκροτηθώσιν, εις τρίωτος πιθαμφορεύς, μία κύλιξ Εφυραϊκού τύπου και εις άωτος κύαθος (πίν.112α.β1-2). Ουδέν γραπτόν αγγείον περιεσώθη, αλλά το σύνολον των ευρημάτων (συμπεριλαμβανομένου και του λίθινου λύχνου πίν.112γ και του γλωσσοειδούς ξυρού πίν.107β, όπερ μετά το -1400 εξαφανίζεται)1 δεικνύουν την χρονικήν τοποθέτησιν του τάφου. Ανήκει εις την Μυκ. II και III Α εποχήν, ήτοι καλύπτει ολόκληρον τον -15ον αιώνα, επιζήσας πιθανώς και κατά την αμέσως επομένην περίοδον. Ο πιθαμφορεύς (πίν.112α), το αρχαιότερον αγγείον του τάφου, είναι τυπικόν δείγμα των μέσων του 15ου αιώνος (Μυκ. IIΒ).


Ό,τι προσδίδει ιδιαιτέραν σημασίαν εις τον άλλως πενιχρόν τάφον είναι πρώτον το ιδιότυπον σχήμα της εισόδου του και είτα η δια μίαν εισέτι φοράν πιστουμένη λατρεία των Μυκηναϊκών νεκρών κατά τους Ελληνικούς χρόνους. Το αρχιτεκτονικόν του τάφου ενδιαφέρον συνίσταται εις την πιθανώς τριγωνικήν μορφήν του στομίου του, ου το άνοιγμα ηλαττούτο εφόσον προεχώρει προς το εσωτερικόν του τάφου. Πράγματι, ενώ το πλάτος του στομίου εξωτερικώς μετρεί 1.35μ. εις το εσωτερικόν μέρος ελαττούται είς 1.15μ. Εις το μέσον του στομίου το πλάτος εις το δάπεδον είναι 1.20, ενώ εις 55 εκατοστών ύψος (διότι τόσον μόνον ύψος διατηρείται εις το δεξιόν τοίχωμα) το πλάτος ελαττούται εις 1 μέτρον.
Ως προς την λατρείαν των νεκρών, αύτη πιστούται και εις τον δρόμον και εις το στόμιον και εντός της θόλου, ως ελέχθη. Εκ των αφιερωθέντων αγγείων οι οξυπύθμενοι αμφορείς του οίνου είναι ήδη καλώς γνωστοί εκ της νεκροπόλεως Βολιμιδίων, ένθα ο τελευταίως ευρεθείς2 είναι ενεπίγραφος.


Εκ του παρόντος τάφου έχομεν το δεύτερον παράδειγμα: Ευμέγεθες τεμάχιον καδοειδούς αγγείου συγκολληθέν εκ τριών θραυσμάτων έφερεν εκτεταμένην επιγραφήν (πίν.114β). Δυστυχώς εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις η ανάγνωσις των επιγραφών δεν κατέστη δυνατή. Εις την παρούσαν επιγραφήν έχομεν να κάμωμεν με κεφαλαιογράμματον γραφήν ίσως του τρίτου, αν μη και του τετάρτου αιώνος. Αλλά μονον εν ή δύο γράμματα δύνανται να αναγνωρισθώσι μετά τίνος ασφαλείας. Η αιτία είναι αι διαβρωτικαί ιδιότητες του κοκκινωπού πηλού, ων πείραν οδυνηράν έχομεν πολλαχόθεν οι αρχαιολόγοι, διότι κατατρώγει και την επιφάνειαν των αγγείων εις αρκετόν βάθος. Τούτο είναι δυστύχημα, διότι ενώ εις την περίπτωσιν του αμφορέως Κεφαλοβρύσου πρόκειται περί προελεύσεως και ποιότητος του οίνου προφανώς, ενταύθα σχεδόν ασφαλώς πρόκειται περί αφιερώσεως. Απωλέσθη ούτω σημαντική ευκαιρία, εξής θα εμανθάνομέν τι θετικώτερον περί της εν Μεσσηνία εντατικώς ασκούμενης λατρείας των Μυκηναϊκών νεκρών, περί ης ήδη επανειλημμένως έχομεν διαλάβει3.


Κατάλογος των αγγείων του τάφου Τουρλιδίτσας
1) Ευμεγέθης τρίωτος αμφορεύς συγκολληθείς εκ πληθώρας τεμαχίων ευρεθέντων πανταχού του τάφου. Πηλός ωχρός μέτριας οπτήσεως. Ο λαιμός μάλλον στενός. Λαβαί ευμεγέθεις τοξοειδείς μετά μεσαίας νευρώσεως. Ελάχιστα ίχνη ερυθρού χρώματος επί των ώμων και πριονοειδούς γραμμής επί των χειλέων. Υψος 0.46 (πίν.112α).
2) Ευμεγέθης δίωτος κύλιξ μετά μετρίως υψηλού ποδός. Πηλός ωχρός. Ελλιπής. Ευρέθη εις τα ανώτερα στρώματα του λάκκου του τάφου. Υψος 0.175. Διάμετρος 0.11 (πίν.112β1).
3) Άωτος κύαθος εξ απλού πηλού. Ελλιπής. Διάμ. 0.11 (πίν.112β2 ).
4) Λίθινος λύχνος εκ πορφύρου σκοτεινού χρώματος. Ελλιπής και λίαν διαβεβρωμένος την επιφάνειαν. Διάμετρος 0.14 (πίν.112γ).
5) Δίωτον ευμέγεθες καδοειδές αγγείον Ελληνιστικής εποχής συγκροτηθέν κατά το άνω ήμισυ, αλλά μετά πολλών χασμάτων. Πηλός απλούς άχρους. Διάμετρος των χειλέων 0.25 (πίν. 113α).
6) Το κατώτατον μέρος μεγάλου και ευρέος οξυπυθμένου αμφορέως ή πίθου εξ απλού πηλού ακαθάρτου μετά τεμαχίων τετριμμένης κεράμου. Ίσως χρονολογητέον εις αρχαϊκήν περίοδον. Διάμετρος εις το σημείον του σωζομένου ύψους 0.42 (πίν.113β).
7) Το κάτω ήμισυ αιχμηρού αμφορέως εξ απλού πηλού, Ελληνιστικής εποχής. Σωζόμενον ύψος 0.33 (πίν.113γ).
8) Το ήμισυ περίπου ευμεγέθους καδοειδούς αγγείου εξ απλού πηλού. Ήτο αρχαιόθεν τεθραυσμένον, διότι διατηρεί μολύβδινον σύνδεσμον. Κατά τον πυθμένα οπή εκροής εις το τοίχωμα της κοιλίας. Ελληνιστικής εποχής. Ύψος 0.285 (πίν.114α).
9) Όστρακον εκ καδοειδούς αγγείου όμοιου προς το προηγούμενου. Πηλός απλούς. Λείψανα επιγραφής επί της εξωτερικής επιφανείας. Μέγιστον μήκος 0.27 (πίν.114β).



Ενδείξεις Μεσοελλαδικού τύμβου
Μεταξύ του υλικού που βρέθηκε, υπάρχουν πολλά κομμάτια μεγάλων πίθων, αλλά και άλλα όστρακα από μικρότερους πίθους, καθώς και όστρακα από μετρίως χονδρά αγγεία, «τύπου Βορουλίων». Τα αγγεία αυτά μπορεί να είναι ΜΕ παραδόσεως. Όμως υπάρχουν μερικά ακόμη ευρήματα, που έχουν πιο καθαρό ΜΕ χαρακτήρα, αν και, χρονολογικώς, πιθανόν να είναι μεταβατικά, -1800. Βρέθηκαν σε «βαθύτατα» στρώματα στο Στόμιο του Θολωτού τάφου, πράγμα που δείχνει μία προγενέστερη χρήση του χώρου, την οποία και κατέστρεψε ο θολωτός τάφος.
Επίσης η εύρεση  δύο διπλών αγγείων και  δύο κανθαροειδών οδηγούν προς χρονολόγηση μεταβατική ΜΕ/YE, αλλά και πάλι δεν γνωρίζουμε, αν αυτά σχετίζονται με τον ίδιο τον τάφο, που, κατά τα άλλα είναι πολύ υστερότερος, ή με κάποια προγενέστερη χρήση του χώρου.
Η παρουσία κομματιών από μεγάλους πίθους μπορεί να οδηγήσει στη σκέψη ύπαρξης ταφικών πίθων και τύμβου της Μεσοελλαδικής εποχής, -2200 έως -1800. 
Χωρίς ανασκαφική, όμως, έρευνα, δεν είναι δυνατόν να υπάρχει βεβαιότητα.

Σπυρίδωνος Μαρινάτου
Ανασκαφαί εν Πύλω. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας 1966, 14.

Σημειώσεις:
1 Όρα την Ιστορίαν του οργάνου τούτου μετά περαιτέρω βιβλιογραφίας έν Archaeologia Homerica τεύχος Β', σ. Β 32, εικών 13 g και σημ. 209 (Marinatos).
2 Κεφαλοβρύσου τάφος 2, όρα Εργον 1964, σ. 80 έξ.
3 Όρα κυρίως Das Altertum 1, 1955, 147 έξ.


Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Περιοχή Διοδίων- Αριστομένη, Μεσσηνία: Προϊστορικοί τάφοι και οικισμός

Η περιοχή που οριοθετείτε από τα χωριά ∆ιόδια, Στέρνες και Στρέφι, στην Μεσσηνία, αποτελεί  ένα εύφορο οροπέδιο με άφθονα νερά όπου δεσπόζει  ο ποταµός Βέλικας.Στην περιοχή αυτή  της Μεσσηνίας έχει διαπιστωθεί Προϊστορική κατοίκηση που ξεκινάει από τα Πρωτοελλαδικά χρόνια, -3200, ενώ υπάρχουν ακόμα παλαιότερα ευρήματα της Νεολιθικής εποχής. Η κατοίκηση συνεχίζετε και στα Μυκηναϊκά χρόνια, -1700 έως -1200, όπως πιστοποιούν τα ευρήματα και ο Θολωτός τάφος στα Διόδια.
Η προϊστορική εγκατάσταση της περιοχής δεν έχει την έκταση και πυκνότητα των μεγάλων κέντρων της Μεσσηνίας και θα πρέπει να είχε αγροτικό χαρακτήρα.


Διόδια 

Ο Θολωτός τάφος των Διοδίων
Στη θέση Πουρνάρι, περίπου ένα χιλιόµετρο νότια της κοινότητας ∆ιοδίων, το 1992 εντοπίστηκε τυχαία από τον ιδιοκτήτη αρχαίο κτίσµα και ειδοποιήθηκε η Εφορεία, η οποία διεξήγαγε ανασκαφές το 1995. 
Πρόκειται για µυκηναϊκό θολωτό τάφο, ηµιυπόγειο, δηλαδή καλυπτόταν από τύµβο στα ανώτερα σηµεία της θόλου. Ο τάφος είχε µέγιστη διάµετρο 4,20µ. και το σωζόµενο ύψος του είναι 2,30µ. περίπου. 
Λόγω των µικρών του διαστάσεων και της πεδινής θέσης όπου κατασκευάστηκε ο θολωτός τάφος στα ∆ιόδια απέδωσε πλούσιο περιεχόµενο τόσο κτερισµατικό όσο και οστεολογικό. Σε βάθος 1µ. περίπου από τον ανώτατο σωζόµενο δακτύλιο της θόλου βρέθηκε σκελετός ιπποειδούς σε θέση σχεδόν εφαπτόµενη προς το δυτικό τοίχωµα της. 
Το µυκηναϊκό στρώµα ήταν γεµάτο οστά, ανθρώπινα κρανία και κτερίσµατα, δεν ήταν όµως δυνατόν να γίνει διάκριση συγκεκριµένων ταφών. Πιθανολογείται ότι ο τάφος περιείχε τουλάχιστον 15 ταφές. Οι νεκροί ήταν κτερισµένοι µε 30 πήλινα αγγεία, χάλκινα αγγεία, περόνες, πήλινα σφονδύλια, αιχµές βελών.
Το θεµατολόγιο τόσο των σχηµάτων όσο και της διακόσµησης των αγγείων ανήκει στην ΥΕ ΙΙΙ Α-Β περίοδο, -1400 έως -1150, αν και υπήρχαν και κτερίσµατα που ανήκαν στην ΥΕ Ι/ΙΙ περίοδο, -1700 έως -1400 


Αριστερά: Ρυτό, τελετουργικό αγγείο για υγρές προσφορές. Θολωτός τάφος Διοδίων, -15ος αιώνας Δεξιά: Νεολιθικός πέλεκυς εύρημα των Διοδίων, -4η χιλιετία

Στρέφι:

Α. 
Στα βορειοδυτικά του Στρεφίου σε απόσταση λιγότερη από 2χλµ., στα ανατολικά του δρόµου προς τα ∆ιόδια, στη θέση Γαλαροβούνι, εντοπίστηκε χαµηλό τυµβοειδές έξαρµα. Οι πλευρές του έχουν καταστραφεί µε αποτέλεσµα να είναι ορατά θραύσµατα κεραµικής που ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙ περίοδο, -1400.
Ο τύµβος αυτός υπήρξε επανειληµµένα στόχος τυµβωρύχων. Αν και από την Εφορεία δόθηκαν οδηγίες για να περιφραχτεί και να προστατευτεί ο χώρος, δεν ήταν αποτελεσµατικές. Τόσο το 1990 όσο και το 1992 υπάρχουν ενδείξεις σύλησής του.
Η πρόσφατη επιφανειακή έρευνα που έγινε στον τόπο αυτόν έδωσε κεραµική ΜΕ-ΥΕ χρόνων, -2200 έως -1200.
Κατά την τελευταία λαθρανασκαφή που έγινε τον Νοέµβριο του 1992 αποκαλύφτηκε τµήµα τοιχοδοµίας κτιστού µνηµείου. Ο τύµβος είναι πιθανόν να καλύπτει θολωτό µυκηναϊκό τάφο.
Β. 
Μόλις 200µ. περίπου βόρεια του ανωτέρω τυµβοειδούς εξάρµατος εντοπίστηκε στη θέση Αρµακάδια υπόλειµµα τυµβίσκου σχεδόν ολοσχερώς κατεστραµµένου από την καλλιέργεια. 
Από την περιοχή συλλέχθηκαν όστρακα της Εποχής του Χαλκού και κεραµική ελληνιστικών και ρωµαϊκών χρόνων.
Ο οικισµός που ανήκουν οι τύµβοι ευρίσκεται 100µ. βορειοδυτικά του αρχικού τύµβου, όπου κατά την επιφανειακή έρευνα του βρέθηκαν µερικά Πρωτοελλαδικά, -3200 έως -2200, αλλά κυρίως Μυκηναϊκά όστρακα, -1700 έως -1200. 

Ευρήματα του θολωτού τάφου των Διοδίων: Αριστερά: Αμφορέας και κύπελλο, -1500. Λίθινος τριπτήρας, -4η χιλιετία (από την ευρύτερη περιοχή) Μέσον: Ψευδόστομος αμφορέας και Κύαθος. Κύπελλο τύπου Βαφειού, -1500 Δεξιά: Εγχειρήδιο και χρυσός ύλος για την στερέωση της λαβής. Χάλκινη περόνη για την στερέωση ενδύματος, -1500.

Αριστοµένης

Κοντά στο χωριό Αριστομένης και συγκεκριμένα στην θέση Τρανή Συκιά  ανεσκάφη θαλαµοειδής τάφος. 
Λαξευµένος στο φυσικό πέτρωµα ο εν λόγω τάφος είχε προσανατολισµός Β.-Ν. 
 Ο «δρόµος» του είχε διαστάσεις 8,4Χ0,9-1,05µ. και µεγάλη κλίση προς την είσοδο. Ο θάλαµος είναι σχεδόν κυκλικός µε διάµετρο 2,3µ., το «στόµιον» είχε πλάτος 1,15µ. και βάθος/µήκος 0,7µ., ενώ σώζεται τµηµατικά η ξερολιθιά που το έφραζε σε ύψος 0,5µ. Στο ∆. τοίχωµα του ταφικού θαλάµου υπήρχε αβαθής λάκκος ανακοµιδής διαστάσεων 0,4Χ0,55µ. µε πολλά οστά και όστρακα. 
 Στην Α. πλευρά του «δρόµου» εντοπίστηκε µεγάλη κόγχη µε πλάτος και βάθος ανοίγµατος 2,25 και 0,95µ. αντιστοίχως, κοντά στην οποία βρέθηκαν πολλά όστρακα και µικροαντικείµενα από διάφορες ύλες (σφραγιδόλιθος, πλακίδια, ορθογώνια επικαλύµµατα, ψήφοι). 
Κατά τους µελετητές συνδέεται µε τον θολωτό τάφο στα ∆ιόδια, αφού η απόσταση των δύο μνημείων είναι μόλις 2 χλμ. 
Χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙ περίοδο, -1200




Πάνω δεξιά:
Πήλινος Αμφορέας. Κτέρισμα από τον θαλαμωτό τάφο στον Αριστομένη Μεσσηνίας. Χρονολόγηση: -1200

Αριστερά:
Στη θέση Τρανή Συκιά, κοντά στο χωριό Αριστομένης, ανακαλύφθηκε θαλαμοειδής τάφος λαξευμένος στο βράχο, με δρόμο μήκους 8,5 μέτρων περίπου.
Ο θάλαμός του είναι κυκλικός, διαμέτρου 2,3 μέτρων με στόμιο 1,15 μ. Στο τοίχωμα του ταφικού θαλάμου βρέθηκε λάκκος ανακομιδής με οστά και όστρακα, ενώ στην ανατολική πλευρά του δρόμου βρέθηκε κόγχη με οστά και μικροαντικείμενα.
Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο.












Αριστομένης ο Μεσσήνιος





Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Κεφαλόβρυσο (Πρώην Χαλβάστου) Μεσσηνία: Θολωτός τάφος


 Κατά τη διάρκεια χωματουργικών εργασιών για τη διαμόρφωση αγροτικού δρόμου στη θέση Παλιός Μύλος ή Παλιόμυλος περιοχής Κεφαλόβρυσου Μεσσηνίας εντοπίστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου από τον εργολάβο και χειριστή του μηχανήματος Β. Χούλιαρη μυκηναϊκός θολωτός τάφος. Το μηχάνημα παρέσυρε λίγες πέτρες από την οροφή του λιθόκτιστου μνημείου, δημιουργώντας άνοιγμα, μέγ. διαμ. 1μ. περίπου. Ο χειριστής διέκοψε αμέσως το έργο και ενημέρωσε την αστυνομική αρχή Μεσσήνης, από την οποία έλαβε γνώση η Υπηρεσία. Ακολούθησε αυτοψία και ανασκαφική έρευνα από 17 Σεπτεμβρίου μέχρι 13 Οκτωβρίου. Στην ανασκαφή συμμετείχε η ωρομίσθια αρχαιολόγος Ε. Μαλαπάνη, και η αποτύπωση του μνημείου έγινε από το σχεδιαστή της Εφορείας Α. Θωμόπουλο.


 Ο θολωτός τάφος βρίσκεται σε απόσταση 400μ. περίπου δυτικά του δημόσιου επαρχιακού δρόμου Πλατανόβρυσης- Κεφαλόβρυσου και 1 χλμ. περίπου νοτιοδυτικά του Κεφαλόβρυσου, στην κτηματική περιφέρεια του οποίου ανήκει. 
Ο τάφος είναι χτισμένος από ασβεστολιθικές, μικρές κατά το πλείστον αλλά και μεγαλύτερες πλακωτές πέτρες και ανήκει στην κατηγορία των μικρών θολωτών της Μεσσηνίας (Σχέδ.1 Πίν.98α). Το μέγιστο σωζόμενο ύψος του είναι 2,52 και η διάμετρος του ταφικού θαλάμου του 3,20- 3,25μ. 
Ο θόλος χάνει σταδιακά την εκφορικότητά του και στα κατώτερα μέρη γίνεται κυλινδρικός. 
Η είσοδος είναι στραμμένη προς Ν. Η θύρα είναι μικρών διαστάσεων (ύψ. 1,26 και μέσο πλ. 0,90μ.). Οι παρειές του στομίου είναι επενδεδυμένες με πλακωτές πέτρες και έχουν μήκος 1,05μ. Ξερολιθιά, ολικού ύψ. 0,90μ., από μεγάλες και μικρότερες πλακωτές πέτρες έφραζε αρχικά το άνοιγμα της θύρας. Μονοκόμματο λίθινο υπέρθυρο εδράζεται σε όλο το μήκος/βάθος του στομίου με πλάτος 1,20 (εξωτ.), 1,50 (εσωτ.), και μέγιστο πάχος 0,20 (εξωτ.) και 0,15μ. (εσωτ.).
 Η πρόσοψη του τάφου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς στην εξωτερική πλευρά του υπερθύρου εδράζεται ένα ίσως ορθογώνιο αρχικά, αλλά από τις ωθήσεις των χωμάτων με το πέρασμα του χρόνου τραπεζιόσχημο πλέον σήμερα μέτωπο, αποτελούμενο από ακανόνιστες πέτρες τοποθετημένες καθ' ύψος. 
 Η κάτω πλευρά αυτού του τραπεζίου είναι στενότερη και το ολικό ύψος του είναι 0,90μ. Πρόκειται πιθανότατα για έναν πρόδρομο τύπο του γνωστού κουφιστικού τριγώνου, που συναντάται σε πλήρη σχηματισμό σε μεγαλύτερους θολωτούς της ηπειρωτικής μυκηναϊκής Ελλάδας, όπως και στο θολωτό τάφο 1 της Μάλθης στην ίδια τη Μεσσηνία. Στον τάφο του Κεφαλόβρυσου φαίνεται να λειτουργεί ως αναλημματικό τοιχίο για τη συγκράτηση των χωμάτων πάνω από το υπέρθυρο -μολονότι θα μπορούσε για το σκοπό αυτό να έχει μεγαλύτερο πλάτος-, αλλά ταυτόχρονα και ως διακοσμητικό στοιχείο. Αυτή η διαμόρφωση της πρόσοψης του μνημείου και το γεγονός ότι ο τάφος αποτελεί ουσιαστικά το δεύτερο ακέραιο από την αρχαιότητα σωζόμενο θολωτό της Μεσσηνίας μετά τον τάφο 1 της Μάλθης, εμπλουτίζουν την γνωστή ποικιλία των τύπων των μεσσηνιακών θολωτών τάφων, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για την πιθανή αρχιτεκτονική μορφή της ανωδομής ορισμένων, αν όχι και των περισσοτέρων, με διάμετρο κάτω των 4μ.

Η είσοδος του μικρού θολωτού τάφου στο Κεφαλόβρυσο (Χαλβάτσου) που εντοπίστηκε τυχαία. Περιείχε ευρήματα ΥΕ ΙΙ περιόδου και χρονολογείται περί το -1500.

Σε απόσταση 2,60μ. από την είσοδο του τάφου αποκαλύφθηκε ελλειψοειδές τμήμα λίθινου περιβόλου(;), που παρακολουθείται σε ολικό ορατό μήκος 3,51μ. περίπου. Ο τοίχος αυτός έχει μέγιστο ύψος μόλις 0,40μ. και βρίσκεται σχεδόν στην ίδια νοητή ευθεία με το ανώφλι του τάφου. Φαίνεται να είναι μεταγενέστερη κατασκευή, δεδομένου ότι σε όλη την περιοχή γύρω από τον τάφο υπάρχει πληθώρα κεραμικής, κυρίως ύστερων ρωμαϊκών χρόνων.
 Ο θολωτός τάφος είχε χρησιμοποιηθεί για τις ταφές μιας οικογένειας, το πιθανότερο, ή ενόςγένους. Ήταν γεμάτος με χώματα που, με το πέρασμα του χρόνου, είχαν εισχωρήσει από τα ανοίγματα ανάμεσα στις πέτρες του θόλου. Η επίχωση αυτή μέχρι το τελικό δάπεδο ταφών περιείχε οστά διαλυμένα και αρκετή μεταγενέστερη κεραμική. 
Στο ταφικό στρώμα βρέθηκαν αποθέσεις ανακατεμένων οστών, σπασμένων αγγείων και άλλων μικροαντικειμένων μυκηναϊκής και μεταμυκηναϊκής εποχής στο βόρειο, ανατολικό και δυτικό σημείο του θόλου. 

Πάνω: Μικρή φιάλη με γραπτή διακόσμηση κισσού, κτέρισμα του Θολωτού τάφου Κεφαλόβρυσου, -16ος αιώνας

Βρέθηκαν χειροποίητα δίωτα ή μόνωτα αγγεία (Πίν.98β), δίωτη βαθιά κύλικα με κοντό στέλεχος (goblet), ελλιπής μόνωτη γωνιώδης κύλικα και στελέχη από άλλες, καθώς και δύο αγγεία με γραπτή διακόσμηση: μόνωτο φιαλίδιο με διακόσμηση εσωτερικά και εξωτερικά και σφαιρική πεπιεσμένη προχοΐσκη (Πίν.98γ). Αλλα μικροαντικείμενα ήταν: τέσσερα πήλινα σφονδύλια, λίθινο εργαλείο- τμήμα κρουστήρα ή σφύρας, χάλκινες κυλινδρικές χάντρες, μικρή χάντρα από ορεία κρύσταλλο και μισή σφαιρική χάντρα από υαλόμαζα. Το σύνολο των μυκηναϊκών ευρημάτων μπορεί να χρονολογηθεί βάσει της γραπτής κεραμικής στην YE ΙΙΑ.



 Τα αντικείμενα της μεταμυκηναϊκής εποχής χρονολογούνται κυρίως στους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους. Μερικά από τα πλέον χαρακτηριστικά είναι: βαθιά πινάκια (Πίν.99α), ρηχά πινάκια με στιλπνή ερυθρή βαφή εξωτερικά και εσωτερικά ή με αυλακώσεις εξωτερικά (Πίν.99β), τμήμα μόνωτου κυπέλλου με αυλακώσεις στο μέσον του σώματος και έντονη γωνίωση κάτω από το μέσον της κοιλιάς, μισός μονόμυξος λύχνος με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση γύρω από την οπή πλήρωσης, χαρακτηριστικά τμήματα από μεγάλα αγγεία με πυκνές αυλακώσεις στο σώμα, στόμια και τμήματα από μεγάλους αμφορείς της εποχής1 και μόνωτο μονόχρωμο ημισφαιρικό κύπελλο με επίθετα πλαστικά σιγμοειδή κοσμήματα από πηλό, τοποθετημένα σε τρία προφανώς σημεία του χείλους (Πίν99γ). Βρέθηκαν και δυο χάλκινα νομίσματα.


 Ο νέος θολωτός τάφος χαρακτηρίζει τη θέση για πρώτη φορά ως μυκηναϊκή σε μια περιοχή περισσότερο γνωστή για τη μεσαιωνική εγκατάσταση, που εντοπίζεται στο λόφο Κάστρο, μόλις 300μ. περίπου βορειοανατολικά του μνημείου2. Πλησιέστερο μυκηναϊκό ταφικό κτίσμα προς αυτό του Κεφαλόβρυσου είναι ο θαλαμωτός τάφος του Αριστομένη3.
 Με τον εντοπισμό και την ανασκαφή του νέου θολωτού είναι βέβαιο ότι και σε αυτή την εύφορη και πλούσια σε πηγές νερού περιοχή της Μεσσηνίας, υπήρξε μια Μυκηναϊκή εγκατάσταση μάλλον αγροτικού χαρακτήρα, πάντως πρωιμότερη από εκείνες στις οποίες ανήκουν οι κοντινοί προς το μνημείο μυκηναϊκοί τάφοι των Διοδίων (θολωτός) και του Αριστομένη (θαλαμωτός).
 Η θέση προστίθεται στον ήδη μακρύ κατάλογο των προανακτορικών εγκαταστάσεων που διαμορφώνουν την τοπογραφία της Μυκηναϊκής Μεσσηνίας, και ο ίδιος ο θολωτός τάφος με την ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική μορφή, επιβεβαιώνει αυτό που είναι ήδη γνωστό από την αρχαιολογική έρευνα: Οτι αυτός ο τύπος ταφικού μνημείου της Μυκηναϊκής εποχής, παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία στη Μεσσηνία ως προς τη σύλληψη, δομή και εξέλιξη με πρόγονο τον τύμβο των Μεσοελλαδικών χρόνων.


Γεωργία Χατζή Σπηλιοπούλου, Αρχαιολόγος της Ζ' Ε.Π.Κ.Α.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ  ΔΕΛΤΙΟΝ 53 (1998)
1. Πρβλ. Archer Martin, Amphorae at Olympia, RCRF 36, 2000, εικ.1/4 (διαμόρφωση λαιμού στομίου).
2. AJA 65 (1961), σ.235, όπου αναφέρεται παρουσία χονδροειδούς κεραμικής της ύστερης εποχής του Χαλκού.
3. ΑΔ 43 (1988): Χρονικά, σ.144.




Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Η πολιτική ιστορία της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας

Η Πολιτική Ιστορία της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας
-369 έως +200


Η ίδρυση της Μεσσηνίας και η κυριαρχία της Θήβας μέχρι την μάχη της Χαιρωνείας.

 Ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας, ο οποίος επισκέφθηκε την Mεσσηνία κατά τον +2ον αιώνα, παρουσιάζει μία ηρωική εκδοχή της ιστορίας της Mεσσηνίας έως την ίδρυση της πόλης από τον Επαμεινώνδα. Ο Παυσανίας, όπως ο ίδιος αναφέρει, χρησιμοποιεί ως κύρια πηγή το  έπος Μεσσηνιακά, έργο του ποιητή Ριανoύ του -2ου αι., ο οποίος περιγράφει τις ηρωικές προσπάθειες των Μεσσηνίων, υπό το θρυλικό ηγέτη τους, τον Αριστομένη, να διώξουν τους Σπαρτιάτες από τη Μεσσηνία κατά τη διάρκεια του Β´ μεσσηνιακού πολέμου.
 Σύμφωνα πάντα με τον Παυσανία, οι Μεσσήνιοι εξορίζονται και καταλήγουν στη Σικελία μετά την ήττα τους, το -668 (28η Ολυμπιάδα).
 Μετά από τη δεύτερη εξέγερση κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της 79ης Ολυμπιάδας (-464), έχοντας νικηθεί και πάλι, οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι εξελαύνονται, με αποτέλεσμα να εγκατασταθούν πρώτα στη Ναύπακτο και στη συνέχεια στη Σικελία και τη Λιβύη, εξαιτίας της πίεσης που τους ασκούσαν οι Σπαρτιάτες. Όμως, προοιωνίζεται μέσα από το κείμενο του Παυσανία η επιστροφή των εξορισθέντων Μεσσηνίων λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, -371, όπου θα καταστραφεί η στρατιωτική δύναμη της Σπάρτης. Επίσης, μετά από την ήττα των Σπαρτιατών, ο Επαμεινώνδας ανακαλεί από την Ιταλία, τη Σικελία και την Κυρηναϊκή τούς απογόνους των εξόριστων κατοίκων της Μεσσηνίας, με σκοπό την εγκατάστασή τους στην καινούρια πόλη που ιδρύει για αυτούς ο θηβαίος στρατηγός.
 Ωστόσο, από αυτή την πατριωτική αλλά και απλοϊκή εκδοχή που παρουσιάζει ο Παυσανίας προκύπτουν αρκετά ιστορικά προβλήματα. Αρχικά, καμία από τις άλλες αρχαίες γραπτές ιστορικές πηγές που έχουν διασωθεί, δεν αναφέρονται σε καμιά μαζική επιστροφή των Μεσσηνίων, ενώ τα τεκμήρια που παρουσιάζονται σε αυτές φαίνονται να έρχονται σε αντίφαση με ό,τι μας παραδίδει Παυσανίας.
 Δεύτερον, μία τέτοια εκδοχή προϋποθέτει την ύπαρξη της Μεσσηνίας ως μίας ενωμένης πολιτικής και πολιτιστικής οντότητας ήδη από την αρχή της σπαρτιατικής κυριαρχίας τον -8ον αιώνα, πράγμα που δεν φαίνεται να ενισχύεται από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα εκείνης της περιόδο.
 Τέλος, ο Παυσανίας όχι μόνο δεν ασχολείται με την περίοδο της Σπαρτικής κυριαρχίας, αλλά και δεν αναφέρεται στους δύο βασικούς κοινωνικούς θεσμούς της τότε μεσσηνιακής κοινωνίας, δηλ. στους είλωτες και τους περίοικους. Παρόλο που οι είλωτες αποτελούσαν το οικονομικό θεμέλιο της σπαρτιατικής κοινωνίας, οι περίοικοι εκτελούσαν μία εξίσου πρωταρχικής σημασίας λειτουργία στην οικονομική ζωή της πόλης-κράτους. Σε αντιθέση με τους είλωτες, οι περίοικοι είχαν μία ορισμένη ελευθερία, παρόλο που υποχρεώνονταν, σε περίπτωση ανάγκης, να μάχονται σε βοηθητικό ρόλο δίπλα στους Σπαρτιάτες, καθώς και περιοδικώς να συνεισφέρουν οικονομικά σε αυτούς.
Από την άλλη, όμως, οι περίοικοι λειτουργούσαν ως προμαχώνας εναντίον των Ειλώτων, καθώς διεξήγαν όλο το εμπόριο της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, ασχολούμενοι συγκεκριμένα με την παραγωγή και επισκευή των όπλων των Σπαρτιατών, δραστηριότητα ζωτικής σημασίας για την σπαρτιατική πολιτεία.
 Εφόσον, τότε, οι περίοικοι είχαν την θέση που είχαν, φαίνεται πιθανόν ότι αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε η ‘μεσσηνιακή αυτοσυνείδηση’ η οποία διέπει τους μύθους που παρουσιάζει ο Παυσανίας, λόγω του ότι μόνο οι περίοικοι θα είχαν την άνεση και την αυτοπεποίθηση να ασχοληθούν με τέτοια θέματα.
Άλλος ένας παράγοντας που θα συνέβαλε στη διαδικασία αυτή αποτελούσε το γεγονός ότι οι πόλεις των περιοίκων, έχοντας, εν μέρει τουλάχιστον, την τυπική και συνηθισμένη συνείδηση και αντίληψη και προ πάντων την επιθυμία για πλήρη πολιτική ελευθερία, που ήταν χαρακτηριστικό των πόλεων-κρατών, θα δυσανασχετούσαν με την υποταγή τους στους Σπαρτιάτες. Παράλληλα, όμως, οι περίοικοι διέθεταν επίγνωση των προνομίων που αντλούσαν από το Σπαρτιατικό καθεστώς μέσω της στενής σχέσης τους με τους Σπαρτιάτες.
 Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, η Μεσσηνία απελευθερώθηκε στην πραγματικότητα όχι εξαιτίας κάποιας εξέργεσης είτε των Ειλώτων είτε των περιοίκων, αλλά εξαιτίας της αντισπαρτιατικής πολιτικής και των στρατιωτικών ικανοτήτων του Επαμεινώνδα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι παρά τα όσο αναφέρει ο Παυσανίας, οι περίοικοι και όχι οι φτωχοί και καταπιεσμένοι είλωτες αποτελούσαν την κυρίαρχη θέση στην καινούργια πολιτεία της Μεσσηνίας.
 Μετά από την απελευθέρωση και με την πορεία της συνεχούς αντισπαρτιατικής πολιτικής που ακολουθούσε η Μεσσηνία μέχρι και μετά την έλευση των Ρωμαίων, οι προηγούμενες στενές , ωστόσο όχι αγαστές, σχέσεις των περιοίκων με τους Σπαρτιάτες προφανώς προκαλούσαν αμηχανία.  Αυτή αντιμετωπίσθηκε με τη μυθολογική εκδοχή που παρουσιάζει ο Παυσανίας, σύμφωνα με την οποία η μεσσηνιακή πολιτεία ιδρύεται από κάποιους μεσσηνίους που από τη μία τρέφουν μακρόχρονη και πιστή σχέση με την πατρίδα τους, και από την άλλη επέλεξαν μία ηρωϊκή εξορία. Αυτή η εκδοχή απαλλάσσει με τον τρόπο αυτόν την κυρίαρχη θέση από οποιαδήποτε υποψία συνεργασίας με τους προηγούμενους κατακτητές.
 Αν το επεισόδιο της ανάκλησης των Μεσσηνίων που παρουσιάζει ο Παυσανίας περιέχει κάποιο αληθινό στοιχείο, ίσως αυτό να εντοπίζεται στην πιθανή επιστροφή μίας μικρής ομάδας, η οποία όμως δεν αναφέρεται σε άλλες πηγές, και στη συνέχεια σταδιακά λειτουργούσε ως πυρήνας για την εξέλιξη του μύθου της μαζικής επιστροφής.
 Όπως, όμως, έχει αναφερθεί η ίδρυση της Μεσσηνίας ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων της αντισπαρτιατικής πολιτικής που υιοθέτησε ο Επαμεινώνδας, έως και το θάνατό του. Το μίσος για τη Σπάρτη την ένωσε με τη Θήβα και άλλες πολιτείες, συγκεκριμένα τις πόλεις του Kοινού της Αρκαδίας, το οποίο ιδρύθηκε αμέσως μετά από τη μάχη των Λεύκτρων και αποτελούσε σύμμαχο της Θήβας, καθώς και το Άργος. Ο Επαμεινώνδας φέρεται ότι επέλεξε ο ίδιος τη θέση της καινούριας πόλης της Μεσσήνης, παίζοντας ένα τόσο σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της ίδρυσης της, έτσι ώστε να παραμείνει σημαντική προσωπικότητα στα μάτια των Μεσσηνίων για αιώνες ακόμη και μετά από τον θάνατό του, χωρίς όμως να αποκλείεται και η συμμετοχή των Αργείων στην ίδρυση της πόλης, που η υπάρξή της θύμιζε και προέβαλλε τόσο φανερά και έντονα την ήττα των Σπαρτιατών. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ταυτόχρονα και άλλες μικρές πόλεις ιδρύθηκαν στη Μεσσηνία.

Η ιστορία της Μεσσηνίας από το -369 εώς και το -31.
 Την κύρια πηγή ασφάλειας για την Μεσσηνία αποτελούσε η αντισπαρτιατική πολιτική τόσο του Επαμεινώνδα όσο και των συμμάχων του, των Αργείων και του Κοινού της Αρκαδίας. Τη Μεσσήνη διάλεξε ως τόπο όπου θα ιδρυόταν η καινούρια μητρόπολη ο Θηβαίος στρατηγός, εφόσον ως τοποθεσία προστατεύοταν εύκολα και διέθετε ένα ένδοξο παρελθόν. Η πόλη στην Ιθώμη λειτουργούσε ως πρώτος κρίκος μίας αμυντικής αλυσίδας πόλεων, της οποίας ο σκοπός ήταν ο περιορισμός των Σπαρτιατών στη Λακωνία.
 Η δεύτερη πόλη αυτής της σειράς ήταν η Μεγαλόπολη που, έχοντας ιδρυθεί μεταξύ του -370 και του -360, ήταν το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ του Επαμεινώνδα και των Αρκάδων, ενώ την τρίτη αποτελούσε η Μαντίνεια, που οικοδομήθηκε το -370 από το Κοινόν της Αρκαδίας.
Μετά από τη μάχη των Λεύκτρων και την επακόλουθη εξαφάνιση, έστω προσωρινή, της απειλής που παρουσίαζε η Σπάρτη, η Μεσσηνία ενδυνάμωσε τη διπλωματική της θέση συνάπτοντας συμμαχία με το Κοινόν της Αρκαδίας το -365/4.
 Η απουσία της δύναμης της Σπάρτης από την πολιτική σκηνή όμως ενθάρρυνε τον ανταγωνισμό, που πάντα υπέβοσκε μεταξύ των συμμάχων της Θήβας, με αποτέλεσμα να λάβει μέρος η μάχη της Μαντινείας το -362, όπου η Θήβα, στρατιωτικά υποστηριζόμενη θερμά από την ακόμη ευγνώμονα Μεσσηνία, νίκησε τη Σπάρτη, τη Μαντίνεια, την Ήλιδα και την Αθήνα. Η νίκη, όμως, κόστισε τη ζωή του Επαμεινώνδα.
 Λόγω του θανάτου του Θηβαίου στρατηγού, η πολιτική θέση της Θήβας εξασθένησε αισθητά κατά την περίοδο μετά τη μάχη της Μαντινείας. Σε μία προσπάθεια να ανακτήσει χαμένη δόξα και έδαφος, η Θήβα παρότρυνε τους Αμφικτύονες των Δελφών πρώτα να κατηγορήσουν τους Φωκείς και τους Σπαρτιάτες ότι εκμεταλλεύονταν ιερή γη, η οποία ανήκε στον Απόλλωνα, και στη συνέχεια να τους επιβάλουν πρόστιμο, προκαλώντας κατά αυτό τον τρόπο τον Γ´ Ιερό Πόλεμο, -356 έως -346.
 Οι Θηβαίοι ζήτησαν βοήθεια από τον Φίλιππο Β´ της Μακεδονίας, που εκείνη την περίοδο έτυχε να είναι εχθρός της Αθήνας και επομένως θετικά διακείμενος προς τη Θήβα, με αποτέλεσμα ο Μακεδόνας βασιλιάς να καταστρέψει τη Φωκίδα και να αναδειχθεί με τον τρόπο αυτόν ο πιο σημαντικός πολιτικός παράγοντας της πολιτικής σκηνής.
 Για τη Μεσσηνία αυτή η εξέλιξη επισήμανε την αρχή ενός γενικού πολιτικού προσανατολισμού προς τη Μακεδονία, με σκοπό την άμυνα κατά των Σπαρτιατών, οι οποίοι ήταν έτοιμοι κάθε στιγμή να αρπάξουν ξανά τη χαμένη τους γη και δόξα ως κυρία δύναμη της Πελοποννήσου.
 Από το τέλος του Γ´ Ιερού Πολέμου έως και τη μάχη της Χαιρωνείας το -338, έτος εξάλειψης της ανεξαρτησίας των πόλεων-κρατών της Ελλάδος λόγω των δραστηριοτήτων του Φίλιππου Β´ και του Αλέξανδρου, η Μεσσηνία έμεινε πιστή στη Μακεδονία, παρά τις προσπάθειες του Δημοσθένη να την κερδίσει προς την πλευρά της Αθήνας. Οι Μεσσήνιοι σύναψαν συμμαχία με το Φίλιππο, γεγονός που δεν τους επέτρεψε, παρά τη σύναψη άλλης μίας συμμαχίας με τους Αθηναίους το -342, τη συμμετοχή τους στη Μάχη της Χαιρωνείας.
 H Μεσσηνία ανταμείφθηκε από το Φίλιππο για την πιστή της στάση με την παραχώρηση της Δενθελιάτιδος, της οριακά μεταξύ Μεσσηνίας και Σπάρτης τοποθετημένης περιοχής, που βρίσκεται βορειοανατολικά των Φαρών. Η σημασία της περιοχής συνίσταται στο ότι η Δενθελιάτις λόγω του οδικού δικτύου της εξασφάλιζε στους Σπαρτιάτες την πρόσβαση στη Μεσσηνία, γεωγραφικό χαρακτηριστικό που σήμαινε ότι η περιοχή είχε ζωτική σημασία για την ασφάλεια της Μεσσηνίας, που τελικά δεν επιλύθηκε πρίν από την αρχή του -1ου αι. Μαζί με τη Δενθελιάτιδα η Μεσσηνία απέκτησε χάρη στην επιρροή του Φιλίππου και τις υπόλοιπες περιοικικές πόλεις της Μεσσηνίας.
 Η Μεσσηνία κρατούσε μία σταθερή θέση υπέρ της Μακεδονίας μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Το -335/3, δέχτηκε πίσω τον Νέωνα και τον Θρασύμαχο, υποστηρικτές της Μακεδονίας, που είχαν διωχθεί προηγουμένως, ενώ παρέμεινε πιστή στη Mακεδονία κατά την εξέγερση της Σπάρτης το -331 εναντίον της Μακεδονίας. H Μεσσηνία όμως συμμετείχε και στο Λαμιακό Πόλεμο, -323/2, που ξέσπασε μετά από το θάνατο του Αλεξάνδρου.
 Από τότε μέχρι το -272 και τον θάνατο του Πύρρου της Ηπείρου, τα πολιτικά γεγονότα στη Μακεδονία αποτελούσαν τον κύριο παράγοντα που επηρέασε την πορεία της ιστορίας της Μεσσηνίας.  Ο Πολυπέρχων, ο οποίος ήταν ο αντιβασιλιάς του Φιλίππου Γ´ και του Αλεξάνδρου Δ´ της Μακεδονίας, σύναψε συμφωνία με τη Μεσσήνη, πιθανόν σχετιζόμενη με οικονομικά θέματα. Ο Πολυπέρχων, έχοντας διωχθεί από τον Κάσσανδρο, έφυγε στην Πελοπόννησο, όπου κατάλαβε τη Μεσσήνη, αλλά δέχθηκε επίθεση από τον Κάσσανδρο το -316/315. Μετά την ήττα του Αντιγόνου και του Δημητρίου, του υιού του, στην Ιψό το -310, ο τελευταίος αφοσιώθηκε στις προσπάθειές του να ανακτήσει τα χαμένα του εδάφη. Ως μέρος αυτής της εκστρατείας, ο Δημήτριος, αποβιβάσθηκε στην Ελλάδα και επιτέθηκε στη Μεσσήνη, χωρίς να καταφέρει να τη κατακτήσει. 
 Το -294  κατέλαβε το θρόνο της Μακεδονίας, τον οποίο κράτησε μέχρι το -287, όταν διώχθηκε από τον Πύρρο της Ηπείρου και τον Λυσίμαχο, ο οποίος βασίλευε στην Μακεδονία μέχρι την καταστροφική ήττα του στη μάχη του Κορουπεδίου το -281. 
 Ο θρόνος της Μακεδονίας επέστρεψε οριστικά στους απογόνους του Αντιγόνου μετά από τη νίκη του Αντιγόνου Γονατά κατά των Γαλατών, η οποία έλαβε χώρα στη Λυσιμάχεια της Θράκης το -277. Αυτή η πράξη νομιμοποίησε τις διεκδικήσεις του για τη βασιλεία της Μακεδονίας, την οποία κατέλαβε τελικά το -277/6.
Στη συνέχεια, όμως, ο Πύρρος, έχοντας καταλάβει μέρος της δυτικής Μακεδονίας, επιτέθηκε στην Πελοπόννησο με σκοπό την ενδυνάμωση της θέσης του, έχοντας, όμως, ως αποτέλεσμα τον θάνατό του στο Άργος το -272.
 Όσο ήταν εφικτό, η Μεσσηνία απέφευγε τη συμμετοχή σε αυτά τα γεγονότα. O Λυσίμαχος, όμως, σύναψε συμφωνία με τους Μεσσηνίους κατά πιθανών εισβολέων και προσπαθειών παλινόρθωσης εξορισθέντων.
 Στη συνέχεια, οι Μεσσήνιοι αρνήθηκαν να βοηθήσουν τον βασιλιά της Σπάρτης, τον Αρέα, στις προσπάθειές του να επιτεθεί σε συμμάχους της Μακεδονίας. Η εκστρατεία του Πύρρου το -272, όταν εισέβαλε στην Πελοπόννησο με σκοπό τη αποκατάσταση στην πρότερη θέση του του Κλεονύμου, του εξορισμένου βασιλιά της Σπάρτης, αποτέλεσε κίνητρο για τη σχεδόν μοναδική συνεργασία μεταξύ των Σπαρτιατών και των Μεσσηνίων, οι οποίοι ήρθαν να υποστηρίξουν τους άλλοτε εχθρούς τους αυτεπαγγέλτα.
 Από αυτή την παροδική στιγμή συνεργασίας μέχρι τον θάνατο του Αντιγόνου Γονατά το -240, κύριο ρόλο στην ιστορία της Πελοποννήσου παίζουν κυρίως δύο θέματα: πρώτον, οι συνεχιζόμενες προσπάθειες της Σπάρτης να ανακτήσει την πολιτική ηγεμονία της Πελοποννήσου και, δεύτερον, η από το -252  άνοδος του Κοινού της Αχαΐας με ηγέτη τον Άρατο. Tο κάπως ασαφές επεισόδιο που μας αφηγείται ο Παυσανίας, το οποίο αφορά την πολιτική άμιλλα μεταξύ των Μεσσηνίων και των Σπαρτιατών, για να εξαφαλισθεί πολιτική επιρροή στην Ηλίδα, μπορεί να κατατάσσεται στο χρονικό διάστημα πριν από το Χρεμωνίδειο Πόλεμο, -266/262, όταν η Σπάρτη κατέβαλλε προσπάθειες να επεκταθεί η πολιτική της επιρροή στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια, ξέσπασε ο Χρεμωνίδειος Πόλεμος για δύο κύριως λόγους. Καταρχήν, οι Αθηναίοι ήθελαν να απαλλαγεί η Ελλάδα από τη Μακεδονική κυριαρχία και, έπειτα, οι Σπαρτιάτες, που ήταν οι σύμμαχοι τους και υποστηρίζονταν από τον Πτολεμαίο, δεν έπαυαν να επιθυμούν να πάρουν τελικά στα χέρια τους την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Ο πόλεμος, όμως, είχε ως έκβαση τόσο την ήττα της Αθήνας και της Σπάρτης όσο και την ενδυνάμωση της θέσης της Μακεδονίας στην Πελοπόννησο. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η Μεσσηνία δεν βοήθησε τις φιλοδοξίες της Σπάρτης, επειδή πιθανόν ο Αντίγονος να είχε ήδη επικυρώσει την κατοχή της Δενθελιάτιδος από τους Μεσσηνίους.
 Ως αντίβαρο στην άνοδο του Κοινού της Αχαΐας από το -252, οι Μεσσήνιοι στράφηκαν προς το Κοινόν της Αιτωλίας, το οποίο έτρεφε εχθρότητα προς τους Σπαρτιάτες, καθώς και το Κοινόν της Αχαΐας, και ίσως είχε συνάψει επίσημη συμφωνία με τους Αιτωλούς, ενώ οι Αιτωλοί βοήθησαν στη διαδικασία σύναψης της συμφωνίας για ισοπολιτεία και επιγαμία μεταξύ των Φιγαλέων και των Μεσσηνίων περίπου το -240.
 Τον Αντίγονο Γονατά διαδέχτηκε ο Δημήτριος το -240/239, ο οποίος άλλαξε το διπλωματικό προσανατολισμό της Μακεδονίας, εφόσον παντρεύτηκε τη Φθία, που ήταν κόρη της Ολυμπιάδας Ηπειρώτισσας, κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν οι Αιτωλοί σύμμαχοι του Κοινού της Αχαΐας σε ένα πόλεμο κατά των Μακεδόνων που τελείωσε -229. 
 Το Κοινόν της Αχαΐας συνέχισε την εξάπλωση του στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του -240/230. Ταυτόχρονα, το -233, η πτώση της μοναρχίας της Ηπείρου άνοιξε τον δρόμο για την άνοδο των Ιλλυρίων και, τελικά, για την εμπλοκή των Ρωμαίων σε Ελληνικά πολιτικά θέματα, διαδικασία η οποία ξεκίνησε με τον Πρώτο Ιλλυριακό Πόλεμο, -231/228, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ρωμαϊκού προτεκτοράτου ανάμεσα στην Ιλλυρίας και την Ήπειρο. Στο διάστημα που μεσολαβούσε, κατά τη δεκαετία -230/220, κυριαρχούσε ως κύριος πολιτικός παράγοντας στην πολιτική σκηνή της Πελοποννήσου, ο Κλεομένης Γ´ της Σπάρτης. Με το ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα αναδασμού της γης, ο βασιλιάς της Σπάρτης αποσκοπούσε στην απόκτηση της ηγεμονίας της Πελοποννήσου και, στη συνέχεια, στην εξαφάνιση της Μακεδονικής παρουσίας στην περιοχή. Οι φιλοδοξίες του Κλεομένους, όμως, προκάλεσαν τόσο φόβο στα μέλη του Κοινού της Αχαΐας, ώστε ο Άρατος σύναψε συμμαχία με τον Αντίγονο Δώσωνα, τον βασιλιά της Μακεδονίας, το -225, κίνηση που τελικά οδήγησε στην απόλυτη ήττα του Κλεομένους στη Σελλασία το -222.
 Με τη μείωση της πολιτικής επιρροής της Σπάρτης το Κοινόν της Αιτωλίας αντιμετώπιζε τώρα την πιθανότητα περικύκλωσης από το Κοινόν των Ελλήνων, που δημιούργησε και προωθούσε ο Φίλιππος Ε´ της Μακεδονίας. Οι Αιτωλοί, με σκοπό την αποφυγή μίας τέτοιας έκβασης, άρχισαν να υποκινούν πόλεμο στην κεντρική και βόρεια Ελλάδα. Ως μέρος αυτής της στρατηγικής άρχισαν να αντιμετωπίζουν εχθρικά την παλαιά τους σύμμαχο, τη Μεσσηνία, που βρισκόταν μεταξύ δύο άλλων συμμάχων των Αιτωλών, της Ηλιδος και της Σπάρτης, με στόχο την εμπλοκή σε πόλεμο, πρώτον, του Κοινού της Αχαΐας και, στη συνέχεια, του Κοινού των Ελλήνων. Αφού ο Δορύμαχος, που ήταν στρατηγός των Αιτωλών στη Φιγάλεια, κατέστρεψε σκόπιμα τις καλές σχέσεις μεταξύ των Αιτωλών και των Μεσσηνίων, ασκούσε πίεση στον Σκόπα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να κηρύξει πόλεμο χωρίς την επίσημη έγκριση του Κοινού των Αιτωλών κατά της Ηπείρου, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας και της Ακαρνανίας και στη συνέχεια να εξαπολύσει επίθεση κατά της Μεσσηνίας μέσω της Αχαΐας.
 Τότε, στράφηκαν ως αντίδραση, τόσο οι Μεσσήνιοι, όσο και το Κοινόν της Αχαΐας, προς το Κοινόν των Ελλήνων, και η Μεσσηνία έγινε μέλος του Κοινού. Μετά από άλλες προκλήσεις, το Κοινόν των Ελλήνων κήρυξε πόλεμο κατά των Αιτωλών, και η Μεσσηνία, στην οποίαν κυριαρχούσε με ιδιοτελή συμφέροντα, σύμφωνα με τον Παυσανία, ένα ολιγαρχικό καθεστώς, δεν συμμετείχε στον πόλεμο πριν από την απελευθέρωση της Φιγάλειας το -219.
 Η χρονολογία αυτή συμπίπτει με την εγκαθίδρυση μετριοπαθούς δημοκρατίας στην Μεσσήνη. Παρόλο που από το -218  η Μεσσηνία υποστήριζε πλήρως το Κοινόν των Ελλήνων, στο τέλος του πολέμου, το -217, μέσα από τη ειρήνη της Ναυπάκτου, βρισκόταν υπό την πολιτική επιρροή του Κοινού της Αχαΐας. Ο Φίλιππος Ε´, όμως, προβλέποντας μελλοντική σύγκρουση με τους Ρωμαίους, επειδή ήθελε να καταλάβει τη Μεσσήνη και την Ιθώμη, που είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, ιδιαίτερα λόγω του ότι η περιοχή βρισκόταν μεταξύ της Ήλιδος και της Σπάρτης, οι οποίες ήταν εχθροί του βασιλιά της Μακεδονίας, παρενέβη σε επεισόδιο πολιτικής στάσεως, που ξέσπασε το -215/4  στη Μεσσήνη. Τον συνάντησε εκεί ο Άρατος, που τον προειδοποίησε έμμεσα να μην επιχειρήσει την κατάληψη της Ιθώμης, με αποτέλεσμα ο Φίλιππος Ε´ να μη δοκιμάσει την τύχη του αυτή την φορά. Στη συνέχεια, όμως, το -214, ο Δημήτριος ο Φάριος, που είχε γίνει σύμμαχος του Φιλίππου, προσπάθησε να καταλάβει τη Μεσσήνη, μία κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα τόσο το θάνατο του Δημητρίου όσο και το μόνιμο και σταθερό πλεον μίσος των Μεσσηνίων προς τον Φίλιππο, ο οποίος λεηλάτησε την περιοχή, ωθώντας με τον τρόπο αυτόν τους Μεσσηνίους προς την πλευρά των Αιτωλών και εμπνέοντας τα πικρά ποιήματα στον Αλκαίον. 
 Οι προσπάθειες του Φιλίππου Ε´ σε συνεργασία με τον Αννίβα να πραγματοποιηθεί η υποχώρηση των Ρωμαίων από την Ιλλυρία, προκάλεσαν το Β´ Μακεδονικό Πόλεμο, -214/205. Οι Ρωμαίοι, όμως, σύναψαν συμμαχία με τους Αιτωλούς, οι οποίοι είχαν ακόμη φιλικές σχέσεις με τους Μεσσηνίους, με αποτέλεσμα τελικά να υπογραφεί μία συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Ρώμης και της Μακεδονίας στη Φοινίκη το -205. Με αυτή τη συνθηκολόγηση των Μακεδόνων, ενδυναμώθηκε η διπλωματική θέση της Μεσσηνίας, η οποία διέθετε πλέον συμμαχίες με τη Σπάρτη, την Ήλιδα, την Αιτωλία όσο και την ίδια τη Ρώμη. 
 Δύο παράγοντες, η δραστηριότητα του Νάβι, ο οποίος ήταν τύραννος της Σπάρτης και οι συγκρούσεις της Ρώμης με τη Μακεδονία και στη συνέχεια με το Νάβι, προκάλεσαν τα πολιτικά γεγονότα, που επηρέασαν την πορεία της Μεσσηνιακής ιστορίας μέχρι το -182. Δεδομένου ότι η προσοχή της Μακεδονίας ήταν στραμμένη προς τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, ο τύραννος εκμεταλλεύθηκε αυτή την ευκαιρία, για να εξαπολύσει απρόκλητη επίθεση το -201 εναντίον της Μεσσήνης, που ήταν μάλιστα σύμμαχος της Σπάρτης. Η εμφάνιση του Φιλοποίμενος, ο οποίος ήταν ο στρατηγός του Κοινού της Αχαΐας, στη Μεσσήνη, έτρεψε τον τύραννο σε άμεση φυγή. 
 Η προκήρυξη της «Ελευθερίας των Ελλήνων» από τον Φλαμινίνο το 196 π.Χ. αμέσως μετά από τον Β Μακεδονικό πόλεμο, στον οποίο δεν συμμετείχε η Μεσσηνία, δεν ικανοποίησε πολλά από τα αιτήματα πολλών πόλεων της Ελλάδος, συμπεριλαμβομένης και της ίδιας της Μεσσηνίας. Διεκδικούσε την Ασίνη και την Πύλο, οι οποίες μάλλον προσαρτήθηκαν στο Κοινόν της Αχαίας από τη Σύγκλητο της Ρώμης. 
 H δυσανασχέτηση εκ μέρους των Αιτωλών ως προς την διευθέτηση των πραγμάτων την οποίαν είχαν επιβάλει οι Ρωμαίοι, οδήγησε στη συνέχεια στη σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών, η οποία διήρκεσε από το -192 έως και το -190. Η στήριξη που παρείχε η Ήλιδα και η Μεσσηνία προς τους Αιτωλούς συγκρατούσε τους Αχαϊούς κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόλις αυτός τελείωσε με τη νίκη των Ρωμαίων, οι Αχαϊοί διεκδίκησαν από αυτούς να γίνει η Μεσσηνία μέλος του Κοινού της Αχαΐας, πολιορκώντας ταυτόχρονα την πόλη στην Ιθώμη. 
 Η Μεσσήνη στράφηκε προς τη Σύγκλητο, η οποία όμως διέταξε την ενσωμάτωση της Μεσσηνίας στο Κοινόν. Τέλος, ανεξάρτητα από αυτή την κίνηση, προφανώς οι Κολωνίδες, η Κορώνη και η Κυπαρισσία έγιναν μέλη του Κοινού της Αχαΐας. 
 H ένταση που επικρατούσε μεταξύ της Μεσσηνίας και του Κοινού της Αχαΐας κορυφώθηκε με το ξέσπασμα πολέμου το -182, παρά τις προσπάθειες της Συγκλήτου να αποφευχθούν συγκρούσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Όμως μετά από την εκτέλεση του Φιλοποίμενα, ο οποίος είχε σώσει τη Μεσσήνη από τον Νάβι, οι κοινοί πολίτες της πόλης επέμεναν στην σύναψη μίας εκεχειρίας με το Κοινόν της Αχαΐας. Σχετικά με τη διευθέτηση που επέβαλε το Κοινόν της Αχαΐας και στην οποία συναίνεσε και η Σύγκλητος, η Μεσσηνία προσαρτήθηκε πάλι στο Κοινό, χάνοντας ταυτόχρονα τη Αβία, τη Θουρία, τις Φαρές και ενδεχομένως την Ανδανία, οι οποίες έγιναν επίσης μέλη του Κοινού.  Αυτή η διαδικασία είχε ως αποτέλεσμα να χάσει η Μεσσήνη την πρόσβαση στη θάλασσα και στην καρποφόρα γη που βρίσκεται ανατολικά του Παμίσου, όπως επίσης και στην εύφορη πεδιάδα του Στενυκλάρου.
  Μετά από 35 χρόνια το Κοινόν της Αχαΐας, αντιδρώντας σε αυτό που θεωρούσε ανάμειξη και παρέμβαση από τη Σπάρτη και τη Ρώμη στα εσωτερικά του πολιτικά θέματα, κήρυξε πόλεμο κατά των δύο αυτών δυνάμεων, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να ηττηθεί το -146. Αφού η υπαγωγή της Δενθελιάτιδος στους Mεσσηνίους επιβεβαιώθηκε από τους Ρωμαίους, φαίνεται πως η Μεσσηνία κατά τον πόλεμο έμεινε ουδέτερη, αν όχι ανοικτός υποστηρικτής της Ρώμης. Επίσης, παρόλο που η Σπάρτη είχε συνεργασθεί ενεργά με τη Ρώμη, πιθανόν η τάση αποφυγής δημιουργίας μεγάλης πολιτικής μονάδας, που πάντα χαρακτηρίζει την ρωμαϊκή εξωτερική πολιτική, ευθύνεται για την άρνηση των τελευταίων να δοθεί η περιοχή στον πιστό συνεργάτη τους. Μάλλον τέτοια αντίληψη και νοοτροπία συνέβαλε επίσης στην ίδρυση του Κοινού των Λακεδαιμονίων την ίδια εποχή. Παρά την απόφαση των Ρωμαίων, οι Σπαρτιάτες διεκδίκησαν πάλι τη Δενθελιάτιδα το -140 αλλά απορρίφθηκαν από μία επιτροπή κριτών, η οποία αποτελούνταν από Μιλησίους.
 Μετά από το -146 παύουν οι αναφορές στις κύριες αρχαίες ιστορικές γραπτές πηγές, και η πορεία της ιστορίας της Μεσσηνίας μέχρι το -31, και μάλιστα για όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παράμενει σχεδόν άγνωστη. Τον -1ο αι, όμως, θα πρέπει η πορεία των γεγονότων στην περιοχή να ήταν αρκετά θυελλώδης, δεδομένου ότι κατά τους δυναστικούς πολέμους της εκλείπουσας Ρωμαϊκής δημοκρατίας οι πόλεις-κράτη του Ελληνικού κόσμου συμμαχούσαν με όποια πολιτική παράταξη φαινόταν πιθανόν να επικρατήσει. 
 Ως προς τη Μεσσηνία, κύριο ρόλο στα γεγονότα έπαιζαν οι σχέσεις της με τη Σπάρτη και πιο συγκεκριμενα η Δενθελιάτις. Το -44 ο Καίσαρας την παραχώρησε στη Σπάρτη, πράξη που εξασφάλισε την πίστη και την υποστήριξη της Σπάρτης για την καισαρική παράταξη, της οποίας ο ηγέτης ήταν ο Οκταβιανός. Την άλλη αναμενόμενη συνέπεια της πράξης του Καίσαρα αποτελούσε η αποξένωση των Μεσσηνίων, οι οποίοι υποστήριζαν τους ανταγωνιστές της παράταξης του Οκταβιανού, ιδιαίτερα κατά την εκστρατεία που τελείωσε με την νίκη του Οκταβιανού στην μάχη του Ακτίου το -31.
 Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι σχέσεις μεταξύ του μελλοντικού Αυγούστου και της Σπάρτης να παραμείνουν θερμές ακόμη και μετά από την μάχη του Ακτίου, ενώ η Μεσσηνία τιμωρήθηκε με την αφαίρεση έδάφους, έτσι ώστε να απολέσει τόσο τη Θουρία όσο και μέρος της ανατολικής παραλίας νότια από τη Χοίρειο Νάπη. Με το τέλος, όμως, των καλών σχέσεων της Σπάρτης με τον Αύγουστο, που έλαβε χώρα πιθανόν κάποια στιγμή μετά το -14, παραχωρήθηκε πάλι η Δενθελιάτις στη Μεσσηνία μετά από την επέμβαση του pretor (νομάρχη) της Αχαΐας, ενώ αφαιρέθηκε το Κοινόν των Λακεδαιμονίων από τη Σπάρτη και ξανασυστάθηκε ως ‘Το Κοινόν των Ελευθερολακώνων’, με τη διατήρηση από τη Σπάρτη μόνο της Θουρίας και της Καρδαμύλης.
 Σε αντίθεση με τη θυελλώδη πορεία των πραγμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο, η ιστορία της Μεσσηνίας κατά την Ρωμαϊκή περίοδο χαρακτηρίζεται από ησυχία και γενική ευμάρεια - τουλάχιστον αναφορικά με τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας – κατάσταση που διέπει την ιστορία του Ελληνικού κόσμου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι τα μέσα του +3ου αι. Μέχρι την εισβολή των Γότθων το +395, η Μεσσήνη είχε ήδη εν μέρει εγκαταλειφθεί. 

Αστικοποίηση και πολεοδομία της Μεσσηνίας

 Αφού δεν έχουν διασωθεί αρκετά αρχαιολογικά κατάλοιπα, ώστε να επιτραπεί η διαμόρφωση μιας εικόνας για την αστική εξέλιξη άλλων πόλεων της Μεσσηνίας, επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στην ίδια τη Μεσσήνη. Παρά τις ανασκαφές που διεξάγονται ήδη εδώ και πολλά χρόνια στη Μεσσήνη, η ευρύτερη αστική εξέλιξη της πόλης δεν είναι πάρα πολύ γνωστή. Η περιγραφή που μας παρουσιάζει ο Παυσανίας επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά πάνω στα ιερά και τα έργα τέχνης που τοποθετούνται σε αυτά, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να χρονολογηθούν τα περισσότερα από τα ευρήματα μέσω συγκρίσεων των χαρακτηριστικών των ευρημάτων με γνωρίσματα άλλων ασφαλώς 
χρονολογημένων έργων. Επιπρόσθετα τεκμήρια είναι το κείμενο του Παυσανία καθώς και οι επιγραφές που προέρχονται από τη Μεσσήνη. 
 Δεν προκαλεί εντύπωση, αναφορικά με τα αίτια ίδρυσης της Μεσσήνης, το γεγονός ότι η πόλη πρέπει να απέκτησε σχετικά γρήγορα, μεταξύ των μέσων του -4ον και του -3ον αι., όλα τα αναγκαία δημόσια κτίρια. Πολλά από αυτά δεν αποκλείεται να αποκαταστάθηκαν κατά την εποχή του Αυγούστου, αφού μία επιγραφή που παρουσιάζει τις δωρεές και υποσχέσεις από διάφορους πλούσιους πολίτες με σκοπό την επισκευή δημόσιων κτηρίων ανήκει στην περίοδο περίπου από το -15  έως και το -14  και αναφέρεται σε μεγάλης ποικιλίας οικοδομήματα που προφανώς προϋπήρχαν.  Με εξαίρεση όμως ελάχιστων ταφικών μνημείων και του Σεβαστείου, πολύ λίγα από όσα κτίρια έχουν βρεθεί έως σήμερα κατατάσσονται στην εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 
Τα Τείχη: Χωρίς αμφιβολία την πιο σημαντική κατασκευή κάθε αρχαίας πόλης αποτελούν τα τείχη. Το ίδιο ισχύει φυσικά για τη Μεσσήνη. Έχουν μήκος περίπου 9 χλμ. και περικυκλώνουν περίπου 290 εκτάρια (από τα οποία μάλλον μόνο 120 εκτάρια καταλαμβάνονταν από κτίρια και δρόμους). Tα τείχη, όσο είναι εφικτό, ακολουθούν τη γραμμή των κορυφών των απότομων λόφων. Τα κατασκευαστικά τους χαρακτηριστικά τα διέπει η γεωμορφολογία του χώρου, την οποία ο αρχιτέκτονας αξιοποίησε και εκμεταλλεύτηκε, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί όσο το δυνατόν πιο οικονομική κατασκευή. Για παράδειγμα, στο δυτικό μέρος του χώρου, όπου δεν αναμενόταν να γίνουν επιθέσεις, λόγω των απότομων γεωγραφικών χαρακτηριστικών, τα τείχη είναι σχετικά αδύνατα, ενώ στη βόρεια περιοχή της πόλης, απ’ όπου ήταν πιο πιθανό να επιτεθούν εχθροί, οι οχυρώσεις είναι πιο ισχυρές και εντυπωσιακές. Ίσως να ήταν αυτή η πλευρά που θύμισε στον Παυσανία τα τείχη της Βαβυλώνας. 
 Έχει προταθεί ότι μερικά μέρη, τουλάχιστον, των τειχών επανοικοδομήθηκαν μεταγενέστερα, αλλά ένα τόσο ζωτικής σημασίας κτίσμα θα πρέπει να κατασκευάσθηκε ταυτόχρονα με την ίδρυση της πόλης, ενώ είναι αμφίβολο αν η πόλη η ίδια, ή οι προστάτες της βρίσκονταν σε θέση στη συνέχεια να υποστηρίζουν οικονομικά μεγάλες αρχιτεκτονικές αλλαγές και μετατροπές. Έχει παρατηρηθεί ότι στο επάνω τμήμα μερικών πύργων αρχικά τοποθετούνταν ξύλινες πλατφόρμες, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν με δίκλιτες σκεπές. Ίσως οι Μεσσήνιοι προσάρμοσαν τα χαρακτηριστικά των τειχών τους προς τις τρέχουσες ανάγκες της σύγχρονης πολιορκητικής μετά από την επίθεση του Δημητρίου Πολιορκητή το -295. Πάντως, φαίνεται πολύ πιθανό ότι τα τείχη κατασκευάσθηκαν ταυτόχρονα με την ίδρυση της πόλης. 
Το Σχέδιο της πόλης: Περίπου τα δύο τρίτα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης καλύπτονταν από ένα πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο αποτελούνταν από ένα τετραγωνικό πλαίσιο που διαμορφώνει insule (‘νησίδες’) τακτικών διαστάσεων σε τακτικές σειρές. Ο άξονας των μεγάλων δρόμων είναι προσανατολισμένος από βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά. Εξαίρεση αποτελεί ο κύριος δρόμος, που έχει φάρδος 12 μ. 
 Μαζί με τους μικρούς, κάθετους δρόμους, που έχουν φάρδος μόνο 4,5 μ., διαμορφώνουν οικόπεδα από τα οποία τα περισσότερα είναι διαστάσεων 99 επί 36 μ. Κάθε insula αποτελείται από 14 οικόπεδα, διαστάσεων 14.14 επί 18 μ., με επιφάνεια 255 τ.μ. Καμία άλλη πόλη της Πελοποννήσου δεν παρουσιάζει ανάλογο σχεδιασμό του κέντρου της όπως η Μεσσήνη. Αξίζει, όμως, να αναφερθεί η περίπτωση του κέντρου της Κασσώπης της Ηπείρου, η οποία ιδρύθηκε δέκα πέντα χρόνια αργότερα από τη Μεσσήνη και η οποία παρουσιάζει ανάλογη διαμόρφωση. 
H αγορά και το θέατρο: Δεν μας κάνει εντύπωση ότι και η αγορά, ένας κεντρικός αρχιτεκτονικός χώρος κάθε πόλης, χρονολογείται στο -350 έως -300, λίγο μετά από την ίδρυση της πόλης.  Bορειοδυτικά της αγοράς βρίσκεται το θέατρο, το οποίο προφανώς υπήρχε ήδη στα τέλη του -3ου αι., διότι ο Φίλιππος Ε´ και ο Άρατος συναντήθηκαν εκεί κατά το -216/214, αν πρόκειται, βέβαια, για το υπάρχον θέατρο.
 Τα θέατρα των Ελληνικών πόλεων τοποθετούνται συχνά κοντά σε αγορές, όχι μόνο διότι το θέατρο καθεαυτό αποτελεί ένα βασικό κτίσμα της αρχαίας αστικής αρχιτεκτονικής, αλλά διότι φιλοξενούσε συνεδριάσεις της εκκλησίας της πόλης, πράγμα που σημαίνει ότι το θέατρο πιθανώς χρονολογείται στην ίδια εποχή με την αγορά της Μεσσήνης. Τα θεμέλια κάποιου άλλου κτηρίου, που προφανώς είχε θρησκευτική λειτουργία και βρίσκεται νοτιοδυτικά της αγοράς, πιθανόν να ανήκουν στον -4ον ή στον -3ον αι. και δεν αποκλείεται να ήταν το ιερό της Δήμητρας και των Διοσκούρων. Σε αυτό το ιερό αναφέρει ο Παυσανίας.
Το «Ασκληπιείο»: Φαίνεται λοιπόν πως η Μεσσήνη απέκτησε τα βασικά της αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά στοιχεία μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μετά από την ίδρυσή της.
 Πιθανόν κατά τη διάρκεια του -3ου αι., να οικοδομήθηκε ο ναός της Ορθίας Αρτέμιδος, που βρίσκεται κοντά στην εξωτερική όψη της βόρειας γωνίας του Ασκληπιείου, καθώς και η πρώτη φάση του κτιρίου της κρήνης της Αρσινόης, η οποία μπορεί να ανήκει στο τέλος του -3ου αι. Το πιο σημαντικό κτίριο αυτής της εποχής, όμως, αποτελεί το λεγόμενο «Ασκληπιείο».
 Το σχέδιο του συμπλέγματος έχει ως επίκεντρο ένα ναό δωρικού ρυθμού, ο οποίος χρονολογείται στον -3ον αι και ήταν αφιερωμένος στον Ακληπιό, ενώ ο Παυσανίας μας παραδίδει ότι ο οπισθόδομος του ναού φιλοξενούσε πίνακες που παρίσταναν τους βασιλείς της Μεσσήνης και τον Ασκληπιό. Ανατολικά από το ναό βρίσκεται ένας βωμός, ενώ γύρω από το ναό τοποθετείται ένα περιστύλιο. Πίσω από τρεις από τις τέσσερις πλευρές του κτιρίου βρίσκονται δωμάτια, τα οποία επικοινωνούν με το περιστύλιο, ενώ δεν αποκλείεται τα δωμάτια στη βορειοδυτική πλευρά να έχουν κατασκευασθεί ειδικά για να στεγάσουν τα αγάλματα του Απόλλωνα και των Μουσών, του Επαμεινώνδα, ίσως της Θήβας, της Τύχης και της Αρτέμιδος.  Τα δωμάτια της βορειοανατολικής πλευράς του συμπλέγματος μετατράπηκαν κατά την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από εστιατόρια (δηλ., δωμάτια για ιερά δείπνα) σε ένα Σεβαστείον (δηλ., ένα ιερό αφοσιωμένο στη λατρεία των Ρωμαΐων αυτοκρατόρων). Πέρα από το Σεβαστείον, στην ανατολική γωνιά του περιστυλίου, βρισκόταν ένα δωμάτιο που στέγαζε αγάλματα του Ασκληπιού και των γιών του. Τη βορειοανατολική πλευρά αποτελούσαν ένα εκκλησιαστήριον, ένα πρόπυλον και άλλα δύο δωμάτια που λειτουργούσαν κατά πάσαν πιθανότητα ως αρχείο του Γραμματέα των Συνέδρων, δηλ., του πολιτικού και θρησκευτικού σώματος που διαχειριζόταν το όλο ιερό. Τέλος, μία πόρτα στη νοτιοδυτική πλευρά του συμπλέγματος επικοινωνεί με ένα λουτρό που βρίσκεται έξω από το ιερό και χρονολογείται στον -4ο έως -2ο αι. Δεν αποκλείεται να είχε κάποιο τελετουργικό ρόλο. Με βάση τα 
χαρακτηριστικά του σχεδίου και της διακόσμησης του «Ασκληπιείου», οδηγούμαστε στην πιθανή κατασκευή του σχεδιασμένου μέρους της κατάταξης της πόλης περίπου το -200.
 Το Γυμνάσιο: Τρεις στοές, των οποίων η διάταξη σχηματίζει ένα ‘Π’, πλαισιώνει τη σφενδόνη του σταδίου, διαμορφώνοντας κατά τον τρόπον αυτό μία έως τώρα χωρίς παράλληλο αρχιτεκτονική σύνθεση. Στη βορειοδυτική γωνιά του συμπλέγματος τοποθετείται ένα δωρικού ρυθμού πρόπυλο.
  Με βάση τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά το στάδιο κατατάσσεται γενικά στην Ελληνιστική περίοδο, ενώ οι στοές χρονολογούνται κατά τα μέσα ή προς το τέλος της ίδιας εποχής. 
Από την επιγραφή (περίπου -15) που αφορά οικοδομικές επισκευές φαίνεται πως η Μεσσήνη είχε δεύτερο γυμνάσιο μέχρι αυτή τη εποχή. Με βάση διακοσμητικά χαρακτηριστικά, το πρόπυλο του γυμνασίου τοποθετείται στην εποχή του Αυγούστου, ενώ οι μεταγενέστερες επιγραφές που χαράχθηκαν στην πρόσοψή του μας παρουσιάζουν κατώτερο χρονικό όριο περίπου την περίοδο +35/45.
 Την κοινωνική σημασία του γυμνασίου αποδεικνύει τόσο η κεντρική θέση του όσο και η έντονη παρουσία αγαλμάτων γνωστών πολιτών, τάφων και άλλων μνημείων μέσα στο ίδιο το γυμνάσιο. 
To ιεροθύσιον: Ο Παυσανίας αναφέρεται στο Ιεροθύσιον, το οποίο μας λέει πως στέγαζε όλες τις θεότητες που λατρεύονταν από τους Έλληνες μαζί με άλλο ένα άγαλμα του Επαμεινώνδα. Το κτήριο που αναφέρει ο περιηγητής έχει ταυτισθεί με ένα μικρό σύμπλεγμα νότια από το «Ασκληπίειο» και έχει χρονολογηθεί στον -1ο αι.
Κτίρια της Ρωμαϊκής εποχής: Φαίνεται, λοιπόν, πιθανό ότι η Μεσσήνη είχε αποκτήσει τα περισσότερα σημαντικά κτίρια μέχρι το -2ον αι. Παρόλο που ελάχιστα κτίρια προστέθηκαν στην πόλη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, φαίνεται πως οι ομαλότερες συνθήκες που άρχισαν να επικρατούν με την αρχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επέτρεψαν την αποκατάσταση αρκετών ήδη προηγούμενων κτιρίων Ανάμεσα στα πιο σημαντικά οικδομήματα που απέκτησε η Μεσσήνη κατά τη Ρωμαϊκή εποχή είναι το μεγάλο ταφικό μνημείο που τοποθετείται νότια από το στάδιο, το οποίο πιθανόν χρονολογείται στον -1ον αι. ή αργότερα και ίσως ανήκε στην οικογένεια του Σαιθίδα. 
 Δεν αποκλείεται η ίδρυση του Σεβαστείου να σχετίζεται με την παραχώρηση της Δενθελιάτιδος από τον Τιβέριο. Επίσης, οι τάφοι που βρίσκονται ακριβώς έξω από την Αρκαδική Πύλη μπορεί να χρονολογούνται στον +1ο-2ο αι. Μερικά σημαντικά κτίρια δεν έχουν χρονολογηθεί ακόμη, δηλ., ο ναός Ιωνικού ρυθμού που βρίσκεται στην νότια πλευρά της Ιθώμης, που έχει ταυτισθεί με το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, και ο λεγόμενος «ναΐσκος» πάνω στην Ιθώμη, ο οποίος μπορεί πιθανόν να φιλοξενούσε τη λατρεία της Λαφύας ή της Ειλειθυίας και βρίσκεται δίπλα σε ένα μέρος που μάλλον αποτελούσε χώρο λατρείας των Κουρητών. Τέλος, το ιερό του Διός Ιθωμάτου βρίσκεται σήμερα κάτω από το μοναστήρι του Βουλκάνου στην κορυφή της Ιθώμης. 

Η Πολιτεία της Μεσσήνης
 Δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία για τη δομή του πολιτεύματος της Μεσσήνης. Ελάχιστες πληροφορίες παρουσιάζονται από τις αρχαίες ιστοριογραφικές πηγές, οι οποίες καλύπτουν την ιστορία της περιοχής μέχρι τον -2ον αι., μη καλύπτοντας με τον τρόπο αυτόν την περίοδο για την οποίαν δίνουν πληροφορίες οι επιγραφικές πηγές. Παρά την έλλειψη πληροφοριών όμως, συμπεραίνουμε ότι η Μεσσήνη είχε ένα φαινομενικά δημοκρατικό πολίτευμα σχεδόν καθόλη την πορεία της ιστορίας της. 
 Σχετικά με την ενδεχομένως πρωιμότερη επιγραφή που έχει διασωθεί από την Μεσσήνη, η απόφαση παραχώρησης της προξενίας που αναφέρει η εν λόγω επιγραφή λαμβάνεται από το δάμο, ενώ σε μία άλλη επιγραφή που είναι της ίδιας εποχής με την προηγουμένη, γίνεται πιθανή μνεία σε προστάτας Δα[μιοργ]ών, πράγμα που ίσως προδίδει επιρροή από το Κοινόν της Αρκαδίας. Παρόλο που ο Ψευδο-Δημοσθένης κατηγορεί τον Νέωνα και το Θρασύμαχο, που επέστρεψε το -335/333 στη Μεσσήνη, ότι ήταν ‘τύραννοι’, ο Πολύβιος αργότερα ισχυρίζεται ότι οι δύο δεν άλλαξαν τους νόμους, αφήνοντας στους Μεσσηνίους ‘ελευθερία και παρρησία’, σχόλιο που πείθει ότι συνεχιζόταν η δημοκρατία, ενώ ταυτόχρονα οι δύο μάλλον κρατούσαν μία μη επίσημη, αλλά κυριαρχούσα θέση. Τέλος, η συμμαχία μεταξύ του Λυσιμάχου και των Μεσσηνίων που χρονολογείται μάλλον στην αρχή του -3ου αι. κάνει μνεία σε στρατηγό, επιμελητά και ίππαρχο.
 Για κάποια περίοδο πριν από την ανάμειξη των Μεσσηνίων στον Πόλεμο των Συμμάχων (-220/217) το -219, το καθεστώς ήταν σαφώς ολιγαρχικό, με εφόρους, αλλά στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μία μετριοπαθής δημοκρατία το -219, μία κατάσταση που προφανώς  άλλαξε πάλι το -215/214.
 Μετά από αυτό το χρονικό σημείο, όμως, βασιζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά σε επιγραφικά τεκμήρια, τα οποία δημιουργούν την καθαρή εντύπωση ότι συνεχίζει - φαινομενικά τουλάχιστον - να υπάρχει η δημοκρατία. Βλέπουμε να παίρνει αποφάσεις ο δάμος, οι οποίες, βέβαια, αφορούν συνήθως αφιερώσεις αγαλμάτων και την απονομή άλλων διακρίσεων προς τιμήν ευεργετών και άλλων επιφανών. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας μία πολιτική εξέλιξη που λαμβάνει χώραν στην πόλη κράτος την μετακλασική περίοδο. Οι θεσμοί της δημοκρατίας της πόλης-κράτους επιβιώνουν φαινομενικά κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, παρά τη σταδιακά αυξανόμενη συγκέντρωση πραγματικής πολιτικής εξουσίας στα χέρια της ελίτ, της τάξης, δηλαδή, που κατέχει και επανδρώνει τόσο την βουλή όσο και τις διαχειριστικές και εκτελεστικές θέσεις, δηλ., τις λεγόμενες αρχάς. Τα ανώτερα στρώματα της πόλης-κράτους της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου κρατούν τη θέση τους στο κοινωνικό ιστό, διότι, αφενός, χρηματοδοτούν τους θεσμούς της πόλης-κράτους (προ πάντων μέσω ευεργεσιών για την κατασκευή και συντήρηση δημόσιων κτηρίων και μέσω δραστηριοτήτων σχετικών με τη γυμνασιακή, αγωνιστική και, γενικά, θρησκευτική ζωή), εφόσον δέχονται ακόμη την κοινωνική συμφωνία που διέπει την πόλη-κράτος, και αφετέρου αποκτούν αναγνώριση για τις προσπάθειές τους μέσα από την κατανομή δημόσιων τιμών.
 Εν όψει αυτής της αλλαγής δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η παρουσία στις επιγραφικές πηγές του συνέδρου, των συνεδρίων και του γραμματέως τους, εφόσον ο όρος συνέδριον συνήθως χρησιμεύει ως εναλλακτική ονομασία για την βουλή, ιδιαίτερα από την Ελληνιστική περίοδο. Τώρα πλέον η βουλή αποτελεί το κύριο όργανο κυβέρνησης, μία εξέλιξη την οποία ίσως επιτάχυναν οι επιπτώσεις των γεγονότων του -146. Πιθανόν η πιο πρώιμη αναφορά στον γραμματέα των συνέδρων εμφανίζεται σε μία επιγραφή που χρονολογείται στο -170/130, ενώ οι σύνεδροι κάνουν την πρώτη διασωθείσα εμφάνισή τους πιθανόν το -100. Η τελευταία εμφάνιση των συνέδρων που κατάσσεται με χρονολογική βεβαιότητα στο 14 π.Χ.81, ενώ η τελευταία χρονολογικά ασφαλής μνεία του γραμματέως βρίσκεται σε επιγραφή περίπου του 80 μ.Χ.82. Είναι πολύ πιθανό όμως, αν κρίνει κανείς με βάση άλλες πόλεις της ίδιας περιόδου, ότι συνέχισαν να έχουν σημαντική θέση στην πολιτεία τόσο οι σύνεδροι όσο και ο γραμματεύς μέχρι το τέλος της πόλης. Παρά τις αναφορές, όμως, δεν μαθαίνουμε πολλά για τις συγκεκριμένες εξουσίες και καθήκοντα του συνεδρίου. 
 Υπήρχαν στην πολιτεία της Μεσσήνης και άλλες διοικητικές και εκτελεστικές θέσεις, οι λεγόμενες αρχαί. Οι περισσότερες επιγραφικές αναφορές σε τέτοιες θέσεις αφορούν αυτή του αγορανόμου και του υπαγορανόμου, οι οποίες χρονολογούνται κυρίως στον -1ο/2ο αι., ίσως λόγω της τότε ευμάρειας της Μεσσήνης, αλλά η έλλειψη λεπτομερών πληροφοριών δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε κάτι για τη λειτουργία τόσο της συγκεκριμένης θέσης του αγορανόμου και του υπαγορανόμου όσο και των άλλων θέσεων, των οποίων έχουν διασωθεί μόνο οι τίτλοι. 
 Τέλος, αξίζει να γίνει μία σύντομη αναφορά στις φυλές της Μεσσήνης, που ονομάζονται η Κρεσφοντίς, η Δαϊφοντίς, η Αριστομαχίς και η Υλλίς. Εφόσον τα ονόματα των φυλών σχετίζονται με την ίδρυση της Μεσσηνίας, όπως παρουσιάζεται από τη μυθολογία, φαίνεται πιθανόν να σχηματίσθηκαν οι φυλές από την αρχή της ύπαρξης της Μεσσήνης, καθώς η πιο πρώιμη αναφορά στις φυλές προκύπτει από επιγραφή που κατατάσσεται προς το τέλος του -4ου ή στην αρχή του -3ου αι.  και αφορά την παραχώρηση της προξενίας. Την τελευταία διασωθείσα μνεία σε φυλές μπορεί να αποτελεί η αναφορά που βρίσκεται σε κατάλογο εφήβων του -70 ή αυτή που παρουσιάζει μία επιγραφή προς τιμή του Σαιθίδα, περίπου το +98/138.
 Παρά την έλλειψη πληροφοριών, δεν αποκλείεται ορισμένες φορές να έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι φυλές. Η πληρωμή του οκτόβωλου φόρου στην οποία έχουμε προαναφερθεί γίνεται ανά φυλή, πράγμα που δείχνει πως σ’ αυτή την περίπτωση τουλάχιστον οι φυλές λειτουργούσαν ως διοικητική μονάδα. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο οι φυλές, σε συνεργασία με την πόλη ή με τον δάμο ψηφίζουν για τη δημιουργία αγαλμάτων προς τιμήν σημαντικών προσώπων. Επίσης, μερικές επιγραφές που παρουσιάζουν κατάλογους εφήβων ανά φυλή μας πείθουν ότι οι φυλές πιθανόν να λειτουργούσαν ως οργανωτικό στοιχείο της εφηβείας, χαρακτηριστικό που εμφανίζεται και στην Αθήνα, στην Ερέτρια και στη Θουρία, καθώς και στην αγωγή της Ρωμαϊκής Σπάρτης.

Το Κοινόν της Μεσσηνίας και το πολίτευμα των άλλων πόλεων της Μεσσηνίας
Με την ίδρυση της Μεσσήνης, θεσπίσθηκε το κοινόν των Μεσσηνίων, όπως προκύπτει από μία από τις σπάνιες εμφανίσεις του τίτλου. 
 Έχοντας μάλλον τη δομή μίας συμπολιτείας ή ισοπολιτείας παρά ένα πραγματικό κοινό, επέτρεπε στα μέλη του να έχουν αρκετή ελευθερία και μάλιστα, λόγω της έλλειψης αναφορών στο Κοινόν που παρουσιάζουν οι αρχαίες πηγές, δεν φαίνεται να είχε μεγάλη σημασία και δύναμη. Μετά την ήττα της Μεσσηνίας από το Κοινόν της Αχαίας το -182, το Κοινόν των Mεσσηνίων μάλλον διαλύθηκε, αλλά δεν αποκλείεται να ξανασυστάθηκε το -146, μετά την ήττα του Κοινού της Αχαΐας. Η πορεία του κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο είναι σχεδόν άγνωστη. 
 Οι επιγραφικές μαρτυρίες που έχουν δημοσιευθεί αφορούν μόνο τη Θουρία, την Κορώνη και τις Καλάμες. Παρά τις περιορισμένες πληροφορίες, φαίνεται πως υπήρχαν σε αυτές τις πόλεις δημοκρατικά καθεστώτα, εφόσον αρκετές φορές ο φορέας που αφιερώνει π.χ. άγαλμα είναι η πόλις. Επίσης, υπάρχουν σε άλλες πόλεις της Μεσσηνίας τόσο σύνεδροι όσο και γραμματείς. Στη Θουρία υπήρχαν και πολέμαρχοι το -2ο αι. και νομογράφοι και έφοροι τον -1ο αι. H ύπαρξη των τελευταίων πιθανόν να οφείλεται στην επιρροή της Σπάρτης. Εξάλλου υπάρχουν αναφορές στον λογιστή, δηλ., τον curator civitatis, που επέβλεπε τα οικονομικά της σχετικής πόλης.

Η οικονομία και κοινωνία της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Μεσσηνίας
 Την κεντρική οικονομική απασχόληση της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Μεσσηνίας αποτελούσε η γεωργία. Λόγω γεωγραφίας, γεωλογίας και ιστορίας, τα καλλιεργήσιμα εδάφη της Μεσσηνίας δεν υπερβαίνουν τα περίπου 600 τ.χ. Σε σύγκριση, όμως, με την υπόλοιπη Ελλάδα, αυτό θεωρείται μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου, κάτι το οποίο σήμαινε ότι η Μεσσηνία απέκτησε από νωρίς φήμη ως καρποφόρα γη. Από την άλλη, η περιοχή δεν βρισκόταν σε εμπορική οδό ούτε διέθετε άλλες οικονομικές πηγές.
 Τέλος, λόγω των συνθηκών που είχαν επιβληθεί από τους Σπαρτιάτες, τη μόνη σημαντική οικονομική απασχόληση αποτελούσε η γεωργία. Κατά την Ρωμαϊκή περίοδο υπήρχαν ορισμένα πολύ πλούσια κτήματα, με την αξία ενός συγκεκριμένου κτήματος να υπερβαίνει τα δύο τάλαντα. Προφανώς, η φήμη της Μεσσηνίας ως πλούσιας αγροτικής περιοχής ευθύνεται για την αξιοσημείωτη παρουσία Ρωμαίων, δηλαδή μεταναστών δυτικής καταγωγής. 
 Η γεωγραφική κατανομή των μικρών οικισμών άλλαξε κατά την πορεία της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου. Κατά την κυριαρχία των Σπαρτιατών η πλειονότητα των κατοίκων βρισκόταν στην κοιλάδα του Παμίσου, στην πεδιάδα του Στενυκλάρου, στην νοτιοδυτική χερσόνησο και στην ευρύτερη περιοχή γύρω από την Πύλο. Από το -4ο αι. έως και το -1ο αι. σημειώνεται σταθερή παρουσία του πληθυσμού στις ίδιες περιοχές, καθώς και αύξηση των οικισμών, επακόλουθο μάλλον της απελευθέρωσης από την Σπαρτιατική κυριαρχία. Η επόμενη περίοδος μέχρι το +400, όμως, δηλώνει μείωση των οικισμών, γεγονός που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας την ίδια εποχή. Παρόλο που οι οικισμοί γενικά μειώθηκαν κατά το ένα τρίτο, οι νοτιοδυτικές παραλιακές περιοχές, ιδιαίτερα του κόλπου της Μεσσηνίας, προσελκύουν ακόμη πληθυσμό, με αποτέλεσμα να αυξηθεί εκεί ο αριθμός των κατοίκων. 
 Οι Ρωμαίοι, λοιπόν, έπαιζαν προφανώς σημαντικό οικονομικό ρόλο, αλλά παρά την έντονη παρουσία τους στις επιγραφικές πηγές, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι το ποσοστό τους ήταν μεγαλύτερο εδώ από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Αναφέρονται Ρωμαίοι σε επιγραφές που έχουν σχέση με οικονομικά θέματα, καθιστώντας σαφή την ευμάρεια τουλάχιστον ορισμένων από αυτούς.
 Πιο συγκεκριμένα υπάρχουν αναφορές σε Ρωμαίους μέσα σε επιγραφές που αφορούν την εφήβεια, άλλη μία ένδειξη ευμάρειας και υψηλής κοινωνικής θέσης. Το ότι η οικονομικη άνθιση ορισμένων Ρωμαίων προφανώς άρχισε από τον -1ο αι. πείθει ότι η εγκατάσταση τους άρχισε ήδη από το -2ο αι., πιθανόν από το -146. 
 Τέλος, η έλλειψη αναφοράς σε άλλου τύπου ενασχολήσεις των Ρωμαίων της Μεσσηνίας υποδηλώνει ότι την κύρια οικονομική δραστηριότητά τους αποτελούσε η γεωργία. Ποια ήταν η φύση της κοινωνίας που βασιζόταν σε αυτούς τους οικονομικούς πόρους; Δυστυχώς οι πηγές, οι οποίες είναι σχεδόν αποκλειστικά επιγραφικής φύσης, μας πληροφορούν γενικά για τη δημόσια ζωή των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Φαίνεται, όμως, ότι η κοινωνία της Ρωμαϊκής Μεσσηνίας δεν αποτελούσε εξαίρεση στις γενικές πολιτισμικές και κοινωνικές τάσεις της εποχής. Όπως έχει προαναφερθεί, η λειτουργία και η πολιτική εξουσία μέσα στην πόλη-κράτος βρισκόταν στα χέρια των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, των οποίων η θέση όλο και περισσότερο ενδυναμωνόταν.
 Τα μέλη οικογενειών ανωτέρων στρωμάτων σύναπταν γάμους με συζύγους από την ίδια κοινωνική θέση, προερχόμενους όχι μόνο από την ίδια πόλη αλλά και από άλλες, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό κοινωνικές συμμαχίες και επομένως ένα στρώμα εξουσίας και επιρροής διαφορετικό και ανώτερο από αυτό της πόλης-κράτους. Στη συνεργασία αυτής της κοινωνικής τάξης βασιζόταν η κυριαρχία των Ρωμαίων, πράγμα που συμβάλλει στη διαδικασία αφομοίωσης της ελληνικής κυρίαρχης θέσης από τα μέλη της διεθνών διαστάσεων κοινωνίας, την οποία αποτελούν τα ανώτατα στρώματα της Ρωμαϊκής κοινωνίας. Η παρουσία των ανωτέρων στρωμάτων άφησε τα ίχνη της στο φυσικό περιβάλλον κάθε πόλης-κράτους, υπό τη μορφή τόσο κτιρίων με τιμητικές επιγραφές όσο και αγαλμάτων.
 Κατά τον ίδιο τρόπο τα ανώτερα στρώματα της Μεσσηνίας προέβαλλαν το εαυτό τους. Μια ιδιαίτερη επιθυμία της κυρίαρχης θέσης για προβολή της ηρωϊκής καταγωγής της δείχνει η ευρέως διαδεδομένη λατρεία των προγόνων ως ηρώων. Η δύναμη αυτής της λατρείας τεκμηριώνεται από την παρουσία πολλών και μεγάλων ταφικών μνημείων, όχι μόνο μέσα στην πόλη, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για τα Ελληνικά δεδομένα, αλλά και μέσα σε κτίρια, όπως το γυμνάσιο. Τα ανώτερα στρώματα της Μεσσήνης δηλώνουν την πίστη τους προς το Ρωμαϊκό καθεστώς με τη φιλοτέχνηση αγαλμάτων προς τιμήν διάφορων Ρωμαίων αξιωματούχων και μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας.
 Ένδειξη τόσο της θέλησης κοινωνικής προβολής όσο και των πατριωτικών αισθημάτων αποτελεί η επιγραφή που καταγράφει τα χρηματικά ποσά που δωρίζονται με σκοπό κτηριακές επισκευές στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί.
 Τέλος, όπως σε όλες τις άλλες Ελληνικές πόλεις της εποχής, τα μέλη των ανωτέρων στρωμάτων κατέχουν θέσεις ως αγορανόμοι, υπαγορανόμοι και γυμνασίαρχοι. Υπάρχουν, φυσικά, και θρησκευτικά αξιώματα, προπάντων του ιερέως του Διός Ιθωμάτου, αλλά και διάφορων αγωνοθετών, ιεροθυτών και άλλων, τα οποία παρόλο που δεν μπορούμε να το τεκμηριώσουμε, κατά πάσα πιθανότητα κατείχοντο από τα μέλη της κυρίαρχης θέσης. Σύμφωνα με την εντύπωση που δημιουργεί ο Παυσανίας, η Μεσσηνία μάλιστα ξεχωρίζει για τις πολλές λατρείες της, ενώ πολλές θέσεις ιερέων θα πρέπει να ήταν κληρονομικές. Με βάση τις δημοσιευμένες επιγραφές, μπορούμε να παρουσιάσουμε ως ένδειξη της κοινωνικής θέσης και ανόδου της Μεσσηνιακής αριστοκρατίας κατά την Ρωμαϊκή περίοδο τρεις οικογένειες. 
 Πρώτον, υπάρχει η οικογένεια του Γάϊου Ιουλίου Θεαγένη, ένα μέλος της οποίας, ο Γάϊος Κλαύδιος Ιούλιος Κλεόβουλος, διατέλεσε στρατηγός του Κοινού της Αχαϊάς κατά το -3ο/2ο αι. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η κοινωνική άνοδος της οικογένειας του Τιβ. Κλαυδίου Αριστομένη, ένα μέλος της οποίας ακολούθησε σταδιοδρομία ως αξιωματούχος του Ρωμαϊκού στρατού. Το λαμπρό παράδειγμα κοινωνικής ανόδου και αφομοίωσης στα ύψιστα κοινωνικά στρώματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παρουσιάζει η οικογένεια των Σαιθιδών, η οποία κάνει την πρώτη εμφάνισή της κατά την εποχή του Αυγούστου. Μέχρι το δεύτερο μισό του +2ου αι. μέλη αυτής της οικογένειας είχαν φτάσει στις ανώτατες θέσεις της συγκλητικής τάξης.

Αγωνιστική και πολιτισμική ζωή της Μεσσηνίας
 Τη σημασία της αγωνιστικής ζωής για την κοινωνία της Μεσσήνης μαρτυρεί τόσο το γυμνάσιο όσο και το στάδιο, που αποτελούν το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα της πόλης. Tο γυμνάσιο φιλοξενούσε και την εφηβεία, η οποία ως θεσμός απαντά σε αρκετές πόλεις κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή. Στη Μεσσήνη την εφηβεία επάνδρωναν και διαχειρίζονταν τα μέλη των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων τόσο της Μεσσήνης της ίδιας, όσο και των άλλων πόλεων της Μεσσηνίας. 
 Παρά τις ελάχιστες διασωθείσες πληροφορίες για τον τρόπο οργάνωσης της εφηβείας, ξέρουμε πως υπήρχε το αξίωμα του επιστάτα ήδη από το -2ο αι., ενώ κατά την Ρωμαϊκή εποχή υπάρχουν αναφορές σε τριετίρενες, όπως και στην Σπάρτη.
 Τέλος, όπως έχουμε αναφέρει, οι φυλές προφανώς έπαιζαν κάποιο οργανωτικό ρόλο στην εφηβεία. 
Παρόλο που δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τους διάφορους αγώνες και γιορτές της Μεσσηνίας, φαίνεται πιθανό να είχαν μεγάλη σημασία για τη ζωή της περιοχής και προ πάντων της ίδιας της Μεσσήνης. Τα Ιθωμαία θα πρέπει να αποτελούσαν την πιο σημαντική εορτή, αν και δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τον κύκλο των αθλημάτων και τις άλλες δραστηριότητες τους106. Επίσης, μία επιγραφή που χρονολογείται στο τέλος του -1ου αι. ή στις αρχές του +1ου αναφέρεται σε Ασκληπιεία και Ρωμαία.
 Το +2/3  τιμάται ο P. Cornelius Scipio για την εξαιρετική διεξαγωγή των Καισαρείων, τα οποία μπορεί να ταυτίζονται με τα Ρωμαία και στη συνέχεια να εξελίχθηκαν στους αγώνες που λάμβαναν χώρα κατά τα γενέθλια του Τιβερίου.
 Τέλος, επιγραφές που βρέθηκαν στον Βόλιμο, πιθανώς του τέλους του 2ου αι. ή των αρχών του -3ου αι., αναφέρονται σε αγωνοθέτες θεάς Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, χωρίς να μας δώσουν άλλες πληροφορίες.
 Υπάρχουν ίχνη των θεσμών της αγωνιστικής ζωής και σε άλλες πόλεις της Μεσσηνίας. Στην Θουρία προκύπτει το -2ο αι. η πιο πρώιμη αναφορά σε γυμνασίαρχο, ενώ στις Κολωνίδες προς το τέλος του -2ου αι.  όσο και στην Πύλο το -2ο/1ο αι. γίνονται αναφορές στην ίδια θέση. Η εφηβεία υπήρχε στην Θουρία το -2ο αι., απ’ όπου έχουμε επιγραφική αναφορά σε τριετίρενες. O θεσμός απαντά και στην Πύλο (-2ος αι.) και στην Κορώνη (-246), όπου αναφέρεται ο αρχέφηβος. 
 Αυτή η αγωνιστική παράδοση προφανώς παρήγαγε ‘επαγγελματίες’ αθλητές αρκετά υψηλών αποδόσεων, με νίκες στα Ίσθμια, στα Νέμεα και, προ πάντων, στα Ολύμπια. Μία επιγραφή αναφέρεται μάλιστα σε κάποιον αθλητή, πιθανόν τον πιο πετυχημένο, αλλά μέχρι σήμερα άγνωστο, αθλητή της Μεσσήνης, ο οποίος κέρδισε 34 νίκες κατά την Ελληνιστική εποχή. 
 Ως προς τις άλλες πλευρές της πολιτισμικής ζωής της, η Μεσσήνη αποτελούσε τη γενέτειρα μερικών σημαινόντων προσωπικοτήτων της λογοτεχνίας και των καλών τεχνών. Η πιο γνωστή προσωπικότητα μάλλον είναι ο Ευήμερος (-4ος/3ος αι) και μετά ο σατυρικός ποιητής ο Αλκαίος (-3ος αι.).
 O πιο σημαντικός γλύπτης υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο Δαμοφών, του οποίου η φήμη πιθανόν να προσέλκυσε δύο γλύπτες από το Άργος και άλλους δύο από την Αλεξάνδρεια. Προφανώς αυτή η παράδοση γλυπτικής επιβίωσε μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή, αν κρίνει κανείς από τη γλυπτική διακόσμηση του Γυμνασίου. Αναμφισβήτητα όμως η καλλιτεχνική δραστηριότητα της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας άνθισε κυρίως κατά την Ελληνιστική εποχή, και όχι κατά τη Ρωμαϊκή, όταν η Μεσσηνία εξελίχθηκε σε τόπο πιο πλούσιο, αλλά ήσυχο και αρκετά απομονωμένο από τα κύρια πολιτισμικά ρεύματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

ANDREW FARRINGTON

Ο κ. Andrew Farrington είναι Λέκτωρ της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρώην διδάσκων στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Βιβλιογραφία
Fröhlich P., 1999: ‘Les institutions des cités de Messénie à la basse epoque 
hellénistique’ 229-242 παρά (επιμ.) Renard J., Le Péloponnèse: 
Archéologie et histoire, Παρίσι.
Harrison A. B., Spencer N., 1998: ‘After the Palace: The Early ‘History’ 
of Messenia 147-162 παρά (επιμελ.) Davis J.L., Sandy Pylos: An 
Archeological History from Nestor to Navarino, Austin.
Kolbe G., (επιμέλ.) 1913: Inscriptiones Grece τομ. V.1., Βερολίνο.
Luraghi N., 2002: ‘Becoming Messenian’, Journal of Hellenic Studies 122 
(2002), 45-69.
Meyer E., 1978: ‘Messenien’ στήλες 155 - 290 παρά (επιμελ.) Gärtner, 
H., Paulys Realencyclopädie der klassischen Altertumswissenschaft 
Supplementband XV, Στουτγάρδη. 
Rizakis A.D., Zoubaki S., Lepenioti C., 2005: (επιμελ.) Roman Peloponnese 
II: Roman Personal Names in their Social Context (Laconia, Messenia), 
Αθήνα.
Rebuck C., 1941: A History of Messenia from 369 to 146 B.C., Chicago.
Rebuck C. 1945: ‘A Note on the Messenian Economy’, Classical Philology, 
40 (1945) 149-165.
Shipley G., 2004: ‘Messenia’ 547-568 παρά (επιμελ.) Hansen M.H., Nielsen 
T.H., An Inventory of Archaic and Classical Poleis: An Investigation 
Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National 
Research Foundation, Οξφόρδη.
Walbank F., 1975: A Historical Commentary on Polybius: Commentary on 
Books 1-6 τομ. Α´, Οξφόρδη.
Winter F.G., 1971: Greek Fortiications, Tορόντο: Phenix Supplement, 9.
Ζουμπάκη Σ., ‘Die Niederlassung römischer Geschäftsleute in der 
Peloponnes’, Τεκμήρια 4 (1998-99), 112-159.
Θέμελης Π. Γ., 2000: Ήρωες και ηρώα στη Μεσσήνη, Αθήνα.
Θέμελης Π. Γ., 20022: H Aρχαία Μεσσήνη, Αθήνα.
Γ. Σταινούερ Γ., 1988: ‘Το Πρόβλημα του Ager Dentheliatis’, Αριάδνη, 
4 (1988) 219-242

Printfriendly