.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

Υστερορωμαϊκή και Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη


Η ΜΕΣΣΗΝΗ ΣΤΑ ΥΣΤΕΡΑ ΡΩΜΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

 Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε τη Μεσσήνη1 στα χρόνια του Αντωνίνου του Ευσεβούς (-155/ -160), η πόλη εξακολουθούσε να διατηρεί πλείστα όσα στοιχεία από το ελληνιστικό παρελθόν της και να αποτελεί ακόμη σημαντικό πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο2
 Οι εντυπωσιακές  οχυρώσεις της προκαλούσαν ακόμη τον θαυμασμό και συγκρίνονταν με τις πιο φημισμένες οχυρώσεις της εποχής, όπως της Βαβυλώνος, του Βυζαντίου και της Φωκικής Αμβρόσου (Παυσανίας 4.31.5). Κανένα δημόσιο οικοδόμημα λατρευτικού ή κοσμικού χαρακτήρα δεν κείτονταν σε ερείπια, όπως συνέβαινε σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της Αρκαδίας, όπου όχι μόνο ναοί, θέατρα, στάδια και τείχη, αλλά και ολόκληρες πόλεις ή πολίσματα είχαν εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου, ενώ πολλά βάθρα είχαν χάσει τους ανδριάντες τους, συμφωνά πάντα με τις λιτές, αλλά ακριβείς και πολύ παραστατικές περιγραφές του Παυσανία: «Ζοιτία και Παρωρία έρημοι εις έμέ ήσαν άμφότεραι [...] ερείπια πόλεων και άλλα, Θυραίου,Ύψοΰντος [...] Φαλάνθου» (8.35.7-9) και «'Ερείπια Ασέας εστί» (8.44.3).
 Δραματικά έρημη βρήκε ο περιηγητής τη Μεγαλόπολη, όπου θλιβερά ερείπια κείτονταν στη θέση των άλλοτε λαμπρών οικοδομημάτων: «Τοϋ ναοΰ δε, οτι μη οι κίονες, άλλο ύπόλοιπον ουδέν» (8.30.4)3, «Έλείπετο δέ του αγάλματος ή κεφαλή» (8.30.1)4, «Ναός τε Μητρός θεών έστιν ουκ έχων οροφον» (8.44.3)5.
 Η ερήμωση της Αρκαδίας και ειδικότερα της Μεγαλόπολης φαίνεται ότι είχε αρχίσει από πολύ νωρίτερα, όπως τουλάχιστον προκύπτει από την περιγραφή του Στράβωνος (8.388): 
 «δια δέ τήν της χώρας παντελή κάκωσιν ουκ αν προσήκει μακρολογεΐν. Αϊτέ πόλεις υπό των συνεχών πολέμων ήφανίσθησαν ένδοξοι γενόμεναι πρότερον, τήν τε χώραν οι γεωργήσαντες έκλελοίπασιν εξ εκείνων έτι των χρόνων, εξ ών εις τήν προσαγορευθεΐσαν Μεγάλην πόλιν αϊ πλεΐσται συνωκίσθησαν. Νυνί δέ και αυτή ή Μεγάλη πόλις το τοϋ κωμικού πέπονθε και "έρημία μεγάλη" εστίν ή Μεγάλη πόλις». 
 Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει ότι πολλές από τις άλλοτε σημαντικές αρκαδικές πόλεις δεν υπήρχαν πια ή ελάχιστα μόνο ίχνη τους σώζονταν, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον Παυσανία. Η ολιγανθρωπία ήταν χαρακτηριστικό και άλλων περιοχών της κυρίως Ελλάδος, όπως της Βοιωτίας, συμφωνά με τον Πλούταρχο6.
 Η Μεσσήνη φαίνεται ότι είχε καταφέρει να αποφύγει τη συρρίκνωση, όπως και η Αθήνα άλλωστε, που ζούσε τότε μια δεύτερη χρυσή εποχή, χάρη κυρίως στον Ηρώδη τον Αττικό και τον φωτισμένο αυτοκράτορα Αδριανό με τη νέα του πόλη (Παυσανίας 1.20.7)7.0 κλασικός ιπποδάμειος πολεοδομικός ιστός της Μεσσήνης δεν είχε υποστεί μεταβολές ως τα χρόνια του Παυσανία. Όλα τα, κολοσσιαία κατά κανόνα, πολιτικού χαρακτήρα οικοδομήματα, καθώς και τα ιερά τεμένη με τους ναούς τους εξακολουθούσαν να λειτουργούν και να στεγάζουν αξιόλογα έργα όχι μόνο γλυπτικής αλλά και ζωγραφικής, τα οποία βρίσκονταν εκεί από αιώνες8. Δυο μόνο ιερά που μαρτυροΰνται επιγραφικά, χωρίς να έχουν ακόμη αποκαλυφθεί αρχιτεκτονικά λείψανα τους, παραλείπονται από τον περιηγητή: το ιερό της Αθηνάς Κυπαρισσίας και εκείνο του Απόλλωνος Αγυιέως. Φαίνεται, ωστόσο, ότι και τα δυο αυτά ιερά είχαν διακόψει τη λειτουργία τους, για άγνωστους ακόμη λόγους, ήδη κατά την ελληνιστική περίοδο, όπως προκύπτει από τη χρονολόγηση των σωζόμενων επιγραφών9.
 Ο απόλυτα αφοσιωμένος στην παλιά θρησκεία, χωρίς «ενοχλήσεις από δογματικές αμφιβολίες και παγερά αδιάφορος για την πίστη των χριστιανών Παυσανίας», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Νίκος Παπαχατζής10, μπορούσε ακόμη τότε να θαυμάσει τα λατρευτικά ή ιστορικού χαρακτήρα αγάλματα του μεγάλου, κατά το δικό του αισθητήριο, μεσσήνιου γλύπτη του -2ου αιώνα Δαμοφώντος. Αυτά τα κολοσσιαία στην πλειονότητα τους δαμοφώντεια έργα κοσμούσαν όχι μόνο το Ασκληπιείο, αλλά και τους ναούς του Διός Σωτήρος, της Μητέρας των Θεών και της Αρτέμιδος Λαφρίας στη Μεσσήνη11. Στο Ιεροθύσιο, νότια από το Ασκληπιείο, μπορούσε να δει κανείς τα αγάλματα των δώδεκα θεών και τον χάλκινο ανδριάντα του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα, ήρωα-οικιστή της Μεσσήνης. Στο Γυμνάσιο, νοτιότερα, στέκονταν ακόμη πάνω στα βάθρα τους τα μαρμάρινα αγάλματα του Ηρακλέους, του Ερμή και του Θησέως, έργα επώνυμων καλλιτεχνών από την Αλεξάνδρεια, καθώς επίσης ο χάλκινος ανδριάντας του Αριστομένη, όπου και ο τάφος του, πάνω στον οποίο τελούνταν ενδιαφέροντα μαντικά δρώμενα, που περιγράφονται λεπτομερώς από τον περιηγητή μας12. Όλα τα οικοδομήματα και τα έργα γλυπτικής που αναφέρει έρχονται σταδιακά στο φως με τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην αρχαία Μεσσήνη13. Οι ψευδοαυτόνομες κοπές νομισμάτων της Μεσσήνης επί Σεπτιμίου Σεβήρου, Γέτα και Καρακάλλα απεικονίζουν μεταξύ άλλων ένα σημαντικό έργο τέχνης, το λατρευτικό άγαλμα του Ηρακλέους στον τύπο Farnese-Pitti-Caserta, έργο γλυπτών από την Αλεξάνδρεια, το οποίο είδε ο Παυσανίας στημένο στο ιερό του ημίθεου στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης, όπου και βρέθηκε άλλωστε σε θραύσματα14.
 Η περίοδος της σχετικής οικονομικής αντοχής της πόλης φαίνεται ότι συνεχίζεται για ικανό χρονικό διάστημα και μετά την επίσκεψη του Παυσανία, όχι μόνο κατά το δεύτερο μισό του +2ου αιώνα μ. αλλά και κατά τον +3ο και +4ο αιώνα. Αποδεικτικά στοιχεία για τη συνέχεια της ζωής στη Μεσσήνη κατά τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας παρέχουν βεβαίως τα ίδια τα οικοδομήματα και τα συναφή ευρήματα, τα οποία μας πληροφορούν παράλληλα και για τους χρόνους παρακμής της πόλης, της εγκατάλειψης και της κατάρρευσης των οικοδομημάτων.

Εικ. 1. Ταφικά κτίσματα έξω από την Αρκαδική Πύλη.

 Οι μνημειώδεις ταφικοί θάλαμοι αμέσως έξω από την Αρκαδική Πύλη στα δεξιά της αρχαίας και σημερινής οδού, παρά τη σύληση και τη μεταγενέστερη χρήση, διέσωσαν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι η περίοδος της αρχικής κατασκευής και της ακμής τους τοποθετείται μεταξύ του 150 και του 250 μ.Χ. (εικ. 1). 
 Το ταφικό μνημείο 17 περιλαμβάνει δύο ισομεγέθεις θαλάμους διαστάσεων 4,70x5,40 μ. και δωρική στοά μπροστά από αυτούς. Οι θάλαμοι φέρουν εσωτερικά ανά τρεις ορθογώνιες κόγχες στο μέσον των τριών πλευρών τους και από ένα ελαφρώς υπερυψωμένο πόδιο (2,70x1,45 μ.) στον άξονα της εισόδου και πλησιέστερα στον πίσω βόρειο τοίχο για την τοποθέτηση μαρμάρινων σαρκοφάγων, από τις οποίες αρκετά θραύσματα ήλθαν στο φως. Η στοά, μήκους 14,50 και πλάτους 3,80 μ., έφερε δέκα δωρικούς κίονες, από τους οποίους σώζονται οι τέσσερις. Εδράζεται σε υψηλό πόδιο με περισσότερους από έξι αναβαθμούς από το επίπεδο της οδού μέχρι το ύψος του στυλοβάτη. Μέσα στη στοά, κατά μήκος του στυλοβάτη, ήλθαν στο φως τέσσερις λάκκοι που περιείχαν τα υπολείμματα της καύσης νηπίων, συνοδευόμενα από μεγάλο αριθμό πυρακτωμένων αγγείων: μόνωτων σφαιρικών κυπέλλων, ποτηριών με βυθίσματα γύρω στον κορμό, θυμιατηρίων διαφόρων μεγεθών και τύπων και λύχνων. Ορισμένοι λάκκοι περιείχαν και απανθρακωμένους καρπούς, όπως κουκουνάρες, βαλανίδια και σύκα σε καλή κατάσταση διατήρησης. Οι λύχνοι, κορινθιακού τύπου γνωστών εργαστηρίων (Επιτυγχάνου, Λουκίου, Σεβήρου κ.ά.) του +2ου/3ου αιώνα, φέρουν στην πλειονότητα τους εικονιστικές παραστάσεις, όπως μονομάχους, Αρτέμιδα και κεφαλή Αθηνάς, ενώ ένας φέρει ερωτική σκηνή. Το σύνολο των λάκκων καύσης με τα πολυπληθή κτερίσματα παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Αποτελεί μαρτυρία ενός όχι συνηθισμένου ταφικού εθίμου, αυτού της καύσης νεογνών και της εναπόθεσης των υπολειμμάτων της καύσης σε λάκκους στη στοά, έξω δηλαδή από τους θαλάμους του ταφικού οικοδομήματος, μέσα στους οποίους βρίσκονταν ενταφιασμένα σε κόγχες ή σε μαρμάρινες σαρκοφάγους ενήλικα μέλη της οικογένειας. Ο μεγάλος σχετικά αριθμός νηπίων θά μπορούσε να αποτελεί ένδειξη του υψηλού βαθμού θνησιμότητας στις ηλικίες αυτές, εκτός αν πρόκειται βέβαια για ταυτόχρονο θάνατο τους λόγω επιδημίας, ενδεχόμενο που ενισχύεται σημαντικά από την πλήρη σχεδόν ειδολογική και χρονολογική αντιστοιχία των κτερισμάτων (παρόμοιοι τύποι και σχήματα αγγείων και της ίδιας χρονικής περιόδου). Η καλή διατήρηση και ο μεγάλος αριθμός των αγγείων συμβάλλουν εξάλλου στην ακριβή χρονολόγηση των πυρών και κατ' επέκταση του ταφικού οικοδομήματος 17, διότι λειτουργούν ως terminus ante quem. Η ιδιομορφία, τέλος, και η σπανιότητα ορισμένων σχημάτων, όπως των θυμιατηρίων και των κυπέλλων με τα βυθίσματα γύρω στα τοιχώματα, δηλώνουν τη λειτουργία τοπικού μεσσηνιακού κεραμικού εργαστηρίου στα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια.
 Το παρακείμενο ταφικό μνημείο 18, σε αντίθεση με το 17, δεν είναι ευρυμέτωπο, αλλά έχει τη μορφή ναΐσκου που περιλαμβάνει προστώο με πεσσοστοιχία, εσωτερικών διαστάσεων 2,70x5,30 μ., και ευρύ θάλαμο, διαστάσεων 5,40x6,70 μ., με την είσοδο στο μέσον της νότιας πλευράς του. Η πεσσοστοιχία του προστώου και όλα τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της ανωδομής βρέθηκαν πεσμένα μπροστά στο μνημείο. Τρεις ορθογώνιες κόγχες βρίσκονται στο μέσον των υπόλοιπων πλευρών, από αυτές η βόρεια είναι αβαθέστερη των άλλων και βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο, ενώ οι υπόλοιπες δυο, ανατολική και δυτική, βρίσκονται στο επίπεδο του δαπέδου και έχουν χρησιμοποιηθεί για ενταφιασμούς. Στην επίχωση του θαλάμου βρέθηκε πλήθος από θραύσματα δυο τουλάχιστον μαρμάρινων σαρκοφάγων. Στην πρωιμότερη και καλύτερα σωζόμενη σαρκοφάγο, των χρόνων πιθανώς του Αντωνίνου του Σεβαστού, εικονίζεται δραματική μάχη ιππέων και πεζών σέ ηρωική γυμνότητα, προφανώς μάχη Τρωικού Πολέμου. Η πλαστικότητα των μορφών είναι έντονη, η μυολογία τονισμένη και το ανάγλυφο ιδιαιτέρως έξεργο, σε ορισμένα μάλιστα σημεία μέλη των πολεμιστών και των αλόγων είναι ολόγλυφα. Στη δεύτερη σαρκοφάγο, των αρχών πιθανότατα του +3ου αιώνα, η χρήση του τρυπανιοΰ είναι ιδιαίτερα έντονη και η τεχνοτροπία εμφανίζεται πιο προχωρημένη. Εικονίζονται και σκηνές μάχης «επί νυησί» και άλλα θέματα. Αποτελούν αμφότερες δημιουργίες νεοαττικών εργαστηρίων, που γνώρισαν εκπληκτική άνθηση κατά την περίοδο μεταξύ των ετών +150 και +250, με τις εξαγωγές των προϊόντων τους να φθάνουν και στα πιο απομακρυσμένα σημεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας15. Τα παραδείγματα της Μεσσήνης μπορούν να παραβληθούν με τα αξιολογότερα του είδους16. Στο προστώο του ταφικού οικοδομήματος 18, το οποίο ερευνήθηκε επιμελώς ως το φυσικό πέτρωμα, βρέθηκαν διάσπαρτα σε μικρή έκταση γύρω από τη νοτιοδυτική γωνία του ογδόντα χάλκινα νομίσματα. Πρέπει να ανήκουν σε «θησαυρό» με ημερομηνία απόκρυψης τα χρόνια του Λέοντος Α ή λίγο αργότερα. Ταφικά μνημεία παρόμοιας με τα αρ. 17 και 18 μορφής (ευρυμέτωπα με θάλαμο και στοά στην πρόσοψη) δεν απαντούν όσο ξέρω στον ελλαδικό χώρο17. Επιτύμβια επιγραφή του 5ου/6ου αιώνα μ.Χ. βρέθηκε σπασμένη σε πολλά θραύσματα έξω από το κτίσμα 17, δίπλα στο βορειοανατολικό άκρο του κρηπιδώματος, και πρέπει να προέρχεται από πρωτοβυζαντινό τάφο (αρ. ευρ. 9529, μέγ. ύψ. 0,215 μ., μέγ. πλ. 0,315 μ., πάχ. 0,022 μ., ύψ. γραμμ. 0,015-0,035 μ.). Διασώζονται αποσπασματικά εννέα στίχοι, από τους οποίους οι δύο πρώτοι έχουν ως εξής:
Χαϊρε Φερώνυμε μουσαυλυτον θάλος ήλί[ου] 
γήρυν άπο στομ[άτ]ων πα[ν]τοίην έθρό[ησας]
 Φαίνεται ότι ο νεκρός ήταν ποιητής ή αοιδός, οπότε και επιβάλλεται το ποιητικό και περίτεχνο ύφος, μολονότι αυτό αποτελεί γενική συνήθεια της ύστερης αρχαιότητας και των πρωτοβυζαντινών χρόνων.
 Σύμφωνα με τις επιτύμβιες επιγραφές που ήλθαν στο φως, τα ταφικά οικοδομήματα της Αρκαδικής Πύλης χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του +2ου, +3ου και +4ου αιώνα για τα μέλη επιφανών οικογενειών της πόλης. Η καλύτερα διατηρημένη είναι η μαρμάρινη πλάκα (αρ. ευρ. 9211, ύψ. 0,30 μ., πλ. 0,30 μ., πάχ. 0,011 μ.) του 3ου αιώνα μ.Χ., η οποία φέρει το όνομα νέου άνδρα πέθανε σε ηλικία 21 ετών: Τ(ίτε) Φλάβιε || Πολύβιε || πανάρετε || ήρως || χαίρε ζήσας || έτηκα'18. Οι ομώνυμοι Μεσσήνιοι που αναφέρονται στις επιγραφές IG V1,1456 και ΙνΟ 449,450,486,487 ανήκουν πιθανώς στην ίδια οικογένεια. Συγκρότημα ταφικών περιβόλων (αρ. 19), οι οποίοι περικλείουν έντεκα κιβωτιόσχημους και κεραμοσκεπείς τάφους των αυτοκρατορικών και πρωτοβυζαντινών χρόνων, αποκαλύφθηκε αμέσως δυτικά του οικοδομήματος 17. Σε μικρή απόσταση αποκαλύφθηκε κιβωτιόσχημος τάφος επιμελημένης κατασκευής. Τις παρειές του αποτελούν τέσσερις ασβεστολιθικές πλάκες, που σχηματίζουν τη θήκη, διαστάσεων 2,50x0,97 μ., ενώ ως κάλυψη έφερε τέσσερις ορθογώνιες πλάκες. Τους νεκρούς των υπόλοιπων κεραμοσκεπων ή κιβωτιόσχημων τάφων συνόδευαν λίγα αγγεία και λύχνοι, όπως για παράδειγμα αυτόν του τάφου 62, με έναν λύχνο, ένα κύπελλο και ένα χάλκινο νόμισμα του Καρακάλλα. Ένα ζευγάρι χρυσά ενώτια από σύρμα (αρ. ευρ. 9439), που βρέθηκε στον τάφο 53, δημιούργησε την έκπληξη19. Μεταξύ των ευρημάτων περιλαμβάνεται και η ακέραιη μαρμάρινη επιτύμβια στήλη (αρ. ευρ. 9484, ύψ. 0,45 μ., πλ. 0,35 μ., πάχ. 0,025 μ.), με επιγραφή του +4ου/5ου αιώνα (βλ. το άρθρο της Β. Μπαρδάνη στον παρόντα τόμο).
 Σε απόσταση 80 μ. περίπου ανατολικά του Ασκληπιείου ήλθαν στο φως δύο αίθουσες ευμεγέθους οικοδομήματος, του οποίου ο βόρειος τοίχος, πάχους 0,90 μ., αποκαλύφθηκε σε μήκος 20 μ., ενώ ο ανατολικός, πάχους 0,60 μ., σε μήκος 15 μ. Οι τοίχοι εσωτερικώς φέρουν ορθομαρμάρωση. Το δάπεδο της βορειότερης αίθουσας είναι στρωμένο με μεγάλες ορθογώνιες ασβεστολιθικές πλάκες, που πλαισιώνουν δαπέδιο μαρμαροθέτημα (opus sectile) από πολύχρωμα μάρμαρα και λίθους σε γεωμετρικούς συνδυασμούς20
 Το δάπεδο της νοτιότερης αίθουσας είναι στρωμένο με πολύχρωμα ψηφιδωτά του 2ου/3ου αιώνα μ.Χ. (εικ. 2)21. Παχύ στρώμα καταστροφής που περιείχε πέτρες, ασβεστοκονιάματα, οπτόπλινθους, κεραμίδια στέγης, θραύσματα μαρμάρου (πολλά από τα οποία ανήκουν σε κατακερματισμένα αγάλματα), εκατοντάδες σιδερένια καρφιά από τα δοκάρια της στέγης ή και από ξύλινα ράφια, απανθρακωμένα κομμάτια ξύλου και στάχτες κάλυπταν το δάπεδο της βόρειας αίθουσας. 

Εικ. 2. Κάτοψη δύο αιθουσών ρωμαϊκού οικοδομήματος (σχ. Α. Νακάση).
 Την ίδια εικόνα είχαμε και από το στρώμα καταστροφής της νότιας αίθουσας με το ψηφιδωτό δάπεδο, ιδιαίτερα μάλιστα χαρακτηριστική εδώ ήταν η εικόνα της πτώσης του πλινθόκτιστου τόξου του ανοίγματος της εισόδου22. Από τα πολυάριθμα νομίσματα, που βρέθηκαν μέσα στο στρώμα της καταστροφής, τα νεότερα οκτώ από αυτά είναι του Κώνσταντος και κυρίως του Κωνσταντίου Β' ως Αυγούστων (+346/ +350 και +346/ +361) και αποτελούν επομένως terminus post quem, μας προσφέρουν δηλαδή το χρονολογικό όριο από το οποίο αμέσως μετά επήλθε η καταστροφή του οικοδομήματος23. 
 Μέσα στο στρώμα καταστροφής βρέθηκε επίσης πεσμένο ένα μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα, σπασμένο σε δέκα συνανήκοντα θραύσματα που κείτονταν γΰρω στον κορμό (εικ. 3). Το άγαλμα εικονίζειτην Αρτέμιδα και αποτελείτο πληρέστερα σωζόμενο αντίγραφο του τύπου της «Λαφρίας»24. Η απουσία βάθρου και οι συνθήκες πτώσης του αγάλματος, η απουσία οποιουδήποτε ίχνους έδρασης πάνω στο δάπεδο και το μεγάλο πάχος του βόρειου τοίχου σε συνδυασμό με τις μικρές διαστάσεις του έργου (ΰψ. 1,34 μ.) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν μάλλον στημένο σε κόγχη του βόρειου τοίχου.

Εικ. 3 Το άγαλμα της Αρτέμιδος όπως βρέθηκε
 Στο ίδιο οικοδόμημα και στην ίδια με την Αρτέμιδα θέση είχαν αποκαλυφθεί το 1969 από τον Α. Ορλάνδο δυο ακόμη αγάλματα: το ένα αποσπασματικά σωζόμενο (λείπει ολόκληρος ο κορμός με τα χέρια) εικονίζει τον Ερμή, ενώ το δεύτερο ακέραιο παριστάνει ρωμαίο αυτοκράτορα, πιθανότατα τον Κωνστάντιο Β', ο οποίος κρατάει τη σφαίρα του κόσμου στο λυγισμένο αριστερό του χέρι και έχει υπερυψωμένο το δεξί σε χειρονομία χαιρετισμού (εικ. 5). Το υπερυψωμένο δεξί χέρι είναι από χωριστό κομμάτι μάρμαρο, δουλεμένο, και έχει προσαρμοστεί στον ώμο με την παρεμβολή πολύ πρόχειρα τοποθετημένου και αντιαισθητικά εμφανούς σιδερένιου συνδέσμου. 

Εικ. 5 Άγαλμα Αυτοκράτορος
Αφύσικα μεγάλη είναι η παλάμη και αδικαιολόγητη για χαιρετισμό η κίνηση των σπασμένων δακτύλων. Είναι προφανές, όπως δείχνει άλλωστε και η κατεργασία του μαρμάρου στο ύψοςτης δεξιάς μασχάλης, ότι η «άκομψη» στερέωση του αντίστοιχου χεριού σε λοξή προς τα πάνω θέση αποτελεί μετατροπή της αρχικής προς τα κάτω φοράς του. Η μετατροπή αυτή δείχνει πιθανότατα μια «επί τα βελτίω» αλλαγή στο ιεραρχικό status του ανδρός, θα μπορούσε να σχετίζεται με τη μετάβαση από το αξίωμα του συγκυβερνήτη Καίσαρα σε αυτό του απόλυτου μονάρχη αυτοκράτορα, όπως συνέβη με τον Κωνστάντιο Β' το +350, μετά το θάνατο του αδελφού του Κώνσταντος25. Ίχνη ερυθρού χρώματος (πορφύρας) σώζονται στο ένδυμα και τα υποδήματα του αγάλματος. Παρά την απουσία υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας και τον έντονα τοπικό χαρακτήρα του έργου, παρατηρείται κάποια προσπάθεια απόδοσης ατομικών φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, όπως δείχνουν το ωοειδές σχήμα του προσώπου, η κάπως μακριά ιδιόμορφη μύτη και το μικρό σφιχτό στόμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά παρουσιάζουν κατά τη γνώμη μου ομοιότητες με εκείνα του αυτοκράτορα, ο οποίος εικονίζεται σε καμέα από σαρδόνυχα του +335 (Παρίσι, ιδιωτική συλλογή) και αναγνωρίζεται ως ο Κωνστάντιος Β'26. Τα ίδια σε γενικές γραμμές φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά απαντούν στο χάλκινο κεφάλι του Κωνσταντίου Β' στο Palazzo Conservatori, Sala dei Bronzi της Ρώμης, καθώς και στο πορτραίτο που εικονίζεται σε δακτυλιόλιθο από αμέθυστο του +360 (Βερολίνο, Antikenabteilung)27

Εικ. 4 Το κεφάλι του
Αγάλματος του Ερμή
Παρεμφερή κίνηση χεριών με τον αυτοκράτορα της Μεσσήνης παρουσιάζει ο σχεδόν σύγχρονος του χάλκινος ανδριάντας του Βαλεντινιανού Α', έργο του +364, που βρίσκεται στην Μπαρλέτα της Ιταλίας28. Τα τεχνοτροπικά στοιχεία και των δυο αγαλμάτων της Μεσσήνης, του αυτοκράτορα και του Ερμή (εικ. 4) -διογκωμένα ρουθούνια, επίπεδη ράχη μύτης, κόμμωση σε μορφή περούκας με ελικοειδείς βοστρύχους, έντονες τρυπανιες, επίπεδες πτυχές- απαντούν σε έργα της ύστερης αρχαιότητας29. Αποτελούν και τα δυο «λαϊκά» εργάτου ίδιου τοπικού εργαστηρίου και δίνουν την εντύπωση ότι είναι νεότερα από την εποχή τους. Μια χρονολόγηση εντούτοις γύρω στα μέσα του +4ου αιώνα, λίγο δηλαδή πριν από την καταστροφή του οικοδομήματος και την πτώση τους, φαίνεται νομίζω απόλυτα δικαιολογημένη, γιατί στηρίζεται τόσο στα στυλιστικά όσο και στα ανασκαφικά δεδομένα. Ορισμένες δυσαναλογίες και παραμορφώσεις στον κορμό του αυτοκράτορα, καθώς και η απουσία σωματικότητας οφείλονται στις δεσμεύσεις που του επέβαλλε το υλικό του, δηλαδή στις διαστάσεις, τη στάση και τους όγκους του παλαιότερου ελληνιστικού γυναικείου αγάλματος που χρησιμοποίησε ο ντόπιος τεχνίτης ως πρώτη ύλη λόγω έλλειψης μαρμάρου. 
 Η χρήση των δύο αιθουσών με τα μαρμαροθετήματα και το ψηφιδωτό δάπεδο δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο πάντως ότι αποτελούν τις αίθουσες αναψυχής ή πνευματικής ενασχόλησης ενός μεγάλου οικοδομήματος της ρωμαϊκής εποχής, ίσως ενός δημόσιου βαλανείου(;), όπου είχε τη θέση του και το άγαλμα του υποστηρικτή του αρειανισμού Κωνσταντίου Β'30.
 Ανάμεσα στο κοίλο του Θεάτρου και τη βόρεια στοά της Αγοράς, γνωστή από την ανασκαφή του Α. Ορλάνδου ως «στοά Μπαλοπούλου»31, αποκαλύφθηκε μεγάλο κρηναίο οικοδόμημα, νυμφαίο. Ο περιηγητής Παυσανίας (4.31.6) σημειώνει τα εξής για την Αγορά της Μεσσήνης: «Μεσσηνίοις δέ εν τη αγορά Διός έστιν άγαλμα σωτήρος και Αρσινόη κρήνη· το μεν δη όνομα από της Λευκίππου θυγατρος εϊληφεν, ύπορρεΐ δέ εις αυτήν ΰδωρ εκ πηγής καλούμενης Κλεψύδρας». 
 Το κρηναίο οικοδόμημα πρέπει πράγματι να δέχεται νερό από την πηγή Κλεψύδρα, που βρίσκεται μέσα στο χωριό Μαυρομμάτι. Η θέση του δίπλα στη μεγάλη βόρεια στοά της Αγοράς μάς επιτρέπει να το ταυτίσουμε με την Κρήνη Αρσινόη που μνημονεύει ο Παυσανίας (εικ. 6). Η Κρήνη περιλαμβάνει επιμήκη δεξαμενή, μήκους 40 μ. περίπου, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση μπροστά από ψηλό ψευδοϊσόδομο ανάλημμα, που φέρει στη δεξιά πλευρά του άνοιγμα με αγωγό νερού για την πλήρωση της δεξαμενής. Μεταξύ αναλήμματος και δεξαμενής υπήρχε αβαθής στοά από ιωνικούς ημικίονες. Ημικυκλικό βάθρο (εξέδρα) στο μέσον ακριβώς της δεξαμενής έφερε σύνταγμα χάλκινων ανδριάντων. Δύο ακόμη δεξαμενές βρίσκονται σε χαμηλότερο ελαφρώς επίπεδο από την πρώτη, συμμετρικά τοποθετημένες εκατέρωθεν πλακόστρωτου αίθριου. Η πρόσοψη της πρώτης οικοδομικής φάσης της κρήνης (τέλη -3ου αι.) έκλεινε με δωρική κιονοστοιχία, που καταργήθηκε στη δεύτερη φάση του +Ιου αιώνα. Σημαντική είναι η μαρτυρία επιγραφής του +Ιου αιώνα μ.Χ., χαραγμένης σε ασβεστολιθικό ορθογώνιο βάθρο με τόρμους στήριξης χάλκινου έργου στην άνω επιφάνεια32

Εικ. 6 Η κρήνη της Αρσινόης
 Με το νέο αυτό επιγραφικό μνημείο επιβεβαιώνεται η ταύτιση της Κρήνης, τοποθετείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Νέρωνος η δεύτερη φάση επισκευής και τροποποίησης της μορφής της και γίνεται επιπλέον γνωστό το θέμα του συντάγματος (χάλκινα αγάλματα της οικογένειας του Αυγούστου) που έφερε πιθανώς η ημικυκλική εξέδρα. Η τρίτη και τελευταία φάση επισκευών και μετατροπών της Κρήνης, στις οποίες εντάσσεται η προσθήκη των δυο τετράγωνων προβόλων (ποδίων), που προεξέχουν συμμετρικά στα άκρα της πρόσθιας πλευράς, χρονολογείται με ασφάλεια στα τέλη του +3ου αιώνα. Η χρονολόγηση βασίζεται σε χάλκινο νόμισμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανοΰ (+284/ +305), που βρέθηκε κάτω από την πλακόστρωση της δυτικής πτέρυγας.
 Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του Σεβαστείου βρίσκεται δωρική στοά, μήκους 90 μ. περίπου, ο στυλοβάτης της οποίας εδράζεται σε στρώμα χώματος (εικ. 7). Είναι κατασκευασμένος από ασβεστολιθικές πλάκες διαφόρων μεγεθών που προέρχονται από κατεστραμμένα και χρησιμοποιημένα ως οικοδομικό υλικό βάθρα, ορθοστάτες και κυματιοφόρους στέψεις με τόρμους στήριξης χάλκινων αγαλμάτων. Δύο μάλιστα από αυτά είναι ενεπίγραφα33. Η λίθινη δωρική κιονοστοιχία της στοάς προέρχεται από προγενέστερο στωικό οικοδόμημα, πιθανότατα από τις στοές της παρακείμενης αγοράς. Οι κίονες, πολλοί από τους οποίους βρέθηκαν πεσμένοι μαζί με τα κιονόκρανα τους μπροστά στον στυλοβάτη, είναι δωρικοί με είκοσι επίπεδες ραβδώσεις και αποτελούνται από δυο-τρεις σπονδύλους συνολικού ΰψους 3,15 μ. περίπου. Οι σπόνδυλοι φέρουν στην άνω επιφάνεια τους ανά δυο τόρμους για κατακόρυφη σύνδεση, λείπουν όμως οι σιδερένιοι σύνδεσμοι και οι μολυβδοχοήσεις. Μέλη του θριγκού -επιστύλια, τρίγλυφα, μετόπες, γείσα- δεν βρέθηκαν, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η στοά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ή ότι ήταν πρόχειρα στεγασμένη με ξύλινα δοκάρια και κεραμίδια. Δείχνει να κατασκευάστηκε πρόχειρα και βεβιασμένα στην ύστερη αρχαιότητα (+4ος αι.;) για την πλαισίωση από Νότο του χώρου της Αγοράς. Η ζωή της φαίνεται ότι ήταν πολύ σύντομη. Η πτώση της δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια με βάση ένα μόνο νόμισμα του Κωνσταντίου Β' ως Αυγούστου (+355/ +360), που βρέθηκε στην επίχωση. 
 Οι ασβεστολιθικοί κίονες της στοάς με τις αβαθείς, σχεδόν επίπεδες, ραβδώσεις προέρχονται από προγενέστερα οικοδομήματα και βάθρα αναθημάτων, πολλοί μάλιστα φέρουν καταλόγους αγορανόμων και υπαγορανόμων της πόλης και αναγραφή του έτους θητείας τους, καθώς και του ονόματος του επώνυμου του έτους ιερέα του Διός Ιθωμάτα. Οι αναγραφές είναι προγενέστερες της κατασκευής της στοάς. Χρονολογούνται από τον Ιο ως και τον +2ο αιώνα και είναι βέβαιο ότι ανήκαν σε στοές της ελληνιστικής αγοράς, πριν χρησιμοποιηθούν στη νεότερη στοά34. Μολονότι λείπουν προς το παρόν βέβαια χρονολογικά τεκμήρια, λόγω της παντελούς απουσίας κινητών ευρημάτων, είναι ενδεχόμενο η στοά, που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Σεβαστείου, να χρησιμοποιήθηκε και κατά την πρώιμη φάση της πρωτοβυζαντινής περιόδου.

Εικ. 7 Άποψη της Υστερορωμαϊκής στοάς από τα δυτικά
Εικ. 8 Άποψη του Ασκηπείου
 Ο Παυσανίας (4.31.10-12) παρουσιάζει το Ασκληπιείο ως μουσείο έργων τέχνης, κυρίως αγαλμάτων και όχι ως συνηθισμένο τέμενος θεραπείας ασθενών. Ήταν ο επιφανέστερος χώρος της Μεσσήνης, κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, που λειτουργούσε παράλληλα με την παρακείμενη Αγορά. Ένας σχεδόν τετράγωνος υπαίθριος χώρος, διαστάσεων 71,91x66,67 μ., πλαισιώνεται εσωτερικά από τέσσερις στοές, ανοιχτές προς τον κεντρικό υπαίθριο χώρο. Ο μεγάλος βωμός μαζί με τον επιβλητικό δωρικό ναό Ζ είναι τα μόνα κτίσματα μέσα στον υπαίθριο κεντρικό χώρο του Ασκληπιείου που πλαισιώνονται από περίστυλη αρχιτεκτονική σύνθεση, η οποία τονίζει ένα καίριο χαρακτηριστικό του συνόλου, αυτό της εσωστρέφειας (εικ. 8). Στο κέντρο του βωμοΰ κατευθύνεται ο άξονας του ανατολικού Προπΰλου Β, ο οποίος τέμνει και τον δωρικό ναό. Η αξονικότητα σε συνδυασμό με τη συμμετρία και τον άκρατο γεωμετρισμό χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική του Ασκληπιείου της Μεσσήνης. Στη βόρεια και νότια πλευρά του βωμοΰ συνωστίζονται, κατά το παράδειγμα του ναού, αρκετά βάθρα τιμητικών ανδριάντων και ενεπίγραφων στηλών. Στην ανατολική πτέρυγα της περίστυλης αυλής βρίσκεται συγκρότημα τριών οικοδομημάτων: το μικρό στεγασμένο θεατροειδές Εκκλησιαστήριο Α, το επιβλητικό Πρόπυλο Β, το Συνέδριο ή Βουλευτήριο Γ και η αίθουσα του Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων Γ-Γ. 
 Κατά μήκος της δυτικής πτέρυγας βρίσκεται σειρά δωματίων-Οίκων (Κ-Ξ), που σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία περιείχαν αγάλματα των εξής θεοτήτων κατά σειρά από Νότο προς Βορρά: Απόλλωνος και Μουσών (Οίκος Ξ), Ηρακλέους-θήβας-Επαμεινώνδα (Οίκος Ν), Τύχης (Οίκος Μ), Αρτέμιδος Φωσφόρου (Οίκος Κ). Τη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου, τέλος, κλείνει μεγάλο διμερές οικοδόμημα πάνω σε υψηλό πόδιο, προσιτό από κεντρικό μνημειώδες κλιμακοστάσιο που στο βόρειο πέρας του καταλήγει σε πρόπυλο με αετωματική επίστεψη. Οι δύο αίθουσες του οικοδομήματος, που διαιρούνται πανομοιότυπα σε πέντε δωμάτια, έχουν ταυτιστεί με το Σεβαστείον ή Καισαρείον των επιγραφών και ήταν αφιερωμένες στη λατρεία της θεάς Ρώμης και των αυτοκρατόρων35.
 Η πρόσταση του Προπύλου Β προς το Ασκληπιείο έφερε δύο πώρινους κίονες κορινθιακού ρυθμού. Στην ύστερη αρχαιότητα (+3ος/4ος αι.), η δυτική αυτή πρόσταση επισκευάστηκε πρόχειρα. Οι δύο ανόμοιες βάσεις κορινθιακών κιόνων που διατηρούνται στη θέση τους προέρχονται από τη μεταγενέστερη αυτή επισκευή. Στο ανατολικό άκρο της ορχήστρας του Εκκλησιαστηρίου, μπροστά στο κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην ανατολική είσοδο του οικοδομήματος, τοποθετήθηκε λίγο μετά τα μεσάτου +2ου αιώνα μεγάλο βάθρο έφιππου ανδριάντα από χαλκό προς τιμήν του «Έλλαδάρχη από του Κοινού των Αχαιών και άρχιερέως των Σεβαστών» Ιουλίου Κλαυδίου Σαιθίδα Καιλιανού.
 Η μεγάλη αίθουσα Γ-Γ στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος του Ασκληπιείου, διαστάσεων 16,45x19,75 μ., είναι πλήρης κατασκευών της πρωτοβυζαντινής περιόδου, οι οποίες έχουν ξαναχρησιμοποιήσει ή καταστρέψει σχεδόν πλήρως τα ελληνιστικά κατάλοιπα. Ο σημαντικότερος Οίκος της δυτικής πτέρυγας του Ασκληπιείου είναι ο Κ, που στέγαζε το ιερό της Αρτέμιδος (εικ. 8). Είναι ορθογώνιος, διαστάσεων 10,30x5,80 μ., και χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες των δύο κιόνων εγκάρσια τοποθετημένες. Το κεντρικό ευρύτερο κλίτος φέρει στο βάθος το βάθρο του κολοσσιαίου λατρευτικού αγάλματος, που εικονίζε την Αρτέμιδα Ορθία ως φωσφόρο με λαμπάδα στο χέρι και κοντό χιτώνα με νεβρίδα στον τύπο της κυνηγέτιδος. Μπροστά στο λατρευτικό άγαλμα υπήρχε τράπεζα προσφορών και σε κυκλική διάταξη στέκονται έντεκα βάθρα, τα περισσότερα για αγάλματα ιερειών και νεαρών κοριτσιών. Την Ορθία Αρτέμιδα της Μεσσήνης τιμούσαν οι γυναίκες ως προστάτιδα των παιδιών, κυρίως των κοριτσιών, ως κουροτρόφο, όπως την Ορθία της Σπάρτης36. Ως ιέρειες υπηρετούσαν ώριμες γυναίκες που διεκπεραίωναν και μυστικές ιεροπραξίες χάριν των γυναικών που ζητούσαν τη βοήθεια της θεάς. Γλυπτικές εικόνες των ιερειών αυτών (μετά την ευδόκιμη θητεία τους) ανεθεταν μέσα στο ναό οι «ιεροί γέροντες της Ούπησίας», ένας θεσμός που βρίσκεται σε ακμή στα ρωμαϊκά χρόνια. Οι επιγραφές πάνω στα βάθρα των ιερειών χρονολογούνται στον +2ο και τον +3ο αιώνα. Εκτεταμένες επισκευές της ίδιας περιόδου εμφανίζουν οι τοίχοι του ιερού.

Εικ. 9 Άποψη της ανατολικής στοάς του Γυμνασίου
 Οι στοές του Γυμνασίου που περιβάλλουν το Στάδιο σχηματίζουν Π με μακρά τα δύο κάθετα σκέλη του. Το ανατολικό σκέλος εκτείνεται σε όλο το μήκος του στίβου. Το δυτικό σκέλος διακόπτεται περί το μέσον και καταλήγει σε μεγάλο ορθογώνιο περιστύλιο, το οποίο έχει ερμηνευθεί ως Παλαίστρα. Η βόρεια στοά είναι διπλή, πλάτους 10 μ., ενώ η ανατολική και η δυτική είναι απλές, πλάτους 7 μ. η καθεμιά. Η ανατολική κιονοστοιχία έχει καταπέσει στο έδαφος (εικ. 9), σε αντίθεση με τη δυτική και τη βόρεια που στέκονται ακόμη όρθιες στη θέση τους. Η εντυπωσιακή ομολογουμένως αυτή πτώση, που έλαβε χώρα μεταξύ των ετών +360 και +370, φαίνεται ότι οφείλεται στο γεγονός ότι είχε πρόχειρα ανακατασκευαστεί χωρίς τη χρήση σιδηρών γόμφων και μολυβδοχοήσεων. Η ανάθεση της στοάς από τον ιερέα του Διός Ιθωμάτα Αγαθοκλή Σατύρου, σύμφωνα με τη μεγαλογράμματη επιγραφή στα επιστύλιά της, αναφέρεται πιθανότατα στην πρόχειρη αυτή ανακατασκευή του +2ου-3ου αιώνα και μάλιστα σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από το αρχικό37.0 στίβος σε μήκος ενός σταδίου καταλήγει και εφάπτεται στο νότιο τείχος της πόλης. 
 Το τείχος στο σημείο της επαφής του με το Στάδιο έχει αποκοπεί εν μέρει, προκειμένου να κατασκευαστεί ένα ορθογώνιο υψηλό πόδιο, διαστάσεων 10,445x15,8 μ., το οποίο εξέχει προς Νότο, δίνοντας την εντύπωση ενός προμαχώνα (εικ. 11). Πάνω στο πόδιο εδραζόταν ένας τετρακιόνιος πρόστυλος δωρικός ναός, διαστάσεων 7,44x11,60 μ., του οποίου όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη, περίπου 1400, κείτονταν πεσμένα γύρω από το πόδιο, χωρίς τους μεταλλικούς συνδέσμους και τις μολυβδοχοήσεις. Τούτο το τελευταίο δείχνει ότι η πτώση του μνημείου δεν οφείλεται σε σεισμό ή σε φυσικά αίτια, αλλά σε ανθρώπινη βίαιη επέμβαση, με στόχο την αφαίρεση των μετάλλων. Τα ίχνη άλλωστε των χτυπημάτων με καλέμι γύρω από τους τόρμους είναι εμφανή38. Η πρώτη κατασκευή του ποδίου και του ναού, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενεπίγραφων επιτύμβιων στηλών, εντοιχισμένων στον τοίχο του ποδίου, ανάγεται στα χρόνια του Αυγούστου. Μεταξύ των αρχιτεκτονικών μελών βρέθηκαν μαρμάρινα γλυπτά σπασμένα σε εκατοντάδες θραύσματα: μαρμάρινη σαρκοφάγος με ξαπλωμένη μορφή στο κάλυμμα, που έχει τη μορφή ανακλίντρου, πιθανότατα των χρόνων του Αδριανού, imago clipeata θωρακοφόρου με κατεστραμμένο το κεφάλι (εικ. 12), ανδρικό κεφάλι-πορτραίτο, με αποκομμένο δυστυχώς το πρόσωπο, πιθανώς της εποχής των Αντωνίνων, καθώς και άλλα λίθινα γλυπτά και επιγραφές. Όλα αποκαλύπτουν τον χθόνιο, ταφικό χαρακτήρα του οικοδομήματος με την ιδιαίτερα τιμητική θέση μπροστά στον στίβο, το οποίο, όπως έχω αλλοΰ υποστηρίξει, ανήκε στην επιφανή οικογένεια των Σαιθιδών και χρησιμοποιήθηκε συνεχώς από τον Ιο ως τον 2ο και πιθανώς και τον +3ο αιώνα39.

Εικ. 11 αριστερά: Άποψη του ποδίου με τα διάσπαρτα μέλη του Ηρώου γύρω
Εικ. 12 δεξιά: Imago clipeata ακέφαλου θωρακοφόρου
 Το ηρώο της οικογένειας αυτής είδε και περιέγραψε στο Στάδιο ο περιηγητής Παυσανίας, που επισκέφθηκε τη Μεσσήνη μεταξύ των ετών +155-160, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου Πίου40. Αποκατάσταση του γενεαλογικού δένδρου της οικογένειας των Σαιθιδών, για διάστημα τεσσάρων ή και πέντε γενεών, έχουν ήδη προτείνει ο Tod και ο Kolbe. 
 Ο Tiverius Claudius Saethidas Caelianus είχε διατελέσει «αρχιερέας των Σεβαστών δια βίου και Έλλαδάρχης από του Κοινού των Αχαιών», μεταξύ των ετών +139- +161. Δύο παλαιότερα μέλη της οικογένειας είχαν διατελέσει συγκλητικοί41. Ο ίδιος μεσσήνιος ευπατρίδης τιμάται και από τη Σπάρτη το +164 ως αρχιερέας των Σεβαστών και Ελλαδάρχης (IG V 1,512). Νέα μακροσκελής επιγραφή, που αποκαλύφθηκε στην περιοχή της σκηνής του Θεάτρου, είναι χαραγμένη σε μαρμάρινο βάθρο ανδριάντα του Τιβερίου Κλαυδίου Σαιθίδα. Μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την οικογένεια, τις ευεργεσίες και τα ποικίλα έργα του στη Μεσσήνη, συμπεριλαμβανομένης της ανακατασκευής του προσκηνίου του Θεάτρου. Τμήμα επιγραφής που είχε βρει ο Γ. Οικονόμος το 1909 δίπλα στο Εκκλησιαστήριο του Ασκληπιείου (IG V1,1455a) ανήκει στο βάθρο έφιππου ανδριάντα του ίδιου Ελλαδάρχη Σαιθίδα, το οποίο είχε στηθεί επιδεικτικά μπροστά στο μεγάλο ανατολικό κλιμακοστάσιο που οδηγεί στην ορχήστρα του Εκκλησιαστηρίου. Το άγαλμα του Δορυφόρου, καθώς και τα αγάλματα του Φιλοσόφου και του Ερμή, έπεσαν από τα βάθρα τους (εικ. 13α-β), όταν το Γυμνάσιο είχε ήδη εγκαταλειφθεί μετά τον σεισμό του 360-370 μ.Χ. και είχε αρχίσει να επιχώνεται από φυσικά αίτια42.

Εικ. 13 Τα αγάλματα του φιλοσόφου (αριστερά) και του Ερμή (δεξιά) κατά χώραν
 Στην τελευταία φάση χρήσης του Σταδίου, αυτήν του +4ου αιώνα, το κάτω διάζωμα του πετάλου κλείστηκε με χαμηλό στηθαίο, κτισμένο πολύ πρόχειρα με παντοειδή υλικά, ακόμη και με εδώλια της κατώτατης σειράς του ίδιου του Σταδίου. Παρατηρήθηκε επίσης ότι υπάρχουν, κατά κανονικά διαστήματα 2,50 μ. περίπου, κυκλικές οπές (τόρμοι) στην άνω επιφάνεια των εδωλίων της δεύτερης από κάτω σειράς για τη γόμφωση σιδηρών πασσάλων φράκτη43. Φαίνεται ότι τόσο ο φράκτης όσο και το στηθαίο προστάτευαν τους θεατές από τα όπλα των μονομάχων και κυρίως από τα άγρια ζώα των θηριομαχιών (venationes), οι οποίες τελούνταν στο Στάδιο κατά την περίοδο της «εκβαρβάρωσης», κατά τον ύστερο +3ο και τον +4ο αιώνα44. Στην περίοδο αυτή των θηριομαχιών φαίνεται ότι έλαβε χώρα και η χάραξη ονομάτων με τεράστια γράμματα πάνω στα εδώλια (εικ. 10), προκείμενου να κρατηθούν σειρές εδωλίων ή και ολόκληρες κερκίδες για τα μέλη ισχυρών οικογενειών ή άγνωστων ακόμη κοινωνικών ομάδων, έναντι βεβαίως ανάλογου με το μέγεθος της κράτησης χρηματικού ποσού45.

Εικ. 10 Εδώλιο του Σταδίου με χαραγμένο όνομα
 Η οδική αρτηρία κατεύθυνσης Β-Ν, που καταλήγει στο δυτικό Πρόπυλο του Γυμνασίου, αποκαλύφθηκε σε μήκος 75 μ. περίπου, όσο και το μήκος μιας νησίδας του πολεοδομικού ιστού. Το βόρειο τμήμα της νησίδας, δυτικά της οδού, καταλαμβάνεται από μεγάλη έπαυλη, διαστάσεων 25x30 μ. περίπου, του +3ου/ +4ου αιώνα. Έχει θεμελιωθεί πάνω στα ερείπια προγενέστερων οικοδομημάτων άγνωστης λειτουργίας, της ελληνιστικής περιόδου, των οποίων ακολουθεί τους προσανατολισμούς και ενσωματώνει εν μέρει τους τοίχους τους στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της. Η κεντρική είσοδος της βρίσκεται στη βόρεια πλευρά και είναι προσιτή από δρόμο κατεύθυνσης Α-Δ, ο οποίος τέμνει κάθετα την παραπάνω οδική αρτηρία και ορίζει από Βορρά την Ιπποδάμεια νησίδα. Η αστική αυτή έπαυλη (villa urbana) έχει την τυπική μορφή των επαύλεων της ρωμαιοκρατίας. Περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό δωματίων (είκοσι περίπου), μεταξύ των οποίων αναγνωρίζονται το vestibulum, οι fauces, το impluvium, το atrium, το tablinum, οι αποθήκες, δύο τουλάχιστον αίθρια με πηγάδια και άλλοι βοηθητικοί χώροι για την παρασκευή αλευριού και κρασιού. Τα επισημότερα δωμάτια έχουν ψηφιδωτά δάπεδα με ποικίλα γεωμετρικά μοτίβα από λευκές, μελανές, ερυθρές και πράσινες ψηφίδες, ενώ ο ανδρώνας φέρει στο κέντρο ορθογώνιο πλαίσιο με παράσταση, όπου έχουν χρησιμοποιηθεί και πολλές ψηφίδες από υαλόμαζα (εικ. 15). Εικονίζεται θείον ζεύγος, ανακαθισμένο σε μη σαφώς δηλούμενο ανάκλιντρο. Η γυναικεία μορφή δεξιά στρέφει προς τον σύντροφο της και απλώνει τα χέρια προς τον λαιμό του έτοιμη να τον εναγκαλιστεί, ενώ αριστερά ανδρική μορφή σε πολύ μικρότερο μέγεθος και σχεδόν αιωρούμενη κρατάει το απλωμένο νωχελικά δεξί χέρι του θεού και το ασπάζεται με ευλάβεια. Κάτω από τα πόδια του θεού προβάλλει το πρόσθιο μέρος κάπρου, ενώ δεξιά, κάτω από τα πόδια της γυναίκας εικονίζεται τιμόνι πλοίου (οίαξ). Τόσο η εικονογραφία όσο και η ερμηνεία της παράστασης παρουσιάζουν προβλήματα. Θα μπορούσε πάντως κανείς να αναγνωρίσει στη μικρή μορφή του θνητού αριστερά τον παραγγελιοδότη και ιδιοκτήτη της έπαυλης, ο οποίος ευχαριστεί ή ικετεύει τον θεό Διόνυσο και την Αριάδνη(;). Τα σύμβολα κάτω πρέπει να υποδηλώνουν τη σχέση του άνδρα και του θείου ζεύγους με τη θάλασσα. Ο τρόπος με τον οποίο η μηδαμινή σε μέγεθος σε σχέση με τον θεό και αιωρούμενη μορφή του «ταπεινού» θνητού κρατάει με ευλάβεια και φιλάει το χαλαρά απλωμένο προς τη μεριά του χέρι του θεοΰ παραπέμπει σε θέματα αλληλεπιδράσεων, τόσο εικονογραφικών όσο και ιδεολογικών, μεταξύ παγανισμού και χριστιανισμού, τα οποία επιβάλλουν σύντομο σχολιασμό.
Εικ. 15 Ψηφιδωτό με παράσταση Διονύσου και Αριάδνης στο δωμάτιο 18 
 Η γνωστή και καλά μελετημένη περίπτωση των μωσαϊκών των μέσων του +4ου αιώνα από τη λεγόμενη «έπαυλη του Αιώνος» στην Πάφο βοηθάει, πιστεύω, να κατανοήσουμε την παράσταση στο σύγχρονο μωσαϊκό δάπεδο της Μεσσήνης και να προσεγγίσουμε το νόημα που κρύβει46. Διακρίνει κανείς σε αυτήν την επιθυμία των παγανιστών αριστοκρατών της κρίσιμης αυτής εποχής να αντιπαραταχθοΰν προς τη νέα θρησκεία (που κέρδιζε ολοένα έδαφος), τροποποιώντας τα αρχαία μυθολογικά θέματα και τα εικονογραφικά σχήματα και προσαρμόζοντας τα σε νέες μορφές (που χρησιμοποιούσαν ήδη οι χριστιανοί) με αλληγορικό περιεχόμενο47.0 ιδιοκτήτης της έπαυλης θα μπορούσε να ανήκει στην τάξη των συγκλητικών, των αρχιερέων των Σεβαστών ή των ανώτερων αξιωματούχων της πόλης, όπως ο Σαιθίδας και άλλοι ευπατρίδες Μεσσήνιοι, οι οποίοι δεν δίσταζαν να επιλέξουν «επιφανείς τόπους» της πόλης για να οικοδομήσουν τις πολυτελείς κατοικίες τους, τόπους όπου κατά τις προηγούμενες περιόδους δεν υπήρχαν εκεί παρά μόνο οικοδομήματα πολιτικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα48. Σύμφωνα με όσα σημειώνει ο Λιβάνιος (+314/ +393), σε μια επαρχιακή πόλη όπως η Νικομήδεια (και προφανώς και η Μεσσήνη) έβρισκε ακόμη κανείς «άνδρες ευγενικής καταγωγής» και «εραστές των Μουσών»49. Στις επαρχιακές αυτές πόλεις, όπου «τα αργοκίνητα παραδοσιακά στοιχεία του ρωμαϊκού κόσμου είχαν επιβιώσει, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες συνέχιζαν να συγκεντρώνουν απέραντες εκτάσεις»50. Ένα ακόμη οικοδόμημα μεγάλων διαστάσεων, της ίδιας με την έπαυλη περιόδου, άρχισε να αποκαλύπτεται στην ανατολική πλευρά της παραπάνω οδικής αρτηρίας. Εντυπωσιακή η εικόνα της καταστροφής του τέλους του +4ου αιώνα με τα κατακερματισμένα κεραμίδια της πεσμένης στέγης.
Η Μεσσήνη φαίνεται ότι είχε καταφέρει να διατηρήσει επί ρωμαιοκρατίας ορισμένα προνόμια, καθώς και την ελευθερία να αυτοδιοικείται με βάση τους αρχαίους θεσμούς της, όπως η Σπάρτη51. Η πρωτεύουσα αποτελούσε το κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και δημόσιας ζωής και το σημείο αναφοράς ολόκληρης της επικράτειας, που συνέπιπτε περίπου με τα όρια του σημερινού νομού Μεσσηνίας. Η πόλη διατήρησε την κλασική-ελληνιστική πολεοδομική μορφή της και τις διαστάσεις της, χωρίς ουσιαστικές απώλειες, έως τουλάχιστον το τρίτο τέταρτο του +4ου αιώνα. Το τεράστιο Θέατρο μόνο φαίνεται να εγκαταλείπεται στα τέλη του 3ου με αρχές του +4ου αιώνα (λιθόπλινθοί του βρέθηκαν κτισμένοι στην Κρήνη Αρσινόη), καθώς και η βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου, όπου το Σεβάστειο, κατά την ίδια περίπου περίοδο, όταν οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του η μεγάλη υστερορωμαϊκή στοά. Έτσι εξηγείται και η απόφραξη με τοίχο από οπτοπλίνθους της κάτω εξόδου του μεγάλου κλιμακοστασίου του Σεβαστείου, που παρατήρησε, σχεδίασε, αλλά δεν διατήρησε ο Α. Ορλάνδος52.
 0 σεισμός του +360/ +370 δεν ήταν, όπως φαίνεται, ιδιαίτερα καταστροφικός· δεν αποτέλεσε τουλάχιστον την κύρια αιτία εγκατάλειψης των μεγάλων κτηρίων ούτε και εξαφάνισε φυσικά τον πληθυσμό, έδωσε απλώς τη χαριστική βολή στην πόλη, που είχε αρχίσει από νωρίτερα να καταρρέει, ακολουθώντας τις τύχες ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Η διάλυση-αποδιοργάνωση-κατάρρευση του Imperii Romani και συνακόλουθα της ρωμαϊκής Μεσσήνης δεν οφείλεται απλώς σε σεισμούς ή σε εισβολές βαρβάρων, καθόδους από Βορρά ή ανόδους από Νότο, αλλά πρωτίστως σε ενδογενείς οικονομικούς κυρίως και κοινωνικούς παράγοντες, που κατέστησαν το κράτος ανίκανο να αντισταθεί σε φυσικές καταστροφές ή εισβολείς και οδήγησαν σταδιακά στην κατάρρευση53. «Τα στρώματα καταστροφής σε οποιαδήποτε ανασκαφή είναι ιδανικά, γιατί "παγώνουν" τη ζωή και επομένως την ιστορία σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (όπως συνέβη στη Μεσσήνη το +360/ +370). Τα αρχαιολογικά αυτά στρώματα είναι συχνά πλούσια σε ευρήματα, όμως το επόμενο αρχαιολογικό στρώμα είναι εξίσου σημαντικό, διότι μας παρέχει τα τεκμήρια για την αντίδραση του πληθυσμού στην προηγηθείσα καταστροφή. Η Κρήτη και ο πληθυσμός της δεν είναι ασυνήθιστοι στους σεισμούς (το ίδιο και η Μεσσήνη, όπως και όλη η Ελλάδα). Κάθε πενήντα περίπου χρόνια, ένα μεγάλο σχετικά σεισμικό γεγονός λαμβάνει χώρα, με συνέπεια καταστροφές σε κτήρια και απώλειες ανθρώπινων ζωών. Εντούτοις, το αν ο πληθυσμός αντιδράσει θετικά ή αρνητικά εξαρτάται από παράγοντες που δεν σχετίζονται με το ίδιο το γεγονός. Κατά τη διάρκεια περιόδων γενικευμένης ευημερίας, η σεισμική καταστροφή μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για να κτιστούν νέα εντυπωσιακά οικοδομήματα πάνω στα ερείπια των παλαιών. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής δυσπραγίας, ο πληθυσμός μπορεί να περιέλθει σε ακόμη χειρότερη οικονομική κατάσταση μετά το σεισμό»54 (όπως φαίνεται ότι συνέβη στη Μεσσήνη μετά το +360/ +370).

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

 Παρά τη μερική πτώση, την εγκατάλειψη και τη διακοπή της λειτουργίας των μνημειακών δημόσιων οικοδομημάτων, ευρήματα, σποραδικά προς το παρόν, κυρίως νομίσματα του Βαλεντινιανού Α (364-375) στην Κρήνη Αρσινόη, του Θεοδοσίου Α (393-395) στο Στάδιο, το Ασκληπιείο και το Βαλανείο, καθώς και των Αρκαδίου και Ονωρίου (383-423) στην Ανατολική οδό, δείχνουν ότι η ζωή συνεχίζεται σε αυτές τις θέσεις. 
 Η Κρήνη Αρσινόη δεν ακολούθησε την τύχη άλλων δημόσιων ή ιερών οικοδομημάτων της πόλης, τα οποία φαίνεται ότι εγκαταλείπονται μετά το 360-370. Το ανατολικό τουλάχιστον τμήμα της Κρήνης παρέμεινε όρθιο και χρησιμοποιήθηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, όπως δείχνουν προσθήκες τοίχων στην άνω δεξαμενή και η ανέγερση ορθογώνιου οικοδομήματος (πιθανώς υδρόμυλου) με προγενέστερα αρχιτεκτονικά μέλη σε χαμηλότερο επίπεδο μπροστά από την Κρήνη. Η χρονολόγηση του υδρόμυλου(;) αυτού στο πρώτο μισό του +6ου αιώνα βασίζεται σε «θησαυρό» 250 μικροσκοπικών χάλκινων υποδιαιρέσεων (nummi). Η εύρεση εξάλλου νομίσματος του Λέοντος ΣΤ' (886-912) στην περιοχή της Κρήνης δείχνει ότι, ύστερα από κάποια περίοδο σιωπής, για την οποία λείπουν προς το παρόν τα τεκμήρια για τη συνέχεια της ζωής, η περιοχή της Κρήνης και του παρακείμενου Θεάτρου κατοικείται εκ νέου από τα τέλη του 9ου και τις αρχές του +10ου αιώνα και αποτελεί πλέον το κέντρο της βυζαντινής πόλης. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την αποκάλυψη μέρους πυκνά δομημένου βυζαντινού οικισμού που απλώνεται στα βόρεια και τα βορειοανατολικά του κοίλου του Θεάτρου, επεκτείνεται ανατολικά προς την Κρήνη Αρσινόη και φθάνει ως το βόρειο μέρος της Αγοράς, ευρισκόμενος σε επαφή με τη λεγόμενη «στοά Μπαλοπούλου» (εικ. 16)55.


 Η κεραμική που συγκεντρώθηκε από την προκαταρκτική ανασκαφική έρευνα των κτισμάτων του οικισμού δεν έχει ακόμη μελετηθεί, χρονολογείται πάντως κατά κύριο λόγο στον 10ο-11ο, 12ο και 13ο αιώνα56. Φαίνεται ότι από τον 10ο αιώνα τουλάχιστον και εξής η βυζαντινή πόλη έχει το κέντρο της σε αυτή την περιοχή. Ως τον 10ο αιώνα η πόλη δεν είχε αλλάξει επίσημα τουλάχιστον το αρχαίο της όνομα. Στον βίο του Οσίου Νίκωνος του Μετανοείτε αναφέρεται ότι εκτός από Μεσσήνη ονομάζεται από τους ντόπιους και Βουρκάνο, ονομασία που χρησιμοποιείται ως σήμερα για να δηλώσει μόνο το μοναστήρι του Βουρκάνου στην κορυφή της Ιθώμης57. Σύμφωνα με την κεραμική και τα νομίσματα που σημειώθηκαν κάτω από την επίχωση με τα πεσμένα πώρινα αρχιτεκτονικά μέλη στην άνω δεξαμενή της Κρήνης, η πτώση του πίσω αναλήμματος της Κρήνης πρέπει να έλαβε χώρα μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα. Στην ευρύτερη περιοχή της Κρήνης ήλθαν επίσης στο φως νομίσματα του Γουλιέλμου Β' (1267-1278), του Γκυ Β' (1287-1308), της Ιωάννας της Γκραβίνας (1318-1333) και του Ανδρέα Κονταρίνι (1368-1382), καθώς και νομίσματα της Ενετικής Δημοκρατίας του 14ου-16ου αιώνα58.
 Ένα δεύτερο οικιστικό σύνολο που ακμάζει αποκλειστικά κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο και στη συνέχεια εγκαταλείπεται, σε αντίθεση με την προηγούμενη συνοικία του Θεάτρου-Κρήνης, βρισκόταν στην περιοχή του Ασκληπιείου. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του Ασκληπιείου έρχεται σταδιακά στο φως ένα εκτεταμένο σύνολο οικιών, που χρονολογείται σε γενικές γραμμές από το 400 ως το 600 (εικ. 17). 
 Το πυκνά δομημένο αυτό οικιστικό σύνολο έχει τρεις σαφώς διακρινόμενες οικοδομικές φάσεις, που ξεχωρίζουν εύκολα σχετικά η μια από την άλλη και περιλαμβάνουν κυρίως μικρές προσθήκες τοίχων και επεκτάσεις χώρων, αποφράξεις εισόδων και επιχώσεις-υπερυψώσεις δαπέδων. Οι επεμβάσεις της κάθε φάσης πραγματοποιούνται με ευτελέστερα υλικά και με προχειρότερο κάθε φορά τρόπο, γεγονός που φανερώνει σταδιακή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και είναι ενδεχόμενο να σχετίζονται με τους σεισμούς του 522 και 550/5. Η χρονολογική διάκριση των φάσεων δεν είναι ακόμη δυνατόν να οριστεί με ακρίβεια, λόγω απουσίας σαφών στρωμάτων ζωής και καταστροφής. Τα αρχικά δάπεδα των περισσότερων δωματίων βρέθηκαν διαβρωμένα και σχεδόν απογυμνωμένα από κινητά ευρήματα. Η παχιά σχετικώς επίχωση που κάλυπτε τα δάπεδα των δωματίων δημιουργήθηκε μεταγενέστερα μετά τη διάβρωση τους. Περιέχει παντοειδή υλικά διαφόρων εποχών, τα οποία παρασύρθηκαν με τα νερά από τα βορειότερα και υψηλότερα κείμενα άνδηρα κατά την περίοδο που ακολούθησε την εγκατάλειψη της θέσης αυτής και τη μετακίνηση του κέντρου της πόλης στην υψηλότερα κείμενη περιοχή της Κρήνης και του Θεάτρου. 
 Σε ορισμένα δωμάτια, όπου λόγω της παρουσίας υψηλών σχετικά τοίχων η διάβρωση δεν είχε προχωρήσει σε μεγάλο βάθος, αποκαλύφθηκε ένα συνονθύλευμα άτακτα ριγμένων οικοδομικών υλικών (εικ. 18- 19), προερχόμενων από την ανωδομή των τοίχων, μεταξύ των οποίων ελάχιστη κεραμική κατά χώραν και αρκετά νομίσματα, που έχουν την ιδιότητα, όπως είναι γνωστό, λόγω του σχήματος και του βάρους τους να εισχωρούν και να κατακάθονται στο υποκείμενο στρώμα. Κατά την ανασκαφή του πρωτοχριστιανικού οικισμού που εκτείνεται και στο εσωτερικό της νοτιοανατολικής αίθουσας Γ-Γτου Ασκληπιείου59, σημειώθηκε η παρουσία μεγάλου αριθμού αρχιτεκτονικών μελών, γλυπτών και επιγραφών εντοιχισμένων στους τοίχους των οικιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσαν οι κορμοί δύο ελληνιστικών γυναικείων αγαλμάτων, που βρέθηκαν τοποθετημένοι όρθιοι μέσα στους τοίχους των δωματίων60. Ο οικισμός είναι βέβαιο ότι απλωνόταν προς τα ανατολικά και πάνω στα ερείπια των υπόλοιπων χώρων της δυτικής του πτέρυγας, όπως του λεγόμενου Βουλευτηρίου Γ και του Προπύλου Β, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις του Γ. Οικονόμου61. Δυστυχώς κανένας από τους προηγούμενους ανασκαφείς δεν αποτύπωσε ούτε περιέγραψε τα πρωτοβυζαντινά κατάλοιπα πριν τα απομακρύνει. Η μεγάλη έκταση, η πυκνή δόμηση και η μορφή των κτισμάτων του οικισμού θα επέτρεπαν τον χαρακτηρισμό του ως πόλης. Μια ομάδα πέντε τουλάχιστον μεγάλων οικιών βρίσκεται κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του οδικού άξονα που βαίνει από Νότο προς Βορρά παράλληλα σχεδόν με τον εξωτερικό ανατολικό τοίχο του Ασκληπιείου (εικ. 17). 

Εικ. 18 Άποψη του Πρωτοβυζαντινού οικισμού από βόρεια και  
Εικ 18, δεξιά: Άποψη του δωματίου Ε του Πρωτοβυζαντινού οικισμού.
 Η μόνη πλήρως ανεσκαμμένη οικία βρίσκεται στα δυτικά της οδού και καταλαμβάνει ολόκληρο τον χώρο της νοτιοανατολικής ελληνιστικής αίθουσας Γ-Γ (εικ. 8) του Ασκληπιείου, διαστάσεων 16,45x19,75 μ.  Περιλαμβάνει δεκαέξι συνολικά δωμάτια (I-XVI), χωρίς να συνυπολογίζονται δυο ακόμη μακρόστενα δωμάτια (Ζ και Υ) σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο της αίθουσας Γ-Γ προς την πλευρά της οδού (εικ. 17). Η μεγάλη αυτή οικία παρουσιάζει κανονική οργάνωση χώρων, από τους οποίους ο IV ήταν μάλλον υπαίθριος, ενώ ο Χ, όπου αποκαλύφθηκε και κιβωτιόσχημος ακτέριστος τάφος, λειτουργούσε ως μαγειρείο με εστία στη νοτιοανατολική γωνία του (εικ. 17). Τα μακρόστενα δωμάτια Ζ και Υ θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ως αποθήκες και στάβλοι. Παρεμφερή οργάνωση χώρων φαίνεται ότι είχαν και οι μερικώς ανεσκαμμενες οικίες ανατολικά της οδού. Στα δωμάτια ΡΡ και RR μιας από αυτές τις οικίες βρέθηκε ικανή ποσότητα από πυρακτωμένες μάζες φαιοπράσινου γυαλιού, καθώς και κομμάτια πλακών από την ίδια ποιότητα γυαλιού, που αποτελούν μάρτυρες της παρουσίας εργαστηρίου υαλουργίας στη γύρω περιοχή. Το εργαστήριο θα πρέπει να χρησιμοποιούσε ως πρώτη ύλη τις εισηγμένες (πιθανώς από την περιοχή της Συροπαλαιστίνης) πλάκες γυαλιού, τις οποίες ξαναελιωνε για να κατασκευάσει τα δικά του τέχνεργα62. Η ύπαρξη του εργαστηρίου προϋποθέτει την παρουσία εξειδικευμένων επαγγελματιών στην πόλη της Μεσσήνης, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την επιτύμβια επιγραφή του υαλουργού (ύαλα)63.
 Μεμονωμένοι τάφοι (ο ένας νηπίου) εντοπίστηκαν εκτός από το δωμάτιο Χ και στα δωμάτια U και G-E (εικ. 17). Ο μεγάλος αριθμός δωματίων και το μέγεθος των οικιών παραπέμπει σε ανθηρές οικονομικά πολυμελείς οικογένειες με υπηρετικό προσωπικό, των οποίων το θρήσκευμα δεν είναι δυστυχώς δυνατόν να διαπιστωθεί. Οι οικίες της πρωτοβυζαντινής Μεσσήνης έρχονται να προστεθούν στα λιγοστά για τον ελλαδικό χώρο παραδείγματα οικιών του +4ου αιώνα, όπως οι οικίες των Φιλίππων, οι οποίες, μολονότι χαρακτηρίζονται ως «παλαιοχριστιανικές», φαίνεται ότι επαναλαμβάνουν τη μορφή προγενέστερων ρωμαϊκών οικιών με περιστύλια και δεν αποτελούν απόλυτα χαρακτηριστικές για την πρωτοβυζαντινή εποχή δημιουργίες64.
 Από τα εκατόν ενενήντα δύο συνολικά νομίσματα της περιόδου (4ος-6ος αι.), που βρέθηκαν στις επιχώσεις των δωματίων του πρωτοβυζαντινού οικισμού, τέσσερα είναι του Θεοδοσίου Α' (379-395), έξι του Αρκαδίου (393-395 και 383-408), ένατου Ονωρίου (408-423), επτά του Θεοδοσίου Β' (408450), ένα του Μαρκιανού (450-457), πέντε του Λέοντος Α' (457-474), τέσσερα του Ζήνωνος (474491), οκτώ του Αναστασίου Α' (495-527) και τρία του Ιουστινιανού Α' (533-537,539-540,527-565). Η μαρτυρία των νομισμάτων αυτών για την αρχή και το τέλος του οικισμού και τη συνεχή διάρκεια ζωής του από τα τέλη του 4ου αιώνα και εξής είναι πολύτιμη65.
 0 οικισμός είναι βέβαιο ότι επεκτείνεται και προς Νότο καθώς και προς Βορρά στον χώρο της Αγοράς, όπου συμφωνά με διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη πρέπει να βρισκόταν μία ή περισσότερες παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Στον ίδιο οικισμό ανήκουν οι πενήντα περίπου τάφοι της ίδιας περιόδου, που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς δυτικά, βορειοδυτικά και βόρεια του Ασκληπιείου, διάσπαρτοι σε μεγάλη σχετικά έκταση, που αρχίζει δυτικά από το λατρευτικό οικοδόμημα Ω (ιερό Δήμητρος και Διοσκούρων), και φθάνει ως το οικοδόμημα Ψ-Ψ (εικ. 8). Οι τάφοι ήταν στην πλειονότητα τους ακτέριστοι. Ορισμένοι, ωστόσο, περιείχαν ως κτερίσματα πήλινα αγγεία χαρακτηριστικά για την εποχή και λίγες χάλκινες πόρπες66. Ένας από τους τάφους της δυτικής συστάδας στο οικοδόμημα Ω περιείχε χειροποίητο αγγείο, που αποτέλεσε το έναυσμα εκτενούς διαπραγμάτευσης67. Ελάχιστοι διάσπαρτοι χριστιανικοί τάφοι σημειώθηκαν και ανάμεσα στα δωμάτια, όπου βρέθηκαν και δύο θραύσματα μαρμάρινων επιτύμβιων χριστιανικών επιγραφών, καθώς και ιδιόμορφη χάλκινη πόρπη, με επίμηκες γλωσσίδι68.
 Ικανός αριθμός διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών με βέβαιο τόπο προέλευσης αφενός την περιοχή νοτιοδυτικά του Θεάτρου και της Κρήνης Αρσινόης και αφετέρου την περιοχή βόρεια του Ασκληπιείου ανήκουν χωρίς αμφιβολία σε δύο τουλάχιστον παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Η μία από αυτές εντοπίστηκε ήδη σε απόσταση λίγων μέτρων νοτιοανατολικά της σκηνής του Θεάτρου69. Η δεύτερη βασιλική πρέπει να βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της αγοράς και να περιλαμβάνει, όπως και η πρώτη, περισσότερες της μιας οικοδομικές φάσεις. Από τα αρχιτεκτονικά τους μέλη αξίζει να αναφερθούν εδώ ορισμένα θωράκια και επιθήματα70.

1.Τμήμα μαρμάρινου διάτρητου θωρακίου (εικ.20)
Μέγ. ύψ. 0,165 μ., πλ. 0,075 μ., πάχ. 0,19 μ. Από τη Βασιλική του Θεάτρου. Βρέθηκε το 1991 νοτιοδυτικά της Κρήνης Αρσινόης. Σπασμένο σε όλες του τις πλευρές. Σώζεται διάτρητος ρόδακας με ανάγλυφο μικρότερο ρόδακα στο κέντρο. Διάτρητα παρεμφερή θωράκια έχουν βρεθεί στις βασιλικές Φιλιατρών Τριφυλίας, Αγίας Σοφίας Μύτικα Ακαρνανίας, Ασκληπιείου Αθηνών και αλλού71.
Πιθανή χρονολόγηση: 5ος-6ος αι
2.Ασβεστολιθικό θωράκιο
Μέγ. ύψ. 0,63 μ., πλ. 0,80 μ., πάχ. 0,095 μ. Από τη Βασιλική του Θεάτρου. Βρέθηκε το 1991 ανατολικά της Κρήνης της Αγοράς. Ήταν γνωστό στον Ορλάνδο από το 196472. Έντονα διαβρωμένο. Σπασμένο αριστερά, άνω και κάτω. Ελαφρά ανάγλυφος σταυρός (μήκ. 0,208 μ., πλ. 0,035 μ.), πλαισιωμένος από χαμηλή έξεργη ταινία (πλ. 0,08 μ.), κοσμεί τη μία πλευρά του θωρακίου. Οι τρεις κεραίες του σταυρού διευρυνόμενες στα άκρα καταλήγουν σε ακίδες μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται ημικυκλική απόφυση. Το πλαίσιο περιβάλλει το θωράκιο στις τρεις πλευρές εκτός από την αριστερή, της οποίας η πλαϊνή επιφάνεια είναι αδρά δουλεμένη πιθανώς για την ένθεση σε πεσσίσκο ή για την επαφή δεύτερου θωρακίου. Παρόμοια θωράκια από τις βασιλικές Αγίας Σοφίας Μύτικα, Α και Γ της Αμφίπολης, Κρανείου Κορίνθου και Τεγέας73. Χρον: 6ος αι.
3.Τμήμα ασβεστολιθικού θωρακίου (εικ.22)
Μέγ. ύψ. 0,29 μ., πλ. 0,17 μ., πάχ. 0,15 μ. Από τη Βασιλική του Θεάτρου. Βρέθηκε κοντά στην Κρήνη Αρσινόη. Ισοσκελής σταυρός, περιβαλλόμενος από έξεργο κυκλικό φυλλοφόρο στεφάνι, διακοσμεί το θωράκιο. Ο σταυρός φέρει εσωτερικά βαθιές διπλές χαράξεις που ακολουθούν το περιγραμμάτων κεραιών74. Χρονολόγηση: 6ος αι.
4.Μαρμάρινο επίθημα αμφικιονίσκου (εικ.24)
Μέγ. ύψ. 0,165 μ., πλ. 0,21 μ., μήκ. 0,68 μ. Από τη βασιλική προς Βορρά του Ασκληπιείου. Βρέθηκε το 1990 σε μικρή απόσταση βόρεια από το Εκκλησιαστήριοτου Ασκληπιείου. Διατηρείται ακέραιο με ελαφρά σπασίματα. Στην άνω επιφάνεια του άβακα και κατά μήκος της μιας μακράς πλευράς εντομή, πιθανώς από προηγούμενη χρήση. Παρόμοιο ακόσμητο επίθημα αμφικιονίσκου παραθύρου βρίσκεται στο αίθριο του Αγίου Ιωάννη του Ριγανά πάνω από την πηγή στο Μαυρομμάτι (διαστ. άνω πλευράς 0,65x0,35 μ., ύψ. 0,14 μ.)75

 Παρόμοια επιθήματα βρέθηκαν και στην παλαιοχριστιανική βασιλική της νήσου Κεφάλου του Αμβρακικού (διαστ. άνω πλευράς 0,47x0,23 μ., κάτω επιφάνειας 0,31x0,12 μ., ύψ. 0,18 μ.)76. Χρονολόγηση: 6ος αι.
 Αρχαιολογικά τεκμήρια εγκατάστασης ανθρώπων κατά την πρωτοβυζαντινή εποχή παρατηρήθηκαν και έξω από τα όρια των βασικών οικιστικών συνόλων, που εντοπίζονται, όπως σημειώσαμε ήδη, στα ανατολικά του Ασκληπιείου και στην περιοχή του Θεάτρου, της Κρήνης Αρσινόης και της Αγοράς. Στα ταφικά κτίσματα έξω από την Αρκαδική Πύλη, ο ταφικός θάλαμος 18 χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον ως και τον +5ο αιώνα για ταφές, όπως δείχνουν τέσσερις επιτύμβιες επιγραφές της περιόδου +4ου-5ου/6ου αιώνα που διασώζουν τα ονόματα Άσκληπιάδης, Μάρκος κ.ά. Η μακροχρόνια χρήση του κτίσματος επιβεβαιώνεται και από είκοσι οκτώ χάλκινα νομίσματα, χρονολογοΰμενα από τα χρόνια του Σεπτιμίου Σεβήρου έως αυτά του Λέοντος Α (457-474). Έξω από τη βόρεια πλευρά του θαλάμου 18, σε επίχωση πλούσια σε πρωτοβυζαντινή κεραμική, αποκαλύφθηκε σιδερένιο δαχτυλίδι πιθανώς του +5ου/6ου αιώνα, με εξαγωνικό κρίκο και ορθογώνια σφενδόνη, διαστάσεων 0,012x0,014 μ., όπου έγκοιλη παράσταση: άνω μέρος κορμού μορφής που φοράει ιμάτιο και φέρει φωτοστέφανο, ενώ στα αριστερά της εικονίζεται όρθιος, τυλιγμένος σε σάβανο, νεκρός(;) μέσα σε μακρόστενο οξυκόρυφο πλαίσιο, που δηλώνει πιθανώς τάφο ή ταφικό κτίσμα (εικ. 23).
 Παρά τη μερική πτώση, την εγκατάλειψη και τη διακοπή λειτουργίας του Γυμνασίου, μετά το +360/370 σύμφωνα με τα νομίσματα, σποραδικά, μεμονωμένα προς το παρόν ευρήματα, κυρίως νομίσματα και πάλι του Βαλεντινιανού και του Θεοδοσίου, δείχνουν ότι η ζωή συνεχίζεται με τη μορφή εγκατάστασης χριστιανών(;) μεταξύ της περιόδου +400 και +600 και στη νότια, χαμηλή και οπωσδήποτε υγρή αυτή περιοχή της πόλης. Οι εγκατεστημένοι στο Γυμνάσιο χριστιανοί(;), όπως και εκείνοι που είχαν εγκατασταθεί στα ταφικά μνημεία της Αρκαδικής Πύλης, επιδίδονταν με ιδιαίτερο ζήλο στον κατακερματισμό των μαρμάρινων αγαλμάτων, τα οποία δεν είχαν έγκαιρα καλυφθεί από τις προσχώσεις του χειμάρρου77. Λείψανα κτισμάτων της πρωτοβυζαντινής περιόδου ήλθαν στο φως στην επίπεδη έκταση ανάμεσα στη δυτική στοά του Γυμνασίου και το πέταλο του Σταδίου, σε επαφή μάλιστα με την εξωτερική πλευρά του τόξου του Σταδίου. Τα δωμάτια της συστάδας αυτής ταπεινών σπιτιών είναι ακτινωτά διατεταγμένα γύρω από το πέταλο, ενώ τα στενά δρομάκια ή οι διάδρομοι, που διαχωρίζουν τα δωμάτια, καταλήγουν στα κλιμακοστάσια των κερκίδων του Σταδίου. Το γεγονός αυτό δηλώνει α) ότι το Στάδιο δεν είχε ακόμη καλυφθεί από τις επιχώσειςτου χειμάρρου, μολονότι είχε διακόψει τη λειτουργία του ως αρένα θηριομαχιών στα τέλη του +4ου αιώνα, και β) ότι τα κλιμακοστάσια του χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους του μικρού οικισμού για να επικοινωνούν με το χαμηλότερο άνδηρο, όπου βρισκόταν ο στίβος. Τοίχοι της ίδιας περιόδου αποκαλύφθηκαν και στην αντίστοιχη θέση της βορειοανατολικής πλευράς του πετάλου. Δύο επιτύμβιες επιγραφές του 5ου-6ου αιώνα μ.Χ., χαραγμένες κατά τη συνήθεια της εποχής σε μαρμάρινες πλάκες, ένα επίγραμμα από την ανατολική στοά του Γυμνασίου και μια απλούστερη επιγραφή από την περιοχή του Προπύλου, επιβεβαιώνουν τη μόνιμη, περιορισμένης όμως έκτασης, εγκατάσταση και στη θέση αυτή.



 Χτισμένο σε τοίχο πρωτοβυζαντινού κτίσματος της βορειοδυτικής πλευράς του πετάλου, βρέθηκε το άνω μέρος ακέφαλου κορμού μαρμάρινου αγάλματος ιματιοφόρου άνδρα (εικ. 25). Η μορφή είναι σφιχτά τυλιγμένη στο ιμάτιο, το οποίο καλύπτει και τα δύο χέρια. Το δεξί φέρεται λοξά προς το στήθος συγκρατώντας από μέσα το ιμάτιο, ενώ το λυγισμένο στον αγκώνα αριστερό, που λείπει, ήταν ένθετο. Οι πτυχώσεις του ενδύματος είναι σχηματοποιημένες και σχοινοειδείς, ενώ στην πίσω πλευρά δεν δηλώνονται. Η μαρτυρία της πτυχολογίας και η πλήρης απουσία σωματικότητας, που παρέχει την εντύπωση ότι το έργο είναι ανάγλυφο, συνηγορούν υπέρ μιας χρονολόγησης προς τα τέλη του +4ου αιώνα, λίγο πριν από το +360/370, οπότε και χρονολογείται η τελική πτώση και εγκατάλειψη όλων των ύστερων ρωμαϊκών οικοδομημάτων της πόλης78. 0 τύπος του ιματιοφόρου (palliatus), στον οποίο ανήκει το γλυπτό, είναι πολύ δημοφιλής σε όλη τη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής και χρησιμοποιείται στη συνέχεια και για την απεικόνιση του ίδιου του Θεανθρώπου79. Το γλυπτό αποτελεί και terminus post quem για την ανέγερση των πρωτοβυζαντινών κτισμάτων.
 Δύο κεραμοσκεπείς τάφοι της ίδιας πρωτοβυζαντινής περιόδου ήλθαν στο φως στη βορειοδυτική γωνία του δωματίου II της δυτικής στοάς80. Πρωτοβυζαντινή εγκατάσταση εντοπίστηκε επίσης και πίσω από το πόδιο του Ηρώου-Μαυσωλείου των Σαιθιδών στα νότια του Σταδίου (εικ. 26). Η προεξέχουσα πίσω από το πόδιο του Ηρώου ορθογώνια κατασκευή81 έχει τη μορφή δεξαμενής με κτιστές παρειές, που προχωρούν σε βάθος 2,50 μ. περίπου και περατούνται σε πλακόστρωτο δάπεδο. Βρέθηκε γεμάτη με τέφρα, πέτρες, οστά ζώων και όστρακα αγγείων της πρωτοβυζαντινής περιόδου, που χρονολογούν την κατάχωσή της και χαρακτηρίζουν την υστερογενή χρήση της ως λάκκου απορριμμάτων. Η χρονολόγηση κατάχωσης της δεξαμενής προς το τέλος της πρωτοβυζαντινής περιόδου επιβεβαιώθηκε και από την εύρεση, σε βάθος 2,40 μ., μαρμάρινης επιτύμβιας πλάκας με την επιγραφή82
 Μάρκε || πάντων φίλε χαίρε. 
 Δύο ακόμη θραύσματα χριστιανικών επιτύμβιων επιγραφών βρέθηκαν τυχαία στα νότια του Ηρώου. Οι γύρω από το στόμιο της δεξαμενής κατασκευές, πρόχειρα κτισμένες με ακανόνιστες πέτρες χωρίς συνδετικό κονίαμα, ανήκουν σε εγκατάσταση της πρωτοβυζαντινής περιόδου, σχετιζόμενη με εργαστηριακές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένου και του κατακερματισμού των μαρμάρινων επιτύμβιων γλυπτών του Ηρώου. Στρώμα τέφρας επικάλυπτε όχι μόνο τη δεξαμενή, αλλά και τον γύρω από αυτήν εντός και εκτός της κατασκευής χώρο. Πυρακτωμένο στρώμα αργίλου σημειώθηκε σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά.
 Η προκαταρκτική ταύτιση των νομισμάτων από τις επάλληλες οικοδομικές φάσεις της ρωμαϊκής έπαυλης βόρεια του Γυμνασίου έδειξε ότι ορισμένοι χώροι της, όπως οι αρ. 20,21,22 και 24 (εικ. 14) είχαν χρησιμοποιηθεί και κατά τους +5ο και +6ο αιώνες83.

Εικ. 26 Κατασκευές Πρωτοβυζαντινών χρόνων πίσω από το Ηρώο των Σαιθιδών (σχέδιο Α. Νακάση)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Έγινε νομίζω φανερό από τη συζήτηση που προηγήθηκε ότι έως και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα μ.Χ. η Μεσσήνη παρέμεινε το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της ελεύθερης Μεσσηνίας. Η παρακμή της ρωμαϊκής πόλης, η οποία επισφραγίζεται από ισχυρές σεισμικές δονήσεις, λαμβάνει χώρα κατά το δεύτερο μισό του αιώνα, και πιο συγκεκριμένα μετά το 360-370 μ.Χ.84. Το αποφασιστικό πλήγμα στην πόλη υποτίθεται ότι δίνεται με την επιδρομή των Γότθων στην Πελοπόννησο85. Οι φιλολογικές εντούτοις μαρτυρίες δεν αναφέρουν επιδρομή Γότθων στη Μεσσηνία και ιδιαίτερα τη Μεσσήνη. Η πορεία τους στην Πελοπόννησο, με επικεφαλής τον Αλάριχο, ξεκινάει από τον Ισθμό στις αρχές του +396 και μετά την καταστροφή της Κορίνθου κατευθύνεται στο Άργος και τη Σπάρτη. Από τη Λακωνία ανεβαίνουν στην Αρκαδία. Παραμένουν στην Πελοπόννησο περίπου ένα έτος λεηλατώντας την Αρκαδία και την Ήλιδα έως ότου ο Στελίχων έρχεται, το +397, εναντίον τους στο αρκαδικό οροπέδιο της Φολόης86. Οι αναφορές σε καταστροφή της Μεσσήνης από τους Γότθους βασίζονται στην υπόθεση ότι κατά τη μετάβαση τους από τη Σπάρτη στην Αρκαδία πρέπει να διέσχισαν και τη Μεσσηνία, επιφέροντας μεγάλες ζημιές στα επιφανή ιερά των Ελλήνων, μεταξύ των οποίων ήταν πιθανότατα και ιερά της Μεσσήνης87. Η καταστροφή όμως των ιερών π.χ. της Ολυμπίας από τη γοτθική επιδρομή αμφισβητείται88, ενώ η καταστροφή του ναού του Διός στη Νεμέα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποδίδεται από τον Hill στους σεισμούς του 360 ή του 370, αυτούς που προκάλεσαν και την πτώση των οικοδομημάτων στη Μεσσήνη.
 Η συνεχής κατοίκηση και χρήση του χώρου από τα τέλη του +4ου αιώνα και εξής προκύπτει έμμεσα και από τις φιλολογικές μαρτυρίες, οι οποίες επιβεβαιώνονται από τα ανασκαφικά δεδομένα, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω. Η Μεσσήνη αναφέρεται στον Σννέκοημο του Ιεροκλέους (συντάχθηκε επί Ιουστινιανού πριν από το 535) ως μία από τις εβδομήντα εννέα πόλεις της «επαρχίας Ελλάδος ήγουν Αχαΐας υπό άνθύπατον»89. Από τον πρώιμο +5ο αιώνα και εξής η πόλη συγκαταλέγεται ανάμεσα στις επτά επισκοπικές έδρες της Πελοποννήσου, την Κορίνθο, το Άργος, τη Λακεδαίμονα, τη Μεγαλόπολη, την Τεγέα και την Πάτρα90. Η εμφάνιση του επισκόπου Αλεξάνδρου στη Σύνοδο της Σαρδικής το 343, ως πρώτου επισκόπου Μεσσήνης, αμφισβητείται δικαιολογημένα, όχι μόνο ως πολύ πρώιμη, αλλά και λόγω της φθοράς της υπογραφής που του αποδίδεται91. Ως βέβαιος επίσκοπος Μεσσήνης θεωρείται ο Ιωάννης, ο οποίος παραβρέθηκε στην Γ' Σύνοδο του 431 στην Έφεσο, στην Δ' Οικουμενική Σύνοδο του 451 στη Χαλκηδόνα, ενώ συνυπογράφει σε επιστολή της Συνόδου του 458 της επαρχίας Κορίνθου προς τον αυτοκράτορα Λέοντα Ä (457-474), τον ονομαζόμενο και Μακέλλην92.
 0 επίσκοπος Ιωάννης της Μεσσήνης ανήκει στην ομάδα των επισκόπων Ωφέλιμο Τεγέας, Ονήσιμο Άργους και Ιωάννη Πατρών, οι οποίοι μαζί με τον επίσκοπο Μεγάρων Νικία αποτέλεσαν «λαμπρόν επισκοπικόν σύστημα», κατά την έκφραση του Ορλάνδου, γύρω από τον μητροπολίτη της Κορίνθου Πέτρο93.0 Le Quien αναφέρει και επίσκοπο Μεσσήνης Φίλιππο, ο οποίος πήρε μέρος στη λεγόμενη Φωτιανή ψευδοσυνοδο μητροπολιτών του 87994.0 Antoine Bon υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου, αλλά για την ομώνυμη της Ανατολικής Θράκης, άποψη που δέχεται και ο Ορλάνδος95. Η παρουσία εντούτοις ακμαίου μεσοβυζαντινού οικισμού στην περιοχή του Θεάτρου, καθώς και βασιλικής στην ίδια περιοχή καθιστά πιθανότερη την εκδοχή του Le Quien.
 Οι ισχυροί σεισμοί του +6ου αιώνα, του 522 και ιδιαίτερα του 550/5, κατέστρεψαν πολλές βασιλικές της Πελοποννήσου, μεταξύ άλλων εκείνες των Φιλιατρών και του Λεχαίου. Αυτές είτε ανοικοδομούνται μερικώς και εγκαταλείπονται αργότερα στα τέλη του +6ου με αρχές του +7ου αιώνα, όπως εκείνη των Φιλιατρών, είτε εγκαταλείπονται μετά τον σεισμό του 550/51, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Λεχαίου96. Δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία για τυχόν επιπτώσεις των σεισμών αυτών και στη Μεσσήνη. Ο πρωτοβυζαντινός πάντως οικισμός της περιοχής του Ασκληπιείου φαίνεται ότι εγκαταλείπεται μετά την περίοδο των σεισμών, προς τα τέλη του 6ου αιώνα, και μετακινείται βορειότερα προς το Θέατρο.
 Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο πρωτοβυζαντινός οικισμός της περιοχής του Ασκληπιείου, καθώς
και εκείνος της περιοχής Θεάτρου-Κρήνης-Αγοράς, ιδιαίτερα ο δεύτερος, δεν λαμβάνουν απόλυτα υπόψη το προϋπάρχον πολεοδομικό ιπποδάμειο σύστημα της ρωμαϊκής φάσης, η οποία εντάσσεται απόλυτα μέσα στον κλασικό-ελληνιστικό ιστό της πόλης. Οι προϋπάρχοντες μεγάλοι κάθετοι και οριζόντιοι δρόμοι δεν λειτουργούσαν πια στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, αφοΰ πάνω τους κτίζονται κατοικίες, ενώ τα αρχιτεκτονικά μέλη των κολοσσιαίων προγενέστερων οικοδομικών συγκροτημάτων ή ταφικών μνημείων, καθώς και ο γλυπτικός τους διάκοσμος, όπως του Ασκληπιείου, του Θεάτρου, της λεγόμενης «στοάς Μπαλοποΰλου» κ.ά., χρησιμοποιούνται ως οικοδομικό υλικό. Ορισμένα τμήματα των προγενέστερων οικοδομημάτων, ολόκληρα δωμάτια ή απλοί τοίχοι, ενσωματώνονται ενίοτε μέσα στον ακανόνιστο πολεοδομικό ιστό του πρωτοβυζαντινοΰ οικισμού. 
  Όπως στη Μεσσήνη έτσι και στη Ρώμη, ο παραδοσιακός πολεοδομικός ιστός αλλάζει μορφή, όταν η χριστιανική κοινότητα αρχίζει να οικοδομεί τη δική της πόλη πάνω στην παλαιά, στα τέλη του +4ου αιώνα, μεταξύ του +380 και +400, σε αντίθεση προς την Αθήνα, όπου ο αρχαίος πολεοδομικός ιστός γίνεται σεβαστός από αυτούς που οικοδομούν μετά τις καταστροφές των Βησιγότθων το +395/6.97.
 Τα νομίσματα της Μεσσήνης εμφανίζουν χρονολογικό κενό μεταξύ του 600 και 850 περίπου, που μπορεί να είναι συμπτωματικό, μια και η έρευνα των πρωτοβυζαντινών καταλοίπων της Μεσσήνης βρίσκεται στην αρχή. Η κεραμική δεν έχει ακόμη μελετηθεί ούτε τα ποικίλα μικροαντικείμενα και τα λιθανάγλυφα. Οπωσδήποτε είναι πρόωρο να προχωρήσει κανείς στην εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την εγκατάλειψη της θέσης, τη διακοπή της συνέχειας αμέσως μετά το +600 και την επανεγκατάσταση του πληθυσμού στην περιοχή της Κρήνης Αρσινόης και του Θεάτρου από τον 9ο αιώνα και εξής, πριν ολοκληρωθεί τουλάχιστον η ανασκαφική έρευνα της βασιλικής του Θεάτρου, που διενεργείται υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου Βασιλικής Πέννα, αν όχι και του συνόλου των κτισμάτων του πρωτοβυζαντινού και του βυζαντινού οικισμού98. Άλλωστε το πρόβλημα της ασυνέχειας των νομισματικών ευρημάτων επιδέχεται και άλλες ερμηνείες που συζητούνται και στον παρόντα τόμο99. Η επικρατούσα για πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου άποψη, ότι ο πληθυσμός, κατά την περίοδο των «σκοτεινών» αιώνων, εγκατέλειψε τις πόλεις και κατέφυγε στην ύπαιθρο, σε απρόσιτα κάστρα ή σε νησίδες, στηρίζεται κυρίως σε επιφανειακές ενδείξεις και όχι σε αρχαιολογικές αποδείξεις (συστηματικές ανασκαφές, τελικές δημοσιεύσεις ευρημάτων, χρονολόγηση κεραμικής κ.λπ.)100.

Πέτρος Γ. Θεμελης

Σημειώσεις- βιβλιογραφία
1. Για τις ως τώρα ανασκαφικές έρευνες, βλ. Α. Blouet, Expédition scientifique de Morée, 1, Paris 1831, 2733, πίν. 22-47· Ph. Le Bas, «Fouilles à Messene», RA 1 (1844), 422-426· Θ. Σοφούλης, ΠΑΕ 1895, 27· AM 20, 1895,375-ΑΑ 11 (1896), 73· Γ. Οικονόμος, ΠΑΕ 1909,201-205· ΠΑΕ 1925/26,15-17 και 55-66· BCH 49 (1925), 453-454· ΑΑ 1926, 425-428· AJA 30 (1926), 360-361· Α.Κ. Ορλάνδος, ΠΑΕ 1957, 121-125, πίν. 53-58· ΠΑΕ 1958, 177-183, πίν. 137-142· ΠΑΕ 1959, 162-173, πίν. 136-145· ΠΑΕ 1960, 210-227, πίν. 162-169· ΠΑΕ 1962, 99-112, πίν. 103-120· ΠΑΕ 1963, 122-129, πίν. 94-105· 1964, 96-101, πίν. 99-109· ΠΑΕ 1969, 98-120, πίν. 121136· ΠΑΕ 1970, 125-141, πίν. 172-184· ΠΑΕ 1971, 157-171, πίν. 191-203· ΠΑΕ 1972, 127-138, πίν. 103-116· ΠΑΕ 1973,108-111, πίν. ΣΤ'-Ζ'· ΠΑΕ 1974,102-109, πίν. 83-87· ΠΑΕ 1975,176-177, πίν. 154-161· Έργον 1957, 75-80· Έργον 1958,142-148· Έργον 1959,110-117· Έργον 1960, 159-167· Έργον 1962, 119-132· Έργον 1963, 88-102· Έργον 1964, 90-101· Έργον 1969, 97-132· Έργον 1970, 100-131· Έργον 1971, 144-173· Έργον 1972, 67-83· Έργον 1973, 79-82· Έργον 1974, 62-73· Έργον 1975,107-116· Ad 16 (1960) Χρονικά, 108-109, πίν. 8687-ΑΑ 18 (1963) Χρονικά, 95-97, πίν. 110-114· ΑΑ 19 (1964) Χρονικά, 156-160, πίν. 155-160· BCH 82 (1958), 714-717· BCH 83 (1959), 636-639· BCH 84 (1960), 695-700· BCH 85 (1961), 697-703· BCH 87 (1963), 768-777· BCH 88 (1964), 734-742· BCH 89 (1965), 729-732· BCH 94 (1970), 984-989· BCH 95 (1971), 892-895· BCH 96 (1972), 660-664· AJA 67 (1963), 281-282· AJA 75 (1971), 308-310· ARepLond (1971-72), 10· Α.Κ. Ορλάνδος, «Νεώτεραι έρευναι εν Μεσσήνη 1957-1973», στο U. Jantzen (επιμ.), Neue Forschungen in griechischen Heiligtümern, Tübingen 1976,9-38· Π. Θε'μελης, ΠΑΕ 1986,74-82, πίν. 17-22· ΠΑΕ 1987,73-104, πίν. 64-80· ΠΑΕ 1988, 43-79, πίν. 31-57· ΠΑΕ 1989, 63-122, πίν. 54-94· ΠΑΕ 1990, 56-103, πίν. 31-74· ΠΑΕ 1991, 85-128, πίν. 50-78· ΠΑΕ 1992, 60-87, πίν. 20-27· ΠΑΕ 1993, 48-72, πίν. 25-49· ΠΑΕ 1994, 69-99, πίν. 19-48· ΠΑΕ 1995, 55-86, πίν. 13-42· ΠΑΕ 1996,139-171, πίν. 53-72· ΠΑΕ 1997,79-113, πίν. 32-65· Έργον 1986,100-10· Έργον 1987, 98-104· Έργον 1988,27-46· Έργον 1989, 30-37" Έργον 1990, 26-35· Έργον 1991, 28-35· Έργον 1992, 27-41· Έργον 1993, 26-43· Έργον 1994, 37-42· Έργον 1995, 27-36" Έργον 1996, 47-52· Έργον 1997, 34-42· Έργον 1998, 39-50· ARepLond (1986-87), 21· ARepLond (1987-88), 26· ARepLond (1988-89), 37-40· ARepLond (1989-90), 33· ARepLond (1990-91), 32-33· ARepLond (1992-93), 30-31· ARepLond (1993-94), 28· ARepLond (1994-95), 24· ARepLond (1995-96), 18· ARepLond (1996-97), 48-49.
2. C. Habicht, Pausanias und seine «Beschreibung Griechenlands», München 1985, 48.
3. Εννοεί το ναό της Μητέρας των θεών στην αγορά της Μεγαλόπολης.
4. Εννοεί το κεφάλι του λατρευτικού αγάλματος του Ποσειδώνος Επόπτου, του οποίου ο ναός βρισκόταν έξω από τη Μεγαλόπολη.
5. Πλήρη στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αρκαδία επί Παυσανία, βλ. την Εισαγωγή στο Ν.Δ. Παπαχατζής, Παυσανίον Ελλάδος περιήγησις. Αχαϊκά και Αρκαδικά, Αθήνα 1980,7-9 και στα Αττικά, Αθήνα 1974, 9-10, σημ. 2.
6. Βλ. Εισαγωγή στο Παπαχατζής, Παυσανίας, Αττικά, 9.
7. Για το ρόλο και την προσωπικότητα του Ηρώδη Αττικού, βλ. P. Graindor, Un millardaire antique. Hérode Atticus et sa famille, Cairo 1930, passim· W. Ameling, Herodes Atticus, Köln 1983. Πρβλ. Habicht, Pausanias, 62,123,131· Εισαγωγή στο Παπαχατζής, Παυσανίας, Αττικά, 10-11.
8. Κατασκευασμένα τόσο κατά τους 4ο, 3ο, 2ο και Ιο αι. π.Χ., όσο και κατά την περίοδο των ρωμαίων αυτοκρατόρων, κυρίως του ύστερου Αυγούστου, του Τιβερίου και του Νέρωνος: Π.Γ. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, Αθήνα 1999, 42-117.
9. Θέμελης, ΠΑΕ 1991, 99-102, πίν. 62-64· ΠΑΕ 1992, 82-84.
10. Βλ. Εισαγωγή στο Παπαχατζής, Παυσανίας, Αττικά, 20 και Αχαϊκά και Αρκαδικά, 12-13, σημ. 3.
11. Για τον Δαμοφώντα και τα έργα του εντός και εκτός Μεσσήνης, βλ. P. Themelis, «Damophon», στο Ο. Palagia - J.J. Pollitt (επιμ.), Personal Styles in Greek Sculpture, Oxford 1998,154-185, όπου και η προγενέστερη βιβλιογραφία.
12. P. Themelis, «Statuenfunde aus dem Gymnasion von Messene», Nürnberger Blätter zu Archaeologie 15 (1998-99), 59-84. Το ιερό του θρυλικού ήρωος Αριστομένη, που είδε ο Παυσανίας στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης, πιστεύουμε ότι ταυτίζεται με το ιερό ήρωος που ανασκάπτεται αμέσως ΒΑ του Προπυλου του Γυμνασίου: Έργον 1998,48· Έργον 1999,52.
13. Βλ. εδώ, σημ. 1.
14. Themelis, «Statuenfunde», 78-81
15. Α. Giuliano, // commercio dei sarcofagi attici, Roma 1962.
16. Β. Καλλιπολίτης, Χρονολογική κατάταξη των μετά μυθολογικών παραστάσεων σαρκοφάγων της ρωμαϊκής εποχής, Αθήνα 1958· G. Koch, Sarkophage der römischen Kaiserzeit, Berlin 1993. Πρβλ. F. Ciliberto, / sarcofagi attici nell'Italia settentrionale, Bern 1996, 48, 66, πίν. 7d, 12f.
17. Πρβλ. H.R. Goethe, «Der sog. römische Tempel von Karystos: Ein Mausoleum der Kaiserzeit», AM 109 (1994), 259-300, στις σελίδες 296-300 παρατίθεται κατάλογος με 21 ταφικά κτίσματα αυτοκρατορικών χρόνων στην Ελλάδα.
18. Θέμελης, ΠΑΕ 1997, 82.
19. Θέμελης, ΠΑΕ 1996,140-144.
20. Επιδαπέδια και εντοίχια πριστά μαρμαροθετήματα· βλ. Π. Ασημακοποΰλου-Ατζακά, Η τεχνική opus sectile στψ εντοίχια διακόσμηση, Θεσσαλονίκη 1980, 4. Πρβλ. L. Ibrahim - R. Scranton - R. Brill, Kenchreae, Eastern Port of Corinth, 2, The Panels of Opus Sectile in Glass, Leiden 1976, 268.
21. Για σύγχρονα ψηφιδωτά δάπεδα, βλ. Π. Ασημακοπουλσυ-Ατζακά (με τη συνεργασία της Ε. Πελεκανίδου), Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, 2: Πελοπόννησος-Στεοεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987,169 κ.ε., αρ. 107, πίν. 284α· Α. Kankeleit, Kaiserzeitliche Mosaiken in Griechenland, München 1994, αρ. 20, 91,148.
22. Θέμελης, ΠΑΕ 1990, 57, πίν. 33α.
23. Θέμελης, ΠΑΕ 1989, 99-105* ΠΑΕ 1990, 57-62, εικ. 2.
24. Για τον τύπο του αγάλματος, βλ. Θέμελης, ΠΑΕ 1989,102-105.
25. J.A.S. Evans, The Age ofJustinian, London/New York 1996 (μτφρ. Β. Κουρής, Αθήνα 1998), 47.
26. Η.Ρ. L'Orange, Das römische Herrscherbild, 3.4. Das spätantike Herrscherbild von Diokletian bis zu den Konstantin-Söhnen 284-361 n. Chr., Berlin 1984. Βλ. και Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 7, Αθήνα 1978, εικ. σ. 46.
27. G.M.A. Hanfmann, Cfossical Sculpture, Norwich 1967, 345· Age of Spirituality: Late Antique and Early Christian Art. Third to Seventh Century (κατάλογος έκθεσης στο Metropolitan Museum of Art), New York 1977, 11, εικ. 3.
28. Hanfmann, Classical Sculpture, 344* Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 7, εικ. σ. 71.
29. Κεφάλι Ερμή της εποχής των Αντωνίνων με παρόμοια μικρά φτερά στο κρανίο* βλ. Μ. Aurenhammer, Die Skulpturen von Ephesos, Wien 1990, 30-32, πίν. 6-7.
30. P. Brown, The World of Late Antiquity, London 1971 και 1989 (μτφρ. Ε. Στάμπογλης, Αθήνα 1998), 95-97, εικ. 64.
31. Ορλάνδος, ΠΑΕ 1958,181-183, εικ. 3, 4, πίν. 141-142.
32. Θέμελης, ΠΑΕ 1990, 73-75.
33. Θέμελης, ΠΑΕ 1989, 69-74.
34. Ό.π., 69-74, πίν. 59-61α.
35. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, 58-82.
36. P. Themelis, «Artemis Ortheia at Messene. The Epigraphical and the Archaeological Evidence», στο R. Hägg (επιμ.), «Ancient Greek Cult Practice from the Epigraphical Evidence», International Seminar at the Swedish Institute at Athens, 22-24 November 1991, Stockholm 1994, 101-122.
37. θέμελης, Έργον 1996, 55· ΠΑΕ 1996,163, πίν. 70β, 71α.
38. F. Cooper, «Scamilli impares and the Heroon at Messene», στο L. Haselberger (επιμ.), Appearance and Essence Refinements of Classical Architecture-Carvature, Philadelphia 1997, 97-112
39. Π. Θέμελης, «Το στάδιο της Μεσσήνης», Πρακτικά Συμποσίου Ολυμπιακών Αγώνων, Αθήνα 5-9 Σεπτεμβρίου 1988, επιμ. W. Coulson - Η. Kyrieleis, Αθήνα 1992, 87-91, πίν. 38-55.
40. Θέμελης, ΠΑΕ 1988, 65-72· ο ίδιος, «Το στάδιο της Μεσσήνης», 89-90.
41. Habicht, Pausanias, 49, 60 και σημ. 81-83.
42. Themelis, «Statuenfunde», 59-84· Π.Γ. Θέμελης, Ήρωες και ηρώα στη Μεσσήνη, Αθήνα 2000,143-147, εικ. 135α-β.
43. Παρόμοιοι φράκτες υπήρχαν σε θέατρα, όπως της Κορίνθου και της Ερέτριας: R. Stillwell, The Theater, Corinth 2, Princeton 1952, 45, εικ. 38· E. Fiechter, Das Theater in Eretria, Stuttgart 1937, 27, 41· S. Schmid, «Decline or Prosperity at Roman Eretria? Industry, Purple Dye Works, Public Buildings, and Gravestones», JRA 12 (1999), 273-293.
44. Για τα θεάματα αυτού του είδους, βλ. L. Robert, Les gladiateurs dans l'Orient grec, Amsterdam 1971· K. Welch, «Greek Stadia and Roman Spectacles: Asia, Athens, and the Tomb of Herodes Atticus», JRA 11 (1998), 127* E.J. Jory, «Gladiators in the Theatre», CQ 36 (1986), 537-539· Β. Πετράκος, «Στήλη μονομάχου από την Ερέτρια», ΑΕ 134 (1995), 271-273 με βιβλιογραφία.
45. Θέμελης, ΠΑΕ 1989,106-107, πίν. 88-89. Αναγραφές ονομάτων σε εδώλια κυρίως θεάτρων, βλ. Th. Ηοmolle, «Le théâtre de Megalopolis», JHS 1890, 55-71· Β. Saria, «Die Inschriften des Theaters von Stobi», Wiener Jahreshefte 32 (1940), 3-34· D. De Bernandi-Ferreto, Teatri classici in Asia Minore, 2, Roma 1971, 2-31 K. Gallis, «The Games in Ancient Larissa», στο WJ. Raschke (επιμ.), TheArchaeology ofthe Olympics, Wisconsin 1988, 231* D.B. Small, «Social Correlations in the Greek Cavea in the Roman Period», στο S. Macready - F.H. Thompson (επιμ.), Roman Architecture in the Greek World, London 1987, 86-93.
46. W.A. Daszewski, Dionysos der Erlöser, Mainz am Rhein 1985, passim* ο ίδιος, «Iconographie et réaction païenne», στο J. Balty (επιμ.), Mélanges P. Leveque, 1, Besançon/Paris 1988· ο ίδιος, «Le mystérieux message des mosaïques de Paphos», Le Monde de la Bible 112 (1998), 30-35.
47. Πρβλ. Brown, The World of Late Antiquity, 84-86.
48. Πρβλ. Α. Karivieri, «The "House of Proclus" on the Southern Slope of the Acropolis: A Contribution», στο P. Castrén (επιμ.), Post-Herulian Athens, Helsinki 1994,139 σημ. 164 για την αθηναϊκή ελίτ και τις κατοικίες της.
49. Brown, The World of Late Antiquity, 33.
50. Ό.π., 33 και 42 κ.ε.
51. Πρβλ. Μ. Rostovtzeff, Rome (μτφρ. από τα ρωσικά J.D. Duff, New York 1957), 215-232.
52. Ορλάνδος, ΠΑΕ 1959,169-170, εικ. 10 και 11· ΠΑΕ 1960, 220.
53. J.A. Trainter, The Collapse of Complex Societies, Cambridge 1988,11,188,193-199.
54. Κείμενο διάλεξης του Colin F. Macdonald με θέμα «Minoan reactions to natural catastrophes», που έδωσε στις 13-5-1998 στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης στο Ρέθυμνο.
55. Θέμελης, ΠΑΕ 1997, 87-88, πίν. 39-41.
56. Στα βόρεια του θεάτρου βρίσκεται το ερειπωμένο βυζαντινό εκκλησίδιο «Κλησακοΰκι», ενώ απαντούν πέντε ακόμη διάσπαρτα στο χώρο εκκλησάκια του 13ου-14ου αι., Α.Κ. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», ΑΒΜΕ 11 (1969), 87-147.
57. Οδ. Λαμψίδης, Ο εκ Πόντου όσιος Νίκων ο Μετανοείτε (Κείμενα-σχόλια), Αθήνα 1982,62: «Μισύνης, ην και Βουρκάνον έγχωρίως καλοΰσιν»· Η. Αναγνωστάκης, «Ιστορικογεωγραφικές σημειώσεις», Σύμμεικτα 8 (1989), 69 κ.ε.
58. Θέμελης, ΠΑΕ 1994, 70-74, εικ. 2-5· ΠΑΕ 1995, 63-64· ΠΑΕ 1996,150 και 156· ΠΑΕ 1997, 74-76.
59. Για την οικιστική χρήση της αίθουσας αυτής, καθώς και για την αρχική λειτουργία της ως Αρχείου του Γραμματέως των Συνέδρων, βλ. Θέμελης, ΠΑΕ 1991,110-112, εικ. 7, όπου εσφαλμένα οι ύστερες οικοδομικές φάσεις χρονολογούνται στον 3ο-4ο αι. μ.Χ. αντί στον 4ο-5ο αι. μ.Χ.· ο ίδιος, ΠΑΕ 1994, 75-76.
60. Θέμελης, ΠΑΕ 1995, 64-65, πίν. 15β και 16.
61. Οικονόμος, ΠΑΕ 1909, 202-203.
62. Συμφωνά με την άποψη της ειδικής σε θέματα γυαλιού κυρίας Gertrud Forster-Platz, η οποία κλήθηκε από το Βερολίνο για να εξετάσει όλα τα σχετικά ευρήματα της Μεσσήνης.
63. Βλ. Β. Μπαρδάνη, «Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης», στον παρόντα τόμο, 91-92. Πρβλ. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, «Μνείες καλλιτεχνών και τεχνιτών σε κείμενα της παλαιοχριστιανικής περιόδου», Αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1988, 293 κ.ε.· Κ.Π. Μέντζου, Συμβολαί εις τηνμελέτην του οικονομικού και κοινωνικού βίου της πρωίμου βυζαντινής περιόδου (Η προσφορά των εκ Μ. Ασίας και Συρίας επιγραφών και αγιολογικών κείμενων), Αθήνα 1975* Κ.Ι. Κρητικάκου, «Μνείες οικοδομικών επαγγελμάτων στις επιγραφές της ρωμαϊκής-παλαιοχριοτιανικής Παλαιστίνης και Αραβίας», στο Ποικίλα [Μελήματα 10], Athens 1990, 373-393.
64. Γ. Γούναρης, Εισαγωγή στην παλαιοχριστιανική Αρχαιολογία, 1: Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1999, 178-180.
65. Θέμελης, ΠΑΕ 1993, 66, πίν. 38β· ΠΑΕ 1994, 75-76· ΠΑΕ 1995, 63-68
66. Θέμελης, ΠΑΕ 1990, 76-79, εικ. 9, πίν. 53· ΠΑΕ 1991, 91.
67. Η. Αναγνωστάκης - Ν. Ποΰλου-Παπαδη μητριού, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 229-322.
68. Θε'μελης, ΠΑΕ 1994, 76, πίν. 25γ.
69. Θε'μελης, Έργον 1998, 43-44, εικ. 35* Έργον 1999, 67, εικ. 38.
70. Ο σύντομος κατάλογος που ακολουθεί στηρίζεται στα στοιχεία μιας πρώτης καταγραφής που είχε πραγματοποιήσει η αρχαιολόγος Σοφία Ασουχίδου.
71. Δ.Ι. Πάλλας, ΠΑΕ 1960, 185, πίν. 147γ· Έργον 1960, 143-144· Π.Λ. Βοκοτόπουλος, ΠΑΕ 1982, 94, πίν. 69· ΠΑΕ 1979,126, πίν. 89α-β· Έργον 1979,17, εικ. 41· Α.Κ. Ορλάνδος, Ηξνλόστεγος παλαιοχριστιανική βασική της μεσογειακήςL·κάvης, 2, Αθήνα 1954,521, εικ. 478· Χ. Μπουρας, «Κατάλογος αρχιτεκτονικίον μελών του Βυζαντινού Μουσείου», ΔΧΑΕ περ. Δ', 13 (1985-1986), 77, εικ. 87.
72. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 93, εικ. 2.
73. ΙΪ.Λ. Βοκοτόπουλος, ΠΑΕ1972,112, πίν. 90α· Έργον 1972,53, εικ. 48· Ε.Γ. Στίκας, ΠΑΕ1966,40, πίν. 26β· Έργον 1966,31-32, εικ. 34· ΠΑΕ 1962,45, εικ. 32α· Έργον 1962,62-63, εικ. 74· Δ.Ι. Παλλάς, ΠΑΕ 1972,236-237, πίν. 220β· Α.Κ. Ορλάνδος, «Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία Τεγέας-Νυκλίου», ΑΒΜΕ 12 (1973), 102, εικ. 67β.
74. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 63, εικ. 4. Πρβλ. ο ίδιος, Η ξνλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική, 517, εικ. 478 αρ. V ο ίδιος, «Η σταυρική βασιλική της Θάσου», ΑΒΜΕ 7 (1951), 32, εικ. 23.
75. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 95-96, εικ. 9.
76. Χ.Ν. Μπάρλα, ΠΑΕ 1968,19, πίν. 15β.
77. Θέμελης, ΠΑΕ 1995, 80-83· IME 1996,142-144.
78. Θέμελης, ΠΑΕ 1989,100-102, πίν. 79-80· ΠΑΕ 1990, 59-60.
79. Μ. Bieber, Ancient Copies. Contributions to the History of Greek and Roman Art, New York 1977,135-140.
80. Θέμελης, ΠΑΕ 1995, 83, πίν. 38α.
81. Θέμελης, Έργον 1993, 39, εικ. 48.
82. Βλ. Μπαρδάνη, «Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης», 86.
83. Η ταύτιση των νομισμάτων οφείλεται στον συνεργάτη νομισματολόγο Κλεάνθη Σιδηρόπουλο
84. Σχεδόν στην ίδια χρονική περίοδο με τους σεισμούς του 366 ή του 375 μ.Χ. καταστρέφεται και ο ναός του Διός στη Νεμέα: Β.Η. Hill, The Temple of Zeus at Nemea, Princeton 1966,1. To 365 μ.Χ. σεισμοί σε συνδυασμό με παλίρροια προκαλούν σοβαρές καταστροφές στα παράλια της Ελλάδας και της Μ. Ασίας: Ammianus Marcellinus, 26.10,15-19. Ο Ορλάνδος τοποθετεί τη σεισμική δόνηση της Πελοποννήσου στο 395 μ.Χ.: Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 87. Πρβλ. Ζώσιμος, Νέα Ιστορία (έκδ. L. Mendelssohn) 4, κεφ. 18, 172-173* P.A. Pirazzoli - J. Laborel - S.C. Stiros, «Earthquake Clustering in the Eastern Mediterranean during Historical Times», Journal ofGeophysic Research 101/B3 (1996), 6083-6097.
85. Φιλοστόργιος, Εκκλησιαστική Ιστορία (έκδ. J. Bidez), 240* Ζώσιμος, Νέα Ιστορία 5, κεφ. 6, 222-223.
86. Ε.Χ. Χρυσός, «Οι Βησιγότθοι στην Πελοπόννησο (396-7 μ.Χ.)», Πρακτικά Β'Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Πάτραι 25-31 Μαΐου 1980, 2, Αθήνα 1981-1982,181-191· Δ.Α. Ζακυθηνός, Η βυζαντινή Ελλάς 392-1204, Αθήνα 1965,23· Τ. Λουγγής, «Το ανατολικό χριστιανικό κράτος 395-518», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1, 96.
87. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 87· J. Finlay, «Corinth in the Middle Ages», Speculum 7 (1932), 477* Σπ. Π. Λάμπρος, Ιστορία της Ελλάδος, 3, Αθήνα χ.χ., 383· Δ.Ι. Παλλάς, «Τα αρχαιολογικά τεκμήρια της καθόδου των βαρβάρων εις την Ελλάδα», Ελληνικά 14 (1955), 87.
88. E.N. Gardiner, Olympia. Its History and Remains, Oxford 1925, 174· E. Kirsten - W. Kraiker, Griechenkunde, 1, Heidelberg 1967, 270.
89. Συνέκδημος Ιεροκλέους (έκδ. A. Burckhardt) 10 (647.14), (έκδ. Ε. Honigmann), 647.14· Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 88.
90. L. Duchense, «Les anciens évechées de la Grèce», Mélanges d'Archéologie et d'Histoire 15 (1895), 378, σημ. 1· Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 89.
91. M. Le Quien, Oriens Christianus, 2, Paris 1740, στ. 195-197· Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης»· Duchense, «Les anciens évechées de la Grèce»· Mansi, 6, στ. 1220* Αναγνωστάκης - Ποΰλου-Παπαδημητριού, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», 230-231.
92. Le Quien, Oriens Christianus, στ. 195-196. Πράξις πρώτη: Mansi, στ. 577 (Ιωάννου Μεσσήνης)· Ε. Schwartz, Acta consiliorum oecumenicorum, 2.1.1, 64. Πράξις δευτέρα: Mansi, ό.π., στ. 847 (Ιωάννου της Μεσσήνης της Αχαΐας)· Schwartz, ό.π., 80,150 ('Ιωάννης 'Επίσκοπος πόλεως Μεσσήνης όρίσας υπέγραψα)· Le Quien, ό.π., 197· Duchesne, «Les anciens évechées de la Grèce», 378.
93. Ορλάνδος, «Εκ της χριστιανικής Μεσσήνης», 89· Ο. Herzberg, Ιστορία της Ελλάδος, 3 (μτφρ. Π. Καρολίδου, Αθήνα 1902), 544* Αναγνωστάκης - Ποΰλου-Παπαδη μητριού, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη»· Δ. Δουκάκης, «Κατάλογος επισκόπων Μεσσήνης και Ανδροΰσης», Εκκλησιαστικόν Φως 2 (1908), 340-342.
94. Mansi, 17Α-18Α, στ. 373.
95. Α. Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Paris 1951,123, σημ. 1.
96. Προκόπιος, Περί κτισμάτων (έκδ. J. Havry - G. Wirth), 4.3* Θεοφάνης, Χρονογραφία (έκδ. C. de Boor), 144* Α. Hermann, Reallexikon ßr Antike und Christentum, 5,1962,1109 (λ. Erdbeben)· Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων (έκδ. J. Havry - G. Wirth), 8.25, 627-628* Παλλάς, IME 1960,188. Για μια προσπάθεια σύνθεσης των δεδομένων για την πρωτοβυζαντινή Μεσσηνία, βλ. Φ.Κ. Λίτσας, «Προβληματισμοί για μια ιστορική προσέγγιση της παλαιοχριστιανικής Μεσσηνίας», Πρακτικά Γ'Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Καλαμάτα 8-15 Σεπτεμβρίου 1985,2, Αθήνα 1987-1988,305-321. Πρβλ. Α. Avraméa, «Le Péloponnèse protobyzantin: le passage d'une culture à une autre», «Le Péloponnèse: Archéologie et Histoire», Actes de la rencontre Internationale de l'Orient, 12-15 mai 1998, επιμ. J. Renard, Rennes 1999, 287-294.
97. P. Castrén, «General Aspects of Life in Post-Herulian Athens», στο P. Castrén (επιμ.), Post-Herulian Athens, Helsinki 1994, 9. Αποδεικνύεται εσφαλμένη η άποψη του Η. Thompson, ότι η Αθήνα κείτονταν σε ερείπια από το 267 μ.Χ. (εισβολή Εροΰλων) έως το 400 μ.Χ.
98. Θέμελης, Έργον 1998, 44-45, εικ. 35· Έργον 1999, 47, εικ. 39δ.
99. Πρβλ. Β. Αθανασοποΰλου-Πέννα, «Νομισματικές μαρτυρίες για τη βυζαντινή Μεσσηνία», Μεσσηνία και νομίσματα, εφημ. Παμμεσσηνιακή-Αφιερωμα, Απρίλιος 1996, 7-13· Α. Αβραμέα, «Η παλαιοχριστιανική και πρωτοβυζαντινή Πελοπόννησος», στο Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.), «Επιστήμης κοινωνία», Ειδικές μορφωτικές εκδηλώσεις EIE, Αθήνα 2000, 9-18· Η. Αναγνωστάκης, «Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία», Βυζαντιακά 17 (1997), 285-230· ο ίδιος, «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;», στο Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου, 19-33.
100. Βλ. Μ. Γαλάνη-Κρίκου, «Θήβα, 6ος-15ος αιώνας. Η νομισματική μαρτυρία από το Πολιτιστικό Κέντρο», Σύμμεικτα \2 (1998), 150-151, σημ. 22, όπου και βιβλιογραφία.






Printfriendly