.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Διονυσιάδα πηγή Κυπαρισσία

" Όταν δε κανείς από την Πύλο φθάσει εις την Κυπαρισσία και πλησίον της θαλάσσης υπάρχει πηγή που λέγουν ότι προς χάριν του Θεού Διονύσου έτρεξε νερό αφού κτύπησε τη γη με τον θύρσο του και από τότε Διονυσιάδα την ονομάζουν"


Ο Θεός Διόνυσος και  η Διονυσιάδα πηγή από το χθές στο σήμερα
Την Κυπαρισσία στην μακραίωνη ύπαρξή της την συντροφεύουν διάφοροι Μύθοι και Θρύλοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Διονυσιάδα πηγή ή Αη Λαγούδης όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν σήμερα, της οποίας τα νερά από αρχαιοτάτους χρόνους αναβλύζουν πλησίον του χειμέριου κύματος.
Ο Μύθος λέει ότι ο Θεός Διόνυσος ναυαγός και διψασμένος βρέθηκε στην ακτή, κτύπησε με τον θυρσό του τη γη και ανέβλυσε άφθονο και γάργαρο νερό και ικανοποίησε την δίψα του. Οι περιπέτειες του Θεού Διονύσου δεν σταματούν εδώ. Τυρρινοί πειρατές τον συνέλλαβαν, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια με βέργες λυγαριάς που υπήρχαν άφθονες στην περιοχή και τον πήραν στο πειρατικό πλεούμενο. Οι βέργες όμως άνθισαν και έκαναν ωραία σταφύλια και αυτά μυρωδάτο κρασί. Τότε οι πειρατές κατάλαβαν ότι δεν έχουν να κάνουν με κοινό θνητό αλλά με Θεό, φοβισμένοι έπεσαν στην θάλασσα και έγινα δελφίνια. Για το επεισόδιο με τους Τυρρινούς πειρατές μιλούν και άλλες περιοχές, μάλιστα κύλικας του -530 που αναπαριστά τις σκηνές αυτές είναι εκτεθειμένος στο μουσείου Μονάχου.


Αναπαράσταση του μύθου της απαγωγής του Διονύσου από Τυρρηνούς πειρατές, σε κύλικα του Εξεκία, περ. -530 που βρέθηκε στην ετρουσκική πόλη Vulci.
Σύμφωνα τον μύθο που διασώζετε στους Ομηρικούς ύμνους, κάποιοι Τυρρηνοί πειρατές αιχμαλώτισαν το θεό Διόνυσο. Όταν είδαν ένα νέο τόσο όμορφο και γεροδεμένο, πίστεψαν πως πρόκειται για κάποιο αρχοντόπουλο ή ακόμα και βασιλιά. Ευχαριστημένοι με τη σκέψη πως θ' αποκομίσουν πολλά λύτρα για να τον ελευθερώσουν, προσπάθησαν να τον δέσουν με βαριές αλυσίδες, χωρίς όμως να το πετύχουν· με μια μικρή κίνηση ο θεός τις τίναζε από πάνω του. Οι άμυαλοι θνητοί ωστόσο συνέχιζαν τις προσπάθειές τους. Μόνο ο τιμονιέρης του καραβιού προσπάθησε να τους επαναφέρει στα λογικά τους: «Δε βλέπετε άμυαλοι πως πρόκειται για θεό; Δε φοβάστε την τιμωρία; Μπορεί να είναι ακόμη και ο Ποσειδώνας, που θα μας εκδικηθεί ρίχνοντας το καράβι μας σε άγρια τρικυμία. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε ελεύθερο». Ο καπετάνιος και οι υπόλοιποι δε συμφωνούσαν ν' αφήσουν να τους φύγει "τέτοιος θησαυρός". Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ρέει στο καράβι κόκκινο κρασί που ζάλισε με τη θεϊκή ευωδιά του τους ναύτες. Ταυτόχρονα ένα κλήμα άρχισε να τυλίγει το κατάρτι και να απλώνει τα φορτωμένα με ζουμερά σταφύλια κλαδιά του σ' όλο το καράβι. Κι ενώ σαστισμένοι παρακολουθούσαν οι ναύτες, άλλο θαύμα γίνεται μπροστά στα μάτια τους: ο όμορφος νέος που ήθελαν να αιχμαλωτίσουν μεταμορφώνεται σ' ένα άγριο λιοντάρι που οι βρυχηθμοί του κάνουν τους ναύτες να πηδούν στη θάλασσα για να γλιτώσουν. Ο Διόνυσος τους μεταμόρφωσε όλους σε δελφίνια και μόνο τον τιμονιέρη δεν πείραξε, επιβραβεύοντάς τον για τη σύνεσή του.

Ένας άλλος μύθος που συνδέεται με την Διονυσιάδα πηγή είναι αυτός της ντελικάτης λευκοφορούσας παρθένας νύμφης των νερών Γελούδως με την σαγηνευτική ομορφιά και προστάτιδα των νεογέννητων παιδιών από τον πρόωρο θάνατο, η οποία είχε αναθρέψει τον Διόνυσο στην μικρή του ηλικία.


Η θέση Γελουδά, στα ανατολικά της άνω πόλης της Κυπαρισσίας και στην οποία τον 19ο αιώνα ανεγέρθη από τον μοναχό Γαβριήλ ο ναός της Παναγίας της Γελουδιώτισσας, άλλοτε κάλυπτε πυκνό δάσος με πολλές πηγές που έρεε άφθονο νερό.
Σε μιά από αυτές τις πηγές έπεσε το πέδιλο της Νύμφης Γελούδως και με υπόγεια διαδρομή ήλθε στην επιφάνεια στην Διονυσάδα πηγή. Και σήμερα επικρατεί η άποψη ότι τα νερά της υπόγειας διαδρομής, εκτός από την Διονυσιάδα πηγή βρίσκουν διέξοδο και στην πηγή Ψυρρού, μάλιστα κατολισθήσεις που είχαν παρατηρηθεί τον περασμένο αιώνα τις αποδίδουν σε αυτή την υπόγεια διαδρομή των υδάτων.
Ο Παυσανίας ο περιηγητής από την Μικρασιατική Λυδία που έζησε τον +2ο αιώνα, στο οδοιπορικό του στην Μεσσηνία προερχόμενος από την Πύλο γράφει:
" Αφικνουμένων δε είς Κυπαρισσίας εκ Πύλου σφ΄ισι υπό την Πόλει πλησίον θαλάσσης εστί, ρυήναι δε Διονύσω το ίδωρ λέγουσι θύρσω πληξάντι εις την γην και επί τούτω Διονυσιάδα ονομάζουν την πηγή"
Μεταφρασμένη η παράγραφος λέει:
" Όταν δε κανείς από την Πύλο φθάσει εις την Κυπαρισσία και πλησίον της θαλάσσης υπάρχει πηγή που λέγουν ότι προς χάριν του Θεού Διονύσου έτρεξε νερό αφού κτύπησε τη γη με τον θύρσο του και από τότε Διονυσιάδα την ονομάζουν"
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο χώρο της Διονυσιάδας πηγής τον Τρυγητή τον μήνα της κοπής των σταφυλιών, εορτάζετο ο θεός της έκστασης και του κεφιού Διόνυσος, το όνομά του βρίσκουμε στις πινακίδες με τη γραμμική γραφή Β΄ της Πύλου. Στην ίδια περιοχή και την ίδια χρονική περίοδο πραγματοποιήτε του Σταυρού το πανηγύρι, προφανώς είναι συνέχεια της εορτής του Διονύσου, την άποψη αυτή ενισχύει ότι πολλές αρχαίες εορτές προσαρμόστηκαν στο χριστιανικό εορτολόγιο. Από που προέρχεται, που μεταγενέστερα η πηγή ονομάστηκε Αη Λαγούδι δεν το γνωρίζουμε, οι διάφορες απόψεις δεν είναι πειστικές, ίσως προέρχεται από τους Φράγκους ή Ενετούς που ήσαν κυρίαρχοι της περιοχής για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Σε όχι πολύ μακρινούς χρόνους τα νερά της πηγής μέσω ενός φυσικού καναλιού που η πολύχρονη ροή των νερών είχε διαμορφώσει, του οποίου τις όχθες κάλυπταν βούρλα, σπάρτα, σκάνδαμη και στην κύτη του έπλεαν χέλια, βάτραχοι, γόνοι βατράχων, μικρά ψάρια και, μέχρι τα άφθονα νερά να σμίξουν με το Ιόνιο πέλαγος το κελάρυσμά τους και ο ήχος των βατράχων συνέθεταν μια θαυμάσια μελωδία, μία συναυλία. Ανατολικά της πηγής υπήρχε πυκνή βλάστηση και ένα δάσος από λυγαριές που μοσχοβολούσαν την εποχή της ανθοφορίας τους. Στη λεκάνη της πηγής νοικοκυρές με κόπανους έπλεναν τον βαρύ ρουχισμό και μικροί και μεγάλοι, ιδίως τις απογευματινές ώρες των θερινών μηνών συνοστίζοντο με τα πήλινα και τενεκεδένια αγγεία για δροσερό νερό, ομολογουμένως εικόνες ανεπανάληπτες.


Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Κ. Στρατικόπουλου "Πρόσωπα και γεγονότα της Κυπαρισσίας" από τις εκδόσεις "Καγιάφας" Κυπαρισσία.


Η Διονυσιάδα πηγή σήμερα
Για την κατάσταση της Διονυσιάδας πηγής μέχρι το 2007 ο Δημήτρος Στρατικόπουλος αναφέρει:
" Σήμερα με κέντρο τη Διονυσιάδα πηγή, με ανθρώπινες παρεμβάσεις ένα διαφορετικό τοπίο έχει διαμορφωθεί, ωστόσο και αυτό είναι πέρα πολύ όμορφο, τίποτα όμως δεν θυμίζει αυτό το αγνό το ανεπιτήδευτο που η φύση στο πέρασμα εκατονταετιών είχε φιλοτεχνήσει. Άσφαλτος και τσιμέντο καλύπτουν σήμερα την χερσαία ζώνη και κέντρα διασκέδασης έχουν δημιουργηθεί στη περιοχή, τα οποία κατακλύζονται από κόσμο όπως και η πλάζ από λουόμενους. Δεξιά και αριστερά της πηγής παράλληλα του δρόμου και σε αρκετή απόσταση υπάρχουν λεύκες, πλατάνια, πεύκα, αλμυρίκια, φτελιές και φοίνικες. Παραφωνία το τσιμεντένιο κουφάρι της πηγής που μοιάζει να έχει βομβαρδιστεί την εποχή του Β΄παγκοσμίου πολέμου. Στο εμπρόσθιο τμήμα της πηγής, μαρμάρινη πλάκα έχει τοποθετηθεί, που αναγράφει την περικοπή του οδοιπορικού του Παυσανία (+2ος αιώνας) από το πέρασμά του από την Κυπαρισσία. Ασφαλώς με λίγα έργα στο χώρο της πηγής, αυτή μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς όχι μόνο για την Κυπαρισσία αλλά πέραν αυτής."
Σήμερα, 2014, επτά χρόνια αφού γράφτηκε το παραπάνω κείμενο, πράγματι κάποια έργα πραγματοποιήθηκαν στον χώρο της αρχαίας πηγής. Μόνο που δυστυχώς η σημερινή εικόνα της Διονυσιάδας πηγής όχι μόνο δεν αποτελεί σημείο αναφοράς αλλά προκαλεί θλίψη και αγανάκτηση. Ο Δήμος ανέγειρε μία αμφιβόλου αισθητικής κατασκευή που ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε λόγω "οικονομικών προβλημάτων" και παραμένει ακόμα και σήμερα ημιτελής.
Η πρόσφατη "αισθητική επέμβαση" κάποιων με σπρέϋ απλά ολοκλήρωσε την ντροπιαστική εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η Διονυσιάδα Πηγή.


"Αριστομένης ο Μεσσήνιος"






Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Πρωτοβυζαντινή Τριφυλία


 Όσο κι αν οι πηγές σιωπούν και η αρχαιολογική μαρτυρία, ενάλια ή χερσαία, μόλις που κατορθώνει να αρθρώσει αβέβαιο χρονολογικά λόγο με τα εκεί ναυάγια, τα όστρακα και τους λιθοσωρούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι τα λιμάνια και οι οικισμοί του παράλιου Μεσσηνιακού χώρου υπήρξαν πολυσύχναστα και δραστήρια σημεία των θαλάσσιων δρόμων της Πρωτοβυζαντινής περιόδου.
 Δυστυχώς για την Τριφυλία και την Μεσσηνία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, όπου αυτή έγινε, δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε πρωτοβυζαντινά ευρήματα.  Ωστόσο μιά πρώτη ιστορικο-γεωγραφική ενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο παράλιος χώρος της επαρχίας Τριφυλίας. Γίνεται μάλιστα λόγος για ιστορικο- θρησκευτικό άξονα μεταξύ Κυπαρισσίας- Χριστιάνων- Φιλιατρών. 



Η σιωπή των πηγών και η αποσπασματική μαρτυρία της αρχαιολογίας

 Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ο σημερινός νομός Μεσσηνίας και ειδικά ο παράλιος χώρος του, συγκρινόμενος με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου ή και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, παρουσιάζει το εξής παράδοξο: ενώ είναι βέβαιη η εμπλοκή του ως σταθμού ή περάσματος σε όλα τα μείζονα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν στον θαλάσσιο δρόμο που συνδέει την Ανατολική Μεσόγειο με την Δύση, σχεδόν ποτέ ή σπανίως αναφέρεται στις πηγές. Επίσης, τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά ευρήματα ελάχιστα βοηθούν στον σχηματισμό μιας έστω μερικής εικόνας οικισμών, εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων του πληθυσμού της περιοχής.
 Η διαπίστωση αυτή ισχύει τόσο για την πρωτοβυζαντινή περίοδο που θα εξετάσομε όσο και για τους μεσοβυζαντινούς χρόνους. Όμως, όσο κι αν οι πηγές σιωπούν και η αρχαιολογική μαρτυρία, ενάλια ή χερσαία, μόλις που κατορθώνει να αρθρώσει αβέβαιο χρονολογικά λόγο με τα εκεί ναυάγια, τα όστρακα και τους λιθοσωρούς, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι τα λιμάνια και οι οικισμοί του παράλιου μεσσηνιακού χώρου υπήρξαν πολυσύχναστα και δραστήρια σημεία των θαλάσσιων δρόμων της πρωτοβυζαντινής περιόδου. Οι παράλιοι οικισμοί της Αβίας, της Κορώνης, της Ασίνης, της Μεθώνης, της Πύλου- Κορυφασίου και της Κυπαρισσίας, οι νησίδες και τα ύφορμα χωρία της Μεσσηνίας αποτέλεσαν, υπό διαφορετικές συνθήκες και αιτίες (εμπορικές, εκστρατευτικές, ληστρικές, μετεωρολογικές), σημαντικούς σταθμούς ελλιμενισμού, τροφοδοσίας, αναγκαστικής καταφυγής, προσάραξης για ανάπαυλα πληρωμάτων και ταξιδιωτών.
 Η πιθανολογούμενη σχέση του μεσσηνιακού παράλιου χώρου με ιστορικά γεγονότα δεν αποτελεί απλώς μια υπόθεση που η λογική των πραγμάτων μεταμορφώνει σε αναπόδεικτη εντούτοις βεβαιότητα. Η εμπλοκή των παράκτιων οικισμών και των λιμένων συνάγεται από γενικές ή και κάποτε από συγκεκριμένες αναφορές διαδρομών, επιδρομών, εκστρατειών στον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Αφρικής-Σικελίας-Ιταλίας και πελοποννησιακών, μεσσηνιακών ακτών, αλλά και νήσων του Ιονίου. Αξίζει να αναφερθούν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα οι επιδρομές των Βανδάλων ανάμεσα στο 467 και το 477 και των Οστρογότθων του Τωτίλα το 549. Οι παραπάνω επιδρομές θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, αν δεν έπληξαν, τουλάχιστον άγγιξαν ή και επηρέασαν κατά τον οποιοδήποτε τρόπο και τον μεσσηνιακό χώρο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αναφέρεται στις πηγές όσο κι αν συσχετισθεί με το αυτονόητο και προφανές ότι η Μεθώνη αποτελούσε σταθμό των περισσότερων ταξιδιών ανάμεσα στην ανατολική και δυτική λεκάνη της Μεσογείου. Διαθέτομε αντίθετα συγκεκριμένες μαρτυρίες στάθμευσης στην Μεθώνη προσκυνητών προς του Αγίους Τόπους 1. Έτσι, λοιπόν, από μια γενική αναφορά ότι ο αρχηγός των Βανδάλων Γιζέριχος «ανά πάν έ'τος ηρι άρχομένω ες τε Σικελίαν και Ίταλίαν εσβολάς εποιεΐτο... ες το του έφου βασιλέως έσέβαλε κράτος. Ιλλυριούς ουν έληίζετο και της τε Πελοποννήσου της τε άλλης Ελλάδος τα πλείστα και οσαι αυτή νήσοι επίκεινται» 2, θα μπορούσε λογικά να υποτεθεί ότι στα «πλείστα» συμπεριλαμβάνονται οι ακτές και βεβαίως οι περιοχές της Ηλείας και της Μεσσηνίας. Καθώς μάλιστα η δράση του Γιζερίχου τοποθετείται από τον Προκόπιο μεταξύ Ταινάρου και Ζακύνθου, με προσβολή «τοις εν Πελοποννήσω χωρίοις» 3, μια ληστρική δραστηριότητα στην παράκτια Δυτική Πελοπόννησο είναι δεδομένη. Παρά το γεγονός ότι απωθήθηκε εν τέλει erto Ταίναρο με βαριές απώλειες, δεν πρέπει λογικά να αποκλεισθεί μια εξαρχής καταστροφική εισβολή και επέλαση στην ενδοχώρα, αναπόφευκτα στην περιοχή της Μεθώνης και με αντίκτυπο στην Ολυμπία και την Μεσσήνη. Τοΰτο έχει ήδη προταθεί όπως θα δοΰμε για την Ολυμπία.
  Η έλλειψη, όμως, μέχρι πριν από λίγα χρόνια έστω και μιας ισχνής αρχαιολογικής μαρτυρίας για την πρωτοβυζαντινή Μεσσηνία δεν επέτρεπε να καταστρωθεί μια τέτοια υπόθεση, και αυτό είναι ακριβώς το παράδοξο που αναφέραμε, όσον αφορά την μελέτη και την ιστορία του πρωτοβυζαντινού, και δη παράλιου, μεσσηνιακού χώρου. Αλλά και αυτή η εύρεση των λεγόμενων βανδαλικών νομισμάτων δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό θα βοηθούσε την υπόθεση αυτή. Εξάλλου, ό,τι διαθέτομε είναι απελπιστικά αποσπασματικό και τα όποια τεκμήρια με τις ερμηνείες τους από ιστορικούς και αρχαιολόγους ουσιαστικά συσκοτίζουν παρά φωτίζουν την έρευνα και την εικόνα της περιοχής 4. Αναγκαστικά συγκρίνω την Μεσσηνία με την περιοχή της Ηλείας και μάλιστα την Ολυμπία, όπου το λεγόμενο τείχος των Ερούλων ερμηνεύθηκε με βάση τις αναφερόμενες στις πηγές επιδρομές του Γιζερίχου. Ανεξάρτητα από την αμφισβητούμενη πλέον χρονολόγηση της κατασκευής του τείχους, αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι η ανασκαφή, η εύρεση και η διατήρηση ευρημάτων τα οποία επέτρεψαν τον επιστημονικό διάλογο, ασχέτως αποτελέσματος, ιστορικών και αρχαιολόγων 5. Όμως για να γίνει τούτο δυνατόν προϋποτίθεται η ύπαρξη κάποιων συστηματικών ανασκαφών.

 Δυστυχώς για την Μεσσηνία, πάντα σε αντίθεση με την Ολυμπία, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα, όπου αυτή έγινε, δεν υπήρξε γενναιόδωρη σε πρωτοβυζαντινά ευρήματα. Οι μυκηναϊκές θέσεις που ανασκάφηκαν και στις οποίες στράφηκε κυρίως το ενδιαφέρον δεν είχαν καν αρχαία, πόσο μάλλον βυζαντινή, συνέχεια. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η σχετικά πρόσφατη ανασκαφική εμπειρία στα Νιχώρια. Σε άλλες περιπτώσεις, η αναζήτηση του κλασικού αλλά και του όποιου αρχαίου υποβάθμιζε ή και κατέστρεφε το υστερορωμαϊκό και βυζαντινό μνημείο των στρωμάτων. Χαριστική βολή έδωσαν οι σύγχρονες οικιστικές και οικονομικές προτεραιότητες σε έναν χώρο ιδιαίτερα εύφορο και πυκνοκατοικημένο όπως η Μεσσηνία και μάλιστα ο παράλιος χώρος της. Εξάλλου, επανειλημμένως διατυπώθηκε στον επαρχιακό Τύπο ότι ουδέν το θεαματικό, προεξέχον του εδάφους ή γνωστό ιστορικά, δεν επέβαλε σεβασμό και ενδιαφέρον. Έτσι, ό,τι διαθέτομε σήμερα ως μαρτυρία είναι αποτέλεσμα σωστικών ανασκαφών ή τυχαίων ευρημάτων. Ακόμη και στις περιπτώσεις που διενεργήθηκαν συστηματικότερες, περιορισμένης πάντα κλίμακας, ανασκαφές, όπως στο Πεταλίδι, στον Άγιο Ανδρέα Λογγά, στον Άγιο Φανούριο Μεθώνης, στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών, στο Κορυφάσιο και εν μέρει στην Κυπαρισσία, επειδή δεν υπήρξαν θεαματικά αποτελέσματα, ο αρχαιολογικός χώρος εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε ολοσχερώς και στην συνέχεια καλύφθηκε και καταπατήθηκε.
 Αν αυτή είναι η ανασκαφική εικόνα και πραγματικότητα στον παράλιο μεσσηνιακό χώρο, με εξαιρέσεις τις διενεργηθείσες έρευνες από τις ξένες αποστολές κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια στα Νιχώρια και στο Διαλισκάρι, εντελώς διαφορετική υπήρξε η μοίρα ενός σημαντικότατου αρχαιολογικού χώρου της ενδοχώρας, της αρχαίας Μεσσήνης. Διέθετε ακριβώς όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που απουσίαζαν στους παράλιους αρχαιολογικούς χώρους, δηλαδή σώζονταν εντυπωσιακά αρχαία και βυζαντινά λείψανα, ήταν εκτός της οικιστικής και οικονομικής ζώνης ανάπτυξης και από πολύ νωρίς έγινε αντικείμενο έρευνας. Παρά τις διαταραχές που υπέστησαν τα υστερορωμαϊκό και βυζαντινά στρώματα στις πρώτες ανασκαφές, σήμερα με την ζέση και την μέριμνα των τελευταίων ανασκαφέων η Μεσσήνη καθίσταται μαζί με την μυκηναϊκή Πύλο ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Μεσσηνίας και εξαιρετικού ενδιαφέροντος για την βυζαντινή αρχαιολογία και ιστορία. Η πρωτοβυζαντινή μάλιστα πολλά υποσχόμενη φάση της καθιστά πλέον την Μεσσήνη με τα πλούσια ευρήματα της σημείο αναφοράς και σύγκρισης με ό,τι αποσπασματικό διαθετομε από τις άλλες μεσσηνιακές θέσεις. Μετά την γενική αυτή επισκόπηση της αρχαιολογικής μοίρας των παράκτιων πρωτοβυζαντινών οικισμών, προχωρούμε σε μια σχετικώς αναλυτικότερη παρουσίαση των θέσεων και των ευρημάτων πέντε ιστορικογεωγραφικών παράλιων ενοτήτων του μεσσηνιακού χώρου.

Αρχαία Κυπαρισσία:  Από τον Απρίλιο του 2010 έως το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, σωστική ανασκαφή,η οποία πραγματοποιήθηκε στην παραλία της Κυπαρισσίας, 30 μέτρα βόρεια από το λιμάνι (θέση "Κάμπος") και εντός του Διαρκή αρχαιολογικού χώρου,  έφερε στο φως εκτεταμένο συγκρότημα κατοικιών και εγκαταστάσεων, που αποτελούν προφανώς τμήμα της αρχαίας πόλης. Η κατοίκηση άρχισε από τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους (-3ος αιώνας) και συνεχίστηκε έως την ύστερη Ρωμαϊκή- Πρωτοβυζαντινή εποχή (+4ος αιώνας).

Περισσότερα στον σύνδεσμο: Διαρκής Αρχαιολογικός χώρος Κυπαρισσίας


ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ - ΦΙΛΙΑΤΡΑ - ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΟΙ

 Μια πρώτη ιστορικογεωγραφική ενότητα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο παράλιος χώρος της επαρχίας Τριφυλίας. Γίνεται μάλιστα λόγος για ιστορικοθρησκευτικό άξονα μεταξύ Κυπαρισσίας- Χριστιάνων- Φιλιατρών. 
 Η Κυπαρισσία αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο ως πόλη της Μεσσηνίας και Τριφυλίας. 
 Η σχέση της περιοχής, από αρχαιοτάτων χρόνων, κυρίως με την Αρκαδία αλλά και την Ηλεία πιθανώς ερμηνεύει ως έναν βαθμό το μεσοβυζαντινό της όνομα «Αρκαδία» και «Αρκαδία». Υστερορωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ευρήματα πιστοποιούν την συνέχεια της αρχαίας πόλης και κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, με επισκοπική έδρα και με μαρτυρούμενο επίσκοπο τον Αλέξανδρο στην Σύνοδο της Σαρδικής το 343-344. 
 Η Κυπαρισσία αναφέρεται επίσης στον Συνεκδημο του Ιεροκλέους 6. Στα μεσάτου 6ου αιώνα χρονολογούνται η ελλιπής επιγραφή με αναφορά επισκόπου, η οποία βρέθηκε στην βασιλική της Αγίας Κυριακής Φιλιατρών, δηλαδή σε περιοχή της επισκοπικής δικαιοδοσίας του Κυπαρισσίας, και η επιτύμβια επιγραφή του πρεσβυτέρου Ευδοξίου. Πρόκειται για επιτύμβια εγχάρακτη επιγραφή σε μαρμάρινο αρχιτεκτονικό μέλος, εντοιχισμένη στην πρόσοψη της κτιστής κρήνης Πηγαδούλι στην συνοικία Πούρκος του παλαιού οικισμού. Οι επιγραφές αυτές θεωρείται ότι αποτελούν τεκμήρια ακμαίας οικιστικής εγκατάστασης στην περιοχή της Κυπαρισσίας με επισκοπική έδρα κατά τον 6ο αιώνα. Εύρεση νομίσματος του Φωκά θεωρείται επίσης τεκμήριο της συνέχειας του οικισμού και μέσα στον 7ο αιώνα 7
 Στον 8ο αιώνα επίσκοπος «ό Κυπαρισίας» αναφέρεται στο εικονομαχικό Τακτικό, αλλά και «αυτοκέφαλος μητροπολίτης της επαρχίας Πελοποννήσου ό Αρκαδίας», τίτλος που θα μπορούσε να αποτελεί την πρώτη μαρτυρία του νέου ονόματος της Κυπαρισσίας κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο. Το νέο όνομα, «Αρκαδία», πιθανώς οφείλεται στην μετοικία-εγκατάσταση κατά τον 7ο ή 8ο αιώνα πληθυσμών με τον επίσκοπο τους από την Αρκαδία. Η συνύπαρξη πάντως των δύο τίτλων στο Τακτικό, παρά τις διισταμένες απόψεις των ερευνητών για την υιοθέτηση του ενός ή του άλλου, ενδέχεται να δηλώνει ακριβώς το μεταβατικό στάδιο προς μια νέα ονοματοθεσία, η οποία υπήρξε συνέπεια μιας πληθυσμιακής, αλλά κυρίως εκκλησιαστικής αναδιάταξης. Ως αιτιατής μετακίνησης των Αρκάδων στην παράλια πόλη, της εγκατάστασης τους στο κάστρο και του νέου ονόματος θεωρούνται οι σλαβικές επιδρομές 8.
 Μέρος της παλαιοχριστιανικής Κυπαρισσίας βρισκόταν πιθανότατα στις θέσεις Μούσγα και Φόρος, στα βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού, εκεί όπου έχουν εντοπισθεί τμήματα της ελληνιστικής και υστερορωμαϊκής πόλης. Απλές δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές απέδωσαν ενδιαφέρον υλικό, αλλά επακολούθησε η οριστική καταστροφή του αρχαιολογικού χώρου. Ήδη από παλιά η Μούσγα θεωρείται από τον Ν. Κυπαρίσση περιοχή με πλήθος βυζαντινών τάφων και δηλώνεται εύρεση νομίσματος του Φωκά. Βορειοανατολικά του σιδηροδρομικού σταθμού κατά τις ανασκαφές των ετών 1961-1962 εντοπίσθηκαν τρεις φάσεις κατοικιών από τους ελληνιστικούς χρόνους ως τον 5ο αιώνα μ.Χ. Σε όλη την επιφάνεια γύρω από τον ανασκαφέντα χώρο βρέθηκε πλούσια κεραμική των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, υπολείμματα ψηφιδωτών, νομίσματα, τμήματα τοίχων και μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών. Κατά την διάρκεια των ετών 1962-1978, οπότε διανοίχθηκαν δρόμοι και θεμέλια για την ανέγερση οικιών, πλήθος δόμων, μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, οστράκων και άλλων ευρημάτων διασκορπίστηκαν ως κοινά μπάζα 9.

 Νότια της Κυπαρισσίας, στον ευρύτερο χώρο των Φιλιατρών, από την παράκτια Αγία Κυριακή ως την θέση «Άγιος Χριστόφορος» κοντά στο χωριό Μόραινα, υπάρχουν λείψανα οικισμών και βεβαίως πλούσια κεραμική υστερορωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου. Νοτιοανατολικά των Φιλιατρών υψώνεται χαμηλή οροσειρά, γνωστή ως Φιλιατρινά βουνά, με ψηλότερη κορυφή 379 μ. Στην δυτική πλευρά του βουνού και νοτίως των Φιλιατρών, μεταξύ των θέσεων «Σταυρός», «Άγιος Χριστόφορος» και «Ευαγγελίστρια» προς Νότον, έχουν εντοπισθεί ιδιαίτερα στα «ριζοβούνια βυζαντινοί ναοί και άλλα μνημεία που δεν έχουν γίνει αντικείμενο συστηματικής επιστημονικής έρευνας. Τα βουνά των Φιλιατρών και της Μόραινας, ως το ποτάμι της Ευαγγελίστριας, αποτελούν στρατηγικότατα σημεία καθώς ελέγχουν το Ιόνιο και τη νότια Μεσσηνία. Η θέση μάλιστα «Άγιος Χριστόφορος», όπου και τα βυζαντινά «ασκηταριά», αποκαλείται «μπαλκόνι των Φιλιατρών» και συμφωνά με τις παρατηρήσεις της Minnesota Messenia Expedition έχει στρατηγικό χαρακτήρα καθώς ελέγχει τους δρόμους της ακτής των Φιλιατρών (δηλαδή από Αρκαδία προς Ναβαρίνο) και τους δρόμους προς την ενδοχώρα (δηλαδή προς Χριστιανούς). Αν και επανειλημμένως στον τοπικό περιοδικό Τΰπο έχουν καταγραφεί θέσεις με ευρήματα και μνημεία θεωρούμενα υστερορωμαϊκά, παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά, μόνον η νήσος Πρώτη και η βασιλική της Αγίας Κυριακής αποτελούν με βεβαιότητα πρωτοβυζαντινές θέσεις 10.

Άγιος Χριστόφορος Φιλιατρών: Σε απόσταση περίπου μίας ώρας ΝΑ της πόλεως των Φιλιατρών βρίσκεται ο ημισπηλαιώδης ναός του Αγίου Χριστόφορου. Πρόκειται για μονόκλιτο καμαροσκέπαστο ναό, του οποίου η καμάρα της στέγης και οι μακριές πλευρές είναι κατασκευασμένες πάνω στον βράχο. Εξωτερικά ο ναός είναι επιχρισμένος και δεν διασώζεται κεραμοπλαστικός διάκοσμος. Στο εσωτερικό του ναού, το τέμπλο, η Αγία Τράπεζα και το σύνθρονο είναι λαξευμένα πάνω στον βράχο, ενώ στους τοίχους δεν διατηρούνται τοιχογραφίες αλλά μόνο διάφορα χαράγματα, που χρονολογούνται από τον 8ο έως τον 16ο αιώνα. Ο ναός χρονολογείται στο τέλος του 8ου ή στις αρχές του 9ου αιώνα. 

Περισσότερα στον σύνδεσμο:  Αρχαιολογικές θέσεις Φιλιατρών

 Η περίπτωση της βασιλικής των Φιλιατρών αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα για την δραστηριότητα στην παράκτια πρωτοβυζαντινή Μεσσηνία. Η πρώτη φάση του μνημείου, πεντάκλιτη ξυλόστεγη βασιλική ελληνιστικού τύπου, χρονολογείται στα μέσα του 6ου αιώνα και πιστεύεται ότι η ιστορία του μνημείου συμπίπτει με την ιστορία της βασιλικής της Ολυμπίας, η οποία καταστράφηκε κατά τους σεισμούς του 550/1. Καθώς δε η βασιλική της Αγίας Κυριακής δεν είχε προλάβει να χρησιμοποιηθεί πριν από την καταστροφή, τα πλάγια κλίτη δεν είχαν καλυφθεί με δάπεδα. Η εύρεση μάλιστα νομίσματος της εποχής των Βανδάλων έξω από την αψίδα, σε στρώμα που αντιστοιχεί στο πριν από την ανέγερση της βασιλικής έδαφος, ενισχύει την χρονολόγηση αυτή. Κατά την ανασκαφή της από τον Δ. Πάλλα βρέθηκαν τεμάχια διάτρητων θωρακίων, τα οποία εικάζεται ότι προέρχονται από αττικό εργαστήριο, όχι πάντως τοπικό, τεμάχια της αγίας τράπεζας και, τέλος, αποτμήματα από στέψεις θωρακίων, ένα μάλιστα ενεπίγραφο. Μετά την καταστροφή από τους σεισμούς του 550/1, η βασιλική των Φιλιατρών ανακαινίσθηκε πριν από τις αρχές του 7ου αιώνα, οπότε ερημώνεται. Στο νότιο ακραίο κλίτος της αρχικής βασιλικής βρέθηκε «θησαυρός» 488 νομισμάτων, 346 χαλκών κατά τον Δ. Πάλλα (ακριβέστερα, 257 χάλκινα του 6ου αι. και 226 μικρές χάλκινες υποδιαιρέσεις του 5ου και του 6ου αι.). Τα νομίσματα του 6ου αιώνα κατατάσσονται από τον Ιουστινιανό Α μέχρι του πρώτου έτους της βασιλείας του Μαυρικίου 582/3. Ως χρόνος απόκρυψης του «θησαυρού» και εγκατάλειψης της εκκλησίας θεωρείται η μετά το 583 περίοδος και πάντως τα τέλη του 6ου αιώνα και συσχετίζεται συνήθως με την σλαβική επιδρομή του 587/8. 
 Σε απόσταση περίπου 100 μ. νότια της βασιλικής, αποκαλύφθηκαν επίσης από τον Δ. Πάλλα ερείπια λουτρών, από τα οποία αναγνωρίσθηκαν μία δεξαμενή πλάτους 2 μ. και ένας αψιδωτός θάλαμος, πιθανώς αποδυτήριο. Το οικοδόμημα χρονολογείται το αργότερο στα μέσα του 5ου αιώνα. Πιθανώς με το συγκρότημα των λουτρών και όχι μόνον με αυτό πρέπει να σχετίζεται υπόγειος αγωγός, σωζόμενου μήκους 2 μ. περίπου, που κατέρχεται από την ανατολική πλευρά του ναού. Ο αγωγός αυτός ξεκινούσε από τη θέση Βρύσες και υποτίθεται ότι χρησίμευε για την ύδρευση παλαιού οικισμού. Η ιστορία της βασιλικής κατά τον 6ο και 7ο αιώνα θα πρέπει να σχετίζεται με την τύχη των βασιλικών της Μεσσήνης. Η εγκατάλειψη της δεν αποκλείεται να χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα 11
 Λείψανα στην ευρύτερη περιοχή ως τους Γαργαλιάνους, που ανήκουν κυρίως σε αρχαίους οικισμούς, έγινε προσπάθεια να σχετισθούν με την αρχαία Έρανα, η οποία αναζητήθηκε στην περιοχή της παραλίας των Φιλιατρών. Μετά μάλιστα τις ανασκαφές και τα ευρήματα στην παλαιοχριστιανική βασιλική της Αγίας Κυριακής, η υπόθεση αυτή ανακινήθηκε χωρίς να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα 12.


Αριστερά: Σχεδιαστική αναπαράσταση της κάτοψης της παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών. Πρόκειται για μία πεντάκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με νάρθηκα στο δυτικό τμήμα. Η αψίδα του Ιερού είναι ημικυκλική και φέρει στην εξωτερική πλευρά ακιδογραφήματα (1η φάση). Στη συνέχεια το κτήριο ανακαινίσθηκε, γεγονός που αλλοίωσε την αρχική εικόνα του μνημείου. Η νέα τρίκλιτη βασιλική περιορίστηκε μόνο στα εσωτερικά κλίτη. Χρονολογείται πριν από τις αρχές του 7ου αιώνα. Επίσης, στο Ιερό Βήμα της βασιλικής και σε διάφορα σημεία του ναού βρέθηκε ψηφιδωτό δάπεδο, το οποίο αποτελείται από λευκές και μαύρες ψηφίδες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εύρεση «θησαυρού» το 1960 στο νότιο κλίτος του ναού, που αποτελείται από 257 χάλκινα νομίσματα του +6ου αιώνα και 226 χάλκινες υποδιαιρέσεις του 5ου και 6ου αιώνα. Το μνημείο χρονολογείται στον +6ο αιώνα. Δεξιά: Φωτογραφία όπου διακρίνονται αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη στα θεμέλια της βασιλικής στην Αγία Κυριακή Φιλιατρών. Τα ευρήματα αυτά ταυτίστηκαν από τον Καθηγητή- Ερευνητή και παλιό Γυμνασιάρχη των Φιλιατρών Παναγιώτη Χρ. Παπαχριστόπουλου με τον Ναό του Ερανίου Ποσειδώνα. Στον σύνδεσμο που ακολουθεί μπορείτε να δείτε μελέτες που περιέχουν πλήθος στοιχείων, αλλά και φωτογραφίες, από τις έρευνες και ανακαλύψεις του Καθηγητή, που αποτελούν ισχυρές αποδείξεις για την ταύτιση της Αγίας Κυριακής με την Αρχαία Εράνα: Η Αρχαία Εράνα


 Στην ευρύτερη περιοχή του οικισμού Άγριλος, βόρεια των Φιλιατρών, από το Στόμιο ως την Μπούκα και ιδιαίτερα στη θέση Μερολίθι, ευρήματα μαρτυρούν βυζαντινή παρουσία. Στην περιοχή μάλιστα βρέθηκαν τάφοι ρωμαϊκοί. Πιστεύεται ότι το λιμάνι της Μπούκας, στον σημερινό οικισμό Αγρίλη, πρέπει νά χρησίμευσε κατά τους βυζαντινούς χρόνους ως επίνειο της Χριστιανούπολης 13.
 Στην ευρύτερη παράλια περιοχή των Γαργαλιάνων και μάλιστα στις θέσεις Κάναλος, Βρομονέρι, Μαραθούπολη-Διαλισκάρι είχαν από παλιά εντοπισθεί παλαιοχριστιανικά λείψανα και ερείπια υστερορωμαϊκής εποχής, τα οποία θεωρήθηκαν ότι θα μπορούσε να καταλαμβάνουν τον χώρο της Έρανας. 
 Στη θέση Βρομονέρι νότια των Γαργαλιάνων είχε βρεθεί επιγραφή χρονολογοΰμενη στα 323-326 και παλαιοχριστιανικό κτήριο που είχε θεωρηθεί βασιλική με ψηφιδωτό δάπεδο 14, μάλλον εντοίχιο ψηφιδωτό (δεν διασώζεται) συμφωνά με σύντομη ανασκαφική έκθεση του 1898. Όμως τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό πρόγραμμα PRAP 15 με τα ευρήματα στην περιοχή και τα συμπεράσματα από την μελέτη τους βοηθεί κατά τρόπο μοναδικό στην ανασύσταση της εικόνας του πρωτοβυζαντινοΰ παράλιου χώρου από τα Φιλιατρά ως την Πύλο. 
 Διαπιστώνεται έντονη δραστηριότητα στην περιοχή κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, συνδεόμενη μάλιστα με την ίδρυση της Μεσσήνης στην ενδοχώρα, δραστηριότητα που συνεχίζεται ακόμη πιο έντονα με εκτεταμένη χρήση γης και με παράλιες εγκαταστάσεις ως τις αρχές του 7ου πρωτοβυζαντινοΰ αιώνα. Στα ήδη από παλιά εντοπισμένα λείψανα και ευρήματα σε Μαραθούπολη Διαλισκάρι το PRAP προσέθεσε νέα και σαφέστερα χρονολογούμενα στους πρωτοβυζαντινοΰς χρόνους. Το συγκρότημα της υστερορωμαϊκής έπαυλης με το λουτρό θεωρείται ότι συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως τα τέλη του 6ου αιώνα με βάση την μαρτυρία πρωτοβυζαντινών επιγραφών, γλυπτών, νομισμάτων και κυρίως κεραμικής (λυχνάρια, αμφορείς) 16. Μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη από τον χώρο είχαν θεωρηθεί ότι προέρχονταν από παλαιοχριστιανική βασιλική, αλλά μάλλον πρόκειται για λείψανα δραστήριας και ευημερούσας έπαυλης, τα οποία έχουν επαναχρησιμοποιηθεί κάποια χρονική στιγμή 17.
 Πάντως πιστεύεται ότι και στην εν λόγω περιοχή μετά τον 7ο αιώνα εμφανίζεται, πάντα με βάση την απουσία μεσοβυζαντινών αρχαιολογικών τεκμηρίων, το γενικότερο φαινόμενο της εγκατάλειψης του παράλιου χώρου και η απόσυρση των κατοίκων οτην ενδοχώρα, όπως στον Σκάρμιγκα, στην Καβαλαριά, την Χώρα όπου και μεσοβυζαντινά τεκμήρια 18.
Περισσότερα για τον αρχαιολογικό χώρο στο Διαλισκάρι στον σύνδεσμο: 

 Η νήσος Πρώτη απέναντι από τους Γαργαλιάνους και το Διαλισκάρι δεν μπορούσε παρά να συνδέεται και κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, όπως αυτό συνέβη διαχρονικά, με τον απέναντι δραστήριο παράλιο χώρο. Αποτελούσε πάντα ορμητήριο για τους ναυτιλλομένους και τους πειρατές από την αρχαιότητα ως τους νεότερους χρόνους. Στο βόρειο μέρος του νησιού βρίσκεται ο όρμος «Γραμμένο» ή αλλιώς «στα Γράμματα», ονομασία που οφείλεται στις επιγραφές και τα χαράγματα στους βράχους. Στα ψηλά τοιχώματα των βράχων της βόρειας και νότιας πλευράς υπάρχουν χαράγματα όλων των εποχών. Χαρακτηριστική είναι η πρωτοβυζαντινή επιγραφή για εΰπλοια πλοίου με το όνομα «Μαρία» και με κυπριακό πλήρωμα. Η ύπαρξη των χαραγμάτων αυτών, η αμφίβολης αξίας πληροφορία του Στέφανου Βυζαντίου ότι οι κάτοικοι του νησιού ονομάζονται «Πρωταΐοι» και, τέλος, η ανεύρεση κοντά στην εκκλησία της Παναγούλας χρυσών νομισμάτων του νομισματοκοπείου της Κωνσταντινούπολης του +600, μαρτυρούν την χρησιμοποίηση της Πρώτης ως ορμητηρίου κατά τους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, αλλά και πιθανώς την εγκατάσταση πληθυσμών, αν και ερείπια της εποχής αυτής δεν έχουν επισημανθεί. Αν τα νομίσματα που αναφέρει ο Σ. Λυριτζής, χωρίς όμως άλλη διευκρίνηση για τον τρόπο εύρεσης, χρονολογούνται όντως γύρω στα 600, τότε πιθανώς να σχετίζονται με ιστορικά γεγονότα που επέβαλαν περίπου στα ίδια χρόνια την απόκρυψη του «θησαυρού» της Αγίας Κυριακής στα γειτονικά Φιλιατρά. Δεν πρέπει επίσης να αποκλεισθεί η περίπτωση να αποτελούν απλά τεκμήρια καταφυγής πληθυσμών ή προσάραξης ναυτιλλομένων 19.
Περισσότερα για την νήσο Πρώτη στον σύνδεσμο:


Ηλίας Αναγνωστάκης




Σημειώσεις:
1. E. Follieri, «Mémoires et documents. Santi di Metone: Atanasio vescovo, Leone taumaturgo», Byzantion 41 (1971), 378-488* Δ. Γκαγκτζής - Μ. Λεοντσίνη - Α. Πανοποΰλου, «Πελοπόννησος και Νότια Ιταλία: σταθμοί επικοινωνίας στη μέση βυζαντινή περίοδο», Πρακτικά Β'Διεθνούς Συμποσίου «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο», Αθήνα 4-6 Οκτωβρίου 1990, επιμ. Ν.Γ. Μοσχονάς, Αθήνα 1993,480.
2. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων (έκδ. J. Havry - G. Wirth), 3.5,334-335.
3. «Πζέριχος γάρ, έπισκήψας ποτέ τοις εν Πελοποννήσω χωρίοις, Ταινάρω προσβαλεΐν ένεχείρησεν. ένθένδε τε κατά τάχος αποκρουσθείς και πολλούς των οι επομένων αποβαλων άνεχώρησεν ούδενί κόσμω. διό δη τω θυμω έ'τι έχόμενος Ζακύνθω προσέσχε», Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων,3.22,406.
4. Για την προβληματική σχέση ιστορίας και αρχαιολογίας, βλ. Η. Αναγνωστάκης, «Η χειροποίητη κεραμική ανάμεσα στην Ιστορία και την Αρχαιολογία», Βυζαντιακά 17 (1997), 287-330.
5. Α. Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Paris 1951,14, σημ. 3, όπου και η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία. Για τις νεότερες απόψεις, βλ. U. Sinn, «Ο Νέρωνας και οι Έρουλοι. Δύο μοιραία γεγονότα στην ιστορία της Ολυμπίας», «Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία», Ανακοινώσεις κατά το Πρώτο Διεθνές Συμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, επιμ. Α.Δ. Ριζάκης [Μελετήματα 13], Αθήνα 1991,365-371· Α. Avraméa, Le Péloponnèse du IVe au Ville siècle. Changements etpersistances, Paris 1997, 59,197 αρ. 252-254. Βλ. όμως A. Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental à l'époque protobyzantine (IVe-Vile siècles). Problèmes de géographie historique d'un espace à reconsidérer», στο Κ. Belke - Fr. Hild - J. Koder - P. Soustal (επιμ.), Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes, Wien 2000,105, σημ.
6. Mansi, 6, στ. 1220* Στέφανος Βυζάντιος, Εκ των Εθνικών (έκδ. Α. Meineke, ανατυπ. Ares Pubi, Chicago 1992), 395· Συνέκδημος Ιεροκλέους (έκδ. Ε. Honigmann), 648.1.
7. Π. Βελισσαρίου, «Παλαιοχριστιανική επιγραφή Κυπαρισσίας», Πρακτικά Γ'Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Φιλιατρά- Γαργαλιάνοι 24-26 Νοεμβρίου 1989, Αθήνα 1991, 407-416* Ν. Κυπαρίσσης, ΠΑΕ 1911,247-252
8. J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae. Texte critique, introduction et notes, Paris 1981,3.56,3.759* Γ.Ι. Κονιδάρης, Αι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών, Αθήνα 1934,77-78,102· ο ίδιος, «Παρατηρήσεις εις τα περί επισκοπών της Λακωνικής κατά τους ένδεκα πρώτους αιώνας της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος», Λακωνικαί Σπουδαί 5 (1980), 414415· Bon, Le Péloponnèse, 61, σημ. Γ Φ.Α. Κομπορόζος, «Μεσσηνιακά τοπωνυμία», Μεσσηνιακά Γράμματα 2 (1967), 358-359* Α. Bon, La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la
principauté d'Achaïe (1205-1430), Paris 1969,412, 416, 457-458* P. Topping, «The Post-Classical Documents», The Minnesota Messenia Expedition. Reconstructinga BronzeAge RegionalEnvironment, εκδ. W. A. McDonald - G. R. Rapp, Minneapolis 1972,65· Ν.Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος περιήγησις. Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1979,188-189· Φ.Κ. Λίτσας, «Προβληματισμοί για μια ιστορική προσέγγιση της παλαιοχριστιανικής Μεσσηνίας», Πρακτικά ΓΆιεθνούς Συνεδρίου ΠελοποννησιακώνΣπουδών, Καλαμάτα 8-15Σεπτεμβρίου 1985, 2, Αθήνα 1987-1988,305-320· Griechenland. Lexicon derhistorischen Stätten von denAnfängen bis zur Gegenwartt, έκδ. S. Lauffer, München 1989,134 και 360-361· Δ.Β. Βαγιακάκος, «Κυπαρισσίας ονοματολογικά. Α: Κυπαρισσία-Αρκαδία-Αρκαδία», Πρακτικά Β'Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Κυπαρισσία 27-29 Νοεμβρίου 1982, Αθήνα 1984,269-289.
9. Κυπαρίσσης, ΠΑΕ 1911,247-252* Γ.Α. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ 17 (1961-62) Χρονικά, 96-98· ο ίδιος, ΑΔ 26 (1971) Χρονικά, 124-125· J.-P. Michaud, BCH 98 (1974), 618· Δ. Πιτταράς, «Μοΰσγα», Τριφυλιακή Εστία 2 (1976), 300 και 3 (1977), 430-432· ο ίδιος, «Οριστική αφάνεια των αρχαιοτήτων της (Μοΰσγας) Κυπαρισσίας», Τριφυλιακή Εστία 4 (1978), 567-574* Β. Σταυρόπουλος, «Η θέση της αρχαίας Κυπαρισσίας με βάση τις ιστορικές πληροφορίες και τα ερείπια της», Τριφυλιακή Εστία 5 (1979), 157-166.
10. Φιλιατρά 2 (Μάρτ. 1957), 9-13· Φιλιατρά 5 (Ιαν. 1958), 46-49· Φιλιατρά 12 (Ιοΰλ. 1959), 3-12 και  24-45· Φιλιατρά 21-22 (Οκτ.-Μάρτ. 1962), 5-7* Λίτσας, «Προβληματισμοί», 307-310 και 317· Minnesota Messenia Expedition, Register A, 276, αρ. 62-63· Φιλιατρά 111-112 (1987), 48-
11. Π. Παπαχριστόπουλος, «Νέον μνημείον εις Φιλιατρά, ο κεχωσμένος ναός του Αγίου Γεωργίου (εις Αγ. Κυριακήν Φιλιατρών)», Φιλιατρά 13 (Οκτ. 1959), 3-8· Δ.Ι. Πάλλας, ΠΑΕ 1960 (1966), 177-194· ο ίδιος, Έργον 1960, 141-145· ο ίδιος,ΑΔ 16 (1960) Χρονικά, 122-125· G. Oaux, BCH 85 (1961), 718-719· Βάκω Αθανασοπούλου, «Βυζαντινές εκκλησίες της Μεσσηνίας», Μεσσηνιακά Γράμματα 2 (1967), 32-33· Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δ υτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον, από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, Θεσσαλονίκη 21992,101,179-180" D. Pallas, Les monuments paléochrétiens de Grèce découverts de 1959 à 1973, Città del Vaticano 1977,189* Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά (με τη συνεργασία της Ε. Πελεκανίδου), Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών της Ελλάδος, 2: Πελοπόννησος-Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1987,110-111· Α. Αβραμέα, «Νομισματικοί "θησαυροί" και μεμονωμένα νομίσματα από την Πελοπόννησο (ΣΤ'- Ζ' αι.)», Σύμμεικτα 5 (1983), 68* Ντ. Αντωνακάτου, Μεσσηνία, Καλαμάτα 1984,230· D. Pallas,
«Données nouvelles sur quelques boucles et fibules considérées comme avares et slaves et sur Corinthe entre le Vie et le IXe s.», Byzantinobulgarica 7 (1981), 295, σημ. 1· Φ. Ευαγγελάτου-Νοταρά, «"... Και τα πολλά της Πελοποννήσου ... σεισμού γεγόνασιν παρανάλωμα"», Πρακτικά Γ' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, 433 και 438* D. Feissel - Α. Philippidis-Braat, «Inventaires en vue d'un recueil des inscriptions historiques de Byzance. 3: Inscriptions du Péloponnèse (à l'exception de Mistra)», TM9 (1985), 373, αρ. 156 (πρόκειται βέβαια για επιγραφή αποτμημάτων θωρακίου και όχι μωσαϊκού, όπως αναφέρεται)· Γ. Λάββας, «Οι πόλεις των "χριστιανικών βασιλικών". Μια συμβολή στην πολεοδομία του Ανατολικού Ιλλυρικού», Εισηγήσεις του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου Χριστιανικής Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη 1980,421· Β. Αθανασοπούλου-Πέννα, «Νομισματικές μαρτυρίες για τη βυζαντινή Μεσσηνία», Μεσσηνία και νομίσματα, εφημ. Παμμεσσηνιακή- Αφιερωμα, Απρίλιος 1996, 9-10* Η. Αναγνωστάκης - Ν. Ποΰλου-Παπαδημητρίου, «Η πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη (5ος-7ος αιώνας) και προβλήματα της χειροποίητης κεραμικής στην Πελοπόννησο», Σύμμεικτα 11 (1997), 295-301* Lambropoulou, «Le Péloponnèse occidental», 107. Για τον σαφή προσδιορισμό του χρόνου απόκρυψης του «θησαυρού» και εγκατάλειψης του ναού θεωρείται ως προϋπόθεση η ταύτιση των 226 ακόμη αταύτιστων χάλκινων υποδιαιρέσεων, βλ. Α. Λαμπροπούλου - Η. Αναγνωστάκης - Β. Κόντη - Α. Πανοπούλου, «Συμβολή στην ερμηνεία των αρχαιολογικών τεκμηρίων της Πελοποννήσου κατά τους σκοτεινούς αιώνες», Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος- 9ος αι.), Αθήνα 2001,211-212.
12. M.N.Valmin, Études topographiques surfoMessénie ancienne, Lund 1930,136· Minnesota Messenia Expedition, 276, Register A, αρ. 63, 64, 65, Register Β, αρ. 408* Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, 184-185* Σ. Λυριτζής, «Η αρχαία πόλις Έρανα», Πλάτων 21 (1969), 152-180· Griechenland, 221-222,539.
13. Π. Παπαχριστόπουλος, «Ο Αγρίλης, άλλοτε και σήμερα», Φιλιατρά 3 (1957), 5-13· Minnesota Messenia Expedition, 276, Register Α, αρ. 65* Δ.Β. Βαγιακάκος, «Η ετυμολογία του τοπωνυμίου Γαργαλιάνοι»,77εΛ,οποννησιακά 15 (1982-1984), 96· Αιμ. Μπακούρου, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 142.
14. Valmin, Etudes, 138-141· Πάλλας, IME 1960 (1966), 192-194· Ασημακοποΰλου- Ατζακά, Σύνταγμα, 109, σημ. 103. Βλ. όμως J.L. Davis - S.E. Alcock - J. Bennet - Y.G. Lolos - C.W. Shelmerdine, «The Pylos Regional Archaeological Project, Part 1: Overview and the Archaeological Survey», Hesperia 66 (1997), 474 σημ. 384 (στο εξής PRAP, Part 1). Για την επιγραφή, IG V 1,1420* Valmin, Études, 139· Feissel - Philippidis-Braat, «Inscriptions du Péloponnèse», 270, αρ. 2.
15. PRAP= The Pylos Regional Archaeological Project. Βλ. και την δημοσίευση PRAP, Part 1,391 κ.ε.
16. Ό.π., 457-459,469-475. Επίσης για την επιγραφή και νομίσματα, βλ. Λυριτζής, «Η αρχαία πόλις 'Ερανα», 165.
17. Πάλλας, IME 1960,192-194· PRAP, Part 1,474, σημ. 384.
18. PRAP, Part 1,474-475. Βλ. όμως και τα δικά μας συμπεράσματα στο τέλος της παρούσας επισκόπησης.
19. Στράβων (έκδ. R. Baladié), 8.4.2,120· Στέφανος Βυζάντιος, 537* S.W.H. Strijd, «De inscriptionibus in insula Prote», Mnemosyne 32 (1904), 361 κ.ε.· Σ. Κουγέας, «Η νήσος Πρώτη και η ιστορική σημασία της», Λεύκωμα επαρχίας Τριφνλίας, 1938,151-155* Ν. Valmin, «Inscriptions de la Messénie»,.Bw//eft'n de la Société Royale des Lettres de Lund 1928-1929,152· Παπαχατζής, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, 184-185· Σ. Λυριτζής, «Ιστορία και αρχαιολογία της μεσσηνιακής νήσου Πρώτης», Πλάτων 25 (1973), 88-119 και νομίσματα σ. 116* ο ίδιος, «Σχετικά με τη νήσο Πρώτη», Τριφνλιακή Εστία 3/18 (1977), 389· Γ. Χατζή, ΑΔ 36 (1981) Χρονικά, 155* Π. Δημάκης,«Η Πρώτη, η μικρή ιστορία ενός έρημου νησιού», Πρακτικά Β' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 44-54· Σ.Θ. Λυριτζής, «Ιστορική γεωγραφία περιοχής Γαργαλιάνων», Παρνασσός 30 (1988), 90-105.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Κρασί και αμπέλια στο βασίλειο της Πύλου και το ανάκτορο του Νέστορος


Στη λεκάνη του Αιγαίου το αμπέλι είναι αυτοφυές. Η εποχή της εξημέρωσης του είδους δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, γιατί με βάση τα τυπικά δείγματα που μπορούμε να έχουμε από τη Βοτανική, δεν γίνεται να ξεχωρίσουμε τις άγριες από τις ήμερες ποικιλίες του. Η Ελληνική λέξη «οίνος» και ο μυκηναϊκός τύπος της Fοίνος [wo-no] που ανήκουν σε ομάδα λέξεων της ίδιας σημασίας, που τις βρίσκουμε σ’ έναν πλατύ κύκλο γλωσσών της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής. Και η λέξη «άμπελος», που δεν μαρτυρείται άμεσα μυκηναϊκός τύπος της, εκτός από κάποιο κύριο όνομα που είναι παράγωγο της [a-pe-ri-ta-wo : ΑμπελιτάFων] και το επίθετο [wi-no-qo-so : FοίνοικFς = Οίνοψ], πιστεύεται ότι αποτελεί δάνειο από μια μεσογειακή γλώσσα.

Το κρασί παριστάνεται μ’ ένα ιδεόγραμμα, που νομίζει κανείς ότι μοιάζει σαν αμπέλι με απλωμένους κλώνους πάνω σε ξύλινη κληματαριά.

Το ιδεόγραμμα του οίνου
Υπάρχει άλλη λέξη στα μυκηναϊκά για το αμπέλι [we-je-we: νιήFes, όνομ. Ενικού *υιεύς] που δεν θα την είχαν αντιληφθεί οι επιστήμονες, αν δεν υπήρχε η μνεία της σε ένα αρχαίο λεξικό [του Ησυχίου (Δ’ αιών μ. Χ.), όπου σημειώνεται το εξής λήμμα: «υιήν την άμπελον» -ονομ. *υιής, αντίστοιχος αρκαδικός ή κυπριακός τύπος του *υιεύς].
Σε πινακίδα της Κνωσού (Gv 863) αναφέρονται αμπέλια [wo-je-we], 420 ρίζες και συκιές 104, και σε κάποια φθαρμένη πινακίδα της Πύλου (Er 880) αναφέρονται 1100 τουλάχιστον αμπέλια [we-je-(we)] και πάλιν μετά από αυτά συκιές.
 Ο βασιλιάς της Πύλου θα μπορούσε αν ήθελε να βγει στην Ταράτσα του παλατιού του και να έχει από εκεί θαυμάσια θέα σε μια μεγάλη έκταση της δυτικής ακτής της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο τμήμα της. Από το άλλο μέρος, κατά τα βορειοανατολικά, η ματιά του θα σταματούσε πέρα στις δαντελωτές κορφές του όρους Αιγάλεον ύψους 1218 μ. 

Και στα νότια πάλι ο βασιλιάς θα έβλεπε το βουνό που λέγεται σήμερα Λυκόδημος στα νότια του Ναβαρίνου. 

Ο κόλπος του Ναβαρίνου σχηματίζει ένα υπέροχο λιμάνι που προστατεύεται από το νησί Σφακτηρία. Ο γιαλός είναι αβαθής, αλλά παρέχει θαυμάσια αγκυροβόλια ακόμα και για μεγάλα πλοία. Οι αρχαίοι, βέβαια, όσον καιρό δεν χρησιμοποιούσαν τα πλοία τους, τα τραβούσαν έξω στην στεριά.
Σ’ όλη αυτή τη γη που σήμερα είναι η ίδια, απλώνονταν περιβόλια και κήποι γεμάτοι από αμπέλια και άλλα φρούτα και λαχανικά. Οι Μυκηναίοι εργάτες πηγαινοέρχονταν και μοχθούσαν ανάμεσα στα περιβόλια. Όταν δεν ήταν απασχολημένοι στην πόλη, εργάζονταν κατά κανόνα σε αυτά. Μερικοί είχαν και κάποιο κομμάτι γης δικό τους, ένα λαχανόκηπο, ένα μικροσκοπικό περιβόλι, κοντά στο σπίτι τους που ήταν κτισμένο με τσατμά από οπτόλινθους ή ωμόπλινθους και δοκάρια. Οι πιο πολλές πόλεις της εποχής εκείνης μοιάζουν πολύ περισσότερο με μεγαλοχώρια παρά με κλασικές πολιτείες. Ολόκληρος ο μυκηναϊκός κόσμος στηρίζεται σε αγροτικές βάσεις:
Παρ’ όξω απ’ την αυλή, σιμά στη θύρα, έχει περιβόλι,
τεσσάρων ζευγαριών παντού καλοφραγμένο, που
δέντρα πλήθος φαίνονται αψηλά και φουντωμένα,
εκεί απιδιές, ροδιές, μηλιές με τα λαμπρά τα μήλα,
συκιές γλυκόκαρπες κι ελιές γερές και φουντωμένες.

Σ΄ αυτή την περιγραφή της 7ης ωδής της Οδύσσειας αντιστοιχεί και η περιγραφή του περιβολιού του γερο-Λαέρτη, έξω από τα τείχη της Ιθάκης και ιδιαίτερα η σειρά Gv των πινακίδων των Μυκηναϊκών χρόνων με τα ιδεογράμματα της ελιάς, της συκιάς και των αμπελιών. Όταν γίνεται και σ’ αυτά λόγος για σταφύλια και ελιές, καθορίζουν οι πινακίδες με τα ιδεογράμματα με ακρίβεια πως πρόκειται για εδώδιμους καρπούς και όχι κρασί ή λάδι. Όλοι οι αγρότες εργάζονται σκληρά με την τσάπα, την αξίνα ή το σκαλιστήρι, σκάβουν, βωλοκοπούν, βοτανίζουν καθαρίζουν τη γη από τα ζιζάνια, κορφολογούν τα κλήματα, τρυγούν και απλώνουν σε αλώνια τα σταφύλια ή τα κρεμούν για να ξεραθούν.
 Από τα μέσα του Αυγούστου αρχίζει ο τρύγος και συνεχίζει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Η ύπαιθρος αντιβουίζει τότε από τις φωνές και τα τραγούδια των γυναικών, που κόβουν τα σταφύλια, και των ανδρών που μεταφέρουν τα γεμάτα καλάθια. Τα περισσότερα αμπέλια (Woϊnades) απλώνονται στις βουνοπλαγιές, πίσω από τις ξερολιθιές, που στεφανώνονται με αγκάθια: φυλάγονται από τις αλεπούδες και τους τράγους. Τα κλήματα (we-ve-we) τυλίγονται συχνά σε μεγάλα δέντρα ή στηρίζονται σε μικρούς πασσάλους. Ξέρουν ωστόσο να τα φυτεύουν γραμμωτά, σε απόσταση ένα μέτρο και ογδόντα με δυο μέτρα το ένα από το άλλο, να τα στηρίζουν και να κάνουν κληματαριές ή να τα αφήνουν να σέρνονται στο χώμα.

Το Φθινόπωρο τα οργώνουν, τα κλαδεύουν με προσοχή τον χειμώνα, τα σκαλίζουν την Άνοιξη, τα βλαστολογούν στις αρχές του Καλοκαιριού και τα διατηρούν καθαρά όλες τις εποχές. Μόλις κόψουν τα σταφύλια τα βάζουν σ’ ένα αλώνι για δέκα μέρες και κατόπιν στη σκιά για πέντε ακόμη μέρες για να ζαχαρώσουν. Όταν θέλουν να κάνουν μούστο τα πατούν φρέσκα σ’ ένα μεγάλο κάδο, τον ληνό, που ήταν κατασκευασμένος από λαξεμένη πέτρα ή από ψημένη άργιλο. Ο μούστος τρέχει και μεταγγίζεται σε μια λεκάνη, που βρίσκεται από κάτω. Ψηλά πιθάρια θα γεμίσουν με εκατόν είκοσι ως διακόσια λίτρα μούστο ή θα τα τοποθετήσουν σε ξύλινα βαρέλια.
Ο μούστος ζυμώνεται, γίνεται ζύμωση και βράζει για 40-50 ημέρες όπου γίνεται η μετάγγιση. Είναι η στιγμή για μεγάλες χαρές. Οι Μυκηναίοι δοκιμάζουν, για πρώτη φορά, το αίμα του θεού του πατητηριού του Διονύσου. Η γιορτή του κρασιού είναι μια ξεχωριστή βραδιά μέσα στη μονοτονία της ζωής. Χιλιάδες άνθρωποι χορεύουν ξέφρενα ώσπου να αποκάμουν. Στήνουν χορό κοντά στο πατητήρι ή στον κάδο με το κρασί ή γύρω από τα ιερά δέντρα, που είναι κάτι περισσότερο από χορός είναι πραγματική τελετή. Στα βουνά της Βοιωτίας τρέχουν οι Μαινάδες, που τις ξετρελαίνει η παρουσία του θεού. Θα τον ξαναγιορτάσουν με διαλογικά τραγούδια (από αυτά γεννήθηκε ο διάλογος της Τραγωδίας) και χορούς τον Γενάρη, όταν το κρασί θα έχει γίνει και τον Μάρτη ή τον Απρίλη, όταν θα ξαναφουντώσουν τα αμπέλια. Κρασί στους καταλόγους, που περιλαμβάνουν συνήθως σιτηρέσια, δεν εμφανίζεται, ίσως ήταν πολυτέλεια. Όμως στη Πύλο έχουμε έγγραφο (Gn 428), όπου σημειώνεται χορήγηση κρασιού σε μικρές ποσότητες, ή μεγαλύτερη ποσότητα που χορηγείται σε κάποιον είναι 48 λίτρα –μπορεί όπως αυτός να αντιπροσώπευε ομάδα. Δυο άλλες ομάδες παίρνουν μόνον από 9,6 λίτρα καθεμιά.
Ένα πολύ ευρύχωρο οίκημα στο ανακτορικό συγκρότημα στον Άνω Εγγλιανό, όπου βρέθηκαν αγγεία μεγάλης περιεκτικότητας, αναγνωρίστηκε από τους αρχαιολόγους ως οιναποθήκη και τούτο επιβεβαιώθηκε από την παρουσία σφραγισμάτων που φέρουν αποτυπωμένο το ιδεόγραμμα του κρασιού και χιλιάδες ποτήρια δίοπα. Στο κύριο Δωμάτιο του ανακτόρου περιέχονταν 35 πιθάρια για κρασί διευθετημένα σε σειρές. Σ’ ένα από αυτά υπάρχει και η λέξη μελίτιος [me-ri-ti-jo], δηλαδή κρασί με μέλι. Ας σημειωθεί επίσης ότι σε ορισμένα από τα 60 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην Αποθήκη του Οίνου υπήρχε ιδιαίτερο εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β’ Γραφής δηλωτικό του κρασιού. Η Αποθήκη περιγράφεται στην Οδύσσεια γ’, 390-392.

"Ανάκτορο Νέστορος", αποθήκη Οίνου. Πρόκειται για ένα ανεξάρτητο δικάμαρο κτίσμα, μεγάλων διαστάσεων, εκτός των ορίων του ανακτόρου, εμβαδού 250 τ.μ. Είχε ιδιαίτερο Προθάλαμο, προορισμένο για τον υπεύθυνο της διάθεσης του κρασιού, και κύριο Δωμάτιο, που περιείχε 35 πιθάρια για κρασί, διευθετημένα σε σειρές, που βρίσκονταν στις πλευρές του μεγάλου δωματίου και σε διπλή σειρά κατά μήκος του κεντρικού του άξονα. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένα από τα 60 πήλινα σφραγίσματα που βρέθηκαν στην Αποθήκη υπήρχε ιδιαίτερο εγχάρακτο σημείο της Γραμμικής Β Γραφής, δηλωτικό του κρασιού.
Στα αντικείμενα των ανασκαφών από το Παλάτι του Νέστορος και των παρακειμένων νεκροταφείων που εκτίθενται στο Μουσείο της Χώρας Τριφυλίας περιλαμβάνονται και τα κεραμεικά όπου επικρατεί το χαρακτηριστικό Μεσσηνιακό δίδυμο κύπελλο, γνωστό ως δέπας αμφικύπελλον. 
Από τους τάφους της Τραγάνας έχουμε αρκετά αγγεία, αντιπροσωπευτικά δείγματα του πρώτου Μυκηναϊκού ρυθμού (-1550/-1500), όπως γραπτά κύπελλα τύπου Keftiu με μεσαίο ανάγλυφο δακτύλιο, που μιμούνται μεταλλικά πρότυπα. Υπάρχουν δυο χρυσά κύπελλα από την Περιστεριά και τρία άλλα μικρότερα χρυσά κύπελλα με έκτυπες σπείρες, δείγμα του μεγάλου πλούτου στη θέση αυτή κατά την Πρώιμη Μυκηναϊκή εποχή.
Τα πολλά ποτήρια στο παλάτι δείχνουν την ευρεία χρήση του κρασιού και σε θρησκευτικές τελετές, σε θυσίες, αλλά κυριότερα οι Μυκηναίοι πρόσφεραν κρασί στον ξένο για να τον καλωσορίσουν και να τον υποδεχτούν σαν άρχοντα.
Εκτός από το κρασί στις προμήθειες του χειμώνα οι άνθρωποι της εποχής εκείνης έβαζαν να ξεραθούν και μερικά σταφύλια που τα έλιαζαν και τα έκαναν σταφίδες. Ο χωριάτης που έπινε λίγο κρασί, έδινε αντί για πληρωμή σε είδος ολόκληρη σχεδόν την παραγωγή του στους ανθρώπους των ιερών και των ανακτόρων, ως προσφορά και ως φόρο.
Το σκουρόχρωμο ελληνικό κρασί αναδίδει ατμούς, είναι πλούσιο σε οινόπνευμα και είναι συχνά αρωματισμένο. Όταν δεν το προσφέρουν για σπονδή στις θεότητες και δεν το πίνουν στα επίσημα Συμπόσια, το εξάγουν σ’ όλους τους παράκτιους πληθυσμούς της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Διευκολύνει πάρα πολύ τις εμπορικές δοσοληψίες. Θολώνει το μυαλό των ηλιθίων, όπως του Κύκλωπα Πολύφημου, και διεγείρει τον ζήλο και την αγάπη των πολεμιστών, όπως του Αχιλλέα ή του Οδυσσέα. Είναι πιθανόν ότι μερικά από τα είκοσι πάνω-κάτω είδη κρασιών που ήταν γνωστά στο Αρχιπέλαγος κατά τον Μεσαίωνα, της Μονεμβασίας, το μοσχάτο, το αθήρι, το σαμιώτικο, ο ανθοσμίας (ένα γλυκό κρασί που έχει φθάσει μέχρι τα Madeira της Πορτογαλίας) ανάγονται στην απώτατη αρχαιότητα.

Αριστερά και Μέσον: Από τα περίφημα χρυσά κτερίσματα του θολωτού τάφου 3 της Περιστεριάς: (-1600). Διακρίνονται ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο ύψους 13,5 εκ. και διάμετρο χείλους 19,5 εκ με ατέρμονα σπείρα, ένα χρυσό κύπελλο του τύπου Κεφτί με περιφερειακή ταινία στην μέση και από σειρά συνεχούς σπείρας στις δύο πλευρές της ταινίας (ύψους 7,5 εκ.), χρυσός αβαθής μόνωτος κύαθος με συνεχείς σπείρες και συγκεντρικούς στον πυθμένα του κύκλου (ύψους 4,5 εκ., διάμετρος χείλους 16 εκ.). Δεξιά: Κύπελο τύπου "Κεφτί" από τον Μυκηναϊκό οικισμό στην Τραγάνα,-1600.
Οι Μυκηναίοι αρωμάτιζαν το κρασί και χαίρονταν το άρωμα κάποιου παλιού κρασιού, όπως το άρωμα του τριαντάφυλλου, της βιλέτας, του νάρκισσου, του ζουμπουλιού. Χαίρονταν με τη μυρωδιά του ξύλου του κέδρου, του έβενου και των άλλων δέντρων που έφτιαναν τα βαρέλια του κρασιού. Δεν ξέρουμε αν θεωρούσαν τους μαύρους καρπούς και το λάδι της αγριοδαμασκηνιάς (ράμνος) ως αρωματική, καθαρτική ή χρωστική ύλη.
Είχαν πολύ διαφορετική από τη δική μας αντίληψη των γεύσεων και των χρωμάτων και έτσι η μαγειρική, η ιατρική και η μαγεία διαδραματίζουν και συγχέουν τους ρόλους τους. Ακόμη και για τον Πλάτωνα είναι τρεις τέχνες ή τεχνικές που είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσουμε.
Όλοι οι λαοί της Εγγύς Ανατολής από την Αίγυπτο ως την Βαβυλωνία και από τη Μ. Ασία ως την Πελοπόννησο θεωρούσαν τα αρώματα σαν την ψυχή των πραγμάτων, ως την πιο ευαίσθητη έκφραση της προσωπικότητας των ανθρώπων και των θεών. Η ευχαρίστηση ή η αποστροφή που ένιωθαν τα ρουθούνια τους γι’ αυτά τα «αιθέρια έλαια», όπως τόσο σωστά τα ονόμαζαν, είχαν εν μέρει θρησκευτικό ή μυστικιστικό χαρακτήρα. Οι μυρωδιές σαν μια απέραντη γραφή τους βοηθούσαν για να δώσουν κάποια σημασία στον κόσμο. Φορτωμένες με σύμβολα, αξίες και τελικούς σκοπούς δεν προορίζονταν όπως σήμερα να διεγείρουν τις αισθήσεις: μιλούσαν στο μυαλό και στην καρδιά.
Ο κόσμος του Αιγαίου ήξερε από πολύ νωρίς να φυτεύει, να μπολιάζει και να κλαδεύει με πολύ προσοχή στα κτήματα. Την εποχή του Τρωικού πολέμου, οι Αιγαίοι έπιναν κρασί μέσα σε μεγάλες κούπες με δυο λαβές και έτρωγαν σταρένιο ψωμί. Ήξεραν να φτιάχνουν ένα αρωματισμένο φαγητό με όλες τις μυρωδιές της Ελληνικής γης και να προσφέρουν ένα μυρωδάτο κρασί, που δεν ξέρει κανείς αν ήταν ποτό, ηδύποτο ή το αίμα του Διονύσου. Ήθελαν να φέρουν έναν άνθρωπο κοντά στον άλλο ή να τους κάνουν πιο ανθρώπινους. Αυτή ήταν η τέχνη να δέχονται. Αρκεί να διαβάσουμε την περικοπή από την ωδή Λ της Ιλιάδας, όπου την ωραία Εκαμήδη να ετοιμάζει ένα ορεκτικό για το γέρο-Νέστορα, το βασιλιά της Πύλου. Βρίσκουμε όλα σχεδόν τα στοιχεία στις πινακίδες: πάνω σ’ ένα ωραίο στιλβωμένο μαυρόποδο και χάλκινο τραπέζι, σερβίρει κρεμμύδι «γευστικό προσφάγι για να πίνουν» χλωρό μέλι, παλιό πράμνειο κρασί, κατσικίσιο τυρί, άσπρο αλεύρι.
Τα κείμενα δίνουν την εντύπωση ενός λαού εκλεπτυσμένου, ενός θαυμάσιου πολιτισμού, που τον διατρέχει το βλέμμα του Δία και οι φτερωτές πτέρνες του Ερμή. Μια χώρα πτωχική, άγονη, σχεδόν γεμάτη βράχια, ερημιές και βαλτοτόπια. Πώς αυτή η χώρα έγινε τόσο μεγάλη και τόσο πολιτισμένη, τόσο σπουδαία; Και δεν μιλούμε για τα χρυσά προσωπεία και τους χρυσούς θησαυρούς των Μυκηναίων αλλά για την κληρονομιά που άφησαν στον κόσμο: ένα πνεύμα, δηλ. ιδέες, εφευρέσεις, μια ηθική. Και ακόμη περισσότερο ένα θρησκευτικό, πολιτικό, δικαστικό, τεχνικό, στρατιωτικό λεξιλόγιο με το οποίο ακόμη εκφράζεται. Από τους Έλληνες προέρχεται ακόμη η αγάπη για την ελεύθερη συζήτηση για την αντιπαράθεση των ιδεών, την άμιλλα, τον ανταγωνισμό και από μια εποχή, την Μυκηναϊκή, διδάχτηκε τόσα πολλά η Ευρώπη, μια εποχή όπου μερικοί τολμηροί αμφισβητούσαν την εξουσία, ταξίδευαν και ανακάλυπταν άλλες χώρες και άλλους ήρωες να πιούν κρασί μαζί τους, να αντιπαρατεθούν ή να διασκευάσουν και να εκπολιτιστούν.


Ευρήματα της σκευοθήκης του ανακτόρου του Νέστορος με πληθώρα αγγείων πόσεως. Αρχαιολογικό μουσείο Χώρας Μεσσηνίας.


ΒΟΥΛΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ Πανεπιστήμιο Αθηνών
Βιβλιογραφία: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ ΛΘ’ (39) 1998-2003

Κείμενο: Άμπελος η διαχρονική


Αριστομένης ο Μεσσήνιος






Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Νιχώρια, Μεσσηνία: Ένα σημαντικό κέντρο με συνεχή κατοίκηση στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους


Ο Πανάρχαιος οικισμός των Νιχωρίων είναι από τους πιό σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Μεσσηνίας. Κατοικήθηκε από τα τέλη της Νεολιθικής εποχής, -3500, μέχρι και τους Αρχαϊκούς, -750, αλλά και αργότερα από την Ελληνιστική εποχή, -4ος αιώνας, μέχρι και την Βυζαντινή, +13ος αιώνας. Απέδωσε πλουσιότατα και σημαντικά ευρήματα, ενώ η κατοίκησή του στους Σκοτεινούς αιώνες, -1200 έως -800, που ακολούθησαν την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου, μας πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες γιά την περίοδο αυτή.


O Οικισμός
Πρόκειται για λόφο- πλάτωμα, ακριβώς δίπλα στα Τουρκοκίβουρα, σε απόσταση 2- 2,5 χλμ. από την ΒΔ. γωνία του Μεσσηνιακού κόλπου, στην συμβολή των οδών Πύλου- Καλαμάτας (στο χωριό Ριζόμυλος) και Ριζομύλου- Κορώνης.
Στο σχηματιζόμενο υψίπεδο, μήκους 500μ. και πλάτους από 50 έως 150μ. και με κατεύθυνση από ΒΔ- ΝΑ, είχε αναπτυχθεί επί χιλιετίες το κέντρο κατοίκησης της περιοχής, το οποίο εκτεινόταν και στους συνεχόμενους λόφους με τα κατάσπαρτα νεκροταφεία.


Το πλάτωμα των Νιχωρίων κατέχει πολύ σημαντική στρατηγική θέση αφού εποπτεύει ολόκληρο τον Μεσσηνιακό κόλπο ενώ ελέγχει τον μεσόγειο δρόμο από τις δυτικές ακτές της Μεσσηνίας στο Ιόνιο πέλαγος προς τον κόλπο της Μεσσηνίας καθώς και τον παράλιο δρόμο των δυτικών ακτών του κόλπου.
Σύμφωνα με τονJohn Chadwick οι εκτεταμένες εγκαταστάσεις των Νιχωρίων πιθανόν να ανήκουν στό μεγάλο διοικητικό κέντρο της περιοχής RE-U-KO-TO-RO που αναφέρετε στις πινακίδες του ανακτόρου του Άνω Εγκλιανού.
Ανασκαφές διεξήχθησαν από το Πανεπιστήμιο της Minnesota, κατά τα έτη 1969- 1973, υπό τη διεύθυνση του W. A. McDonald, με την συμμετοχή πολλών επιστημόνων, όχι μόνον από τον χώρο της αρχαιολογίας, αλλά και από τον χώρο των θετικών επιστημών (γεωλόγοι, παλαιοβοτανολόγοι, ανθρωπολόγοι κτλ).
Από τα σχετικά ευρήματα προέκυψε ότι αραιή κατοίκηση υπήρχε στην τελική Νεολιθική εποχή, με την μορφή όχι μόνιμης κατοικίας, αλλά ίσως με την ύπαρξη στην περιοχή μετακινούμενων κτηνοτρόφων, οι οποίοι επέλεγαν τον τόπο διαμονής τους ανάλογα με τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες για την συντήρηση και διατροφή των κοπαδιών τους.


Αρκετά ήταν τα ευρήματα Πρωτοελλαδικής κεραμεικής που υποδεικνύουν κατοίκηση της θέσης από τα Πρωτοελλαδικά χρόνια, -3200 έως -2200.
Συστηματική οργάνωση ενός αρκετά μεγάλου οικισμού επετεύχθη από την ΜΕ περίοδο, -2200, όπως δυνάμεθα να κρίνομε από τα αρχιτεκτονικά λείψανα αρκετών κτηρίων αυτής της εποχής, τα οποία ήλθαν εις φως. Ανασκάφηκαν οικίες κυρίως ορθογώνιες σε κάτοψη με τρία ή τέσσερα δωμάτια, εργαστήρια αλλά και δρόμοι.
Τα πρωϊμώτερα στρώματα με ΜΕ υλικό προέρχονται από την Περιοχή V (Area V), η οποία έδωσε μάλιστα θεμέλια κτηρίων της ΜΕ περιόδου.
Η έρευνα στις περιοχές Ι- VII (Areas I-VII) κατέδειξε ότι ο αριθμός των κατοίκων του υψιπέδου αυξήθηκε κατά την ΜΕΙΙ περίοδο, -1800.
Ο χώρος διαμονής τους εξαπλώνεται περισσότερο, ο πυρήνας του όμως παραμένει στις περιοχές IV και V, ενώ διάσπαρτες οικίες εντοπίζονται τόσο στα ΒΔ (Areas II, III), όσο και στα ΝΑ (Area VII).


Η μετάβαση από την ΜΕΙΙΙ στην ΥΕΙ περίοδο είναι προφανώς ομαλή, καθώς δεν παρατηρείται σαφής διάκριση μεταξύ των ύστερων ΜΕ και των πρώιμων ΥΕ τύπων οικιών ή τεχνικών κατασκευής.
Η μελέτη της κεραμεικής από τα Νιχώρια και αλλού, ενισχύει την άποψη ότι δεν υπάρχει απότομη πολιτισμική διακοπή μεταξύ της ύστερης ΜΕ και της πρώιμης ΥΕ εποχής και, επομένως, πρόκειται περισσότερο για τεχνητό διαχωρισμό των δύο περιόδων.
Μινωική επίδραση ιχνηλατείται περισσότερο στα πρώιμα ΥΕ αγγεία, οι επαφές αυτές ωστόσο, είχαν θεμελιωθεί στα Νιχώρια πολύ πριν τα μέσα του -16 ου αι.
Τα θραύσματα αγγείων, τα οποία καταδεικνύουν μινωική επίδραση προέρχονται από στρώματα της ύστερης ΜΕ περιόδου. Πρόκειται για όστρακα διακοσμημένα με μοτίβα σε καστανή στιλπνή βαφή καθώς και άλλα επιχρισμένα με βαφή στιλπνή μελανή ή καστανέρυθρη, που συχνά εμφανίζει ρωγμές, επάνω στην οποία αποδίδονται τα διακοσμητικά μοτίβα με επίθετη ερυθρή, πορφυρή ή λευκή βαφή. Μερικά από τα αγγεία αυτά δύνανται να αποτελούν εισαγωγές από τα Κύθηρα ή τον Άγιο Στέφανο στην Λακωνία. Ένα ποσοστό εξ αυτών φαίνεται να έχουν κατασκευασθεί στα Νιχώρια από κεραμείς εξοικειωμένους με την μινωική παράδοση, ίσως κεραμείς προερχόμενους από τα Κύθηρα ή τον Άγιο Στέφανο.
Η έναρξη της ΥΕΙ στα Νιχώρια, όπως και στις περισσότερες θέσεις, χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή και μαζική παραγωγή της ΥΕΙ διακοσμημένης κεραμεικής. Επιπροσθέτως, όσον αφορά στην οικιακή κεραμεική, η τριποδική μαγειρική χύτρα και το άωτο κωνικό κύπελλο εμφανίζονται για πρώτη φορά κατά την περίοδο αυτή, γεγονός το οποίο αποτελεί περαιτέρω ένδειξη για την ανάμειξη και τον ενεργό ρόλο κεραμέων από την Κρήτη ή τα Κύθηρα. Τα κύπελλα Κεφτί απαντώνται σε μεγάλη ποσότητα, ενώ οι ημισφαιρικοί κύαθοι σε μικρότερη. Τα μοτίβα τους δύνανται να παραλληλισθούν με τα αντίστοιχα ΥΜΙΑ των Κυθήρων.


Από διάφορες τομές στην Νότια περιοχή IV (Area IV South), η οποία έδωσε την καλύτερη στρωματογραφία των ΥΕΙ-ΙΙΑ περιόδων, προέρχονται θραύσματα αγγείων χρονολογούμενα στην ΥΕΙΙΑ, όπως θραύσματα ανακτορικών πιθαμφορέων με θέματα χαρακτηριστικά αυτής της φάσεως: δικάμπυλα τόξα, ρόδακες, σειρές στιγμών και φύλλα πληρούμενα με δικτυωτόν κόσμημα. Επί πλέον, αξίζει να σημειώσομε την ύπαρξη θραυσμάτων κατά τον «εναλλασσόμενο ρυθμό», τα οποία ανήκουν σε ημισφαιρικούς κύαθους με οκτώσχημες ασπίδες και άλλους με θαλάσσιες ανεμώνες ή τρικάμπυλα τόξα.
Αυτού του είδους η κεραμεική της ΥΕΙΙΑ αποτελεί επί πλέον στοιχείο, το οποίο αποδεικνύει, σύμφωνα με τον Dickinson, την ευημερία της θέσεως αυτής.
Η σημασία της μελέτης της πρώιμης μυκηναϊκής κεραμεικής από τον οικισμό αυτό γίνεται φανερή και από το γεγονός ότι η στρωματογραφία των Νιχωρίων χρησιμοποιήθηκε από τον Dickinson για τον καθορισμό της ΥΕΙ περιόδου και την καθιέρωση νέας διακρίσεως μεταξύ της ΥΕΙ και ΥΕΙΙΑ φάσεως.
Οι μεγάλες ποσότητες ΥΕΙ-ΙΙ υλικού, οι οποίες απεκαλύφθησαν, τα αρχιτεκτονικά λείψανα των ΥΕΙ-ΙΙ περιόδων, τα οποία ανεσκάφησαν στην ακρόπολη και τα πρωιμώτερα ταφικά μνημεία, τα οποία ήλθαν εις φως στην ΒΔ πλευρά της λοφοσειράς των Νιχωρίων (Area I) και την γειτονική περιοχή («Little Circle», Τάφος Βέβε, Νικητοπούλου τ. 4), καταδεικνύουν ότι τα Νιχώρια ήταν ένα πολύ σημαντικό Μεσσηνιακό κέντρο από την έναρξη της ΥΕΙ περιόδου, -1700.
Η κατανομή της ΥΕΙ και ΙΙ κεραμεικής στην περιοχή φανερώνει αξιοσημείωτη αύξηση του πληθυσμού κατά την ΥΕΙ περίοδο και ακόμη πιο σημαντική αύξηση κατά την επομένη ΥΕ ΙΙΑ φάση.
Το πρωϊμώτερο χρονολογικώς κτήριο, το οποίο δύναται να θεωρηθεί ως έδρα του τοπικού ηγεμόνος απεκαλύφθη στην περιοχή IV: Πρόκειται για μεγάλο ΥΕΙΙ, -1500, συγκρότημα, το οποίο ευρισκόταν ακριβώς κάτω από το ΥΕΙΙΙ μέγαρο, -1200.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Νιχώρια αποτελούν την μοναδική Μεσσηνιακή θέση, στην οποία εντοπίσθηκε σε ΥΕΙΙΑ απόθεση, κίσσηρις προερχόμενη από την Θήρα. Η ανεύρεσή της στην απόθεση αυτή δεν συνδέεται με οικιστική καταστροφή, αλλά είχε πιθανόν περισυλλεγεί από την ακτή μετά την έκρηξη του ηφαιστίου της Θήρας και είχε τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο σημείο του οικισμού από τους κατοίκους των Νιχωρίων, με σκοπό την οικιακή χρήση.


Η κατοίκηση των Νιχωρίων συνεχίζετε και στους ιστορικούς χρόνους. Μετά την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμο, περίπου -1150, και την καταστροφή των Νιχωρίων, ίσως μιά γενιά αργότερα, οι άνθρωποι επέστρεψαν και ο οικισμός ξανακατοικήθηκε. Από τον -11ο έως και τον -8ο αιώνα περίπου, χρησιμοποιούνται ακόμη ορισμένοι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι, και γίνονται ταφές σε πίθους και αψιδωτούς κτιστούς τάφους. Η μελέτη των ταφών, της κεραμικής αλλά και της αρχιτεκτονικής του οικισμού αυτής της περιόδου, βοήθησε να φωτιστεί η περιβόητη αυτή περίοδος που έχει μείνει γνωστή ως οι "σκοτεινοί αιώνες".
Ανασκάφηκαν κτήρια οικίες των πρώιμων χρόνων της εποχής του Σιδήρου, -1100 έως -900 αλλά και οικίες των Γεωμετρικών χρόνων, -900 έως -700.
Βρέθηκαν αρκετές ταφές αυτής της περιόδου απ΄τις οποίες ξεχωρίζει η ταφή του "Πολεμιστή" (στην φωτογραφία παραπλεύρως). Η ταφή αυτή που ήταν εντός πίθου χρονολογείται στον -8ο αιώνα και απέδωσε αρκετά ευρήματα (αγγεία, χάλκινο ξίφος) τα οποία εκθέτονται στο Μουσείο της Καλαμάτας μαζί με τα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών των Νιχωρίων. 


Η κατοίκηση των Νιχωρίων συνεχίζετε και στα Ρωμαϊκά χρόνια αφού στους πρόποδες της Ακρόπολης ανασκάφηκε μερικώς οικισμός αυτής της εποχής, -2ος έως -4ος αιώνας.
Σημαντικά ήταν και τα ευρήματα της Βυζαντινής εποχής αφού ανασκάφηκαν αρκετά κτήρια αυτής της εποχής, +4ο έως +12ο αιώνα, μεταξύ των οποίων και ένα μεγάλο κτήριο που πιθανόν να λειτουργούσε σαν εργαστήριο σιδήρου.


Ο Θολωτός τάφος των Νιχωρίων
Από τις 8 Ιουνίου μέχρι τις 22 Ιουλίου του 1972, η αρχαιολογική αποστολή του Minnesota Messenia Expedition και η Ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία διεξήγαγαν από κοινού την ανασκαφή ενός θολωτού τάφου στην βορειοδυτική άκρη της ακρόπολης των Νιχωρίων (Fig.2). Η Θεοδώρα Καράγιωργα- Σταθοπούλου από την Ζ΄ Ε.Π.Κ.Α. και η Nancy Wilkie με βοηθό την Dr. Stanley Aschenbrenner από πλευράς του the Minnesota Messenia Expedition συνεργάστηκαν στην ανασκαφή του τάφου. Η ανασκαφή ολοκληρώθηκε το 1973 από την Nancy Wilkie και την Στυλιανή Παρλαμά.
Ο Δρόμος του τάφου, που είχε μερικώς αποκαλυφθεί το 1971, ανασκάφηκε πλήρως το 1972 εκτός από ένα τμήμα 1.40μ. κοντά στο Στόμιο του τάφου που ανασκάφηκε το 1973. Ο Δρόμος έχει Νοτιοανατολικό προσανατολισμό, εποπτεύοντας το φαράγγι του Βαθυρέματος, με θέα προς την θάλασσα. Τείχη από ασβεστολιθικές πέτρες πλαισιώνουν και τις δύο πλευρές του Δρόμου που έχει συνολικό μήκος 8.90μ. Το πλάτος του δρόμου, τόσο στο επίπεδο του εδάφους όσο και στην κορυφή των τειχών, είναι 1.75μ.
Αναλυτική παρουσίαση στο: Ο Θολωτός τάφος των Νιχωρίων


"Μικρός Κύκλος" Νιχωρίων ("Little Circle")
Εκτός όμως από τον οικισμό στο υψίπεδο της περιοχής των Νιχωρίων, πρέπει να μνημονευθεί στο σημείο αυτό ο λεγόμενος «Μικρός Κύκλος» (“Little Circle”), όπως ονομάσθηκε από τους ανασκαφείς του.
Κατά την διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων, η ΒΔ πλαγιά της λοφοσειράς των Νιχωρίων (Area I) χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο και ως οδός πρόσβασης προς την κορυφή του πλατώματος.
Η αποστολή του Πανεπιστημίου της Minnesota απεκάλυψε ίχνη αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε προς την κορυφή του πλατώματος και τα ερείπια δύο ταφικών κατασκευών.
Η μία από αυτές αποτελεί θολωτό τάφο, ο οποίος έχει καταρρεύσει, ενώ ακριβώς στα ανατολικά του εντοπίσθηκε μικρός κυκλικός τάφος, ο οποίος ονομάσθηκε («Little Circle»).
Ο «Μικρός Κύκλος» είχε διάμετρο περίπου 2μ. και διεσώζετο σε ύψος 1μ. Είχε κατασκευασθεί από ασβεστόλιθο στην ΥΕΙΙΑ φάση ή λίγο ενωρίτερα. Δεν υπήρχε ένδειξη για στέγη ή είσοδο, μετά την ανασκαφή του. Το δυτικό του τμήμα προφανώς καταστράφηκε και αντικαταστάθηκε από τον τοίχο στήριξης του παρακειμένου θολωτού τάφου, πιθανόν στις αρχές της ΥΕΙΙΙ.
Είναι πιθανόν ότι ο θολωτός τάφος όταν ολοκληρώθηκε, καλύφθηκε, μαζί με τον «Μικρό Κύκλο», από συσσώρευση χώματος. Τα δύο ταφικά μνημεία προστατεύθηκαν από την διάβρωση με τοίχο κτισμένο σε υψηλότερο επίπεδο, στην πλαγιά.


Θέση Βαθύρεμα (Λακούλες)- Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο
Βορειοανατολικώς του χωρίου Καρποφόρα εις το μέγα γεωμετρικόν νεκροταφείον, επισημανθέν ήδη κατά το παρελθόν έτος, ηρευνήθησαν (το 1960) εξ κιβωτιόσχημοι τάφοι έκτισμένοι διά «ξερολιθιάς», και απολήγοντες κατά την ετέραν των στενών πλευρών είς αψίδα. Έξ αυτών προέρχεται ικανός αριθμός πρωτογεωμετρικών αγγείων (οινοχόαι, αμφορείς κ.ά.), τα πλείστα αρίστης διατηρήσεως και χαλκαι περόναι. Παρά τους τάφους τούτους ευρέθησαν έτεροι είς πίθους, περιέχοντες ομοίως πρωτογεωμετρικά αγγεία. Παρά το αυτό χωρίον και εντός της παρακειμένης δυτικώς αυτού χαράδρας (Βαθύρεμα), κάτωθεν του κατά το κατά το παρελθόν έτος επισημανθέντος, είς θέσιν Νιχώρια, προϊστορικού συνοικισμού, ανεσκάφη θαλαμοειδής τάφος. 
Τάφος Λαμπροποὐλου
Εἰς θέσιν "Λακκοῦλες", ἐντὸς τοῦ κτήματος τοῦ κ. Χρήστου Λαμπροπούλου ἀνεσκάφη τὸ 1967 μικρὸς θολωτὸς τάφος, ἐκτισμένος κατὰ τὸ ἐκφορικὸν σύστημα διὰ πλακοειδῶν σχιστολίθων. Σώζεται ἀκέραιος. Τὸ σχῆμα του ἐλαφρῶς ᾠοειδές, ἔχει τὴν μεγαλυτέραν διάμετρον κάθετον πρὸς τὸν ἄξονα τοῦ δρόμου. Κατὰ τὸ ΒΑ. μέρος τὰ τοιχώματα τῆς θόλου ἔχουν ὑποστῆ θλάσιν πρὸς τὰ ἔσω, εἰς δὲ τὴν κορυφὴν ἐλαφρὰν βύθισιν λόγῳ πιέσεως τῶν ὑπερκαλυπτόντων χωμάτων. Τὸ δάπεδον καλύπτεται δί ἀκανονίστων σχιστολιθικῶν πλακῶν, αἵτινες δὲν ἁρμολογοῦνται μὲ ἀκρίβειαν μεταξύ των.

Θέση Βέβε, Θολωτός τάφος
Η θέση ευρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Καρποφόρας, περίπου 70μ. ΝΑ των τάφων Νικητοπούλου, στα Τουρκοκίβουρα Νιχωρίων. Το 1967 ο Χωρέμης ανέσκαψε θολωτό τάφο διαμέτρου 5,10μ., (φωτογραφία δεξιά), ο οποίος διεσώζετο σε άσχημη κατάσταση. Παρά την σύλησή του, ο τάφος απέδωσε τεσσαράκοντα πέντε (45) αγγεία, μερικούς σφραγιδόλιθους, χρυσές ψήφους και άλλα μικρά αντικείμενα. Τα περισσότερα από τα αγγεία ανευρέθησαν σε θραύσματα, σε αβαθή λάκκο στο κέντρο του θαλάμου. Επί τη βάσει της κεραμεικής, φαίνεται ότι ο τάφος χρησιμοποιήθηκε επί μακρόν, από την ΥΕΙ έως την ΥΕΙΙΙ, -1700 έως -1200.
Αναλυτική παρουσίαση στο: Καρποφόρα Μεσσηνίας: Ο θολωτός τάφος Βέβε

Θέση Τουρκοκίβουρα
Η θέσις αύτη ευρίσκεται πλησιέστατα προς τα Νιχώρια, προς Δ. αυτών, μεταξύ της θέσεως «Ακόνες», όπου τον Οκτώβριον του 1967 ανεσκάφη θολωτός μυκηναϊκός τάφος εις το κτήμα Ι. Βέβε3, και της θέσεως «Λακκούλες», όπου είχεν επισημανθή και μερικώς ερευνηθή πρωτογεωμετρικόν νεκροταφείον4.


Κατά το θέρος του 1969 ανετέθη εις τον Αγγ. Χωρέμη η εποπτεία των ανασκαφών του Πανεπιστημίου της Minnesota εις Καρποφόραν Μεσσηνίας (λοφοσειρά Νιχωρίων, όπου, κατά πάσαν πιθανότητα, κείται μυκηναϊκός οικισμός1), ως και η διενέργεια της ελληνικής ερεύνης εις τον αυτόν τόπον. Παραλλήλως διεξήχθη ανασκαφή και υπό της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας εν τω πλαισίω της ερεύνης των μυκηναϊκών και πρωτογεωμετρικών νεκροταφείων της Καρποφόρας. 

Θέση Ακόνες 
Κατά το έτος 1971 ανεσκάφη χώρος 60 τ.μ., εις την θέσιν Ακόνες και εντός της ιδιοκτησίας των Ηλ. και Παν. Σαμπαζιώτη, ένθα υπήρχε χαμηλός τύμβος, ύψ. 3μ., καλυπτόμενος υπό σχίνων, μεταξύ των οποίων ήσαν ορατοί επιμήκεις πλακοειδείς λίθοι. Η ανασκαφή έφερεν εις φως συστάδα μυκηναϊκών τάφων εκ δύο αψιδωτών και ενός κιβωτιοσχήμου.


Θέση Νικητοπούλου
Ομάδα έξ (6) κτιστών τάφων ανεσκάφη από τον Α. Χωρέμη στον αγρό Νικητοπούλου στην περιοχή Τουρκοκίβουρα, ΒΔ. των Νιχωρίων. Οι ταφές στους τάφους αυτούς εκτείνονται από τα τέλη της ΜΕ, -1800 έως την ΥΕ ΙΙΙ, -1200
Επί τη βάσει της κεραμεικής, ο Νικητοπούλου τ.4 ,διαμέτρου 3,40 μ. είναι ασφαλώς ο πρωιμώτερος της ομάδας των τάφων αυτών. Λάκκος στο δάπεδο του θαλάμου περιείχε ολίγα οστά, χάλκινη περόνη, πήλινο σφονδύλιον και επτά αγγεία, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη της ΜΕ, -1800.
Από τον λάκκο αυτό του δαπέδου επισημαίνομε τα κατωτέρω δύο αγγεία:
Αριστερά: 1. Ραμφόστομη πρόχους, η οποία έχει στενά παράλληλα στην ΜΜ Κρήτη. Χρονολογείται στα τέλη της ΜΕ, -1800. 2. Κύπελλο με ευθέα τοιχώματα. Χρονολογείται, επίσης, στην ίδια εποχή με την πρόχου και θεωρείται πιθανόν εισηγμένο από την Κρήτη.
Η συνεχής και αδιάλειπτη κατοίκηση της περιοχής στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους κατατάσσει τα Νιχώρια Μεσσηνίας στους πολύ σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους. Η ανασκαφή που έγινε με την συμμετοχή πολλών επιστημόνων, όχι μόνον από τον χώρο της αρχαιολογίας, αλλά και από τον χώρο των θετικών επιστημών (γεωλόγοι, παλαιοβοτανολόγοι, ανθρωπολόγοι κτλ) έδωσε πολλά στοιχεία και ευρήματα για τους αρχαίους κατοίκους της Μεσσηνίας ειδικά στους λεγόμενους "Σκοτεινούς αιώνες" όπου οι πληροφορίες μας είναι λιγοστές.

Περισσότερες πληροφορίες για τις ανασκαφές των νεκροταφείων των Νιχωρίων μπορείτε να δείτε στα: 
Πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας

Βιβλιογραφία:
-The Minesota Messenia Expedition: "Reconstructing a Bronze Age Regional Environment" Edited by William A. McDonald and George R. Rapp, Jr.
- William A. McDonald: Excavations at Nichoria in Messenia: 1969-71
- William A. McDonald: Excavations at Nichoria in Messenia: 1972-73
- Excavations at Nichoria in Southwest Greece Volume I, II and III. The University ofMinnesota Press
- Άγγελος Χωρέμης: Μυκηναϊκοί και Πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας Αρχαιολογική Εφημερίς 1973





Printfriendly