.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Κώτιλον: Οι ναοί της Αρτέμιδος και Αφροδίτης

Η ανασκαφή του Κ. Κουρουνιώτη, 1903


Ο Παυσανίας μετά τον περί του ναού του Επικούρειου Απόλλωνος λόγον του και την περιγραφήν πηγής τίνος έν τω Κωτίλω όρει, περί ης ελέγετο, εσφαλμένως κατά την γνώμην του, ότι ήτο η αρχή του ρεύματος του Λύμακος, καθόσον ταύτης το ύδωρ ηφανίζετο ολίγον μακράν του μέρους, όθεν ανέβλυζεν, λέγει1, Έστι, δέ υπέρ το ιερόν του Απόλλωνος του Επικούρειου Κώτιλον μέν επίκλησιν, Αφροδίτη δε έστιν εν Κωτίλω καί αυτή ναός τε ην ουκ έχων έτι όροφον και αγαλμα επεποίητο.
Η μεν πηγή κατά την γνώμην πάντων2, όσοι έκ των νεωτέρων έσχον την ευκαιρίαν νά μνημονεύσωσι το μέρος τούτο της συγγραφής του Παυσανίου, είνε η ευρισκομένη 10 περίπου λεπτά χαμηλότερον του ναού του Απόλλωνος προς Δυσμάς κατά το τέλος του κατωφερικού δυσβάτου δρομίσκου, όστις διά τίνος αποκρήμνου χαράδρας φέρει από του ναού του Απόλλωνος εις μικράν κοιλάδα ονομαζομένην σήμερον ως εκ του λεκανοειδούς σχήματος αυτής Κούμπλα. Η ιδία μικρά κοιλάς, όπως και αί λοιπαί γειτονεύουσαι προς ταύτην όμοιου σχήματος κοιλαδίσκαι καλούμεναι ώς έκ τούτου και αύται ομοίως Κούμπλες, ωνομάζοντο κατά την αρχαιότητα, αναμφιβόλως και τότε ώς εκ του σχήματος αυτών, Βάσσαι3 έκ τούτων δε καί το εκεί που κείμενον αρχαίον χωρίον, εντός της περιοχής τού οποίου εκείτο ό ναός του Επικουρείου Απόλλωνος, είχε το αυτό όνομα.


Εικ. 1

Της εν λόγω πηγής τό ύδωρ, ούχι άλλως τε τοσούτον άφθονον κατά το θέρος, ρέει σήμερον έκ δύο πλησίον αλλήλων κειμένων θέσεων, επί της μιας δ' έκ τούτων υπάρχει νεωτέρα κρήνη ιδ. είκ.1.
Το ύδωρ εξαφανίζεται και σήμερον, όπως και κατά την αρχαιότητα, ρήματα τινα μακράν της κρήνης. Και το Κώτιλον έχει προ πολλού ταυτισθή προς τον ΒΔ του ναού του Απόλλωνος εκατοντάδα μέτρων υψηλότερον4 τούτου κωνικόν λόφον, όστις αποτελεί την υψίστην κορυφήν του Κωτίλου και ενομάζεται σήμερον Παλαιαβλάκιζα.
Εκ του ναού του Απόλλωνος ουδεμία οδός επίτηδες κατεσκευασμένη φέρει επί την κορυφήν του Κωτίλου, ούτε δέ και ίχνη τοιαύτης αρχαίας οδού, φερούσης κατ' ευθείαν έκ του ναου επί το Κώτιλον, σώζονται. Ο θέλων την σήμερον να ανέλθη εις το Κώτιλον, άν μεν είνε πεζός, βαδίζει έκ του ναου κατ' ευθείαν προς την κορυφήν, οπού φθάνει μετά 10 περίπου λεπτά κατόπιν ολίγον αποτόμου αναβάσεως. Αν δέ θέλη νά ανέλθη επί υποζυγίου, προχωρεί έκ του μικρού φυλακείου διά μέσου των αγρών αρκετά προς Β ακολουθών την ρίζαν του λόφου και είτα εκείθεν τρέπεται προς την κορυφήν, όπου δύναται νά φθάση ομαλώτερον.
Αί περίφημοι γηραιαί δρύες, αίτινες σπανιώτεραι νυν περιβάλλουσι και τον ναόν του Απόλλωνος, απαντώνται σποραδικώς και επί της οδού ημών προς την κορυφήν του Κωτίλου, ίκαναί, ώστε νά μαρτυρήσωσιν, ότι άλλοτε και τον λόφον τούτον, όπως και όλον το Κώτιλον όρος εκάλυπτον πυκνά δάση δρυών.
Η από της κορυφής του Κωτίλου ρωμαντική θέα, υπερτέρα εκείνης, ήτις τοσάκις μετά δικαίου θαυμασμού έχει περιγραφή από του ναού του Επικούρειου Απόλλωνος, ώς έχουσα την όψιν ελευθέραν και προς Βορράν και Δυσμάς θα ικανοποιήση και εκείνον έκ τών μη αρχαιολόγων επισκεπτών του Κωτίλου, όστις κεκμηκώς, αφού φθαση εις την κορυφήν, θα νομίση ίσως, οτι τά πενιχρά λείψανα των εκεί δύο ασημάντων αρχαίων ναών, δεν εδικαιολόγουν τον κόπον της αναβάσεως.
 Από του Κωτίλου δύναται τις προς τοις άλλοις να επισκοπήση προς Δυσμάς και ολόκληρον την Φιγαλικήν χώραν μετά του υπό των τειχών περιβαλλομένου λόφου της πόλεως Φιγαλείας.
Όπισθεν του μέρους της κορυφής του Κωτίλου, όπερ φαίνεται έκ του ναού του Απόλλωνος, υπάρχει πολύ μικρά και ολίγον βαθεία ελλειψοειδής κοιλάς (ίδ. τοπογραφικόν πίν.11), περιβαλλομένη υπό Βράχων και έχουσα μόνον προς Νότον άνοιγμα. Η μικρά αυτή κοιλάς καλλιεργείται νυν και ανήκει εις τους εκ του χωρίου Σκληρού Δημ. Σταθόπουλον και Γ. Τασσόπουλον. Εντός ταύτης εγένετο η ανασκαφή ημών.
Προς βορράν της μικρής ταύτης κοιλάδος υπάρχει ετέρα του αυτού περίπου μεγέθους κοιλάς, χωριζόμενη από ταύτης διά σειράς βράχων. Εντός αυτής ουδέν λείψανον αρχαιότητος υπάρχει.
Η προς Δυσμάς πλευρά του Κωτίλου είνε αποτομωτέρα, υπάρχει δέ και εκεί πηγή ύδατος τοσούτον άφθονου εκατοντάδας τινάς βημάτων χαμηλότερον της κορυφής.
 Από του προς Νότον ανοίγματος της κοιλάδος της ανασκαφής άρχεται κατωφερική χαράδρα φθάνουσα μέχρι της εν αρχή μνημονευθείσης Κούμπλας. Εις απόστασιν ολίγων μέτρων εντός της χαράδρας ταύτης αριστερά υπάρχει αρχαίον λατομείον (τοπογρ. πίν.11).
Προς ανατολάς της κοιλάδος σώζεται αρχαία πλατεία οδός, διά μικράς εργασίας επί του βράχου κατεσκευασμένη, ής τα ίχνη δύναται τις να ακολουθήση εις αρκετήν απόστασιν προς Β και Ν επί του Κωτίλου. (τοπογρ. πίν.).
Η οδός αύτη παρέρχεται παραλλήλως προς την μικράν κοιλάδα, χωρίς να φαίνηται, ότι διεκόπτετο που, όπως συγκοινωνήση διά διακλαδώσεως προς τούς μικρούς έν ταύτη ναούς, φαίνεται δ' ότι ήτο συνέχεια τη οδού, δι' ής από του Λυκαίου ορούς, ακολουθούντες κατά το πλείστον τάς κορυφογραμμάς μετέβαινον εις Φιγάλειαν.
Ίχνη της αυτής οδού φαίνεται, ότι υπάρχουσι και επί της μακράς κορυφοσειρας, ήτις υπέρκειται προς αριστερά της έξ Άνδριτσαίνης εις τον ναον του Απόλλωνος φερούσης οδού, ολίγον πριν αναβώμεν τον απότομον δρομίσκον του προς Β του ναού του Απόλλωνος υψώματος.
Πλην της μεγάλης ταύτης οδού υπήρχεν επί της κορυφής του Κωτίλου και έτερα μικρότερα ατραπός (ίδ. έν τοπογρ. πίνακι), επίσης έκ Β προς Ν βαίνουσα, αύτη δε φαίνεται, ότι συνεκοινώνει προς την μικράν κοιλάδα αντικρύ της ΝΑ γωνίας του νοτιωτέρου ναού.
Ότι ο έν λόγω λόφος είνε το Κώτιλον του Παυσανίου, ουδείς αμφέβαλλε5 και προ της ανασκαφής ημών, εβεβαιώθη δε τούτο και διά της έν αυτώ ευρεθείσης υφ' ημών χαλκής επιγραφής, περί ής πραγματευόμεθα κατωτέρω.
Δύο μικρά εξογκώματα του εδάφους εκ χώματος και λίθων, κατά το πλείστον εντελώς ακατεργάστων, εσχηματισμένα, εφαίνοντο προ της ανασκαφής ημών κατά τας θέσεις, όπου ανεκαλύφθησαν οι ναοί.



Πλησίον του νοτίου άκρου της κοιλάδος ευρίσκοντο δύο ή τρεις τετραγωνικώς κατειργασμένοι όπωσουν μεγάλοι λίθοι, και πολλά θραύσματα κεραμίδων στέγης ήσαν διεσπαρμένα επί του πλείστου μέρους της επιφανείας της κοιλάδος.
Τα σημεία ταύτα έβλεπον οί κατά διαφόρους περιόδους επισκεπτόμενοι την θέσιν ταύτην νεώτεροι περιηγηταί και λίαν ορθώς απέδιδον εις τον υπό του Παυσανίου μνημονευόμενον ναόν της Αφροδίτης.
Ο Frazer μη δυνάμενος να φαντασθή ποτέ, ότι ο ναός της Αφροδίτης θά ήτο τω όντι τοσούτον απλούν οικοδόμημα, όποια τα ύφ' ημών ευρεθέντα, εξήγησεν, ως φαίνεται, τα εξογκώματα μετά των μικρών ακατεργάστων λίθων, ως λείψανα μικράς χριστιανικής εκκλησίας κτισθείσης επί αρχαίου ναού. Τοιαύτη όμως ουδέποτε υπήρξεν επί της θέσεως ταύτης του Κωτίλου, διότι ούτε κατά την ανασκαφήν ημών ευρέθησαν σημεία χριστιανικής εκκλησίας, ούτε και εκ παραδόσεως σώζεται η μνήμη τοιαύτης παρά τοις χωρικοίς.
Ότε κατά το φθινώπωρον του 1902 διέτριβον παρά τον ναόν του Επικούρειου Απόλλωνος, επιβλέπων εντολή του κ. Καββαδίου τάς υπ' αυτού διευθυνομένας εργασίας της αναστηλώσεως τούτου, αφού είχον αποπερατώση μικράν επί της δυσμικής πλευράς του Λυκαίου, παρά το χωρίον Μπέρεκλα, ανασκαφήν ναού τίνος του Πανός, εξετέλεσα τη συναινέσει του κ. Καββαδίου μικράν ανασκαφήν εντός της μνημονευθείσης μικράς κοιλάδος του Κωτίλου. Η ανασκαφή αύτη διήρκεσε δέκα περίπου ημέρας, ειργάζοντο δε συνήθως πέντε το πολύ εργάται.
Ελπίδας δι' εύρεσιν μεγάλων αρχιτεκτονικών λειψάνων δεν είχον, διότι ήτο καταφανές, ότι η επίχωσις δεν ήτο τόσον βαθεία εντός της κοιλάδος, ήλπιζον όμως πάντοτε, ότι θα εύρισκον τα θεμέλια6 του υποτιθεμένου μεγάλου ναού της Αφροδίτης και μικρά αφιερώματα, τα οποία δεν λείπουσι ποτέ εκ των αρχαίων ναών.
Τας ελπίδας μου περί της ευρέσεως τοιούτων μικρών αφιερωμάτων ενίσχυον και αι συγκεχυμέναι αφηγήσεις των χωρικών περί ευρέσεως ειδωλίων (χαλκών;) κατά την επιπόλαιον καλλιέργειαν της κοιλάδος.
Την ανασκαφήν ήρχισα επί του προς νότον εξογκώματος κατά το σημείον, όπου ευρέθη ευθύς την πρώτην ημέραν των εργασιών η νοτιοανατολική γωνία του νοτιωτέρου οικοδομήματος, εξηκολούθησα δέ και την δευτέραν ημέραν την ανασκαφήν κατά την αυτήν θέσιν, ακολουθών την εξωτερικήν γραμμήν του ανατολικού τοίχου του οικοδομήματος τούτου, παρά τον όποιον εσχαπτον μικράν τάφρον πλάτους περίπου 1,00. Ο αποκαλυπτόμενος τοίχος ήτο εκτισμένος διά λίθων ουχί τοσούτον μεγάλων μετρίως μόνον κατειργασμένων και εχόντων ανώμαλον την εξωτερικήν επιφάνειαν, ομοίων δηλαδή προς τους εν σωρω ευρισκομένους άνωθεν του εδάφους. ανώμαλοι προς τούτοις ήσαν και αι οριζόντιαι γραμμαί αι χωρίζουσαι τους διαφόρους δόμους.
Ευθύς την πρώτην ημέραν ήρχισα νά ευρίσκω μικράς πηλίνας προτομάς γυναικείας και τεμάχια των κεραμίδων της στέγης έτι πλείονα των της επιφανείας της κοιλάδος διεσπαρμένων, την δέ δευτέραν ημέραν ανεύρον ολίγον προς βορράν της νοτιοανατολικής γωνίας παρά τον τοίχον, την μικράν χαλκήν επιγραφήν (ιδ. κατωτέρω).
Τα σημεία ταύτα ήσαν αρκετά ενθαρρυντικά διά την μικράν ανασκαφήν μου, άλλ' έγώ ανυπομονών να ανακαλύψω το κτίριον του ναού της Αφροδίτης, το οποίον ανέμενον πάντως καλλίτερον του οικοδομήματος, όποιον εφαίνετο εκ του αποκαλυφθέντος ενός τοίχου, ότι θα ήτο το υπό του νοτίου εξογκώματος καλυπτόμενον, διέκοψα επί προσωρινώς την παρά τον τοίχον τούτον σκαφήν και απεφάσισα να δοκιμάσω και έν τω προς Β εξογκώματι, υποθέτων, ότι εκεί θα ανεκαλύπτετο το αξιολογώτερον οικοδόμημα. Μετά βραχύν χρόνον απεκαλύφθη και υπό το δεύτερον εξόγκωμα τοίχος όμοιος προς τον υπό το νότιον τοιούτο ευρεθέντα, ώστε εφάνη, ότι και το κατά την θέσιν ταύτην οικοδόμημα θα ήτο όμοιον προς εκείνο, εις ο ανήκεν ο προς νότον ευρεθείς τοίχος, επειδή δ' όμως ενταύθα ευρίσκοντο πλείονες προτομαί, ευρέθησαν δ ευθύς εν αρχή και δύο αργυρά νομίσματα, ώς καί τινα μικρά χαλκά κάτοπτρα, απεφάσισα να αποπερατώσω πρώτον κατά τούτο το σημείον την ανασκαφήν. Ο ευρεθείς τοίχος ανήκεν εις την νοτίαν πλευράν μικρού τετραγωνικού οικοδομήματος, επειδή δέ και ενταύθα η επίχωσις ήτο ελαχίστη, απεκαλύφθη τούτο τελείως μετ' ολίγων ημερών εργασίαν.
Επί της εικόνος 2 παρίσταται το οικοδόμημα τούτο κατά φωτογραφίαν ληφθείσαν από του οπισθίου αυτού μέρους και αφ' υψηλότερου σημείου ως εκ του ακαταλλήλου σχηματισμού του εδάφους, και της μη ςπαρκούς σκαφής εις ικανήν απόστασιν του περί αυτό χώρου. Το διάγραμμα του αυτού οικοδομήματος εικονίζεται και εν τω τοπογραφικώ σχεδίω προς βορράν.
Ώς φαίνεται και εκ της εικόνος και του σχεδίου, το ευρεθέν οικοδόμημα απετελείτο εξ ενός τετραγώνου δωματίου (πλ. 4,45 μήκ. 4,80), και ενός κατά το ήμισυ περίπου μικρότερου (μήκ. 2,80) προδόμου συνεχόμενου προς τούτο. Ο πρόδομος συγκοινωνεί μετά του δωματίου διά θύρας (πλ. 1,20) ευρισκομένης ουχί ακριβώς εν τω μέσω του κοινού εις αμφότερα τοίχου, ετέρα δε πλατυτέρα θύρα (πλ. 2μ) αντικρύ της θύρας ταύτης εχρησίμευε προς είσοδον εις τον πρόδομον έκ των έξω.
Το οικοδόμημα διευθύνεται έκ δυσμών προς ανατολάς, ευρίσκεται δε ο πρόδομος μετά της εισόδου κατά το ανατολικόν μέρος.

Εικ. 2

Εντός του τετραγώνου δωματίου αντικρύ του μέσου περίπου του δυσμικού τοίχου υπάρχει βάθρον αποτελούμενον εξ ενός ουχί τοσούτον καλώς διατηρουμένου τετραγώνου λίθου επιτεθειμένου έφ' ετέρου ορθογωνίου τιτανόλιθου (μήκ. 1,25 πλ. 0,65), όστις είνε τεχνικώς κατειργασμένος και είχε ληφθη έξ άλλου αρχαιοτέρου και εντεχνοτέρου οικοδομήματος, ως φαίνεται εκ του σχήματος αυτού, ομοιάζοντος προς πολλούς λίθους χρησιμεύοντας ως συνδέσμους των μεσαίων τοίχων προς τους εξωτερικούς έν τη οικοδομή του ναού του Επικούρειου Απόλλωνος7.
Οι τοίχοι του οικοδομήματος είνε διπλοί, αποτελούνται δηλαδή εκ μιας εξωτερικής και μιας εσωτερικής σειράς λίθων, κατά μήκος εκτισμένων. Αι δύο αύται σειραί των λίθων συνδέονται προς αλλήλας κατά ακανόνιστα αποστήματα διά μεγαλειτέρων λίθων πατούντων και επί των δύο σειρών. Οι λίθοι είνε ελάχιστα μόνον και λίαν επιπολαίως κατειργασμένοι, συνήθως μικροί, και έχουσι σχήμα ομοιάζον προς τετραγωνικόν αλλά λίαν ακανόνιστον. Οι διάφοροι δόμοι δεν χωρίζονται διά κανονικών οριζοντείων γραμμών απ' αλλήλων.
Μεγαλείτεροι πως είνε οι λίθοι κατά τας παραστάδας των θυρών και τας γωνίας. Ώς συνδετικόν μέσον εχρησίμευσε κατά την οικοδομήν πηλός εκ κοινού χώματος. Επίχρισμα οιονδήποτε δεν ηδυνήθην να παρατηρήσω επί των τοίχων, μολονότι εινε δυνατόν να υπήρχε τοιούτον.
Ο τρόπος ούτος της οικοδομίας ομοιάζει τα μέγιστα προς τον σήμερον εν χρήσει εν τοις επί του Κωτίλου ορούς χωρίοις, δυσκόλως δε θά ηδύνατό τις να αναγνώριση εν τοις ύπ' όψει ημών ερειπίοις αρχαίον κτίριον, άν ταύτα ανεκαλύπτοντο εν άλλη τινι θέσει και υπό αλλοίας περιστάσεις. Οι τοίχοι του οικοδομήματος άρχονται από του στερεού εδάφους, έφ' ου είνε και το δάπεδον αυτού.
Ουδεμία δε ιδιαιτέρα εργασία έχει γίνη εν τω βράχω προς ένθεσιν θεμελίων. Κατά πόσον ο βράχος εξωμαλύνθη διά να ισοπεδωθή το έδαφος, έφ' ου επετέθη εν γένει το οικοδόμημα, δέν εινε δυνατόν να εξακριβωθή, διότι ως εκ της λίαν μαλακής συστάσεως του βράχου δεν διατηρούνται επί της επιφανείας αυτού τα ίχνη της τυχόν γενομένης εργασίας. Υψηλότερος ήτο πάντως ο βράχος κατά το δυσμικόν μέρος, όπου και σήμερον ευρίσκεται ούτος ολίγον μόνον βαθύτερον της ανωτάτης σωζομένης σειράς λίθων έξωθεν του δυσμικού τοίχου.
Οι τοίχοι έχουσι πάχος 0,60- 0,50, ολίγον παχύτερος (περίπου 0,70) είνε ο τοίχος ο χωρίζων τον πρόδομον από του τετραγώνου δωματίου, διατηρούνται δε οι τοίχοι ούτοι εις υψος 0,80- 1μ. από του εδάφους.
Ότι οι τοίχοι ήσαν μέχρι της στέγης ομοίως προς τα διατηρούμενα τμήματα κατεσκευασμένοι, δεικνύεται εκ των πολλών, από τούτων βεβαίως καταπεσόντων, λίθων, οίτινες ευρίσκοντο εντός και πλησίον του οικοδομήματος και ήσαν όμοιοι προς εκείνους, δι΄ ων είνε εκτισμένα τα υπολειφθέντα μέρη.
Η στέγη θα ήτο ξύλινη, απλουστάτη δε όπως και το οικοδόμημα. Ουδέν μέλος ευρέθη οιασδήποτε αρχιτεκτονικής διακοσμήσεως.
Των κεραμίδων ευρέθησαν πολλά τεμάχια και εντός του οικοδομήματος και εκτός αυτού. Ήσαν αύται περίπου του σχήματος των εκ του Ηραίου της Ολυμπίας κεραμίδων και έφερον ερυθρωπόν γάνωμα. Ίχνη θύρας δεν παρετήρησα ούτε κατά την εξωτερικήν είσοδον, ούτε κατά την είσοδον του μεσαίου τοίχου, τούτο όμως δεν σημαίνει, ότι δεν ήτο δυνατόν να υπήρχον θύραι ξύλιναι, ων ουδέν υπελείφθη ίχνος.
Το έδαφος περί το οικοδόμημα εσκάφη μόνον εις απόστασιν 0,80 έως 0,90 από των τοίχων, και μόνον κατά την νοτίαν πλευράν εσκάφη τούτο εις μεγαλειτέραν απόστασιν. Περιωρίσθη δ' επί τοσούτον η σκαφή, διότι οι αγροί, έφ' ων ευρέθησαν τα οικοδομήματα, είνε ιδιόκτητοι και μόνον μετά την απαλλοτρίωσιν αυτών θα γίνη δυνατόν να ερευνηθή περισσότερον όλον το γειτνιάζον προς τε το οικοδόμημα τούτο και προς το άλλο, περί ου θα ομιλήσωμεν κατωτέρω, έδαφος.
Περισσοτέρας πληροφορία; περί της αρχιτεκτονικής διασκευής των οικοδομημάτων αμφιβάλλομεν, αν θα παράσχη η τοιαύτη σκαφή, πιθανώτατον όμως είνε, ότι θα διαφώτιση σκοτεινά τινα ζητήματα, άτινα εγεννήθησαν διά της ανασκαφής ημών.
Παρά την ΒΑ γωνίαν έξωθεν του οικοδομήματος υπάρχει αβαθής λεκάνη πλ. 0,40, μηκ. 0,65 εις τρία τεθραυσμένη, ίσως εν τη αρχική αυτής θέσει, επί λίθων σχηματιζόντων ωσεί τοίχον υψ 0,70 περίπου.
Περί το οικοδόμημα αλλά προ πάντων εντος αυτού, και εν τοις δυο δωματίοις, ευρίσκοντο πλείσται γυναικείαι, πήλιναι προτομαί, χαλκά τινα κάτοπτρα, ολίγα νομίσματα, πλείστοι αστράγαλοι, ων τίνες κεχρωματισμένοι, και άλλα τινά μικρά αντικείμενα.
Των ευρημάτων τούτων ελάχιστα ευρίσκοντο μακράν των τοίχων του κτιρίου. Τα πλείστα ήσαν πλησίον τούτων, τοποθετηθέντα αρχήθεν εκεί επί του εδάφους ή καταπεσόντα από των τοίχων, όπου ήσαν ανηρτημένα, αλλά ιδίως κατά τας γωνίας ήσαν σεσωρευμένα τα διάφορα ταύτα αντικείμενα, αναμίξ αι προτομαί μετά των χαλκών κατόπτρων και των αστραγάλων εσωρεύθησαν δ' εκεί, όπως παρασκευασθή ίσως θέσις δι' άλλα αφιερώματα, αφού υπερεπληρώθησαν οι τοίχοι του μικρού οικοδομήματος. Τα αντικείμενα ταύτα ευρίσκοντο εντός στρώματος πάχους 0,10 περίπου, ευρισκομένου επί του στέρεου εδάφους και αποτελουμένου έκ χώματος και υπολειμμάτων πυρών. Το στρώμα τούτο θα απετέλει το έδαφος του οικοδομήματος, εφαίνοντο δε ότι ήσαν περισσότερα τα υπολείμματα των πυρών εν τω προδόμω.
Έν τω στρώματι τούτω ευρίσκοντο πλην των άλλων και οστά μικρών ζώων, διεκρίθησαν ο ιδίως τιαύτα λαγωών.


Εικ. 3

 Όμοιον προς το άρτι περιγραφέν οικοδόμημα είνε και το κατά το νότιον μέρος της μικράς κοιλάδος αποκαλυφθέν (εικ.3, διάγραμμα έν τω τοπογραφικώ πίνακι). Αποτελείται και τούτο εξ ενός προδόμου και ενός, ορθογωνίου ενταύθα, δωματίου, αλλά ένω παρά τω βορειοτέρω οικοδομήματι ο πρόδομος είνε μεγαλείτερος του ημίσεος του τετραγώνου δωματίου, καταλαμβάνει ούτος έν τω νοτίω οικοδομήματι χώρον ολιγώτερον του ενός τετάρτου του μεγάλου δωματίου. Είνε δε και εν γένει το δεύτερον τούτο οικοδόμημα επιμηκέστερον του πρώτου (15,60x 6,85). Διευθύνεται τούτο εκ βορρά προς νότον και ο πρόδομος είνε κατά το νότιον μέρος.
Έν τω μεγάλω δωματίω υπάρχει και ενταύθα το βάθρον αντικρύ περίπου της θύρας και εις απόστασιν 2,75 από του βορείου τοίχου. Το βάθρον αποτελείται ενταύθα έξ ενός μόνον τετραγώνου επιμήκους τιτανόλιθου, κατά πλάτος τεθειμένου (μήκ. 1,35, πλ. 0,65), επί του οποίου σώζονται ενταύθα και δύο οπαί, εν αίς ήσαν εντεθειμέναι αι πλίνθοι δύο ισταμένων αγαλμάτων.
Η προς δεξιά οπή έχει διάμ. 0,35, η δε άλλη προς αριστερά είνε κατά το ήμισυ μικροτέρα. Ο τρόπος της οικοδομίας των τοίχων και τούτου του οικοδομήματος είνε ο αυτός προς τον του βορειοτέρου, μόνον δ' αί γωνίαι ενταύθα και προ πάντων η νοτιανατολική, είνε εκτισμέναι διά λίθων μεγαλειτέρων και ολίγον επιμελέστερον κατειργασμένων. Εκ της νοτιανατολικής δέ γωνίας τούτου φαίνεται, ότι προέρχονται και οι ολίγοι τεχνικώς οπωσδήποτε κατειργασμένοι λίθοι, οίτινες ήσαν καταφανείς και προ της ανασκαφής κατά το στόμιον της κοιλάδος. Επιμελέστερον πως είνε επίσης εκτισμένη και η όλη ανατολική πλευρά, ως αποτελούσα την πρόσοψιν του οικοδομήματος. Και τούτου οι τοίχοι διατηρούνται εις ύψος 0,80 περίπου. Επί του στερεού εδάφους υπήρχε και έν τω οικοδομήματι τούτω λεπτόν στρώμα γης μετά υπολειμμάτων πυρών. Τα ευρήματα και ενταύθα ήσαν όμοια προς τα του βορειοτέρου οικοδομήματος, αλλά ήσαν πολύ ολιγώτερα, προτομαί ιδίως ελάχισται σχετικώς ευρέθησαν.
Τεμάχια κεραμίδων ευρέθησαν και ενταύθα εντός και εκτός του οικοδομήματος πολλά, μετά τούτων δέ και τεμάχιον ακροκεράμου καλυπτομένης κατά το εξωτερικάν αυτής άκρον διά ημικυκλικού δίσκου, έφ' ου σώζεται μέρος ανάγλυφου σφιγγός και εν τω πεδίω ρόδακες. Ο όλος δίσκος θα είχεν αναγλύπτους δύο αντωπούς Σφίγγας και ρόδακας. Η ακροκέραμος αύτη (εικ.4) ήτις κατά την τεχνοτροπίαν της σφιγγός αλλά προ πάντων διά τους πληρούντας τον χώρον του πεδίου ρόδακας φαίνεται, ότι ανήκει εις τον έκτον (-6ο) αιώνα, είνε το αρχαιότατον εύρημα της ανασκαφής ημών.
Και αν δεν ανεμένομεν συμφώνως προς την μαρτυρίαν του Παυσανίου την εύρεσιν ναού έν τη μικρά ταύτη κοιλάδι του Κωτίλου, τα εν τοις δυσίν οίκοδομήμασι γενόμενα ευρήματα θά ήσαν ικανά να αποδείξωσιν, ότι ταύτα είνε οίκοι λατρείας θεού, δηλαδή ναοί. Οικήματα, εν οίς εκαίοντο θυσίαι και ανηρτώντο αφιερώματα, δεν ηδύναντο να ήσαν τι άλλο ή ναοί. Αλλά και ανεξαρτήτως των ευρημάτων, τα διαγράμματα των δύο οικοδομημάτων μαρτυρούσι σαφώς περί του προορισμού των.
Όσον πρωτογενή και απλά και αν είνε ταύτα, δεν δύναται τις να μη αναγνωρίση αμέσως τον σηκόν μετά του βάθρου του αγάλματος του θεού εν τω μεγαλειτέρω δωματίω και τον πρόναον εν τω μικροτέρω. Οπισθόδομον δεν έχουσιν οι δύο ούτοι ναοί.
Η έξωθεν του βορειοτέρου ναού ευρεθείσα λεκάνη (ίδ. άνωτ. σελ.161) είνε το περιρραντήριον, ομοία δε αλλά μικρότερα λεκάνη ευρέθη ουχί κατά xώραν εν τω προνάω του νοτίου ναού.
 Όσον δήποτε μικροί και αν είνε οι μέχρι τούδε γνωστοί Ελληνικοί ναοί, ουδέποτε στερούνται της ιδιαζούσης εις τους ναούς αρχιτεκτονικής διακοσμήσεως, καί από των απλούστατων δε ουδέποτε λείπουσιν οι αντικρύ της εισόδου κίονες, οίτινες θεωρούνται ως μέρος αναπόσπαστον του ναου, διότι και το λεγόμενον πρότυπον8 τούτων, το Μυκηναϊκόν μέγαρον, έχει ήδη τούς δύο τούτους κίονας εν τη αύτη θέσει.
Αν εκ των ευρημάτων ημών προΰκυπτεν, ότι οι ναοί του Κωτίλου ήσαν αρχαιότεροι των γνωστών Ελληνικών ναών, θα ηδυνάμεθα να δεχθώμεν, ότι ούτοι αποτελούσι μίαν των πρώτων βαθμίδων εν τη γενέσει του Ελληνικού ναού, και θα ηδύναντο ίσως να συντελέσωσι και ούτοι εις την τελειοποίησιν των γνώσεων ημών περί της αρχής και βαθμιαίας διαμορφώσεως τούτου.
Άλλά, ως είδομεν, το αρχαιότατον των εν τη ανασκαφή ημών γενομένων ευρημάτων, δεν είνε παλαιότερον του έκτου αιώνος, είνε επομένως τούτο το ανώτατον όριον, μέχρι του οποίου δικαιούμεθα ελλόγως να αναγάγωμεν τους ναούς ημών, αλλά κατά τους χρόνους τούτους ο τύπος του Ελληνικού ναού είχεν ήδη τελείως διαπλασθή.
Απλοί ναοί χωρικών χάριν της λατρείας μόνον, άνευ τάσεως προς επίδειξιν καί άνευ άλλου τίνος πλαγίου σκοπού οικοδομηθέντες επί του αποκέντρου τούτου μέρους, το οποίον μόνον αι ποιμενίδες και οι άλλοι πιστοί του θείου λάτρεις επεσκέπτοντο συνήθως, περιωρίσθησαν εις τα αναγκαιότατα δια την λατρείαν μέρη, τον πρόναον και τον σηκόν.
Προς ίδρυσιν και φύλαξιν του αγάλματος του θεού, προς τέλεσιν των Ουσιών και απόθεσιν των διαφόρων αφιερωμάτων, τα δύο ταύτα μέρη ήσαν αρκετά διά τούς πτωχούς κατοίκους των Βασσών και τους λοιπούς αγρότας της πόλεως Φιγαλείας.
Ο οπισθόδομος δεν ήτο τόσον αναγκαίος, ενώ ο πρόναος δεν ηδύνατο, ως φαίνεται, να λείπη από παντός αρχαίου ναού.
Ο μικρότερος των δύο ναών ο προς βορράν έχει τον πρόναον προς ανατολάς, όπως συνήθως οι Ελληνικοί ναοί, αλλά ο νοτιώτερος ναός ο και μεγαλείτερος είνε προς νότον εστραμμένος. Αιτία της ασυνήθους ταύτης, αν και οχι πρωτοφανούς διευθύνσεως του ναού είνε μόνον το σχήμα της μικράς και στενής κοιλάδος, εν η εύρηται ο ναός. Άν ήτο ούτος προς ανατολάς εστραμμένος θα κατελάμβανεν όλον το πλάτος της κοιλάδος και η είσοδος αυτού θα απεκλείετο υπο των οριζόντων ταύτην προς ανατολάς βράχων.
Ο Παυσανίας κατά την επίσκεψιν του ναού του Απόλλωνος καί του παρά τούτον μέρους του Κωτίλου όρους, δεν ανήλθεν, ως φαίνεται, επί του Κωτίλου, ένθα ήσαν οι δύο ναοί, άλλως δεν θα εμνημόνευε μόνον τον ένα τούτων, και θα έλεγέ τι χαρακτηριστικδν περί της απλότητος αυτών.
Ότι ο εις των δύο ναών ήτο τελείως εξηφανισμένος και ως εκ τούτου δεν παρετηρήθη υπό του Παυσανίου δεν είνε πιθανόν. Διά της ανασκαφής απεδείχθη, ότι και οι δύο ναοί εξηφανίσθησαν συγχρόνως και υπό των αυτών αιτιών, ήτοι υπό μόνου του χρόνου, άνευ της επεμβάσεως ανθρωπίνων χειρών.
Διαφορά χρονολογίας των ευρημάτων ως προς το κατώτερον αυτών όριον δεν υπάρχει εν αμφοτέροις. Οι τοίχοι και των δύο ναών είχον καταρρεύσει αφ' εαυτών, οι αυτοί δ' όγκοι είχον σχηματισθή εκ τούτων και εφαίνοντο προ της ανασκαφής και επί των δύο. Μόνον τα αγάλματα, τουλάχιστον του ενός, είχον φααιρεθή εγκαίρως, προ της καταρρεύσεως των τοίχων, υπό των ανθρώπων.
Και η σειρά δέ, καθ' ην αναφέρει ο Παυσανίας, τον ναον του Απόλλωνος, την πηγήν και το Κώτιλον μετά του ναού της Αφροδίτης, μαρτυρεί, ότι δεν ανήλθεν επί του Κωτίλου. Αν τούτο συνέβαινε, φυσικόν θα ήτο να εμνημόνευε πρώτον το Κώτιλον, είς ο και κατά πρώτον θα μετέβαινε πάντως έκ του ναού και μετά ταύτα την πηγήν.
Εκ της πηγής η εκ τίνος παρά ταύτην μέρους θα είδεν το νοτιώτερον των εν τω Κωτίλω οικοδομημάτων και ερωτήσας έλαβε την ατελή πληροφορίαν περί ναού της Αφροδίτης, ού τίνος την έλλειψιν της οροφής ίσως παρετήρησε και εκείθεν.
Εν σχέσει προς τας πληροφορίας του Παυσανιου δέον ενταύθα να μνημονευθή, ότι εν τω βορειοτέρω ναώ ανευρέθη τεμάχιον απροσδιόριστον αγάλματος μαρμάρινου μεγάλου, όπερ ίσως άνηκεν εις το άγαλμα, του οποίου την ύπαρςιν εν Κωτίλω επληροφορήθη ο Παυσανίας. Το άμορφον τούτο τεμάχιον απόκειται εν τω παρά τον Ναόν του Επικούρειου Απόλλωνος φυλακείω.
Δυτικώτερον του νοτίου ναού ολίγον μακράν τούτου σώζονται τέσσαρες λίθοι κατά σειράν τεθειμένοι, λείψανα τοίχου αγνώστου χρήσεως.


ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Τα κυριώτερα, τουλάχιστον τα πολυπληθέστερα, ευρήματα της επί του Κωτίλου ανασκαφής ημών αποτελούσιν αί πήλιναι γυναικείαι προτομαί και τα χαλκά κάτοπτρα. Προς τούτοις ευρέθησαν και ολίγα κοσμήματα γυναικών, νομίσματα τινα και άλλα μικρά αντικείμενα. Αγγείων ελάχιστα ασήμαντα τεμάχια ευρέθησαν. Ολόκληρον ήτο μόνον το κατωτέρω απεικονιζόμενον μικρόν αγγείον προς παιδιάν, εν έκ χρωματιστής υέλου αλάβαστρον και τίνες μικροί κοτυλίσκοι.
Έν άλλη τινι ανασκαφή γενομένη επίσης υπ' εμού κατά το θέρος του 1902 εν θέσει απεχούση περί τας 2 ώρας του Κωτίλου, παρά το σημερινόν χωρίον Μπέρεκλα, και επί της δυσμικής πιθανώς πλευράς του Λυκαίου ορούς9 απεκαλύφθησαν τα λείψανα ναού τίνος του Πάνος και εν αυτώ πλείστα ειδώλια, μη δημοσιευθέντα εισέτι, χαλκά, του τύπου των υπό του Furtwangler εν Sitzungber. der Bairischen Akademie Phil. Hist. II 1899, Heft 4 έεξετασθέντων αρκαδικών ειδωλίων10. Μετά τούτων ευρέθησαν και πήλινα ειδώλια τρόπου αντιστοιχούντος καθ' όλα προς τον των χαλκών. Παριστώσι ταύτα11 κατά το πλείστον άνδρας χωρικούς, βαρέα συνήθως περιβεβλημένους ενδύματα και καλύμματα της κεφαλής.
Τα περιγράμματα των σωμάτων αυτών είνε ξηρά και γωνιώδη, το δε άτεχνον σχήμα των κεφαλών αυτών και η αδεξιότης περί την δήλωσιν των λεπτομερειών τούτων φθάνει παρά πολλοίς μέχρι του σημείου, ώστε να φαίνονται ταύτα ως γελοιογραφίαι. Διαφέρουσι ταύτα από των λοιπών Ελληνικών πήλινων ειδωλίων, του τέλους του έκτου και των αρχών του πέμπτου αιώνος, και κατά την τεχνικήν απεργασίαν, διότι είνε πλήρη και τα διάφορα αυτών μέλη είνε ιδιαιτέρως κατεσκευασμένα και συγκεκολλημένα επί του κορμού.
Του τύπου των πηλίνων τούτων ειδωλίων ουδέν ευρέθη επί του Κωτίλου, τουναντίον και αί προτομαί και τα ολίγα άλλα εν Κωτίλω ευρεθέντα διαφόρων τύπων ειδώλια ουδόλως διαφέρουσιν από των εν τη λοιπή Ελλάδι ευρισκομένων.
Πήλιναι προτομαί και τεμάχια τοιούτων ευρέθησαν περί τας διακοσίας. Δυστυχώς όμως πάσαι σχεδόν ήσαν εφθαρμέναι, διότι εν τω υγρώ εδάφει, ο πηλός αυτών, ατελώς ωπτημένος, όπως εν γένει ο πηλός των ειδωλίων, δεν αντέσχεν ικανώς, και ως εκ τούτου αι πλείστα, αυτών είχον ενωθή εις εν μίγμα μετά του εδάφους, διελύοντο δε εις τεμάχια, ευθύς ως εδοκίμαζέ τις να αποχωρίση αυτάς από τούτου.
Έν εικ.5 απεικονίζονται οι κυριώτεροι τύποι των προτομών. Παριστώσι την κεφαλήν μετά του στήθους νέας γυναικός.
Των πλείστων το στήθος είνε γυμνόν, τινών δε (ως εικ.5 αρ.7) καλύπτεται διά πολυπτύχου χιτώνας έχοντος βραχείας χειρίδας. Πλην των αρ.1, 3 και 5 φέρουσι πάσαι στεφάνην, αι δε υπ' αρ.2 και 7, φαίνεται ότι είχον και πέπλον, όστις καταπίπτει ως συνέχεια της στεφάνης επί των ώμων.
Αι προτομαί έχουσιν ύψος από 0,07- 0,11, είνε δε κατεσκευασμέναι εκ λεπτής πλακός και είνε κοίλαι όπισθεν. Εις τα κοίλωμα όπισθεν της κεφαλής ήτο ιδιαιτέρως προσκεκολλημένον, και ως εκ τούτου από των πλείστων απεσπασμένον, πρισματικόν τεμάχιον πηλού, έχον οπήν, από της οποίας ανηρτώντο αί προτομαί.
Aρχαϊκωτέρα πασών φαίνεται ως εκ της εκφράσεως του προσώπου αυτής και της λοιπής εν γένει αυστηρότητος, ως και της υπερβολικώς υψηλής πολοειδούς στεφάνης, η υπ' αριθ. 2, ομοίως δε λίαν αρχαϊκήν εντύπωσιν εμποιεί και η υπ' αριθ. 5 άνευ στεφάνης. Αλλά και αι λοιπαί προτομαί ως εκ της υπερβολικής εν γένει στρογγυλότητος του προσώπου αυτών και ιδίως της σιαγόνος, και εκ ποιας τίνος σοβαρότητος εις την έκφρασιν των οφθαλμών, ομοιάζουσι προς εργα του -5ου αιώνος.
Έργον νεώτερον, του -4ου ίσως αιώνος, μιμείτα η υπ' άρ. 1 μετά του ιδιότροπου σχηματισμού της κόμης.
Έκ της ελαφράς κλίσεως της κεφαλής της υπ αριθ. 6 συμπεραίνω, ότι ο τύπος ούτος ίσως δε και αί λοιπαί προτομαί δεν εφευρέθησαν ως τοιαύται, αλλ' ότι εικονίζουσι το άνω μέρος γνωστών αγαλμάτων. Ότι δε απεικονίζουσι θεάν αί προτομαί εξάγεται και εκ της στεφάνης και έκ της γυμνότητος του στήθους. Αν εικονίζωσι την Άρτμιν ή την Αφροδίτην, διότι μόνον περί των δύο τούτων θεοτήτων δύναται να γίνηται λόγος εν η θέσει ευρέθησαν, δεν δυνάμεθα να αποφανθώ μετ' απολύτου βεβαιότητος. Η γυμνότης και κλίσις της κεφαλής της υπ' αριθ. 6 μαρτυρούσι μάλλον υπέρ της Αφροδίτης, αλλ΄ όμοιαι περίπου ησαν και εν Λουσοίς εν τω ιερώ της Αρτέμιδος, εκεί δε είνε πολύ πιθανώερον, ότι παριστώσι την Άρτεμιν.



Αι  προτομαί ευρέθησαν κατά το πλείστον εν τω  βορειοτέρω ναω, αλλ' υπήρχον και εν τω νοτιωτέρω αρκεταί εκ πάντων των τύπων.
Εκ των ολίγων ασημάντων πήλινων ειδωλίων διαφόρων άλλων γνωστών τύπων, άτινα ευρέθην, αναφέρομεν ιδιαιτέρως ενταύθα δύο μικρούς γυναικείους κορμούς ευρεθέντας εν τω βορειοτέρω ναώ, διότι είνε πολύ πιθανόν, ότι παριστώσι την Αφροδίτην.
Και των δύο είνε γυμνόν το άνω μέρος του σώματος και ο μεν εις ομοιάζει πολύ κατά την στάσιν προς την Αφροδίτην της Μήλου, παρά δε τω ετέρω ο δεξιός βραχίων ανασύρει το ιμάτιον εκ των όπισθεν υπεράνω του δεξιού ώμου κατά τρόπον παραπλήσιον προς την Αφροδίτην του Αλκαμένους12.
Iδιαιτέρας μνείας άξιον είνε τo ανωτέρω εικονιζόμενον άνω μέρος ειδωλίου Πάνος (είκ.6). Ο θεός παρίσταται παίζων τους διπλούς αυλούς. Έφερε χιτώνα μάλλινον μετά μακρών χειρίδων και επί του νώτου έτερον επίβλημα, ίσως δέρμα ζώου κακώς διακρινόμενον, δεδεμένον δια των δύο αυτού άκρων επί του στήθους, κάτωθεν του λαιμού. Ο Πάν ούτος είνε κοίλος, επομένως τούτο δεν συμφωνεί προς τα ανωτέρω μνημονευθέντα εκ Μπέρεκλα ειδώλια, μολονότι η κατασκευή των οφθαλμών, το στόμα και αι χείρες αυτού μάλλον προς τον τρόπον εκείνων ομοιάουσι.
Περίεργον είναι το μικρόν αγγείον της παρακειμένης εικόνος 7. Έχει σχήμα κυλινδρικόν και επί του άνω μέρους της κοιλίας αυτού υπάρχει ανάγλυπτον το παρ΄ αυτό εικονισμένον αποτρόπαιον προσωπείον. Όλον του αγγείου το σώμα έχει γάνωμα τεφρόν κακής ποιότητος. Του προσωπείου η γενειάς εξέχει του αγγείου και χρησιμεύει προς εκροήν φέρουσα μικράν οπήν κατά το άκρον αυτής.
Εντός του αγγείου είνε εγκεκλεισμένον μικρόν σφαιρίδιον, εχρησίμευε δ' ως φαίνεται τούτο προς παιδιάν μικρών παιδιών ως έξης. Αφού επλήρουν τούτο ύδατος, εφύσων διά της μικράς οπής γενείου του προσωπείου, και ούτω αναταραττομένου του ύδατος μετά του σφαιριδίου παρήγετο θορυβος ευάρεστος εις τον μικρόν παίδα.
Χαλκούν ειδώλιον ευρέθη μόνον το εν εικ. 8 αρ.1 εικονιζομενον. Παριστά τούτο κόρην έχουσαν βραχύν χιτώνα και είνε λίαν αμελώς και όλως ατέχνως εξειργασμένον. Οι οφθαλμοί και τα χείλη, είνε παρά φύσιν εσχηματισμένοι και το περίγραμμα δε της κεφαλής είνε όλως αδεξιον. Οι βραχίονες και οι πόδες είνε άνευ ενδείξεως τίνος λεπτομερειών, αι δε χείρες είνε παντελώς άμορφοι. Του χιτώνος αι πτυχαί είνε ζηραί και δύσκαμπτοι και όλως κατά συνθήκην εσχηματισμέναι. Κατά τον γενικόν χαρακτήρα τάσσεται μετά των Αρδικών ειδωλίων (ίδ. ανωτέρω σελ. 169), αλλ΄ είνε πολλώ κακοτεχνότερον τούτων. Ίσταται επί των δύο άκρων μιας γωνίας κατεσκευασμένης εκ δύο τεμαχίων χαλκών ράβδων (εικ.8.1), και φαίνεται, ότι απεσπάσθη εκ σκεύους. Ότι παρίστα θεάν τινα, δεν είνε πιθανόν.

Μεταξύ των σπουδαιοτέρων ευρημάτων καταλέγεται και το εν εικ.9, 6 εικονιζομενον πλακίδιον. Είνε τούτο λεπτότατον, ύψ. 0,075 και πλ. 0,045, και ήτο που προσκεκολλημένον. Αι κατά στιγμαί είνε εκ των όπισθεν εκτετυμμέναι φαίνεται, ότι προέρχονται έκ μικρών εξογκωμάτων, ίσως κεφαλών ήλων, οίτινες υπήρχον επί αντικειμένου, έφ' ού ήτο προσκεκολλημένον το πλακίδιον. Έχει ούτο διά οξέος εργαλείου κεχαραγμένην εικόνα της εν Φιγαλεία λατρευομένης Αρτέμιδος, όπως εικονίζεται επί νομίσματος δημοσιευμένου εν J.Η.St.VII πίν.V, 9, 10 (σελ.110). Η ομοιότης είνε τοσούτον καταφανής, ώστε δεν έχομεν ανάγκην ετέρων λόγων προς απόδειξιν ταύτης. Επ' αμφοτέρων κρατεί η Άρτεμις δια της αριστεράς το δόρυ, αλλά επί του πλακιδίου έχει αύτη έν τη δεξιά αντικείμενον τι λίαν αδεξίως εικονισμένον, όπερ ηδύνατο να δηλοί φιάλην, ενώ επί του νομίσματος κρατεί, κατά την περιγραφήν πέλεκιν. Η αδεξιότης περί την χάραξιν προ πάντων λεπτομερειών του προσώπου ταύτης αντιστοιχεί τελείως προς την τέχνην του άρτι περιγραφέντος ειδωλίου.



Το τε χαλκούν ειδώλιον και το πλακίδιον ως και αμέσως κατωτέρω περιγραφομένη μαρμάρινη κεφαλή ευρέθησαν εντός του μικροτέρου προς βορράν ναού. Η επί του πίνακος 12 ωσαύτως απεικονιζομένη μαρμαρίνη κεφαλή (ύψ. 0,11 μετά του σωζομένου μέρους του λαιμού) εκ μικρού αγαλματίου, είνε λίαν αποτετριμμένη, και έν η καταστάσει όμως σώζεται, δεικνύει ότι κατεσκευάσθη λίαν ατέχνως, όπως και τα δύο προηγηθέντα αντικείμενα. Η εύρεσις της κεφαλής ταύτης μαρτυρούσης περί της επιτοπίου κατασκευής ως εκ της κακής αυτής τέχνης, είνε λίαν παράδοξος εν χώρα, οπόθεν έλειπε το μάρμαρον και ήτο πολύ δύσκολος η άλλοθεν προμήθεια αυτού. Πλην της κεφαλής ταύτης ευρέθησαν και δύο μικροί κορμοί μαρμαρίνων γυναικείων ειδωλίων τέχνης αναλόγου προς την της κεφαλής.


Των ευρεθέντων κατόπτρων αι διάφοροι μορφαί απεικονίζονται εν ταις εικ.8 και 9. Τα πλείστα τούτων ευρέθησαν εν τω βορειοτέρω ναώ, αλλά τα μεγαλείτερα και μεταξύ τούτων τα δύο εν εικ. 8,2.3 (ύψ. μετά λαβής 0,27, των μικρότερων ύψ 0,09) παριστώμενα, εντός του νοτιωτέρου. Μόνον του εν εικ. 8,2 αριστερά κατόπτρου δίσκος είνε κοίλος και η λαβή εξ ιδιαιτέρου τεμαχίου κατεσκευασμένη. Ολίγων εκ τούτων ο χαλκός διατηρείται θαυμασίως. Τα ολίγα επί των κατόπτρων υπάρχοντα κοσμήματα είνε κεχαραγμένα δια οξέος εργαλείου.
Χαλκά ψέλια, όπως το επί του πίνακος 12 εικονιζόμενον ευρέθησαν και άλλα τινα εντός του νοτιωτέρου ναού. Όπως φαίνεται και εκ της απεικονίσεως, είνε κατασκευασμένα εκ σύρματος τριγωνικού σχεδόν, μετρίου πάχους, απολήγον είς ατέχνους κεφάλας όφεων. Γραμμικά κοσμήματα είνε εγκεχαραγμένα επί του σύρματος. Αντικείμενον προς στολισμόν γυναικός είνε και ο μικρός χαλκούς όφις, όστις απεικονίσθη επί του πίνακος. Ωσαύτως εν τω νοτιωτέρω ναώ ευρέθη και χαλκούς δακτύλιος μετά της παραστάσεως πολεμιστού, όστις εικονίζεται επί του πίνακος 12, όπως και δύο αργυροί δακτύλιοι, ων μόνον ο έτερος παρίσταται επί του πίνακος 12. Εν τη λίαν μικρά σφενδόνη τούτου υπάρχει κεχαραγμένη, λίαν μικροτάτη κεφαλή ανδρός πωγωνοφόρου έχοντος το όπισθεν της κεφαλής κεκαλυμμένον δια πέπλου. Παραπλήσια κεφαλή υπάρχει και εν τη σφενδόνη του μη απεικονισθέντος αργυρού δακτυλίου. Επί του αυτού πίνακος απεικονίζεται και εν μικρόν αργυρούν κομβίον ευρεθέν ομοίως εν τώ βορειοτέρω ναώ. Είνε τούτο έκ πολύ λεπτού αργυρού ελάσματος κατεσκευασμένον, κοίλον, και φέρει μικρά κοσμήματα δια κοκκίδων.
Αστράγαλοι ευρέθησαν πολλοί εντός του βορειοτέρου ναού, τινές δε τούτων ήσαν βεβαμμένοι δια πρασίνου χρώματος13. Ευρέθη προς τούτοις και είς οστέϊνος κύβος έχων επί των πλευρών αυτού δια στιγμών από του 1 έως του 6.



Επί λεπτής χαλκής πλακός υπάρχει η έξης επιγραφή (εικ.10)
Θεός τύχα. 
Κλένις αφέκε
[Κ]όμαιθον ελύθρον
Ομβρίαν, Χοιροθύωνα.
Εί δε τις επιθιιάνε
τούτοις, ιερά τα χρ(έ)μα- 
(τα) εν(α)ι πάντα, είτε
.ιστίας, ε[ί]τ' άλ[λ]ος τ<(ι/ς,
τ' Απόλλωνι τόι Βασ[ι]ί-
ται και τόι Πανί 
τώι Σινόεντι
και τ'Αρτέμι τάι Κοτι-
λέοι και τα Fορθασία.
Η επιγραφή ευρέθη όχι μακράν της ΝΑ γωνίας του νοτιωτέρου ναού, παρά τον Αν. τοίχον, τεθραυσμένη είς δύο τεμάχια. Όπως και αι έν Λουσοίς14 ευρεθείσαι επιγραφαί, ήτο και αύτη προσηλωμένη που επί του τοίχου, ως φαίνεται εκ των τεσσάρων κατά τα άκρα αυτής οπών. Το σημείον της προσηλώσεως επί του τοίχου δεν θα ήτο πολύ υψηλά, τούτο τουλάχιστον δύναται τις να συμπεράνη εκ της σμικρότητος της επιγραφής.
Τα γράμματα αποτελούνται εκ στιγμών εντετυμμένων δι' οξέος εργαλείου επί της εμπροσθίας επιφανείας της πλακός. Είς πολλά σημεία το εργαλείον, δι' ού απετελέσθησαν αι στιγμαί, διέτρησε την πλάκα και ούτως έχομεν αντί στιγμών μικράς οπάς. Τα γράμματα δεν απετελέσθησαν μετά πολλής επιμελείας, είνε δ' άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλείτερα. Κατά το τέλος του τρίτου και τετάρτου στίχου το τελευταίον γράμμα της τελευταίας λέξεως εχαράχθη πλαγίως προς τα άνω, επειδή ο χώρος δεν ήρκει δια να γραφώσιν επί της αυτής μετά των άλλων ευθείας. Η επιγραφή περιέχει απελευθέρωσιν δούλων, διαφέρει δ' από των λοιπών απελευθερωτικών επιγραφών, καθόσον ουδεμίαν φέρει χρονολογίαν, ουδέ γίνεται η απελευθέρωσις υπό τύπον αφιερώσεως εις τον θεόν, κοινόν δ΄ έχει μετά τούτων τον ορισμόν ποινής εν περιπτώσει προσβολής της απελευθερώσεως ταύτης υπό οιουδήποτε.
Στ. 1. Κλένις= Κλείνις, ίδ. . Πβλ. τα επίσης αρκαδικά Νίκις και Κρίνις αυτόθι.
Στ. 2-3. αφέκε... ελύθρον .και έν τή ήλειακή έξ Ολυμπίας επιγραφή, αφέκεν ελευθάρως. Ελύθρον αντί ελεύθερον. δέν δύναμαι να είπω, άν η τροπή της διφθόγγου εν είς ν και η συγκοπή του ε προ του ρ έν τω μέσω της λέξεως είνε ιδιωτισμοί της Αρκαδικής διαλέκτου, ή αν είνε ενταύθα μόνον σφάλματα του χαράκτου. δι' όμοιας συγκοπάς πβλ. και στίχον 6 και 8 την τελευταίαν λέξιν. Ισως η γραφή ελύθρον προϋποθέτει Αρκαδικόν τινα τύπον ελούθερον, όστις ευρίσκεται έν τή Κρητική διαλέκτω .
Στίχ. 4. Ομβρίας πρώτον νυν άπαντα. ύπάρχει έν τούτοις το όνομα Ομβρίων. Χοιροθύωνα εινε έσχηματισμένον κατά το Βουθύων και απαντά επίσης κατά πρώτην φοράν.
Στίχ. 5. εί δε τις επιθιιάνε. ουδεμία αμφιβολία, ότι το επιθιιάνε (ίσως επυθιγάνε, εινε ο Αρκαδικός τύπος αντί επιθιγγάνε. Διά τήν φράσιν πβλ. το έν Δελφικαίς απελευθερωτικαίς επιγραφαίς σύνηθες εί δε κά τις εφάπτεται.
Στίχ. 7. Προ του σωζόμενου πρώτου γράμματος του στίχου υπάρχει ή στιγμή, δι' ής έν τη έπιγραφη εχωρίζοντο, ουχί πάντοτε, αί διάφοροι λέξεις άπ' αλλήλων προ της στιγμής δε ταύτης σώζονται ολίγαι στιγμαί μικρότεραι, λείψανα αναμφιβόλως του Α του χρμα(τα). ένι ίσως αντί έναι = είναι.
Στίχ. 8. Δεν κατώρθωσα να αναγνώσω μετ' απολύτου βεβαιότητος τον στίχον τούτον. Το πιθανώτερον είνε οτι έν τω κτηαο, προ του οποίου λείπουσι το πολύ δύο (ίσως δέ εν μόνον) γράμματα, κρύπτεται κύριόν τι όνομα προσώπου, περί του οποίου o Κλείνις θα έχεν ιδιαιτέρους λόγους να φοβήται, ότι ηδύνατο νά προσβάλη την απελευθέρωσιν, έπεται δέ μετά ταύτα και ο γενικός ορισμός ε[ί]τ(ε) άλ[λ]ος τ[ι]ς.
Στίχ. 9-10 Απόλλωνι τόι Βασ[σ]ίται. Βασσίτας καλείται ο Απόλλων έκ του χωρίου Βασσαι, έν ω ελατρεύετο και εκείτο το ιερόν αυτού, ομοίως καλείται έν Σπάρτη Ακρίτας ο έν Άκρα ή Άκραις
λατρευόμενος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Απόλλων ούτος είνε ο κληθείς μετά
ταύτα Επικούριος, εξ ης αφορμής διηγείται ο Παυσανίας (VIII, 41, 8), επειδή δε η επιγραφή ημών δεν ονομάζει τούτον εισέτι Επικούριον, υποθέτω, ότι είνε τούτο λόγος αρκών, όπως δεχθώμεν ότι η επιγραφή είνε αρχαιοτέρα τουλάχιστον του -420, οπότε κατά την μάλλον ασπαστήν γνώμην εκλήθη ο Απόλλων Επικούριος και ωκοδοιμήθη ο νέος μεγαλοπρεπής αυτού ναός15.
Στίχ. 10-11 Τόι Πανί τω Σινόεντι. Το επίθετον Σινόεις (εκ του ρήματος σινόω ή σίνομαι, ούτινος η ριζική σημασία είνε κακοποιώ, κακουργώ) είνε νέον διά τον Πάνα, συμφωνεί έν τούτοις πληρέστατα προς τας ιδέας, ας είχον προ πάντων οι ποιμένες, ες ων κυρίως θα απηρτίζετο και τότε ο πληθυσμός των Βασσών, περί του Πανός ως δύσκολου και κακοποιού θεού. Πβλ. προ πάντων θεοκρ. Ειδ. 1 στ, 15 κέ. Τον Πάνα δεδοίκαμες...έστι δέ πικρός, και οί αεί δριμεία χολά ποτί ρίνα κάθηται.
Στ. 12. Αρτέμι άπαντα και έν επιγραφαίς εκ Λουσών. 
Στ. 12-13 Τάι Κοτιλέοι και τάι Fορθαοία. Αμφότεροι οι προσδιορισμοί αποδίδονται εις την
Άρτεμιν, ήτις, ώς φαίνεται, θα είχε δύο ιερά εν Βάσσαις, ή και έν γένει εν Φιγαλεία. Το επίθετον
Ορθασία (το αυτό βεβαίως προς το παραδεδομένον ορθωσία) της Αρτέμιδος είνε γνωστόν, ελατρεύετο δ' ώς τοιαύτη η Αρτεμις και αλλαχοΰ της Αρκαδίας. Έν Φιγαλεία αναφέρει ο Παυσανίας ότι έλατρεύετο η Αρτεμις Σώτειρα και η Ευρυνόμη. Τάι Κοτιλέοι είνε δοτική τοπική, σημαίνει δ' ότι παρά Παυσανία η έν μετά δοτικής έν τω Αφροδίτη έν Κωτίλω. Όλως απροσδοκήτως μνημονεύει η επιγραφή την Άρτεμιν εν Κωτιλέω, ενώ πάς τις κατά την παράδοσιν του Παυσανίου θά ανέμενεν Άφροδίτην έν Κωτιλέω. Παρά Παυσανία παραδίδεται Κωτίλω άντί Κωτιλέω, δέν υπάρχει όμως αμφιβολία, ότι η επιγραφή διέσωσε τον εγχώριον τύπον του ονόματος, ενώ ο Παυσανίας ίσως μετεχειρίσθη τον κοινόν τύπον. Και τα δύο παράγονται έκτης ής και το ρήμα κωτίλλω και το επίθετον κωτίλος, ρίζης. Σημαίνουσι ταύτα διά Λόγου εξαπατώ, παραπείθω και απατηλός, γλυκύς και η σημασία δ' αύτη αρμόζει μάλλον προς την ιδέαν της αφιερώσεως του χωρίου εις την Αφροδίτην. Εσφαλμένη όλως είνε η γραφή Κωτύλιον και Κότυλον.

 
Έν τη επιγραφη πλεονάζουσιν αι αρχαιότεραι μορφαί των γραμμάτων Φ R V F κατά την υπό του Κirchhoff γενομένην διάκρισιν. Aπαντά έν τούτοις η νεωτέρα μορφή του Θ και του Ω αν και δεν είνε ακόμη εν γενική και αποκλειστική χρήσει, διότι αντί τούτου συνηθέστερον γράφεται ακόμη το Ο. Το σταυροειδές + =χ και όχι ξ ως εν ταίς αρχαιοτέραις Αρκαδικαϊς επιγραφαίς, το πρώτον απαντά έν τη επιγραφή ημών. Ο χωρισμός των λέξεων διά στιγμής ευρίσκεται και έν ταις αρχαιοτέραις και έν ταις νεωτέραις επιγραφαίς.
Είνε τόσον ολίγαι αί γνωσταί Αρκαδικαί επιγραφαί, ώστε δεν δυνάμεθα ακόμη νά φαντασθώμεν, ότι γνωρίζομεν μετά βεβαιότητος την εξέλιξιν του Αρκαδικού αλφαβήτου. Κατά τά μέχρι τούδε παραδεδεγμένα η επιγραφή ημών ώς εκ της αναμίξεως των παλαιοτέρων και νεωτέρων γραμμάτων και προ πάντων ως εκ της εμφανίσεως του Ω έπρεπε νά ανήκεν εις τούς κατά το πρώτον ήμισυ του 4ου αιώνος χρόνους, έν τούτοις εγώ ένεκα του λόγου, όν εξέθηκα ανωτέρω (σελ.181) είμαι διατεθειμένος μάλλον να δεχθώ, ότι η επιγραφή είνε αρχαιοτέρα και ότι πάντως εχαράχθη προ της επισήμου αντικαταστάσεως του ονόματος του Απόλλωνος του Βασσίτα, διά του Επικουρίου, ήτοι τουλάχιστον προ του -420.
Εντός του βορειοτέρου ναού ευρέθη προς τούτοις έν μικρόν τμήμα ταινίας έφ' ής είνε εντετυπωμένα τα γράμματα ...ΘΙΩΝΙΕ..., και έτερον μικρόν τεμάχιον έχον τα γράμματα ΑΡ(τεμιδος;).
Ευρέθησαν προς τούτοις ολίγα νομίσματα εντός και εκτός του βορειοτέρου ναου, δεν απεικονίσθησαν όμως, διότι όμοια τούτοις έχουσιν ήδη δημοσιευθή αλλαχού.
Το αρχαιότερον τούτων είνε υπόχαλκος δραχμή Σικυώνος, έχουσα επί μεν της μιάς όψεως περιστεράν έν πτήσει, και άνωθεν και κάτωθεν της θύρας ταύτης ΣΕ, επί δε της ετέρας το αυτό πτηνόν εις ολίγον διάφορον θέσιν εντός στεφάνου ελαίας. Ο τύπος ολίγον μόνον διαφέρει από τον έν πίνακι VII, 18 (σελ. 38, 26-29) του British Mus. catolog. of coins, εικονιζομένω, ούτινος η χρονολογία ορίζεται μεταξύ του -431 και -400.
Ομοίως της Σικυώνος και ολίγον μόνον νεώτερα είνε τέσσαρα χαλκά νομίσματα έχοντα επί μεν της μιας όψεως πτηνόν όμοιον προς τό του προηγουμένου, επί δε της ετέρας εντός στεφάνου ελαίας το μονογράφημα ΕΥ. R. Weil. αποδεικνύει, ότι τα γράμματα ΕΥ αναφέρονται εις τον Εύφρονα, όστις περί το -366 κατώρθωσε τη βοηθεί των Αρκάδων και Αργείων να εισαγάγη δημοκρατικόν πολίτευμα εις Σικυώνα, κατά ταύτα δε και τα νομίσματα ανάγονται εις το πρώτον ήμισυ του δ' αιώνος.Εν νόμισμα χαλκούν Μαντινείας εφθαρμένον, έχον άφ' ενός μεν κεφαλήν Παλλάδος προς δεξιά και άφ' ετέρου την γνωστήν μορφήν, ήτις εξηγήθη υπο του Σβορώνου ως Οδυσσεύς παρά τοις Αρκάσιν16. Ο Σβορώνος ως χρόνον κοπής των νομισμάτων τούτων δέχεται το -370.
Της Ηλιδος ευρέθησαν επίσης δύο χαλκά έχοντα αμφότερα επί μεν της μιας όψεως κεφαλήν του Διός, επί δε της ετέρας ίππον. Το εν έχει μεταξύ των ποδών του ίππου ΔΙ και πρό του προσώπου αυτού Ε, και ομοιάζει πολύ προς το British Mus. catolog. of coin XV, 6 πρό του -271. Το δέ έτερον έχει άνωθεν του ίππου ΡΑ και μεταξύ των ποδών τούτου ΠΥ, είνε δέ όμοιον προς τό British Mus. catolog. of coin σελ. 71, 115-118, πίν. XIV, 16 του -312/271.
Μία αργυρά δραχμή Χαλκίδος, έχουσα κεφαλήν γυναικείαν μετ' ενωτίου προς δεξ. και επί της ετέρας όψεως αετόν κρατούντα όφιν προς αριστερά και την επιγραφήν ΧΑΛ. Το νόμισμα τούτο ανήκει εις τους χρόνους μεταξύ -369 καϊ -336. Και τά νομίσματα ταύτα προφανώς κατελέγοντο μεταξύ των αφιερωθέντων εις τον ναόν αντικειμένων.


Ως εκ των ειρημένων αποδεικνύεται, οι ναοί ημών ήσαν εν ενεργεία κατά τον 5ον και 4ον αιώνα, αν δε τω όντι η ευρεθείσα παρά τον νοτιώτερον ναόν ακροκέραμος είνε του 6ου αιώνος, ως υποθέτομεν (ίδε ανωτέρω σελ. 164), τότε και η χρονολογία της οικοδομής των ναών θα ορίζηται κατά τον 6ο αιώνα.
Έκ του τρόπου της οικοδομής αυτών ουδέν δύναται δυστυχώς ωρισμένον συμπέρασμα νά έξαχθη. Φαίνεται ότι ο τρόπος ούτος ήτο πάντοτε συνήθης εν ταίς κατά το τμήμα τούτο της Αρκαδικής πόλεσιν, διότι και παρά τον ναόν του Επικουρίου Απόλλωνος ευρέθησαν μικρά, καθ' όμοιον τρόπον εκτισμένα, αρχαία οικοδομήματα, του 6ου ίσως αιώνος (πάντως παλαιότερα του ναού του Απόλλωνος), και επί του Λυκαίου ανεκάλυψα εγώ κατά την ανασκαφήν του λήγοντος έτους εν ομοίως εκτισμένον δωμάτιον πλησίον του ιπποδρόμου.
Πότε κατεστράφησαν οι ναοί δεν δυνάμεθα επίσης να είπωμεν μετά βεβαιότητος. Εκ των νομισμάτων φαίνεται, ότι υφίσταντο ούτοι και κατά τον 4ον αιώνα, μετά τον συνοικισμόν της Μεγαλοπόλεως. Νεώτερα του 3ου αιώνος αντικείμενα δεν ανεκαλύφθησαν.
Ο Παυσανίας λέγει ότι, ότε αυτός περιώδευε την Φιγαλικήν περί τα τέλη του +2ου αιώνος, ο ναός, ον ούτος μόνον αναφέρει επί του Κωτίλου, δέν είχε πλέον οροφον. Από πόσου δ' όμως χρόνου είχεν ήδη καταπέση ούτος και επομένως είχεν εγκαταλειφθή δι΄ άγνωστον λόγον το ιερόν, δεν λέγει ο Παυσανίας.Ίσως η παρακμή και η εγκατάλειψις των ναών ήρχισε μετά την επισκιάσασαν τούτους οικοδομήν του λαμπρού ναού του Επικουρίου Απόλλωνος και συνετελέσθη κατά τον 4ο αιώνα και ως εκ της παρακμής των Αρκαδικών πόλεων προελθούσης εκ τής κτίσεως της Μεγαλοπόλεως.
Ότι οι ναοί ανήκον εις θηλείας θεότητας, θα υπεθέτομεν και εκ μόνης της φύσεως των ευρεθέντων αφιερωμάτων και αν δέν είχομεν άλλας μαρτυρίας επιβεβαιούσας τούτο. Ο Παυσανίας είνε ο μόνος εκ των αρχαίων συγγραφέων, όστις μνημονεύει το Κώτιλον και την εν αυτώ λατρείαν της Αφροδίτης, πάντως δε οί νεώτεροι, όσοι ομιλούσι που περί τούτων, έκ του χωρίου τούτου του Παυσανίου λαμβάνουσιν αφορμήν.
Προ της ανασκαφής ημών ουδείς ηδύνατο να σκεφθή, ότι θα εγεννατό ποτέ δυσκολία διά την παραδοχήν της πληροφορίας ταύτης του Παυσανίου περί λατρείας και ναού της Αφροδίτης έν Κωτίλω.
Ουδέν τω όντι εκώλυε να δεχθώμεν, ότι εν Κωτίλω ελατρεύετο η Αφροδίτη. Εις τον ρωμαντικόν και μυστηριώδη τούτον τόπον, αποκεκλεισμένον διά πυκνού δάσους δρυών από του λοιπού κόσμου, εσύχναζον, όπως και σήμερον, ετι μάλλον τότε ποιμένες παντός φύλου και ηλικίας, δεν θα ήσαν δέ σπάνιαι εν αυτώ αί τερπναί σκηναί, άς εγνώρισεν η εύχαρις βουκολική του Θεόκριτου μούσα.
Λοιπόν θα είχε πολύ δικαίως και φυσικώς έδραν έν αυτώ η Αφροδίτη, η κωτίλη θεά του έρωτος, ουδέ θα ήτο ανάγκη να ζητήσωμεν ιδιαιτέραν φύσιν διά την Αφροδίτην ταύτην ως εκ του υψηλού και ιδιαιτέρας όλως φύσεως τόπου της λατρείας αυτής.17 Και τα ευρήματα της ανασκαφής ημών αποτελούμενα κατά το πλείστον εκ γυναικείων κοσμημάτων είνε φύσεως τοιαύτης, ώστε να δεχθώμεν ότι ηδύναντο να ήσαν αφιερωμένα εις ναόν της Αφροδίτης. Ιδιαιτέρως μαρτυρούσιν υπέρ της Αφροδίτης τα δύο ειδώλια (ίδε ανωτέρω σελ.171) άτινα, ως είπομεν, πιθανώτατα παριστώσι την Αφροδίτην και τα κάτοπτρα δε ως εκ του ερωτικού χαρακτήρος αυτών ήσαν αρμοδιώτατα ως αφιερώματα εν ναώ Αφροδίτης.
 Αλλ' έν τη ανωτέρω δημοσιευομένη επιγραφή, μεταξύ των θεών, εις την κυριότητα των οποίων περιέρχονται τα χρήματα των τυχόν προσβαλλόντων την απελευθέρωσιν, είνε και η Άρτεμις η Κωτιλέω, δεν ονομάζεται δε ή Αφροδίτη.
Άν το Κώτιλον δεν ήτο τόπος ανάρμοστος προς λατρείαν της Αφροδίτης, ήρμοζε τούτο έτι μάλλον εις την λατρείαν της Αρτέμιδος, της θεάς των δασών, της παρθένου κυνηγού. Το αυτό ισχύει και ως προς τα ευρήματα. Όπως ταύτα ηδύναντο να προσαρμοσθώσιν εις την φύσιν της Αφροδίτης, ετι μάλλον συνεφώνουν προς την λατρείαν τής Αρτέμιδος. Είνε γνωστόν, ότι αι κόραι αφιέρουν εις την προστάτιν αυτών θεάν τα αντικείμενα του στολισμού των ως και τα παίγνια αυτών. Οι κατάλογοι των αφιερωμάτων της Βραυρωνίας Αρτέμιδος μαρτυρούσι περί τούτου. Και το κάτοπτρον δεν λείπει έκ των καταλόγων τούτων. Όπως δε εν τω Κωτίλω, ευρέθησαν και παρά τον ναόν της εν Λουσοίς Αρτέμιδος ως αφιερώματα προ πάντων προτομαί και γυναικεία κοσμήματα. Λοιπόν εινε ευλογώτατον να υποθέσωμεν, ότι η Άρτεμις η Κωτιλέω της επιγραφής ελατρεύετο εν ενί των ανακαλυφθέντων ναών.
Δια της ανασκαφής ημών ευρέθησαν έν Κωτίλω δύο ναοί, και έχομεν δύο θεάς, περί ων παραδίδεται υπό διαφόρων πηγών, ιδιαιτέρως περί εκατέρας, ότι ελατρεύοντο, έν ω τόπω ευρέθησαν οί ναοί. Λοιπόν ουδέν φυσικώτερον του να δενθώμεν ότι εκατέρα των Θεών ελατρεύετο έν τω ετέρω των ναών, τότε δε έν τω μεγαλειτέρω τούτων, τώ προς νότον, θα ελατρεύετο η Αφροδίτη. Εκ των ειρημένων δεν δύναται να αποδειχθή τούτο, διότι ταύτα ήσαν, ως είπομεν, της αυτής φύσεως και έν τοις δύο ναοίς, άλλ' επί του βάθρου του μεγαλειτέρου σώζονται αι οπαί προς ένθεσιν των πλίνθων δύο αγαλμάτων, του ενός κατά το ήμισυ περίπου μικροτέρου του έτερου, είνε δε πολύ εύκολον νά σκεφθώμεν ως φυσικόν σύνναον της Αφροδίτης τον μικρόν Έρωτα. Αν δεχθώμεν, ότι έν τω νοτιωτέρω ναώ ελατρεύετο η Αφροδίτη, εξηγείται και το ότι ο Παυσανίας μόνον την Αφροδίτην και τον ναόν ταύτης αναφέρει, διότι μόνον τούτον είδεν εκ της θέσεως πλησίον της πηγής των Βασσών.
Μία μεγάλη δυσκολία υπάρχει πάντοτε ως προς την παραδοχήν λατρείας και ναού της Αφροδίτης έν Κωτίλω, είνε δε αύτη το ότι εν τη ευρεθείση επιγραφή, ενώ μνημονεύονται άλλοι θεοί, δεν μνημονεύεται η Αφροδίτη, επί του ναού της οποίας θα ήτο προσηρτημένη η επιγραφή.
Την δυσκολίαν ταύτην ομολογούμεν, ότι δεν δυνάμεθα να επιλύσωμεν, ίσως δε διευκρινηθή το ζήτημα των εν Κωτίλω λατρευομένων θεών κάλλιον, αν επιτελεσθή και η ανασκαφή όλου του παρά τους ναούς χώρου.

Κ. ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ
ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΕΝ ΚΩΤΙΛΩΙ Αρχαιολογική Εφημερίς 1903.

1 Παυσανίας VIII, ΧLI, 6.2 Frazer Pausanias IV 405, 41, 10
3. Ησύχιος: έλεγον δ'ε βήσσας τους κοίλους και δρυμώδεις τόπους. Παρ' Ομήρω συνηθέστατα, ούρεος εν βήσσις Πβλ. Curtius Peloponnesus I, 344, 32.
4. Υψ. ναού Απόλλωνος 1131μ. Curtius.
5. Frazer ε.ά. καί τάς εκεί παραπομπάς.
6. Ross Reisen σελ. 100, περιγραφή των λειψάνων
7. Βλ. Blouet, Exped. II πίν.12 fig.1.
8. Perrot Chipiez, Hist. del art  VII, 350.
9. Πβλ. Πρακτικά 1902, ένθα εξέφερα την υπόθεσιν, οτι η θέσις ευρίσκεται επί τών Νομέων ορέων, ήτις νομίζω νυν, μετά νέας επί του Λυκαίου έρευνας μου, οτι εινε εσφαλμένη.
10. Εν πρό πάντων γυναικείον ειδώλιον ομοιάζει τά μέγιστα προς τό εκεί καί έν Jahresheft des Oesterr Instit. IV, 1901 σελ. 34 άπεικονιζόμενον.
11. Τά εν Jahresheft ε. ά. σελ. 38 έξεταζυμενα έκ Λούσων ειδώλια, άτινα άλλως τε εινε αρχαιότερα, δεν ομοιάζουσι προς τά ειδώλια ήμών.
12. Furtwangler Meisterwerke
13. Πβλ. αστραγάλους έν Ασκληπιείω C.I.Α.II766.23- 32. Μilt.XV, 1890 σελ.381, 21, 22 έν Καβειρίω, και aλλαχού.
14. Jahresh Oest Instit. ε. ά. σελ.65.
15. Frazer. σελ. 404 Ρhilologus 4, 1849 σελ. 235- 237. Ότι υπήρχε καί αρχαιότερον ιερόν του Απόλλωνος, απεδείχθη, ώς μοι φαίνεται, επαρκώς διά της ανασκαφής παρά τόν σωζόμενον ναόν του Απόλλωνος, μολονότι δέν ευρέθησαν ίχνη του αρχαίου τούτου κτιρίου, όπερ είνε άλλως τε πολύ φυσικόν, άν, καί είνε πιθανόν, τοϋτο ωμοίαζε κατά την οικοδομίαν προς τούς έν Κωτίλω ναούς.
16. Το ημέτερον νόμισμα είνε πολύ εφθαρμένον, έν τούτοις, ενώ η μορφή του λεγομένου Οδυσσέως κατά τά άλλα φαίνεται, οτι συμφωνεί προς το υπό του Σβορώνου απεικονιζόμενον νόμισμα, διαφέρει ώς προς τον πίλον τούτου. Έπϊ της εικόνος του Σβορώνου ο πίλος είναι κωνικός και έχει πλατϋν γύρον, ούτω ο ομοιάζει και ουκ ολίγον προς τά άλλοθεν γνωστόν κάλυμμα της κεφαλής του Οδυσσέως, αλλ' επί του ημετέρου νομίσματος ο πίλος είνε πάλιν κωνικός και εχει έμπροσθεν μακρόν προπέτασμα, άλλ' όπισθεν είνε στρογγυλός και έχει τά προπέτασμα πολύ υψηλότερον κατά το μέσον περίπου της οπίσθιας επιφανείας, είνε δηλαδή όμοιος πρός τον πίλον όν συνήθως έχει ο Έρμης, ουδέποτε δέ αί γνωσταί εικόνες του Οδυσσέως.
17. Προς απόδειξιν του ότι έλατρεύετο καί αλλαχού η Αφροδίτη έν όμοιοις τόποις, παραπέμτομεν εις την έν Τροιζήνι αναφερομένης Άφροδίτην.






Printfriendly