.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

Περί της καταγωγής της Μυκηναϊκής Χρυσοχοΐας

Συμπεράσματα με βάση τα χρυσά ευρήματα της Περιστεριάς.


Από την εποχή της ανακάλυψης των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, το κύριο πρόβλημα των αρχαιολόγων αφορά την καταγωγή των ευρημάτων, κυρίως των χρυσών αντικειμένων, και ειδικότερα: 

α) Την ξαφνική τους εμφάνιση. 
β) Την απευθείας επίτευξη, χωρίς προηγούμενες φάσεις εξέλιξης, ενός τόσο υψηλού επιπέδου τεχνικής επιδεξιότητας και καλλιτεχνικής ποιότητας.
γ) Τον τόσο μεγάλο και αναπάντεχο πλούτο.
Η ερευνά για εξωελλαδικές επιδράσεις που οδηγεί στην ιδέα της κρητικής καταγωγής των ευρημάτων των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών ισχύει ακόμη και σήμερα, παρ' όλο πού οι ανακαλύψεις των BLEGEN, WAGE, VENTRIS κλπ. έδωσαν επαρκείς αποδείξεις γιά τον ατομικό χαρακτήρα του ελλαδικού πολιτισμού. Παραδείγματος χάριν, είναι γενικά αποδεκτό ότι το στύλ των ενθέτων μετάλλινων εγχειριδίων και αγγείων από τους πρώιμους Μυκηναϊκούς τάφους γεννήθηκε στην Κρήτη, παρ' όλο που εκεί δεν έχουν βρεθεί παρόμοιο. Η έρευνα αυτή σκοπό έχει να διερευνήσει το πρόβλημα όχι της πηγής προμήθειας του μετάλλου, αλλά του τόπου καταγωγής των ευρημάτων αυτών. Βασίζεται δε στά προσφάτως ανακαλυφθέντα από τον καθηγητή κ. Κορρέ χρυσά αντικείμενα στις ανασκαφές του στην Περιστεριά, το 1976 και 1977. Προέρχονται από ένα τάφο της μεταβατικής Μεσοελλαδικής- Υστεροελλαδικής I φάσης και αποτελούνται από: εικοσιπέντε ροζέττες με κυρτώματα και στίγματα σε έκκρουστη τεχνική και κύλινδρο ανάρτησης, οκτώ ακόμη όμοιες ραζέττες με αναρτημένο παπυροειδή στελέχη, έξι λεπτές ταινίες σε σχήμα επιμήκους οκτώσχημης μορφής, και ακόμα τέσσερις όμοιες ταινίες πού βρέθηκαν μέσα σ' ένα πήλινο αγγείο μαζί μ' ένα σπασμένο κάνθαρο.


Περιστεριά: Το ΜΕ χρυσό δίωτο κανθαροειδές κύπελλο από τις ανασκαφές Κορρέ, Μουσείο Καλαμάτας.

Το «DOSS AND DOT STYL» (στύλ κυρτωμάτων και στιγμών), στο οποίο ανήκουν τα ευρήματα αυτά (ύστερης ΜΕ φάσης) χαρακτηρίζεται σαν μιά ενδιάμεση φάση στην ελλαδική εξέλιξη από ένα καθαρά ΜΕ «στιγμωτό στύλ» (π.χ. ταινίες από Ασίνη, Κόρινθο, Αγία Ειρήνη Κέας) σ' ένα λιγότερο γραμμικό και περισσότερο πλαστικό στύλ στις αρχές της Μυκηναϊκής περιόδου. Η εξέλιξη αυτή επιβεβαιώνει την τοπική ανάπτυξη της χρυσοχοείας κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, δεν αποκλείει όμως, έστω και περιορισμένες σε λεπτομέρειες, τις Κρητικές επιδράσεις. Παρ’ όλο πού το «DOSS AND DOT STYL» θεωρείται παραδοσιακά ελλαδικό, ίσως η καταγωγή του πρέπει να αναζητηθεί στα πρώιμα Μινωικά κοσμήματα του Μόχλου.
Το ίδιο αυτό ηπειρωτικό διακοσμητικό στύλ συναντάται και στον χρυσό κάνθαρο της Περιστεριάς, όπου συνδυάζεται περίφημα με τον εμφανώς τοπικό τύπο του σχήματος. Ανήκει σε μιά οικογένεια σχεδόν όμοιων χρυσών και αργυρών αγγείων με παραδοσιακή ΜΕ κοτατομή όμοιο λεπτά μεταλλικό ελάσματα, όμοιο αριθμό και θέση οπών γιά καρφιά, δια ενίσχυση λαβών με το άκρο πίσω διπλωμένα και με παρόμοια διακοσμητική τεχνική στις λαβές. Η πρώιμη δε χρονολόγησή του χαρακτηρίζει και όλη την οικογένεια σαν άμεσο πρόγονο των ΥΕ Ι κανθάρων. Η συνέχεια αυτή ατό σχήμα κατά την πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο καταδεικνύεται και από το χρυσό κύπελλο No 656 του τάφου V των Μυκηνών, το οποίο αντιστοιχεί απολύτως, αν εξαιρέσουμε το τυπικό YE I προφίλ των λαβών και τον ψηλό κορμό, προς τούς κανθάρους της Περιστεριάς, και το άπατο χρονολογείται λίγο μεταγενέστερα εξ αιτίας του στερεότερου μεταλλικού ελάσματος και της με μορφές διακόσμησης.

 Χρυσά κτερίσματα από τον ΜE τάφο. Ανασκαφή Κορρέ.

Η εμφάνιση πολυτίμων αντικειμένων στους λακκοειδείς τάφους των Μυκηνών δεν είναι τόσο ξαφνική και αναπάντεχη, όπως παλιά πιστευόταν. Τα πρόσφατα ευρήματα της Περιστεριάς αποδεικνύουν μιά συμπαγή συνέχεια από την ΜΕ στην ΥΕ περίοδο στον ειδικό τομέα της χρυσοχοΐας, αλλά και γενικότερα. Παρά τις πολλές κρητικές επιδράσεις, που συντέλεσαν κατά πολύ στη διαμόρφωση της πρώιμης Μυκηναϊκής τέχνης, τα πλούσια αντικείμενα της περιόδου των λακκοειδών τάφων δεν πρέπει να θεωρούνται σαν απευθείας και έξ ολοκλήρου φερμένα απ’ έξω.
Η πρόθεση εδώ δεν είναι να απορριφθεί η θεωρία του παγκρητισμού, αλλά να επιταθεί η σημασία της ελλαδικής παράδοσης στο υλικό των λακκαειδών τάφων. Έξ άλλου όλα τα χρυσά ελλαδικά αντικείμενα της μεταβατικής φάσης, βασικά νεκρικά κοσμήματα από λεπτό έλασμα, συνδέονται άμεσα με την ΜΕ παραγωγή και όχι με την κρητική χρυσοχοΐα της Μεσοχαλκής περιόδου.

Από τον θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, -1.600/ -1.500. Κάτω: Kύπελλο τύπου Keftiu που φέρει ελαφρά πρόσμιξη αργύρου, ως εκ τούτου το χρώμα του είναι λευκότερο από των λοιπών χρυσών αντικειμένων που βρέθηκαν στον τάφο 3 της Περιστεριάς. Διακοσμείται από δυο ανάγλυφες σειρές συνεχιζόμενης σπείρας και από ομόκεντρους κύκλους στον πυθμένα. Προέρχεται. Παράλληλα είναι φυσικά τα αντίστοιχα εξαιρετικής τέχνης κύπελλα των Μυκηνών και κύπελλα από τον τάφο του Senenmut στις Θήβες της Αιγύπτου. Πάνω από το θολωτό τάφο 3 της Περιστεριάς, -1600/ -1500. Το κύπελλο έχει σχήμα που ανήκει στην κατηγορία ‘Keftiu’ και μια μεσαία ανάγλυφη ζώνη και ατέρμονες σπείρες που καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του. Ο πυθμένας εμφανίζει ομόκεντρους κύκλους και το σπάνιο στοιχείο μιας κεντρικής στρογγυλής οπής.

Από την άλλη πλευρά, αυτές οι παρατηρήσεις μπορούν να βοηθήσουν στην κατάδειξη της σημασίας του λεγομένου «θησαυρού της Αίγινας». Σε μιά πρόσφατη δημοσίευση ο HIGGINS διατυπώνει την λανθασμένη άποψη γιά την κρητική καταγωγή του θησαυρού, παραβλέποντας τα μη κρητικά αντικείμενα αυτού: τις απλές χρυσές ταινίες ελλαδικού τύπου που καταλήγουν σε συρμάτινες θηλειές, το χρυσό διάδημα με διακόσμηση ΜΕ «στιγμωτού» στύλ, το χρυσό βραχιόλι, όμοιο με το παράδειγμα του ταφικού κύκλου Β, την απουσία των κοκικιδώσεων -χαρακτηριστικό γνώρισμα της Μεσομινωικής χρυσοχοΐας- στα μεγάλα κρεμαστά στελέχη. Παραβλέπει επίσης τις ομοιότητες με τα πρόσφατα ευρήματα της Περιστεριάς που παρουσιάζουν ισχυρή την ΜΕ παράδοση: το τυπικό προφίλ του χρυσού ποτηριού, σχεδόν ίδιου με τον κάνθαρο της Περιοτεριάς, και τις χάντρες του περιδέραιου ατό σχήμα των φοινικοφύλλων που μοιάζουν με της Περιστεριάς και του ταφικού κύκλου Β' των Μυκηνών. Φαίνεται ότι ο θησαυρός της Αίγινας είναι αναμοιογενής και ένα μεγάλο μέρος του συνδέεται άμεσα με την ελλαδική χρυσοχοΐα της μεταβατικής φάσης. Λογικό είναι λοιπόν να σταματήσει πια η συζήτηση για την ξαφνική και αναπάντεχη εμφάνιση της Μυκηναϊκής Χρυσοχοΐας.

R. LAFFINEUR
-ΤΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗΣ ΧΡΥΣΟΧΟΪΑΣ
Τριφυλιακή Εστία Τόμος Ζ΄.




Κάστρο Αρχάγγελου, Πολίχνη Μεσσηνία.


Βρίσκεται μετά την Πολίχνη στον δρόμο προς Κωνσταντίνους πάνω σε λόφο με πανοραμική εποπτεία της πεδιάδας της Άνω Μεσσηνίας. Εκεί βρίσκεται ο ναός των Ταξιαρχών, γύρω από τον οποίο σώζονται ερείπια οχυρού περιβόλου.


Η θέση έχει ταυτιστεί με το κάστρο του Αρχαγγέλου, το οποίο σύμφωνα με τις πηγές συνδέεται με την οικογένεια των φλωρεντινών τραπεζιτών Acciauioli. Λόγω του προϋπάρχοντος βυζαντινού ναού οι λατίνοι έδωσαν στο κάστρο το όνομα του αρχάγγελου Μιχαήλ. 
Το 1418 αναφέρεται ότι καταλήφθηκε από τους Έλληνες. Το τείχος είναι κτισμένο από μικρούς αργούς λίθους με τεμάχια πλίνθων. Στα ανατολικά σώζεται σε μεγάλο ύψος και διακρίνονται δύο οικοδομικές φάσεις. 
Στη νότια είναι πολύ κατεστραμμένο με ένα σχεδόν τετράγωνο πύργο, στον οποίο εφάπτεται διώροφο κτίσμα. Στα δυτικά το τείχος δε σώζεται. 
Ο ναός των Ταξιαρχών χρονολογείται στο 10ο αιώνα και ανήκει στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Ο τρούλος ενισχύεται εσωτερικά με δύο αλληλοτεμνόμενες νευρώσεις, στοιχείο ασυνήθιστο σε βυζαντινούς ναούς του ελληνικού χώρου.
Στη βυζαντινή περίοδο προστέθηκε νάρθηκας, ενώ στα νεότερα χρόνια προστέθηκε και ένας δεύτερος ξυλόστεγος νάρθηκας. Την ίδια εποχή το μνημείο σκεπάστηκε με ενιαία δίριχτη στέγη απ΄ όπου προβάλλει μόνο ο τρούλος. 
Οι τοιχογραφίες ανάγονται στο 18ο αι.




Δεσύλλα: Τα Ρωμαϊκά ψηφιδωτά



Σε τοποθεσία ανάμεσα στα χωριά Δεσύλλα και Φίλια, ανασκαφή που έγινε το 1900, έφερε στο φως δύο περίφημα ψηφιδωτά. Τα ψηφιδωτά ανήκαν σε έπαυλη των Ρωμαϊκών χρόνων, που βρισκόταν κοντά στην ακρόπολη του Ελληνικού, όπου κατά πάσα πιθανότητα τοποθετείτε η αρχαία Ανδανία των Ελληνιστικών- Ρωμαϊκών χρόνων. Τα ψηφιδωτά αυτά σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (Καλαμάτα). 

Η ανασκαφή- Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1900

 Δεκάτη τετάρτη σκαφική εργασία εγένετο εν Ανδανεία, αφορμής δοθείσης εκ μωσαϊκού ανακαλυφθέντος κατά τύχην εκεί, ημίσειαν περίπου ώραν από του χωρίου Δεσύλλα, εν θέσει Τρύφα. Γενομένης ανασκαφής, απεκαλύφθη ολόκληρον το μωσαϊκόν τούτο, αξιόλογον και περισπούδαστον έργον, όπερ και απεικόνισεν η Εταιρεία δια του παρ΄ αυτή εφόρου αρχιτέκτονος Αλεζ. Λυκάκη. Το μωσαϊκόν τούτο αποτελεί το έδαφος δωματίου οικοδομήματος ρωμαϊκών χρόνων και σύγκειται έκ παραστάσεως εν τω μέσω εικονιζούσης κυνηγέσιον (venatio) και έξ αυτοτελών εικόνων κατά τα άκρα, ήτοι εκ μιας γυναικείας προτομής (Ώρας του έτους;) εν εκάστη των γωνιών και μιας άλλης εικόνος εις το μέσον εκάστης πλευράς, εικονιζούσης οπλίτην νεανίαν επιβαίνοντα άρματος συρομένου υπό πανθήρων. Αί τρεις καλώς oπωσούν σωζόμεναι εικόνες αύται, εικόνες εγχωρίων δαιμόνων, ως φαίνεται, πιθανώς των εν Μεσσηνία λατρευομένων Μεγάλων θεών (Καβείρων) φέρουσιν εκάστη και επιγραφήν, οίον Ευνούδης, Ευηνίων, Ιέρωνας.
 Προχωρησάσης δε της ανασκαφής απεκαλύφθη και άλλο εν επομένη αιθούση μωσαϊκόν εκ μεγάλου έξ ωραίων κοσμημάτων περιθωρίου και εκ κατεστραμμένης ατυχώς κεντρικής παραστάσεως συγκείμενον. Ελήφθη δε φροντίς και περί στερεώσεως των μωσαϊκών τούτων και περί επιστεγάσεως αυτών κατασκευασθέντος μεγάλου κτιρίου και περιλαβοντος αυτά. Εδαπανήθησαν διά τας ανασκαφάς ταύτας και διά την οικοδομήν του κτιρίου δρ. 5,229 έν όλω.


Από τον τοπικό τύπο της εποχής

Παραθέτουμε αμέσως παρακάτω ένα χαρακτηριστικό δημοσίευμα της εβδομαδιαίας εφημερίδας "ΤΟ ΑΣΤΥ" στις 05/06/1900:
«Η αρχαία Ανδανία. Πώς ευρέθη το ψηφιδωτόν. (Εκτάκτου ανταποκριτού μας) ΔΙΑΒΟΛΙΤΣΙ 1 Ιουνίου. Το όντως σπουδαιότατον υπό αρχαιολογικήν έποψιν εν Φίλια ψηφιδωτόν ανεκαλύφθη κατ’ αρχάς υπό του ιδιοκτήτου Δημ. Κρομμύδα, όστις πάραυτα ανήγγειλε τούτο προς τον εν Διαβολιτσίω σχολάρχην κ. Παναγ. Οικονομίδην. Την επιούσαν ο κ. σχολάρχης μετά των ελληνοδιδασκάλων μεταβάντες ενήργησαν μικράν ανασκαφήν εξ ης ήλθεν εις φως η κεντρική παράστασις εν η εικονίζεται θησιομαχία εκ διαφόρων θηρίων, λεόντων, πανθήρων κλπ., τινές των προτομών ως και τα υπό πανθήρων συρόμενα άρματα, εφ’ ων επιβαίνουσιν οπλίται με τας επιγραφάς Ευνούδας, Ευηνίων και Ιέρωνος. Εν συνεννοήσει δε μετά του κ. αστυνόμου εφρόντισε περί της διασώσεως του αριστουργήματος τούτου, και συγχρόνως ειδοποίσε διά τηλεγραφήματος το υπουργείον, το οποίον δι’ ετέρου τηλεγραφήματος διέταξεν αυτόν να προβή εις την ολοσχερή ανασκαφήν του μέρους εκείνου δι’ εργατών. Μετά ταύτα αφίκετο και ο Γενικός έφορος των αρχαιοτήτων κ. Καββαδίας όστις μετά του κ. Σχολάρχου μεταβάς εκεί κατεδάφισε τον εν τω μέσω του ψηφιδωτού εκτισμένον ναΐσκον και ανέσκαψεν εντελώς το μέρος εκείνο όπου ανεκαλύφθησαν και αι επίλοιποι προτομαί. Την επομένην ο κ. Καββαδίας συνοδευόμενος υπό του Σχολάρχου Διαβολιτσίου ανεχώρησεν εις Ιθώμην προς επίσκεψην της αρχαίας Μεσσήνης. Το ψηφιδωτόν ευρέθη εις τους πρόποδας της λοφοσειράς ένθα ευρίσκεται το φρούριον της αρχαίας Ανδανίας, το νυν καλούμενον «Ελληνικόν». Παρά το ψηφιδωτόν φαίνονται αι βάσεις τείχους αρχαιοτάτου ένθα πιθανόν, κατά τον κ. Καββαδίαν, είνε το Γυμνάσιον και τα άλλα οικοδομήματα της αρχαιοτάτης μεσσηνιακής πόλεως Ανδανίας. Οι χωρικοί διηγούνται ότι το άροτρον δεν εισχωρεί βαθέως εις την γην διότι συναντά ογκολίθους• εις πολλά δε μέρη είνε και ορατοί οι λίθοι ούτοι. Ήδη καθ’ εκάστην συρρέει εκεί πλήθος ανθρώπων•το δε μέρος τούτο κατέστη αληθές προσκυνητήριον. Πάντες όμως εκφράζουσι την ευχήν ίνα όσω τάχιον ενεργηθώσιν ανασκαφαί και έλθη εις φως η αρχαία Ανδανία ένθα ελατρεύετο ο Απόλλων, η Δήμητρα, η Κόρη και οι Κάββειροι. - Εν τη Ιθώμη ο κ. Καββαδίας μαθών ότι το ηγουμενο συμβούλιον της Μονής Βουλκάνου μεταφέρει την εικόνα της Θεοτόκου, μίαν των υπό του Λουκά ιστορηθεισών δώδεκα, εις την εν Μεσσήνη κατά την 23 Αυγούστου τελουμένην πανήγυριν την νύκτα και ότι η πομπή αναχωρεί εκ Μεσσήνης μετά την δύσιν του ηλίου εξέφρασε την ιδέαν, ως ο Σχολάρχης κ. Οικονομίδης μας είπεν, ότι τούτο είνε απομίμησις της εν τη αρχαία Ανδανία τελέσεως των μυστηρίων, περί ων αναφέρει πλαξ τις σωζομένη εν το χωρίω «Κωνσταντίνοι» του δήμου Ανδανίας εκτισμένη εν τη θύρα του ναού.»


Το γεγονός αυτής της ανακάλυψης είχε ενθουσιάσει το πανελλήνιο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εφημερίδα "ΤΟ ΑΣΤΥ", μια εβδομάδα αργότερα από τη δημοσίευση της είδησης που αναδημοσιεύσαμε, επανέρχεται με νέο της άρθρο εκθειάζοντας τα ευρήματα και τον αρχαιολογικό χώρο της περιοχής:
«Επανήλθεν εξ Ανδανίας ο Γενικός έφορος των Αρχαιοτήτων κ. Καββαδίας παραμείνας αυτόθι επί αρκετάς ημέρας χάριν των γινομένων εκχωματώσεων επί του μέρους ένθα ανευρέθη το μωσαϊκόν ούτινος εκτενή περιγραφή εδώσαμεν εις προηγούμενον φύλλον του «Άστεως». Κατά το διάστημα της αυτόθι διαμονής του κ. Καββαδία απεκαλύφθησαν δύο ακόμη μωσαϊκά εξόχου τέχνης όπως και το πρώτον, κατά τι όμως ολίγον μεγαλείτερα. Τα μωσαϊκά ταύτα είνε δυστυχώς κατεστραμμένα εις το κέντρον ένθα θα έφερον παραστάσεις απαραμίλλου τέχνης και κάλλους, ως καταφαίνεται εκ των θαυμασίων κοσμημάτων τα οποία εν είδει πλαισίου [περιθέουσι] την κεντρικήν παράστασιν. Η τελειότης της τέχνης ήτις παραιτηρείται και εις τα δύο μωσαϊκά, τα οποία ανεκαλύφθησαν τελευταίως, είνε τοιαύτη ώστε νομίζει κανείς ότι ο Παρθενών της Ακροπόλεως εχρησίμευσεν ως μοδέλλον εις τον επεξεργασθέντα ταύτα τεχνίτην. Η αρχιτεκτονική έχει να σπουδάση πολλά και επί των δύο τούτων αριστουργημάτων και να λάβη απεικονίσματα αρχιτεκτονικών συμπλεγμάτων, τα οποία μέχρι τούδε παραμένουν άγνωστα εις την επιστήμην. Ούτω επί του ενός των μωσαϊκών τούτων φέρεται σχεδόν κιγκλιδώματος απαραμίλλου τέχνης και κάλλους το οποίον πολύ απέχει από του να προσομοιάζη με το σήμερον εν χρήσει εις διαφόρους οικίας και περιβόλους. Το ότι η οικοδομή εις την οποίαν ανήκουσι τα μωσαϊκά ταύτα σχετίζεται με τα μυστήρια του Καρνασείου άλσους δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, οποία όμως ήτο η οικοδομή αύτη και προς τι εχρησιμοποιείτο δεν εξηκριβώθη ακόμη. Εις τα μωσαϊκά ταύτα παρατηρείται τούτο το περίεργον, ότι ενώ η εξωτερική επιφάνεια αυτών έχει επεξεργασθή μετά θαυμαστής τέχνης, η κάτωθεν αυτών επιφάνεια του εδάφους εφ’ ης έχει επικολληθή φέρει στερεά κολλητικήν ουσίαν πάχους ημίσεως μόλις δακτύλου. Ήδη με την ελαχίστην προστριβήν τα μωσαϊκά δύνανται να καταστραφώσι και διά τούτο ο κ. Καββαδίας έλαβε την πρόνοιαν ώστε και τα τρία ταύτα ευρήματα να τα περιβάλλη μία οικοδομή. Ταύτης η κατασκευή ήρχισεν ήδη αποπερατούται δε μετ’ ολίγας ημέρας. Η καταστροφή των κεντρικών παραστάσεων των μωσαϊκών οφείλεται εις την θρησκομανίαν του μεσαιώνος, κατά τον οποίον επί τούτω είχεν ανεγερθή ναός και εθεωρείτο αμάρτημα [ασύγνωστον] να υπάρχουν τοιαύται παραστάσεις εις τα κέντρα των καλλιτεχνημάτων. Το μέρος ένθα ευρέθησαν τα μωσαϊκά ευρίσκεται εντός της περιφερείας του χωρίου Φίλια και πλησίον του ποταμού Χάραδρου, όπου έκειτο το Καρνάσσειον άλσος. Εις Ανδανίαν θα επιστρέψη μετ’ ολίγας ημέρας ο κ. Καββαδίας, θα ενεργηθώσι δε συστηματικώτεραι ανασκαφαί, καθ’ όσον ελπίζεται να έλθουν εις φως και άλλα ευρήματα εξόχου τέχνης, όπως και τα μωσαϊκά.»


Βιβλιογραφία- Πηγές
-Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1900
-Ιστότοπος meropitopik



Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Υστεροαρχαϊκή Σίμη από την Τρυπητή Τριφυλίας


Ενδιαφέρον εύρημα από μια τριφυλιακή περιοχή, άγνωστη ακόμη ανασκαφικά, είναι μικρό απότμημα πήλινης σίμης από την Τρυπητή Ολυμπίας (πρώην Μπιτζιμπάρδι). Περισυνελέγη από μαθητές στο λόφο «Κάστρο» και ανήκε στη μικρή συλλογή αρχαίου υλικού του Δημοτικού Σχολείου της Κοινότητας1 (εικ.1, σχ.1-2).
Στο ύψωμα αυτό, που δεσπόζει σ’ όλη την περιοχή και βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Αλφειού και Ερύμανθου, έχουν ήδη εντοπισθεί θεμέλια αρχαίων κτιρίων και τάφοι2.



Η σίμη, χαρακτηριστική του «κορινθιακού» τύπου, εφαίδρυνε με την πολυχρωμία της την ανωδομία κάποιου υστεροαρχαϊκού κτιρίου, ίσως ναού. Εξάλλου, από επιφανειακή ερευνά στην ίδια θέση, προήλθε ένα χάλκινο (αναθηματικό;) ψέλλιο της περιόδου αυτής3. Ακέραιο διατηρείται το πέρας της μιας πλάγιας πλευράς και το μεγαλύτερο μέρος του ύψους της (σωζ. ύψ. 0,15) με τα κυμάτια, ενώ έχει αποκοπεί ένα μέρος από τη βάση της. Εγκάρσια αύλακα διαπερνά κατά μήκος το κυρίως κυμάτιο, πιθανότατα για να συνδέσει με τη βοήθεια ράβδων δύο παρόμοια κομμάτια της σίμης4. Οι φθορές και τα απολεπίσματα στην επιφάνεια αφαιρούν κάτι από την αρχική εντύπωση που προσέδιδε η γραπτή διακόσμηση.
Πάνω στον ωχρορόδινο χονδρόκοκκο πηλό, ο οποίος περιέχει μικρά κοκκινωπά χαλίκια, έχει επιστρωθεί κίτρινο στρώμα καθαρού πηλού, για να απλωθεί στο μέτωπο, χωρίς τη βοήθεια εγχάραξης, το μοτίβο των εναλλασσόμενων ανθεμίων και λωτών, με παχύρευστο πορφυρό και αραιό μελανό βερνίκι5. Από τη φυτική αλυσίδα διατηρείται μόνο ένα ζεύγος στο κυρίως κυμάτιο και τμήμα λωτού στην κατακόρυφη ταινία, ενώ ίχνη πορφυρού και εδαφοχρόων διαχώρων διακρίνονται στο επιστέφον κυμάτιο. Μία παχιά πορφυρή ταινία κοσμούσε την ακμή του τελευταίου προς την πάνω επίπεδη επιφάνεια. Παρατηρείται ότι σε αντίθεση με τον συμπαγή λωτό, τα φύλλα του ανθεμίου, λεπτά στη γένεσή τους και εύκαμπτα, διατάσσονται χωρίς ιδιαίτερη συμμετρία γύρω από τον ρομβόσχημο πυρήνα τους.


Η έλλειψη επιμέλειας στην εκτέλεση του σχεδίου και η ποιότητα του πηλού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ντόπιο έργο, σε σύγκριση μάλιστα με παρόμοιο υλικό από τα μεγάλα κέντρα της Ηλείας, την Ολυμπία και την Ήλιδα.
Γεωγραφικά πλησιέστερο παράδειγμα σίμης «κορινθιακού» τύπου, στην οποία όμως ο γραπτός διάκοσμος έχει αφανιστεί, είναι η σίμη από το χώρο του Ιερού της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στην Κομποθέκρα6. Συγκριτικά με αυτήν η σίμη της Τρυπητής παρουσιάζει πιο εξελιγμένη κατατομή στο περίγραμμα, αφού το κυμάτιό της είναι αβαθές πλέον, ενώ στην προηγούμενη ώοειδές ακόμη. Κατά τον τρόπο αυτόν θα πρέπει να χρονολογηθεί μεταγενέστερα από την ομάδα των σιμών του -520/ -510 του Le Roy, αν και η ομοιότητα με την σίμη S226 των Δελφών είναι αρκετά μεγάλη7.
Ελάχιστα μεταγενέστερη φαίνεται και από τη σίμη του «Θησαυρού των Μεγαρέων», όπου τα κυμάτια είναι ακόμη ανεπτυγμένα, η ποιότητα του πηλού άριστη και, παρά την ομοιότητα, στη μορφή του κοσμήματος, υπάρχουν διαφορές, όπως στα καλλιγραφημένα εκεί 5φυλλα ανθέμια. Οπωσδήποτε όμως δεν θά δικαιωνόταν η υπόθεση μεγάλης χρονικής απόστασης με την αναφερόμενη από την Ολυμπία, επειδή από τις αρχές του -5ου αι. η συνεκτικότητα των επί μέρους στοιχείων του κοσμήματος φαίνεται να διαλύεται, π.χ. στη σίμη S229 των Δελφών, όπου απουσιάζει ο πυρήνας του ανθεμίου και τα φύλλα του προβάλλουν πάνω στις συσπειρωμένες έλικες του βλαστού, η παρατηρείται μια ακαμψία στα φύλλα του ανθεμίου, όπως στη σίμη S28 των Δελφών του -500 8.
Μέ βάση τη μελέτη του προφίλ της σίμης από την Τρυπητή, θα υποστηρίζαμε ότι είναι μεταγενέστερη από τις αρχαϊκές σίμες «κορινθιακού» τύπου από την Ολυμπία. Σε σύγκριση με τρία ανάλογα παραδείγματα από την Ήλιδα9, σύγχρονη της φαίνεται η επαετίδα κτιρίου της Αρχαίας Αγοράς, όπου παρατηρείται αντιστοιχία στην κλίση του τρίτου και τέταρτου ζεύγους των ανθεμίων. Πρωιμότερες προφανώς δύο ακόμη σίμες του τύπου αυτού από την Ήλιδα, θυμίζουν στην κατατομή την αντίστοιχη του «Θησαυρού των Βυζαντίων»10, στη μία μάλιστα επαναλαμβάνεται και ο ιδιαίτερος τύπος του κοσμήματος, σχεδόν με ακρίβεια. Ανάλογη ομοιότητα με το αναφερόμενο παράδειγμα του -520/ -510 παρατηρείται και στη μεγάλη επαετίδα από το αρχαίο λιμάνι της Φειάς11 (σήμ. Αγ. Ανδρέας, δυτικά του Πύργου), της οποίας ο πηλός είναι καθαρότερος σε σχέση με την περιγραφόμενη, αν και περιέχει εκκλείσματα ασβεστίτη και μελανά μικρά χαλίκια.
Στην ίδια πρωιμότερη ομάδα πρέπει να ανήκει και ένα ακόμη παράδειγμα από το Ιερό της Αφροδίτης Ερυκίνης στη γειτονική Γορτυνία (περιοχή Κοντοβάζαινας), με το οποίο συμπληρώνεται η εικόνα της διάδοσης που είχε ο τύπος στην Ηλεία12. Σχετική αντιστοιχία με τον γραπτό διάκοσμο της σίμης της Τρυπητής παρουσιάζει σίμη του τελευταίου τετάρτου του -6ου αι. στο Μουσείο Ναυπλίου, η υστεροαρχαϊκή σίμη του ναού Β2 της Καλυδώνας, με αραιότερα τα φύλλα του ανθεμίου, και μικρή κομψή σίμη του τέλους του -6ου αι. από την Κέρκυρα. Στην περίοδο αυτή και όχι στο πρώτο μισό του αιώνα, όπως εσφαλμένα δημοσιεύεται, θά πρέπει να ανήκει και η σίμη από την Τορώνη, με τούς βλαστούς στήριξης των λωτών δεμένους σε πλοχμό13.
Το εύρημα έρχεται σαν μαρτυρία της ακτινοβολίας που είχε η τέχνη των μεγάλων ηλειακών κέντρων στην απομονωμένη στην ενδοχώρα τριφυλιακή περιοχή, στην οποία τοποθετείται η αρχαία πόλη Στυλάγγιο. Η θέση του υψώματος «Κάστρο», κοντά στη μεγάλη οδική αρτηρία που ακολουθούσε τον ρου του Αλφειού από την Ολυμπία προς την αρκαδική Ηραία, ασφαλώς διευκόλυνε επαφές και επικοινωνία μέ το Ιερό της Αλτεως, στις οποίες θα αποδινόταν η επιρροή στην τέχνη14.
Αμυδρή εικόνα ακμαίας τέχνης προσφέρει το μικρό κομμάτι της πήλινης σίμης από την Τρυπητή, για μια πόλη των Τριφυλίων, οι οποίοι εξαιτίας της επιθυμίας τους για αυτοτέλεια και απογυμνωμένοι από συμμάχους, μετά την γνωστή «Fράτρα» των 100 ετών, δεν απέφυγαν στο πρώτο τέταρτο του -5ου αί. να συγκρουσθούν με τούς Ηλείους, για να τούς προσφέρουν την ικανοποίηση από την καταστροφή των τριφυλιακών πόλεων και λάφυρα, απαραίτητους πόρους για τη χρηματοδότηση των τεράστιων έργων εξωραϊσμού της Άλτεως15.


ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΤΟΜΟΣ XV, ΤΕΥΧΟΣ 2 1982

*Για την άδεια δημοσίευσης ευχαριστώ τον τ. Έφορο Αρχαιοτήτων Ολυμπίας, κ. Ντίνο Τσάκο. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στον Διευθυντή των ανασκαφών του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Ολυμπία, Δρα Α. Mallwitz, για τις χρήσιμες παρατηρήσεις του πάνω στο κείμενο.
1. Η σίμη μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ολυμπίας και καταγράφηκε με αρ. Π 3710.
2. Ν. Γιαλούρης, Ολυμπιακά Χρονικά, 1973, σ. 149 κέ. του ίδιου: ΠΑΕ, 1955, σ.244. Πληροφορίες για την ύπαρξη προϊστορικής κεραμεικής στην περιοχή: Sperling, AJ AW, 1942, σ.81. στη συλλογή δεν περιέχονται όστρακα πρωιμότερα των κλασικών, πράγμα που αναφέρεται και από τον Meyer στην σχετική με την επιφανειακή κεραμεική στο λόφο «Κάστρο» παράγραφο (Neue Peloponnesische Wanderungen, 1957, σ.41).
3. Ν. Γιαλούρης, ΑΔ21, 1966: Χρονικά, πίν.184β. Ανάλογα παραδείγματα από την Ολυμπία χρονολογούνται στο β' μισό του 6ου και α' μισό του -5ου αι. (Hanna Philipp, Olympische Forschungen XIII, 1981, σ.242 - 3).
4. Η υπόθεση αυτή στηρίχθηκε στην ανεύρεση λεπτών σιδηρών ράβδων μαζί με αρχαϊκή σίμη στην Κέρκυρα και φαίνεται αρκετά εύλογη, σε σχέση με την παλαιότερη και ευρύτερα παραδεκτή θεωρία της κατασκευαστικής ανάγκης ύπαρξης αύλακας για την σωστή όπτηση και ξήρανση του πηλού (LeRoy, FdD, II, 1967, σ.107- 8.
S. Weinberg, Terracotta Sculpture at Corinth, Hesperia, 26, 1957, σ.296. I. T. Hill- L. Show King, Corinth, IV, σ.19.
5. Η ίδια τεχνική και στην Κόρινθο, όπου το θέμα έγινε γνωστό από την εισηγμένη Ροδιακή
κεραμεική (ο.π. σ.8). Παράλληλα, το μοτίβο αναπτύσσεται και στην κεραμεική, ώστε πανομοιότυπη με τη σίμη της Τρυπητής φυτική αλυσίδα επανευρίσκουμε σε αμφορέα του Λούβρου και σε υδρία της Villa Giulia (Arias- Hirmer- Shefton, A History of Greek Vase Painting, 1962, πίν.27 και 80). Ανάλογη ομοιότητα και σε έργα μεγάλης πηλοπλαστικής, όπως στο γραπτό κόσμημα της στεφάνης στη « Μαινάδα » η στη διακόσμηση της πήλινης ασπίδας του τέλους του -6ου αι. από την Ολυμπία (J. Schilbach, Die Silen- Mänaden- Gruppe aus Olympia, AM 97, 1982, Abt. πίν.10. E. Kunze, Ol. Ber. VI, 1958, πίν.74.
6. Meyer, ο.π., σ.51, εικ.6.
7. Le Roy, ο.π., πίν.37 και σ.111 σχετικά με την εξέλιξη των σιμών.
8. 'Ο.π., πίν.41.38.
9. Ο. Walter, Jahreshefte, 1913, Beiblatt, σ.149. Γ. Παπαθανασόπουλος, ΑΔ23,1968:Χρονικά, σ.163.
10. Olympia, II, πίν. CXIX, 2. L. Shoe, Profiles of Greek Mouldings, 1936, I, σ. 32. Σχετικά με τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν αν τα κομμάτια της σίμης αυτής ανήκουν στο « Θησαυρό των Βυζαντίων» βλ. Α. Mallwitz, Olympia und seine Bauten, 1972, σ.170.
11. N. Γιαλούρης, AE, 1957, σ.38, εικ.5 και πίν.8α. Le Roy, ο.π., σ.113.
12. X. Καρδαρά, ΠΑΕ, 1969, σ.75. Θυμίζει αρκετά αντίστοιχη από την ακρόπολη των Αλών στη Λοκρίδα ( Η. Goldman, Hesperia, 9, 1940, σ.441, εικ.100 ).
13. G. Hübner, Tiryns VIII, 1975, πίν.66, 2,6.123. Ε. Dyggve, Das Laphrion, 1948, σ.192, εικ. 201. G. Dontas, Neue Forschungen in griechischen Heiligtümer, 1976, σ. 129, εικ. 10. A. Καμπίτογλου, ΠΑΕ, 1978, πίν.73β.
14. Κατά τον Πολύβιο (IV73,3) την οδό αυτή ακολούθησε ο Φίλιππος Ε’ και αφού επισκεύασε τη γέφυρα του Αλφειού, που βρισκόταν κοντά στην Ηραία, εισέβαλε στην Τριφυλία.
15. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Ηροδότου (IV, 148)» τουτέων δε (των πόλεων) τας πλεύνας επ' εμέο Ηλείοι επόρθησαν».




Άνθεια: Ο θολωτός τάφος



Ιδιαίτερα δεσπόζουσα θέση στην κοιλάδα του Παμίσου, ανατολικά των κοινοτήτων Αιπείας-Ανθείας και 11 χλμ. περίπου ΒΔ της Καλαμάτας, κατέχει η λοφοσειρά "Ελληνικά", που εκτείνεται σε μήκος 1 χλμ. περίπου παράλληλα προς τον άξονα του δημόσιου δρόμου Τρίπολης-Καλαμάτας. Παρουσία επιφανειακών ευρημάτων και μνημείων, εντοπισμένων στις αρχές του αιώνα αλλά και αργότερα (Α. Σκιάς, N. Valmin και R. Hope Simpson), κατέδειξε την συνεχή κατοίκηση και σημαντικότητα του χώρου από τα μέσα της -3ης χιλιετίας μέχρι σχεδόν τα νεώτερα χρόνια.

Ομηρική Άνθεια:

 Η Μυκηναϊκή πόλη Άνθεια αναφέρετε στα Ομηρικά έπη σαν μία από τις επτά πολυάνθρωπες πόλεις που προσφέρει ο Αγαμέμνων στον Αχιλλέα. Περιγράφετε ως μια πλούσια πόλη, με μεγάλα βοσκοτόπια και τους κατοίκους να έχουν πολλά πρόβατα και βόδια.
 Η Μυκηναϊκή Άνθεια έχει ταυτιστεί με τον λόφου του Ελληνικού, μερικά χιλιόμετρα βόρεια της Καλαμάτας. Η θέση εποπτεύει τον έφορο κάμπο της Μεσσηνίας και εδώ βρέθηκε εκτεταμένο νεκροταφείο (Πρωτοελλαδικοί τύμβοι, θολωτός τάφος και θαλαμωτοί τάφοι) που είναι μνημειώδης σε μέγεθος και ποιότητα κατασκευής. 
Τα ευρήματα είναι εξίσου εντυπωσιακά και δείχνουν ότι εδώ υπήρξε σημαντικό Προϊστορικό κέντρο.
 Η ζωή στην Άνθεια συνεχίστηκε μέχρι και το -700 περίπου όταν καταλαμβάνετε από τος Σπαρτιάτες μετά το τέλος του Α΄ Μεσσηνιακού πολέμου, οπότε μετονομάζετε σε Θουρία

Ο θολωτός τάφος

 Τον μεγάλο θολωτό τάφο της μυκηναϊκής εποχής, υπέδειξε στους αρχαιολόγος W. McDonald και R. Hope Simpson ο ερασιτέχνης αρχαιόφιλος Ι. Ταβουραλέας. 

Η ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε κατά τα έτη 1984- 1988 από την Ζ΄Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων αποκάλυψε πλήρως τον "ηγεμονικό" τάφο, χτισμένο με εξαιρετικά επιμελημένο τρόπο.
 Ο μεγάλων διαστάσεων θάλαμος διαμέτρου 10.50μ. σώζεται σε μέγιστο ύψος 10.25μ. Μολονότι ο τάφος είχε συληθεί ήδη από την αρχαιότητα τα ευρήματα της ανασκαφής ήταν εξαιρετικά πλούσια: Χρυσά κοσμήματα και χρυσοί σφραγιδόλιθοι, αγγεία με πλούσια διακόσμηση, περίτεχνα μικροαντικείμενα από ελεφαντοστούν και άλλες πολύτιμες ύλες. 
Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΕ (υστεροελλαδική) Ι-ΙΙ περίοδο.
 Ο τάφος χρησιμοποιήθηκε ξανά κατά τους Γεωμετρικούς (-900/ -700) και τους Ελληνιστικούς χρόνους (-321/ -31) για την τέλεση ταφικών τελετών που συνδέονται με την προγονική λατρεία και την ηρωολατρεία. Τα σημαντικότερα από τα ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας (Καλαμάτα).



ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΘΟΛΩΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
Χρυσό δαχτυλίδι, με ανάγλυφη παράσταση άρματος, που σύρεται από γρύπες. Πάνω του στέκονται δύο ανθώπινες μορφές, οι οποίες κρατούν τα ηνία. Ανάμεσα στα πόδια των γρυπών και πάνω από τα φτερά τους απεικονίζονται δύο φοινικόδεντρα. Μπροστά από τους γρύπες υπάρχει άλλο δέντρο που έχει έξι μεγάλα φύλλα με οδοντωτό περίγραμμα, θέμα εμπνευσμένο από τη μινωική Κρήτη, Άνθεια : Θολωτός τάφος, -16ος/ -15ος αι. 
Χρυσός σφραγιστικός δακτύλιος, με φυσιοκρατική σκηνή, θέμα εμπνευσμένο από τη μινωική Κρήτη , -16ος/ -15ος αι.. Άνθεια: Θολωτός τάφος.
Χρυσό περιδέραιο, αποτελούμενο από είκοσι μία χρυσές ψήφους, που ανήκουν στον τύπο φύλλο κισσού με πρόσθετα τρίγωνα Άνθεια, -14ος αι.
Χρυσή ωτογλυφίδα με κοκκιδωτή διακόσμηση. Εξαιρετικό δείγμα μυκηναϊκής μικροτεχνίας. -16ος/ -15ος αι. Άνθεια: Θολωτός τάφος 
Πιθαμφορείς: Δεξιά με σχηματοποιημένη φυτική διακόσμηση και αριστερά με διακόσμηση από οχτώσχημες ασπίδες. Άνθεια, θολωτός τάφος. -16ος αι.
Ελεφαντοστέινα ομοιώματα οκτώσχημων ασπίδων. Διακοσμητικά στοιχεία προσαρμοσμένα σε έπιπλα ή άλλα αντικείμενα. Άνθεια, θολωτός τάφος. -16ος/ -15ος αι. 
Αριστερά χάλκινο σκεύος με διακόσμηση σπειρών και δεξιά χάλκινος καθρέπτης με λαβή από ελεφαντοστό και διακόσμηση από κοχύλια. Άνθεια, θολωτός τάφος, -16ος/ -15ος αι.
Σφραγιδόλιθοι: Αριστερά: Λέοντας επιτίθεται σε ελάφι. Στο κάτω μέρος απεικονίζεται διπλός πέλεκυς. Δεξιά: Παράσταση λέοντος. Άνθεια, Θολωτός τάφος Χρονολόγηση: -1600/ -1500 
Περίτεχνη πυξίδα από ελεφαντοστό με λαβή στο σχήμα χήνας. Θολωτός τάφος, -16ος/ -15ος αι.
Διάφορα αγγεία του θολωτού τάφου, -16ος αι. Μουσείο Καλαμάτας

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΙΚΑ ΠΛΑΚΙΔΙΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ  ΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑΣ
Διάφορα αναθεματικά πλακίδια που αναπαριστούν νεκρόδειπνα, οπλίτες και έφιππους άνδρες από τον θολωτό τάφο. Χρονολογούνται στον -4ο αιώνα. Ανασκαφικά δεδομένα σε διάφορες θέσεις της ευρύτερης μεσσηνιακής γης έχουν τεκμηριώσει σε επόμενες ιστορικές περιόδους την επανάχρηση παλαιότερων μυκηναϊκών τάφων. Η μελέτη των κεραμεικών κτερισμάτων σε θαλαμοειδείς τάφους στα Βολιμίδια πιστοποιεί την πρακτική νέων ταφών κατά τους πρωτογεωμετρικούς και γεωμετρικούς χρόνους σε παλιότερα υστεροελλαδικά ταφικά μνημεία και σχετίζεται με ιεροτελεστίες προς τιμήν των νεκρών προγόνων. Η εκτεταμένη χρήση της μυκηναϊκής νεκρόπολης των Βολιμιδίων κατά τους ιστορικούς χρόνους, αλλά και ανασκαφικά ευρήματα σε θολωτούς τάφους όμορων περιοχών, όπως π.χ. στον τάφο του Θρασυμήδους (Βοϊδολοιλιά) ενισχύουν την άποψη ότι ίσχυαν έθιμα που σχετίζονταν με την προγονολατρεία ή την ηρωολατρεία, ιδιαίτερα μετά από την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από το σπαρτιατικό ζυγό.


ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΠΟΥ ΣΧΕΤΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΗΡΩΟΛΑΤΡΕΙΑΣ
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Αγγείο ίσως τελετουργικού σκοπού, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κρατήρας, -8ος αι.
Γεωμετρικός Σκύφος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κάνθαρος, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κρατήρας, -8ος αι.
Γεωμετρικός Κρατήρας με παραστάσεις πτηνών, -8ος αι.






Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Νιχώρια: Ένας οικισμός των Σκοτεινών χρόνων


 Ο Πανάρχαιος οικισμός των Νιχωρίων είναι από τους πιό σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Μεσσηνίας. Κατοικήθηκε από τα τέλη της Νεολιθικής εποχής, -3500, μέχρι και τους Αρχαϊκούς, -750, αλλά και αργότερα από την Ελληνιστική εποχή, -4ος αιώνας, μέχρι και την Βυζαντινή, +13ος αιώνας.
Απέδωσε πλουσιότατα και σημαντικά ευρήματα, ενώ η κατοίκησή του στους Σκοτεινούς αιώνες, -1200 έως -800, που ακολούθησαν την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμου, μας πρόσφερε πολύτιμες πληροφορίες γιά την περίοδο αυτή.




Τα Νιχώρια

Σε λοφοσειρά μήκους 500μ. με κατεύθυνση από ΒΔ-ΝΑ και σε απόσταση 2 χλμ. από τη ΒΔ γωνία του Μεσσηνιακού κόλπου, αναπτύχθηκε στη θέση Νιχώρια το μεγαλύτερο και σημαντικότερο οικιστικό κέντρο της περιοχής με συνεχή διάρκεια ζωής από το -3500 έως το -750 περίπου, που δραστηριοποιείται ξανά από τον +4ο έως τις αρχές του +13ου αιώνα.
Η ανασκαφή του οικισμού των Νιχωρίων έγινε από το Πανεπιστήμιο της Minnesota (1969-1973) με υποδειγματικό τρόπο και με τη συνεργασία πολλών ειδικευμένων επιστημόνων. Αρκετοί τάφοι ερευνήθηκαν από το ίδιο Πανεπιστήμιο και από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ολυμπίας.
 Η μεγάλη ακμή του οικισμού σημειώνεται στα μυκηναϊκά χρόνια -1600 έως-1050.
Τα σπίτια είναι κυρίως ορθογώνια σε κάτοψη με τρία ή τέσσερα δωμάτια, αλλά και αψιδωτά.
Τα ταφικά μνημεία των αλληλοδιάδοχων οικισμών στο λόφο των Νιχωρίων ερευνήθηκαν στις θέσεις Ριζόμυλος (ΒΑ), Τουρκοκίβουρα, Ακόνες και Λακκούλες (Δ) και στο Βαθύρεμα (Ν).
 Υπάρχει ποικιλία τάφων (θολωτοί, θαλαμωτοί, κιβωτιόσχημοι κτιστοί με αψιδωτή τη μία πλευρά, ταφικοί πίθοι). Ορισμένοι κατασκευάζονται ήδη από το -1600 περίπου, τέλη Μεσοελλαδικής - αρχές Υστεροελλαδικής περιόδου, αλλά και στις επόμενες φάσεις της Μυκηναϊκής εποχής με χρήση κυρίως ως τα τέλη του -12ου αιώνα.
Ο μεγαλύτερος και πλουσιότερος σε ευρήματα θολωτός τάφος ιδρύθηκε λίγο μετά το -1400 (υπολογιζόμενο ύψος θόλου 5,60μ., διάμετρος θαλάμου 6,60μ. μήκος δρόμου 8,90μ.) και απέδοσε πλούσια και αξιόλογα ευρήματα. Πλάι στο θολωτό τάφο βρίσκεται ο μικρός ταφικός κύκλος, που κατασκευάστηκε την περίοδο -1600 έως -1400 και περιείχε ομαδικές, φτωχά κτερισμένες ταφές κυρίως γυναικών και παιδιών.
 Ο Οικισμός των Νιχωρίων αποτέλεσε σημαντικό τοπικό κέντρο κατά τη Μυκηναϊκή εποχή -1700 έως -1200, έχοντας στενή επαφή με το Ανάκτορο του Νέστορος και καταστράφηκε την ίδια εποχή με αυτό -1200.




Νιχώρια: Ένας οικισμός των Σκοτεινών χρόνων


 Μετά την πτώση του Μυκηναϊκού κόσμο, περίπου -1150, και την καταστροφή των Νιχωρίων, ίσως μιά γενιά αργότερα, οι άνθρωποι επέστρεψαν και ο οικισμός ξανακατοικήθηκε. Από τον -11ο έως και τον -8ο αιώνα περίπου, χρησιμοποιούνται ακόμη ορισμένοι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι, και γίνονται ταφές σε πίθους και αψιδωτούς κτιστούς τάφους. Η μελέτη των ταφών, της κεραμικής αλλά και της αρχιτεκτονικής του οικισμού αυτής της περιόδου, βοήθησε να φωτιστεί η περιβόητη αυτή περίοδος που έχει μείνει γνωστή ως οι "σκοτεινοί αιώνες"
 Οποιεσδήποτε και αν ήταν οι αιτίες της κατάρρευσης των υψηλά καλά οργανωμένων και αυστηρά ομογενοποιημένων μυκηναϊκών βασιλείων, η αποσύνθεσή τους προκάλεσε στους επόμενους αιώνες ανασφάλεια και σοκ. Η κοινωνία η οποία δημιουργήθηκε μετά την πτώση των ανακτόρων ήταν απλούστερη και περισσότερο διαχωρισμένη. Από τα ευρήματα γίνεται φανερό ότι στην ανατολική Ελλάδα οι επιζώντες προσπάθησαν να διατηρήσουν τα μυκηναϊκά έθιμα για μερικές ακόμη γενιές. Σε άλλες περιοχές, οι εναπομείναντες απομονώθηκαν τελείως αλλά  εξακολουθούσαν να ακολουθούν τα έθιμα των προγόνων τους. Πάντως το χαρακτηριστικό ήταν ότι σε όλους τους νέους οικισμούς η τεχνολογία οπισθοδρόμησε το ίδιο με την αρχιτεκτονική και γενικά παρατηρήθηκε μια υποχώρηση στο σύνολο του τρόπου ζωής.

Νιχώρια: Κτήρια των Μυκηναϊκών και Σκοτεινών χρόνων, από τις ανασκαφές το Πανεπιστήμιο της Minnesota.

 Στη Μεσσηνία ειδικότερα, τα σημάδια ήταν περισσότερο εμφανή από άλλες περιοχές επειδή εκεί ο μυκηναϊκός πολιτισμός είχε φτάσει σε μεγάλη ανάπτυξη. Επειδή όλα τα τεκμήρια τα οποία υπάρχουν από τους σκοτεινούς αιώνες προέρχονται από τάφους είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να μπορούμε να μιλάμε για ακριβή χρονολογικό καθορισμό των ευρημάτων. Στην περίπτωση όμως των Νιχωρίων υπάρχει πλήθος τεκμηρίων από τη σκοτεινή εποχή έτσι ώστε να μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα  για τον οικισμό αλλά και για τη Μεσσηνία γενικότερα1.
 Τα Νιχώρια, η δεύτερη σημαντικότερη πόλη στο βασίλειο της Πύλου  ονομάζονταν TI-MI-TO-A-KE-E2 από τους γραφείς της Γραμμικής Β΄. Η πόλη ήταν χτισμένη σε στρατηγικό σημείο της διασταύρωσης δρόμων  που οδηγούσαν και οδηγούν, από τη μεσσηνιακή πεδιάδα στην δυτική ακτή και από την τη κεντρική Μεσσηνία στη χερσόνησο της Πυλίας. Δεν ήταν εξάλλου τυχαίο ότι οι ταφές κατά της σκοτεινή εποχή πραγματοποιούνταν μόλις δίπλα από την κύρια διασταύρωση. Οι κάτοικοι προτίμησαν να χτίσουν τον οικισμό στην πλαγιά και όχι στην παραλία λόγω της μεγαλύτερης ασφάλειας που πρόσφερε και οπωσδήποτε για την αποφυγή των κουνουπιών και των ασθενειών που επακολουθούσαν. Σίγουρα ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του οικισμού ήταν η μεγάλη και εύφορη γη του η οποία ποτίζονταν από δύο ποτάμια, της Καριάς και της Βελίκας. Η θέση του οικισμού, του επέτρεπε να έχει επαφή και επιδράσεις από το Αιγαίο αλλά και από τη δυτική Ελλάδα. Κατά την σκοτεινή εποχή από την κεραμική συμπεραίνεται ότι τη μεγαλύτερη επίδραση τη δέχονταν από τη γειτονική Λακωνία.                                 
 Αν και υπάρχει διάσταση απόψεων για το αν η πόλη καταστράφηκε από τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι πυρπόλησαν και το παλάτι του Εγκλιανού (παλάτι του Νέστορα), γεγονός είναι ότι ο μυκηναϊκός οικισμός  εγκαταλείφτηκε μετά από την κατάρρευση του ανακτόρου. Λογικό όμως φαντάζει ότι ο μυκηναϊκός πληθυσμός της πόλης μόνο βίαια μπορεί να εγκατέλειψε ένα τόσο παραγωγικό και ελκυστικό περιβάλλον. Ως αιτίες της εγκατάλειψης λογίζονται: η εξολόθρεψη  των κατοίκων, η μεταφορά τους ως σκλάβων ή η αποδεκάτισή τους από λοιμό ή πανούκλα. Αυτοί μόνο μπορούν να περιγραφούν ως κύριοι λόγοι εγκατάλειψης, γιατί είναι δύσκολο να φανταστούμε άλλες αιτίες που να ώθησαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τον πλούσιο τόπο τους. 
 Λογικό πάντως φαντάζει ότι κάποιοι επέζησαν και εξακολούθησαν να διαβιώνουν στο οικείο περιβάλλον, αν και σε συνθήκες πιθανότατου κινδύνου από θάλασσα  ή ξηρά, ή της πιθανής φυσικής καταστροφής, μιας παρατεταμένης ξηρασίας για παράδειγμα. Όλα αυτά σίγουρα τους οδήγησαν να επιστρέψουν σε ένα απλούστερο τρόπο ζωής από τον προηγούμενο. Πιθανότατα μετά την κατάρρευση οι επιζήσαντες να απομακρύνθηκαν στα βουνά και να επέστρεψαν μετά από μια γενιά όταν ο κίνδυνος θα είχε εξαλειφτεί. Ίσως να έμοιαζαν με τους νεώτερους κτηνοτρόφους οι οποίοι επέστρεφαν στα χειμαδιά μόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
 Σε ένα τέτοιο απλοϊκό τρόπο ζωής οι ειδικευμένοι τεχνίτες και οι γραφείς των παλατιών πιθανότατα έμειναν αργοί. Μεταλλικά εργαλεία και αντικείμενα  αντικαταστάθηκαν από ξύλινα, πέτρινα και δερμάτινα. Επίσης, προσωρινές καλύβες  αντικατέστησαν τις μονιμότερες κατοικίες με αποτέλεσμα τα υλικά για τους αρχαιολόγους να είναι ελάχιστα. Σταδιακά η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή αλλά και στη Μεσσηνία γενικότερα αυξήθηκε μετά την πάροδο τουλάχιστον 100 και πλέον χρόνων από την πτώση του ανακτόρου.
 Ότι και να υποθέσουμε γεγονός πάντως είναι ότι ο οικισμός ξαναδημιουργήθηκε κατά τη σκοτεινή περίοδο με νέα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Όσο αφορά τις οικίες, οι περισσότεροι κάτοικοι κατοικούσαν σε αψιδωτά σπίτια τα οποία αποτελούνταν από ένα δωμάτιο. Οι βάσεις των σπιτιών ήταν από πέτρα, οι τοίχοι τους από πλίθες ή από καλαμωτές επιστρωμένες με λάσπη και οι στέγες τους από πισσαρισμένο άχυρο. Στο κέντρο του οικισμού υπήρχε το σπίτι του «αρχηγού» το οποίο πρέπει να ήταν το  κέντρο της πολιτικής, θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής της κοινότητας3.

Νιχώρια: Αριστερά: Η ταφή του Πολεμιστή, -8ος αι. Δεξιά: Πήλινη τριφυλλόστομη οινοχόη, Νεκρόπολη -10ος αι.
 Αν και οι αριθμοί είναι πολύ σχετικοί, ο αριθμός 40 οικογενειών φαντάζει ενδεικτικός για το πλήθος των κατοίκων κατά τη μέση σκοτεινή περίοδο(-10ος, -9ος αιώνας) και γύρω στο 1/3 για την αρχή και το τέλος της. Τα Νιχώρια κατά τη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων ήταν ένας από τους μικρούς οικισμούς της μεσσηνιακής γης και φυσιολογικά κατά τη διάρκεια του Α΄ Μεσσηνιακού πολέμου οι κάτοικοι του οικισμού και γενικά της ανατολικής Μεσσηνίας πρέπει να ήταν λιγότεροι λόγω του επικινδύνου της περιοχής.
 Κατά τους σκοτεινούς χρόνους έχουν αναγνωριστεί ότι υπήρχαν οι εξής  ομάδες  τεχνιτών στον οικισμό: οικοδόμοι, μεταλλουργοί, αγγειοπλάστες και υφάντρες. Επίσης, εκτός από αυτούς τους κύριους πρέπει να υπήρχαν τεχνίτες λίθου και άλλοι ειδικευμένοι στη δερματουργική. Από τους παραπάνω τεχνίτες γίνεται φανερό ότι το κάθε νοικοκυριό επιδίωκε την αυτάρκεια, αν εξαιρέσουμε τους μεταλλουργούς και τους αγγειοπλάστες. Τα προϊόντα των παραπάνω δύο ειδικοτήτων θα πρέπει να αποτελούσαν τα μοναδικά είδη ανταλλαγής της τοπικής κοινωνίας. Επαφές με άλλες κοινότητες σίγουρα υπήρχαν τουλάχιστον για την πρώτη ύλη της μεταλλουργίας. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι τοπικοί σιδεράδες ξαναέλιωναν τον εισαγόμενο χαλκό τον οποίο είχαν παραλάβει σε πλάκες. Όσο αφορά τον σίδερο το υλικό λιώνονταν σε καλούπια. Ο σίδηρος πιθανότατα λαμβάνονταν από τη γειτονική Μάνη και το καύσιμο υλικό για το λιώσιμό του προέρχονταν από τη βελανιδιά, η οποία αφθονούσε στην περιοχή4.
 Όσο αφορά τη διάκριση των καθηκόντων ανδρών και γυναικών, οι γυναίκες πρέπει να ξόδευαν τον περισσότερο χρόνο τους στον οικισμό εκτός και είχαν να εκτελέσουν το πανάρχαιο γυναικείο καθήκον τους, τη μεταφορά νερού από τις πηγές στο νοικοκυριό τους. Η προετοιμασία του φαγητού ή άλλα γυναικεία καθήκοντα  πρέπει να γίνονταν μέσα ή γύρω από τις οικίες. Οι άντρες θα απουσίαζαν την περισσότερη ώρα από το σπίτι απασχολημένοι με τη βοσκή των κοπαδιών ή την καλλιέργεια των δημητριακών. Το κυνήγι επίσης θα τους έπαιρνε αρκετό από τον ελεύθερο χρόνο τους. Οι εποχιακές κατοικίες κοντά σε κυνηγότοπους ή σε μέρη κατάλληλα εποχιακά για τη βοσκή των ζωών δεν θα ήταν κάτι ξένο για τους Νιχωρήτες. Τα ζώα θα βοσκούσαν και θα έμεναν στην πεδιάδα εκτός από τις ημέρες κινδύνου. Η σφαγή τους θα γίνονταν κοντά στα μαντριά τους, το ίδιο η παραγωγή τυριού και των υπόλοιπων γαλακτοκομικών προϊόντων.
 Από το αρχαιολογικό υλικό συνάγεται ότι κατά την πρώτη σκοτεινή περίοδο οι κάτοικοι ήταν εξοικειωμένοι με την προηγούμενη κεραμική και ειδικά με τον τρόπο ταφής των νεκρών. Όμως σταδιακά υιοθέτησαν νέα ταφικά έθιμα, όπως τους  κυβοειδείς τάφους5. Μια άλλη καίρια διαφορά με τους μυκηναίους προκατόχους τους  ήταν οι διατροφικές συνήθειες. Ενώ οι Μυκηναίοι Μεσσήνιοι είχαν μια πιο ισορροπημένη διατροφή η οποία αποτελούνταν από  συνδυασμό αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, οι Νιχωρήτες  των σκοτεινών χρόνων κατανάλωσαν επί το πλείστον κτηνοτροφικά προϊόντα, κυρίως βοοειδή, αφού κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν πληθώρα σχαρών για ψήσιμο κρέατος6.
 Οι διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων αντικατοπτρίζονται στα κεραμικά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούν για την κατανάλωση του φαγητού τους. Έτσι ενώ κατά τη μυκηναϊκή περίοδο επικρατούσαν τα βαθιά και ανοιχτά αγγεία τα οποία ήταν κατάλληλα για την κατανάλωση δημητριακών, στους αμέσως σκοτεινούς αιώνες κυριαρχούν τα μικρότερα.  
Ακόμη, από τα απομεινάρια των οστών ζώων μπορούν επιπλέον να εξαχθούν συμπεράσματα. Κατά την σκοτεινή εποχή υπάρχουν λιγότερα οστά προβάτων, χοίρων και αιγών. Από την άλλη μεριά παρουσιάζονται περισσότερα οστά σκύλων τα οποία πιθανότατα συνδέονται με την εκτροφή βοοειδών και με το κυνήγι. Επίσης η κατανάλωση κρέατος κόκκινου ελαφιού την περίοδο των σκοτεινών χρόνων έχει μεγιστοποιηθεί κάτι που υποδεικνύει το εντονότερο κυνήγι τους, μέχρι την τελική εξαφάνισή τους κατά το τέλος της σκοτεινής εποχής.

Νιχώρια: Αριστερά: Πώμα πυξίδας, μικρό αγγείο με κάλυμμα για τον καλλωπισμό των γυναικών ή τη φύλαξη των κοσμημάτων τους, με λαβή σε σχήμα ίππων. Νεκρόπολη -8ος αι. Δεξιά: Δίωτο πινάκιο. Νεκρόπολη -8ος αι.
 Η συμπλήρωση της διατροφή των Νιχωρήτων περιελάμβανε ακόμη την κατανάλωση, χελώνων, λαγών και θαλασσινών. Σίγουρα πάντως έτρωγαν λιγότερα θαλασσινά από τους Αθηναίους ομολόγους τους. Το μενού των Νιχωρητών συμπληρώνονταν από μια αρκετά μεγάλη ποικιλία από φυτικά προϊόντα, όπως σιτάρι και κριθάρι, σταφύλια, ελιές, λάδι, σύκα και φακές. Μαζί με τα παραπάνω βελανίδια και αγριοκέρασα συμπλήρωναν τον κατάλογο.
Σχετικά τώρα με τη χρήση των δέντρων της περιοχής από τους κατοίκους, οι Νιχωρήτες χρησιμοποιούσαν τη βελανιδιά με ποσοστό 45%, ακολουθούσε η ελιά με ποσοστό 30% και ακολουθούσε το σφεντάμι με 6%. Ακολουθούσαν οι συκιές, τα αμπέλια και ο πεύκος. Η μεγάλη κατανάλωση της βελανιδιάς ως υλικού για τις φωτιές είναι απόδειξη ότι η Μεσσηνία κατά τα προϊστορικά χρόνια καλύπτονταν από δάση βελανιδιάς, μερικά από τα οποία υπήρχαν μέχρι και τον 19ο αιώνα7. Σίγουρα η μεγάλη κατανάλωση κρέατος του κόκκινου ελαφιού πρέπει να συνδέεται με αύξηση των δασών μετά από την εντατική γεωργική καλλιέργεια των μυκηναϊκών χρόνων. 
 Επίσης, η κατανάλωση του ξύλου τις ελιάς για τη χρήση του σε φωτιές είναι ενδεικτικό της χρήσης της ελιάς και των προϊόντων της κατά τους σκοτεινούς χρόνους. Ως γνωστών η ελιά χρειάζεται λιγότερο προσωπικό για την καλλιέργειά της και επιπλέον αναπτύσσεται εύκολα σε λιγότερο εύφορα εδάφη τα οποία δεν είναι κατάλληλα για τη βόσκηση των βοοειδών. Πιθανότατα, όπως μας δείχνουν οι αναλύσεις γύρης από τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας τα ελαιόδεντρα να είχαν φυτευτεί κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχή και απλά οι αγρότες των σκοτεινών χρόνων να τα χρησιμοποίησαν κατάλληλα. Πάντως από τις αναλύσεις γύρης συμπεραίνεται ότι στην περιοχή του ανακτόρου του Εγκλιανού τα ελαιόδεντρα κυριαρχούσαν κατά τους σκοτεινούς χρόνους8. 
 Η κατοίκηση στον οικισμό Νιχώρια των σκοτεινών χρόνων τερματίστηκε στα μέσα του -8ου αιώνα. Η εποχή αυτή ταυτίζεται με τον 1ο Μεσσηνιακό πόλεμο και πιθανότατα σχετίζεται με το καμένο σπίτι στο κέντρο του οικισμού. Σίγουρα ο πληθυσμός των Νιχωρίων  στο τέλος των σκοτεινών χρόνων ήταν μικρότερος σε αριθμό και περισσότερο απομονωμένος από την αρχή της περιόδου. Κατά την ύστερη γεωμετρική περίοδο ο οικισμός είχε αλλάξει τοποθεσία και πιθανότατα δεν ήταν πολύ μακριά από των οικισμό των σκοτεινών χρόνων. Η ανακάλυψη της ταφής μέσα σε πίθο με το νεκρό τοποθετημένο έτσι ώστε να κοιτάζει νοτιοανατολικά προς τον Ταΰγετο, μπορεί να προτείνει την υπόθεση, ότι ο τοπικός ήρωας  κοιτούσε κατά την κατεύθυνση των μισητών εχθρών και καλούσε τους υπόλοιπους να μην ξεχάσουν το χρέος που είχαν απέναντι στους νεκρούς τους9.

Βιβλιογρφία- Πηγές
George Mitropoulos M.A., Ph.D Candidate, Modern Greek, Sydney University
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  Ελληνικά Θέματα, τεύχος 23ο, Melbourne Σεπτέμβρης 2010
Ιστότοπος: Δήμος Πύλου Νέστορος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στις επόμενες γραμμές καταγράφονται οι χρονολογικές περίοδοι σε σχέση με τα αρχαιολογικά τεκμήρια τα οποία έχουν βρεθεί  όχι μόνο στα Νιχώρια αλλά και σε άλλες μεσσηνιακές  θέσεις και  οι οποίες μας δίνουν αρχαιολογικά τεκμήρια στο νομό όσο αφορά τη σκοτεινή εποχή.
Σκοτεινοί αιώνες Ι (-1075/ -975): Ραμοβούνι, Δώριο, Μάλθη,Τραγάνα. Νιχώρια.
Σκοτεινοί αιώνες ΙΙ (-975/ -850): Άνθεια, Καφιριό, Καρδαμύλη, Τραγάνα Νιχώρια.
Σκοτεινοί αιώνες ΙΙΙ (-850/ -800): Δεν υπάρχει υλικό.
Σκοτεινοί αιώνες ΙΙΙΙ (-800/ -750): Εγκλιανός, Νιχώρια.
Ύστερη Γεωμετρική εποχή (-750/ -700): Βολιμίδια Νιχώρια.
McDonald W.A. & Coulson W & Rosser. J. Excavations at Nichoria. Dark Age and Byzantine occupation Volume III. The University of Minnesota Press, Minneapolis 1983 pp 319.
2. J. Bintliff (Edit). Mycenaean Geography. Cambridge 1977, map 7.
3. McDonald W.A. & Coulson W & Rosser. J. Excavations at Nichoria. Dark Age and Byzantine occupation Volume III. The University of Minnesota Press, Minneapolis 1983 pp 328. 
4. Τhe Minnesota Messenia Expedition. The University o Minnesota Press Minneapolis 1972, pp 188.
5. V.R. Desborough. The Greek Dark Ages. London Ernest Benn Limited 1972 pp 255.
6. McDonald W.A. & Coulson W & Rosser. J. Excavations at Nichoria. Dark Age and Byzantine occupation Volume III. The University of Minnesota Press, Minneapolis 1983 pp 324.
7. Τhe Minnesota Messenia Expedition. The University o Minnesota Press Minneapolis 1972 pp2467
8. Η περιοχή της δυτικής Μεσσηνίας πριν την  Μυκηναϊκή εποχή καλύπτονταν από πευκοδάση. Τα πεύκα αποψιλώθηκαν κατά την μυκηναϊκή περίοδο για την αύξηση της καλλιεργήσιμης γης αλλά και για την ξυλεία τους. Μια ιδέα μπορεί να αποκτήσει ο αναγνώστης για το πώς ήταν η δυτική μεσσηνιακή ακτή αν επισκεφτεί την σημερινή περιοχή του Καϊάφα Ηλίας στην οποία υπάρχουν ακόμα πευκοδάση.
9. G.L. Huxley. Early Sparta. Irish University Press 1970, pp 31-36.



Καρποφόρα: Οι ανασκαφές των νεκροταφείων


Θέση Βαθύρεμα (Λακούλες)- Πρωτογεωμετρικό νεκροταφείο

Βορειοανατολικώς του χωρίου Καρποφόρα εις το μέγα γεωμετρικόν νεκροταφείον, επισημανθέν ήδη κατά το παρελθόν έτος, ηρευνήθησαν (το 1960) εξ κιβωτιόσχημοι τάφοι έκτισμένοι διά «ξερολιθιάς», και απολήγοντες κατά την ετέραν των στενών πλευρών είς αψίδα. Έξ αυτών προέρχεται ικανός αριθμός πρωτογεωμετρικών αγγείων (οινοχόαι, αμφορείς κ.ά.), τα πλείστα αρίστης διατηρήσεως και χαλκαι περόναι. Παρά τους τάφους τούτους ευρέθησαν έτεροι είς πίθους, περιέχοντες ομοίως πρωτογεωμετρικά αγγεία. Παρά το αυτό χωρίον και εντός της παρακειμένης δυτικώς αυτού χαράδρας (Βαθύρεμα), κάτωθεν του κατά το κατά το παρελθόν έτος επισημανθέντος, είς θέσιν Νιχώρια, προϊστορικού συνοικισμού, ανεσκάφη θαλαμοειδής τάφος. Μετά την απομάκρυνσιν της «ξερολιθιάς» της εισόδου διεπιστώθη ότι ο τάφος ήτο κατεχωσμένος εκ της υποχωρησάσης οροφής αυτού. Ούτος ηρευνήθη κατά το ήμισυ μόνον, και εκλείσθη εκ νέου, διά να συμπληρωθή η έρευνά του κατά το προσεχές έτος.
Τα μέχρι της στιγμής συγκεντρωθέντα ευρήματα είναι ακέραια αγγεία και όστρακα χρονολογούμενα από της γεωμετρικής μέχρι και της κλασσικής εποχής άνευ διακοπής, μερικά είναι αρίστης ποιότητος. Φαίνεται ότι εις τον τάφον αυτόν έχομεν λατρείαν αφηρωισμένου νεκρού.



Το 1961 συνεπληρώθη η κατά το παρελθόν έτος αρξαμένη ανασκαφική έρευνα του παρά το χωρίον Καρποφόρα Πυλίας και εις θέσιν Βαθύρεμα θαλαμοειδούς λαξευτού τάφου (βλ. Δελτίον 16 (1960) Χρονικά 108 ) με τα εξής αποτελέσματα: Ο τάφος έχει σχήμα ακανονίστου παραλληλογράμμου, -(μέγιστον μήκος θαλάμου 6μ., πλάτος κατά το μέσον 3,70μ., ύψος κατά το κέντρον 2,60μ., άνοιγμα εισόδου 1,34μ.)- έχοντος απεστρογγυλωμένας τας γωνίας και στενουμένου προς την είσοδον (Σχεδ.3, εικ. δεξιά). Η κατεύθυνσις του είναι προς Ανατολάς με ελαφράν απόκλισιν προς Βορράν. Εκ της εφετεινής συμπληρωματικής ερεύνης προέκυψαν και πάλιν πλήθος αγγείων και οστράκων από της γεωμετρικής μέχρι και της κλασσικής εποχής, καθώς επίσης και χαλκαί γεωμετρικαί περόναι και εις διπλούς πέλεκυς.
Άξιον σημειώσεως είναι ότι πλείστα των ως άνω αντικειμένων ευρέθησαν εντός σωρών τέφρας, οίτινες διεπιστώθησαν εις τέσσαρα σημεία εντός των κατωτέρων στρώσεων των αλλεπάλληλων ταφών. 

Επί του δαπέδου του τάφου ευρέθησαν δύο ταφαι γεωμετρικών χρόνων, η μία εις το μέσον του τάφου και η άλλη κατά μήκος της οπισθίας πλευράς αυτού, περιβαλλόμενοι υπό μιας σειράς αργών λίθων.
Εκ της περιοχής του αυτού χωρίου Καρποφόρας Πυλίας προέρχονται έτερα ευρήματα παραδοθέντα υπό ιδιωτών, ήτοι τέσσαρα Πρωτογεωμετρικά αγγεία.



Κατά το θέρος του 1969 ανετέθη εις τον υπογραφόμενον (ΑΓΓ. ΧΩΡΕΜΗ) η εποπτεία των ανασκαφών του Πανεπιστημίου της Minnesota εις Καρποφόραν Μεσσηνίας (λοφοσειρά Νιχωρίων, όπου, κατά πάσαν πιθανότητα, κείται μυκηναϊκός οικισμός1) , ως και η διενέργεια της ελληνικής έρεύνης εις τον αυτόν τόπον. Παραλλήλως διεξήχθη ανασκαφή και υπό της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας εν τω πλαισίω της ερεύνης των μυκηναϊκών και πρωτογεωμετρικών νεκροταφείων της Καρποφόρας. 
Ανεσκάφη ούτως ο αγρός Ι. Νικητοπούλου εις θέσιν Τουρκοκίβουρα, ένθα είχεν εντοπισθή υπό του ιδιοκτήτου αρχαίος τάφος, καθώς και ο αγρός Α. Τσαγδή εις την αυτήν θέσιν, ένθα είχον επισημανθή δύο μερικώς κατεστραμμένοι τάφοι2.

Θέσις Τουρκοκίβουρα

Η θέσις αύτη ευρίσκεται πλησιέστατα προς τα Νιχώρια, προς Δ. αυτών, μεταξύ της θέσεως «Ακόνες», όπου τον Οκτώβριον του 1967 ανεσκάφη θολωτός μυκηναϊκός τάφος εις το κτήμα Ι. Βέβε3, και της θέσεως «Λακκούλες», όπου είχεν επισημανθή και μερικώς ερευνηθή πρωτογεωμετρικόν νεκροταφείον4.



α. Κτήμα Ι . Νικητοπούλου. 
Ανεσκάφησαν εξ τάφοι, εξ ων οι πέντε κείνται επί χαμαλού λοφίσκου και έτερος ολίγον χαμηλότερον, προς Δ. των άλλων (Σχέδ.2) .
Τάφος 1: 
Πρωτογεωμετρικός, πεταλόσχημος τάφος (μήκ. 1.40, πλ. 1, ύψ. 0,45- 0,60μ.).
Καλύπτεται δι’ ακατεργάστων σχιστολιθικών πλακών και έχει λιθόστρωτον δάπεδον. Η είσοδος εφράσσετο δι’ αμελούς αργολιθοδομής. Εντός αυτού ευρέθησαν δύο κρανία, οστά ποδών και τεμάχια οστών λεκάνης. Κινητά ευρήματα: Δύο χαλκοί δακτύλιοι και εις πήλινος σφόνδυλος.
Τάφος 2: 
Μυκηναϊκός, θαλαμοειδής τάφος ορθογωνίου πιθανώς σχήματος. Σώζεται η ΒΔ. γωνία αυτού εις ύψος 0,60 μ. περίπου. Εις το τμήμα τούτο ευρέθησαν τέσσαρες συσσωρευμέναι ταφαί. Κινητά ευρήματα: Τρίωτος κρατηρίσκος, τριφυλλόστομος προχοΐσκη, υψίπους κύλιξ, χαλκούν μαχαιρίδιον και χαλκή λαβίς. Ο τάφος χρονολογείται εις την YE ΙΙΙΑ2 - Β εποχήν.



Τάφος 3: 
Μυκηναϊκός, θολωτός τάφος, διαμ. 3.40μ., περιβαλλόμενος υπό περιβόλου, διαμ. 8μ., πιθανώς μεταγενεστέρου. Τα τοιχώματα του τάφου σώζονται εις ύψ. 0,70 - 0,80 και έχουν πάχ. 0,50μ. Η είσοδος ευρίσκεται εις το ΒΔ. μέρος της θόλου. Εντός του τάφου, δεξιά της εισόδου, εις βάθ. 0.40μ. κάτωθεν του θεμελίου των τοιχωμάτων της θόλου, απεκαλύφθη λάκκος (μήκ. 1.95, πλ. 0,45 - 0,56, βάθ. 0,90μ.) με τας μακράς πλευράς εκτισμένας δι’ αργολιθοδομής.
Εις τον πυθμένα του λάκκου ανευρέθη εις σκελετός εκτάδην, άνωθεν δε αυτού εις διαφόρους θέσεις εντός του λάκκου, καθώς και επί των καλυπτηρίων πλακών αυτού, πολλά οστά και κρανία εν συσσωρεύσει (χωνευτήριον) (Πίν.152γ). Ο τάφος ήτο σεσυλημένος, ελάχιστα δε κτερίσματα απέδωσεν. Η σύλησις ήτο σαφής και εκ της διασκορπίσεως των εκτός του λάκκου σκελετών, εξ ων μόνον δύο ανευρέθησαν κανονικώς συσσωρευμένοι.
Κινητά ευρήματα: Σφραγιδόλιθος εκ σαρδίου με τρίλοβον κόσμημα επί της κυρίας όψεως
(Πίν.152α), τρεις ψήφοι εκ φαγεντιανής, προχοΐσκη, εν αμφορόσχημον αγγείον (Πίν.152β) και πλήθος οστράκων. Χρονολογείται εις την YE ΙΙΙΑ2 περίοδον.



Τάφος 4 (Πίν.152δ): 
Θολωτός τάφος, διαμ. 3.40μ., κατεστραμμένος κατά το ΝΔ. μέρος, εις το οποίον πρέπει να ήτο και η μη ευρεθείσα είσοδος. Τα τοιχώματα έχουν πάχ. 0,45 περίπου και σώζονται εις ύψ. 0,10- 0,88μ.



Εντός του τάφου ανευρέθησαν συσσωρευμέναι ταφαί παρά την περιφέρειαν και αγγεία πλησίον αυτών. Εις το ΝΔ. μέρος ανευρέθη αβαθής λάκκος, καλυπτόμενος δια σχιστολιθικών πλακών, περιέχων ελάχιστα οστά, εν λεβητοκυάθιον, δύο κύπελλα, μίαν ραμφόστομον πρόχουν, εν ασκοειδές αγγείον (Πίν.153β) , ένα αμφορέα με οριζοντίους ταινιωτάς λαβάς, εν μόνωτον κυάθιον και μίαν χαλκήν περόνην αρίστης διατηρήσεως, μήκ. 0,165μ. (Πίν.153γ). Εκ του λοιπού τάφου προέρχονται : δίωτον κυλινδρικόν αλάβαστρον, μόνωτον σφαιρικόν κυάθιον, τρίωτος κρατηρίσκος, προχοΐσκη, δύο πήλινοι σφόνδυλοι, τέσσαρες αιχμαί βελών εκ πυριτολίθου, δέκα χαλκαί σφαιρικαί ψήφοι και άλλα. Τα πλείστα εκ του λάκκου προερχόμενα αγγεία είναι ΜΕ εποχής, τα δε λοιπά YE I- IIIA εποχής. Το φαινόμενον της χρησιμοποιήσεως θολωτού τάφου από της ΜΕ μέχρι της ΥΕ εποχής έχει ήδη παρατηρηθή και εις τον υπό του Κ. Κουρουνιώτου ανασκαφέντα θολωτόν τάφον εις Κορυφάσιον (Οσμάναγα) Πυλίας5.



Τάφος 5: 
Μυκηναϊκός, θολωτός τάφος, διαμ. 5.20μ., σωζόμενος κατά το Β. ήμισυ της περιφερείας αυτού εις μέγ. ύψ. 0,80μ. Ο τάφος ήτο πλήρως σεσυλημένος και ελάχιστα όστρακα απέδωσε. Μόνον εις εν σημείον του ΒΔ. μέρους, εντός μικράς μάζης χώματος, προσκεκολλημένης εις το τοίχωμα του τάφου, ευρέθησαν εξ ρόδακες εκ φύλλου χρυσού και τεμάχια ετέρων (Πίν.153α), εικοσιεπτά ψήφοι εκ σαρδίου, μία εξ αμεθύστου, εις σκαραβαίος εκ σαρδίου, δεκατέσσαρες ψήφοι εξ αργύρου και εις μικρογραφικός διπλούς πέλεκυς εξ αργύρου, μήκους 0,012μ.



Τάφος 6 (Πίν.154α): 

Θολωτός τάφος, διαμ. 3μ. Σώζεται ολόκληρος η περιφέρεια εις ύψ. 0,80μ. περίπου. Εις το ΝΔ. μέρος ευρέθη η είσοδος με τον δρόμον, όστις κατά τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους εχρησιμοποιήθη δια την τοποθέτησιν πιθοειδούς ταφής. Ο ταφικός πίθος ευρέθη τεθραυσμένος με το στόμιον προς το εσωτερικόν του θολωτού τάφου. 
Το προς την είσοδον ήμισυ του δαπέδου του τάφου είναι λιθόστρωτον. Δεξιά της εισόδου απεκαλύφθη λακκοειδής ταφή πρωτογεωμετρικών χρόνων με τον νεκρόν συνεσταλμένον. 
Κινητά ευρήματα: Τρίωτον κυλινδρικόν αλάβαστρον, ψευδόστομος αμφορίσκος (εικ. δεξιά), δύο κρατηρίσκοι, πρόχους, μέγας αμφορεύς, τέσσαρες χαλκοί δακτύλιοι, δύο πήλινοι σφόνδυλοι κλπ. Χρονολογούνται από της YE ΙΙΙΑ2 μέχρι της πρωτογεωμετρικής εποχής.



β'. Κτήμα Α . Τσαγδή.  Ανεσκάφησαν δύο πεταλόσχημοι, πρωτογεωμετρικοί τάφοι, ημικατεστραμμένοι, όμοιοι προς τον τάφον 1 του κτήματος Νικητοπούλου (Πίν.154β). Μεταξύ των δύο τάφων, οίτινες ευρίσκονται πλησιέστατα ο εις προς τον άλλον, ανευρέθη χώρος θυσιών με οστά ζώων. Εκ του τάφου 1 προέρχονται δύο χαλκοί δακτύλιοι και χαλκή περόνη. Εκ των αυτών τάφων πρέπει επίσης να προέρχωνται μέγας αμφορεύς με οριζοντίους δακτυλιοειδείς λαβάς, προχοΐσκη, δακτύλιος και περόνη εκ χαλκού, τα οποία παρεδόθησαν παλαιότερον υπό του ιδιοκτήτου εις το Μπενάκειον Μουσείον Καλαμάτας6.



Θέσις Πλάτανος ή Αμπέλια
Εις την θέσιν ταύτην, εις την παρυφήν της κοινοτικής οδού Ριζομύλου- Καρποφόρας, πλησιέστατα προς το μέγα κοινοτικόν φρέαρ, ανεσκάφη μικρόν τμήμα τοίχου του τέλους του -4ου αι. Η έρευνα διεκόπη, διότι ο τοίχος ούτος βαίνει αφ’ ενός μεν υπό τον γειτονικόν αμπελώνα, αφ’ ετέρου δε υπό την κοινοτικήν οδόν.

Θέσις Τρουμπετόρραχη
Κτήμα Γ. Παπαμικρούλη. Δοκιμαστικαί τομαί, γενόμεναι επί της κορυφής αποκρήμνου κωνικού λοφίσκου, απεκάλυψαν τοίχον κατεστραμμένου βυζαντινού κτίσματος, καθώς και δύο χριστιανικούς τάφους, ων ο εις κεραμοσκεπής, ο δ’ έτερος λακκοειδής, καλυπτόμενος δια σχιστολιθικών πλακών.



Συνεχίσθη και κατά το 1971 η έρευνα του από ετών ανασκαπτομένου μυκηναϊκού νεκροταφείου εις την περιοχήν μεταξύ του χωρίου Καρποφόρα και της βορείως αυτού διερχομένης αμαξιτής οδού Καλαμάτας- Πύλου (βλ. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ.156,158- 59. ΑΔ25 (1970): Χρονικά, σ.179- 81. AAA I (1968), σ.205- 209).



Κατά το έτος 1971 ανεσκάφη χώρος 60 τ.μ., εις την θέσιν Ακόνες και εντός της ιδιοκτησίας των Ηλ. και Παν. Σαμπαζιώτη, ένθα υπήρχε χαμηλός τύμβος, ύψ. 3μ., καλυπτόμενος υπό σχίνων, μεταξύ των οποίων ήσαν ορατοί επιμήκεις πλακοειδείς λίθοι. Η ανασκαφή έφερεν εις φως συστάδα μυκηναϊκών τάφων εκ δύο αψιδωτών και ενός κιβωτιοσχήμου. Οι τάφοι ούτοι είχον ανεγερθή εις την κορυφήν του «τύμβου», ο οποίος είχε σχηματισθή, ως απέδειξεν η στρωματογραφική έρευνα, εκ της τεχνητής συσσωρεύσεως χωμάτων, περιεχόντων και αριθμόν ΜΕ οστράκων (Σχέδ.3).
Οι δύο αψιδωτοί τάφοι Ι και III συνηντώντο κατά τας καμπύλας πλευράς των, εις τον μεταξύ των δε σχηματιζόμενον τριγωνικόν χώρον, και εν επαφή προς τον I, είχε κατασκευασθή, μεταγενέστερον εκείνων, ο κιβωτιόσχημος τάφος II. Αμέσως ΒΑ. των τάφων I και III και μικρόν κάτωθι της σημερινής επιφανείας του εδάφους ήρχιζε παχύ στρώμα κεκαυμένου χώματος, περιέχον και ελληνιστικά όστρακα, μαρτυρούντα τέλεσιν ταφικής τινός λατρείας εις τους τάφους των προγόνων, πράξις η οποία έχει επανειλημμένως διαπιστωθή εις την Δ. Μεσσηνίαν (βλ. ΠΑΕ 1952, σ.486 και ΠΑΕ 1953, σ.245 κ.ε.).
Η τομή εις το σημείον αυτό έδειξεν ότι το εκ μελανών χωμάτων στρώμα έφθανε μέχρι βάθους 1 μ., εκάλυπτε δε ελάχιστα τα υπολείμματα ετέρου αψιδωτού κτίσματος, δια το οποίον ουδέν στοιχείον υπάρχει, ώστε να θεωρηθή ως τάφος. Εκ του κτίσματος τούτου συνελέγη αριθμός ΜΕ οστράκων· προφανώς ο χώρος κατωκείτο κατά την ΜΕ περίοδον, κατά δε την ΥΕ εχρησιμοποιήθη ως νεκροταφείον, διατηρηθείσης της παραδόσεως των αψιδωτών κατασκευών.


Ο αψιδωτός τάφος I,
προσανατολισμού ΒΑ.- ΝΔ., είναι και ο καλύτερον σωζόμενος (εικ.1,2). Έχει κτισθή μέχρις ύψους 1.45μ. κατά το εκφορικόν σύστημα με μεγάλους πλακοειδείς ή επιμήκεις κυλινδρικούς λίθους, ευμεγέθεις δε πλάκες, των οποίων διετηρούντο δύο, εκάλυπτον το άνοιγμα της κορυφής. Η ευθύγραμμος Ν. πλευρά έχει μήκος 2μ. Η Δ. ως και η Α. πλευρά είναι ευθεία μέχρι μήκους 2.80μ., από του σημείου δε τούτου αρχίζει ο σχηματισμός της αψίδος, του μεγ. μήκους του εσωτερικού του τάφου εξικνουμένου ούτως εις 3.80μ. Η είσοδος του τάφου ήτο εις την Ν. πλευράν· μεταξύ δύο ογκολίθων, εν είδει παραστάδων, σχηματίζεται το άνοιγμα, το οποίον φράσσεται δια μικροτέρων λίθων. Ρήγμα κατά την Α. πλευράν της αψίδος δεικνύει τον τρόπον εισόδου εις τον τάφον εις μεταγενεστέραν εποχήν. Όστρακα αγγείων της υστέρας Γεωμετρικής ή πρωίμου Αρχαϊκής περιόδου, τα οποία ανευρέθησαν εντός του τάφου, χωρίς αι ανευρεθείσαι ταφαί να δεικνύουν ίχνη συλήσεως, δηλούν πιθανώτατα, ότι ο τάφος ηνοίχθη δια λόγους λατρείας των προγόνων (βλ. ΠΑΕ1953, σ.208, περί της τελέσεως λατρείας εις θαλαμοειδείς τάφους των Μυκηνών κατά την Γεωμετρικήν- Αρχαϊκήν εποχήν).



Εις το δάπεδον του τάφου απεκαλύφθησαν πέντε ταφαί, των οποίων αι τέσσαρες απετελούντο εκ σωρού οστών και οστράκων, μυκηναϊκών αλλά και νεωτέρων αγγείων, η δε πέμπτη (αριθ.2) ήτο εναπόθεσις νεκρού εκτάδην απ’ ευθείας επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Μεταξύ του κρανίου και της βορείως αυτού ταφής ανευρέθησαν τα εξής κτερίσματα: Χαλκούν μαχαιρίδιον, μήκ. 0.206μ., σώζον τους ήλους προσηλώσεως της λαβής, του τύπου 1d της Sandars. Χαλκούν μαχαιρίδιον με στενομήκη τριγωνικήν λεπίδα και ελαφρώς καμπύλας κόψεις, μήκ. 0.115, μεγ. πλ. 0.0385μ., του τύπου 1a της Sandars. Επτά ψήφοι όρμου εκ σαρδίου και ορείας κρυστάλλου, διαφόρων σχημάτων: πέντε σφαιρικοί, η μία των οποίων σώζει και την εντός χαλκού κρίκου κλωστήν, μία βαλανόσχημος και μία αμφικωνική.



Ο τάφος III
(εικ.3) ομοίας προς τον I κατασκευής, αλλά μικρότερος εκείνου, εσώζετο εν μέρει κατά τας μακράς πλευράς, του μεγ. μήκους του υπολογιζομένου (σχεδιαστικώς) εις 3.10μ. και του μεγ. πλάτους του εις 2μ. Εις την σχηματιζομένην εκ της εκφορικής κατασκευής κόγχην, κάτωθι της Δ. πλευράς, εσώζετο η ταφή νεκρού τοποθετημένου εκτάδην επί του δαπέδου, με την κεφαλήν προς Β. Εκ της ταφής αυτής συνελέγησαν πρώιμον μυκηναϊκόν κύπελλον άβαφον, χονδροειδές οικιακόν αγγείον εξ ακαθάρτου πηλού, τεμάχια αρχαϊκού αμφορέως και εσφηνωμέναι μεταξύ των λίθων του τοίχου δύο χαλκαί τριχολαβίδες, αρίστης διατηρήσεως, μήκ. 0.125 και 0.09μ., ως και τμήμα σιδηρού μαχαιριδίου, μήκ. 0.07μ.


Ο κιβωτιόσχημος τάφος II
(εικ.4), σωζ. διαστ. 1.35Χ 0.55μ., έχει κτισθή με ορθογωνίους ως επί το πλείστον λίθους, του τόπου του απαντωμένου εις τους ΥΕ τάφους της Μάλθης (Ν. Valmin, The Swedish Mess. Exped., σ.224, εικ.48). Εις το δάπεδόν του εσώζοντο υπολείμματα στρώσεως μικρών πλακοειδών λίθων, επί των οποίων ευρέθησαν ελάχιστα οστά.

Οι ανασκαφές του 2004

Στη θέση Λακκούλες εντός της ιδιοκτησίας Χρ. Λαμπρόπουλου, η Εφορεία διενήργησε σωστική ανασκαφή ύστερα από λαθρανασκαφική ενέργεια, κατά την οποία αποκαλύφθηκε τάφος, σε απόσταση 15 μ. περίπου βορειοανατολικά του γνωστού, ανεσκαμμένου κατά το παρελθόν τάφου I 7.
Ο τάφος 2, έχει προσανατολισμό Α.-Δ. με την είσοδο στα δυτικά, αλλά έχει υποστεί τεράστια καταστροφή από τους λαθρανασκαφείς, οι οποίοι διέλυσαν ακόμη και τα τοιχώματά του. Αποτελείται μόνο από θάλαμο, κτιστό με πλακοειδείς λίθους κατά το εκφορικό σύστημα, χωρίς δρόμο. Ο θάλαμος έχει ελλειψοειδή κάτοψη με μέγιστη διάμετρο 2,10 και ελάχιστη 2,03μ., ενώ το σωζόμενο ύψος του φθάνει τα 0,75μ. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με σχιστολιθικές πλάκες, που δεν εφάπτονται με ακρίβεια μεταξύ τους. Από το δάπεδο σώζεται μόνο ένα μικρό τμήμα στη βορειοανατολική πλευρά του τάφου. Από τη διαταραγμένη επίχωση του τάφου, ο οποίος ήταν συλημένος ήδη από την αρχαιότητα, συνελέγησαν αποσαθρωμένα οστά και λείψανα κρανίου, καθώς και όστρακα υπομυκηναϊκής εποχής. Κατά τον καθαρισμό του δαπέδου, βρέθηκαν τέσσερις χάλκινοι δακτύλιοι. Ο τάφος 2 χρονολογείται, όπως και ο γειτονικός του τάφος 1, στη μεταβατική περίοδο μεταξύ της ΥΕ ΙΙΙΓ και ΠΓ περιόδου.

Κεραμικά κτερίσματα σε θαλαμοειδή τάφο στα Νιχώρια (Καρποφόρα). Διακρίνεται κάνθαρος και αμφορίσκος καθώς και άλλα δύο αγγεία.
Σε απόσταση περίπου 500μ. νοτιοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου των Νιχωρίων εντοπίστηκε από το φύλακα του παραπάνω χώρου Κ. Σαμπαζιώτη, ένας ταφικός πίθος, εντός της ιδιοκτησίας Α. Δελμούζου. Ο πίθος ήλθε στο φως σε βάθος 0,80μ. από την επιφάνεια του εδάφους, κατά τη διάρκεια διαμορφώσεων στο αγρόκτημα. Ο πίθος ήταν οξυπύθμενος και βρέθηκε στη θέση του, στη νοτιοανατολική παρειά του αγροκτήματος, τοποθετημένος στο πλάι με προσανατολισμό ΝΑ.- ΒΔ. και με το στόμιο προς ΝΑ. Μικροί πλακοειδείς λίθοι είχαν χρησιμοποιηθεί ως στηρίγματά του. Το ύψος του είναι 1μ. και η διάμετρος του χείλους του 0,45μ. Το χείλος του πίθου περιτρέχουν δύο ανάγλυφες, παράλληλες μεταξύ τους, ταινίες, ενώ ανάγλυφη οριζόντια ταινία υπάρχει και στην κοιλιά του. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν ελάχιστα οστά και πέντε ακέραια αγγεία πρωτογεωμετρικών χρόνων: μία φλάσκη (Π6598), μία τριφυλλόστομη οινοχόη (Π6599), μία προχοΐσκη (Π 6600) και δύο δίωτοι κρατηρίσκοι (Π6601, Π6602). 

Τέλος, κολλημένα στα τοιχώματα του πίθου βρέθηκαν τέσσερα χάλκινα δακτυλίδια. Λόγω της κακής όπτησης του πηλού, ο πίθος διαλύθηκε κατά τη μεταφορά του στις αποθήκες του Μουσείου Καλαμάτας, όπου φυλάσσεται. Το τμήμα από το σώμα ενός άλλου κατεστραμμένου πίθου, που βρέθηκε σε απόσταση 0,20μ. πάνω από τον ώμο του ταφικού μας πίθου, φανερώνει την πιθανή ύπαρξη και άλλων ταφών στην περιοχή.

Φωτογραφία αρχείου από ανασκαφές της ΛΗ ΕΠΚΑ στην ιδιοκτησία Α. Δελμούζου στα Νιχώρια. Εικονίζεται ταφικός πίθος. Οι ανασκαφές στα Νιχώρια, από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και ως τις μέρες μας, έχουν αποκαλύψει έναν εκτεταμένο οικισμό (με εξίσου εκτεταμένη νεκρόπολη) ο οποίος άκμασε ιδιαίτερα πριν και ταυτόχρονα με το ανάκτορο του Νέστορα και φαίνεται να καταστρέφεται την ίδια περίοδο με αυτό.

Βιβλιογραφία
-Α.Δ.16 (1960): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 107
-Α.Δ.17 (1961/2): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ. 95
-ΑΓΓ. ΧΩΡΕΜΗΣ -Α.Δ.25 (1970): Χρονικά Σελ. 179
-ΛΙΑΝΑ ΠΑΡΛΑΜΑ: Α.Δ. 27 (1972): ΧΡΟΝΙΚΑ Σελ 262
-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 56-59 (2001-2004) Σελ. 451

1. BCH 1960, Chronique des Fouilles 1959, σ.700. ΑΔ16 (1960): Χρονικά, σ.108. AJA65 (1961), σ.248-249 και 68 ( 1964) , σ.234. BSA52 (1957), σ.249 και 61 (1966), σ.124.
2. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 156
3. ΑΔ23 (1968): Χρονικά, σ. 158 - 159.
4. BCH 1960, Chronique des Fouilles 1959, σ.700. ΑΔ16 (1960): Χρονικά, σ.108 και 17 (1961/62) : Χρονικά, σ.95. AAA I (1968), σ.205-209.
5. ΠΑΕ 1925- 26, σ. 140. Hesperia 23 ( 1954), σ.158 - 62.
6. ΑΔ17 (1961/62): Χρονικά, σ. 95.
7. Α. Χωρέμης, Μυκηναϊκοί και πρωτογεωμετρικοί τάφοι εις Καρποφόραν Μεσσηνίας,ΑΕ1973,σ. 25-74.




Printfriendly