.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Μεταμόρφωση Μεσσηνία: Ένα σημαντικό Βυζαντινό κέντρο

 Το χωριό Μεταμόρφωση (πρώην Σκάρμιγκα) βρίσκεται στην Βορειοδυτική πλευρά της Πυλιακής Γης. Απέχει 45 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νόμου Μεσσηνίας την Καλαμάτα, και 25 χιλιόμετρα από την Πύλo. Ανήκει στον καποδιστριακό Δήμο Παπαφλέσσα του οποίου και αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό Διαμέρισμα.


 Από τις βόρειες παρυφές του χωριού της Μεταμορφώσεως ξεκινά μια εκτεταμένη λοφώδης περιοχή με κατεύθυνση βορρά νότου, πάνω από μια βαθιά χαράδρα. Η περιοχή έχει πολλά νερά ενώ το αμφιθεατρικό της σχήμα παρέχει εξαιρετική θέα προς την κοιλάδα στα δυτικά
Τα ευρήματα μαρτυρούν την συνεχή κατοίκηση, αυτής της εύφορης περιοχής με τα πολλά νερά, από τα Αρχαϊκά μέχρι και τα Βυζαντινά χρόνια αλλά και στα χρόνια της Τουρκοκρατίας .
 Συγκεκριμένα από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους του The Pylos Regional Archaeological Project βρέθηκε κεραμική της Αρχαϊκής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, κυρίως στο νότιο τμήμα της περιοχής.
 Μεγάλες ποσότητες βυζαντινής κεραμικής συλλέχθηκαν στην περιοχή της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρας. Τα περισσότερα κομμάτια ανήκουν στον δωδέκατο και δέκατο τρίτο αιώνα, περίπου σύγχρονο με την πιθανή ημερομηνία της κατασκευής του ναού, τον 11ο ή 12ο αιώνα. Βυζαντινή κεραμική συλλέχθηκαν επίσης στη βορειοδυτική γωνία του χώρου. Η Μεσαιωνική κεραμική είναι αρκετά καλά διατηρημένη και σε ότι αφορά την κατασκευή και την διακόσμηση αντιπροσωπεύει ένα φτωχότερο επίπεδο βυζαντινών αγγείων από αυτά που βρέθηκαν αλλού, όπως στα Νιχώρια. 

Διάφορα κεραμικά αποτμήματα της Βυζαντινής περιόδου.

 Εκτός από την πηγή στην Αγία Σωτήρα, υπάρχουν δύο άλλες πηγές στην περιοχή, το ένα στον Άγιο Κωνσταντίνο, περίπου 1 χιλιόμετρο ΒΔ και μία στο σύγχρονο χωριό της Μεταμόρφωσης. Πολυάριθμοι αγωγοί παρέχουν άρδευση στην περιοχή από δεξαμενές κοντά στην Αγία Σωτήρα.
 Ένα παλιό πέτρινο τμήμα από καλντερίμι προφανώς οδηγούσε ανατολικά μέχρι την εκκλησία της Παναγίας, 600 μ. Δ του χωριού της Τουλούπα Χάνι. Ένα άλλο παλιό πέτρινο κομμάτι διατηρείται στα Ν, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. 
 Η σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη βρίσκεται στο βόρειο άκρο της περιοχής, και η βυζαντινή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), περίπου στο κέντρο της. Η εκκλησία της Αγίας Σωτήρας έχει επισκευαστεί και μετατραπεί σε αρκετές περιπτώσεις, με την πρωταρχική κατασκευή να χρονολογείτε στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, 11ος ή 12ος αιώνας. Μια πηγή με πολλά νερά τρέχει κάτω από την εκκλησία όπου υπάρχει μια μικρή δεξαμενή συλλογής. 

Αριστερά κανάλι ύδρευσης σκαμμένο στον βράχο και μέσον και δεξιά τμήματα μεσαιωνικών κατασκευών

 Στα ΝΔ της Αγίας Σωτήρας, υπάρχει κτίσμα από τρία μεγάλα τμήματα τοιχοποιίας, κατασκευασμένα από μικρές πέτρες, πλακάκια και κονίαμα. Τα τμήματα αυτά βρίσκονται αμέσως νότια από ένα κανάλι νερού κομμένο στο φυσικό βράχο, που ίσως κάποτε μετέφερε το νερό από την πηγή της Αγίας Σωτήρας. Το κανάλι μπορεί να ανιχνευθεί για τουλάχιστον 150 μ. προς τα δυτικά. Εδώ μέρος του καναλιού είναι επενδεδυμένα με πέτρα. 
 Κοντά στο κανάλι, σώζεται ένα ορθογώνιο οικοδόμημα το οποίο πιθανότατα ταυτίζετε με τα ερείπια ενός «χαμάμ» (η περιοχή αυτή ονομάζεται Λουτρά). Υπάρχουν πολλά ίχνη αδιάβροχου κονιάματος για τις εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων. 
Κατασκευή που ταυτίζετε με τούρκικο χαμάμ

Τα ευρήματα δείχνουν πως στην περιοχή της Μεταμορφώσεως υπήρχε συνεχή κατοίκηση στα Αρχαϊκά, Κλασσικά, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια. Η Βυζαντινή εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, 11ος αιώνας, τα υπολείμματα των τούρκικων λουτρών, καθώς και τα καλντερίμια που υπήρχαν και καταστράφηκαν το 1994 προκειμένου να διανοιχτούν αγροτικοί δρόμοι, μαρτυρούν ότι η περιοχή συνέχισε και στα βυζαντινά χρόνια να είναι σημαντικό κέντρο της περιοχής.

Ο Βυζαντινός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα) 

 Ο Ναός της Μεταμόρφωσης βρίσκεται βορείως του χωριού Σκάρμηγκα (Μεταμόρφωση από το 1927) του τέως Δήμου Παπαφλέσσα  και νύν Δήμου Πύλου -Νέστορος.
 Ο ναός είναι γνωστός από παλιά στην έρευνα, εφόσον τον έχει δημοσιεύσει ήδη το 1831 ο Γάλλος αρχιτέκτονας Abel Blouet, χωρίς όμως όνομα και ακριβή θέση και με λανθασμένη αναφορά στο σχήμα της κόγχης, εφόσον, αν και τρίπλευρη, τη δημοσίευσε ως περίπου ημικυκλική, και με μικροδιαφορές στη θέση και στις διαστάσεις του νάρθηκα.
 Ανήκει στον τύπο των ελευθέρων σταυρών με εγκάρσια τοποθετημένο νάρθηκα και μεταγενέστερο εξωνάρθηκα και στεγάζεται με ενιαία μεταγενέστερη δίρριχτη στέγη. Από τον αρχικό ναό σώζονται ο μεσημβρινός και ο ανατολικός τοίχος, καθώς και η βόρεια πλευρά της κόγχης. 
 Η κόγχη του Ιερού είναι εξωτερικά τρίπλευρη, ελαφρά ακανόνιστη και εξαγωνική, αλλά εσωτερικά σχεδόν ημικυκλική. Η τοιχοποιία αποτελείται από αργολιθοδομή και από χαλαρό πλινθοπερίκλειστο σύστημα ανά διαστήματα. Το κατώτατο τμήμα των τοίχων ήταν από μεγάλους σχεδόν ακατέργαστους λίθους, ενώ στη συνέχεια υπάρχει ένα αμελές πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με δύο σειρές οριζοντίων πλίνθων σε ορισμένα σημεία.

Ο Βυζαντινός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), 11ος αιώνας

 Αξιοπρόσεκτα είναι τα κεραμοπλαστικά κοσμήματα του ναού.Στην ανατολική πλευρά της βόρειας κεραίας, καθώς επίσης και στη νότια πλευρά της νότιας κεραίας, σώζεται ένα πλίνθινο ‘‘Κ’’, ενώ στη νότια όψη της δυτικής κεραίας, μισό κατακόρυφο ‘‘Χ’’. Το κάθετο ‘‘Κ’’ είναι σύνηθες, ενώ το κατακόρυφο ‘‘Χ’’ σπανίζει. 
 Μία οδοντωτή ταινία διασώθηκε στη βόρεια πλευρά της τρίπλευρης κόγχης του Ιερού, ενώ μία δεύτερη περιτρέχει την ανατολική πλευρά του νάρθηκα, τη νότια της δυτικής κεραίας, καθώς και τη δυτική και τη νότια της νότιας κεραίας, όπου πλέον στρέφεται προς τα πάνω, παίρνοντας μορφή περιφέρειας κύκλου, εφόσον μάλλον πλαισίωνε το άνοιγμα κάποιου παραθύρου. Η οδοντωτή ταινία είναι πλίνθινη, ενώ το ενδιάμεσο κονίαμα ήταν παχύτατο. Οι πλίνθοι εκατέρωθεν των οδόντων ήταν μεγάλου μήκους. 
Πάνω από αυτήν την οδοντωτή ταινία, στη νότια πλευρά της νότιας κεραίας, υπάρχει διπλός μαίανδρος ‘‘Π’’, ο οποίος απαντά μεταξύ του 11ου και 14ου αιώνα και αποτελεί αγαπημένο μοτίβο της Πελοποννήσου.


Η χρονολόγηση βασίζεται στα κεραμοπλαστικά κοσμήματα, που ανάγουν τον ναό στο τέλος του 11ου ή στις αρχές του 12ου αιώνα.

Ανασκαφές και ευρήματα εντός του ναού (26η Ε.Β.Α. 2010)
Υπεύθυνοι αρχαιολόγοι Ευ. Χαλκιά, Μ. Κάππας

 Ο ναός βρίσκεται σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά του ομώνυμου χωριού.
Πρόκειται για κηρυγμένο μνημείο του τύπου του ελεύθερου σταυρού, με νάρθηκα στα δυτικά. Ο τρούλος και η θολοδομία έχουν καταρρεύσει από άγνωστη αιτία.
Ο ναός καλύπτεται σήμερα με ξύλινη δίρριχτη στέγη επιστρωμένη με κεραμίδια, η οποία ανακατασκευάστηκε από το προσωπικό του Κλιμακίου Καλαμάτας το 2002.
 Στο μνημείο ξεκίνησαν το Μάιο του 2010 εργασίες αποκατάστασης, σύμφωνα με εγκεκριμένη μελέτη, που περιελάμβαναν την καθαίρεση των σαθρών επιχρισμάτων του εσωτερικού και την αντικατάσταση του νεωτερικού δαπέδου από τσιμεντένια πλακίδια με πήλινες χειροποίητες πλάκες.
Μετά την αφαίρεση των τσιμεντένιων πλακιδίων του νεωτερικού δαπέδου και πριν από την τοποθέτηση των πήλινων πλακών πραγματοποιήθηκε στο ναό εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα, η οποία διεξήχθη σε τρία στάδια.

Ο Βυζαντινός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Αγία Σωτήρα), 11ος αιώνας

Α΄ Στάδιο: ανασκαφική διερεύνηση Ιερού Βήματος
 Το πρώτο στάδιο ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2010 και περιελάμβανε την ανασκαφική διερεύνηση του χώρου του Ιερού Βήματος μετά τη διάλυση της νεωτερικής κτιστής τράπεζας που κάλυπτε το κατώτερο τμήμα του ημικυλίνδρου. Δεν αποκαλύφθηκαν στοιχεία της αρχικής αγίας τράπεζας.
 Επί του φυσικούβράχου εντοπίστηκε όρυγμα κανονικής λάξευσης που μάλλον συνδέεται με την περισυλλογή των πηγαίων υδάτων, τα οποία παροχετεύονται με κτιστό αγωγό νότια του ναού, όπου αναβλύζουν μέχρι σήμερα. Στις επιχώσεις εντοπίστηκαν όστρακα ακόσμητων και εφυαλωμένων αγγείων (εικ.1).

Εικ.1 αριστερά: Ανασκαφή Ιερού Βήματος. Όστρακα εφυαλωμένων αγγείων.
Εικ 2 δεξιά: Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. Όστρακα εφυαλωμένων αγγείων.

Β΄ Στάδιο: ανασκαφική διερεύνηση κυρίως ναού
 Η ανασκαφή του κυρίως ναού έλαβε χώρα τον Αύγουστο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 2010. Κάτω από τα νεωτερικά πλακίδια αποκαλύφθηκε ένα παλαιότερο δάπεδο από πατητό κονίαμα και υπόστρωμα από μικρές πέτρες. Το δάπεδο αυτό ήταν κατεστραμμένο κατά τόπους, κυρίως στο σημείο που βρισκόταν άλλοτε ο τοίχος που χώριζε τον κυρίως ναό από το νάρθηκα.
Στο σημείο αυτό ξεκίνησε διερευνητική τομή προκειμένου να διευκρινιστούν στοιχεία παλαιότερων φάσεων.
Μετά την αφαίρεση λεπτού στρώματος επίχωσης εντοπίστηκαν στοιχεία αρχαιότερου
δαπέδου αποτελούμενου από πήλινα πλακίδια διαφόρων μεγεθών, ελάχιστα από τα οποία σώζονται κατά χώραν.
 Καθώς συνεχίστηκε η ανασκαφή στο χώρο του δυτικού σκέλους του σταυρού, αποκαλύφθηκε κτιστός ορθογώνιος τάφος καλής κατασκευής, χωροθετημένος αξονικά, μπροστά ακριβώς από τη θέση που κάποτε διαμορφωνόταν η βασίλειος πύλη (εικ.3).

 Εικ 3 : Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. 
 Ο τάφος επεκτεινόταν και στο κεντρικό διαμέρισμα του κυρίως ναού, δηλαδή κάτω από τον κατεστραμμένο σήμερα τρούλο. Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατόν να διευκρινιστεί με απόλυτη βεβαιότητα εάν ο τάφος ήταν σύγχρονος με το αρχικό δάπεδο ή η διάνοιξή του πραγματοποιήθηκε εκ των υστέρων. Δεν εντοπίστηκαν καλυπτήριες πλάκες.
Από το βάθος του 0,50 μ. και κάτω η ανασκαφική διερεύνηση του τάφου κατέστη ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα.
 Ο τάφος περιείχε μία ανακομιδή και μία κανονική ταφή. Στα ανώτερα στρώματα της επίχωσης εντοπίστηκαν άφθονα όστρακα ακόσμητης και εφυαλωμένης κεραμικής (Εικ 2), μεταλλικά ελάσματα και άφθονα θραύσματα γυάλινων αγγείων.
Στο τμήμα της επίχωσης γύρω από το σκελετό της ταφής, εντοπίστηκαν 50 χάλκινα νομίσματα κυρίως Μανουήλ Κομνηνού και Ισαακίου Αγγέλου (εικ. 4), τα οποία δεν φαίνεται να συνιστούσαν θησαυρό, μιας και ήταν σκορπισμένα σε διάφορα σημεία της επίχωσης. Ακέραια αγγεία δεν εντοπίστηκαν.

Εικ. 4 : Ανασκαφή κυρίως ναού. Τάφος 1. Νομίσματα (εμπροσθότυπος - οπισθότυπος).
Γ΄ Στάδιο: ανασκαφή νάρθηκα

Κατά την ανασκαφική διερεύνηση του νάρθηκα εντοπίστηκαν τρεις πρόχειρης κατασκευής ακτέριστες ταφές (εικ. 5).
 Στις επιχώσεις κάτω από το δάπεδο με τα νεωτερικά πλακάκια βρέθηκαν άφθονα όστρακα
ακόσμητης, εφυαλωμένης και γραπτής κεραμικής (εικ. 6), μολύβδινος επιστήθιος σταυρός, μεταλλικά ελάσματα και θραύσματα γυάλινων αγγείων (εικ. 7).

Εικ. 5: Ανασκαφή νάρθηκα. Γενική άποψη από Α., τάφοι Ι, ΙΙ, ΙΙΙ.
Ανασκαφή νάρθηκα: Αριστερά, εικ 6, όστρακα γραπτής κεραμικής και
Δεξιά, εικ. 7, θραύσματα γυάλινων αγγείων.
Βιβλιογραφία- Πηγές:
Κακούρος Ιωάννης: "Βυζαντινά μνημεία της Μεσσηνίας"






Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Ο Αλφειός ποταμός στην Μυθολογία

Λίγα είναι τα ποτάμια στον κόσμο που έχουν να μας διηγηθούν μια τόσο συναρπαστική και γοητευτική ιστορία, σαν αυτή που η ελληνική μυθολογία επεφύλαξε στον Αλφειό, τον πλουτοδότη ποταμό που με τα άφθονα νερά του, αιώνες τώρα γονιμοποιεί ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο και το κάμπο της Ολυμπίας, συντελώντας καταλυτικά στη φήμη που από την αρχαιότητα την θέλει ως τον κάλλιστο της Ελλάδας τόπο.


Συμπρωταγωνίστρια σε αυτόν τον εμπνευσμένο και ιδιαίτερα αγαπητό, ακόμη και σήμερα, μύθο είναι η πανέμορφη νύμφη Αρέθουσα, ακόλουθος της θεάς Άρτεμης, ενώ σκηνοθέτης δεν είναι άλλος από τον έρωτα, που κατά τον Ησίοδο "παιδεύει με το γλυκό του λίγωμα και τους θεούς και τους ανθρώπους", ενώ κατά τον ποιητή του -2ου αι. Μόσχο τον Σικελιώτη, "με τις πονηρές συλλήψεις του μαθαίνει ακόμα και το ποτάμι να κολυμπάει".
Προτού όμως αφεθούμε στην μαγεία των πλούσιων σε συμβολισμούς και νοήματα μύθων της περιοχής μας, αξίζει να μάθουμε κάποια στοιχεία που αφορούν τους δυο πρωταγωνιστές, τον Αλφειό και την Αρέθουσα και έτσι να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Ο πλατύρροος Αλφειός, έχει μήκος 116 χλμ. και είναι ο μεγαλύτερος σε όγκο υδάτων και σε μήκος ποταμός της Πελοποννήσου αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους της χώρας. Πηγάζει από τις δυτικές υπώρειες του Ταϋγέτου, κυλά στην πεδιάδα της Τεγέας και το οροπέδιο της Μεγαλόπολης και αφήνοντας πίσω του την Γορτυνία, μπαίνει με μεγαλοπρέπεια στην Ηλεία, όπου διαρρέοντας την κοιλάδα της Ολυμπίας, χύνεται τελικά στο Ιόνιο πέλαγος. Στην μακρά και γεμάτη όμορφους μαιανδρισμούς πορεία του, δέχεται τα νερά αρκετών ποταμών, μικρών ή μεγάλων, όπως του Λούσιου, του Ερυμάνθου και του Λάδωνα, ενώ δίπλα στην Ιερή Άλτη της Ολυμπίας ανταμώνει τον Κλαδέο, το ποτάμι που πηγάζει από τα ορεινά της Ηλείας στη περιοχή του Λάλα.


Στην αρχαιότητα, ο Αλφειός αποτελούσε το φυσικό σύνορο μεταξύ της Πισάτιδας χώρας, όπως ονομαζόταν η περιοχή που φιλοξενούσε το ιερό της Ολυμπίας και της Τριφυλλίας , ονομασία που διατηρεί η περιοχή μέχρι και σήμερα.
Για την θεϊκή καταγωγή του Αλφειού κάνει λόγο ο Ήσιοδος στην Θεογονία του. Εκεί ο Αλφειός παρουσιάζεται ως ένας από τους τρεις χιλιάδες γιούς του Ωκεανού και της Τηθύος, μαζί με το Νείλο και τον Ηριδανό. 
Σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα, στο Ιερό της Ολυμπίας υπήρχαν δυο βωμοί αφιερωμένοι στον Αλφειό, όπου θυσιάζονταν βόδια προς τιμή του. Μάλιστα στον έναν από αυτούς λατρευόταν μαζί με τη θεά Άρτεμη με την οποία αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να ενωθεί ερωτικά.
Ένας ακόμη συγγραφέας της όψιμης αρχαιότητας, ο περιηγητής Παυσανίας, αναφέρει πως ο Αλφειός ήταν το αγαπημένο ποτάμι του Δία . Ο ίδιος συγγραφέας δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον πολύυδρο ποταμό, και μας παραδίδει πως στην Ολυμπία υπήρχε τελετουργικό σύμφωνα με το οποίο οι ιερείς επέχριαν το βωμό του Διός με λάσπη που έφτιαχναν από την ιερή στάχτη της άσβεστης φλόγας που έκαιγε στο Πρυτανείο, αναμεμιγμένη με νερό από τον Αλφειό.
Σύμφωνα με άλλο μύθο, όταν ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, τα οδήγησε στον ποταμό Αλφειό και εκεί τα έψησε αφού τα έσφαξε, μοιράζοντάς τα σε δώδεκα κομμάτια. Πολλοί μελετητές σε αυτόν τον μύθο διακρίνουν τις απαρχές της εγκαθίδρυσης του δωδεκαθέου.
Ο Όμηρος, στον ύμνο του στο Διόνυσο, μας παραδίδει πως στις όχθες του Αλφειού η Σεμέλη γέννησε το Διόνυσο, ενώ στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, υπάρχουν αρκετές αναφορές στον Αλφειό.  Στα "Αργοναυτικά", έργο της Ορφικής ποίησης, ο Αλφειός συγκαταλέγεται στους ήρωες που πήραν μέρος στην μυθική αυτή εκστρατεία. 
Για την ερμηνεία του ονόματος Αλφειός υπάρχουν δυο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η λέξη προέρχεται από το ρήμα αλφάνω που σημαίνει αποφέρω, κερδίζω, παράγω. Μια τέτοια ερμηνεία συνάδει απόλυτα και προσδιορίζει με χαρακτηριστικό τρόπο μια από τις κύριες ιδιότητες του συγκεκριμένου ποταμού που αποφέρει πλούτο και παράγει κέρδη.
Ωστόσο, και η δεύτερη ερμηνεία του ονόματος του, την οποία μας παραδίδει ο Στράβων, φανερώνει μια ακόμη ιδιότητα του ποταμού να θεραπεύει τον αλφό, δερματική ασθένεια γνωστή ως "λεύκη", η οποία προσβάλει περιοχές του δέρματος αφήνοντάς τες υπερβολικά λευκές.


Σε αντίθεση με τον Αλφειό, το όνομα της νύμφης Αρέθουσας φέρουν πολλές πηγές στην αρχαιότητα και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Στις πιο σημαντικές από αυτές αναφέρεται ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Πηγές με το όνομα Αρέθουσα παραδίδουν, μαζί με τον Ευριπίδη και διάφοροι ακόμα συγγραφείς της αρχαιότητας ότι υπήρχαν στη Χαλκίδα, στη Θήβα, στη Μακεδονία, στο Άργος, στην Ιθάκη, όπου μάλιστα τα κοπάδια του Ευμαίου έπιναν νερό, στη Σάμο, τη Σμύρνη, και βεβαίως στη Σικελία, στο νησάκι των Συρακουσών Ορτυγία, όπου εκεί η αρχαία παράδοση, όπως θα δούμε σε λίγο, θέλει την νύμφη Αρέθουσα να μεταμορφώνεται μόνιμα πλέον σε πηγή, και μάλιστα ιερή. Στη Μακεδονία δεν υιοθέτησαν μόνο τη λατρεία της, αλλά έδωσαν το όνομά της σε πόλη που ίδρυσαν κοντά στο Βρομίσκο. Εκτός από νύμφη της Αχαίας και της Ήλιδας, αναφέρεται επίσης ως μια από τις Εσπερίδες που ζούσαν στον ομώνυμο κήπο , κόρη της Νύχτας ή του Φόρκυος και της Κητούς ή του Άτλαντα.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως η στενή σχέση της Αρέθουσας με το υγρό στοιχείο, προδίδεται από το ίδιο της το όνομα, αφού παράγεται από το ρήμα άρδω, που σημαίνει ποτίζω.[1]
Ξεχωριστές τιμές απέδιδαν οι Συρακούσιοι στην ιερή πηγή Αρέθουσα, έπειτα από την ένωσή της με τον ποταμό και θεό Αλφειό. Την απεικόνιζαν συχνά στα περίτεχνα αργυρά τετράδραχμα και δεκάδραχμά τους, προσωποποιημένη ως όμορφη νέα, στολισμένη με κοσμήματα και ενίοτε στεφανωμένη με αγριελιά, που συνιστά σαφή υπαινιγμό για τη σχέση της με την Ολυμπία. Την περιβάλλουν δελφίνια που παραπέμπουν στο σχετικό μύθο, ενώ στην αντίθετη όψη απεικόνιζαν το τέθριππο με τον εκάστοτε τύραννο των Συρακουσών.

Ο Μύθος του ερωτευμένου Αλφειού και της Αρεθούσας
Ήρθε η ώρα όμως να ακούσουμε τι έχει να πει ο προσφιλής μύθος του ποταμού Αλφειού . Σύμφωνα λοιπόν με την κυρίαρχη εκδοχή του, ο ποταμός Αλφειός, θαμπώθηκε από την ομορφιά της νύμφης Αρέθουσας, όταν τυχαία συναντήθηκαν στα δάση της κεντρικής Πελοποννήσου. Από τη στιγμή που την αντίκρισε, ο έρωτας πλέον κυβερνά την ψυχή και το νου του ποταμού. Αμέσως αφού εκδήλωσε τον πόθο του στη νύμφη, αυτή προσπαθεί να του ξεφύγει βάζοντάς το στα πόδια. Ο Αλφειός όμως είναι αποφασισμένος να την κάνει δική του και αρχίζει να την καταδιώκει ανάμεσα στα όρη της Αρκαδίας. Φτάνοντας στην Ηλεία και ενώ η Αρέθουσα ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον ποταμό, μεσολαβεί η προστάτιδά της Άρτεμη και προκειμένου να την γλιτώσει από τις ορέξεις του ποταμού, τη μεταφέρει μέσα σε σύννεφο στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στη νήσο Ορτυγία και τη μεταμορφώνει σε πηγή. Ο "αυτόκλητος νυμφίος" δεν θα σταματήσει μπροστά στο οποιοδήποτε εμπόδιο προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. Με μια υπερβατική και πλήρη σε συμβολισμό κίνηση, βουτά μέσα στο πέλαγος και κολυμπά διασχίζοντάς το, προσέχοντας να μην αναμιχθούν τα νερά του με το αλμυρό θαλασσινό νερό. Στο τέλος, το πείσμα του τον δικαιώνει, αφού καταφέρνει να ενώσει τα νερά του με το "άχραντον Αρεθούσιον ύδωρ" και να σβήσει επιτέλους τον διάπυρο έρωτά του.


Παραλλαγή του μύθου αυτού, παρουσιάζει τον Αλφειό ως κυνηγό στα βουνά της Αρκαδίας, ο οποίος καταδιώκει την νύμφη και επίσης κυνηγό Αρέθουσα, όταν αυτή αρνείται να ανταποδώσει τον έρωτα του. Η Άρτεμη τελικά αναλαμβάνει την σωτηρία της πιστής νύμφης και ακόλουθής της. Με ένα κτύπημα ανοίγει ένα χάσμα στη γη, κάπου στη πεδιάδα της Ηλείας, μια καταβόθρα δηλαδή, μεταβάλλει τη νύμφη σε πηγή η οποία, αφού χάνεται μέσα σε υπόγεια – υποθαλάσσια περάσματα , ανέρχεται στην επιφάνεια στο νησάκι Ορτυγία της Σικελίας, στο λιμάνι των Συρακουσών. Ωστόσο, ο πλάνητας ποταμός Αλφειός καθόλου δεν πτοείται και την ακολουθεί "κατά πόδας". Φθάνει και αυτός στην Ορτυγία από τα ίδια περάσματα και σμίγει τα νερά του με τα νερά της πηγής.
Τόσο ζωηρή ήταν η εντύπωση που είχε δημιουργήσει ο μύθος αυτός στους αρχαίους, ώστε πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν πως αποτελούσε πραγματικό γεγονός ότι ο Αλφειός δηλαδή, εκβάλλει στην νήσο Ορτυγία των Συρακουσών. Σε απόδειξη μάλιστα της αλήθειας αυτού, ισχυρίζονταν ότι η πηγή Αρέθουσα είχε αναβρύσει μια χρυσή φιάλη την οποία είχε παρασύρει ο Αλφειός από το ιερό της Ολυμπίας και η οποία φυλασσόταν στο ιερό της Αρτέμιδος στις Συρακούσες. Εκτός της χρυσής φιάλης ο Αλφειός μετέφερε ιερή σκόνη, άνθη και φύλλα από το ιερό του Διός ως δώρα στην αγαπημένη του, αλλά μαζί με αυτά και την κόπρο των δεκάδων βοδιών που συγκεντρώνονταν κάθε τέσσερα χρόνια για θυσία κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων.
Η παραπάνω παράδοση φαίνεται πως είναι ήδη γνωστή στον -6ο αιώνα δεδομένου ότι την αναφέρει ο Ίβυκος , ποιητής που έζησε αυτή την εποχή. Ίσως όμως ο μύθος του Αλφειού και της Αρέθουσας να είναι ακόμα πιο παλιός, αφού γίνεται μνεία σε χρησμό σχετικό με την ίδρυση των Συρακουσών το -734.


Όπως και να’ χει, το βέβαιο είναι πως ο περιλάλητος μύθος του υγρού οδοιπόρου και της καλλίρροης πηγής, έθρεψε τη φαντασία πολλών συγγραφέων, γεωγράφων, ιστορικών και ενέπνευσε πολλούς ποιητές και λογίους, γνωστούς και αγνώστους, ακόμη και εικαστικούς καλλιτέχνες, να συνθέσουν έργα αφιερωμένα σε αυτόν. Μεταξύ αυτών ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος, ο Σίμαιος, ο Οβίδιος, ο Βιργίλιος, ο Λουκιανός, ο Πλούταρχος κ.α. Ο αριθμός τους υπερβαίνει τους τριάντα, χωρίς να λείπουν συγγραφείς και λόγιοι της εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. 
Δεξιά: Αργυρό δεκάδραχμο Συρακουσών, γνωστό ως ''Δημαρέτειον'', -465. Κεφαλή της νύμφης Αρέθουσας
Ας σταθούμε σε μερικούς από αυτούς.
Μια από τις ωραιότερες ποιητικές εκφράσεις, εμπνευσμένη από την ρομαντική αυτή ιστορία των δυο υγρών στοιχείων της φύσης, ανήκει στον Πίνδαρο. 
Σε ένα στίχο στον πρώτο Νεμεόνικό του, ονομάζει την νήσο Ορτυγία "άπνευμα σεμνόν Αλφειού", δηλ. ιερή ανάσα του Αλφειού. 

Σύμφωνα με το στίχο αυτό, ο ποιητής θέλει τον ποταμό να διανύει όλη τη διαδρομή από τη δυτική ακτή της Πελοποννήσου ως τη Σικελία χωρίς ανάσα, προφανώς κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας ή έστω κάτω από την επιφάνειά της. Ας σημειωθεί εδώ πως οι εκβολές του Αλφειού και η νήσος Ορτυγία, βρίσκονται στο ίδιο γεωγραφικό μήκος και η απόσταση που μεσολαβεί φτάνει τα 560 χιλιόμετρα.
Ο Νόννος ο Πανοπολίτης, συγγραφέας των Διονυσιακών του +5ου αιώνα, με την ανεξάντλητη φαντασία του αποδίδει το μυστήριο της μετάβασης του Αλφειού στην απέναντι ακτή χωρίς να αναμιχθούν τα νερά του με τη θάλασσα, στον θερμό, φλογερό έρωτα και πόθο που συντάρασσε και κινητοποιούσε τον ποταμό. Σε άλλο στίχο, ο ίδιος συγγραφέας, φαντάζεται τον ποταμό να αγκαλιάζει την Αρέθουσα με τις νερένιες παλάμες του, σε υγρό νυφικό θάλαμο.
Ο Λουκιανός πάλι, βάζει τον Αλφειό να διαπλέει τη θάλασσα με συνεχή μακροβούτια, καταδυόμενος και αναδυόμενος συνεχώς όπως οι ερωδιοί.
Ένας άγνωστος συγγραφέας, ανάμεσα σε άλλους, της Παλατινής Ανθολογίας, πραγματεύεται το μύθο κάπως διαφορετικά. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, ο Αλφειός, παρόλο που ορμητικά έχει διασχίσει την Αδριατική θάλασσα , διστάζει να προσεγγίσει και να συναντήσει την αγαπημένη του νύμφη, διότι κάθε τέσσερα χρόνια μεταφέρει τις κόπρους και τα αίματα των βουθυσιών της Ολυμπίας. Η Αρέθουσα, που πλέον διακατέχεται από αμοιβαία αισθήματα για τον Αλφειό, βλέποντας τον εραστή της να στέκει μακριά της, κλαίει και οδύρεται.


Σε πολλές από τις παραστατικές τέχνες θα συναντήσουμε τους πρωταγωνιστές του εξαίσιου αυτού μύθου ήδη από την αρχαιότητα, αλλά ακόμα και στις μέρες μας. Η κεντρική πλατεία Αρχιμήδους των Συρακουσών, κοσμείται με μαρμάρινο γλυπτό σύμπλεγμα του μύθου του Αλφειού και της Αρέθουσας, ενώ και στην ίδια τη πηγή Αρέθουσα στην Ορτυγία, έχει στηθεί γλυπτό που παριστάνει τους δυο εραστές. Ακόμη και ο σουηδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ίγκμαρ Μπέργκμαν παρακινήθηκε από τον εκπληκτικό αυτόν μύθο, ώστε τον ενσωμάτωσε στο κινηματογραφικό έργο του "Τα δύο πρόσωπα" της δεκαετίας του 1950.

Ο Αλφειός στην αρχαία παράδοση
Πριν ολοκληρώσουμε το ταξίδι μας στον μύθο, οφείλουμε να αναφερθούμε επιγραμματικά σε ορισμένες ακόμα αρχαίες παραδόσεις σχετικές με τον Αλφειό:
Ας θυμηθούμε λοιπόν τον πέμπτο άθλο του Ηρακλή, του καθαρισμού της κόπρου του Αυγεία. Ο άθλος, επιτελέστηκε στην περιοχή της Ήλιδας, όταν μέσα σε μια μέρα ο Ηρακλής κατόρθωσε να την απαλλάξει από τους τεράστιους σωρούς κοπριάς των κοπαδιών του Αυγεία, ενώνοντας τα ορμητικά νερά των ποταμών του Πηνειού που διαρρέει την βόρεια Ηλεία και βεβαίως του Αλφειού. 
Για πρώτη φορά ο άθλος αυτός παραστάθηκε στην αρχαία τέχνη, σε μια από τις μετόπες του ναού του Διός της Ολυμπίας.


Μια άλλη, λιγότερο γνωστή παράδοση, συνδέει τον Αλφειό με τον Ίαμο, αρχηγό της γενιάς των μάντεων που είχαν την αρμοδιότητα να δίνουν χρησμούς στο ιερό της Ολυμπίας. 
Καταμεσής του Αλφειού λοιπόν, ο Ίαμος ζήτησε και λίγο αργότερα έλαβε από τον πατέρα του Απόλλωνα, το χάρισμα της μαντικής τέχνης, την οποία άσκησε ο ίδιος και η γενιά του για αρκετούς αιώνες στην Ολυμπία. Τέλος, ο Παυσανίας αναφέρεται σε έναν ακόμη μύθο που επιβεβαιώνει πόσο παθιασμένος και παράτολμος ποταμός είναι ο Αλφειός, αφού λογάριαζε να πλαγιάσει ακόμη και με την ίδια τη θεά Άρτεμη, έστω και με τη βία. Σο σχέδιό του ήταν να της επιτεθεί και να τη καθηλώσει σε ένα ολονύκτιο "πάρτυ" που έκανε με τη συντροφιά των νυμφών ακολούθων της στην παραλία, κοντά στον αρχαίο δήμο της Ηλείας, τα Λέτρινα.
Όμως η θεά, γνωρίζοντας τις προθέσεις του, φρόντισε προηγουμένως να αλείψει με λάσπη τα πρόσωπα των νυμφών και το δικό της, ώστε ο Αλφειός, όταν τις συνάντησε , δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την θεά και έτσι , αυτή τη φορά εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έκτοτε η Άρτεμη πήρε την ονομασία Αλφειαία , λόγω του ανικανοποίητου έρωτα του Αλφειού για αυτήν.

Ο Αλφειός και η αρχαία Ολυμπία
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να σχολιάσουμε την ιδιαίτερη σχέση που συνδέει ήδη από την αρχαιότητα και μέχρι σήμερα τους ποταμούς Κλαδέο και Αλφειό και την γη της Ολυμπίας, το λίκνο του πολιτισμού, του αθλητισμού και της οικουμενικότητας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη σχέση ετεροπροσδιορισμού, σε σημείο ταύτισης. Η Ολυμπία είναι τόσο αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τον Αλφειό και ο Αλφειός με αυτή, ώστε συχνά στις διηγήσεις τους οι αρχαίοι συγγραφείς, ποιητές και τραγωδοί, αντικαθιστούν το όνομά της με το όνομα του Αλφειού, όπως κάνει για παράδειγμα ο Πίνδαρος σε έναν στίχο από τον 7ο Ολυμπιόνικο, όπου υμνεί τον πυγμάχο Διαγόρα τον Ρόδιο νικητή σε αγώνα πυγμαχίας το -464 στη 79η Ολυμπιάδα.
Πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπου, ο ακαμαντορρόας ποταμός Αλφειός με την γεννητική και καθαρτική δύναμη και τον πλούτο των υδάτων του, και με τη βοήθεια του παραποτάμου του Κλαδέου, ξύπνησε στο τοπίο και τη φύση της Ολυμπίας τις πιο όμορφες διαθέσεις και δημιούργησε σε συνεργασία με την εύφορη ηλειακή γη και το κλίμα της, ένα μέρος μοναδικό, απαράμιλλου κάλλους. Σο ειδυλλιακό τοπίο με τη πλούσια βλάστηση και το απέραντο πράσινο άλσος θαυμάστηκε από τους αρχαίους και γι’ αυτό αφιερώθηκε στον Ολύμπιο Δία και την Ήρα Ολυμπία, τους ύψιστους θεούς της αρχαίας πίστης. Σο ιερό άλσος της Ολυμπίας, η Ιερή Άλτις, δεν θα υπήρχε αν δεν συνεργούσαν στη δημιουργία της ο Αλφειός και ο Κλαδέος. Σο ιερό του Διός, αν και ιδρύθηκε από ηλείους, απέκτησε πανελλήνιο και οικουμενικό χαρακτήρα, λόγω των αθλητικών αγώνων που τελούνταν εδώ ως μια από τις κορυφαίες εκδηλώσεις λατρείας του Δία.
Οι δυο ποταμοί Αλφειός και Κλαδέος, μαζί με τον Κρόνιο και τους γύρω λόφους, υπήρξαν μάρτυρες του μεγαλείου και της δόξας του Ιερού της Ολυμπίας και συνάμα προστάτες του, αφού όταν χρειάστηκε, κάλυψαν με τις φερτές τους ύλες τα απομεινάρια του, ώστε να μας τα διασώσουν από την οριστική απώλεια και την ολοκληρωτική φθορά που προκαλεί ο χρόνος. 
Για τη διαρκή προσφορά τους στον άνθρωπο και τη φύση, οι ποταμοί τιμήθηκαν άπαξ δια παντός: Μπορεί κανείς να τους καμαρώσει στο ανατολικό, κύριο αέτωμα του μεγαλοπρεπούς ναού του Διός της Ολυμπίας, όπου αποδίδεται η περίφημη σκηνή της αρματοδρομίας μεταξύ του Πέλοπα και του Οινόμαου. Ο άγνωστος καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε την σύνθεση αυτή, συμπλήρωσε με τον πλέον αρμονικό τρόπο το κενό στις δυο γωνίες του αετώματος, παριστάνοντας μισοξαπλωμένους, όπως αρμόζει στη φύση τους, τον Αλφειό και τον Κλαδέο, στραμμένους προς το μέσο της σκηνής όπου το στιγμιότυπο πριν την έναρξη της μοιραίας αρματοδρομίας.


Η Ολυμπία, χωρίς το ειδυλλιακό της τοπίο για το οποίο φροντίζουν οι δυο ποταμοί θα ξεπερνιόταν γρήγορα, όσο σημαντική και αν υπήρξε. Σήμερα, ο πανέμορφος, ιδιαίτερα την άνοιξη, αρχαιολογικός χώρος, με τα σπουδαία απομεινάρια του Ιερού του Διός, αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας εξακολουθεί να κερδίζει τον θαυμασμό των χιλιάδων επισκεπτών που δέχεται κάθε χρόνο.
Συμπερασματικά , και κλείνοντας το αφιέρωμα στον Αλφειό, από όλα όσα προηγήθηκαν προκύπτουν τα εξής σαφή και ξεκάθαρα μηνύματα:
Κατ’ αρχήν, είναι φανερό ότι ο μύθος της Αρέθουσας και του Αλφειού, αντανακλά τις στενές σχέσεις που συνέδεαν την εποχή εκείνη, τις ελληνικές πόλεις και ιδιαίτερα την Ηλεία με την κάτω Ιταλία και τη Σικελία, γνωστή και ως Μεγάλη Ελλάδα. Μάλιστα, ο Πίνδαρος αναφέρει ότι και οι Ηλείοι πήραν μέρος στο συνοικισμό των Συρακουσών με επικεφαλής έναν απόγονο των Ιαμιδών, της γενιάς των μάντεων δηλαδή του Ιερού της Ολυμπίας.
Ακόμη, διαπιστώνουμε την εμπεδωμένη διαχρονικά αντίληψη του ανθρώπου , ότι το νερό αποτελεί πηγή ζωής, πλούτου, ομορφιάς και υγείας, που με την καταλυτική και αρχέγονη δύναμή του γονιμοποιεί, καθαίρει, θεραπεύει και καλλωπίζει τη φύση και τον άνθρωπο. Για αυτούς τους λόγους οι αρχαίοι λάτρευαν τους ποταμούς και τις πηγές, πίστευαν δε ότι αποτελούν εκδηλώσεις των νυμφών και ότι κατοικούν σε αυτές. Με αυτή τη πεποίθηση ονόμαζαν τις πηγές Νυμφαία, όπως αυτό που αφιέρωσε ο Ηρώδης ο Αττικός στο Ιερό της Ολυμπίας.
Το τελευταίο συμπέρασμα είναι επιγραμματικό και αδιαμφισβήτητο: "Έρως ανίκατε μάχαν".

Αντωνόπουλος Κωνσατντίνος, Αρχαιολόγος

[1] (Λεξικό Η. Liddell - R. Scott).
Το παραπάνω κείμενο παρουσιάστηκε ως μια από τις ανακοινώσεις στην Ημερίδα με θέμα: ‘Νερό: αγαθό σε έλλειψη’ που διοργάνωσε η Διεθνής Ένωση Σοροπτιμιστριών στο Δημαρχείο της Αρχαίας Ολυμπίας το Σάββατο, 20 Σεπτεμβρίου 2008.
Βασική βιβλιογραφία:
1.Θεόδωρος Ξύδης, Ηλειακά, "Αλφειός", σελ.64 Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, 1981
2.Ελένη κ. Κυριακοπούλου, "Ο Αλφειός και η Αρέθουσα στη Λογοτεχνία και στις εικαστικές τέχνες", ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ, σελ. 131 Πρακτικά του Έκτακτου Ηλειακού Συμποσίου 2001, Αθήνα 2003
3.Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίο 4-6: Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1982,
4.Ν. Πιέρρος, ‘Ο μύθος Αλφειού και Αρεθούσης από υδρογεωλογικής σκοπιάς και άλλαι παρατηρήσεις’ , σελ. 379 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ, Β’ Τοπικό Συνέδριο Ηλειακών Σπουδών, Νοέμβριος 1987
5.Κ. Ρωμαίος , ‘Αλφειός και Αρέθουσα (Μια εντελώς νέα ερμηνεία)’ σελ. 478 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ, Β’ Τοπικό Συνέδριο Ηλειακών Σπουδών, Νοέμβριος 1987
6. Γ. Κανελλάκης, ‘Το ποτάμι θεός Ο Αλφειός’ σελ. 39, Ολυμπιακά χρονικά, Τόμος Δ’ 1973
7. Σο Νερό Πηγή Ζωής, Κίνησης, Καθαρμού, Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης 12-14 Δεκ. 1997, Μουσείο Ελ. Λαϊκής Τέχνης, Φίλοι ΜΕΛΣ, Αθήνα 1999
8. Ν. Γιαλούρης, ‘Αρχαία Ήλις, Το λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων’ Εκδόσεις Αδάμ, 1996
9. Ξ. Αραπογιάννη, ‘Ολυμπία, Η Κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων’ Εκδόσεις Μίλητος








Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Νεολιθικός- Πρωτοελλαδικός οικισμός Αγίου Δημητρίου, Λέπρεο Τριφυλίας


Το αρχαίο Λέπρεο αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ηλειακής Τριφυλίας. Βρίσκεται σε μία ιδιαίτερα προνομιούχο θέση, τόσο από στρατηγική άποψη, όσο και από πλευράς φυσικών πόρων. Έχει δύο ακροπόλεις, μία προϊστορική, που βρίσκεται στα ανατολικά του σημερινού χωριού, και μία ιστορικών χρόνων, που εκτείνεται στα βόρειά του. Η προϊστορική ακρόπολη κατοικείτε από την τελική Νεολιθική περίοδο, -5η χιλιετία, ενώ στην Πρωτοελλαδική περίοδο, -3200/ -2200, εξελίσσεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς οικισμούς της Δυτικής Ελλάδος.


Νεολιθική Εποχή:

Άν και τα ευρήματα της νεολιθικής περιόδου στην ΝΔ Πελοπόννησο σπανίζουν, εξαίρεση αποτελεί ο οικισμός στη θέση "Αγ. Δημήτριος" Λεπρέου στην Τριφυλία, από όπου προήλθε κεραμεική της τελικής νεολιθικής περιόδου. Ο λόφος αποτελούσε φυσικά οχυρή θέση και βρίσκεται στην ανατολική άκρη του σύγχρονου οικισμού.
Στη διάρκεια σωστικής ανασκαφής στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εντοπίστηκε οικιστικό στρώμα της Τελικής Νεολιθικής– Χαλκολιθικής, το οποίο εδραζόταν πάνω στο φυσικό έδαφος.
Η κεραμεική περιελάμβανε όλους τους ρυθμούς, που απαντούν σε αντίστοιχες θέσεις της Πελοποννήσου, ενώ ο ανασκαφέας εκτιμά ότι ο οικισμός εκτεινόταν σε έκταση 5.000 τμ και οι κάτοικοι του δεν ξεπερνούσαν τους 50.



Οι τελευταίοι ασχολούνταν κυρίως με το κυνήγι (όπως καταδεικνύεται από την ανεύρεση πολλών λίθινων αιχμών), είχαν εμπορικές επαφές με την Ανατολική Πελοπόννησο (λίθινα εργαλεία από οψιανό της Μήλου) και πιθανόν να ήταν νομάδες.
Το νεολιθικό στρώμα που προϋπήρχε του πρωτοελλαδικού αποτελείται από μαύρο λιπαρό χώμα με καρβουνάκια και όστρακα. Σ’ αυτό το στρώμα, που αρχίζει από το φυσικό βράχο, δεν παρατηρήθηκαν διαφορετικές φάσεις ούτε αρχιτεκτονικές κατασκευές.



Η νεολιθική κεραμική διαιρείται βασικά σε δύο κατηγορίες: Στη λεπτότεχνη και στη χονδροειδή κεραμική. Η πρώτη περιλαμβάνει:
1. Μονόχρωμη στιλβωτή κεραμική (σε διάφορες αποχρώσεις του ερυθρού).
2. Κεραμική με λευκό ή ερυθρό παχύ αλείφωμα (ρυθμοί Γ1γ και Γ1δ Θεσσαλίας ή crusted ware).
3. Κεραμική με στιλβωτή διακόσμηση (pattern burnished ware).
4. Κεραμική στιλβωτή, μελανή ή σε γκρίζες αποχρώσεις.
Στη χονδροειδή κεραμική περιλαμβάνονται αρκετά όστρακα, κυρίως από πιθάρια και αγγεία κοινής οικιακής χρήσης. Η χονδροειδής κεραμική έχει πλαστική «σχοινωτή» διακόσμηση. Όλα τα όστρακα προέρχονται από αγγεία χειροποίητα- οπηλός είναι εύθρυπτος και έχει ξένες προσμίξεις.
Η ποιότητα και η διακόσμηση της κεραμικής μας επιτρέπουν τη χρονολόγηση των ευρημάτων από το νεολιθικό στρώμα στην τελική Νεολιθική περίοδο και την ένταξή τους στο λεγόμενο «πολιτισμό Αττικής- Κεφάλας»16.
Μικροευρήματα που βρέθηκαν στο νεολιθικό στρώμα είναι: Απολεπίσματα και λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, οστέινα εργαλεία και ένα πήλινο ανθρωπόμορφο ειδώλιο.


Πρωτοελλαδική Εποχή:

Συνεχίζεται η κατοίκηση της θέσεως του Αγ. Δημητρίου Λεπρέου στην Πρωτοελλαδική περίοδο, που πλέον εξελίσσεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς οικισμούς της Δυτικής Ελλάδος.
Είχε κτισθεί σε λόφο (στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγ.Δημητρίου), ελέγχοντας ολόκληρη την εύφορη κοιλάδα της Φιγαλείας, ενώ επιπλέον διαθέτει πηγή άφθονου πόσιμου νερού (γνωστή στους σύγχρονους ως πηγή της «Μπάνισκα» -όνομα σλαβικής προέλευσης), η οποία υδροδοτεί ακόμη και στις μέρες μας την κοινότητα Λεπρέου αλλά και ολόκληρο το Δήμο Ζαχάρως.
Ο οικισμός συγκροτείται στις αρχές της ΠΕΙ και ακμάζει κατά την ΠΕΙΙ, -3200/ -2200.
Οι οικίες έχουν πανομοιότυπο αρχιτεκτονικό σχέδιο, "μεγαρόσχημο", με αντίστοιχες της ανατολικής ηπειρωτικής Ελλάδας (πχ οικίες στη Λέρνα ή στο Μπερμπάτι της Αργολίδας).
Τα κτίσματα είχαν θεμέλια από ακατέργαστες ασβεστολιθικές πέτρες και πώρινα τμήματα του φυσικού βράχου, ενώ η ανωδομή τους ήταν από ωμές πλίνθους. Ο προσανατολισμός τους ήταν από βορρά προς νότο, με την πόρτα προς βορρά, προκειμένου να προστατεύονται από τους ισχυρούς νότιους ανέμους.


Οι στέγες τους καλύπτονται με κεράμους, όπως συμβαίνει και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας και οι κάτοικοι του Αγ. Δημητρίου χρησιμοποιούν τα ίδια σχήματα αγγείων (στην πλειοψηφία τους εμβαμματοδοχεία ή σαλτσιέρες) και τους ίδιους τύπους κεραμεικής με τους κατοίκους της Αργολιδοκορινθίας και Αττικής.
Έχουν αποκαλυφτεί επίσης λείψανα πλακόστρωτου που ανήκουν προφανώς σε δρόμο.
Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκαν ίχνη ζωής της μεσοελλαδικής και υστεροελλαδικής εποχής, καθώς και όστρακα αγγείων που ανήκουν στην κλασική και τη βυζαντινή εποχή.
Βρέθηκαν πολλά όστρακα και όλα σχεδόν ανήκουν στην ΠΕ II περίοδο, εκτός από ένα μικρό αριθμό οστράκων με παχύ στιλβωτό επίχρισμα, που θα πρέπει να ανήκουν στην ΠΕ I περίοδο.


Από τα όστρακα της ΠΕ II περιόδου αναγνωρίστηκαν οι ακόλουθες κατηγορίες:
Στιλβωτά με επίχρισμα, πρωτοβερνικωτά (urfirnis), γραπτά (πολύ λίγα), χονδροειδή. Στη λεπτότεχνη κεραμική, τα σχήματα που επικρατούν είναι οι σαλτσιέρες και οι φιάλες με επίπεδη, δακτυλιόσχημη ή κωνική βάση.
Ανάμεσα στα μικροευρήματα συγκαταλέγονται λεπίδες από πυριτόλιθο και οψιανό, οστέινα εργαλεία και ένα κεφάλι από πήλινο ειδώλιο κριαριού.
Σε πολλά σημεία το πρωτοελλαδικό στρώμα είχε διαταραχτεί. Έτσι σε μία τομή κοντά σε έναν τοίχο της ΠΕ II περιόδου, βρέθηκαν κομμάτια από κεραμίδες στέγης ύστερης εποχής, θραύσματα από γυάλινο αγγείο και δύο νομίσματα φραγκοκρατίας (τορνέσια).


Βιβλιογραφία- Πηγές:
Α.Δ.36 (1981) ΜΕΡΟΣ B' 1 - ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 152
Νικολέντζος Κ.: "Μυκηναϊκή Ηλεία"
Ιστότοπος: Υπουργείο Πολιτισμού
Φωτογραφίες αρχαιολογικού χώρου: Αρχείο "Αριστομένης ο Μεσσήνιος"

Αιχμή με μίσχο από οψιανό που προέρχεται από τη χαλκολιθική θέση του Αγίου Δημητρίου Λεπρέου Ηλείας (Λ1279). Στην απόληξή της και συγκεκριμένα στις πλευρές όπου η τριβή είναι μεγαλύτερη έχει εμφανέστατα ίχνη χρήσης (θαμπάδα) που υποδηλώνουν ότι είχε χρησιμοποιηθεί, ίσως σε δεύτερη χρήση, σαν αιχμή συμπαγούς τρυπανιού για τη διάτρηση σκληρών υλών. Φωτογραφική λεπτομέρεια της αιχμής και τμήματος της αριστερής πλευράς.


Πάνω: άποψη του λόφου του Αγίου Δημητρίου. Στην οχυρή αυτή θέση ήταν κτισμένος ο πρωτοελλαδικός οικισμός. Επίσης κάποια ίχνη κατοίκησης διαπιστώνονται στην Μεσοελλαδική και την Υστεροελλαδική εποχή. Κάτω αποτμήματα αγγείων από την ακρόπολη που χρονολογούνται στην ΥΕΙ- ΥΕΙΙ, -1600/ -1400.


ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ




Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Ο Τάφος του Πέλοπα στον πόρο του Αλφειού

Στους πρόποδες των Αγιωργήτικων, στα κράσπεδα του αρχαίου Θρύου, στον πόρο του Αλφειού, στο σημερινό Επιτάλιο Τριφυλίας υπήρχε ένα από τα πιό σημαντικά και τιμημένα μνημεία της αρχαίας Πελοποννήσου. Τόσο πιό τιμημένο ανάμεσα στα μνημεία θνητών ανθρώπων όσο πιό τιμημένος ήταν ο Ζεύς της Ολυμπίας ανάμεσα στους ναούς των αθανάτων.
Ήταν ο τάφος του Πέλοπος, γιού του Ταντάλου, ο τάφος, δηλαδή, του επώνυμου ήρωος της Πελοποννήσου που, σε πανάρχαια χρόνια, ολόκληρη έφερε και το όνομα Πελοπία.


Ο Πέλοψ ήταν γιός του Ταντάλου και της Διώνης (ή Ευρυάνασσας) και αδελφός της Νιόβης. Ο πατέρας του ο Τάνταλος ήταν ο ισχυρός και πλούσιος βασιλιάς της Λυδίας, περιοχής της δυτικής Μικράς Ασίας γύρω από το όρος Σίπυλον (όπου ψηλά, κατά τον μύθο, απολιθωμένη, κλαίει μέχρι σήμερα τα νεκρά παιδιά της η Νιόβη).

Πέλοπας, Οινόμαος και Μύρτιλος

Ο Τάνταλος, στην αρχή της βασιλείας του ήταν ευσεβής και δίκαιος, αγαπητός και από ανθρώπους και από θεούς. Τον τίμησαν οι θεοί όσο κανέναν άλλο θνητό. Τον συναναστρέφονταν. Τον δέχτηκαν - μοναδική τιμή - ακόμα και για ομοτράπεζο.
Με τα χρόνια, ωστόσο, αλαζονεύτηκε. Αδίκησε. Διαταράχθηκαν οι σχέσεις του με τους θεούς και αναγκάστηκε να καταφύγει με τον νεαρό γιό του Πέλοπα στην Ελλάδα όταν οι θεοί παρακίνησαν τον βασιλιά της Τροίας Ίλο να του επιτεθεί, να τον εκθρονίσει και να τον εκδιώξει από την Λυδία.
Ο φυγάς Πέλοψ πλανήθηκε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και κάποτε έφτασε στην Πίσα, κοντά στην Ολυμπία, όπου βασίλευε ο σκληρός Οινόμαος, γιός του θεού του πολέμου Άρη και της Αρπίνης, ιδιοκτήτης αλόγων που έτρεχαν πιό γρήγορα από τις πνοές του ανέμου Βορέα. Στον Οινόμαο είχε δοθεί χρησμός ότι θα τον σκότωνε ο μέλλων σύζυγος της πανέμορφης κόρης του Ιπποδάμειας.
Για να αποφύγει τον κίνδυνο ο Οινόμαος διακήρυξε ότι θα έδινε σε γάμο την κόρη του σε εκείνον που θα τον νικούσε σε αρματοδρομία από τον βωμό του Διός στην Ολυμπία μέχρι του βωμού του Ποσειδώνα στον Ισθμό γιατί ήταν πάντα βέβαιος για την νίκη του.

Αναπαράσταση του ερυθρόμορφου κρατήρα του Πέλοπα και Οινομάου.
 Το αρχαιολογικό εύρημα φιλοξενείται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολι.

Όταν λοιπόν ο Πέλοψ έφθασε στην Πίσα ήδη δέκα τρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας είχαν σκοτωθεί από το δόρυ του Οινόμαου, νικητή και των δεκατριών αρματοδρομιών.
Ο ίδιος ήταν πιά έτοιμος για γάμο, στην ακμή της νεανικής ηλικίας και ορμής επιθυμώντας – όπως και πολλοί άλλοι – για σύζυγο την ωραία κόρη του βασιλιά. Είχαν, όμως, δοκιμάσει την ατυχία τους δεκατρείς νέοι άντρες πρίν απ'αυτόν και είχαν όλοι χάσει την ζωή τους.
Δεν απελπίστηκε. Κατέβηκε, νύχτα, μόνος του στην παραλία, στην εκβολή του Αλφειού και προσευχήθηκε στον Ποσειδώνα, θεό της θάλασσας με αυτά τα λόγια : «Άν θέλεις, Ποσειδώνα, το δώρο του έρωτα να μου χαρίσεις, τότε δέσμευσε, πεδίκλωσε το φονικό δόρυ του Οινόμαου. Πήγαινέ με στην Ήλιδα με το πιό γρήγορο άρμα και δώσε μου την νίκη. Ο γάμος της κόρης αναβλήθηκε δεκατρείς φορές με τον φόνο δεκατριών παλληκαριών. Εγώ, όμως, νοιώθω πως ο μεγάλος κίνδυνος δεν αντιπαλεύει ποτέ με έναν δειλό. Για τον θνητό άνθρωπο, έχει καθόλου νόημα να περνά μιά ολάκερη ζωή στερημένη απ'όλα της τα καλά, τελειώνοντας τα χρόνια του στο μάταιο σκοτάδι των άδοξων γηρατειών; Θα την δεχτώ την πρόκληση και σύ, Ποσειδώνα, κάνε μου την φιλική σου πράξη.» Αυτά είπε στην προσευχή του. Και εισακούστηκε.
Ο Ποσειδών, τιμώντας την ανδρεία του και την ηρωϊκή αντίληψη που είχε για την ανθρώπινη ζωή του έδωσε χρυσό άρμα και τα πιό γρήγορα, τα πιό φτερωτά άλογα. Ο Πέλοψ νίκησε τον Οινόμαο που όταν είδε ότι χάνει, μαστίγωσε με λύσσα τα δικά του άλογά σε επικίνδυνη στροφή. Το άρμα του εκτροχιάστηκε, ο Οινόμαος έπεσε και σκοτώθηκε.
Ο Πέλοψ πήρε την Ιπποδάμεια γυναίκα του, έγινε βασιλιάς, και ο Ερμής του έδωσε το σκήπτρο του Διός που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος, σύμβολο της υπέρτατης εξουσίας σε όλη την χώρα που πήρε τ'όνομά του, Πελοπία και αργότερα, Πελοπόννησος.
Με την Ιπποδάμεια απόκτησε έξη λαμπρούς γιούς. Έγγονός του ήταν ο αρχιστράτηγος του Τρωϊκού πολέμου, ο Αγαμέμνων, που κρατούσε στα χέρια του το σκήπτρο που είχε δώσει ο Ερμής στον παππού του.



Ο Πέλοπας κέρδισε τους αγώνες στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε βάλει τον Μυρτίλο,τον ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου να βγάλει τη σφήνα από το άρμα του για να χάσει επίτηδες με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα.Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του. Εξαιτίας του πολλές κατάρες βρήκαν το λαό του και ιδίως τα δύο παιδιά του Ατρέα και Θυέστη.
Ο Πέλοπας θεωρείται ο πρώτος που ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στη κοιλάδα του ποταμού Αλφειού. 
Η σύζυγος του, Ιπποδάμεια ίδρυσε τα Ηραία, αγώνες προς τιμή της θεάς Ήρας, όπου συμμετείχαν αποκλειστικά γυναίκες αθλήτριες. 
Η μυθική αρματοδρομία μεταξύ Οινόμαου και Πέλοπα, παριστάνεται στο ανατολικό αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός στην αρχαία Ολυμπία.

Ο τάφος του Πέλοπα στον Πόρο του Αλφειού
Αρκετά χιλιόμετρα πρίν από τα Αγιωργήτικα Επιταλίου ο Αλφειός ρέει σε επίπεδο περιβάλλον με πολύ μικρές εδαφικές κλίσεις. Οι νόμοι της Φυσικής επιβάλλουν σε αυτές τις περιοχές η κοίτη του ποταμού να φαρδαίνει, το βάθος του νερού να μειώνεται και η ροή του ποταμού να έχει μικρή ταχύτητα. Αποτέλεσμα αυτών είναι η δημιουργία διαβατής θέσης στο ποτάμι στην περιοχή των εκβολών του, γνωστής από αρχαιότατους χρόνους σαν πόρος.
Στην αρχαιότητα οι εκβολές του Αλφειού ήταν περί τα πεντακόσια μέτρα δυτικά του Άη Γιώργη Επιταλίου και η θαλάσσια ακτογραμμή βρίσκονταν στην θέση της σημερινής Εθνικής Οδού.

Οι εκβολές του Αλφειού ποταμού

Στην Ιλιάδα του Ομήρου το Θρύον, που αναφέρεται και ως Θρυόεσσα, μνημονεύεται δύο φορές με τους εξής χαρακτηρισμούς : στον στίχο Β592 ως «Αλφειοίο πόρος», δηλαδή, πέρασμα του Αλφειού και στον Λ711 ως «αιπεία κολώνη», δηλαδή, ψηλός λόφος.
Τον πόρο του Αλφειού, που σήμερα αχρηστεύθηκε από την τεχνολογία της γεφυροποιίας και την τεχνητή εκβάθυνση της κοίτης του, τον διέσχιζαν συχνά, στα νεανικά τους χρόνια, αρκετοί συμπολίτες μας που μου ανάφεραν ότι, κατά τους θερινούς μήνες με την χαμηλή στάθμη του νερού, υπήρχαν τα περάσματα, οι πόροι, λίγο πιό πάνω και λίγο πιό κάτω από την σημερινή γέφυρα, στους πρόποδες των Αγιωργήτικων.
Όταν πέθανε ο Πέλοψ τον έθαψαν στον πόρο του Αλφειού όπου έκτισαν τύμβο και βωμό και όπου, για αιώνες, κάθε χρόνο τελούνταν λαμπρές και πολυτελείς τελετές και θυσίες.
Ο μεγάλος Θηβαίος λυρικός ποιητής Πίνδαρος (-522 έως -448), καταλήγει στο θαυμάσιο και κατανυκτικό ποίημά του με τίτλο Α' Ολυμπιονίκης:
ΝΥΝ Δ' ΕΝ ΑΙΜΑΚΟΥΡΙΑΙΣ ΑΓΛΑΑΙΣΙ ΜΕΜΙΚΤΑΙ ΑΛΦΕΟΥ ΠΟΡΩ ΚΛΙΘΕΙΣ
ΤΥΜΒΟΝ ΑΜΦΙΠΟΛΟΝ ΕΧΩΝ ΠΟΛΥΞΕΝΩΤΑΤΩ ΠΑΡΑ ΒΩΜΩ
(και τώρα, θαμμένος στον πόρο του Αλφειού έχει φροντισμένο τάφο και χαίρεται τις λαμπρές θυσίες σε πολυσύχναστο βωμό)
Το Επιτάλιο πρέπει να διασώσει και να αναδείξει τις ασύγκριτες φυσικές του ομορφιές (παρόχθιες, παραθαλάσσιες και λοφώδεις) αλλά και τις μοναδικές μυθολογικές και ιστορικές του καταβολές. Η θέση του είναι στον ευρύτερο χώρο της πασίγνωστης και κοσμοϊστορικής Ολυμπίας ενώ μέσα στην ίδια του την γή αναπαύεται ο επώνυμος ήρως της χερσονήσου που είναι παγκοσμίως γνωστή ως Πέλοπος Νήσος, Πελοπόννησος, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.


Σοφία A. Ζουμπάκη-Μαζαράκη
Πηγή: Σύλλογος Επιταλιωτών Αθήνας "Ο Αλφειός"






Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Μεσσήνη (Νησί): Από την Πρωτοελλαδική εποχή μέχρι τον Μεσαίωνα

Η περιοχή γύρω από το Νησί (Μεσσήνη) είναι κατοικημένη ήδη από την πρωτοελλαδική περίοδο, -2800 έως -1900, ενώ η χρονολόγηση των αρχαίων οικισμών κοντά στις δυτικές όχθες και τις εκβολές του Παμίσου ποταμού φθάνει μέχρι την μυκηναϊκή περίοδο, -1550 έως -1050. Εδώ τοποθετείτε η αρχαία πόλις Υαμείτις (Υάμεια) που καταλαμβάνεται και καταστρέφεται μετά το τέλος του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου. Η περιοχή υπήρξε κυρίως γεωργική ενώ στην υστεροβυζαντινή περίοδο κάνει την εμφάνισή του ο οικισμός του Νησιού που στους νεότερους χρόνους μεταονομάζεται σε Μεσσήνη.


Σπουδαίο έργο έχει επιτελέσει στην έρευνα της περιοχής η αποστολή του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και τα σχετικά αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό "American Journal of Archaeology" (1).

Πρωτοελλαδικός οικισμός στην Μπούκα
Ο πρώτος χρονολογικά οικισμός εντοπίζεται στο λόφο Μέξα στην Μπούκα και τα ευρήματα ανήκουν στην δεύτερη πρωτοελλαδική περίοδο (-2700/ -2100). Για το θέμα αυτό σημειώνουν οι ερευνητές:
«Μέξα: Χαμηλός λόφος ακριβώς στα δυτικά του δρόμου που οδηγεί νότια της Μεσσήνης προς τον κόλπο και μόλις περί τα 500 μέτρα από τη σημερινή ακτογραμμή. Νοτιοανατολικά-νότια από την Μπούκα και περί τα 400 μέτρα μακριά υπάρχουν τα ερείπια του Τελωνείου. Κεραμικά σκεύη, φθαρμένα σε πολύ μεγάλο βαθμό, βρέθηκαν σκορπισμένα σε έναν χώρο, περίπου 70 μέτρα (με διεύθυνση Ανατολή-Δύση) προς 40 μέτρα (με διεύθυνση Βορράς-Νότος). Περισυλλέξαμε θραύσματα από σαλτσιέρες, βάσεις από κούπες από τη 2η πρωτοελλαδική περίοδο και λαβές από κανάτες. Τα λεπτότεχνα αγγεία είτε έχουν αραιό κόκκινο επίχρισμα είτε είναι πρωτοβερνίκωτα. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα τοποθεσία στην άκρα νοτιοδυτική πλευρά της κοιλάδας του Παμίσου, στο σημείο που μια χαμηλή λοφοσειρά οριοθετεί την ακτογραμμή προς τα δυτικά. Θυμίζει την τοποθεσία του Αϊ-Στρατήγου στη Λακωνία. Τα ευρήματα είναι ισχυρή απόδειξη που υποδεικνύει ότι η βόρεια ακτογραμμή του Μεσσηνιακού Κόλπου δεν έχει διαφοροποιηθεί αισθητά τα προηγούμενα 4 με 5.000 χρόνια».

Πρωτοελλαδικός- Μυκηναϊκός οικισμός στο Μαυρομάτι
Ο δεύτερος οικισμός εντοπίζεται στην Παναγίτσα στο Μαυρομμάτι, τα ευρήματα είναι της πρωτοελλαδικής περιόδου (-2800/ -1900), αλλά κυρίως της υστεροελλαδικής περιόδου (-1600/ -1100).- Το Μαυρομάτι είναι χωριό που βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο βόρεια του Νησιού και δεν πρέπει να συγχέεται με το χωριό Μαυρομάτι στην Ιθώμη.
Οι ερευνητές σημειώνουν για την Παναγίτσα:
«Εξωκκλήσι της Παναγιάς, σε μια μικρή, χαμηλή ραχούλα με διεύθυνση ανατολική, σχεδόν πάνω στη χάραξη του εθνικού δρόμου που οδηγεί βόρεια της Μεσσήνης (Νησί). Βρίσκεται περίπου στο μισό της απόστασης (1,5 χιλιόμετρο) μεταξύ Μεσσήνης και Καρτερολίου και περίπου 600 μέτρα ανατολικά-βορειοανατολικά από το χωριό Μαυρομμάτι. 
Οι βροχές του χειμώνα έχουν αποκαλύψει πολλά θραύσματα από κύλικες στη νοτιοανατολική πλαγιά. Ομως υπάρχουν αρκετά διασκορπισμένα ακόμα, στην κορυφή και σε άλλες πλευρές του λόφου, που δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με οικισμό και όχι απλώς ένα νεκροταφείο. 
Ενα από τα θραύσματα είναι η βάση μιας σαλτσιέρας ή κάποιου άλλου ρηχού σκεύους της πρωτοελλαδικής περιόδου. Τα υπόλοιπα ευρήματα στην περιοχή είναι της υστεροελλαδικής περιόδου, περιλαμβάνουν δε, βάσεις από κανάτες και δοχεία από χονδροειδή πηλό, μέρος της λαβής από μια βαθιά κούπα και αμέτρητα κομμάτια από μακρείς και μεσαίου μεγέθους κύλικες από άσπρο υλικό. Η σποραδική παρουσία κεραμικών σε ένα χώρο 90 μέτρα (με διεύθυνση Ανατολή-Δύση) προς 50 μέτρα, θα πρέπει να υποδεικνύουν ότι η περιοχή αυτή συνιστά μια μικρή αρχαιολογική τοποθεσία».
Γνωστός και από παλαιότερες έρευνες ο αρχαίος οικισμός στο Καρτερόλι, με ευρήματα που ανήκουν κυρίως στη μυκηναϊκή περίοδο (-1550/ -1050). Οι αρχαιολόγοι γράφουν για τα ευρήματα στον Αγιο Κωνσταντίνο Καρτερολίου:
«Στον αυτοκινητόδρομο από Μεσσήνη (Νησί) προς την Ιθώμη (Μαυρομμάτι), στη στροφή προς το Καρτερόλι -το οποίο βρίσκεται μισό χιλιόμετρο δυτικά του δρόμου. Θαλαμωτοί τάφοι ανακαλύφθηκαν στη νότια και τη νοτιοανατολική πλαγιά του μεγάλου λόφου δυτικά του αυτοκινητοδρόμου, που λέγεται Αγιος Κωνσταντίνος από το εξωκκλήσι στο βόρειο άκρο του. Αλλοι τάφοι ανέκυψαν εξ άλλου, τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια πλαγιά του χαμηλού λόφου, βόρεια του δρόμου προς Καρτερόλι, ενώ δύο ακόμη (ο ένας χρησιμοποιόταν σαν καμίνι) μπορεί να δει κανείς στη δυτική πλαγιά του λόφου, που τον ονομάζουν "Παπαλιά Ράχη", ανατολικά του αυτοκινητοδρόμου και βόρεια του δρόμου που οδηγεί ανατολικά στην Πιπερίτσα. Θραύσματα από βαθιά αγγεία ή κύλικες, μονόχρωμους -πορτοκαλί ή μαύρους- από το τελευταίο διάστημα της υστεροελλαδικής περιόδου, χοντροκομμένα οικιακά σκεύη, κοκκινωπό ύφασμα, των μυκηναϊκών χρόνων.


Οι συνολικά εννέα εμφανείς θαλαμωτοί τάφοι και η πιθανότητα ύπαρξης άλλων τεσσάρων, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ευμεγέθους οικισμού. Η κατοικημένη περιοχή πιθανότατα καταλάμβανε την κορυφή του Αγίου Κωνσταντίνου και του λόφου ακριβώς ανατολικά, παράλληλα στον αυτοκινητόδρομο. Στην κορυφή, αλλά και νότια, όπως και στη δυτική πλαγιά της Παπαλιά Ράχης, διαπιστώθηκε η ύπαρξη στο επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους σημαντικού αριθμού θραυσμάτων του δεύτερου μισού του τελευταίου διαστήματος της υστεροελλαδικής περιόδου. Αυτός είναι ο μοναδικός μυκηναϊκός αρχαιολογικός χώρος που γνωρίζουμε σίγουρα στο δυτικό άκρο της μεγάλης κοιλάδας του Παμίσου».


Μάδαινα:
Στην ίδια περίπου περίοδο χρονολογούνται και τα ευρήματα στον Αγιο Κωνσταντίνο Μάδαινας περίπου 5 χιλιόμετρα δυτικά της Μεσσήνης.
«Οταν ξεχώθηκε ένα "χωμένο" μονοπάτι που οδηγούσε νότια από τη Μάδαινα, αποκαλύφθηκε κάτι που έμοιαζε να είναι ένας ευρέως κατεστραμμένος ταφικός θάλαμος. Συνελέγησαν και μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Καλαμάτας μερικά θραύσματα από μονόχρωμους κύλικες και το επάνω τμήμα ενός αχλαδόσχημου βάζου. 
Χρονολογήθηκαν από τον Παπαθανασόπουλο στο τελευταίο διάστημα της υστεροελλαδικής περιόδου, αν και κατά τη γνώμη μας έχουν κατά τι αρχαιότερη εμφάνιση. Ενα κρανίο και άλλα οστά από τον τάφο βρίσκονται τώρα σε έναν κοντινό σε αυτόν αχυρώνα, υπό την επίβλεψη του Γ.Κ. Τρύφωνα, του προέδρου της κοινότητας. Το μονοπάτι οδηγεί από το λόφο που βρίσκεται το χωριό σε μια μικρή βαλτώδη κοιλάδα, στην οποία υπάρχει μια παλιά κρήνη που την αποκαλούν Τουρκόβρυση. 
Στην κορυφογραμμή, επάνω από το φερόμενο ως μυκηναϊκό νεκροταφείο, ορισμένα διεσπαρμένα υστεροελλαδικά θραύσματα μπορεί να υποδεικνύουν τη θέση του οικισμού, αλλά η καλλιέργεια και η διάβρωση μοιάζει να έχουν καταστρέψει σχεδόν κάθε ίχνος. 
Στην επιμήκη κορυφογραμμή ανατολικά της κοιλάδας, επάνω από την Τουρκόβρυση, εντοπίστηκαν σποραδικά απομεινάρια βυζαντινού και ρωμαϊκού οικισμού, ιδιαίτερα κοντά στις περιοχές Αγιος Νικήτας, Στέρνες και στου "Δάρλα βρύση".


Βόρεια από το νεκροταφείο του χωριού, ένα "χωμένο" μονοπάτι, που οι ντόπιοι αποκαλούν Βλαχόστρατα, λέγεται ότι οριοθετεί τη μεσαιωνική διαδρομή από την Ανδρούσα προς την Κορώνη. 
Υπάρχει ένα ανάλογο, "χωμένο" επίσης, μονοπάτι στο Καρτερόλι, που υποδεικνύει ότι η κύρια διαδρομή προς Νότο διέσχιζε την κοιλάδα του Παμίσου, από Ριζόμυλο, Μάδαινα, Καρτερόλι, Αρι και στη συνέχεια προς Θουρία και άλλους οικισμούς στην ανατολική πλευρά».
Τα ευρήματα σε αυτά τα σημεία δείχνουν κατοίκηση της περιοχής μέχρι την υστεροελλαδική περίοδο. Οι θέσεις αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, για λόγους οι οποίοι δεν μπορούν να διερευνηθούν. 
Αυτό που διαπιστώνει ο καθηγητής Αρχαιολογίας Γ.Σ. Κορρές είναι πως «σε αντίθεση με τη ζωηρή κατοίκηση στην ακτή και το εσωτερικό της πεδιάδας του Κάτω Παμίσου και του Αριος (ποταμού) στους πρωτοελλαδικούς χρόνους, η κατοίκηση στους μεσοελλαδικούς χρόνους μειώθηκε αισθητά και περιορίστηκε σε θέσεις σε σημαντική απόσταση από την ακτή, που κατοικήθηκαν και στους μυκηναϊκούς χρόνους» (2).

Μάδενα Μεσσήνης (Νησίου) Είς τό χωρίον Μάδενα, δυτικώς τής πόλεως Μεσσήνης, κατά τήν διάνοιξιν άγροτικής οδού, απεκαλύφθη τυχαίως λακκοειδής μυκηναϊκός τάφος, περιέχων ψευδόστομον αμφορίσκον, δύο κρατηρίσκους καί δίωτον άμφορίσκον μετά προχοής (ΥΜ IIIΓ) (α - γ. Μυκηναϊκά αγγεία έκ τάφου ).

Το αρχαίο οδικό δίκτυο
Ενδιαφέρον έχει σε αυτό το σημείο, ένα απόσπασμα της εργασίας των Αμερικανών αρχαιολόγων που αφορά στην κατοίκηση που εμφανίζεται στη Μεσσηνία κατά την περίοδο αυτή: «Το επίκεντρο της πιο πυκνοκατοικημένης περιοχής μέχρι την υστεροελλαδική εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα ως ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Οι δύο οριζόντιες πλευρές του αποτελούν τις ευθείες διείσδυσης από τα δυτικά παράλια. Η μια ενώνει τον τομέα της Πύλου με την κορυφή του Μεσσηνιακού Κόλπου και την κάτω κοιλάδα του Παμίσου. Η δεύτερη συνδέει τα παράλια γύρω από την Κυπαρισσία, μέσω της κοιλάδας του Σουλιμά, με την άνω κοιλάδα του Παμίσου ή πεδιάδα της Στενυκλάρου. Η δυτική κάθετη πλευρά περιλαμβάνει την παραθαλάσσια πεδιάδα και ένα τρίγωνο γόνιμης γης, ανατολικά από τους Γαργαλιάνους και τα Φιλιατρά, ενώ την ανατολική κάθετη πλευρά αποτελούν η κοιλάδα του Παμίσου και η γη που απλώνεται δυτικά της. Σήμερα οι αδύναμοι κρίκοι εντοπίζονται στις βορειοδυτική και νοτιοανατολική γωνίες του παραλληλογράμμου, αλλά είναι πολύ βιαστικό να δηλώσουμε αν αυτά τα κενά είναι πραγματικά ή θα απαλειφθούν μετά από περαιτέρω έρευνα».
Οι ερευνητές έχουν ασχοληθεί και με τις χερσαίες επικοινωνίες στο βασίλειο του Νέστορα. Ανακάλυψαν λοιπόν τη διαδρομή μιας μεγάλης οδού που συνέδεε την περιοχή της Πύλου με την κάτω κοιλάδα του Παμίσου. 
Οπως σημειώνουν «το 1962 ο Φαντ χαρτογράφησε ένα εξαιρετικά διατηρημένο τμήμα μιας οδού, σχεδόν παράλληλης με το σύγχρονο αυτοκινητόδρομο, σε δύσβατο έδαφος προς το κέντρο της χερσονήσου, μεταξύ των χωριών Νερόμυλος και Καζάρμα. Στη διάρκεια της χαρτογράφησης έγινε δυνατό να ακολουθήσουμε τη διαδρομή της οδού σε σημαντική απόσταση, προς το Νερόμυλο. Οι προσεγμένες, ομαλές κλίσεις και άλλες κατασκευαστικές τεχνικές, μας έπεισαν ότι η οδός είχε κατασκευαστεί για τροχοφόρα -και αυτό μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι αυτή η φιλόδοξη κατασκευή προέκυψε από μια ξαφνική ανάγκη, προς το τέλος της υστεροελλαδικής περιόδου, τα πολεμικά ιππήλατα δίτροχα άρματα (δίφροι) να μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις. Ενα από τα επιχειρήματά μας υπέρ αυτής της θεωρίας -και συγκεκριμένα η ύπαρξη υστεροελλαδικών οικισμών και θολωτών τάφων κοντά στην οδό- υποστηρίζεται πλήρως από πρόσφατη εργασία, ανάλογη με τη δική μας, που συντάσσεται στη Βρετανία».


Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, οι αρχαιολόγοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η οδός που ένωνε την Πύλο με την κάτω κοιλάδα του Παμίσου, περνούσε δίπλα από μυκηναϊκούς οικισμούς. Εφθανε στο Ριζόμυλο και από εκεί σε Μάδαινα, Καρτερόλι, περνούσε απέναντι στον Αρι (όπου εντοπίστηκε οικισμός υστεροελλαδικής περιόδου στο λόφο Μεσοβούνι) και από εκεί οδηγούσε στη Θουρία και τους άλλους οικισμούς της ανατολικής πλευράς της κοιλάδας του Παμίσου.
Χάρις στις εργασίες των Αμερικανών αρχαιολόγων, έχουμε μια σχετικά ικανοποιητική εικόνα για την περίοδο μέχρι τους μυκηναϊκούς χρόνους, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι επισημαίνουν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα στην ευρύτερη περιοχή του Νησιού.

Η αρχαία Υαμείτις (Υάμεια)
Και ενώ αυτή είναι η εικόνα που σχηματίζεται με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, ακολουθεί η κάθοδος των Δωριέων το -12ο αιώνα. Ο Κρεσφόντης εγκαταστάθηκε στη Στενύκλαρο, στο κέντρο της πεδιάδας της Ανω Μεσσηνίας και διαίρεσε το βασίλειό του σε πέντε πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Υαμείτιδα. 
Οι ερευνητές τοποθετούν τη θέση της στους λόφους δυτικά του Παμίσου (3), μεταξύ Ανδρούσας και Μεσσήνης (Νησιού) (4). Πρόκειται για μια θέση κοντά στο σημερινό οικιστικό ιστό της πόλης και ως εκ τούτου συνδέεται με την ιστορία της περιοχής.
Η Υαμείτις (Υάμεια) θεωρείται ως μια από τις φερόμενες ως "πρώιμες πόλεις" πριν το σχηματισμό της πόλης-κράτους στην αρχαία Ελλάδα (5). Σύμφωνα με τους ερευνητές της τοπικής ιστορίας η Υάμεια κατελύθη και καταστράφηκε μετά το τέλος του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου καθώς οι ηγέτες της ήταν μεταξύ αυτών που είχαν επαναστατήσει (6).



Για όλη αυτή την περίοδο, οι πηγές σιωπούν. Υπάρχει όμως ένα εύρημα το οποίο έχει κάνει γνωστό το Νησί στην οικογένεια των αρχαιόφιλων σε ολόκληρο τον κόσμο. Πρόκειται για ένα Παλλάδιο της Αθηνάς ύψους 19 εκατοστών που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του -6ου αιώνα και εκτίθεται στο Μουσείο Μάριεμοντ του Βελγίου. Προέρχεται από ιδιωτική συλλογή που δωρήθηκε από τον Raoul Warocque στα τέλη του 19ου αιώνα και σύμφωνα με όλες τις αναφορές στη βιβλιογραφία, θεωρείται ότι έχει βρεθεί στο Νησί. Πρόκειται για σπάνιο εύρημα της αρχαϊκής περιόδου και εμφανίζεται σε ένα πλήθος επιστημονικών εργασιών που ερευνούν την τέχνη αυτής της περιόδου. Και τεκμηριώνουν την θέση ότι «η αρχαϊκή μεσσηνιακή χαλκοτεχνία είναι κλάδος της λακωνικής», καθώς και ότι «η ομοιογένεια στον υλικό πολιτισμό εντός των πολιτικών ορίων της Λακεδαίμονος είναι σίγουρα το αποτέλεσμα μιας πιο έντονης ανταλλαγής που έλαβε χώρα στην περιοχή αυτή» (7)

Η εύρεση του Παλλαδίου στην περιοχή υποδηλώνει έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα τον -6ο αιώνα. Εκείνο το οποίο δεν μπορούμε όμως σήμερα να γνωρίζουμε, είναι πού ακριβώς βρέθηκε το αγαλματίδιο καθώς στη διαθέσιμη βιβλιογραφία δεν καταγράφονται λεπτομέρειες.

Από την αρχαιότητα μέχρι την εμφάνιση του "Νησιού" (Μεσσήνη).
Από την περίοδο αυτή μέχρι και την εμφάνιση του Νησιού στο προσκήνιο της ιστορίας, και ειδικότερα στη γαλλική εκδοχή του "Χρονικού του Μορέως" (περίπου στα +1300), δεν υπάρχει κανένα αρχαιολογικό εύρημα ή φιλολογική μαρτυρία για τη ζωή στην περιοχή. 
Το βέβαιο είναι πως αυτή καλλιεργείται. Ο Παυσανίας μετά την Αρχαία Μεσσήνη κατεβαίνει προς τις εκβολές του Παμίσου από τη δυτική του πλευρά. Τότε διαπιστώνει ότι ο ποταμός «ρέει μέσα από καλλιεργούμενη περιοχή», είναι «καθαρός και πλωτός ως δέκα περίπου στάδια από τη θάλασσα» και «ανεβαίνουν στα νερά του και ψάρια θαλασσινά, ιδιαίτερα γύρω στην εποχή της άνοιξης» (8). Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ανθρώπινη δραστηριότητα σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκρότηση σε πόλη, ούτε κάποιος αξιόλογος οικισμός τον οποίο άλλωστε θα περιέγραφε. Δεν θα πρέπει να περάσει ακόμη απαρατήρητο το γεγονός ότι ο Πάμισος καταγράφεται ως πλωτός μέχρι το ύψος του Νησιού, γεγονός που σημαίνει ότι από την άποψη της θέσης η περιοχή βρίσκεται σε κομβικό σημείο συνδέοντας χερσαίους και ποτάμιους δρόμους.
Ο Ηλ. Αναγνωστάκης μας "υποψιάζει" για τη σημασία της περιοχής κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο καθώς σημειώνει ότι «ο παράλιος χώρος στο μυχό του Μεσσηνιακού Κόλπου από την Αβία μέχρι το Πεταλίδι ή πιο συγκεκριμένα ως τις εκβολές των ποταμών δυτικά της Καλαμάτας, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιστορικογεωγραφικής ενότητας, σημαντικότατης μάλιστα, καθώς αποτελεί την απόληξη ποτάμιων και χερσαίων δρόμων της μεσσηνιακής πεδιάδας». Για να προσθέσει ότι «ο παράλιος χώρος της Καλαμάτας και ο χώρος των ποτάμιων εκβολών, αν και προσφέρουν κάποιες υστερορωμαϊκές και παλαιοχριστιανικές μαρτυρίες με ελάχιστα ευρήματα, περιμένουν πάντα τον αρχαιολόγο τους» (9). Ο ίδιος όμως κρατάει μια επιφύλαξη σε σχέση με αυτό καθώς πέραν των άλλων διαπιστώσεων σημειώνει ότι στις έρευνες «χαριστική βολή έδωσαν οι σύγχρονες οικιστικές και οικονομικές προτεραιότητες σε ένα χώρο ιδιαίτερα εύφορο και πυκνοκατοικημένο όπως η Μεσσηνία και μάλιστα ο παράλιος χώρος της».
Χωρίς μαρτυρίες, το κενό μπορεί να καλύψουν μόνο λογικές υποθέσεις. Η ανθρώπινη δραστηριότητα στην προνομιακή από άποψη θέσης και οικονομικών πόρων περιοχή του Νησιού, μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή, τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν, τις επιδρομές από τη θάλασσα και τις ανάγκες ελλιμενισμού πλοίων για την εξυπηρέτηση αναγκών πληρωμάτων και ταξιδιωτών.
Στο πέρασμα των αιώνων η κατάσταση φαίνεται πως σταθεροποιείται στην Πελοπόννησο μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, όταν σταματούν οι επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών (10). Την ίδια περίοδο οι Βυζαντινοί, με βάσεις τη Μεσσήνη-Βουλκάνο και το κάστρο Φαρών-Καλαμάτα, απώθησαν τους Σλάβους στα ορεινά (11). Ετσι εδραιώνεται η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή του μεσσηνιακού κάμπου. 
Το +1082 με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού εγκαθίσταται στην Πελοπόννησο η οικογένεια των Μελισσηνών (12) στους οποίους παραχωρείται και η περιοχή του κάμπου. Είναι η περίοδος κατά την οποία σχεδόν εξαφανίζεται η μικρή ιδιοκτησία και οι μικροϊδιοκτήτες πληθαίνουν τις τάξεις των δουλοπάροικων (13). Εξαιρετικά εύφορη, η περιοχή συγκέντρωσε το ενδιαφέρον για καλλιέργεια, αλλά ο βάλτος και οι αρρώστιες αποτελούσαν ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη οικισμών.
Οι καλλιεργητές της γης κατοικούσαν μέσα στα κτήματα σε καλύβες αρχικά απομονωμένες μεταξύ τους. Η εντατικοποίηση της καλλιέργειας από τους φεουδάρχες ιδιοκτήτες πολλαπλασίασε τις καλύβες. Οταν οι καλύβες πλήθαιναν συγκροτούσαν οικισμό -και κάπως έτσι αρχίζει και η ιστορία του Νησιού. 
Στην περιοχή άρχισε να πυκνώνει η κατοίκηση και να εντατικοποιείται η εκμετάλλευση. Η σπανιότητα τοπωνυμίων με γενική πτώση ονομάτων ιδιοκτητών, είναι ενδεικτική του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην περιοχή και του φεουδαρχικού τρόπου εκμετάλλευσής της. Ετσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι την περίοδο αυτή εμφανίζονται τοπωνύμια που γεφυρώνουν τις ιστορικές εποχές, προσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά της περιοχής και αποκαλύπτουν πτυχές της ιστορίας της. Στους λειμώνες (λιβάδια), μακριά από τα έλη του βάλτου, συγκεντρώνονται οι καλλιεργητές και συγκροτούν το "Λειμονχώρι" που μένει στην ιστορία ως "Λιμοχώρι". 
Σύμφωνα με παλαιότερες μαρτυρίες, κατά τη διάρκεια εκσκαφών έχουν βρεθεί μικρά πηγάδια που παραπέμπουν σε εγκαταστάσεις της βυζαντινής εποχής. Την περιοχή δίπλα στο ποτάμι οι κάτοικοι αποκαλούν "Νησί" και έμελλε να είναι το όνομα της μεσαιωνικής πόλης. Στη νότια πλευρά και προς την παραλία δεσπόζουν οι "Φυλακές", που υποδηλώνουν τα μέτρα προστασίας των κατοίκων από τους θαλάσσιους επιδρομείς. Περιοχή σε λοφοσειρά, δεσπόζει του Μεσσηνιακού Κόλπου και κατά την αρχαία ελληνική το όνομα υποδηλώνει την παρουσία πύργων (ή οχυρών εν γένει θέσεων) από τους οποίους γινόταν η φρούρηση της περιοχής (14). Ο αινιγματικός "Κομός" παραπέμπει ενδεχομένως σε λιμενική εγκατάσταση, καθώς μάλιστα μέχρι την περιοχή αυτή ήταν πλωτός ο Πάμισος σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις (15).

Ηλίας Μπιτσάνης

Σημειώσεις- Βιβλιογραφία:
1). "American Journal of Archaeology", Vol. 68, No 3 (Jul. 1964), William A. McDonald and Richard Hope Simpson "Further Exploration in Southestern Peloponnese: 1962-1963" - Μετάφραση Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
"American Journal of Archaeology", Vol. 73, No 2 (Apr. 1969), William A. McDonald and Richard Hope Simpson "Further Exploration in Southestern Peloponnese: 1964-1968" - Μετάφραση Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
2). "Τριφυλιακή Εστία", τεύχος 37-38
3). J. F. Larendy R. H. Simpson "Greco-Roman Times" - The Minnesota Messenia Expedition
4). Παν. Κ. Γεωργούντζος "Η νεωτέρα ιστορική έρευνα διά την Αρχαίαν Μεσσήνην" - "Μεσσηνιακά Γράμματα" τ. Β’  J. McK. Camp II, G. Reger Map Peloponnesus - Στο Διαδίκτυο atladides.org/trac/pleiades/browser/...
5). Gr. Shipley "The other Lakedaimonians: The dependent perioikic poleis of Laconia and Messenia" - Στο Διαδίκτυο www.igl.ku.dk/polis/
6). Ιωάν. Μ. Αποστολάκη "Η Αρχαία Μεσσηνία"
7). Nino Luraghi "The ancient Messenians constructions of ethnicity and memory" - Προβολή στο Google Books - Μετάφραση αποσπάσματος Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
Beth Cohen "Two Bronze Statuettes in America" The Journal of the Walters Art Gallery" Vol. 55/56 (1997/1998) - Μετάφραση αποσπάσματος Βασίλης Γ. Μπακόπουλος
Madeleine Jost "Statuettes de bronze provenant Lykosoura" - www.persee.fr
8). Δημ. Σταματόπουλου "Παυσανίου Μεσσηνιακά"
9). Ηλ. Αναγνωστάκη "Παράκτιοι οικισμοί της πρωτοβυζαντινής Μεσσηνίας" στο συλλογικό έργο "Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία"
10). Δημ. Κατσαφάνα "Το πριγκιπάτο του Μορέως"
11). Ηλ. Αναγνωστάκη "Η βυζαντινή Καλαμάτα" στον ειδικό τόμο της εφημερίδας "Καθημερινή" με τίτλο "Πόλεις λιμάνια της Πελοποννήσου - Καλαμάτα, Πάτρα"
12). Αγγ. Τσελάλη "Η πορεία μιας βυζαντινής οικογένειας του Μοριά" - Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1964
13). Δημ. Κατσαφάνα "Το πριγκηπάτο του Μορέως"
14). Ιωαν. Σταματάκου "Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης"
15). Λιμάνια με το ίδιο όνομα συναντούμε στην Κρήτη (αρχαίο επίνειο της Φαιστού), στην νήσο Ψαθούρα κοντά στην Αλόννησο και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. Ενώ σύμφωνα με το λεξικό του Σουίδα της μεσαιωνικής εποχής, σημαίνει και "στενή λωρίδα γης" που επίσης παραπέμπει σε λιμενική εγκατάσταση.


ΠΗΓΗ: Eleftheriaonline

Επίμετρο
Η περιοχή της Μάδενας, στην οποία έχει βρεθεί θαλαμωτός τάφος και μικρός οικισμός πάνω απ’ αυτόν, πρέπει αρχικά να βρισκόταν υπό την επικράτεια των Νιχωρίων και ενδεχμένως αργότερα του κέντρου που κυριαρχούσε στην περιοχή των Ελληνικών.1 Η σημασία της Μάδενας έγκειται στο γεγονός ότι βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ των Πέντε Ποταμών και της πεδιάδας του Παμίσου και ότι ίσως από αυτή διερχόταν ο αρχαίος δρόμος που οδηγούσε από τον Ριζόμυλο μέσω του Καρτερολίου και του σύγχρονου χωριού Άρη στα Ελληνικά Ανθείας και στους άλλους μυκηναϊκούς οικισμούς στην ανατολική πλευρά της Μεσσηνίας. Την ίδια στρατηγική σημασία είχε και ο οικισμός στον οποίο ανήκαν οι θαλαμωτοί τάφοι του Καρτερολίου, στα δυτικά όρια της πεδιάδας του Παμίσου. Η περιοχή υπαγόταν στην άμεση κυριαρχία του μυκηναϊκού κέντρου των Ελληνικών.

Ευαγγελία Β. Μαλαπάνη
Η Νεκρόπολη των Ελληνικών Ανθείας στο πλαίσιο της θεώρησης των θαλαμωτών τάφων της Μεσσηνίας κατά την Υστεροελλαδική περίοδο

1. Θέμελης 1965, 207. McDonald και Hope Simpson 1969, 156.

Αμφορίσκος μερικώς συμπληρωμένος στη μία λαβή, σε τμήμα του χείλους και του λαιμού καθώς και σε μικρό τμήμα της βάσης (ΑΕ 265). Σώμα κωνικό. Λαβές οριζόντιες δακτυλιοειδείς προσαρμοσμένες στον ώμο. Λαιμός μετρίως υψηλός, χείλη ισχυρά έξω νεύοντα. Βάση κοίλη εσωτερικά. Διακόσμηση καστανέρυθρη εξίτηλη. Λαιμός, λαβές και κάτω μέρος σώματος ολόβαφα. Εξηρημένη ταινία στο χείλος. Στον ώμο τριγωνίδια ορθά και αντίστροφα πληρούμενα από παράλληλες λοξές γραμμές. Στη βάση του λαιμού γραπτή ταινία. Τρείς πλατιές γραπτές ταινίες στο ύψος της μεγαλύτερου διαμέτρου του σώματος. Γραπτή ταινία επίσης στη βάση του αγγείου. Munsell 10R 7/6, αλειφώματος 5YR 8/2, βαφής 5YR 4/1 (το πιο σκούρο) και 2.5YR 6/6 (στο πιο ανοικτό του), ΥΕ ΙΙΙA/B.

Αμφοροειδής πρόχους, ακέραια, αποκρούσεις στην προχοή (ΑΕ 264). Σώμα απιόσχημο (FS 150). Λαιμός κοίλος, προχοή κοντή πλαισιωμένη από δύο κυκλικής διατομής λαβές. Βάση δακτυλιόσχημη με έντονη κοίλανση εσωτερικά. Ίχνη καστανέρυθρης βαφής στο σώμα του αγγείου. Munsell πηλού 10YR 8/2. Ύψος: 0.155 μ., διάμετρος βάσης 0.04μ., διάμετρος σώματος 0.102 μ., ΥΕ ΙΙΙΑ.


Printfriendly