.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Εργαστήριο Κεραμικής του 5ου αιώνα στην Ολυμπία



 Μετά τη σταδιακή ίσως εγκατάλειψη του ιερού του Διός1, με αφορμή είτε επίσημες διαταγές είτε τη γενικότερη εξάπλωση του χριστιανισμού και σε περιοχές της Ελλάδας όπου η αρχαία θρησκεία ήταν βαθιά ριζωμένη, ιδρύθηκε στην Ολυμπία, όπως είναι γνωστό, ο πρώτος από δύο διαδοχικούς οικισμούς2.
 Η ευνοϊκή θέση στην εκβολή του Κλαδέου στον Αλφειό, αλλά και το άφθονο δομικό υλικό που βρισκόταν εκεί από κτήρια και άλλα μνημεία του ιερού -ενώ η γύρω περιοχή είναι φτωχή σε πέτρες- πρέπει να συντέλεσαν σημαντικά στην επιλογή του χώρου για την εγκατάσταση της αγροτικής κοινότητας. Ιδίως τα κτήρια των θερμών σώζονταν αρκετά καλά μαζί με τις υδραυλικές εγκαταστάσεις και προσφέρονταν για μια νέα χρήση. Με σημείο αναφοράς την παλαιοχριστιανική βασιλική, η οποία ιδρύθηκε στο κτήριο Α («Εργαστήριο του Φειδία»), φαίνεται ότι ο πρώτος οικισμός εκτεινόταν κυρίως δυτικά της Άλτεως προς τον Κλαδέο. Την ευπορία και τις -όπως φαίνεται- διεθνείς εμπορικές συναλλαγές των κατοίκων του οικισμού τόνισε πρόσφατα ο Α. Martin, βασιζόμενος σε κεραμικά ευρήματα από διάφορες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου3. Κατά πολύ φτωχότερος σε κεραμική ήταν ο δεύτερος οικισμός, ο οποίος κτίστηκε μετά τον μεγάλο σεισμό του 6ου αιώνα και εκτεινόταν κυρίως ανατολικά του ναού του Διός4.
 Οι ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, οι οποίες έλαβαν χώρα από το 1987 έως και το 1991 βόρεια του Πρυτανείου5, είχαν πρωταρχικό σκοπό την έρευνα του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος των ρωμαϊκών χρόνων που βρίσκεται εκεί. Συνεισέφεραν, όμως, και στις γνώσεις μας για την έκταση και τον εξοπλισμό των κτηρίων του πρώτου όπως και του δευτέρου χριστιανικού οικισμού. Ειδικά πρόσθεσαν νέα στοιχεία όσον αφορά στην ντόπια παραγωγή κεραμικών ειδών καθημερινής χρήσης, δηλαδή αγγείων και λύχνων.
 Το 1880, στο τέλος της πρώτης γερμανικής ανασκαφής στην Ολυμπία, στην περιοχή αυτή είχε ανασκαφεί τμήμα περιστυλίου της αυτοκρατορικής εποχής με ψηφιδωτό δάπεδο και μια μεγάλη δεξαμενή στο κέντρο6. Οι θαλάσσιες παραστάσεις των εμβλημάτων -με θέματα από τον θαλάσσιο θίασο7- οδήγησαν τότε στην ονομασία «Θέρμες του Κρονίου» για ολόκληρο το αρχιτεκτονικό σύνολο. Σήμερα ξέρουμε ότι οι αίθουσες νοτιοανατολικά, οι οποίες αποκαλύφθηκαν τότε και αποδεδειγμένα λειτουργούσαν ως θέρμες, πρέπει να είναι σαφώς μεταγενέστερες και ότι η σωστή ερμηνεία του συνόλου πρέπει να αναζητηθεί μέσα από γενικότερες εκτιμήσεις για τη λειτουργία του ιερού.
 Στη βόρεια άκρη της δεξαμενής του περιστυλίου βρισκόταν το πέρας της παλαιάς ανασκαφής. Βόρεια αυτής της γραμμής, οι νέες ανασκαφές διεξήχθησαν σε ανέπαφα στρώματα, και έτσι στάθηκε δυνατόν να μελετηθούν όλες οι οικοδομικές φάσεις. Η πρώτη χρήση του χώρου με την παρουσία αρχιτεκτονικού συνόλου χρονολογείται στην ύστερη ελληνιστική εποχή8. Ακολουθούν το περιστύλιο της αυτοκρατορικής εποχής, με διάφορες μετασκευές και προσθήκες που περιλαμβάνουν τα ψηφιδωτά δάπεδα, καθώς και άλλο συγκρότημα θερμών στη βορειοανατολική πλευρά του ρωμαϊκού αρχιτεκτονικού συνόλου. Αλλαγή χρήσης διαπιστώνεται μετά το τέλος λειτουργίας του ιερού. Διακρίνονται οι γνωστές δύο φάσεις ως την τελική εγκατάλειψη του δεύτερου χριστιανικού οικισμού και την επίχωση της περιοχής από τις πλημμύρες του Κλαδέου.
 Εδώ αναφέρομαι ειδικά στη φάση που αντιστοιχεί στον πρώτο χριστιανικό οικισμό της Ολυμπίας, ο οποίος με βάση τα ιστορικά στοιχεία και τα αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογείται στον 5οαρχές του 6ου αιώνα. Σε αυτή την περίοδο, στην περιοχή του ρωμαϊκού περιστυλίου, τουλάχιστον το βόρεισ και το ανατολικό τμή μα προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα των ιστορικών εξελίξεων και του εκχριστιανισμένου πληθυσμού. Στο ανατολικό τμήμα του περιστυλίου εγκαταστάθηκε ληνός9



 Εντάσσεται σε σειρά παρόμοιων ήδη γνωστών μονάδων παραγωγής κρασιού που υπήρχαν και στους δυο οικισμούς. Επίσης, στις αίθουσες ανατολικά και βόρεια του περιστυλίου εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή εργαστηριακές εγκαταστάσεις οι οποίες σχετίζονται με αγγειοπλαστείο. Ο ληνός χρονολογείται από ένα πήλινο αγγείο (Κ4238: εικ.1.1), εντοιχισμένο στον πυθμένα της δεξαμενής, στο οποίο μαζευόταν ο χυμός των σταφυλιών. Από την ποιότητα του πηλού και το καλό ψήσιμο του απλού πιθοειδούς αγγείου βγαίνει το συμπέρασμα ότι ανήκει στη φάση του πρώτου χριστιανικού οικισμού. Οπωσδήποτε η εγκατάσταση εργαστηρίου σε αυτή τη σχετικά εξέχουσα θέση προϋποθέτει την προηγούμενη διακοπή της λειτουργίας του ιερού. Τη μακροχρόνια χρήση του ληνού υποδεικνύουν τα ευρήματα από το εσωτερικό της δεξαμενής: Η επίχωση περιείχε θραύσματα από αγγεία και λυχνάρια τα οποία χρονολογούνται έως και τον ύστερο 6ο αιώνα, δηλαδή τα τελευταία χρόνια του δεύτερου οικισμού.
 Η ανατολική πτέρυγα του ρωμαϊκού κτηρίου μαζί με τις θέρμες από τη μέση αυτοκρατορική εποχή συνέχιζε να χρησιμοποιείται στον 5ο αιώνα, κατά πάσα πιθανότητα, όμως, καμία από τις αίθουσες δεν υπηρετούσε πια το σκοπό για τον οποίο είχε αρχικά κατασκευαστεί.
Σε μια αψιδωτή αίθουσα που αρχικά λειτουργούσε πιθανώς ως tepidarium εγκαταστάθηκε μικρός κεραμικός απιόσχημος κλίβανος10. Προφανώς τότε το κτήριο είχε ήδη μερικώς καταστραφεί. Από. τους τοίχους είχαν πέσει οι tegulae mammatae, οι πήλινες πλίνθοι που στην αυτοκρατορική εποχή προορίζονταν για τη θέρμανση των τοίχων. Ο κλίβανος στην πίσω πλευρά του ακουμπάει στον τοίχο της αψιδωτής αίθουσας, ο οποίος την εποχή της κατασκευής του κλιβάνου ήταν ήδη στερημένος από κάθε επένδυση. Τη στιγμή της εγκατάστασης του κλιβάνου σίγουρα δεν υπήρχε πια στέγη στην αίθουσα.
Φαίνεται ότι το κεραμικό εργαστήριο χρησιμοποιούσε και τη δεξαμενή των ρωμαϊκών χρόνων δυτικά του κλιβάνου (συμπέρασμα το οποίο βγαίνει από τα ευρήματα από το βάθος της δεξαμενής). Αντίθετα, η βόρεια πλευρά του περιστυλίου με το ψηφιδωτό δάπεδο δεν φαινόταν πια, διότι είχε καλυφθεί γύρω στα +300 με χώμα και μπάζα.
 Βόρεια του περιστυλίου βρέθηκαν τρεις συνεχόμενες αβαθείς δεξαμενές που περιβάλλονται από ανοιχτό αγωγό νερού11. Είναι κτισμένες κατευθείαν στο δάπεδο που ανήκει στην ύστερη ρωμαϊκή φάση του κτηρίου. Η εσωτερική επιφάνεια και η επιφάνεια γύρω από τις δεξαμενές καλύπτονται από τετράγωνες πήλινες πλίνθους. Η ανατολική δεξαμενή έχει σχήμα τετράγωνο, ενώ οι άλλες δύο δυτικά είναι μακρόστενες12. Μεταξύ τους, οι τρεις δεξαμενές συνδέονται με ανοίγματα-σωλήνες σε μικρή απόσταση από τον πυθμένα. Η εισροή νερού γινόταν από Βορρά, πρώτα στην τετράγωνη δεξαμενή, και η εκροή δυτικά, αφού το νερό είχει περάσει μέσα από τις τρεις δεξαμενές. Οι δεξαμενές προορίζονταν πιθανώς για τον καθαρισμό και την παρασκευή του πηλού.
 Ακριβή στοιχεία για τη χρονολογία εγκατάστασης του κεραμικού εργαστηρίου δεν διαθέτουμε. Τα τοιχώματα των δεξαμενών περιέχουν ελάχιστα όστρακα, τα οποία δεν επιτρέπουν μια σαφή χρονολόγηση, όπως έδειξε η έρευνα στη μεσαία δεξαμενή, η οποία ανασκάφηκε προκειμένου να μελετηθείτο ελληνιστικό φρέαρ που υπήρχε κάτω από τη δεξαμενή.
 Όσον αφορά στην παραγωγή του εργαστηρίου, τα πιο σημαντικά στοιχεία προέρχονται από την περιοχή δίπλα στον κλίβανο. Γΰρω από τον κατεστραμμένο κλίβανο και στην επίχωσή του βρέθηκαν πολλά όστρακα. Ορισμένα από αυτά αμέσως έδειχναν ότι προέρχονταν από ελαττωματικά αγγεία. Θραύσματα από μία εύκολα αναγνωρίσιμη λεκάνη (Κ4500: εικ.2.9 και 2.10) με εγχάρακτο σχέδιο στο χείλος -το λεγόμενο ψαροκόκκαλο που μάλλον παριστάνει κλάδο φοίνικα- βρέθηκαν σε όλη την έκταση της αψιδωτής αίθουσας. Επίσης, τα άλλα όστρακα που βρέθηκαν στο δάπεδο κοντά στον κλίβανο υπέδειξαν κοινή προέλευση από σχετικά λίγα σπασμένα αγγεία, των οποίων, όμως, τα θραύσματα είχαν σκορπιστεί και αναμειχθεί. Στη μελέτη που ακολούθησε μπορέσαμε να αποκαταστήσουμε διάφορα αγγεία που πιθανώς προέρχονται από μια τελευταία αποτυχημένη παραγωγή του κεραμικού εργαστηρίου λίγο πριν από την εγκατάλειψη του13. Τα αγγεία και τα θραύσματα αγγείων δείχνουν διάφορα ελαττώματα, π.χ. πηλό που έχει κολλήσει στην επιφάνεια, μεγάλες χρωματικές διαφορές στο ίδιο αγγείο, εφυάλωση τμημάτων της επιφάνειας, ενώ ορισμένα αγγεία έχουν στραβώσει σε μεγάλο βαθμό, ειδικά μερικές χύτρες οι οποίες έχουν τελείως παραμορφωθεί λόγω της υπερβολικά υψηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε στον κλίβανο.
 Με τεκμήριο τα ελαττωματικά αγγεία, το κεραμικό εργαστήριο παρήγαγε στην τελευταία του φάση κυρίως τα ακόλουθα σχήματα: ψηλά μόνωτα αμφοροειδή αγγεία αποθήκευσης ή και εμπορίου υγρών, πιθανώς κρασιού, μικρότερες χόες και οινοχόες με σφαιρικό σώμα, χύτρες με γωνιώδη τοιχώματα, δακτυλιόσχημα στηρίγματα αγγείων (υποστατά), κάλαθους και λεκάνες σε διάφορες παραλλαγές. Επίσης σώζονται θραύσματα από αμφορείς κ.ά. Ο ανοιχτόχρωμος πηλός των χρηστικών αγγείων είναι γενικά καλά επεξεργασμένος χωρίς πολλές προσμίξεις. Η εξωτερική επιφάνεια των αγγείων φέρει συχνά κατά τόπους κόκκινο ή καστανό επίχρισμα ή και γραμμική διακόσμηση από πλατιές πινελιές. Οι χύτρες επίσης, όταν βέβαια πετύχαινε το ψήσιμο, πρέπει να ήταν καλής ποιότητας.
 Τα περισσότερα αγγεία από τα απορρίμματα του εργαστηρίου είναι τα μόνωτα αμφοροειδή αγγεία. Ενώ δεν ήταν δυνατόν να συγκολληθεί ολόκληρο αγγείο, τα κάπως ελλιπή παραδείγματα επιτρέπουν μια σαφή αναπαράσταση του τύπου. Μερικά αγγεία (Κ 10570, Κ10572, Κ10573: εικ.1.2) διατηρούντο πάνωτμήμα, ενώ από άλλα (Κ 10578, Κ10579: εικ.1.3, Κ10581: εικ.1.5, Κ10582- Κ10585, Κ10600, Κ10602) σώζεται το πόδι ή μεγάλο τμήμα από το τοίχωμα. Χαρακτηριστικά αυτών των αγγείων είναι ο μακρύς κωνικός μικρής διαμέτρου λαιμός, το μακρόστενο σώμα και το επίσης στενό πόδι με ομφαλό. Το χείλος, από όσο ξέρουμε, μπορεί να έχει διάφορα σχήματα που δεν αποτελούν κατ' ανάγκην χρονολογικό στοιχείο. Η λαβή κανονικά αρχίζει από το λαιμό και καταλήγει ψηλά στον ώμο. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η μερικώς επιχρισμένη επιφάνεια. Τα αμφοροειδή αγγεία από τον κλίβανο μοιάζουν τυπολογικά με αντίστοιχα αγγεία από την ομάδα Μ από την Αγορά των Αθηνών, τα οποία χρονολογούνται στον ύστερο 5ο και στον πρώιμο 6ο αιώνα14.
 Ένα αμφοροειδες αγγείο από την Αγορά των Αθηνών15 φέρει γραπτή διακόσμηση από έξι κάθετες πινελιές, παρόμοια με αυτή που παρατηρείται σε αμφοροειδές αγγείο από την Ολυμπία (Κ4033: εικ.1.4). Ένα άλλο αποθηκευτικό αγγείο από την Αγορά των Αθηνών16 έχει επίχρισμα στο πάνω μισό του τοιχώματος όπως αρκετά παραδείγματα στην Ολυμπία. Το σχήμα των μόνωτων αποθηκευτικών αγγείων συναντάται και σε σύνολα της ύστερης αρχαιότητας ή της παλαιοχριστιανικής εποχής στο Άργος17 και στην Ερέτρια18.
 Οι χόες και οι οινοχόες με σφαιρικό σώμα και ομφαλό στη βάση (Κ10552, Κ10571, Κ10574) συγκρίνονται σε γενικές γραμμές πάλι με την ομάδα Μ από την Αγορά των Αθηνών. Από τον κλίβανο της Ολυμπίας έχουμε ένα σχεδόν ολόκληρο παράδειγμα (Κ10552: εικ.2.6). Μία πρόχους με σφαιρικό σώμα από την Αγορά19 φέρει διακόσμηση παρόμοια, δηλαδή μερικό επίχρισμα και πλατιές πινελιές. Το γενικό σχήμα της πρόχου Κ10552 της Ολυμπίας συγκρίνεται περισσότερο με το σχήμα άλλου αγγείου της ίδιας ομάδας20. Παρόμοιο σχήμα υπάρχει και στο Άργος, το οποίο χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα21.
 Οι χύτρες από το κεραμικό εργαστήριο της Ολυμπίας (Κ10536: εικ.2.8, Κ10537, Κ10538: εικ.2.7, Κ10539, Κ10540) ανήκουν σε χαρακτηριστικό τύπο με γωνιώδες τοίχωμα και κωνικό ώμο, ό οποίος φέρει πυκνές οριζόντιες αυλακώσεις. Επειδή οι χύτρες είναι εξαιρετικά παραμορφωμένες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ανήκουν στην παραγωγή του ντόπιου εργαστηρίου και ότι η αποτυχία της όπτησης οφείλεται στην υπερβολική θερμοκρασία οτον κλίβανο. Το σχήμα και η διακόσμηση που επεδίωκε ο αγγειοπλάστης μιμούνται πιστά εισαγόμενες χύτρες του ίδιου τύπου, των οποίων, όμως, η προέλευση δεν είναι γνωστή. Μία εισαγόμενη χύτρα, η οποία σώζεται αρκετά καλά (Κ1009)22, βρέθηκε σε παλαιότερη ανασκαφή στην περιοχή δυτικά της Άλτεως και ένα θραύσμα μιας όμοιας (Κ4799) προέρχεται από την ανατολική πτέρυγα του περιστυλίου. Ο πηλός στις εισαγόμενες χύτρες περιέχει πολλή μίκκα. Γι' αυτό ίσως μπορούν να αποδοθούν σε εργαστήριο της Ανατολικής Μεσογείου. Από ντόπιο πηλό χύτρας είναι κατασκευασμένο και ένα κλειστό αγγείο από τα απορρίμματα του εργαστηρίου, πιθανώς πρόχους (Κ10535).
 Δακτυλιόσχημα στηρίγματα όμοια με αυτά που βρέθηκαν σπασμένα γΰρω από τον κλίβανο (Κ10542, Κ10549: εικ.2.11, Κ10550, Κ10551 κ.ά.) είναι γνωστά ήδη από την αρχαϊκή εποχή και συνδέονται συχνά με εργαστήρια αγγειοπλαστικής23. Εκεί θεωρούνται συνήθως βοηθήματα για τη διαδικασία του στεγνώματος αμφορέων πριν από το ψήσιμο τους στον κλίβανο. Όπως προκύπτει από το άνισο ψήσιμο των στηριγμάτων της Ολυμπίας, είναι πιθανόν ότι ήταν τοποθετημένα μέσα στον κλίβανο στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια ψησίματος που επιχείρησε ο κεραμέας. Στηρίγματα (υποστατά) του ίδιου τύπου συναντώνται και σε οικίες, ειδικά στην Κρήτη24.
 Ένα πρόσθετο στοιχείο για τη χρονολόγηση των απορριμμάτων του εργαστηρίου δίνουν δύο θραύσματα αμφορέων με πυκνές οριζόντιες χαράξεις (Κ10517, Κ10518). Προέρχονται από ώμους αμφορέων γνωστού τύπου, του τύπου Late Roman Amphora 2 στην κατάταξη του Riley στην Καρχηδόνα25 και στη Βερενίκη (Benghazi) της Λιβύης26. Στην Ανατολική Μεσόγειο αμφορείς αυτού του τύπου κυκλοφορούσαν κυρίως στον 5ο και στον 6ο αιώνα27. Τα άλλα συνευρήματα στα απορρίμματα γύρω από τον κλίβανο ήταν λιγοστά, ανάμεσα τους θραύσμα λυχναριού (Κ10577) πιθανώς του 5ου αιώνα και λαβή μαγειρικού σκεύους (Κ10576).


 Οι τρεις συνεχόμενες δεξαμενές εγκαταλείφθηκαν την ίδια εποχή όπως και ο κλίβανος. Ενδεικτικά για τη χρονολογία της εγκατάλειψης τους είναι θραύσματα από κακοψημένα αγγεία τα οποία βρέθηκαν χαμηλά στην επίχωση και στον ανοιχτό αγωγό νερού γύρω από τις δεξαμενές. Ανάμεσα στα ευρήματα συγκαταλέγονται ένα θραύσμα από χΰτρα (Κ 4985) του ίδιου τύπου με τις χύτρες από τον κλίβανο και ένα τμήμα δακτυλιόσχημου στηρίγματος (Κ4376) πολύ στραβό και με εφυάλωση στην επιφάνεια από την υπερβολική θερμοκρασία που έχει υποστεί, πιθανώς μέσα στον κλίβανο. Οι ομοιότητες των κεραμικών ευρημάτων από τον κλίβανο και από την επίχωση των δεξαμενών δεν είναι μόνο σημαντικά στοιχεία για τη χρονολόγηση, αλλά καθορίζουν την ερμηνεία των δεξαμενών ως εγκατάσταση του κεραμικού εργαστηρίου.
 Πολλά όστρακα από την περιοχή ανατολικά του περιστυλίου και την επίχωση των πρώην θερμών, τα περισσότερα από κλειστά αγγεία αρκετά μεγάλης χωρικότητας, μπορούν να αποδοθούν στην παραγωγή του ίδιου κεραμικού εργαστηρίου. Με βάση τα ευρήματα από τις περιοχές αυτές, άλλη μια ομάδα αγγείων αποδίδεται στην παραγωγή του εργαστηρίου. Αποτελείται από πήλινους κάλαθους σε διάφορες παραλλαγές, πολλές φορές με γραπτές ακτινωτές γραμμές στο χείλος (Κ10501: εικ.2.12, Κ10502- Κ10507 κ.ά.). Οι κάλαθοι συγγενεύουν με τις λεκάνες που ήδη αναφέρθηκαν.
 Στην περιοχή των δεξαμενών βρέθηκαν και δύο δείγματα στηριγμάτων άλλου τύπου (Κ4937, Κ4935). Τέτοια μικρά στηρίγματα-σφήνες είναι γνωστά από διάφορα μέρη της Ελλάδας όπου υπήρχαν κεραμικά εργαστήρια. Τοποθετούνταν οριζόντια μέσα στον κλίβανο28. Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι χρησιμοποιούνταν προπαντός στην παραγωγή πλίνθων ή κεραμίδων. Αν αυτή η ερμηνεία είναι σωστή, τότε πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη και άλλου κλιβάνου κοντά στο περιστύλιο, ο οποίος παρήγε κεραμίδες ή ίσως πήλινες πλίνθους δαπέδου.
 Στην επίχωση των θερμών, εκτός από θραύσματα ντόπιων αγγείων βρέθηκαν και θραύσματα από εισαγόμενα αγγεία γνωστών τύπων, όπως αμφορέων, ενός πινακίου Late Roman C/Phocaean Red Slip (Κ4695)29 με εμπίεστη διακόσμηση αποτελούμενη από σταυρό και τα γράμματα Α και (Α) καθώς και θραύσματα από αφρικανικά λυχνάρια του 5ου αιώνα30. Τα αφρικανικά λυχνάρια συνοδεύονται από απομιμήσεις που προέρχονται από τοπικά εργαστήρια πιθανώς του ύστερου 5ου ή πρώιμου 6ου αιώνα. Ένα λυχνάρι (Κ4698), μοναδικό στην Ολυμπία, φέρει στο δίσκο την εγχάρακτη επιγραφή ΦΩΣ XPICTOY και στη βάση τα γράμματα Α και ω. Ένα άλλο λυχνάρι (Κ4035) με παράσταση πουλιού πάνω σε ένα αγγείο ίσως είναι αττικό του 5ου αιώνα31.
 Κεραμικά εργαστήρια λειτουργούσαν στην Ολυμπία και την περίοδο του δευτέρου χριστιανικού οικισμού. Σε παλαιότερη ανακοίνωση μου είχα παρουσιάσει μήτρες λυχναριών και λυχνάρια κυκλικού σχήματος με κωνική λαβή, τα οποία μαρτυρούν εργαστήριο λυχναριών του υστέρου 6ου αιώνα πιθανώς στην περιοχή βόρεια του Πρυτανείου32. Όμοιες μήτρες και λυχνάρια του ίδιου τύπου είχαν βρεθεί και σε παλαιότερες ανασκαφές στην Ολυμπία.
 Διακρίνονται τρεις ομάδες προϊόντων αυτού του τύπου:
1) εισαγόμενα λυχνάρια με ανάγλυφα μοτίβα, τα οποία είναι γνωστά από τα αφρικανικά και Late Roman C εργαστήρια, 
2) ντόπιες απομιμήσεις τέτοιων λυχναριών, καθώς και 
3) ντόπια παραδείγματα όπου η διακόσμηση χαράχτηκε στις μήτρες. 
 Οι μήτρες της Ολυμπίας που ανήκουν στη δεύτερη και την τρίτη ομάδα είναι οι μοναδικές δημοσιευμένες μήτρες λυχναριών του τύπου και αποδεικνύουν ότι υπήρχε παραγωγή τέτοιων λυχναριών στην Πελοπόννησο.
 Τυπολογικά κάπως παλαιότερες από τις προηγούμενες είναι δυο μήτρες για λυχνάρια του αφρικάνικου τύπου, η μία (Κ4249)33 από την παλαιά γερμανική ανασκαφή στη δυτική άκρη του σταδίου και η άλλη (Κ4250) από την ανασκαφή του Λεωνιδαίου.
 Ορισμένα όστρακα από τις ανασκαφές βόρεια του Πρυτανείου παραπέμπουν στην ύπαρξη κεραμικών εργαστηρίων στην ίδια περιοχή νωρίτερα και σε όλη την αυτοκρατορική περίοδο. Ενδεικτικά αναφέρω: ένα κλειστό αγγείο της πρώιμης αυτοκρατορικής περιόδου (Κ4065) με ρωγμή στον πυθμένα, η οποία το κάνει ακατάλληλο για χρήση ή τουλάχιστον για πώληση, θραύσματα από λυχνάρι πιθανώς του 2ου αιώνα που έχει γίνει πρασινωπό από υπερβολική θερμοκρασία (Κ4305), θραύσματα από επίσης κακοψημένο και πρασινωπό κορινθιακό σκύφο/ Corinthian Relief Bowl (Κ4879) του 3ου αιώνα, μήτρα για το κάτω τμήμα λυχναριού (Κ4107) που προέρχεται από ένα σύνολο χρονολογημένο στον 3ο αιώνα, και ένα θραύσμα από άλλο λυχνάρι (Κ4818) που έχει ψηθεί σε υπερβολική θερμοκρασία μέσα στον κλίβανο και πιθανώς χρονολογείται στον 4ο αιώνα.
 Είναι γνωστό ότι καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του ιερού υπήρχαν αρκετά εργαστήρια, όχι μόνο κεραμικής αλλά και άλλων κλάδων, μέσα στα όρια του ιερού και μάλιστα αρκετά κοντά στο κέντρο. Ενώ οι περισσότεροι γνωστοί κλίβανοι στην Ολυμπία έχουν σχήμα τετράγωνο και προορίζονταν κυρίως για την όπτηση πλίνθων34, απιόσχημος κλίβανος αυτοκρατορικών χρόνων είχε βρεθεί παλαιότερα στις θέρμες του Κλαδέου35, άλλος απροσδιόριστης χρονολογίας επίσης δυτικά της Άλτεως στην περιοχή βορειοδυτικά του ελληνικού λουτρού36Έτσι, το κεραμικό εργαστήριο του 5ου αιώνα στους πρόποδες του Κρονίου εντάσσεται κατά κάποιο τρόπο σε μια παλαιότερη παράδοση εργαστηρίων στο χώρο της Ολυμπίας37.


Christa Schauer
Στη μνήμη του Thomas Völling

1. Οι ανασκαφές έγιναν από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό τη γενική διεύθυνση του καθηγητή Helmut Kyrieleis. Το ανασκαφικό πρόγραμμα με θέμα το ιερό της Ολυμπίας στη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική εποχή άρχισε το 1987 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Ulrich Sinn, τον οποίο ευχαριστώ θερμά για την παραχώρηση του κεραμικού υλικού για δημοσίευση. Διεξοδική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής προετοιμάζεται για τη σειρά Olympische Forschungen του Γερμανικού Ινστιτούτου.
2. F. Adler, «Geschichte des Unterganges der Baudenkmäler zu Olympia», στο E. Curtius- F. Adler (επιμ.), Topographie und Geschichte von Olympia, Olympia 1, Berlin 1897, 93-98 οι ίδιοι (επιμ.), Olympia, Karten und Pläne, Berlin 1897, φύλλα Va και Vb· H.-V. Herrmann, Olympia. Heiligtum und Wettkampf statte, München 1972, 196-199.
3. A. Martin, «Two Roman Contexts from Olympia», ReiCretActa 33 (1996), 127-134· ο ίδιος, «Roman and Late Antique Fine Wares at Olympia», ReiCretActa 35 (1997), 211-216.
4. Βλ. Curtius- Adler (επιμ.), Olympia. Karten und Pläne, φύλλο Vb· Herrmann, Olympia, 199 εικ. 140.
5. Βλ. U. Sinn, «Bericht über das Forschungsprojekt Olympia in der römischen Kaiserzeit' I: Die Arbeiten von 1987-1992», Nikephoros 5 (1992), 75-84 και το άρθρο του ίδιου «Έκθεση των ερευνών στην Ολυμπία της ύστερης αρχαιότητας», στον παρόντα τόμο, 59-64. Το αρχιτεκτονικό σύνολο στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στη θέση 19 στο σχέδιο της εικ.1 του εν λόγω άρθρου του U. Sinn. Ετήσιες σύντομες εκθέσεις σχετικά με την πρόοδο των ανασκαφών έχουν περιληφθεί στα περιοδικά ΑΑ, BCHκαι ARepLond. Για μια άποψη (από ανατολικά) του χώρου μετά το τέλος της ανασκαφής, βλ. Ε.Β. French, ARepLond 37 (1991), 31, εικ.25.
6. Βλ. Curtius- Adler (επιμ.), Olympia 1,144 (χάρτης του αρχαιολογικού χώρου το 1881)· Curtius - Adler (επιμ.), Olympia. Karten undPläne, φύλλο IV και Via Β. Graef, «Die Mosaikfußböden», οτο E. Curtius- F. Adler (επιμ.), Die Baudenkmäler von Olympia, Olympia 2, Berlin 1892,180-183 και ειδικά 181.
7. Το ψηφιδωτό του περιστυλίου συντηρήθηκε το 1958 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία (συνεργασία της Ζ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Ολυμπίας με το Βυζαντινό Μουσείο). Για λόγους προστασίας αφαιρέθηκαν τα πολύχρωμα εμβλήματα της δυτικής και νότιας πλευράς, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο διάδρομο προς την εσωτερική αυλή του μουσείου. Βλ. Ν. Γιαλούρης, ΑΔ22 (1967) Χρονικά, 208, πίν.148α Ε. Παπακωνσταντίνου, ΑΔ36 (1981) Χρονικά, 147. Για τις παραστάσεις βλ. Α. Kankeleit, Kaiserzeitliche Mosaiken in Griechenland, διδ. διατρ.,1, Universität Bonn, 1994,229 κ.ε., πίν.53-62 και 2,214-219, αρ.121.
8. Βλ. Ch. Schauer, «Ein späthellenistischer Fundkomplex aus Olympia», Γ Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική. Χρονολογημένα σύνολα- εργαστήρια, 24-27Σεπτεμβρίου 1991, Θεσσαλονίκη, Πρακτικά, Αθήνα 1994,174-184, πίν. 106-126 η ίδια, «Ein hellenistischer Brunnen in Olympia», Α'Επιστημονική Συνάντηση για την ελληνιστική κεραμική, Μυτιλήνη, Μάρτιος 1994, Πρακτικά, Αθήνα 1997,24-34, πίν. 11-16.
9. Βλ. προς το παρόν H.W. Catling, ARepLond 34 (1988), 27, εικ.27
10. Η θέση του φαίνεται στη φωτογραφία στο Α. Pariente, BCH115 (1991), 866-867, εικ.31.
11. Βλ. προς το παρόν Ε.Β. French, ARepLond 36 (1990), 30-31, εικ.22.
12. Επειδή διαφέρει κάπως η τεχνική της κατασκευής, υπάρχει πιθανότητα η τετράγωνη δεξαμενή να είναι παλαιότερη από τις άλλες δυο.
13. Για την υπομονή της στη συναρμολόγηση των αγγείων ευχαριστώ θερμά τη συντηρήτρια κεραμικών της Γερμανικής Ανασκαφής στην Ολυμπία, Παναγιώτα Παπαηλίου.
14. H.S. Robinson, Pottery of the Roman Period. Chronology, The Athenian Agora 5, Princeton 1959,113 κ.ε., Group M, Layer XI και XII, πίν. 33.
15. Ό.π.,113 αρ.Μ315, πίν.33.
16. Ό.π.,116 αρ.Μ336, πίν.33.
17. M. Piérart- J.-P. Thalmann, «Céramique romaine et médiévale», Études Aryennes [BCHSuppl. 6], Athènes 1980,464 αρ.15-20, εικ.4, πίν.2.
18. Π.Γ. Θέμελης, ΠΑΕ1975,36-48, πίν. 15-35, ειδικά 40 κ.ε., πίν.19 (συνδέει την καταστροφή του κεραμικού εργαστηρίου με σεισμό που το +365 έπληξε την Εύβοια).
19. Robinson, Pottery, 115 αρ. Μ362, πίν.33.
20. Ό.π., 118 αρ. Μ365, πίν.33. Βλ. και 79 αρ. L45, πίν.17.
21. Piérart - Thalmann, «Céramique», αρ. A26, πίν.3. Λόγω της παρουσίας στην ίδια ομάδα αμφορέως (αρ.Α7) του τύπου Carthage, Late Roman Amphora 3= Benghazi, Late Roman Amphora 10 υπάρχει πιθανότητα να είναι και αυτό κάπως μεταγενέστερο. Βλ. για σύγκριση Robinson, Pottery, 112 αρ. Μ 307, πίν.31 (πρώιμος 5ος αι.).
22. Τη χΰτρα Κ1009 από παλαιότερη ανασκαφή δυτικά της Άλτεως αναφέρει ως συγκριτικό παράδειγμα ο J. Schilbach, «Die Datierung der Schichten im Südostgebiet», Olympiabericht 11, Berlin 1999,70-151, ειδικά 150151, πίν. 40,1 και 41,3.
23. Περιληπτικά, JA. Riley, «Coarse Pottery from Berenice», στο J. A. Lloyd (επιμ.), Excavations at Sidi Khrebish Benghan (Berenice) 2, Tripoli 1979,91-467, πίν.19-43, εικ.68-144, ειδικά353-354 αρ. D959-D965, εικ.128, πίν. 31. Παραδείγματα από την αρχαϊκή εποχή: Κ. Preka-Alexandri, «A Ceramic Workshop in Figareto, Corfu», Les ateliers de potiers dans le monde grec auxépoquesgéométrique, archaïque etclassique, επιμ. Fr. Blonde- J. Perreault [BCH Suppl. 23], Athènes 1992,41-52, ειδικά 51 εικ.10 Ν. Cuomo di Caprio, «Les ateliers des potiers en Grande Grèce: quelques aspects techniques», Les ateliers de potiers dans le monde grec aux époquesgéométrique, archaïque et classique, 69-85, ειδικά77, εικ.7. Παραδείγματα από την αυτοκρατορική εποχή: St. Markoulaki- J.-Y. Empereur- A. Marangou, «Recherches sur les centres de fabrication d'amphores de Crète occidentale», BCH113 (1989), 551-580, ειδικά 561, εικ.8· J.-Y. Empereur- Ch. Kritzas- A Marangou, «Recherches sur les amphores Cretoises, 2: les centres de fabrication d'amphores de Crète centrale», BCH 115 (1991), 481-523, ειδικά 492 κ.ε. εικ.12a-e, 18a, 21,36c-d, 47a-c, 55a-b· J.-Y. Empereur- A Marangou- N. Papadakis, «Recherches sur les amphores Cretoises (3)», BCH 116 (1992), 633-648, ειδικά 639 εικ.5f. Για ένα πιθανώς μεταγενέστερο παράδειγμα, βλ. και Β. Adamsheck, Kenchreai, Eastern Port of Corinth, 4: ThePottery, Leiden 1979,120 αρ. RC31, πίν.33.
24. Βλ. π.χ. Στ. Μαρκουλάκη, «Οι Ώρες και οι Εποχές σε ψηφιδωτό από το Καστέλλι Κισσάμου», Κρητική Εστία 1 (1987), 33-59, ειδικά 43 εικ.1 Ch. Vogt, «Πρωτοβυζαντινή κεραμική από την Αγία Γαλήνη», Κρητική Εστία 4 (1989-91), 39-80, πίν.1-8, ειδικά 17, πίν.3. Ευχαριστώ τον συνάδελφο Κλεάνθη Σιδηρόπουλο για την υπόδειξη του.
25. J.A Riley, «The Pottery from the Cisterns 1977.1,1977.2 και 1977.3», στο J.H. Humphrey (επιμ.), Excavations at Carthage 1977 conducted by the University ofMichigan, Carthage 6, Ann Arbor 1981,85-124, ειδικά 122 εικ.10.15.
26. Riley, «Coarse Pottery», 217-219.
27. Βλ. και D.P.S. Peacock- D.F. Williams, Amphorae and the Roman Economy: An Introductory Guide, London/New York 1986 (ανατυπ. 1991), 182-184, Class 43. Όπως παρατήρησε ο Riley στη δημοσίευση των χρηστικών αγγείων από τη Βερενίκη (βλ. παραπάνω, σημ. 23), οι εγχάρακτες γραμμές στα πρωιμότερα αγγεία του 5ου αι. είναι κατά κανόνα ίσιες, ενώ στα νεότερα παραδείγματα του 6ου αι. οι εγχαράξεις τείνουν να είναι κυματιστές. Εάν αυτά τα στοιχεία ισχύουν και για τους αμφορείς αυτού του τύπου στην Ελλάδα, το ένα θραύσμα ίσως ανήκει ήδη στον 6ο αι. Οι αμφορείς αυτοί κατασκευάστηκαν σε περισσότερα από ένα εργαστήρια. Στην Ελλάδα υπήρχε εγχώρια παραγωγή. Ενδείξεις εργαστηρίου έχουν βρεθεί στην Αργολίδα, βλ. W.W. Rudolph, «Excavations at Porto Cheli and Vicinity. Preliminary Report 5: The Early Byzantine Remains», Hesperia 48 (1979), 294-320, πίν. 80 και M.L. Zimmermann Munn, «A Late Roman Kiln Site in the Hermionid, Greece», AIA 89 (1985), 342-343 (πιστεύει ότι τέτοιοι αμφορείς προορίζονταν για ελαιόλαδο).
28. Βλ. το σχέδιο του Ι. Τραυλού στο άρθρο της Α. Kaloyeropoulou, «From the Techniques of Pottery», AAA 3 (1970), 429-434 εικ.10.0 W.R. Biers, «From the Furnace: A Note on Lampmakers Workshop», AAA 4 (1971), 414-416, εικ.1, αναφέρει τέτοια στηρίγματα από εργαστήρια πλίνθων στην Κόρινθο. Άλλα παραδείγματα βρέθηκαν π.χ. σε κεραμικά εργαστήρια της Ήλιδας (Θ. Καράγιωργα, «Κεραμεικός κλίβανος εν Ήλιδι», AAA4 (1971), 27-32, ειδικά 29-31, εικ.7), της Ερέτριας, όπου βρέθηκαν πάνω στη σχάρα του κλιβάνου (Π. Θέμελης, ΠΑΕ 1975, πίν.18α) και της Χαλκίδας (Α. Σάμψων, «Ένα κεραμεικό εργαστήριο στη Χαλκίδα της ρωμαιοκρατίας», Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά Χρονικά 2 (1987), 73-131, ειδικά 122-126, εικ.66, σχ.24.25.
29. Βλ. J.W. Hayes, Late Roman Pottery, London 1972,323 κ.ε., ειδικά 329 κ.ε., Form 3 και 363 κ.ε. αρ. 66.67, εικ.78 g-h (ύστερος 5ος και πρώιμος 6ος αι.) ο ίδιος, A Supplement to Late Roman Pottery, London 1980,525 κ.ε.
30. Ο. Broneer, The Lamps, Corinth 4.2, Cambridge Mass. 1930,118-119, 284-290, πίν.21.22, Type XXXI Hayes, Late Roman Pottery, 311, Type IIA.
31. Λυχνάρι με παρόμοια παράσταση βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα (αρ. ευρ.3237), βλ. Α. Karivieri, The Athenian Lamp Industry in LateAntiquity, Helsinki 1996, εικ.25.26.
32. Ch. Schauer, «Μήτρες λύχνων πρωτοχριστιανικής εποχής από την Ολυμπία», «Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία», Ανακοινώσεις κατά το Πρώτο Α ιεθνέςΣυμπόσιο, Αθήνα 19-21 Μαΐου 1989, επιμ. Α.Δ. Ριζάκης [Μελήματα 13], Αθήνα 1991,373-378.
33. Α. Furtwängler, Die Bronzen und die übrigen kleineren Funde von Olympia, Olympia 4, Berlin 1890,206 αρ. ευρ. Te.3527.
34. Βλ. Η. Schleif - R. Eilmann, «Die Palaestra», Olympiabericht 4, Berlin 1944,8 κ.ε., ειδικά 23-31, εικ.10-13, πίν.11. Υπολείμματα ενός άλλου τετράγωνου κλιβάνου εντοπίστηκαν το 1982 νότια του Λεωνιδαίου.
35. Βλ. Η. Schleif, «Die Badeanlage am Kladeos. Baubeschreibung», Olympiabericht 4,32-69, ειδικά 66 εικ.33.
36. Ό.π., πίν.21.
37. Όλες οι φωτογραφίες προέρχονται από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (φωτογράφοι: Α. Tzimas (εικ.1.1), Ε.Ι. Gehnen (εικ.1.2-1.5 και εικ.2). Για την τεχνική βοήθεια στην επεξεργασία του κειμένου ευχαριστώ το συνάδελφο Klaus-Valtin von Eickstedt, για τις γλωσσικές διορθώσεις του ελληνικού μου κειμένου τις κυρίες Ελένη Μπεχράκη και Ράνια Οικονόμου.




Οι Μεσσήνιοι στον Θουκιδίδη



 Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τους Μεσσηνίους 29 συνολικά φορές στο έργο του και πάντοτε μ’ ένα είδος ανυπόκριτου και συγκρατημένου θαυμασμού και έκδηλης συμπάθειας. Πουθενά δεν τους αναφέρει για κάτι απαράδεκτο, άνανδρο, άτιμο ή απάνθρωπο. Χωρίς να το λέει ποτε ρητά, αλλά με σαφήνεια για τον επαρκή αναγνώστη, που ξέρει να διαβάζη το «βαθύ κείμενο» ενός συγγραφέα, ο θαυμασμός και η εκτίμηση του ιστορικού συνοδεύουν τους Μεσσηνίους, από τη μιά πλευρά, για συνέπεια, ανδραγαθία και πολεμική αρετή και από την άλλη πλευρά η ειλικρινής συμπάθεια, γιατί ήταν ένας από τους πιό βασανισμένους λαούς της αρχαιότητας. Οπου όμως κι αν βρέθηκαν, στην προσφυγιά και τη διασπορά δεν έσκυψαν ποτέ το κεφάλι απέναντι στον προαιώνιο μισητό εχθρό, τους Σπαρτιάτες, που στάθηκαν η αιτία του εκπατρισμού και των συμφορών τους.
 Ας θυμηθούμε εδώ ότι παρόμοιο μίσος έτρεφαν προς τους Σπαρτιάτες και οι είλωτες της Λακωνίας, αλλά αυτοί οι τελευταίοι ήταν ως επί το πλείστον μη-Δωριείς, τα υπολείμματα των εντοπίων, των οποίων οι πρόγονοι είχαν αντισταθή στους εισβολείς, γι' αυτό και όταν νικήθηκαν περιέπεσαν σε δουλεία -κατ' αντίθεση προς όσους μη-Δωριείς παραδόθηκαν αμαχητί και έγιναν «περίοικοι» σε ένα Status «μεταξύ ελευθέρων και δούλων». Ενώ, οι Μεσσήνιοι ήταν Δωριείς σαν τους Σπαρτιάτες, που υπέστησαν τις συνέπειες της επεκτατικής πολιτικής των Σπαρτιατών, οι οποίοι είδαν τη «Μακαρία» δηλ. τη Μεσσηνιακή πεδιάδα σαν τον ζωτικό τους χώρο γιά επέκταση και εκμετάλλευση. 
 Οπότε οι Μεσσήνιοι, που μετά τον λεγόμενο Δ ́ Μεσσηνιακό πόλεμο (έγινε στα μέσα της δεκαετίας -470/-460) είχαν εγκατασταθή από τους Αθηναίους στη Ναύπακτο (456/5), ένιωθαν προς τους ομαίμους δυνάστες τους την πίκρα και το μίσος του απόκληρου και διωγμένου αδελφού, όχι τα ανάλογα συναισθήματα του καταπιεσμένου υπηρέτη. Πρέπει επίσης να θυμηθούμε εδώ ότι σε μια Προ-χριστιανική κοινωνία σαν αυτή η δίκαιη εκδίκηση όχι μόνο επιτρεπόταν ηθικά, αλλά και επιβαλλόταν «μη ηττάσθε τών φίλων ταις ευποιίαις και τών έχθρών ταις κακοποιίαις» ήταν ο κανόνας. Τέλος πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονισθή ότι αυτοί οι Μεσσήνιοι της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου («οι εν Ναυπάκτω» ή «οι εκ της Ναυπάκτου Μεσσήνιοι» τους ονομάζει σταθερά ο Θουκυδίδης), κατά τρόπο μοναδικό ανάμεσα σ' όλες τις εθνότητες, που ενεπλάκησαν στη διαμάχη στο πλευρό των Αθηναίων ή των Σπαρτιατών, ήταν ήδη εξόριστοι και πρόσφυγες όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος και παρέμειναν στην ίδια κατάσταση και μετά τη λήξη του, λόγω φυσικά της τελικής νίκης των Σπαρτιατών. Και τα μεν βάσανα των Μεσσηνίων προσφύγων, μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου και εξής μέχρι την ίδρυση της Μεσσήνης από τον Επαμεινώνδα, έχω ερευνήσει και παρουσιάσει σε μιά παρόμοια ανακοίνωση με θέμα "Απηλλάγησαν εκ της Ελλάδος" (Η τύχη των αρχαίων Μεσσηνίων της διασποράς)1 στη διάρκεια του Α ́ Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών. Σήμερα δε θα παρουσιάσω και θα σχολιάσω τα πιό ενδιαφέροντα περιστατικά της δράσεως των Μεσσηνίων στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως εκτίθενται από τον Θουκυδίδη και, συμπληρωματικά, από άλλες πηγές.

 Στο τρίτο βιβλίο, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη στην Αμβρακία το 426/5, ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι σε κάποια μάχη ο στρατηγός «Μεσσηνίους πρώτους επίτηδες προύταξε και προσαγορεύειν εκέλευε Δωρίδα τε γλώσσαν ιέντας και τοις προφύλαξι πίστιν παρεχομένους, άμα δε και ου καθαρωμένους τη όψει νυκτός έτι ούσης»2. Φαίνεται ότι το στρατήγημα συνέβαλε αποφασιστικά στην έκβαση της μάχης, γιατί αμέσως μετά μαθαίνουμε ότι "Ως ούν επέπεσε τώ στρατεύματι αυτών, τρέπουσι, και τους μεν πολλούς αυτού διέφθειραν, οι δε λοιποί κατά τα όρη ές φυγήν ώρμησαν"3.
 Η χρησιμοποίηση αυτή των Μεσσηνίων της Ναυπάκτου και η αξιοποίηση της Δωρικής τους γλώσσας σε νυχτερινή συμπλοκή Αθηναίων και Αμβρακιωτών, που ήταν Δωριείς επίσης, άποικοι των Κορινθίων, ώστε να επιφέρουν οι Μεσσήνιοι σύγχυση στις τάξεις των εχθρών, που λόγω του σκότους δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποιοι μιλούσαν (και προφανώς έδιναν παραπλανητικές οδηγίες, προτροπές και πληροφορίες το «προσαγορεύειν» τα περιλαμβάνει όλα), έχει προκαλέσει κάποιες απορίες. Ο A. W. Gomme π.χ. σχολιάζοντας το παραπάνω σχετικό χωρίο, παρατηρεί ότι "It would seem that there had been little change in idiom and pronunciation since very early times, if the Amprakiots could be so easily deceived; yet this is contrary to what we know of the Dorian, as well as of other Greek dialects"4.
 Δεν μας εξηγεί όμως ο διάσημος ερευνητής τι ακριβώς εννοεί μ' αυτό το τελευταίο, ιδιαίτερα το λόγο για τον οποίο οι γνώσεις του στην αρχαία ελληνική διαλεκτολογία τον οδηγούν σ’ αντίθεση με την πληροφορία του Θουκυδίδη. Ειλικρινώς δεν βλέπω το λόγο ν’ απορή κανείς για το συμβάν, επικαλούμενος μάλιστα τη διαλεκτολογία, ιδιαίτερα αν λάβη υπόψη του ότι πρόκειται για ένα στρατήγημα (στρατηγικό τέχνασμα) βασισμένο στο ομώγλωσσο των δύο στρατών και ότι θα πρέπει οι Μεσσήνιοι, κατάλληλα οδηγημένοι και προετοιμασμένοι να προσποιήθηκαν και να μιμήθηκαν την προφορά και τους ιδιωματισμούς των αντιπάλων Δωριέων, πράγμα, που δεν είναι και τόσο δύσκολο5.
 Το ομόφωνο, το στοιχείο δηλ. της γλωσσικής ταυτότητας, θα επανέλθη επανειλημμένως και με έμφαση στο 4ο βιβλίο. Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί ότι στο ομόγλωσσο των Μεσσηνίων φυγάδων της Ναυπάκτου προς τους Λακεδαιμονίους βασίστηκε η σημαντική απόφαση των Αθηναίων να μεταφέρουν και να εγκαταστήσουν τους πιό ικανούς Μεσσηνίους στην Πύλο, την οποία είχαν κατακτήσει και οχυρώσει μετά τα εκεί επεισόδια του 425 (δηλ. μια γενιά ακριβώς μετά την απέλασή τους εκτός Πελοποννήσου) προκειμένου να λεηλατούν και να βλάπτουν την όμορη Λακωνική γη και τους κατοίκους της, πράγμα που θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν, εξηγεί ο Θουκυδίδης, και γιατί ήταν ομόγλωσσοί τους και γιατί θα δρούσαν ορμώμενοι από την παλιά πατρίδα, αφού η Πύλος και στο παρελθόν ανήκε στη Μεσσηνία, όπως με έμφαση τονίζει ο ιστορικός: «Γης γαρ Πύλου φυλακήν κατεστήσαντο [sic. Αθηναίοι], και οι εκ της Ναυπάκτου Μεσσήνιοι ώς ές πατρίδα ταύτην (έστι γαρ ή Πύλος της Μεσσηνίδας ποτέ ούσης γης) πέμψαντες σφών αυτών τους επιτηδειοτάτους ελήζοντότε την Λακωνικήν και πλείστα έβλαπτον ομόφωνοι όντες»6.

Οι Σπαρτιάτες αντιμετωπίζουν τους αποβιβασθέντες Αθηναίους στην Σφακτηρία
 Το ενδιαφέρον είναι ότι τα ίδια και σχεδόν ipsis νεrbis μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης και λίγο νωρίτερα στο 4ο βιβλίο, όπου ο λόγος πάλι για την Πύλο και τις διαβουλεύσεις των ιθυνόντων πριν από τις εκεί πολεμικές επιχειρήσεις. Με τη διορατικότητα, που τον διέκρινε, ο στρατηγός Δημοσθένης επιχειρηματολογεί προς τους δύο συστρατήγους τους Ευρυμέδοντα και Σοφοκλή, και προς τους άλλους επιτελείς αξιωματικούς για ποιους λόγους συνέφερε τους Αθηναίους να οχυρώσουν την Πύλο. Ανάμεσα στ' άλλα επικαλείται και τη δυνατότητα δράσεως των Μεσσηνίων της Ναυπάκτου, οι οποίοι ως γνώστες του τόπου και ομόγλωσσοι των Λακεδαιμονίων, θα μπορούσαν να τους πλήξουν αποτελεσματικά ενεργώντας ως δολιοφθορείς καταδρομείς και ληστές και ταυτόχρονα ως ακρίτες φρουροί της Πύλου και της Μεσσηνίας: «Και τους Μεσσηνίους οικείους όντας αυτώ το αρχαίον και ομοφώνους τοις Λακεδαιμονίοις πλείστ΄άν βλάπτειν εξ αυτού όρμωμένους και βεβαίους άμα του χωρίου φύλακας έσεσθαι»7.
 Εδώ αξίζει να μας απασχολήση η γνώμη του Gomme πάλι, ο οποίος σχολιάζοντας τα παραπάνω, παρατηρεί: «Οπωσδήποτε δεν μιλούσαν Δωρικά όλοι οι είλωτες ίσως μάλιστα μετά την τελευταία εξέγερση εννοεί τον λεγόμενο 4ο Μεσσηνιακό πόλεμο αυτοί ήταν μια μικρή μόνο μειονότητα και ότι αυτοί οι μή-Δωρικής καταγωγής (Μεσσήνιοι είλωτες) θα μπορούσαν να διακριθούν προφανώς ακόμη από τη διάλεκτο, που μιλούσαν». Συμφωνώ ότι δεν μιλούσαν όλοι Δωρικά. Αλλά από πουθενά δεν φαίνεται πιθανό ότι αυτοί που μιλούσαν Δωρικά αποτελούσαν μικρή μόνο μειονότητα. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία εδώ είναι, το ότι ο Gomme λέγοντας τα παραπάνω δείχνει να μην είχε ακόμη διαβάσει την επόμενη πληροφορία του Θουκυδίδη, που εμείς είδαμε προηγουμένως, ότι δηλ. για το σκοπό αυτό οι Αθηναίοι θα χρησιμοποιούσαν όχι τόσο ντόπιους μή-Δωριείς είλωτες της Μεσσηνίας όσο επίλεκτους (τους «επιτηδειοτάτους» λέει το κείμενο) Μεσσηνίους της Ναυπάκτου. Αυτό που ο Θουκυδίδης έχει στο νου του στο σημείο αυτό και το διατυπώνει διά στόματος Δημοσθένη είναι η συμπληρωματική πληροφορία του παραπάνω χωρίου, που αποτελεί και ιστορικό γεγονός, όχι μόνο επιχείρημα.
 Το αποτέλεσμα πάντως ήταν πολύ θετικό. Αυτό που ο στρατηγός Δημοσθένης σκεφτόταν για τους Μεσσήνιους πρόσφυγες στο IV.3.3. και πραγματοποίησε στο ΙV.41.2 έχοντας την ανάλογη θετική εμπειρία της Αμβρακίας, κατεθορύβησε τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι, κατά τη διατύπωση του Θουκυδίδη, "αμαθείς όντες έν τώ πριν χρόνω ληστείας και του τοιούτου πολέμου, τών τε Ειλώτων αυτομολούντων και φοβούμενοι μη και επί μακρότερον σφίσι τι νεωτερισθή των κατά την χώραν, ου ραδίως έφεραν, αλλά καίπερ ου βουλόμενοι ένδηλοι είναι τοις Αθηναίοις, επρεσβεύοντο παρ' αυτούς και εμπειρώντο την τε Πύλον και τους άνδρας κομίζεσθαι. Οι δε [sc. Αθηναίοι] μειζόνων τε ωρέγοντο και πολλάκις φοιτώντων αυτούς άπρακτους απέπεμπον"10.
 Από το απόσπασμα αυτό μαθαίνουμε πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στον τομέα των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας. Εδώ το κείμενο απαιτεί περισσότερο ερμηνεία παρά μετάφραση και ο ρόλος της διαλεκτικής χρήσεως της Δωρικής γλώσσας από τους Μεσσηνίους ως όπλου κατά των Λακεδαιμονίων βγαίνει περισσότερο συμπερασματικά κατά λογική αναγκαιότητα και λιγότερο από ρητή πληροφόρηση. Πιο συγκεκριμένα. Ο φόβος των Σπαρτιατών από την αυτομολία των ειλώτων «μη και επί μακρότερον σφίσι τι νεωτερισθή τών κατά την χώραν», σημαίνει ότι υπολόγιζαν πώς οι εκεί Μεσσήνιοι μαχητές μπορούσαν να επηρεάσουν σοβαρά σε λιποταξία τους Λάκωνες είλωτες και να γενικευθεί το κακό για τους Σπαρτιάτες. Και εδώ φυσικά έγκειται το ότι άφησε τα δυό χωρία σχεδόν αυτολεξεί διατυπωμένα. Πιστεύω όμως ότι και τότε δεν θα άλλαζε το κείμενό του πάρα πολύ, γιατί κατά ένα μέρος ήθελε να δώση έμφαση στο γεγονός της γειτνιάσεως και της ομογλωσσίας ως αποτελεσματικού παράγοντα φθοράς του εχθρού με ληστείες και παρακίνηση των ειλώτων σε εξέγερση, δηλ. με ένα είδος δράσης agit. prop. (agitatio et propaganda). Συνεπώς και οι λέξεις, που επαναλαμβάνονται εδώ, φαίνεται να είναι γνήσιες και μάλλον δεν μπορούμε να αγανακτήσουμε φιλολογικά, όπως έκανε ο Οράτιος για τον Όμηρο, ότι και ο Θουκυδίδης κάποτε κοιμάται11.

Οι ελαφρά οπλισμένοι Αθηναίοι επιτίθενται στους Σπαρτιάτες στην Σφακτηρία

 Αν κρίνουμε όμως από το τελικό αποτέλεσμα αυτού του επεισοδίου, φαίνεται ότι, παρά τους παραπάνω υπολογισμούς του Δημοσθένη και τους φόβους των Σπαρτιατών, η κατοχή και φρούρηση της Πύλου και η δράση των Μεσσηνίων μικρή μόνο δυσμενή επίδραση είχε στην εξέγερση των Λακώνων ειλώτων και στην ασφάλεια των Σπαρτιατών. Ο Gomπne ως εξήγηση του φαινομένου προτείνει, εύστοχα κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι οι Μεσσήνιοι ακρίτες δεν μπόρεσαν τελικά να κινήσουν σε λιποταξία πολλούς Λάκωνες είλωτες, γιατί δεν πρέπει να είχαν και μεγάλες συμπάθειες ανάμεσα στους μή-Δωριείς είλωτες της Λακωνικής, αφού παλαιά και οι ίδιοι οι Μεσσήνιοι είχαν υποτάξει και καταπιέσει τον ντόπιο μη-Δωρικό κόσμο της Μεσσηνίας κατά την αρχική κατάκτηση της Πελοποννήσου. Αφ' ετέρου, συνεχίζει, γιατί μετά την καταστολή της τελευταίας εξεγέρσεως των ειλώτων (πιθανόν κυρίως Μεσσηνίων) η σημασία της γειτνιάσεως και της ομογλωσσίας ήταν μειωμένη.
 Ως προς το κείμενο τώρα του Θουκυδίδη στο παραπάνω χωρίο (IV.41.3) είναι άξια φιλολογικής προσοχής τα εξής: Πρώτον ότι προτάθηκε τον Stephanus ως διόρθωση ή ως varia lectio αντί του "αμαθείς" το "απαθείς", την οποία βεβιασμένα αποδέχεται και ο Gomme με το επιχείρημα ότι "αμαθείς is a word of the wrong colour here" και προβάλλοντας προς το «απαθέες εόντες πόνων» του Ηροδότου12. Θα αντιπαρατηρούσε κανείς ότι, επειδή οι εκφράσεις απαθής ή αμαθής+γεν. είναι πολύ κοινές, και με την ίδια περίπου σημασία, η ύπαρξη της μιάς σ' έναν συγγραφέα δεν αποδεικνύει καθόλου την ύπαρξή της ή μη σ' έναν άλλο. Επίσης ότι το θέμα του «χρώματος» ως υφολογικού στοιχείου είναι εδώ άσχετο, γιατί αυτό που με σαφήνεια δηλώνει ο Θουκυδίδης είναι ότι οι Σπαρτιάτες στιβαροί οπλίτες καθώς ήταν και μαθημένοι εξ απαλών ονύχων σε μάχες εκ του συστάδην, ήταν άπειροι (αμάθητοι δηλ.) άρα ευάλωτοι σε τέτοιου είδους πόλεμο, σε ληστρικές επιδρομές δηλ. όπως υποτίθεται ότι θα ήταν η δράση των Μεσσηνίων σ' αυτήν την όμορη μεταξύ Μεσσηνίας και Λακωνίας περιοχή. Συνεπώς τό κείμενο δεν φαίνεται ότι χρειάζεται διόρθωση.
 Δεύτερον, όλοι οι νεότεροι σχολιαστές συμπεριλαμβανομένων και των Classen-Steup και του Gomme ορθώς βλέπουν εδώ «μια ένδειξη ότι έλειψε από τον Θουκυδίδη η ευκαιρία να αναθεωρήση το κείμενό του, αν βέβαια οι λέξεις είναι γνήσιες, και ότι η έκφραση «ομόφωνοι όντες», που επαναλαμβάνεται από το IV.3.3, δεν πρέπει να μας εκπλήσση13. Συμφωνώ ότι, αν ο Θουκυδίδης είχε το χρόνο να ξαναδή το γραπτό του, θα έβλεπε ότι δεν υπήρχαν πια στη Λακωνία πολλοί Μεσσήνιοι που μιλούσαν τη Δωρική διάλεκτο και οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν πιθανότατα απομακρυνθή από την πατρική τους γή σ' άλλα σημεία της Λακωνικής.
 Σύμφωνοι, σε γενικές γραμμές. Υπάρχει όμως και ένα άλλο συμπέρασμα, που εξάγεται ex eventu, όπως πρέπει να κρίνωνται τα γεγονότα στην Ιστορία. Το γεγονός δηλ. ότι οι Σπαρτιάτες, επειδή ταράχτηκαν στην αρχή, άσχετα αν δεν επαληθεύτηκαν οι φόβοι τους, άρχισαν να στέλνουν συχνές πρεσβείες στην Αθήνα και να ζητούν επίμονα ειρήνη με μόνο αντάλλαγμα την επιστροφή των αιχμαλώτων της Σφακτηρίας. Και αυτό είναι ένα πραγματικό αποτέλεσμα, που επηρέασε μάλιστα σημαντικά ολόκληρη την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, τον Δεκαετή ή Αρχιδάμειο λεγόμενο πόλεμο. Γιατί τα επεισόδια της Πύλου και η εκεί αιχμαλώτιση επίλεκτων Σπαρτιατών και άλλων Πελοποννησίων παρ' ολίγο να προκαλέση την οριστική λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου με νικητές τους Αθηναίους και με μόνο όρο των Σπαρτιατών την απόδοση των αιχμαλώτων. Αλλά οι Αθηναίοι υπό τον Κλέωνα «μειζόνων τε ωρέγοντο», μέχρι που τα έχασαν όλα στο τέλος. Και ο Αριστοφάνης, που όταν δεν αστειεύεται, σοβαρολογεί δεινώς, στους Ιππής απηχεί τις άγονες διπλωματικές αποστολές των Σπαρτιατών στην Αθήνα και την αποπομπή τους από τους Αθηναίους. «Αρχεπτολέμου δε φέροντος/ την ειρήνην εξεσκέδασας, τας πρεσβείας τ’ απελαύνεις / εκ της πόλεως ραθαπυγίζων, αί τας σπονδάς προκαλούνται»14.
 Και κάτι ακόμη που αξίζει να τονισθή. Όταν ο Δημοσθένης κατέφυγε στην Πύλο, λόγω τυχαίας κακοκαιρίας, καθώς έπλεε προς τη Σικελία15, πρότεινε αμέσως στους συστρατήγους του ν' αρχίσουν την οχύρωση του τόπου, αυτοί του απάντησαν ειρωνικά (κι αυτό είναι από τα πολύ λίγα ανεκδοτολογικά στοιχεία στο έργο του Θουκυδίδη) ότι, αν θέλει να δαπανά άσκοπα δημόσια χρήματα, υπάρχουν πολλά ακρωτήρια αφρούρητα στην Πελοπόννησο: «Οι δε πολλάς έφασαν είναι άκρας ερήμους της Πελοποννήσου, ήν βούλη ται καταλαμβάνων την πόλιν δαπανάν»16. Φαίνεται όμως πιθανότατο ότι η εμμονή αυτή του Δημοσθένη δεν ήταν τυχαία, αλλά οφειλόταν στις διαβουλεύσεις, που είχε κάνει με τους Μεσσηνίους της Ναυπάκτου, που τον είχαν, όπως είδαμε, βοηθήσει στην προηγούμενη εκστρατεία του στην Ακαρνανία. Αυτοί κατά πάσα πιθανότητα τον είχαν συμβουλεύσει ιδιαίτερα και εμπιστευτικά για τις στρατηγικές δυνατότητες, που παρουσίαζε ο τόπος για δράση, αν χρησιμοποιούσε μάλιστα προς τούτο τους ίδιους, που γνώριζαν τα μέρη αυτά από τα νιάτα τους ή τα παιδικά τους χρόνια πριν από μια περίπου γενιά, αφότου εκδιώχτηκαν από την πατρίδα τους. Και ακριβώς αυτές οι συμβουλές των Μεσσηνίων θα ήταν που τον οδήγησαν στην ανάληψη της σπουδαιότατης αυτής επιχειρήσεως στην Πύλο, που οδήγησε σε μεγάλη συμφορά των Σπαρτιατών. Ο Δημοσθένης πρέπει να επείσθη, γιατί είχε δοκιμάσει την αξιοπιστία και την ικανότητα των Μεσσηνίων συμβούλων του. Έτσι, επειδή καμιά φορά «κάλλιον τύχη στρατηγεί», ο αρχικός στρατηγικός στόχος (η αξιοποίηση δηλ. των Μεσσηνίων και της Δωρικής γλώσσας τους) ξεπεράστηκε σε σημασία από το αναπάντεχο γεγονός της αιχμαλωσίας των ευγενών Σπαρτιατών και άλλων Πελοποννησίων με μεγάλες συνέπειες γιά την τύχη του όλου πολέμου.

Η Νίκη του Παιωνίου. Το άγαλμα στήθηκε στην Ολυμπία από τους Μεσσήνιους και Ναυπάκτιους σε ανάμνηση των γεγονότων του -425
 Ας δούμε όμως και τη συνέχεια των παραπάνω επεισοδίων με πρωταγωνιστές τους Μεσσήνιους πρόσφυγες. Η δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο κατά των Λακώνων συνεχιζόταν κανονικά με ληστείες, δολιοφθορές και καταδρομές μέχρις ότου το θέρος του 421, στη διάρκεια της λεγόμενης «Ειρήνης του Νικία» οι Σπαρτιάτες, με έντονα διπλωματικά διαβήματα, έπεισαν τους Αθηναίους να απομακρύνουν από την Πύλο τους Μεσσηνίους και τους άλλους είλωτες και όσους είχαν αυτομολήσει από τη Λακωνική και να τους εγκαταστήσουν στα Κράνια της Κεφαλλωνιάς17.
 Διόμιση χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 419/8, οι Αθηναίοι μετά από πιέσεις των Αργείων, «Αλκιβιάδου πείσαντος», κατήγγειλαν τη Σπάρτη ότι παραβιάζει τις συνθήκες της ειρήνης και μ' αυτό το πρόσχημα έφεραν πίσω στην Πύλο όσους Μεσσήνιους και άλλους είλωτες είχαν εγκαταστήσει στην Κεφαλλωνιά με τον ρητό σκοπό να βλάπτουν τους Λακεδαιμονίους, όπως και πριν18. Αυτή η τελευταία κίνηση έγινε στο πλαίσιο της λεγόμενης «Πελοποννησιακής πολιτικής» του Αλκιβιάδη, που θα καταλήξη το επόμενο θέρος στην περίφημη δεύτερη μάχη της Μαντινείας (του 418). Αργότερα, το θέρος του 416, οι Σπαρτιάτες, έχοντας υποστή σοβαρές απώλειες από τη δράση των Μεσσηνίων στην Πύλο, δεν εθεώρησαν μεν τα συμβαίνοντα ως casus belli, ώστε να αρχίσουν ανοιχτές εχθροπραξίες παραβιάζοντας την ειρήνη, εξέδωσαν όμως προκήρυξη ότι, όποιος ήθελε, μπορούσε ατιμωρητί να ληστεύη και βλάπτη τους Μεσσηνίους καθώς και τους τυχόν Αθηναίους που βρίσκονταν και δρούσαν στην Πύλο19. Εδώ είναι η πρώτη φορά που ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τον όρο «οι εκ της Πύλου Αθηναίοι», αντι των Μεσσηνίων. Εννοεί όμως σαφέστατα τους Αθηναίους εκπαιδευτές ή καθοδηγητές των Μεσσηνίων, που δρούσαν στην περιοχή20.
 Φαίνεται όμως ότι εξακολουθούσαν να ζούν και να δρούν Μεσσήνιοι και στην Πύλο και στη Ναύπακτο τουλάχιστον μέχρι το 415. Διαβάζουμε στον Θουκυδίδη ότι πάλι ο στρατηγός Δημοσθένης έστειλε και ζήτησε από τους Μεσσηνίους να συμμετάσχουν στη Σικελική εκστρατεία21. Οι τελευταίοι πρέπει να ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Αθηναίων, και ιδιαίτερα του στρατηγού Δημοσθένη, με τον οποίο τους συνέδεαν πολλά, γιατί η τελευταία αναφορά του Θουκυδίδη σ' αυτούς βρίσκεται στον κατάλογο των συμμάχων των Αθηναίων στη Σικελία "Και οι Μεσσήνιοι νύν καλούμενοι έκ Ναυπάκτου και εκ Πύλου τότε υπ' Αθηναίων εχομένης ές τον πόλεμον παρελήφθησαν"22.

Ανδρέας Παναγόπουλος
Επ. Καθηγητής Πανεπ. Αθηνών
"Οι Μεσσήνιοι στον Θουκιδίδη"
Πρακτικά Γ΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, 1989.

1. Πεπραγμένα του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, ΙΙ, Αθήνα 1976, 300-307.
2. IIΙ. 112.4.
3. III. 112.5.
4. H.C.T., on III. l12.4.
5. Για ένα σύγχρονό μας στρατήγημα, βασισμένο στην εκμετάλλευση τής γλώσσας, βλ. Πεπραγμένα (έ.ά, σημ.), σ.303, σημ.4.
6. IV, 41.2.
7. IV. 3.3. O Gomme ορθώς σχολιάζει: «This could not have been of much advantage if the neighbourhood over a large area was uninhabited at the time).
8. H.C.T., ad. loc.
9. IV. 41.2.
10. IV. 41. 3-4.
l1. Ars Poetica, 359: «Indignor quandoque bonus dormitat Homerus ». 
12. VI. 12.2.
13. H.C.T., ad. loc. 
14. 794-6.
15. IV. 3.1-2.
16. IV. 3.3. Και τό «ερήμους» δεν σημαίνει εδώ ότι ήταν άκατοίκητα, αλλά άφύλακτα, αφρούρητα αλλιώς δεν θα είχε νόημα ή πληροφορία του IV. 3.3 "πλείστ αν βλάπτειν."
17. V. 35.7 .
18. V. 56.3.
19. V. 115.3.
20. Γι' αυτό δεν είναι αναγκαία ή διόρθωση του Κruger, που όβελίζει τό «Αθηναίοι». Το ίδιο επαναλαμβάνεται στο VII. 18.3.
21. VII. 31.2
22. VII. 57.8,





Η πτώση της Σφακτηρίας, 1825


Η Πτώση της Σφακτηρίας υπήρξε μια από τις πολεμικές εμπλοκές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με νικηφόρα έκβαση για τους Αιγυπτίους.



 Την 1η Μαΐου [Π.Η. 19η Απριλίου] 1825 ο Αναστάσιος Τσαμαδός διερχόμενος με το βρίκιο «Άρης» από το Νεόκαστρο (ή την σημερινή Πύλο) ενώ ήταν σε αποστολή μεταφοράς πολεμικού υλικού με προορισμό την Πάτρα, αυτεπαγγέλτως στάθμευσε και ζήτησε άδεια από τον Υπουργό Πολέμου της Κυβέρνησης να παραμείνει και να εφοδιάσει την άμυνα του λιμανιού λόγω του ότι ο Ιμπραήμ Πασάς ετοίμαζε εκεί απόβαση.
 Έτσι και έγινε, μετά από συμβούλιο που διεξήχθη στο πλοίο «Άρης» υπό του υπουργού Πολέμου Αναγνωσταρά, όπου αποφασίστηκε να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού με 500 ακόμα άνδρες και ναυτικούς, καθώς και να ζητήσουν επιπλέον ενισχύσεις. Στις 4 Μαΐου [Π.Η. 22 Απριλίου] 1825 ο ελληνικός στόλος βρέθηκε εμπρός στο Νεόκαστρο, ενώ ο εχθρικός γύρω στις Οινούσες. Ο Ανδρέας Μιαούλης αφού συσκέφθηκε με τον Τσαμαδό, παρατάχθηκε για μάχη, αλλά όλη η μέρα πέρασε με ακροβολισμούς, ομοίως, και οι επόμενες δύο επιθέσεις του ελληνικού στόλου δεν κατάφεραν να παρασύρουν τον εχθρικό στόλο σε κάποια ναυμαχία.
 Μετά την αποτυχημένη απόβαση του Ιμπραήμ Πασά στο Νεόκαστρο την 7η Μαΐου [Π.Η. 25η Απριλίου], ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που ήταν ο απεσταλμένος του προέδρου του Εκτελεστικού Γεωργίου Κουντουριώτη, πέρασε με τους λιγοστούς του άνδρες στη Σφακτηρία, όπου η θέση των Ελλήνων είχε γίνει κρίσιμη και οι δυνάμεις των υπερασπιστών της Σφακτηρίας με αρχηγό τον Αναγνωσταρά ήταν μικρές. Κύριος στόχος του Ιμπραήμ ήταν η Σφακτηρία. Σύμφωνα με το σχέδιό του η πρώτη μοίρα, που αποτελείτο από 3 φρεγάτες, 4 κορβέττες και 39 άλλα μικρότερα πλοία, διατάχθηκε να εισδύσει στον κόλπο να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει την απόβαση. Η δεύτερη μοίρα, που αποτελείτο από τα μεγαλύτερα πλοία, θα ορμούσε εναντίον του ελληνικού στόλου που λοξοδρομούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως τα αιγυπτιακά στρατεύματα της ξηράς θα επιτίθενταν εναντίον του Παλαιοκάστρου.

Αποτύπωση της μάχης της Σφακτηρίας και της πολιορκίας του Ναβαρίνου, όπως απεικονίζεται από τον Παναγιώτη Ζωγράφο
 Την νύχτα της 7ης Μαΐου [Π.Η. 25ης Απριλίου] προς την 8η Μαΐου [Π.Η. 26η Απριλίου] 1825 ο Aιγυπτιακός στόλος, έχοντας πλέον ευνοϊκό άνεμο, εισέπλευσε στον όρμο του Nαυαρίνου συνοδεύοντας αποβατικό σώμα τριών χιλιάδων ανδρών για να καταλάβει τον όρμο και το φρούριό του. O εχθρός αρχικά κατέλαβε τη Σφακτηρία φονεύοντας 350 από τους 800 υπερασπιστές της, μεταξύ των οποίων ήταν ο φιλικός και αρχηγός των Ελλήνων στη μάχη Αναγνωσταράς, ο Χιλίαρχος Σταύρος Σαχίνης, ο φιλέλληνας Ιταλός κόμης Σανταρόζα και ο Πλοίαρχος Aναστάσιος Tσαμαδός που βρισκόταν στην ξηρά στο πλευρό των αμυνομένων Ελλήνων μαζί με 200 περίπου αξιωματικούς και ναυτικούς που εγκατέλειψαν και αυτοί τις λέμβους τους για να βοηθήσουν στη μάχη. Tο γεγονός ότι όχι μόνο αυτός αλλά και ο κυβερνήτης του πλοίου «Aθηνά», ο Πλοίαρχος Νικόλαος Βότσης, δεν πρόλαβαν να επιβιβασθούν στα πλοία τους σημαίνει ότι ο είσπλους των Aιγυπτίων έγινε αιφνιδιαστικά. Όταν οι ναυτικοί μας τράπηκαν σε φυγή, επιστρέφοντας ατάκτως στις λέμβους τους, επέβησαν όπου ήταν δυνατόν ανεξαρτήτως αν ήταν το πλήρωμα του σκάφους ή όχι. Δύο από τα πέντε άλλα πλοία μας που ήταν στον όρμο πρόλαβαν να σαλπάρουν έγκαιρα και να εξέλθουν ανενόχλητα, με κυβερνήτες τον Θεόδωρο Σάντο Σπετσιώτη και τον Βασίλειο Σ. Βουδούρη. Το «Aθηνά» χωρίς τον κυβερνήτη του επιχείρησε και επέτυχε ηρωική έξοδο. Στο βρίκιο «Αχιλλεύς», ενώ απέπλεε από τον όρμο υπό των αδελφών Γεωργίου και Αντωνίου Ορλάνδου, κρεμάσθηκαν τριάντα ναύτες στα πλευρά της λέμβου με το σώμα στη θάλασσα, όπως και σε άλλα πλοία. Επίσης, το τρικάταρτο και βαριά οπλισμένο «Ποσειδών» υπό του Θεοφίλου Μουλά, απέπλευσε οριακά φορτωμένο με βαρέλια νερό στην πλώρη για να μοιάζει πυρπολικό και έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς να προσπαθήσουν να το εμβολίσουν. Tελευταίο έμεινε το βρίκιο «Άρης» που είχε μείνει μέσα στον όρμο περιμένοντας τον κυβερνήτη του. Mόλις το πλήρωμα έμαθε για το θάνατό του απέπλευσε με τον Πλοίαρχο Nικόλαο Bότση, που πρόλαβε να επιβιβαστεί την τελευταία στιγμή σε αυτό μαζί με τον Δημήτριο Σαχτούρη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.

Ελαιογραφία "Η έξοδος του Άρη" του Κωνσταντίνου Βολανάκη

Η έξοδος του Άρη

Το βρίκιο «Άρης» του Πλοιάρχου Αναστασίου Τσαμαδού δοξάστηκε στις 8 Μαΐου [Π.Η. 26 Απριλίου] 1825, λίγο πριν την Πτώση της Σφακτηρίας, με τη διάσπαση κατά την πολιορκία του νησιού, όπου πέρασε με επιτυχία ανάμεσα από τον κλειό των Αιγυπτιακών πλοίων του Ιμπραήμ Πασά στην νήσο Σφακτηρία, με κυβερνήτη τον Νικόλαο Βότση, διαφεύγοντας σώο από τον κόλπο του Ναυαρίνου μετά από πολύωρη μάχη, μεταφέροντας στα ανοιχτά της θαλάσσης και κοντά στην ασφάλεια του ελληνικού στόλου τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και πολλούς ακόμα αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης.


Πηγή: el.wikipedia






Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Καπετάν Νικολούλιας: Ο αετός των Κοντοβουνίων


Είναι χρέος και καθήκον επιβεβλημένο, η εθνική μνήμη να δοξάζει και να τιμά όλους εκείνους που δούλεψαν γιά να χτιστεί το μεγάλο και αθάνατο έπος του 21, επώνυμους και ανώνυμους, τα πρώτα, τα μεγάλα ονόματα, αλλά και τα δεύτερα, τα ανώνυμα και άγνωστα μέχρι σήμερα, το μεγάλο πλήθος, που χωρίς τη σύμπραξή του, οι μεγάλοι γνωστοί θα ήταν μικροί και άγνωστοι. Η άγνωστη χορεία των ηρώων των προεπαναστατικών και επαναστατικών χρόνων είναι τεράστια και τέτοια πρέπει να είναι και η συλλογική μας ευγνωμοσύνη, σε κάθε δοξαστική εθνική μας επέτειο. Χρέος μας λοιπόν και καθήκον, είναι επίσης, η προσπάθεια να βγάλουμε από την αφάνεια και τνη ανωνυμία τους ήρωες που δεν αναφέρουνται σε γραφτές πηγές, αλλά όμως τους διατηρεί ακόμα επίζηλα η βρυσομάνα λαϊκή μνήμη και παράδοση,
Έτσι, μερικοί από αυτούς, θα μας ήσαν ακόμα άγνωστοι, αν δεν τους συντηρούσε και διατηρούσε το όνομά τους σαν παραμύθι η λαϊκή μας παράδοση και το εθνικό μας τραγούδι.1 Ακόμα σημαντική είναι και η προσφορά των τοπωνυμίων κάθε περιοχής πού όπως επιγραμματικά αναφέρει ένας μεγάλος μας λαογράφος, αποτελούν «ιστορία γραμμένη στο χώμα» και πού βοηθάει αποτελεσματικά την ιστορική έρευνα και μελέτη συγκεκριμμένων ιστορικών γεγονότων.
Συνακόλουθα λοιπόν, η συμβολή και προσφορά των δημοτικών τραγουδιών, της λαϊκής παράδοσης και των Τοπωνυμίων στην ιστορική έρευνα, είναι ανυπολόγιστης αξίας, και κυρίως, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν γραφτές ειδήσεις, αλλά και όταν ακόμα υπάρχουν, δίνουν στην έρευνα, την σφραγίδα της βεβαιότητας και της αλήθειας.
Στην περίπτωση, του ήρωα που θα προσπαθήσουμε ν’ αναστήσουμε, η ύπαρξή του θα ήταν τελείως άγνωστη αν δεν διατηρούσε τον θρύλο του, την καταγωγή και τον θάνατό του η λαϊκή μνήμη, το τραγούδι και τα τοπωνύμια.

II
Ο καπετόν Νικολούλιας γεννήθηκε στου Λατζουνάτου- Τριφυλίας και ήταν ένας από τους σημαντικότερους κλεφτοκαπετάνιους με πλούσια πολεμική δράση, στα Κοντογούνια της Μεσσηνίας, στην προεπαναστατική περίοδο, μιά περίοδο που δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ετοίμασε το δρόμο του μεγάλου ξεσηκωμού. Το επώνυμό του ήταν Λεμπέσης, αλλά έμεινε γνωστός με το μικρό του όνομα, Νικολής και λόγω του μικρού του αναστήματος με το υποκοριστικό «Νικολούλιας».2 Η λαϊκή παράδοση, λέει πως είχε δυό αδέρφια που από φόβο λόγω της δράσης του, έφυγαν από το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν στου Ζερμπίσια. Ο ένας αδερφός του απόχτησε δυό παιδιά, που ο μεγαλύτερος του ο Γιάννης έγινε μαζί του Κλέφτης (= Κλεφτόγιαννης) 3 και αργότερα πρωτοπαλλήκαρο και καπετάνιος. Ο άλλος αδερφός του γνωστός με το παρωνύμιο Πάταλος, έκαψε τον πύργο του Αγά στα Ζερμπίσια στα 1769 κι’ έφυγε ίσως στα Εφτάνησα.
Κατά τον γέρο Βασίλη Αβαμόπουλο4 από του Λατζουνάτου, το σπίτι του ήτανε ανάμεσα στου Γιάννη Αδαμόπουλου και του Ντίνη Αντρικόπουλου, ένα μικρό χάλασμα που φαίνεται ακόμα και σήμερα. Φτωχός ο πατέρας του, δεν είχε να πληρώσει το χαράτσι στους Τούρκους φοροεισπράχτορες και του πήραν το παιδί του, το Νικολούλια, που ήταν τότε 12- 14 χρόνων. Ύστερα από περιπέτειες και περιπλανήσεις, η τύχη τόν έφερε στην Κων/πολη. Αλλά σαν μεγάλωσε κι’ έγινε 22 χρόνων, έφυγε κρυφά από τ’ αφεντικά πού δούλευε, κι από τόπο σε τόπο ήρθε στο χωριό του. Έγινε η αναγνώριση με τους γονείς του, από μιά μεγάλη ελιά στο κορμί του, οι χαρές, οι συγκινήσεις και οι διηγήσεις των πολύπαθων περιπετειών του. Δεν κάθησε όμως πολύ μαζί τους, έφυγε κι’ έγινε Κλέφτης στό σώμα του Κοντοπλεύρη, 5 διάσημου τότε Κλεφταρματολού.
Τα πολεμικά του κατορθώματα, η παλληκαριά και η σκληρότητα του χαρακτήρα του απέναντι στους εχθρούς του, τον έκαναν διάσημο αλλά κι επικίνδυνο γιά την Τουρκική διοίκηση και κυριαρχία. Γιά το λόγο αυτό, τον επικήρυξαν και τα Τούρκικα αποσπάσματα έψαχναν να τον βρούνε.
Ένα από τα αποσπάσματα αυτά, έντεξε να πιάσει στην Μαυροζούμαινα, τον υπερέτη του Αντρινόπουλου6 από του Λατζουνάτου, που πήγαινε στο χωριό του κατά την Ολυμπία, με σφαχτά και γιαούρτι γιά να «λαμπρέψει» με την οικογένεια του, γιατί κείνες τις ημέρες ερχότανε το Πάσχα. Τον ρώτησε ο αποσπασματάρχης γιά τον Νικοιλούλια, και κείνος τους είπε πως τον ξέρει και μάλιστα ήτανε με τους κλέφτες του Κοντοπλεύρη στο χωριό, που ο Νικολούλιας βάφτισε το κορίτσι του αφεντικού του και το βγάλε Παγώνα και σαν έφυγε, εκεί τους άφησε και γλεντάγανε. Ο αποσπασματάρχης τον διέταξε να γυρίση να τους ακολουθήση και να τους οδηγήση στου Λατζουνάτου, ενώ συγχρόνως ειδοποίησε και άλλο απόσπασμα νάρθει σε βοήθεια, όπως και πράγματι ήρθε από του Κυνηγού.
Ο Κοντοπλεύρης στο άκουσμα του ερχομού και αποκλεισμού του χωριού από τους Τούρκους, έπιασε θέσεις κατά το «Μαύρα Λιθάρια» και οι άλλοι κλέφτες κατά τις «Κοπρισιές». Ο Νικολούλιας, διάλεξε μιά θέση μόνος του, μπροστά από τος άλλους κλέφτες κι’ έφτιαξε ένα πρόχωμα κοντά σ’ ένα ρουπάκι,7 που το έντυσε με τα ρούχα ενός κλέφτη και στη κορφή του φόρεσε ένα φέσι, για να ξεγελάσει τους Τούρκους. Ο Τούρκος αποσπασματάρχης στο δρόμο του για του Λατζουνάτου, πέρασε με τους άνδρες του από του Ξεροκάσι8, κι’ έκατσε να ξεκουραστεί και να κολατσίσουν. Σ’ ένα σπίτι βρήκε γιαούρτι, κι’ έφαγε ένα καπάκι. Ξεκίνησε γιά το χωριό, έφτασε μπροστά στο ταμπούρι του Νικολούλια και φώναξε: «Ποιός είσαι συ μπροστά μου;» βλέποντας με τα ρούχα κλέφτη το ρουπάκι. «Εγώ 'μαι ο Νικολούλιας, αλλά βαρέθηκα το κλέφτικο και παραδίνομαι, φτάνει να μη κακοποιήσεις!» Στο άκουσμά του αυτό, ο αποσπασματάρχης, ξεθαρρεύτηκε και προχώρησε, όπως το ίδιο έκανε κι’ ο Νικολούλιας και σε κοντινή απόσταση του άδειασε απάνου του την μπιστόλα γεμισμένη με βόλια μπαρλαμά, άνοιξε η κοιλιά του, χύθηκε η γιαούρτι και γέμισε ο τόπος. Το άλλο απόσπασμα σαν μπήκε στο χωριό έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του Αντρινόπουλου κι’ έπιασε τα δυό παιδιά του πού δεν πράλαβαν να λακίσουν. Τον ένα τον λέγανε Δημητρούλια, κι’ είχε «τα μαλλιά του δεμένο κόμπο όπως το συνηθάγανε τότε ούλοι οι Ελληνες». Τους είδε από μακρυά ο πατέρας τους και τους φώναξε: «Σαν αρνιά ρέ; σαν αρνιά»; Δηλαδή θα κάτσουτε να σας σφάξουν σαν αρνιά οι Τούρκοι; Πήρε θάρρος ο Δημητρούλιας, σκότωσε τον Τούρκο λάκισε κι’ έτρεξε γρήγορα για το σπίτι του να πάρει το καριοφίλι. Ένας Τούρκος όμως πού ήταν στον «Πλάτανο» (στην εκκλησία τ' Άϊ Νικόλα) τον είδε τον σημάδεψε και τον σκότωσε στη θέση «Κολικοσκιά».
Ο άλλος λάκισε κι’ αυτός, αλλά τελικά τον σκότωσαν στου «Στάφτ’ το Μμήμα». Έκοψαν το κεφάλι του Δημητρούλια οι Τούρκοι κι’ έτρεξαν να το πάνε συχαρήκια στον Αγα της Αρκαδιάς. Αλλά στου «Ντάρα το Λόγγο» κοντά στην Μουργιατάδα, τον απάντησαν και τούδειξαν το κεφάλι, που το νόμιζαν πως είναι του Νικολούλια. Το κύτταξε ο Αγάς το γνώρισε και τούς λέει λυπημένος: «Βρε το Δημητρούλια σκοτώσατε..» Ο πατέρας του Δημητρούλια είχε πολλά σφαχτά και είχε πολλές φορές φιλοξενήσει τον Τούρκο Αγά στο σπίτι του.
Έγινε μάχη με τους Τούρκους στο χωριό, τούς πήρανε στο κυνηγητό οι κλέφτες, κι’ όσοι έμειναν έφυγαν από του «Γκρεκόπουλου τη Βρύση» για του Χαλβάτσου. Μετά από τα γεγονότα αυτά έφυγε ο Νικολούλιας και πέρασε στην Ολυμπία.

Λημέρι Ελλήνων Κλεφτών
III
Του «Νικολούλια τη Βρύση» που λέμε και σήμερα είναι μιά ομορφοχτισμένη βρύση από πελεκητές πέτρες και πέτρινο καντάλι, στα νότια του χωριού, σ’ ένα πραγματικά ειδυλλειακό τοπίο. Το νερό της βρύσης είναι αλαφρύ και χωνευτικό και η παράδοση λέει, ότι ο Νικολούλιας έπινε νερό μόνο από αυτή τη βρύση πού την έχτισε, με έξοδά του.
Κάποτε έστειλε ένα παλληκάρι του, Γεωργακόπουλος τό επώνυμο, να του φέρει νερό από την βρύση του. Αυτός, επειδή ήταν μακρυά, πήγε σ' άλλη βρύση, έπιασε νερό και του το πήγε. Αλλά ο Νικολούλιας όταν έβαλε τη νεροκολοκύθα στα χείλη του γιά να πιεί, κατάλαβε πως δεν ήταν το νερό της βρύσης του, το έχυσε και του έδωσε ξανά την νεροκολοκύθα να πάει να ξαναφέρει νερό από την βρύση του. Το παλληκάρι, θυμωμένο έφυγε, έπιασε την νεροκολοκύθα στο δρόμο, και πήγε στο χωριό Σκάλα, οπού καί τελικά εγκαταστάθηκε με το επύνυμο Λαντζούνης και του οποίου αργότερα οι απόγονοι θα έρθουν σε έριδες, και θα φύγουν γιά του Μπάλα και τελικά στου Μελιγαλά.9
Αλλά σ’ αυτή την βρύση, συνήθιζε κι’ ερχότανε τα καλοκαίρια και ο Αγάς της Αρκαδιάς μαζί με τον υπηρέτη του τον Μπαρίλα από του Λατζουνάτου. Ο Αγάς είχε τη συνήθεια κάθε ημέρα, πρωτού βαρέσει ο ήλιος πήγαινε ο Μπαρίλας με την νεροκολοκύθα και του έφερνε να πιεί νερό από την «Κρυόβρυση».
Μιά μέρα όμως αδιαθέτησε ο Μπαρίλας και δεν πήγε να του φέρει νερό από την «Κρυόβρυση». Τον διέταξε ο Αγάς να πάει να φέρει νερό, αλλά δεν πήγαινε, γιατί, έλεγε πώς ήταν αδιάθετος, θύμωσε ο Αγάς και τον ξεκίνησε με κλωτσιές γιά την βρύση. Εφυγε ο Μπαρίλας, ανέβηκε την «Πλατειά Λάκκα» τον είδε ο Αγάς ότι παίρνει στραβό δρόμο και του φώναξε, που πάει. Σταμάτησε και του είπε πως δεν τον ξαναβλέπει, κι’ εξακολούθησε να φεύγει, χωρίς να του δίνει σημασία. Πήγε στην Ολυμπία, βρήκε τον Νικολούλια και του ζήτησε την άδεια να σκοτώση τον Αγά. Αυτός το σκέφτηκε και του έδωσε την άδεια, μαζί κι’ ένα παλληκάρι του γιά παρέα, και αμέσως πήρε το δρόμο να ξαναγυρίοη στο χωριό του. Περπατώντας όλη την νύχτα, ξημέρωσε στου Κεφαλινού «τη Βρύση» και ήρθε νωρίς την αυγή στο χωριό του. Πήγε στο σπίτι του αδερφού του, για να πάρει τον καριοφιλιά τον, βρήκε την νύφη του, που του είπε ότι ο Αγάς έφυγε «μόλιαυγη» για την Αρκαιδιά. Ήξερε αυτός καλά το δρομολόγιο που έπαιρνε ο Αγάς από άλλα του ταξίδια, έφυγε με τον σύντροφό του, πήγε «παράστρατα» και του βγήκε μπροστά στο «Κεφαλόβρυσο της Μουργιατάδας».
Ένας νιόπαντρος από του Τριπύλα, πήγαινε με την γυναίκα του στην πόλη, σταμάτησε στη βρύση για να πιουν αυτοί και το ζω τους, νερό. Έφτασε και ο Αγάς, κι’ έδεσε τ’ άλογό του στο χορτάρι, και πήρε και κείνος στη βρύση να πλυθεί και να πιει νερό. Είδε την γυναίκα, του άρεσε και την «χεροκώλωσε». Ο άντρας της, σταυροχεριάστηκε και κύτταγε άπραγος την γυναίκα του που πάλευε με τον Αγά, για να σώσει την τιμή της. Ο Μπαρίλας που ήταν κρυμμένος σε μιά εκεί πατουλιά, λέει, στο σύντροφό του να πάει να διώξει μακριά με δυό μπάτσους, τον άντρα της γυναίκας για να μην τον δει και τον γνωρίσει. Πήγε αυτός καί τον έδιωξε με την βία, τον είδε ο Αγάς, θύμωσε και του ζήτησε τον λόγο, γιατί σπρώχνει τον άνθρωπο μακρυά. Κείνη, ακριβώς την στιγμή βγήκε ο Μπαρίλας από την κρυψώνα του ίσια μπροστά στον Αγά με την μπιστόλα στο χέρι που τον γνώρισε και είπε περιφρονητικά: «Χά! ο Μπαρίλας..» Τράβηξε ο Μπαρίλας ψύχραιμα την σκαντάλη της μπιστόλας του και τον σώριασε στο χώμα. Μ’ αυτή του την πράξη, ο Μπαρίλας, έφυγε γιά πάντα και από το χωριό του.10

IV
Ο Νικολούλιας, πρέπει να έδρασε περί τις αρχές του έτους 1780 μέχρι και την εποχή του κατατρεγμού των Κλεφτών στα 1806. Είχε δικό του σώμα, αποτελούμενο από Κλέφτες του χωριού του, και των γύρω χωριών της περιοχής, και πρωτοπαλλήκαρο, κατά τήν τελευταία τουλάχιστον περίοδο τής δράσης του, τον ανηψιό του Γιάννη Λεμπέση- Κλεφτόγιαννη από τα Ζερμπίσια. Στο ασκέρι του Νικολούλια ήταν επίσης και ο σπουδαίος και παράτολμος Κλέφτης από του Λούμι, Γιάννης Μπουρίκας, μαζί με τον φίλο και χωριανό του, Αναστάση Τσώτσιο. Κατά το 1780 με τα γνωστά γεγονότα του Καπετάν μπέη Χασάν Αλή Πασά, με τον δραγουμάνο του Στόλου, Μαυρογένη, και τον πόλεμο στην Καστάνιτσα της Μάνης με τον Παναγιώταρο και Κωσταντή Κολοκοτρώνη, ο Νικολούλιας ήταν ένας από τούς αναγνωρισμένους καπετάνιους της Πελοποννήσου.
Στα 1786, ο Ζαχαρίας έσπασε τον Τούρκικο κλειό στο Μοναστήρι της Μαλεβής και διά μέσου Δυρραχίου ήρθε στο «Χάνι της Κόκλας» μαζί με τον Γιώργο από τον Αετό και τον Τουρκαρβανίτη Οσμάν. Εδώ έγινε το περίφημο επεισόδιο με τον Οσμάν, που με απάτη κατάφερε και ξεγέλασε την στρατιωτική χρηματαποστολή και πήρε τα χρήματα του Σουλτανικού ταμείου από τους Τούρκους φοροεισπράκτορες που τα μετέφεραν από τον Πύργο και Κυπαρισσία, για να τα παραδώσουν στ' Αναζήρι στην Τουρκική Διοίκηση. Ο Ζαχαρίας σαν πήρε τα χρήματα έφυγε από το «Χάνι της Κόκλας» και πήγε στου Κυνηγού, όπου έγραψε και ήρθαν οι Κατεταναίοι της Πελ/σου και τους μοίρασε τα χρήματα. Οι Καπεταναίοι αυτοί ήσαν οι έξης: ο Γιαννιάς, ο Θανάσης Πετμεζάς, ο Μέλιος, ο Σιμός Ρουμελιώτης, ο Κίντζος, ο Ραμόγιαννης, ο Τόγκας, ο Καλαμπόκης, ο Λιά Μελιγαλιώτης, ο Συρράκος και ο Νικολούλιας.11
Ο καπετάν Νικολούλιας, ήταν αδίστακτος και σκληρός διώκτης και τιμωρός των Τούρκων και των Τουρκόφιλιον κοτζαμπάσηδων, αλλά και ο πιστότερος φίλος και προστάτης των ραγιάδων. Δείγμα του φόβου και τρόμου που προκαλούσε το όνομά του, είναι, και τ πααρακάτω χαρακτηριστικά επεισόδια, πού τα διέσωσε ο γέρο Ανδρέας Π. Κλεφτόγιαννης, άλλοτε δήμαρχος Ιθώμης και έχουν ώς εξής:
«Κάποια εποχή προ της Επαναστάσεως του ’21, όπως είχε ακούσει από τον μακαρίτη τον προπάπο του τον Γιάννη, (= Κλεφτόγιαννη, ανηψιό του Νικολούλια, σημ. δική μου) ένας χριστιανός από την Ανδρούσα, αν ενθνιμούμαι, κατέδιδεν εις τα Τουρκικά αποσπάσματα τους Κλέφτες το υΝικολούλια, και εν συμβουλίω είχον αποφασίσει τον θάνατόν του. Εν τω μεταξύ όμως τον καταδότην αυτόν εσκότωσαν οι Τούρκοι, τότε πάλιν εν συμβουλίω ο Νικολούλιας και οι Κλέφτες απεφάνθησαν ότι οφείλουν, να εκδικηθούν και αυτού τον θάνατον, κι’ εσκότωσαν δυό Τούρκους».
«Μιά φορά, έπιασαν οι Τούρκοι τον Γιάννη (=Κλεφτόγιαννη) εις το χωρίον Χρύσοβα, που πήγαινε κάποια γίδα εις τους Κλέφτες, και θα τον σκότωναν, αλλά ο Αγάς του Χρύσοβα, άμα έμαθε ότι είναι του Νικολούλια συγγενής, Λεμπέσης, τον άφηκεν ελεύθερον. Του είχε κόψει όμως δυό δάχτυλα του ενός χεριού. Τέτοια ήταν η ισχύς του Νικολούλια».12

Το κάστρο της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), 1831

V
Στον κατατρεγμό των Κλεφτών το 1805, οι Τουρκολάτρες που μισούσαν τους Κλέφτες, βρήκαν αφορμή το αφορεστικό του Πατριάρχη που καταδίκαζε τούς Κλέφτες και σε συννενόηση με τους Τούρκους, οργάνωσαν ένοπλους Κάπους, γιά να τους καταδιώξουν και όπως πραγματικά τους καταδίωξαν και εξολώθρευσαν. Είναι γνωστά τα τραγικά αυτά γεγονότα κατά τα οποία οι περισσότεροι κλέφτες εξοντώθηκαν και ελάχιστοι διέψυγαν στα Εφτάνησα και γλύτωσαν.
Ένας από τους Τουοκολάτρες αυτούς ήταν και ο καπόμπασης της Βούταινας, Παναγιώτης Κοσμάς, φίλος του Πρωτοσύγγελου Αδριανόπουλου των Γαργαλιάνων, που τελικά τον εκδικήθηκε ο Νικολούλιας γιά την δράση του κατά των Κλεφτών. Οι κάποι λοιπόν του Καπόμπαση της Βούταινας, έπιασαν με απάτη τους Κλέφτες, αδελφούς Καφόπουλους, την ώρα που έτρωγαν μαζί στο χωριό τους, το Κοντογάνι. Το τραγούδι λέει ότι τους πιάσανε στις Φίλαινας το σπίτι άλλ΄ η παράδοση λέει ότι τους πιάσανε στο σπίτι τους, ενώ συνέτρωγαν με τους Κάπους του Κοσμά. Μαζί μέ τούς άλλους Κάπους, ήταν και ο Ντούλος από του Βαρυμπόπη, πού την ώρα πού τρώγανε ανυποψίαστα τά Καφόπουλα, τους πέταξε θηλειά στο λαιμό τους, το πεσκίρι (μπόλια) που βάζανε κείνο τον καιρό στα γόνατά τους σάν ήθελαν να φάνε, και όλοι μαζί τους δέσανε, τους μετέφεραν στην Αρκαδιά (= Κυπαρισσία) και τους κρέμασαν οι Τούρκοι στον περίφημο «Πλάτανο της Αρκαδίας». Μάλιστα δέ λένε, ότι ο Ντούλος έλεγε πώς αισθάνεται τύψεις στην συνείδησή του γιά το φόνο των Καφόπουλων. Αυτό είναι το πρώτο αποτρόπαιο έγκλημα που διέπραξε ο Τουρκόφιλος καπόμπασης που συνετάραξε με την πράξη του αυτή τη λαϊκή ψυχή και πού εκφράστηκε θαυμάσια γιά τον θάνατο των ηρώων, μέ το παρακάτω τραγούδι, που το βρήκα να τραγουδιέται σε δυό παραλλαγές13.
Α. Παραλλαγή:
Τό μάθατε τί γίνηκε στ' Άπάνου Κοντο-(γόνι;
Έπιασαν τά Καφόπουλα στής Φίλαινας τό (σπίτι.
Τά πιάσαν καί τά δέσανε τά τριά αδερφά- (κια αντάμα.
Κι’ ό Κοσμάς ’ποκρίθηκε καί σάν τρανός (τούς λέει:
-Σκοτώστε μας τούς δυό τρανούς κι’ α-(φήστε τό μικρόνε
Κι ο ένας τόν άλλο έλεγε καί τούς παρα-(καλάνε:
- Μή μάς περάστε από χωριά, χωριά καί (βιλαέτια
τ' έχουμε εχθρούς καί χαίρονται καί φίλους (καί λυπούνται
Β. Παραλλαγή:
Πέντε έξη κάποι τού Κοσμά και τρεις Αη (τοβουναίοι
Μιά προβατίνα ψένανε στή βρύση στό Σα (πρίκι.
Καί εκεί τούς πήγε μιά γραφή, τούς πήγε (κι’ ένα γράμμα
νά πιάσουν τά Γκαφόπουλα στής Φίλαινας τό σπίτι.
Επήγαν καί τά πιάσανε στής Βούταινας (τά μέρη.
Θηλειά τούς ρίξαν στό λαιμό καί μπελιζέ (στά χέρια
Κι' η μάνα τους, τούς έλεγε, κι ή μάνα (τους τούς λέει:
-« Αφήστε τόν Τριαντάφυλλο πούν’ αρ-(ρεβωνιασμένος».
Κατά την παράδοση πάντα, ο ένας από τους αδελφούς, ο Κοσμάς, τους ξέφυγε κι’ έφτασε στον Αστρά, το βουνό της Βούταινας, αλλά και ’κει, όπως θα ’δούμε παρακάτω, ξαναπιάστηκε από τους Τούρκους και είχε τραγικό θάνατο. Ο Κοσμοπαναγιώτης όπως λέγανε τον ήρωα καπετάνιο, είχε λημέρι στα βουνά της Μάκραινας και της Βούταινας. Είχε αρρεβωνιάσει την πεντάμορφη Μαριγώ του Αντρικολιά, από την Μάκραινα, και της είχε στολίσει το λαιμό μ' ένα περιδέριο από μαργαριτάρια, που το είχε λάφυρο μιας Τουρκοπούλας, σε μιά επιδρομή του στο χαρέμι του Αγά της Καλαμάτας. Ο Κοσμοπαναγιώτης λοιπόν μαζί με τούς άλλους καπεταναίους, τον Σταματέλλο το Στραβό (από την γενιά των Ξηρογιανναίων της Μάκραινας) και τον Μαγκαναστάση, ανήμερα τ’ Άϊ-Γιωργιού έψηναν μιά προβατίνα στην κορυφή του Αστρά. Στο φαγοπότι, πήρε ο Μαγκαναστάσης την πλάτη του σφαχτού και κύτταζε ένα σκοτεινό σημάδι στο κόκκαλο και λυπημένος το έδειξε στους άλλους συντρόφους του. Ξαφνικά όμως βρέθηκαν κυκλωμένοι από τους Τούρκους, άρχισε το τουφεκίδι κι’ έγινε πολύωρη κι’ άνιση μάχη. Τον Κοσμοπαναγιώτη, τον έπιασαν ζωντανό και τον παλουκώσανε στην «Παλουκάραχη» της Σκάλας. Οι άλλοι δύο σκοτωθήκανε, τους κόψανε τα κεφάλια και τα πήρανε σαν τρόπαιο της νίκης τους οι Τούρκοι, ενώ τα ακέφαλα πτώματα τους, τα θάψανε αργότερα οι γυναίκες των δύο χωριών στο εξωκκλήσι της Παναγιάς της Μάκραινας. Τούς σκοτωμένους συντρόφους τους οι Τούρκοι, έθαψαν στο εξωκκλήσι του «Παπαγιώργη» στη Βούταινα.
Και το δεύτερο αυτό επεισόδιο συνετάραξε την λαϊκή ψυχή που με τον θάνατο των ηρώων καπεταναίων έζησε τον ανάμνηση παλιότερων ηρωικών εποχών της Κλεφτουριάς, μάτωσε η ψυχή του κι’ έκαμε το δάκρυ μοιρολόγι και τον θρύλο τραγούδι:
Ό Παναγιώτης ό Κοσμάς, ό Μαγκανα-(στάσης,
κι’ ό Σταματέλλος ό Στραβός, οί τρεις κα-(πεταναίοι.
Μιά προβατίνα ψένανε μέσ’ τού Αστρά τή (ράχη.
Τήν ψήσαν καί τήν βγάλανε καί κάτσανε (νά φάνε.
Κι ούλο τή πλάτη κύτταξαν, κι’ ο ένας τόν (άλλο λέει:
- Παιδιά δεν είμαστε καλά τόν φετεινό (τό χρόνο.
Κάνε οί Τούρκοι θά χαθούν, κάν οί καπετα (ναίοι.
Καί πιάσαν καί χορεύανε τά κλέφτικα τρα- (γούδια.
Παιδιά νά ζήση η Κλεφτουριά μ’ ούλα της τ’ άσκέρια.
Δεν άργησε όμως πολύ νά’ρθει η ημέρα της δικαιοσύνης και της εκδίκησης. Ο Τουρκόφιλος καπόμπασης πληρώθηκε με το νόμισμα που του άξιζε, από το τιμωρό χέρι του Καπετάν Νικολούλια και του Τόγκα. Να τι λέει σχετικά η εφημερίδα της εποχής εκείνης, το δημοτικό τραγούδι, για το οικτρό τέλος του άρχοντα της Βούταινας:
Οί κλέφτες ’τοιμαστήκανε μέσα ν' από τη (Μάνη
τό βράδυ- βράδυ κίνησαν στη Βούταινα (πάνε
Κι’ ο Παναγιώτης κάθεται σέ μιά ψιλή (ραχούλα
Βλέπει τούς Κλέφτες κι’ έρχονται τούς (κλέφτες πού πηγαίνουν
τών γυναικώνε μίλησε, τών γυναικώνε λέει:
-Γυναίκες πάρτε τά παιδιά καί στον Αστρά κολλάτε
πολλές φορές σάς γλύτωσα, τώρα δεν σάς (γλτιτώνο.
Γιατ’ είν’ ο Τόγκας τό σκυλί απ’ τό χωριό (Βαρμπόπη.
Δεν είν’ ο Τόγκας μοναχά, αλλά κι' ο Νι- (κολούλιας.
Μιά μπαταργιά τού δώσανε με δυό άση- (μένια βόλια,
τόνα τόν πήρε στήν καρδιά καί τ’ άλλο στό (κεφάλι.

VI
Από την Βούταινα ήταν επίσης καί μιά άλλη μεγάλη οικογένεια, οί Οικονομοπουλαίοι, που παλιότερα ο Νικολούλιας είχε στενή φιλία, αλλά αργότερα, άγνωστο γιατί, έγιναν θανάσιμοι εχθροί. Στα τραγικά εκείνα χρόνια του κατατρεγμού, και μετά από τα γεγονότα που αναφέραμε, φαίνεται ότι ο τόπος δεν ήταν πλέον οικείος καο φιλικός, κι’ ο Νικολούλιας γιά να βρει σωτηρία πέρασε στη Μάνη. Πολλοί λένε οτι πήρε μαζί του καί την οικογένειά του, την γυναίκα του που η καταγωγή της ήταν από το χωριό του, και τα δυό παιδιά του, ένα από τα οποία, λένε, εγκαταστάθηκε στο Καλάμι της Κάτω Μεσσηνίας.14 Άλλοι όμως λένε πώς παντρεύτηκε στη Μάνη, αλλά πιθανώτερη είναι, η πρώτη περίπτωση, που την παραδέχονται και οι περισσότεροι.
Οι Οικονομαίοι δεν ήξεραν που βρισκότανε, είχαν χάσει τα ίχνη του, ώσπου ένα τυχαίο γεγονός τούς εφανέρωσε τον τόπο της ύπαρξής του: Ένας Μανιάτης πούλαγε στη Βούταινα εικονίσματα. Τον είδε ο Οικονομόπουλος και ρώτησε τον τόπο της καταγωγής του, και του απήντησε ότι είναι Μανιάτης. Στη συζήτηση που είχαν, τον ρώτησε μήπως έχει ακούσει η ξέρει τον Νικολούλια, και του απήντησε πως τον ξέρει και μάλιστα τον έχει και κουμπάρο. Χάρηκε ο Οίκονομόπουλος πού άκουσε αυτή την είδηση, και τελικά συμφώνησαν να φαρμακώσει ο Μανιάτης τον Νικολούλια, αντί ενός σημαντικού χρηματικού ποσού. Και όπως έλεγε κι’ ο Κολοκοτρώνης, οι Μανιάτες τα ξεχνάνε όλα μπροστά στα χρήματα, γύρισε στη Μάνη και κάλεσε τον κουμπάρο του, τον Νικολούλια στο σπίτι του και του έκανε τραπέζι. Πράγματι έγινε το τραπέζι, και σε κατάλληλη στιγμή, έρριξε κρυφά φαρμάκι στο πιάτο του κουμπάρου του και σαν τέλειωσαν το φαγοπότι, λέει ο Μανιάτης στο Νικολούλια, να πιούνε και το τελευταίο ποτήρι, κρασί και να το σκορπίσουνε. Ήπιανε οι κουμπάροι και το «ψηλιάτικο» κι’ έφυγε γιά το σπίτι. του ο Νικολούλιας, ώσπου λίγο μετά ένοιωσε ανατοιχίλλες. Πιάνει το μουστάκι του και τούμεινε στο χέρι. Κατάλαβε πως ο κουμπάρος τον φαρμάκωσε -και λέει της γυναίκας του να τρέξει να φέρει γρήγορα τον κουμπάρο μπροστά του. Ηρθε ο Μανιάτης και μόλις τον είδε του είπε: «Εννενήντα εννιά, κι ένας εσύ κουμπάρε, εκατό», τον ξάπλωσε με την πιστόλα στο χώμα, έγυρε κι’ αυτός στο πλευρό και πέθανε. Αυτό είναι και το τέλος του θρυλικού καπετάν Νικολούλια, που η γυναίκα του τον έκλαιψε με το παρακάτου μοιρολόγι, που το πήρε η λαϊκή μούσα και τόφτειαξε τραγούδι, που μέχρι και σήμερα ακούγεται γλυκόλαλος ο θρύλος του ήρωα κι αναγαλλιάζουν με τον αντίλαλό του, οι ράχες και τα ρουμάνια του χωριού του, που τα δόξασε με την ανάσα του και την παλληκαριά του:
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον (κόσμο ήλιος,
καί μέσ' τής Μάνης τά βουνά, πολύ ’ναι σκοτισμένα.
Κάνε βουβάλια σφάζουνε, κάνε στοιχειά (παλεύουν
Μάειδε βουβάλια σφάζουνε, μάειδε στοι-(χειά παλεύουν.
Ό Νικολούλιας άρρωστος, βαρειά γιά νά (πεθάνει.
Τόν κλαίνε χώρες καί χωριά, χωριά καί (βιλαέτια.
Τόν κλαίει κι’ η Νικολούλαινα, η δόλια του (γυναίκα:
- Σήκω ρέ Νκολούλια μου καί μή βαρειά (κοιμάσαι,
εσύ θά σβύσεις τήν Τουρκία καί ούλο τό (ντοβλέτι.

Της κ. ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΝΙΑ - ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ,
Διδασκάλισσας
Αγνωστοι ήρωες τής Τριφυλίας ΚΑΠΕΤΑΝ ΝΙΚΟΛΟΥΛΙΑΣ Ο ΑΕΤΟΣ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΟΝ

Υποσημειώσεις- Βιβλιογραφία
1. Τελευταία παοατηρείται, μιά απαράδεκτη κατάσταση στό χώρο τού δημοτικού τραγουδιού, καί ξαπλώνεται σάν σέ επιδημία η νόθευση, παραποίηση και παραχάραξη του, τόσο στό κείμενο, όσο καί στήν μουσική του, ή έκφραση. Τό γεγονός αυτό αποτελεί εθνικό έγκλημα, γιατί, η βεβήλωση διαπράττεται έν ψυχρώ, σέ χώρο πού δεν επιδέχεται καμιά επέμβαση, από ανθρώπους των γραμμάτων καί τής τέχνης, χωρίς δυστυχώς νά υψώνεται από πουθενά φωνή διαμαρτυρίας. Ή απαράδεκτη αυτή κατάσταση πρέπει οπωσδήποτε νά σταματήσει, νά στηλιτευθούν οί ιερόσυλοι καί να εντοπιστούν καί διαχωριστούν τά κίβδηλα δημιουργήματα τους.
2. Υποκοριστκό του βαφτιστικού ονόματος Νικολής, που σημαίνει τόν ολίγο, καί τον κάτω του ολίγου (=λίγον) τον ολίγιστο, του λιγούλη που λέμε, καί τον ’λιγούλια, τόν μικρό ή κοντό στό ανάστημα Νικολή. Στην καθομιλουμένη της περιοχής μας, η κατάληξη -ουλή και ούλια, σημαίνει το λίγο, τά ελάχιστο: «Πάου νά μαζέψω λιγούλια λάχανα», «άιντε παρεκούλια» (=πήγαινε λίγο πιό ’κεί) "νάρθης μαλιαυγούλια» (=λίγο πριν την αυγή), «νάρθεις νηστικούλια) (=λίγο νηστικός), «ναι γιατί εσύ ’σαι λιγούλης» (απαντάμε σέ ’κείνον πού μιλάει για κάποιο θεριό, μεγάλο στ' ανάστημα), «είναι λίγο χαϊμαδούλης, ή-α (λίγο κοντός καί αδύνατος), «είναι συφερτικούλης- α» (= ούτε πολύ ψηλός ούτε πολύ κοντός ή- ή), «είναι λίγο καρακαειδούλης» (= καρά-ειδή-μαύρη μορφή, λίγο μαυριδερός- ή) πρ.βλ. καί τά ονόματα: Άντρικούλια; καί Άντρούλιας (Βλ. Ζαμπέλιου, Κρητικοί Γάμοι σελ. 220), Πετρούλιας, Παναγούλιας, Θανασούλιας, Δημητρούλιας καί παρωνύμια: Μπουτσικούλιας, Κούλιας, Κοτούλιας, Καλούλιας.
3.Από το Γιάννη Λεμπέση- Κλεφτογίαννη, προέρχεται η γνωστή κλεφταρματολική οικογένεια στά Ζερμπίσια.
4. Στίς 10.4.1971, πήγα μαζί μέ τόν δάσκαλο κ. Περικλή Κοσμόπονλο (από Μαγγανιακό) στου Λατζουνάτου. Δεν ήταν στο χωριό ο γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος, γεωργοκτηνοτρόφος, 80 χρόνων, αγράμματος. Τον βρήκαμε μακρυά έξω από το χωριό, νά βόσκει τα πρόβατά του, καί εκεί μάς διηγήθη όσα ήξερε από τούς παλιούς γιά τον Νικολούλια:
«Όσα διηγούμαι τ' άκουσμα από τον πατέρα μου πού έζησε 98 χρόνια, κι’ εκείνος από τον παπού μου Αδάμη που εζησε 105 χρόνια». Θαύμασα την απέραντη μνήμη του και την απέριττη και ρέουσα διήγησή του, διακοπτόμενη πολλάκις από δάκρυα γιά τον ήρωα.
5. Πρόκειται μάλλον γιά τον Γαϊδουροπλεύρη, γνωστό κλεφτοκαπετάνιο στην Τριφυλία. (1790- 1805) Βλ. Α. Γρηγοριάδη, Ιστορικαί Αλήθειαι σελ.36.
6. Από στόματος Φώτη Φωτοπούλου, Παντοπώλη, Λατζουνάτου 10.4.1971.
7. Το «Ρουπάκι του Νικολούλια» στο «Ψηλοκατάραχο» το θυμήθηκε ο πατέρας μου» λέει ο Γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος.
8. Ξεροκάσι, το σημερινό Παλαιόκαστρο, γειτονικό χωριό με του Λατζουνάτου, που ανήκει όμως στην επαρχία Μεσσήνης.
9. Από στόματος Γιώργη Αδαμόπουλου, καφετζή στου Μελιγαλά 30.7.1968 Πέτρου Παυλόπουλου από Λατζουνάτου 21.12.1969.
10. Ο γέρο Βασίλης Αδαμόπουλος, λέγει ότι μετά από τό επεισόδιο αυτό, ο Μπαρίλας έφυγε γιά την Σκάλα και πήρε το επώνυμο Λαντζούνης, πού αργότερα οί απόγονοί του πήγαν στου Μελιγαλά πού καί σήμερα είναι η γνωστή οικογένεια Δημ. Λαντζούη, τέως Βουλευτή. Ίσως νά πρόκειται γιά τό ιδιο πρόσωπο καί το όνομα «Μπαρίλας» νά είναι παρωνύμιο του Γεωργακόπουλου- Λαντζούνη. Οικογένεια Γεωργακόπουλου υπάρχει καί στην Κυπαρισσία πού κι αυτή προέρχεται από τους Λεμπέση από του Λαντζουνάτου. Ή γυναίκα του γιατρού Μπερσή (στου Μελιγαλά) είπε στό Νικολό Δ. Κλεφτόγιαννη καί Γιώργη Π. Κλεφτόγιαννη (από Ζερμπίσια) ότι είναι συγγενείς, γιατί κι αυτή κατάγεται άπό τούς Γεωργακόπουλους από τήν Κυπαρισσία, που προέρχεται από τους Λεμπεσαίους.
11. Βλ. Π. Β. Παπαδόπουλος, Φράγκοι, Ενετοί καί Τούρκοι στην Πελ/σο (1204-1821) σελ.237 κ.έ.
12. Βλ. Αρχείο Άνδρέα Π. Κλεφτόγιαννη, τέως Δημάρχου Ίθώμης Φ.I.
13. Βλ. Βασιλ. Σ. Σταυρόπουλου, Άνέκδο τη Συλλογή Δημ. Τρσγουβιών, άπ’ όπου προέρχονται καί τ’ άλλα δημ. τραγούδια της παρούσης μελέτη, No 21, 27, 150, 152,, 2;84 καί 460.
14. Λένε ότι ό γέρο Νικολούλιας από τό Καλάμι της Κ. Μεσσηνίας, του οποίου υπάρχει καί τραγούδι, ήτανε απόγονος του Καπετάν Νικολούλια, που μετά την Μάνη, σκόρπισαν κ’ ένα από τά δυό παιδιά του ήρθε εδώ. Ο γέρο Νικολός Δ. Κλεφτόγιαννης (Ζεραίσια 9.6.1968) είχε την γνώμη πώς δέν έχουν συγγένεια. Ο Άνδρέας Π. Κλεφτόγιαννης, άλλοτε δήμαρχος Ίθώμης ρώτησε (στίς 26.8.1939) τόν Χριστόδουλο Δικαίο, και του είπε ότι λεγότανε Νικηφόρος Νικολούλιας, άλλά δέν γνώριζε αν ήταν απόγονος του Καπετάν Νικολούλια. Υπάρχει πράγματι δημοτικό τραγούδι του «Νικολούλια άπό τά Καλάμι» πού μου το τραγούδησε ο γέρο Νικολός Δ. Κλεφτόγιαννης (Ζερμπίσια 8.10. 1968) αλλά δεν γνώριζε κι αυτός πολλά πράγμαπα γιά τήν αιτία του τραγουδιού. Τό τραγούδι το γράφω οπως το άκουσα, μήπως βρεθεί κανένας καί μάς γράψει την αιτία καθώς καί τό πρόσωπο του Νικολούλια αυτού από τό Καλάμι
Σ ούλο τόν κόσμο ξαστεριά σ’ ούλο τόν (κόσμο ήλιος
καί στό δικό μας τό χωριό πολύ ’ναι βουρκωμένο.
Κάνε βορριάς τό φύσιξε κάνε κακό χαλάζι.
Έπεσε μια κακιά αρρωστειά καί μιά κακιά (αστένεια,.
Πιάνει του Χάτζου τά παιδιά, του Χάτζι-(ου τή γυναίκα
πιάνει καί του μαύρου Νικολούλια, τή δό-(λια τή γυναίκα..
Καί πώς θά περάσει ο έρημος, τώρα στά γε (ρατειά του.
Πρβλ. στιχ. 1-3, με τους αντίστοιχους του Καπετάν Νικολούλια. Είναι όμοιοι σχεδόν και δεν αποκλείεται ή μάλλον έτσι ενισχύεται η συγγένεια μεταξύ των δύο συνωνύμων προσώπιον. Ίσως ο θρύλος του προγόνου, νά βαραίνει την προσωπικότητα του Νικολούλια από το Καλάμι, καί ο θάνατος της γυναίκας του άρχοντα, από τήν «κακιά αρρώστεια» πού έπεσε, νά θεωρηθεί γεγονός σημαντικό γιά την κοινωνία της τότε εποχής.
15. Από στόματος Βασίλη Αδαμόπονλου, Λατζουνάτου 10.4.1971.




Printfriendly