.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Ανήλιο Τριφυλία: Βυζάντιο- Φραγκοκρατία

Το Ανήλιο είναι χωριό της Τριφυλίας και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ζαχάρως. Απέχει έξι χιλιόμετρα από τη θάλασσα, τρία από τη Εθνική οδό Πύργου - Κυπαρισσίας και πέντε από τη Ζαχάρω. Βρίσκεται σε ύψος 135 μέτρων και ανάμεσα στα χωριά Καλύδονα -Νεοχώρι.
Στην θέση "Κάστρο" υπάρχει Προϊστορική ακρόπολη των Μεσοελλαδικών χρόνων, -2200. Είναι πολύ πιθανή η διασύνδεση της ακρόπολης με το σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο του Κακοβάτου που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
Η κατοίκηση στο Ανήλιο συνεχίστηκε και στους Αρχαϊκούς, Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ πρέπει να υπήρξε και σημαντικό κέντρο και στην Βυζαντινή περίοδο όπως μαρτυρούν τα σπουδαία μνημεία αυτής της εποχής.



Το πρώτο όνομα του οικισμού μέχρι το 1927 ήταν Γλάτσα. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το όνομα αυτό. Η πρώτη ότι είναι σλαβική λέξη. Η άλλη εκδοχή είναι ότι κατοικούσε στη περιοχή, μετά τις σταυροφορίες, ένας Γάλλος βαρόνος Ντε Γλάτσης. Το πιθανότερο όμως να προήλθε από το ρήμα γλιστρώ (γλίστρα, γλίτσα, γλάτσα). Υπάρχει και άλλη μία εκδοχή ότι προέρχεται από τον πανάρχαιο ήρωα της Μυθολογίας μας Γλαύκων.
Βορειοανατολικά του χωριού και σε απόσταση 1500 μέτρων βρίσκεται ο λόφος "Κάστρο". Ο λόφος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο αφού εποπτεύει ολόκληρη την γύρω περιοχή. Σ΄αυτόν υπάρχουν εκτεταμένες αρχαίες οχυρώσεις των Προϊστορικών χρόνων αλλά και των Αρχαϊκών, Κλασικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.[1]
Η ακρόπολη του "Κάστρου" χρησιμοποιήθηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους αφού βρέθηκαν τείχη αλλά και πύργος της εποχής αυτής τα οποία χτίστηκαν με τα παλαιότερα Προϊστορικά οικοδομικά υλικά. Επίσης στο τμήμα αυτό της ακρόπολης βρέθηκαν Βυζαντινά αγγεία και νομίσματα.
Ο ναός της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που βρίσκεται κοντά στο "Κάστρο" και σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμένος, κατά μία άποψη είναι χτισμένος τον 7ο αιώνα και πιθανό σχετίζεται με την Βυζαντινή περίοδο.
Εκτός του ναού της μεταμορφώσεως του Σωτήρος σημαντικό μνημείο της Γλάτσας (Ανήλιου) είναι ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς που κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα

Στις πηγές τό χωριό αναφέρεται άπό τόν 14ο αιώνα καί σχετίζεται μέ τήν παρουσία τών Φράγκων στην περιοχή. Τό χωριό μέ 25 εστίες άνηκε τό 1391 σέ κάποιον Pierre Gros καί αναφέρεται στίς πηγές μέ τό όνομα La Glace
Το Ανήλιο Τριφυλίας πρέπει να ήταν αξιόλογο κέντρο στους Βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όπως καταδεικνύουν τα μεσαιωνικά μνημεία,  χωρίς βέβαια να συναγωνίζεται τις μεγάλες πόλεις της εποχής αυτής στην Τριφυλία .(Ολυμπία, Κυπαρισσία, Αγία Κυριακή Φιλιατρών, Χριστιάνοι) 


Ο ναός της μεταμόρφωσης του Σωτήρος: 
Σύμφωνα με τον Άγγελο Κολιαδήμα, πρώην γραμματέας τη κοινότητας, ο ναός πρέπει να κτίστηκε τον 7ο αιώνα. Βρίσκεται σε απόσταση 150 μέτρων από το κέντρο του χωριού και δυστυχώς σήμερα δεν σώζετε σχεδόν τίποτα από αυτόν. Σύμφωνα με παλαιότερες μαρτυρίες στον ναό αυτό ήταν ενσωματωμένα πολλά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία η παράδοση αναφέρει ότι ανήκαν σε αρχαίο ναό του Απόλλωνος. Γύρω στο 10ο αιώνα η περιοχή και ο ναός εγκαταλείπονται ενώ στα νεότερα χρόνια τα μάρμαρα και ο ναός λεηλατήθηκαν.


Ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς:
Κάτω από τον οικισμό Πάνω Γλάτσα και γύρω στα 100 μέτρα υπάρχει σχεδόν ερειπωμένος ο ναός της Παναγίας της των Πάντων Χαράς, μεγαλοπρεπή και σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Από τα υλικά που έχει κατασκευασθεί ορισμένα, όπως μάρμαρα και πωρόλιθοι, πρέπει να έχουν παρθεί από τον ναό της μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Σύμφωνα με τον Βυζαντινολόγο Χαράλαμπο Μπούρα[2] ο ναός αυτός κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα. Επίσης αναφέρει ότι γιά τήν Πελοπόννησο, από πλευράς ιστορίας τής αρχιτεκτονικής, ό 13ος αιώνας είναι μιά εποχή πού θά μπορούσε ίσως νά χαρακτηριστεί ώς μεταβατική, μεταξύ τής Μεσοβυζαντινής καί τής Παλαιολογείου. Μετά τόν διαμελισμό τής αυτοκρατορίας άπό τους Σταυροφόρους, στην επικράτεια τού φραγκικού πριγκιπάτου τής Αχαϊας θά διαπιστωθεί μιά διπλή αρχιτεκτονική δραστηριότητα με τήν ανέγερση αφενός μερικών μεγάλων, καθαρά γοτθικών μνημείων από τό επικυρίαρχο φραγκικό στοιχείο καί αφετέρου μικρών ορθόδοξων εκκλησιών πού συνεχίζουν τήν ντόπια παράδοση καί επηρεάζονται κατά περίπτωση από τήν ξένη. Στή δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει ή εκκλησία τής Θεοτόκου του Ανήλιου. Είναι ενα μνημείο πού, έγινε μέ κάποιες προθέσεις καί ενώ διατήρησε σέ πολλά τήν τοπική παράδοση, έχει στοιχεία πού μαρτυρούν τίς νέες ιδέες τής εποχής. Η σημασία της, λοιπόν, γιά τήν έρευνα τών προβλημάτων τής ναοδομίας στην Πελοπόννησο κατά τή φραγκοκρατία, δέν είναι μικρή.


Για τον ναό ο Άγγελος Κολιαδήμας αναφέρει:
"Ο ναός αυτός ήταν σε καλή κατάσταση σχεδόν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όπου κάθε χρόνο, το ψυχοσάββατο και την παραμονή της Πεντηκοστής λειτουργούσαν καθ' ότι εκεί μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν νεκροταφείο. Επίσης αντί για κόλλυβα μοίραζαν κρέατα και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα διότι εκεί ήταν κτηνοτρόφοι. Ο ναός αυτός κατέρρευσε πιθανότατα κατά τα έτη 1896-98 από σεισμούς, ο πρόναος και τμήμα της οροφής, και επειδή ο οικισμός της Άνω Γλάτσας «παλιοχωρίου» εγκαταλείφθηκε.
Ο κόσμος δεν γνώριζε την αξία του μνημείου και άρχισε να το καταστρέφει αφαιρώντας τους πωρόλιθους αλλά και οι προεστοί το ίδιο έκαναν όταν το 1950 κτιζόταν το δημοτικό σχολείο αφαίρεσαν πωρόλιθους για αγκωνάρια και ο παπάς του χωριού για την καμπάνα του ναού του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου αφαίρεσαν τους ολίγους πωρόλιθους.
Το 1950 το τμήμα του ιερού ήταν σε σχεδόν καλή κατάσταση και όταν συνειδητοποίησαν οι προεστοί την αξία του μνημείου, αν και το είχαν οι ίδιοι καταστρέψει, ειδοποίησαν την αρχαιολογική υπηρεσία και ήρθαν αρχαιολόγοι ως και ο καθηγητής βυζαντινολογίας Χαράλαμπος Μπούρας περίγραψε και προσδιόρισε το χρόνο κατασκευής του. Όμως για την διατήρησή του στο σημείου που βρίσκεται χρειάζονταν έξοδα που το ελληνικό κράτος και η αρχαιολογική υπηρεσία δεν είχαν να τον συντηρήσουν. Επίσης υπήρχε μέχρι κάποια εποχή αρχαιοφύλακας που 2 φορές το μήνα τον επισκεπτόταν.
Όταν το 1998 δόθηκαν χρήματα για την συντήρηση του ναού ήρθαν και στύλωσαν το ναό με, «καλάμια» λέω εγώ, καδρόνια τα οποία τα κάλυψαν με νάιλον αλλά ήταν χλωρά και άναψαν. Όταν είδε η υπηρεσία ότι κακώς έκανε, το έδιωξε το νάιλον, όμως η ζημιά είχε γίνει αφού τα ξύλα σάπισαν και η νότια αχιβάδα κατέρρευσε, ήρθαν και οι πυρκαγιές του 2007 και τα έκαψε. Τότε η βυζαντινή υπηρεσία συνειδητοποίησε την αξία του ναού και χρηματοδότησε στο σημείο που είναι σήμερα να τον υποστυλώσει και να τον σκεπάσει."


Αριστομένης ο Μεσσήνιος

[1] Περισσότερα για το Προϊστορικό και αρχαίο Ανήλιο μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο:
Ανήλιο Τριφυλία: Ένα σημαντικό κέντρο των Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων
[2] Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την μελέτη του Χαράλαμπου Μπούρα στον παρακάτω σύνδεσμο: Ανήλιο Τριφυλία, ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Θεοτόκου, 13ος αιώνας

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Νήσοι Οινουσσών: Βυζαντινή Μεσσηνία

Η Δυτική Πυλία βρίσκεται πάνω στη ρότα των θαλάσσιων διαδρομών από την Ανατολική στη Δυτική Μεσόγειο και από τη Δύση στην Ανατολή, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους.
Συγκεκριμένα η Μεθώνη και το σύμπλεγμα των νήσων των Οινουσσών (Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή ή Αγία Μαρίνα, Σχίζα, Βενετικό και Πετροκάραβο) οριοθετούν και ελέγχουν έναν στενό θαλάσσιο δίαυλο στο νοτιοδυτικό άκρο της Μεσσηνίας, που αποτελεί πανάρχαια ναυτιλιακή διαδρομή. 


Σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της περιοχής, τα νησιά αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι- σταθμοί ή αγκυροβόλια για τα πλοία που διέπλεαν τα στενά, αλλά και ως κρησφύγετα σε περιόδους αναταραχών.
Τα σωζόμενα λείψανα συνηγορούν στην εκούσια και προγραμματισμένη χρήση τους και όχι στην τυχαία και αποσπασματική. Βασικό πλεονέκτημα για τη χρήση τους υπήρξε η παρουσία πόσιμου νερού, απαραίτητου για την οποιαδήποτε μορφή εγκατάστασης. Παράλληλα, όλες οι νησίδες διαθέτουν ένα-δύο ή περισσότερους ευλίμενους όρμους για ποικίλους καιρούς.
Την εκούσια επιλογή και τη χρήση τους συνηγορεί και η χρησιμοποίηση στις κατασκευές οικοδομικού υλικού, όπως ο ψαμμίτης, ο οποίος μεταφέρθηκε από την απέναντι ηπειρωτική ακτή, όπου αφθονεί, ενώ απουσιάζει παντελώς τουλάχιστον στις τρεις πρώτες νησίδες.
Τα οικιστικά λείψανα μαρτυρούν συνεχείς μικρές ή μεγάλες εγκαταστάσεις, χρονολογούμενες από τα προϊστορικά χρόνια. Τα στοιχεία που αντιστοιχούν στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι αρκετά, αλλά πολλές φορές επιβεβαιώνονται και από τα μεταγενέστερα ευρήματα που διατηρούνται πάνω στις νησίδες.


Η Αγία Μαριανή
Ένα από τα νησιά αυτά, η Αγία Μαριανή, προσφέρεται με τη βατή και ομαλή επιφάνεια του για μόνιμη εγκατάσταση. Στην ανατολική ακτή της, στο όριο του αιγιαλού, διατηρούνται κιβωτιόσχημοι τάφοι, κτιριακά κατάλοιπα, ένα πηγάδι κτισμένο με ψαμμίτη και δεξαμενή με κουρασάνι, που ανήκουν στους πρωτοβυζαντινούς χρόνους.
Σε πλάτωμα στην κορυφή του λόφου υπάρχει ο ομώνυμος ναός, πλήρως ανακαινισμένος σήμερα. Σε επαφή με αυτόν, στη βόρεια πλευρά του και σε χαμηλότερο επίπεδο, σώζεται το βόρειο κλίτος παλαιότερου ναού βυζαντινών χρόνων. Διατηρείται κοινός μεταξύ τους τοίχος, σε επίπεδο περίπου 1 μ. κάτω από το έδαφος, ο οποίος στηρίζεται σε τοξοστοιχία από τρία τόξα. Ο σύγχρονος ναός εδράζεται στα θεμέλια παλαιότερου και μεγαλύτερων διαστάσεων, ίσως μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και καταλαμβάνει εν μέρει τμήμα του κεντρικού κλίτους του. Όλη η περιοχή, από την παραλία μέχρι την εκκλησία της Αγίας Μαριανής, είναι διάσπαρτη με όστρακα αγγείων και κεραμιδιών και τοιχία που διαγράφονται στο έδαφος. Τα όστρακα των χονδροειδών αγγείων χρονολογούνται έως και τους μεσοβυζαντινούς χρόνους.


Η Σχίζα
Η Σχίζα, σήμερα στο μεγαλύτερο της τμήμα πεδίο βολής, διατηρεί ίχνη κατοίκησης από τους προϊστορικούς χρόνους. Μια μεγάλη εγκατάσταση της ύστερης αρχαιότητας και των πρώιμων βυζαντινών χρόνων εκτείνεται σε πλάτωμα που απολήγει σε ακρωτήρι, στα βορειοανατολικά του νησιού.
Η περιοχή περιλαμβάνει βαθύ ευλίμενο όρμο, στη θέση Λίμπι, με δύο μυχούς, που προσφέρει ασφαλές καταφύγιο. Η στεριά καλύπτεται από όστρακα και κτιριακά λείψανα σε επίπεδο θεμελίων, κτισμένα από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην παραλία του ενός των μυχών διατηρείται παλιό πηγάδι πόσιμου νερού, ενεργό και σήμερα.
Στο βορειοανατολικό άκρο της Σχίζας, στον όρμο Καραβοστάσι, έχουν εντοπιστεί αρκετά ναυάγια. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά έχουν βρεθεί δύο ελληνιστικά, ένα βυζαντινό του 10ου- 11ου αιώνα, τρία ρωμαϊκά στη βόρεια είσοδο του όρμου (-1ος έως +3ος αι.) και ένα ναυάγιο του 6ου- 7ου αιώνα στη νότια είσοδο του όρμου. Στην ίδια θέση υπάρχει προϊστορικός οικισμός.


Η Σαπιέντζα
Στη βορειοδυτική ακτή της Σαπιέντζας βρίσκεται το γνωστό ναυάγιο των σαρκοφάγων από γρανίτη, που τεκμηριώνει τη χρήση του θαλάσσιου δρόμου στους αυτοκρατορικούς χρόνους (+1ος αι.). 
Στη χερσαία περιοχή που γειτονεύει με το ναυάγιο υπάρχουν κτιριακά κατάλοιπα σε επίπεδο θεμελίων και αφθονία οστράκων κυρίως των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Σε τμήμα αυτής της περιοχής που διαβρώνεται από την θάλασσα διατηρείται δάπεδο από φερτό ψαμμίτη που χαρακτηρίζεται από όστρακα 6ου- 7ου αιώνα, ενώ σε ανώτερο επίπεδο υπάρχει μεταγενέστερο οικοδόμημα κτισμένο αποκλειστικά από ασβεστόλιθο και ισχυρό ασβεστοκονίαμα, ίσως μεσοβυζαντινών χρόνων. 
Στην ίδια περιοχή, σε νεότερους χρόνους, κατασκευάστηκαν ασβεστοκάμινοι, μία από τις οποίες μέσα στο μεσοβυζαντινό κτίριο με μερική χρήση του βόρειου και του ανατολικού τοίχου του.


Περισσότερα γιά την νήσο Σαπιέντζα μπορείτε να δείτε στον σύνδεσμο: Νήσος Σαπιέντζα

Το Βενετικό
Το Βενετικό αποτελεί το τελευταίο μεγάλο νησί των Οινουσσών, ορεινό και απόκρημνο, το οποίο στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε μια μικρή επίπεδη γλώσσα ξηράς. Στη θέση αυτή διατηρείται αλυκή, η οποία μπορεί να ανήκει στις επιτόπιες πήγες παραγωγής αλατιού που μαρτυροΰνται από τους βυζαντινούς χρόνους, και διασώζονται τα λείψανα ενός συγκροτήματος, που αποτελείται από το κυρίως κτίριο, δυο προσθήκες και έναν πΰργο, ένα δεύτερο κυψελωτό κτίριο πάνω στον αιγιαλό και ένα πηγάδι κτιστό, ενεργό μέχρι σήμερα.
Το συγκρότημα, διαστάσεων 20x7 μ., είναι κτισμένο από ψαμμιτόλιθους -πέτρωμα που υπάρχει στο νησί- με ισχυρό συνθετικό ασβεστοκονίαμα. Οι τοίχοι του έχουν πάχος περί τα 0,80 μ. 
Τοιχία και οικοδομικό υλικό διακρίνονται και στον ευρύτερο χώρο. Αφθονούν, επίσης, οι κεραμίδες και τα όστρακα. Ο πυρήνας του συγκροτήματος αυτοΰ είναι παλαιός και ανάγεται στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ μια από τις υστέρες φάσεις του ανήκει στον 17ο- 18ο αιώνα.
Το δεύτερο κτίριο, πάνω στον αιγιαλό, είναι τετράγωνης κάτοψης με μεγάλα τοξωτά ανοίγματα σε κάθε πλευρά και καλύπτεται με τρουλίσκο. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή και ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Πιθανόν να πρόκειται για φάρο (φανό θαλάσσης) ή κτίριο που είχε σχέση με την παραγωγή του αλατιού, αλλά όχι για λουτρό. Ανήκει στους μεταβυζαντινούς χρόνους (17ος- 18ος αι.).


Το Πετροκάραβο είναι απλός βράχος χωρίς ίχνη κατοίκησης.
Οι παραπάνω μαρτυρίες εγκαταστάσεων στα νησιά αυτά συνηγορούν για τη στρατηγική θέση της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, και ιδιαίτερα της Μεθώνης, επιβεβαιώνουν τη διαρκή κατοίκηση του χώρου, προσδιορίζουν ότι η Μεθώνη και η περιοχή της αποτέλεσε όλες τις χρονικές περιόδους σημαντικό ναυτικό κόμβο, σταθμό πρώτα από όλα για στρατιωτικό έλεγχο και επιχειρήσεις. Ίσως είναι αυτή η αιτία που ποτέ δεν απώλεσε το όνομα της, δεν ξεχάστηκε με την πάροδο του χρόνου, σε αντίθεση με την Πΰλο (Ναβαρίνο), που αν και είναι το καλύτερο λιμάνι της Μεσογείου, σιώπησε κάποια στιγμή.
Η περαιτέρω επιστημονική έρευνα της περιοχής πιστεύουμε ότι θα αποδώσει σημαντικά ευρήματα για την Βυζαντινή περίοδο.

Αριστέα Καββαδία- Σπονδύλη: Πρωτοβυζαντινή Πυλία

Ο Ομηρικός Πήδασος και η αρχαία Μεθώνη
Απέναντι από την νήσο Σαπιέντζα βρίσκεται ο όρμος της Μεθώνης και η καστροπολιτεία της Μεθώνης, ένα από τα σπουδαιότερα οχυρωματικά σύνολα του Ελληνικού χώρου.
Είναι χτισμένη σε θέση που κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους και που ταυτίζετε με τον Ομηρικό Πήδασο. Ο Προϊστορικός Πήδασος ταυτίζεται με τον καταποντισμένο Μυκηναϊκό οικισμό που έχει εντοπιστεί και ερευνάτε στον όρμο της Μεθώνης. 
Σε διάφορα σημεία των μεσαιωνικών τειχών υπάρχουν είτε τμήματα τειχοδομίας της αρχαίας Μεθώνης στην αρχική θέση τους είτε αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη σε μεταγενέστερη χρήση. Οι Ενετοί και οι Τούρκοι, που κατέλαβαν την πόλη ύστερα από μακραίωνη βυζαντινή παρουσία και βραχύβια φραγκική κατοχή, συμπλήρωσαν τις παλαιότερες οχυρώσεις ή και χρησιμοποίησαν αρχαία μέλη στην κατασκευή των οχυρωματικών έργων τους. Το λιμάνι και το κάστρο της Μεθώνης αποτέλεσαν για αιώνες έναν σπουδαίο γεωπολιτικό  κόμβο για τους εκάστοτε κατόχους της. Πόλη οικονομικά ανθηρή λόγω των εμπορικών συναλλαγών υπήρξε από την αρχαιότητα συγκοινωνιακός κόμβος ενώ τον μεσαίωνα ήταν σταθμός για τους περιηγητές στη Μεσόγειο και τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους.
Περισσότερα στον σύνδεσμο: Πήδασος, η βυθισμένη Μυκηναϊκή πόλη και η αρχαία Μεθώνη



Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Τα γεφύρια της Νέδας

Κάποτε αποτέλεσαν τους διαύλους επικοινωνίας των ορεινών χωριών της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Χωρίς αυτά η ζωή θα ήταν φτωχότερη. Οι μικρές κοινωνίες θα ήταν περιχαρακωμένες, χωρίς συναλλαγές και ανταλλαγές προϊόντων.
Τα πέτρινα μονότοξα γεφύρια της Νέδας αποτελούν αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα φημισμένα γεφύρια της Ηπείρου.
Αν όμως στην Hπειρο τα γεφύρια φροντίζονται και αναδεικνύονται, στη Νέδα είναι χαμένα μέσα στα βάτα, με πολλές φθορές, κινδυνεύοντας από κατάρρευση.


Στη Νέδα υπάρχουν και τσιμεντένια γεφύρια, τα οποία είναι, βέβαια, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Πιο πολύ αισθάνεται αυτή την παραφωνία της τσιμεντένιας και άκομψης κατασκευής ο περιηγητής του ποταμού. Περπατώντας μέσα στο ποτάμι, όταν πλησιάζεις στα πέτρινα γεφύρια, εντυπωσιάζεσαι από την ομορφιά τους, το περίτεχνο χτίσιμό τους, το πώς «δένουν» με την πολύ πλούσια πανίδα, το πώς έχουν «σφηνωθεί» μέσα στις βραχώδεις χαράδρες, και νιώθεις έναν απέραντο θαυμασμό και σεβασμό για τους χτίστες αυτών των έργων.

Το γεφύρι των Πλατανίων

Το γεφύρι των Πλατανίων

Το πιο γνωστό πέτρινο γεφύρι της Νέδας είναι το μονότοξο των Πλατανίων. Το θαυμάζουν καθημερινά τα καλοκαίρια εκατοντάδες επισκέπτες, οι οποίοι περνούν είτε από πάνω του για να μεταβούν στο μονοπάτι που οδηγεί στους καταρράκτες και στις κολυμπήθρες είτε από κάτω του, ακολουθώντας τον ποταμό που σε λίγο οδηγεί στη σήραγγα του Στομίου.
Αναφορά στο συγκεκριμένο γεφύρι κάνει το περιοδικό «Εσπερος», κατά το έτος 1881, η επιμέλεια του οποίου γινόταν στη Λειψία και κυκλοφορούσε με κείμενα για την Ελλάδα, τον πολιτισμό της, τα μνημεία της. «Η Νέδα, ποταμός εν Αρκαδία» είναι τίτλος του θέματος στο περιοδικό, όπου για τη γέφυρα (για την οποία υπάρχει εικόνα με το σχέδιό της) σημειώνεται: 
«Η σωζομένη σήμερον γέφυρα, είναι έργον των τουρκικών χρόνων, αρχούντως δε στερεώς κατεσκευασμένη και ουσιωδώς την συγκοινωνίαν των μερών διευκολύνουσα. Εν καιρώ χειμώνος και κυρίως εν έτεσι πολυομβρίας η Νέδα έχει ορμητικόν το ρεύμα, υπερπηδά ενίοτε τας όχθας αυτής και κατακλύζει τα ταπεινότερα μέρη. Το ύδωρ της είναι διαυγέστατον και ευχάριστον εις την πόσιν».

Το γεφύρι Κούβελα

Τα γεφύρια Μαυροματίου και Κακαλετρίου

Πιο εντυπωσιακό, όμως, πέτρινο γεφύρι είναι αυτό του Μαυροματίου, κάτω από το χωριό Κούβελα. Είναι ψηλό, έχει πολύ ωραία αρχιτεκτονικά στοιχεία και ενώνει δύο βραχώδεις χαράδρες, πάνω στις οποίες ήταν σμιλεμένα μονοπάτια προς το Κούβελα της Μεσσηνίας και το Δραγώγι της Ηλείας.
Ωστόσο, είναι ένα γεφύρι εντελώς εγκαταλελειμμένο. Για να ανέβει κανείς σε αυτό πρέπει να καταφέρει να περάσει μέσα από απροσπέλαστα σχεδόν βάτα, τα μονοπάτια έχουν χαθεί και γκρεμιστεί, ενώ χαλασμένο είναι και το μονοπάτι από την όχθη του ποταμού προς το γεφύρι. Πολλές πλάκες από το τοιχίο πάνω στο γεφύρι έχουν πέσει και έχουν χαθεί, ενώ σοβαρά προβλήματα έχει δημιουργήσει και η άγρια βλάστηση που βγαίνει μέσα από τις πέτρες.
Αλλο, παρά πολύ παλιό γεφύρι ή, μάλλον, τα απομεινάρια του, υπάρχουν κάτω από το χωριό Κακαλέτρι, δίπλα στον μύλο του Καράμπελα, ο οποίος ανακατασκευάστηκε πριν από λίγα χρόνια.
Το γεφύρι αυτό οι περισσότεροι το προσπερνούν χωρίς να αντιληφθούν την ύπαρξή του. Ηταν χαμηλό, με πολλά τόξα και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των γηραιότερων της περιοχής, έπεσε από σεισμό. Ενα τμήμα του παλιού γεφυριού το έχει πάρει το νερό, ενώ άλλα τμήματα κείτονται δεξιά και αριστερά.
Αυτά τα γεφύρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν μνημεία της κληρονομιάς των παραποτάμιων χωριών, τα οποία και θα προσέδιδαν μεγαλύτερη φήμη στη Νέδα, ως προορισμό των περιηγητών που μαγεύονται από την ομορφιά της φύσης και τον παραδοσιακό πλούτο των περιοχών που επισκέπτονται. Είναι έργα που μπορούν να συντηρηθούν χωρίς να χρειάζονται τα υπέρογκα ποσά που απαιτούν άλλες παρεμβάσεις, ενώ θα αποδώσουν πολλά περισσότερα από όσα θα κοστίσουν. Εντούτοις, οι υπεύθυνοι, Περιφέρεια, δήμοι, Πολιτεία γενικότερα, αδιαφορούν.

ΠΕΤΡΟΣ ΤΣΩΝΗΣ

ΠΗΓΗ: Έθνος





Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Το Κάστρο της Ζαρνάτας

Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται κοντά στο Κάμπο, σε ένα λόφο στο κέντρο ενός εύφορου λεκανοπεδίου, 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας στο δρόμο προς Αρεόπολη.  Η θέση ήταν επίκαιρη στρατηγικά, καθώς επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης.
 Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην θέση της Γερήνιας προϋπήρχε η Ομηρική Ενόπη.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.


Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας. Άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του τωρινού Δήμου Αβίας.
Το κάστρο της Ζαρνάτας βρίσκεται κοντά στο Κάμπο, σε ένα λόφο στο κέντρο ενός εύφορου λεκανοπεδίου, 22 χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας στο δρόμο προς Αρεόπολη. 
Πρόκειται για ένα μικρό φρούριο με κομψές διαστάσεις που είναι θεμελιωμένο επάνω σε αρχαία πολυγωνικά τείχη στη θέση της προϊστορικής ακρόπολης.
 Το κάστρο της Ζαρνάτας ή αλλιώς Κάστρο του Κουμουνδουράκη ήταν ένα από τα τέσσερα μεγάλα κάστρα της Μάνης. Είναι υστεροβυζαντινό κάστρο που καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέκτισαν τον 17ο αιώνα και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή.


Τοποθεσία & Στρατηγική Σημασία:

 Η θέση ήταν επίκαιρη στρατηγικά, καθώς επέτρεπε εποπτεία της ακτογραμμής και έλεγχο των περασμάτων προς την ενδοχώρα της Μάνης.
 Η Ζαρνάτα, πού δεν σημειώνεται πια ούτε στο χάρτη, και πού σαν τοπωνύμιο μόνο έχει περιοριστεί στο ύψωμα με το κάστρο, περιλάμβανε άλλοτε ολόκληρη περιοχή. Ζαρνάτα ονομαζόταν μια μεγάλη ορεινή μεσογειακή περιφέρεια της Μάνης, στο Ν. Μεσσηνίας που άρχιζε από τη περιοχή μεταξύ Κιτριών και Καρδαμύλης και έφτανε μέχρι τις κορυφές του Ταϋγέτου, ενώ περιλάμβανε πολλά χωριά και μοναστήρια με κέντρο το σημερινό χωριό Κάμπος, έδρα του Δήμου Αβίας.

Ιστορία:


 Η οχύρωση διατηρεί ερείπια από την κλασική- ελληνιστική εποχή, τα οποία ταυτίζονται με την ακρόπολη της αρχαίας Γερήνιας, μιας από τις 18 πόλεις που απάρτιζαν το Κοινό των Ελευθερολακώνων. Ο Παυσανίας την ταυτίζει με την Ενόπη, που ο Όμηρος την αναφέρει σαν ένα από τα εφτά "ευ ναιόμενα πτολίεθρα" του Αγαμέμνωνος, και διευκρινίζει ότι στις ημέρες του λεγόταν Γερηνία.


Περισσότερα για την Ενόπη και την Γερηνία: Ομηρική Ενόπη, αρχαία Γερήνια & τάφος Μαχάονος: Κάμπος Μεσσηνία

 Η δεύτερη φάση ανοικοδόμησής του έχει αποτελέσει αντικείμενο αντικρουόμενων απόψεων. Οι ερευνητές τοποθετούν τη χρονολόγηση του κάστρου από τον 15ο έως τα τέλη του 17ου αιώνα.
H επικρατούσα άποψη είναι ότι το κάστρο κτίστηκε μάλλον από τους Βυζαντινούς του Δεσποτάτου του Μοριά κάποια στιγμή τον 15ο αιώνα, καταστράφηκε από τους Τούρκους οι οποίοι το ξαναέχτισαν τον 17ο αιώνα.



 Το κάστρο υπήρχε ήδη τον 15ο αιώνα, καθώς αναφέρεται η παραχώρησή του από τον Θεόδωρο Β’ Παλαιολόγο στον Κωνσταντίνο, Δεσπότη του Μυστρά και διάδοχό του (και αργότερα τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα).
Το κάστρο κυριεύτηκε από τους Τούρκους το 1460 που του προξένησαν μεγάλες ζημιές. Διασώζονται τμήματα του μεσαιωνικού τείχους και τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Λίγο αργότερα πάντως οι Μανιάτες επαναστάτησαν και κατέλαβαν το κάστρο. Δεν είναι γνωστές λεπτομέρειες, αλλά το κάστρο πρέπει να άλλαξε χέρια πολλές φορές μέσα στον 16ο αιώνα.
Κατά την απογραφή της Πελοποννήσου του Grimani το 1618, το Κάστρο της Ζαρνάτας είχε 31 οικογένειες και 137 κατοίκους.
 Το 1670 οι Τούρκοι το κατέλαβαν ξανά και πάνω στα ερείπια του παλαιότερου κάστρου, έκτισαν με τη βοήθεια του Λυμπεράκη Γερακάρη, ένα μικρό σχετικά φρούριο δημιουργώντας λουτρά, τζαμί, και καταστήματα, ενώ από το 1671 εγκαταστάθηκε και φρουρά.
Το 1685 ύστερα από σκληρή μάχη, ο Χασάν αγάς παρέδωσε το κάστρο στον Ενετό στρατηγό Μοροζίνη και μέχρι το 1718 ήταν έδρα του Βενετού τοπικού διοικητή «προνοητού». Επί Βενετών η Ζαρνάτα έγινε πρωτεύουσα όλης της βόρειας Μάνης, η οποία περιλάμβανε 12 οικισμούς και 600 οικογένειες.



 Το 1715 οι Τούρκοι επέστρεψαν και κατέλαβαν αμαχητί το κάστρο. Το χρησιμοποίησαν για να ελέγχουν την περιοχή και τους Μανιάτες αλλά δεν εγκαταστάθηκε ποτέ ξανά τουρκικός πληθυσμός εκεί.
 Το 1776 το φρούριο της Ζαρνάτας περιήλθε στους Μανιάτες (με συναίνεση των Τούρκων μάλλον) και ήταν έδρα του ενός από τα τέσσερα μεγάλα καπετανάτα της Μάνης.
Σ´ αυτό το κάστρο της Ζαρνάτας κατέφυγε ο καπετάνιος του Σταυροπηγίου, ο Παναγιώτης Κουμουνδουράκης, τέταρτος μπέης της Μάνης το 1803, όταν καθαιρέθηκε και εναντίον του κινήθηκαν ο νέος μπέης Αντώνιος Γρηγοράκης, οι Τούρκοι και όλοι οι άλλοι καπιτάνοι της Μάνης. Μόνο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έσπευσε να τον βοηθήσει και μάλιστα τραυματίστηκε στη μάχη. Με βοήθεια των Μούρτζινων τελικά κατόρθωσε να ξεφύγει μόνον ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης ο οποίος έγραψε: «έπρεπε να τον βοηθήσω εξ αιτίας της φιλίας. 3000 Τούρκοι και Μανιάται πηγαίνουν κατά του Κουμουντουράκη… επαραδόθηκε και τον επηρε η άρμάδα σκλάβον».
 Μαζί με τα κάστρα Κελεφά και Πασσαβά, η Ζαρνάτα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της Μάνης. Στις αρχές του 19ου αιώνα έγινε έδρα του ηγεμόνα της Μάνης και έδρα Μητρόπολης.
Παρέμεινε σε χρήση και κατά τους χρόνους της Ελληνικής επανάστασης του 1821, όπως φαίνεται από διάφορες προσθήκες που έγιναν.
 Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν κατά τον Εμφύλιο, όταν οι κάτοικοι βρήκαν καταφύγιο εκεί για να αποφύγουν τις εχθροπραξίες. Τότε γκρέμισαν ένα μέρος των τειχών και στη θέση τους έβαλαν συρματόπλεγμα, που σε μερικά σημεία ακόμα υπάρχει.



Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία:


 Το τείχος δεν διασώζεται σε μεγάλο ύψος, ακολουθεί στη χάραξη τη μορφολογία του εδάφους και ενισχύεται κατά διαστήματα από κυκλικούς και τετράπλευρους πύργους.
Το κάστρο περιβάλλεται από πολυγωνικό τείχος, μήκους 364 μ., το οποίο είχε ύψος 8-10 μ. Περιλάμβανε έξι πύργους, δύο στρογγυλούς και τέσσερις τετράγωνους, ενώ στη μέση υψωνόταν μεγάλος πύργος με 6 κανόνια, από τα 51 συνολικά που διέθετε το κάστρο.
Δύο πύλες, μία στα νοτιοανατολικά και μία στα βορειοδυτικά, οδηγούσαν στο εσωτερικό του κάστρου, που καταλάμβανε 23 στρέμματα.
 Σήμερα στο ψηλότερο σημείο του λόφου δεσπόζει ένας τριώροφος πύργος ύψους 15 μ. περίπου, και δίπλα σε αυτόν μία πενταώροφη οικία στην οποία διέμεναν οι καπεταναίοι της περιοχής. Και τα δύο αυτά κτίσματα ανήκαν αρχικά στην οικογένεια Κουτηφάρη κι έπειτα πέρασαν στα χέρια της οικογένειας Κουμουνδούρου, απόγονος της οποίας υπήρξε ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.




Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος

Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος
 Ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος (1815 - 26 Φεβρουαρίου 1883) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα, οπότε και διετέλεσε δέκα φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας για συνολικό διάστημα 7,5 σχεδόν ετών.
 Γεννήθηκε στον Κάμπο του Δήμου Αβίας, της επαρχίας Οιτύλου, στην Έξω Μάνη και καταγόταν από ιστορική οικογένεια. Ήταν γιος του αγωνιστή Γαλάνη Κουμουνδουράκη, γόνου μεγάλης Μανιάτικης οικογένειας, στρατηγού και έπαρχου Πύργου. Παιδί σχεδόν είχε κινδυνέψει να αιχμαλωτιστεί από τους Τουρκοαιγυπτίους του Ιμπραήμ.
 Ως υπουργός και πρωθυπουργός κατάφερε να εξασφαλίσει στο ακέραιο τα συμφέροντα της Ελλάδας, χάρη στη μετριοπάθειά του, την ευθύτητα του, την ψυχραιμία του και την εξαιρετική του τόλμη.
 Το 1866 είχε τεθεί το Κρητικό ζήτημα, το οποίο όμως κατάφερε να το ξεπεράσει με επιτυχία αφού δεν υποτάχθηκε στις απαιτήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων που ήθελαν η Ελλάδα να παρασυρθεί σε πόλεμο με την Τουρκία, γιατί πίστευε ότι μια φιλοπόλεμη πολιτική δεν θα ωφελούσε σε τίποτα την Ελλάδα, από την στιγμή που δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για πόλεμο. Επίσης όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, επιτυχία της διακυβέρνησής του θεωρείται η ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της νοτίου Ηπείρου (Άρτα) αφού πρώτα δεν δίστασε να απειλήσει την Τουρκία με επίθεση 40.000 Ελλήνων στρατιωτών στην Θεσσαλία.
 Στο εσωτερικό της χώρας, ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος φρόντισε για την διευθέτηση πολλών εσωτερικών προβλημάτων.
Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών.

ΠΗΓΕΣ:
Ιστότοπος: mani.org
Ιστότοπος: wikipedia

Αριστομένης ο Μεσσήνιος




Κάστρο Μίλα


Το Κάστρο του Μίλα είναι ένα μεσαιωνικό οχυρό χτισμένο βόρεια από το χωριό Μίλα Μεσσηνίας. Απέχει 7 χιλιόμετρα από τον Μελιγαλά και είναι σε σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο του μεσσηνιακού κάμπου στα βόρεια. 

Ιστορία
Το κάστρο εντάσσεται σε μια σειρά μικρότερων κάστρων που χτίστηκαν σε σημαντικές θέσεις για τον έλεγχο των μεσαιωνικών οδών ή την επιβεβαίωση της τοπικής εξουσίας των Φράγκων φεουδαρχών.
Έχει ταυτιστεί με το Chateaunef που φέρεται ότι ίδρυσε η Ισαβέλλα Βιλλεαρδουίνου (1260-1311), η γνωστή πριγκιπέσσα Ιζαμπώ, στη σύντομη περίοδο που κατείχε μόνη της το θρόνο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (1297-1301). Ο σκοπός του κάστρου ήταν να ενισχύσει την άμυνα των Φράγκων απέναντι στις επεκτατικές διαθέσεις των Ελλήνων του Δεσποτάτου του Μορέως.
Την περίοδο εκείνη, οι Βυζαντινοί έκαναν συχνές επιθέσεις στον μεσσηνιακό κάμπο με ορμητήριο το αρκαδικό κάστρο του Γαρδικίου. Επίσης είχαν πάρει υπό τον έλεγχό τους το κάστρο της Καλαμάτας, αλλά αργότερα το επέστρεψαν στους Φράγκους.
Αντίθετα με άλλα φράγκικα κάστρα στην ενδοχώρα της Μεσσηνίας χρησιμοποιήθηκε και από τους Τούρκους όπως αναφέρει ο A.Blouet στο Expédition scientifique de Morée, ordonnée par le Gouvernement Français (1831).
Εγκαταλείφθηκε το 1825.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Είναι τραπεζιόσχημο στην κάτοψη και διαθέτει δυο οχυρωματικούς περιβόλους. Ο εσωτερικός περίβολος ήταν πιθανότατα χώρος κατοίκησης και ενισχυόταν περιμετρικά με τρεις τετράπλευρους πύργους. Τη μία πλευρά της οχύρωσης καταλάμβανε εσωτερικά ένα μεγάλο, πιθανόν διώροφο κτήριο.
Ο εξωτερικός περίβολος σώζεται μόνο σε επίπεδο θεμελίων και η τοιχοποιία του είναι πιο αμελής. Το κάστρο παρέχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κατασκευή και λειτουργία των μικρότερων οχυρών του Μεσαίωνα καθώς υπάρχουν πολλά στοιχεία όπως τοξοθυρίδες σε επάλληλα, εστίες, αποχωρητήρια και διάδρομοι κίνησης, κτισμένοι στο πάχος του τείχους.

Πηγές
Andrew Sawyer’s website 'castles of Greece'- Kastro (Messenia)
Antoine Bon, 1969, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d'Achaïe (1205-1430), Ed. De Boccard, pp.655
Φωτογραφίες εσωτερικού του πύργου: Γιάννης Σελούλης
Βίντεο του χρήστη nikos.tsiak Μεσαιωνικό κάστρο Μίλα Μεσσηνίας (phantom 3)
Φωτογραφίες και πληροφορίες : Γιώργος Κωστόπουλος

Αναδημοσιεύετε από τον ιστότοπο Καστρολόγος





Printfriendly