.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Περσέας και Μέδουσα


H εύρεση της αριστερής παλάμης με μέρος του καρπού ενός ανδρικού μαρμάρινου χεριού, σε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο του φυσικού (ύψος 0,261μ.), που κρατάει σφικτά από τα μαλλιά το κομμένο κεφάλι μιας γυναίκας με πλούσια κόμμωση από ελικωτούς πλοκάμους, που αναγνωρίζεται ως κεφάλι της “ωραίας” Mέδουσας (εικ.1α-γ), φέρνει στο προσκήνιο το πρόβλημα του εικονογραφικού πρότυπου του αγάλματος του Περσέα και της σχέσης του τερατοκτόνου ήρωα με την πόλη της Μεσσήνης και τις λατρείες της1. 
Tο μαρμάρινο θραύσμα αποκαλύφθηκε μαζί με άλλα τμήματα γλυπτών των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων στην επίχωση μιας υπόγειας καμαροσκέπαστης στοάς, αμέσως νότια από το Θέατρο (εικ.2)2. Tο πρόσωπο της Mέδουσας είναι ελλιπές κατά το μεγαλύτερο μέρος του, τα μαλλιά αποδίδονται με πρόστυπες σχηματικές κυματοειδείς εγχαράξεις. Eνδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι από το εσωτερικό του κεφαλιού έχει αφαιρεθεί η μάζα του μαρμάρου, προκειμένου να μειωθεί το βάρος (εικ.1γ). Mε τον τρόπο αυτό απομακρυνόταν ο κίνδυνος να σπάσει το απομακρυσμένο από το σώμα χέρι του ήρωα που κρατούσε το κεφάλι του τέρατος. Ο κατακερματισμός του έργου έλαβε χώρα την περίοδο του χριστιανικού μεσαίωνα προκειμένου να μεταφερθούν τα θραύσματα στο παρακείμενο ασβεστοκάμινο.


Η καμαροσκέπαστη στοά σχετίζεται με το νερό και αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της λατρείας στο ιερό της Ίσιδας και του Σάραπη, για το οποίο ο Παυσανίας αναφέρει απλώς ότι βρισκόταν κοντά στο Θέατρο όπου και αποκαλύφθηκε3. Εικονίζω ένα από τα σημαντικότερα έργα από το χώρο του ιερού, το άγαλμα της Ίσιδος που θηλάζει τον Ώρο (Isis lactans) καθισμένη σε μυστική κίστη (εικ.3). Η παρουσία του σπάνιου αυτού γλυπτού ενισχύει μεταξύ άλλων την αναγνώριση του οικοδομικού συγκροτήματος μεταξύ Βασιλικής και Θεάτρου ως τεμένους της Ίσιδος και του Σάραπη, σε συνδυασμό και με ένα άγαλμα της Ίσιδος Πελαγίας που αποκαλύφθηκε πεσμένο στο προσκήνιο του Θεάτρου4. Το ζητούμενο είναι, όπως σημειώσαμε, να δικαιολογηθεί η παρουσία αγάλματος του Περσέα στην αρχαία Μεσσήνη και να διερευνηθεί η πιθανή σχέση του με τη λατρεία του ζεύγους των αιγύπτιων θεοτήτων.
Κρίνω αναγκαίο να προτάξω ορισμένα στοιχεία για την εικονογραφική παράδοση του αγαλματικού τύπου του ήρωα που Μέδουσας.


O αποκεφαλισμός της Γοργούς- Mέδουσας από τον Περσέα, γιο του Δία και της Δανάης, αποτελούσε θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στην αρχαία ελληνική τέχνη κατά την αρχαϊκή κυρίως φάση της5. Mια από τις παλαιότερες παραστάσεις του μύθου απαντά στο λαιμό ενός Kυκλαδκού πιθαμφορέα του -670, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο Mουσείου του Λούβρου στο Παρίσι (ΑΕ CA795) (εικ.4)6. H Mέδουσα, στην πρώιμη αυτή παράσταση, έχει τη μορφή ενός φανταστικού μιξογενούς όντος, του οποίου ο κορμός έχει το σώμα φοράδας, ενώ μπροστά διαμορφώνεται σε ολόσωμη μορφή γυναίκας. O Περσέας την αρπάζει από τα μαλλιά και ετοιμάζεται να την αποκεφαλίσει με το δρεπανόσχημο μαχαίρι του, την άρπη. Στον ώμο του κρέμεται ο δερμάτινος σάκκος (η κύβισις), όπου θα τοποθετήσει σε λίγο το κομμένο κεφάλι του τέρατος. O ήρωας φοράει στο κεφάλι κωνικό σκούφο, τον μαγικό πίλο, ή αλλιώς κυνέη του Άδη, που του δίνει τη δυνατότητα να γίνεται αόρατος7. Γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω, το αποστρέφει από το απολιθωτικό βλέμμα της Mέδουσας, σύμφωνα με τις οδηγίες που του έδωσε, κατά το μύθο, η θεά Aθηνά. Tον μαγικό σκούφο και τον σάκκο είχε πάρει με τη βοήθεια της Aθηνάς από τις μάγισσες Γραίες. Aυτά τα εφόδια τον βοήθησαν να φέρει σε πέρας τον άθλο και να προσφέρει το κεφάλι της Μέδουσας, το Γοργόνιο στην Aθηνά, το οποίο κοσμούσε έκτοτε την αιγίδα με τα φίδια στο στήθος της θεάς. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή του μύθου, το κεφάλι της Γοργούς- Mέδουσας θάφτηκε στην αγορά των Aθηνών, ενώ ένας απο τους φιδόσχημους πλοκάμους των μαλλιών της παραχωρήθηκε στην Aρκαδική πόλη Tεγέα για να την προφυλάσσει από κάθε κακό8.
Όλα τα παραπάνω εικονογραφικά στοιχεία συνοδεύουν το θέμα του αποκεφαλισμού της Mέδουσας από τον Περσέα στη μακρά διαδρομή του στο χρόνο. H άρπη, η κύβισις, ο κωνικός πίλος, η αποστροφή του κεφαλιού και ενίοτε τα «πτερόεντα» πέδιλα, που του επέτρεψαν να απομακρυνθεί πετώντας αόρατος πάνω από τον Ωκεανό για να γλυτώσει από τις τρομερές αθάνατες αδελφές της Mέδουσας, την Σθενώ και την Eυρυάλη που τον καταδίωκαν μανιασμένες9. Mε τον αποκεφαλισμό της πετάχτηκαν από τα σπλάχνα της τα δυο παιδιά πού είχε συλλάβει με τον Ποσειδώνα, το φτερωτό άλογο, o Πήγασος καθώς και ο Xρυσάορ, που τους βλέπουμε στο περίφημο αρχαϊκό αέτωμα της Γοργούς στην Κέρκυρα (εικ.5)10.
Aναζητώντας κανείς το ή τα χαμένα έργα που απεικόνιζαν τον άθλο του Περσέα, θα πρέπει να καταφύγει καταρχήν στις φιλολογικές μαρτυρίες11. O περιηγητής του +2ου αι. Παυσανίας είδε στην Πινακοθήκη της Aκρόπολης των Aθηνών, ανάμεσα σε αρκετούς φορητούς, ξεθωριασμένους από την πολυκαιρία, πίνακες ζωγραφικής, έναν που εικόνιζε τον Περσέα να επιστρέφει στη Σέριφο κρατώντας το κεφάλι της Mέδουσας για να το εμφανίσει στον βασιλιά του νησιού Πολυδέκτη (Παυσ. I,22.6-7). Στο νησί της Σερίφου είχε ανδρωθεί ο Περσέας, ζώντας με την εξόριστη από το Άργος μητέρα του Δανάη. Eκτός όμως από την τοιχογραφία, ο Παυσανίας, περνώντας τα Προπύλαια κατευθυνόμενος προς το ιερό της Bραυρωνίας Aρτέμιδος, είδε ένα χάλκινο άγαλμα του Περσέα, έργο του γνωστού χαλκοπλάστη Mύρωνα από τις Ελευθερές, η δράση του οποίου τοποθετείται μεταξύ -480 και -440 (Παυσ.I,23.7 και Plin.H.N.34,57)12. O Περιηγητής περιγράφει τον Περσέα του Μύρωνα ώς «τὸ ἐς Mέδουσαν ἔργον εἰργασμένον», να έχει δηλαδή ολοκληρώσει τον άθλο του και να επιστρέφει θριαμβευτικά με το κεφάλι του τέρατος. H αιτία ανάθεσης του έργου στην Aκρόπολη πρέπει να ανάγεται σε ιστορικό γεγονός και να σχετίζεται τόσο με το Άργος, όπου λατρευόταν ο Περσέας, όσο και με την Aθήνα και το μύθο προέλευσης του Γοργόνειου της θεάς Αθηνάς. H περίοδος δημιουργίας και ανίδρυσης του έργου μεταξύ -460 και -449, φαίνεται η πλέον ενδεδειγμένη, γιατί τότε οι σχέσεις των δύο πόλεων- κρατών ήταν ομαλές, και τότε τοποθετείται η δράση του χαλκοπλάστη Mύρωνα13. O σημαντικός χώρος έκθεσης του έργου, η Aκρόπολη των Aθηνών, και ο φημισμένος χαλκοπλάστης που το δημιούργησε συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισής του ως κατεξοχήν πρότυπου για τις μετέπειτα δημιουργίες14.


Ο Περσέας ήταν δημοφιλές θέμα και στην τέχνη της Ρώμης και γενικά της Ιταλικής χερσοννήσου και ιδιαίτερα των Ετρούσκων. Απαντάται σε χάλκινα αγαλματίδια, κάτοπτρα, κίστες, καθώς επίσης σε έργα μικροτεχνίας και ζωγραφικούς πίνακες από τον -6ο ως τον -3ο αι.15. Με το χαμένο έργο του Μύρωνα σχετίζεται, νομίζω, ένα ετρουσκικό χάλκινο αγαλμάτιο, ύψους 14 εκατοστών, του -400/ -350 που εικονίζει τον Περσέα να επιδεικνύει θριαμβευτικά το κομμένο κεφάλι της Mέδουσας που μόλις “θέρισε” με το δρεπανόσχημο μαχαίρι του (εικ.6)16. Παραβάλλεται συχνά το μικρό αυτό έργο και με τη φημισμένη μνημειακή δημιουργία του Φλωρεντινού καλλιτέχνη Benvenuto Cellini (1500-1571) που εκτίθεται στο Palazzo Veccio της γενέτειράς του17, καθώς και με το ψυχρό ακαδημαϊκό έργο του Antonio Canova του 1801 (εικ.7-8)18.
Ένα μοναδικό άριστης τέχνης άγαλμα που απεικονίζει τον Περσέα, όπως υποστηρίξε πρώτος ο Furtwaengler το 1893 και κυρίως ο Ernst Langlotz αργότερα, σώζεται σε δύο αντίγραφα, ένα στη Φλωρεντία (ΑΕ 198), στο Giardino Boboli, γνωστό ως κορμός Boboli, και ένα στη Pώμη από το Esquilin19. Ένα ανδρικό κεφάλι του ήρωα, που σώζεται σε δύο αντίγραφα, ένα στη Pώμη και ένα στο Λονδίνο (Bρ. Mουσ. ΑΕ1743), έχει σχετισθεί με τον κορμό20.
Mοναδική είναι η παράσταση του ήρωα ως κεντρικό ακρωτήριο πάνω στο ταφικό Hρώο του Περικλή, δυνάστη της Λυκίας, στο Γκιόλμπασι-Tρύσα, του -370/ -350 21.
Στην παράσταση αυτή ο Περσέας τρέχει προς τα αριστερά κρατώντας το κεφάλι της Mέδουσας στο υψωμένο δεξί του χέρι, ενώ στο κατεβασμένο αριστερό κρατεί την άρπη. Με τον ίδιο τρόπο φαίνεται ότι εικονιζόταν και ο Περσέας της Μεσσήνης στο άγαλμα από το Ισείο.
Το θέμα της απελευθέρωσης της Ανδρομέδας από τον Περσέα, που εμφανίζεται συχνά στη μελανόμορφη και κυρίως την ερυθρόμορφη αγγειογραφία καθώς και σε τοιχογραφίες της Πομπηίας (εικ.9), απαντάται και στη Μεσσήνη. Σε πώρινη μετόπη του -3ου αι., η οποία προέρχεται από το ναό του Ποσειδώνα στην αγορά της Μεσσήνης, εικονίζεται η Ανδρομέδα, κόρη του βασιλιά της Αιθοπίας Κυφέα δεμένη σε βράχο, ενώ δίπλα της διακρίνεται η ψαροουρά του κήτους που εξόντωσε ο Περσέας (εικ.10)22.
Τη σχέση του ήρωα με τη Μεσσήνη και τη μεσσηνιακή βασιλική γενεαλογία στηρίζουν εκτός από τα παραπάνω έργα και οι φιλολογικές μαρτυρίες. Σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη του Ψευδοαπολλόδωρου (1,87) και τον Παυσανία (IV,2.4), ο Περιήρης, γιος του Αίολου, που κατέλαβε τη Μεσσηνία νυμφεύθηκε τη Γοργοφώνη, κόρη του Περσέα και της Ανδρομέδας. Με τη Γοργοφόνη έκαμε τους γιους Αφαρέα και Λεύκιππο, μυθικούς βασιλείς της Μεσσηνίας που εικονίζονταν με τους απογόνους τους (ειδικά ο Λεύκιππος) σε τοιχογραφία του Αθηναίου ζωγράφου Ομφαλίωνα, μαθητή του φημισμένου Νικία, στον οπισθόδομο του ναού της Μεσσάνας, θεοποιημένης πρώτης μυθικής βασίλισσας της χώρας23. Την τοιχογραφία αυτή περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας (IV,31.11-12).
Βεβαιωμένοι χώροι λατρείας, ιερά τεμένη του Περσέα υπήρχαν, σύμφωνα πάντα με το Παυσανία, στην Αθήνα (ΙΙ,18.1), στο Άργος (ΙΙ,21.5-7), τις Μυκήνες, τη Νεμέα και τη Σέριφο (ΙΙ,18.1). Σύμφωνα με άλλες φιλολογικές, ιστορικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες λατρευόταν και σε περιοχές της Μικράς Ασίας, όπως στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου η λατρεία του σχετιζόταν με εκείνην του Μίθρα24. Ο Περσέας εικονίζεται και σε νομίσματα πολλών πόλεων του ελλαδικού χώρου, των νησιών, της Μικράς Ασίας και της Θράκης25.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ημικυκλική εξέδρα με το ανάθημα των Αργείων στους Δελφούς, το οποίο σχετίζεται με τη ουσιαστική συμβολή των Αργείων στην ίδρυση της Μεσσήνης μαζί με τους Θηβαίους του Επαμεινώνδα το -369 26. Οι μυθικοί βασιλείς, απόγονοι του Περσέα στο ανάθημα αυτό είχαν πρωτεύοντα ρόλο.


Η παρουσία, επομένως, αγάλματος του Περσέα στη Μεσσήνη είναι, νομίζω, δικαιολογημένη. Η σχέση του, ωστόσο, με τη λατρεία του Σάραπη και της Ίσιδας, στο τέμενος των οποίων αποκαλύφθηκε χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ο Ηρόδοτος γράφει τα εξής στο δεύτερο βιβλίο του σχετικά με τη λατρεία του Περσέα στην Αίγυπτο (2,91.1-6 και 2,15.1):
«Οι Αιγύπτιοι δεν ακολουθούν γενικώς τις λατρευτικές πρακτικές των Ελλήνων... Υπάρχει ωστόσο στην περιοχή των Θηβών μια μεγάλη πόλη που ονομάζεται Χέμμις (αλλιώς Πανόπολις) στην οποία βρίσκεται ιερό τέμενος του Περσέα τετράγωνο ενώ γύρω του φύονται φοίνικες. Η πύλη στο ιερό ειναι κτισμένη με μεγάλες πέτρες κσι στην είσοδο στέκονται δύο μεγάλα λίθινα αγάλματα.
Στο τέμενος βρίσκεται ένας ιερός οίκος (ναός) με εικόνα του Περσέα στο εσωτερικό του. Οι κάτοικοι της Χέμμιδας λένε ότι ο Περσέας εμφανίζεται συχνά στη χώρα τους και στο ναό του, ενώ ένα από τα σανδάλια που φορούσε, μήκους δύο ποδών, βρίσκεται ενίοτε μέσα στο ναό. Όταν εμφανίζεται το σανδάλι η Αίγυπτος ευημερεί. Αυτά λένε οι Αιγύπτιοι και τελούν, κατά τον ελληνικό τρόπο, αθλητικό αγώνα προς τιμήν του Περσέα που περιελάμβανε σειρά αθλημάτων όπου προσφέρονται ως έπαθλα μοσχάρια, χιτώνες και δέρματα. Όταν τους ρώτησα (συνεχίζει ο Ηρόδοτος) για τί μόνο σε αυτούς εμφανίζεται ο Περσέας και γιατί μόνο αυτοί τελούν αθλητικούς αγώνες, απαντούν ότι ο Περσέας είχε γεννηθεί στην πόλη τους, ο Δαναός και ο Λυγκεύς ήταν κάτοικοι της Χέμμιδος και είχαν ταξιδέψει για την Ελλάδα. Από αυτούς έλκει την καταγωγή του ο Περσέας. Μου είπαν επίσης ότι ο Περσέας είχε κατέβει στην Αίγυπτο για να φέρει από τη Λιβύη το κεφάλι της Γοργούς, όπως πιστεύουν και οι Έλληνες».
Ο Ηρόδοτος είχε επισκευθεί την Χέμμιδα τον -5ο αι. και είχε πάρει τις πληροφορίες του από Ελληνο-αιγύπτιους που ζούσαν εκεί27. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο Περσέας είχε εξομοιωθεί με τον τοπικό θεό Μίνα, ο οποίος ταυτίζεται με τον Πάνα, εξ ου και το όνομα Πανόπολις που δόθηκε στην Χέμμιδα. Ένα κείμενο γραμμένο σε δέρμα που δημοσίευσε ο Διονύσιος Οικονομόπουλος αναγγέλει «του ιερούς, θριαμβικούς, οικουμενικούς ολυμπιακούς αγώνες του Ουράνιου Περσέα που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Πάνειων εορτών»28.
Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι το γεγονός ότι ο Περσέας συνδέετει στενά με την Ελληνορωμαϊκή λατρεία της Ίσιδας και του Σάραπη, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την παρουσία μιας σειράς αγαλμάτων του Περσέα στο Σεραπείο της Αλεξάνδρειας που εικόνιζαν τους ηρωικούς άθλους του Περσέα29. Στο πλαίσιο της σχέσης του Περσέα με τη λατρεία του Σάραπη και της Ίσιδας βρίσκεται και ο Ώρος-Αρποκράτης που ταυτιζόταν μαζί του30.
Ο Περσέας και ο Μίθρας φορούσαν τον λεγόμενο φρυγικό σκούφο. Ο Μίθρας απέστρεφε το βλέμα του από το θύμα του τον ταύρο, όπως ο Περσέας από το βλέμα της Μέδουσας. Ο Περσέας είχε γεννηθεί σε υπόγειο θάλαμο (Δανάης θάλαμος), ο Μίθρας σε υπόγεια σπηλιά. Αμφότεροι χρησιμοποιούσαν παρόμοια όπλα, την άρπη ή το εγχειρίδιο με την καμπύλη λάμα. Η Μέδουσα εξισώνεται με τον ταύρο στη μιθραϊκή τελετουργία31.
Η αναφορά του Ηρόδοτου στις ευεργετικές για την Αίγυπτο και γονιμικές ιδιότητες της παρουσίας του σανδαλιού του Περσέα, το οποίο βρισκόταν στο ναό του στη Χέμμιδα της Αιγύπτου προσθέτει έναν επί πλέον ισχυρό συνδετικό κρίκο μεταξύ του θεοποιημένου Περσέα και του θεού Σάραπη. Οι μαγικές ιδιότητες του πέλματος του Σάραπη είναι γνωστές.
Αναφέρω ενδεικτικά, κλείνοντας, το Σεράπειον και το Μιθρέο «Planta Pedis» στην Όστια με αποτύπωμα του πέλματος του Σάραπη στο ψηφιδωτό δάπεδο (εικ. 11)32, καθώς και το ιερό Ίσιδος/Σαράπιδος στο Δίον της Πιερίας με το χαρακτηριστικό κλιμακοστάσιο όπου αποκαλύφθηκαν ανάγλυφα πέλματα του θεού33.


Πέτρος Θέμελης, Ομότιμος Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας
"ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ- Από τα αρχαία στα βυζαντινά χρόνια"

Σημειώσεις:
1. Θέμελης 2003, 29-33, πίν. 24α-β. Themelis 2010, πίν. 55.3.
2. Themelis 2011, 108c, εικ. 19a-b (ΑΕ 12915).
3. Themelis 2011, 105, εικ. 14.
4. Themelis 2011, 102-108, εικ. 8a-d και 17a-e.
5. LIMC VII. 1, 1994, σσ. 332-348, αρ. 41, 161, 299, 479, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos).
6. Ervin 1972. Simandoni-Bournia 2004.
7. Oakley 1988, 383-391.
8. Δ.Σ. 4.33.5. Απολλόδ. Βιβλ., 2.7.3. Παυσ. XVIII,47.5.
9. Yalouris 1953, 293-321. Ogden 2008, 38.
10. Rodenwald 1938, πίν. 37.
11. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Δίωνα Xρυσόστομο (37.10), ο χαλκοπλάστης Πυθαγόρας ο Σάμιος (480-450 π.Χ.) είχε κατασκευάσει ένα χάλκινο άγαλμα του Περσέα με φτερωτά πέδιλα: βλ Lechat 1905, 32-40. LIMC VII. 1, 1994, σ. 335, αρ. 44 και 64, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos).
12. Kansteiner et all. 2014, 1-117.
13. Για την περίοδο δράσης και τα έργα του Μύρωνα βλ. υποσ. 12.
14. Schauenburg 1960.
15. LIMC VII.1. 1994, σσ. 332-348, αρ. 4, 46-49, 74-75, 97-99, 107-110, 126-129, 150, 164, 170-171, 192, s.v. Perseus (Linda Jones Roccos). Ogden 2008, 118.
16. LIMC s.v. Perseus, αρ. 150ab.
17. Cole 1999, 215-235.
18. Appolini 1992. Corboz 1995, 78-83.
19. Langlotz 1954, 223-232. Langlotz 1960, 17-23, πίν 9, 10, 12.
20. Ajootian 2003, 1971, πίν. 47,3 (νεότερο αντίγραφο του κεφαλιού στο Μουσείο Paul Getty). Germini 2008, 116-123.
21. Ridgeway 1997, 94-99.
22. Θέμελης 1990, 79, πίν. 56. Themelis 2011, 111, πίν. 46,2. Πρβλ. Ridgway 2000, 104, υποσ. 4.
23. Themelis 2010, 114-115, πίν. 49. Themelis 1993, 24-40. Themelis 1996, 154-187.
24. Ulansey 1991. Βλ. και νομίσματα της Ταρσού του 3ου αι. μ.Χ. με άγαλμα του Περσέα στον οπισθότυπο: SNG France-SNG Schweiz 1614, SNG Levante 1112.
25. Όπως: Σικελία-Καμαρίνα, Μακεδονία-Φίλιππος Ε΄, Μακεδονία-Περσεύς, Άργος (ρωμαϊκώ χρόνων), Ασίνη (ρωμαϊκών χρόνων), Θεσσαλία-Λάρισα Κρεμαστή, Κυκλάδες-Σέριφος, Αστυπάλαια, Θράκη-Deultum (Ρωμαϊκό), Μυσία-Κύζικος, Βόσπορος-Πολέμων Α΄, Πόντος-Μιθριδάτης Στ΄ νμκ. Αμισού και αυτόνομες κοπές της πόλης, Βιθυνία-Δία, Παφλαγονία-Σινώπη, Πισιδία-Αντιόχεια (ρωμαϊκών χρόνων), Καππαδοκία-Τύανα, Φρυγία-Σεβαστή (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Ταρσός (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Αιγαί (ρωμαϊκό), Κιλικία-Ανεμούριο (ρωμαϊκών χρόνων), Κιλικία-Κοροπησσός, Λυκαονία-Ικόνιο (αυτόνομα και ρωμαϊκά), Άκκη/Πτολεμαίς (ρωμαϊκών χρόνων).
26. Bommelaer 1991.
27. Loyd 1976, passim και 142, 288.
28. Οικονομόπουλος 1889.
29. Wild1984, 1730-1851. LIMC V.1.2. 1990, σσ. 761-796, 501-526, s.v. Isis (Tran Tam Tinh), LIMC V, 1, 761-796, 2, 501-526. McKenzie 2007, 195-202.
30. Ogden 2008, 113, υποσ. 19.
31. Ulansey 1991, 78-80. Clauss 2000, 24 -27.
32. Becatti 1954, 125-131, εικ. 24, πίν. 37,4.
33. Pandermalis 1997.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ–ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Ajootian, A. 2003. “Hermes/ Omphalos Apollo at Corinth”, AM 118, σσ. 197-210.
Appolini, M.F. 1992. Canova, Florence.
Becatti, G. 1954. Scavi di Ostia: I mitrei, Rome.
Bommelaer, J.-F. 1991. Guide de Delphes. Le site, Paris.
Clauss, M. 2000. The Roman Cult of Mithras, Edinburgh.
Cole, M. 1999. “Cellini’s Blood”, The Art Bulletin 81.2, σσ. 215-235.
Corboz, A. 1995. “Guardare Canova oggi”, Arte Veneta 47, σσ. 78-83.
Ervin, M. 1972. “Relief pithoi. A survey of some 8th and 7th c. groups from Mainland Greece, Crete and the Aegean” (διατρ. Bryn Mawr College).
Germini, B. 2008. Statuen Strengen Stils in Rom: Verwendung und Wertung eines griechischen Stils im roemischen Kontext, Roma.
Θέμελης, Π. 1990. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 1990 [1993], σσ. 56-103.
Θέμελης, Π. 2003. «Ανασκαφή Μεσσήνης», Prakt 2003 [2006], σσ. 25-44.
Kansteiner, S. et all., επιμ. 2014. Der neue Overbeck, Band II, Klassik: Bildhauer und Maler des 5. Jhs. v. Chr., Berlin/Boston.
Langlotz, E. 1954. “Perseus”, AA, σσ. 223-232.
Langlotz, E. 1960. Der triumphierende Perseus, Koeln-Opladen.
Lechat, H. 1905. Pythagoras de Rhegion, Paris.
LIMC= Lexicon Iconographicum Mythologiae Clasicae, Zuerich-Muenchen 1981-1997.
Loyd, A.B. 1976. Herodotus Book II: Commentary, London.
McKenzie, J.S. 2007. The Architecture of Alexandria and Egypt, 300 BC – AD 700, Hong Kong.
Oakley J. 1988. “Perseus, the Graiai and Aeschylus’ Phorkides”, AJA 92, σσ. 383-391.
Ogden, D. 2008. Perseus, New York.
Οικονομόπουλος, Δ. 1989. Αλεξανδρινός Διάκοσμος ήτοι Πίνακες των εν Αλεξανδρία ακμασάντων, Αλεξάνδρια.
Pandermalis, D. 1997. Dion: The Archaeological site and the Museum, Athens.
Ridgway, B.S. 1997. Fourth-Century Styles in Greek Sculpture, London.
Ridgway, B.S. 2000. Hellenistic Sculpture II: The Styles of ca. 200-100 B.C., Madison.
Rodenwald, G. 1938. Korkyra 2, Berlin.
Schauenburg, K. 1960. Perseus in der Kunst des Altertums, Bonn.
Simandoni-Bournia, E. 2004. La ceramique grecque a relief: Ateliers insulaires du VIIIe au VIe siecle av.J.C., Geneve. SNG= Sylloge Numorum Graecorum.
Themelis, P. 1993. “Damophon von Messene: Sein Werk im Lichte der neuen Ausgrabungen”, AntK 36, σσ. 24-40.
Themelis, P. 1996. “Damοphon”, στο Personal Styles in Greek Sculpture, επιμ. Ο. Palagia και J.J. Pollitt, Princeton, σσ. 154-187.
Themelis, P. 2010. “Die Agora von Messene”, στο Neue Forschungen zu griechischen Städten und
Heiligtümern, Festschrift fuer Burkhardt Wesenberg zum65.Geburtstag, επιμ.H. Frielinghaus- J. Stroszeck, Wiesbaden, σσ.105-125.
Themelis, P. 2011. “The cult of Isis at ancient Messene”, στο Bibliotheca Isiaca II, επιμ. L. Bricault και R. Veymiers, Bordeaux 2011, σσ. 97-109.
Ulansey, D. 1991. The Origin of the Mithraic Mysteries: Cosmology and Salvation in the Ancient World, Oxford.
Wild, R.A. 1984. “The known Isis-Sarapis Sanctuaries from the Roman Period”, ANRW II 17.4, 1730-1851.
Yalouris, N. 1953. “Πτερόεντα πέδιλα”, BCH 77, σσ. 293-321.



Ο Μελίπυργος


Ερειπωμένος πύργος, μάλλον Φράγκικος, στο χωριό Μαγγανιακό της Μεσσηνίας, σε μικρή απόσταση από την εκκλησία του χωριού.

Το Όνομα του Κάστρου

Δεν είναι γνωστό (στον Καστρολόγο) πώς προέκυψε η ονομασία «Μελίπυργος» και από ποιον αναφέρεται με αυτό το όνομα για πρώτη φορά. Προέρχεται πιθανόν από απλοποίηση του «Μελισσόπυργος», που παραπέμπει στη Βυζαντινή οικογένεια των Μελισσηνών που είχε κτήματα στη Μεσσηνία αλλά δεν είναι γνωστό αν είχε παρουσία στο Μαγγανιακό.
Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση προέρχεται από παραφθορά του «Μυλίπυργος» που σημαίνει πύργος (νερό)μυλου. 
Κατά πάσα πιθανότητα πάντως η ονομασία «Μελίπυργος» αποδόθηκε λανθασμένα στον συγκεκριμένο πύργο καθώς ταυτίστηκε λανθασμένα με τον Μελίπυργο στην οποία έγινε η ομώνυμη μάχη κατά τα Ορλωφικά (βλ. πιο κάτω).



Ιστορία

Ο πύργος δεν αναφέρεται από κάποια ιστορική πηγή και έτσι δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ιστορία του ούτε για τη χρονολογία κατασκευής του.
Το μόνο ιστορικό μεσαιωνικό στοιχείο για το Μαγγανιακό είναι ότι εκεί υπήρχε φράγκικο κάστρο (δεν συμπεριλαμβάνεται ακόμα στον Καστρολόγο). Τα ερείπια του κάστρου είναι διασκορπισμένα σε μεγάλη έκταση στο λόφο που δεσπόζει πάνω από το χωριό και σε απόσταση περί τα 500 μέτρα από τον πύργο.
Το κάστρο αναφέρεται σαν Maconico στον κατάλογο του 1463 και σαν Manconico και κατεστραμμένο στον κατάλογο του 1467. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές (όπως ο Σφηκόπουλος) το κάστρο αυτό το του Μαγγανιακού ταυτίζεται με τη Μοστενίτσα που τον 13ο και 14ο αιώνα ήταν φέουδο των Τευτόνων ιπποτών.
Είναι εξαιρετικά πιθανό ο πύργος να είχε σχέση με το κάστρο και να ήταν φράγκικος, κατασκευασμένος περί τον 14ο αιώνα. Η υπόθεση ότι η περιοχή ήταν φέουδο των Τευτόνων ιπποτών είναι βάσιμη και δικαιολογεί την έλλειψη ιστορικών αναφορών για το κάστρο και τον πύργο καθώς οι Τεύτονες ιππότες ως μοναστικό τάγμα και ως Γερμανοί ήταν κάπως αποκομμένοι από τις δραστηριότητες των υπόλοιπων Φράγκων του Μοριά.
Πάντως ανεξάρτητα με αυτές τις υποθέσεις και την ιστορία με τους Τεύτονες, ο πύργος δεν αποκλείεται να είναι μεταγενέστερος και να κατασκευάσθηκε επί Τουρκοκρατίας. Δυστυχώς, προς το παρόν, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς.
Ένας «Μελίπυργος», κτισμένος περί το 900 αναφέρεται ως θερινή κατοικία της Ισαβέλλας Βιλλεαρδουίνου, της θρυλικής Ιζαμπώς. Όμως εκείνος ο Μελίπυργος υποτίθεται ότι ήταν στο Νησί, δηλ. στη σημερινή Μεσσήνη και όχι στο Μαγγανιακό.
Ο Μελίπυργος συνδέεται και με μια σημαντική μάχη που έγινε στα Ορλωφικά: Μετά την αποτυχία της επανάστασης, 24 Μανιάτες με επικεφαλής τον Γιάννη Μαυρομιχάλη ή Σκυλογιάννη κατέφυγαν στον Μελίπυργο και έπεσαν μετά από ηρωική έξοδο στις 4 Απριλίου του 1770.
Το πρόβλημα είναι ότι μάλλον δεν πρόκειται για τον Μελίπυργο του Μαγγανιακού. Οι μάχες εκείνης της περιόδου στην περιοχή μεταξύ των τελευταίων επαναστατημένων Ελλήνων του Μοριά και των Τουρκαλβανών έγιναν μέσα τη Μεσσήνη και πιο νότια, στο Ριζόμυλο και στους Μύλους, δηλαδή αρκετά μακριά από το Μαγγανιακό και τον πύργο του.

Πληροφορίες και φωτογραφίες Γιώργος Κωστόπουλος
Ιστοσελίδα Γιάννης Δ.Λύρας - ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΤΣΑΠΟΓΑΣ:H «Άγνωστη Πελοπόννησος»
Ιωάννης Σφηκόπουλος «Τά Μεσαιωνικά Κάστρα του Μοριά», Αθήναι 1967, σελ. 311- 13

Πηγή: Ιστότοπος Καστρολόγος




Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Υγεία και διατροφή στην Αρχαία Μεσσήνη


Η Υγεία στην Αρχαία Μεσσήνη

Ο θεσμός της δημόσιας υγείας
Ο θεσμός της δημόσιας υγείας δεν είναι τόσο νέος όσο θεωρείται γενικά. Επίσημη κρατική μέριμνα για τους πολίτες υπήρχε οπωσδήποτε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και συνεχίστηκε κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, καθώς και στο Βυζάντιο. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας του 20ού αιώνα δεν είναι βέβαιο ότι είχε ως πρότυπό του το ελληνορωμαϊκό, πάντως οι πρώτες μελέτες για τη δημόσια υγεία στην αρχαία Ελλάδα είδαν το φως της δημοσιότητας μεταξύ 1880 και 1905, και δεν είναι δυνατό να διέφυγαν της προσοχής των εμπνευστών του σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που έκανε την εμφάνισή του στη Μεγάλη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Παράλληλα με τους ιδιώτες μαρτυρούνται τουλάχιστον από τον -5ο αι. δημόσιοι ιατροί στην αρχαία Ελλάδα, οι οποίοι αμείβονταν από την Πολιτεία για να θεραπεύουν ασθενείς δωρεάν. Στο Ιπποκρατικό Corpus σώζεται το αντίγραφο ενός αθηναϊκού ψηφίσματος, όπου προτείνεται η απόδοση τιμών στον μέγιστο των ιατρών Ιπποκράτη (-460/ -377) για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην πόλη των Αθηνών κατά τη διάρκεια του μεγάλου λοιμού στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, μολονότι είναι γνωστό ότι ο Ιπποκράτης δεν υπηρέτησε ποτέ ως δημόσιος ιατρός.

Ιατρικός συνδικαλισμός
Δημόσιοι ιατροί της πόλης των Αθηνών, συνήθως μέτοικοι, συγκροτούσαν ένα είδος σωματείου με κέντρο το ιερό του Ασκληπιού, στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, και δυο φορές το χρόνο θυσίαζαν στο βωμό του θεραπευτή θεού και της Υγείας.
Σε σωματεία (collegia medicorum) ήταν οργανωμένοι επίσης οι γιατροί της αρχαίας Ρώμης.
 Στους μύθους του Αισώπου πάντως, η εικόνα των γιατρών γενικώς δεν είναι κολακευτική: Στηλιτεύονται ως πλεονέκτες, απαίδευτοι, αμαθείς και μεγαλορρήμονες, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αυτός ήταν ο κανόνας.

Δίκτυα υγείας και συνταγογράφησης
Στο νησί της Κω, όπου λειτουργούσε ακμαία σχολή ιατρών, υπηρετούσε από ένας γιατρός σε κάθε δήμο.
 Αριστα οργανωμένο ήταν το σύστημα της δημόσιας υγείας ειδικά στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, οι γιατροί χορηγούσαν φάρμακα συμβουλευόμενοι επίσημο γραπτό συνταγολόγιο και ελέγχονταν από ειδικό αξιωματούχο «επί των ιατρών». Στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου μαρτυρείται ότι είχε επιβληθεί και ειδικός ιατρικός φόρος, το «ιατρικόν», που υπολογιζόταν σε δύο μετρητές σιτηρών ή έναν αμφορέα κρασιού για κάθε οικογένεια.
 Το 1989 εντοπίστηκε ανοιχτά της Τοσκάνης ένα ναυάγιο του -130 και ερευνήθηκε από Αμερικανούς ειδικούς του Ινστιτούτου Smithsonian. Περιελάμβανε μεταξύ άλλων ένα φαρμακευτικό μείγμα από δέκα διαφορετικά εκχυλίσματα φυτών, ένα είδος χαπιών.
 Φαίνεται τελικά ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια, απολάμβαναν ιατρική φροντίδα σε οποιοδήποτε σημείο του τότε κόσμου και αν βρίσκονταν.

Γιατροί απέναντι σε... κόλακες και πόρνες
Οι ιδιώτες ιατροί αμείβονταν ανάλογα με τις δυνατότητες και τον πληθυσμό της πόλης όπου ασκούσαν το επάγγελμά τους, και ανάλογα με τη φήμη τους. Βέβαια και στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα δυστυχώς, οι πνευματικοί άνθρωποι και οι μορφωμένοι και συνεπείς επαγγελματίες δεν αμείβονταν ανάλογα. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του Κράτη, ενός ποιητή της ελληνιστικής εποχής από τη Θήβα, ο οποίος με τους ιάμβους του διαλαλεί την κυνική του βιοθεωρία, υποβαθμίζοντας σκωπτικά την αξία των φιλοσόφων και των γιατρών, και ανεβάζοντας στα ύψη την αμοιβή του μάγειρα, του κόλακα και της πόρνης.

Μεσσήνιοι Ήρωες Γιατροί- Πολεμιστές
Οι γιατροί που ακολουθούσαν το στράτευμα απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να λαμβάνουν μέρος στις μάχες προκειμένου να φροντίζουν τα τραύματα των πληγωμένων. Η παράδοση αυτή ξεκινάει από τους Μεσσήνιους γιατρούς ήρωες-πολεμιστές της Ιλιάδας, Μαχάονα και Ποδαλείριο, γιους του θεραπευτή θεού Ασκληπιού, οι οποίοι έχαιραν ιδιαίτερης λατρείας στο ιερό τους στη Γερήνια της Μεσσηνίας.

Η ίδρυση της Μεσσήνης με υψηλή τεχνογνωσία
Tα τεχνολογικά επιτεύγματα των αρχαίων Eλλήνων, από τα αρχαϊκά κυρίως χρόνια και εξής, δεν περιορίζονται απλώς στην επινόηση και την κατασκευή σύνθετων μηχανών και οργάνων μέτρησης και υπολογισμού, αλλά επεκτείνονται σε πολλούς και ποικίλους τομείς των δραστηριοτήτων της πόλης. Mια πόλη όπως η αρχαία Μεσσήνη, που ιδρύθηκε με συγκεκριμένο πρόγραμμα και στόχους στις αρχές του 4ου αιώνα (το -369) από τον μεγάλο Θηβαίο στρατηγό Eπαμεινώνδα (ο οποίος είχε ταυτόχρονα τη φήμη του φιλόσοφου και του αστρονόμου, “ανδρός ενδόξου επί παιδείαι καί φιλοσοφίαι” κατά τον καίριο χαρακτηρισμό του Πλουτάρχου), δεν μπορεί παρά να είχε οικοδομηθεί με βάση τις πλέον σύγχρονες για την εποχή εκείνη τεχνικές, τεχνολογικές γνώσεις και ιατρικές γνώσεις περί κλίματος και δημόσιας υγείας, γνωστές κυρίως από την Ιπποκράτεια Συλλογή. Αυτό αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα, από τα ίδια δηλαδή τα σωζόμενα υλικά κατάλοιπα της αρχαίας μεσσηνιακής πρωτεύουσας που έχουν έλθει στο φως με τις ανασκαφές.
 Ολα τα οικοδομήματα της Mεσσήνης έχουν τον ίδιο προσανατολισμό και εντάσσονται μέσα στον κάναβο που δημιουργείται από οριζόντιους και κάθετους δρόμους, ελαφρώς λοξά τοποθετημένους ως προς τον μαγνητικό βορρά, για λόγους υγιεινής διαβίωσης των κατοίκων και αποφυγής των δυσάρεστων ανέμων, σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε αρχές που αναφέρει στο σύγγραμμά του ο Βιτρούβιος, ο γνωστός αρχιτέκτων των χρόνων του αυτοκράτορα Αυγούστου.



Το Ιπποδάμειο Δημοκρατικό σχέδιο
Η Μεσσήνη αποτελεί σημαντικό και μοναδικό για την Πελοπόννησο παράδειγμα ύστερης κλασικής - ελληνιστικής πόλης με κανονικό πολεοδομικό, όπου κάθε νησίδα έχει διαστάσεις 99Χ 36μ. και περιλαμβάνει 14 οικίες, οργανωμένες ανά επτά σε δύο παράλληλες σειρές με κατεύθυνση από βορρά προς νότον. Κάθε κατοικία έχει διαστάσεις 14,14Χ 18μ. ήτοι 255 μ2. H θέση της πόλης είναι υψηλή, ηλιόλουστη και υγιεινή, το πολεοδομικό της σύστημα είναι το λεγόμενο “ιπποδάμειον” που πήρε το όνομά του από τον πρώτο εμπνευστή και δημιουργό του, τον αρχιτέκτονα, πολεοδόμο, γεωμέτρη και αστρονόμο του -5ου αιώνα Iππόδαμο από τη Mίλητο.
Το προκαθορισμένο αυτό ιπποδάμειο σχήμα, που εμπνέεται από τις αρχές της ισονομίας, της ισοπολιτείας και της ισομοιρίας -τις αρετές δηλαδή του δημοκρατικού πολιτεύματος- και χαρακτηρίζεται από ακραίο γεωμετρισμό από κάθετους και οριζόντιους άξονες, προσαρμοζόταν κάθε φορά στις ειδικές γεωμορφολογικές και κλιματολογικές συνθήκες του τόπου και ήταν αρμονικά ενταγμένο στο φυσικό περιβάλλον. Βασική ιδέα του πολεοδομικού αυτού σχεδίου είναι, όλοι οι πολίτες να έχουν ισομεγέθη και εξίσου κατάλληλα οικόπεδα και άμεση πρόσβαση στα δημόσια και ιερά οικοδομήματα, τους κοινόχρηστους δηλαδή χώρους, οι οποίοι επιβάλλονται με τη δεσπόζουσα θέση τους στο κέντρο της πόλης.
 Πάνω σε αυτές ακριβώς τις αρχές και με βάση προσχέδιο που χαράχθηκε με ακρίβεια πάνω σε έδαφος εντόνως επικλινές και βραχώδες, από ικανούς γεωμέτρες και πολεοδόμους της εποχής, οικοδομήθηκε το -369 η νέα πρωτεύουσα της αυτόνομης Mεσσηνίας. Aκόμη και οικοδομήματα όπως δύο ιερά σκαρφαλωμένα στη νότια πλαγιά της Iθώμης, εντός των τειχών αλλά απομονωμένα και έξω από τον οικιστικό πυρήνα, είναι ενταγμένα στον ευρύτερο πολεοδομικό ιπποδάμειο ιστό και έχουν τον ίδιο προσανατολισμό με τα οικοδομήματα πολιτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα του κέντρου της πόλης.

Τεχνολογία και ποιότητα ζωής
Ενας τέτοιος σχεδιασμός προϋποθέτει βαθιά γνώση της τεχνολογίας και των επιστημών, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, όπως υπογραμμίσαμε παραπάνω. Η τεχνολογία είναι άξονας εξέλιξης και βελτίωσης της ποιότητας ζωής των ανθρώπων, σημαντικός παράγοντας κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης και επικοινωνίας των λαών. Ο άνθρωπος ενισχύει τα φυσικά του μέσα με τεχνητές εφευρέσεις, αξιοποιώντας υλικά και δυνάμεις του περιβάλλοντος, προκειμένου να επιτύχει συγκεκριμένους σκοπούς στον καθημερινό του αγώνα για επιβίωση και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες υγιεινής και ευχάριστης διαβίωσης.
Αυτό έπραξαν οι Μεσσήνιοι με τη βοήθεια των Θηβαίων επιστημόνων που ακολούθησε το στράτευμα του Επαμεινώνδα, όπως συνέβη αργότερα και με το στράτευμα του Μ. Αλέξανδρου.
Στη Μεσσήνη, στα τέλη του -2ου αι., εκδόθηκε μια σειρά από χάλκινα νομίσματα που αποδίδουν στην κύρια όψη το κεφάλι του γενειοφόρου θεού Ασκληπιού και στην πίσω το σύμβολό του: ένα ραβδί με ελισσόμενο πάνω του φίδι.

Επιστημονικά επιτελεία
O εμπνευστής ίδρυσης της μεγάλης και ισχυρής πρωτεύουσας της νέας αυτόνομης Μεσσηνίας, ο Επαμεινώνδας, συνοδευόταν από γεωγράφους, γεωμέτρες, γεωλόγους και υδρογεωλόγους, πολεοδόμους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς και άλλους ειδικούς, για να σχεδιάσουν και να θεμελιώσουν τη δυνατή αυτή πόλη, να δαμάσουν την ορμή των νερών, να ορίσουν τη θέση και τον προσανατολισμό του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου, να κατασκευάσουν κρήνες και αποχετευτικό δίκτυο με ευρύχωρους υπονόμους σε κάθε δρόμο.
Tο ίδιο συνέβη μια γενιά περίπου αργότερα, όπως αναφέραμε, με τον Mέγα Aλέξανδρο και την ομάδα επιστημόνων που τον συνόδευαν κατά την εκστρατεία του στην Aσία, όπου ίδρυσε με τον ίδιο περίπου τρόπο και πάνω στις ίδιες αρχές μεγάλες και ισχυρές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Aλεξάνδρειας εν Aιγύπτω, με τον περίφημο φάρο κι άλλα αξιοθαύμαστα έργα και οικοδομήματα που αναφέρονται από αρχαίους συγγραφείς αλλά είναι ενταφιασμένα για πάντα κάτω από τη σύγχρονη πόλη -σε αντίθεση με τη Μεσσήνη, όπου έχουν αποκαλυφθεί και ξανακερδίσει την αρχική μορφή τους.
Το παράδειγμα του Eπαμεινώνδα και του Mεγάλου Aλεξάνδρου το ακολούθησαν κι άλλοι στρατηγοί και κατακτητές της Ιστορίας, οι οποίοι συνοδεύονταν στις εκστρατείες τους από ομάδες επιστημόνων ερευνητών - όπως ο Μέγας Ναπολέων και ο Γάλλος στρατηγός Μαιζών, ο οποίος αποβιβάστηκε στο Πεταλίδι το 1829 με την «Επιστημονική Αποστολή του Μορέως» υπό τον Abel Blouet. Η Αποστολή του Μοριά, μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες και αποτυπώσεις οχυρώσεων και μνημείων στην αρχαία Μεσσήνη.

Πολεοδομία και δημόσια υγεία
Ο Ρωμαίος αρχιτέκτονας του -1ου αι. Βιτρούβιος, σε νεαρή ηλικία, είχε ακολουθήσει τον Ιούλιο Καίσαρα στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις στη Γαλατία, την Αφρική και την Ανατολή, όπου και απέκτησε πολύτιμη εμπειρία. Είχε επιβλέψει, το έτος -33, την κατασκευή των νέων αγωγών του δικτύου ύδρευσης της Ρώμης. Τα υδραγωγεία ήταν έργο του στρατηγού Mάρκου Bιπσάνιου Αγρίππα ο οποίος έκτισε μεταξύ -21 και -12 το Ωδείο της αγοράς των Aθηνών. Tο -21 ο Aύγουστος του έδωσε σύζυγο την κόρη του Iουλία, χήρα ήδη στα 16 της χρόνια.
Ο Βιτρούβιος ολοκλήρωσε τη συγγραφή του έργου του «Περί Αρχιτεκτονικής (De Architectura)» στο τέλος του βίου του, μεταξύ -27 και -23, και το αφιέρωσε στον Αύγουστο. Τα προβλήματα της δημόσιας υγείας τον απασχολούν ιδιαίτερα, όπως δείχνουν οι σχετικές αναφορές του, διάσπαρτες και στα δέκα βιβλία του, κυρίως όμως στο πέμπτο, το έκτο και το όγδοο.
Σημαντικά είναι καταρχήν όσα αναφέρονται από τον Βιτρούβιο στο πρώτο βιβλίο του. Σχετικά με την επιλογή της θέσης των τειχισμένων πόλεων, όπως η αρχαία Μεσσήνη, επιλέγεται από τον ίδιο (κεφ. 4, παράγραφος 1-4) η πιο υγιεινή τοποθεσία σε υψηλή θέση, που δεν καλύπτεται από ομίχλη ή πάχνη το χειμώνα και βλέπει όχι προς τις ζεστές ή τις κρύες, αλλά προς τις ενδιάμεσες περιοχές του ουρανού, και επίσης δεν γειτνιάζει με έλη. Ανθυγιεινές θεωρεί και τις παραθαλάσσιες πόλεις εφόσον είναι στραμμένες προς το Νότο ή τη Δύση, γιατί το καλοκαίρι η νότια περιοχή του ουρανού είναι ζεστή το πρωί και το μεσημέρι, ενώ η δυτική είναι ευχάριστη το πρωί, ζεστή το μεσημέρι και πυρωμένη το απόγευμα, υποστηρίζει ο Ρωμαίος αρχιτέκτων και πολεοδόμος. Κατά την άποψή του, οι συνεχείς εναλλαγές ζέστης και κρύου προξενούν βλάβες στα σώματα των έμβιων όντων, αλλά και στα μη έμψυχα όντα. Ανάλογες βλάβες προκαλούνται όταν με τον άνεμο και την αύρα διεισδύει στο σώμα η ψυχρότητα της υγρασίας, καταλήγει. Οι διευθύνσεις των δρόμων πρέπει να μην είναι στραμμένες προς τις περιοχές των ανέμων, αλλά έτσι ώστε αυτοί να προσκρούουν στις γωνίες που σχηματίζουν τα κτήρια των κατοικιών για να απωθούνται και να διασκορπίζονται (Βιτρούβιος 1.6.8-9).
Σχετικά με τη θέση των ιερών, ο Βιτρούβιος (1.2.6) υποστηρίζει ότι επιτυγχάνεται κοσμιότητα όταν για όλους τους ναούς έχουν επιλεγεί οι πιο υγιεινές περιοχές και όταν εκεί όπου πρόκειται να ανεγερθούν ιερά έχουν βρεθεί πηγές υγιεινού νερού, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ιερά του Ασκληπιού, της Υγείας και των άλλων θεών που οι ιαματικές τους ικανότητες θεραπεύουν πολλούς ασθενείς. Οι αρρώστιες που πίστευε ότι θεραπεύονται δύσκολα είναι η καταρροή, ο βήχας, η πλευρίτιδα, η φυματίωση (1.6.3). Οι ασθενείς αναρρώνουν γρήγορα όταν μεταφερθούν από ανθυγιεινό σε υγιεινό τόπο και τους χορηγηθεί νερό από ιαματική πηγή - και όταν οι άνεμοι κρατηθούν μακριά, τότε ο τόπος θα είναι υγιεινός, προσθέτει παρακάτω.

Η «Εγκυκλοπαίδεια» της αρχαίας ιατρικής
Είναι προφανές ότι ο Βιτρούβιος αντλεί τις πληροφορίες του για τις ασθένειες, τα αίτια και τη θεραπεία τους από τη λεγόμενη «Ιπποκρατική Συλλογή» ιατρικών συγγραμμάτων, που αποδίδεται εκτός από τον Ιπποκράτη σε πολλούς άλλους συγγραφείς, τα κείμενα των οποίων χρονολογούνται από τον -5ο αιώνα ως τον +1ο αιώνα, φτάνουν δηλαδή ως τα χρόνια του αυτοκράτορα Αύγουστου.
Για τη φυματίωση φυσικά δεν γνώριζαν τότε ότι προκαλείται από βακτήρια που ανακάλυψε το 1882 ο Robert Koch. Ο Βιτρούβιος πάντως, μιλώντας για τα νερά, τα λουτρά και τις υδραυλικές εγκαταστάσεις, επισημαίνει τον κίνδυνο από τους μολύβδινους σωλήνες των υδραυλικών εγκαταστάσεων και αναφέρει τις ασθένειες των εργαζόμενων σε εργαστήρια μολύβδου. Δυστυχώς οι κάτοικοι της Πομπηίας και άλλων πόλεων δεν γνώριζαν τις βλαβερές ιδιότητές αυτού του μετάλλου και κατά συνέπεια πέθαιναν από μολυβδίαση.
 Συνέδεε επίσης ο Βιτρούβιος τη βρογχοκήλη με την πόση μολυσμένου νερού, ενώ καθόριζε τη χρήση του κάθε δωματίου στα σπίτια σύμφωνα με την είσοδο του φωτός της ημέρας (6,4). Τέλος, κατά την άποψή του τα φρούτα και τα ποτά πρέπει να φυλάγονται σε σκιερά μέρη (6,6).



Το μεσσηνιακό διαιτολόγιο στην αρχαιότητα

Η γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, οι εύφορες κοιλάδες γύρω από τον πλωτό και πλούσιο σε ψάρια ποταμό Πάμισο στα νοτιοανατολικά της χώρας, και του Βαλύρα με τους παραπόταμους που διασχίζουν το Στενυκληρικό πεδίο προς βορράν, σε συνδυασμό με το ήπιο μεσογειακό της κλίμα, την ανέδειξαν σε περιοχή ευνοημένη από τη φύση με μεγάλη ποικιλία ζώων που ζουν στην ξηρά και υδρόβια ζωικά είδη, καθώς και με ευρεία παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με το ελαιόλαδο να αποτελεί το σημαντικότερο από αυτά.
Εκτός από τους ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι οπωρώνες συνεχίζουν και σήμερα να κυριαρχούν στις πεδιάδες της Μεσσηνίας.
Το πεδίο της Στενυκλάρου περιλαμβάνεται στη σημερινή πεδιάδα του Μελιγαλά, ενώ το νοτιότερο τμήμα της μεσσηνιακής πεδιάδας ονομάζεται Μακαρία (ευλογημένη) πεδιάδα του κάτω Πάμισου ποταμού (Στραβ. 8.4.6). Αγνοώ την ετυμολογική προέλευση της λέξης «Μελιγαλάς», όμως το μέλι και το γάλα που έρχονται αναπόφευκτα στο νου παραπέμπουν σε θεϊκές τροφές και σε μυθικών διαστάσεων αγαθά της γης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι οι κάπροι, τα κοπάδια αγελάδων, τα άγρια σύκα, το κρασί και τα άλλα προϊόντα, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, αναμιγνύονται συχνά με γεγονότα της μεσσηνιακής ιστορίας, στην τοπογραφία και στην αρχαιολογία, στο τέταρτο βιβλίο του Παυσανία τα Μεσσηνιακά (4.4.3, 4.15.6). Πληροφορίες δε για την οινική παραγωγή στη βενετοκρατούμενη Μεσσηνία, στοιχεία για τις ποσότητες τοπικής κατανάλωσης και εξαγωγών, όπως και για τους σχετικούς δασμούς τους, μπορούν να αναζητηθούν στην αναφορά του Zacharia Bembo.

Σπόροι και καρποί, κρέατα και ψάρια

Σε ελληνιστική πυρά ιερού, στην αρχαία Μεσσήνη, βρέθηκε σημαντικός αριθμός πυρακτωμένων σπόρων από σταφύλια, ελιές, κουκουνάρια, αμύγδαλα και κάστανα. Παρόμοιοι πυρακτωμένοι καρποί και σύκα εντοπίστηκαν σε ταφές νηπίων του +2ου αιώνα σε ταφικό μνημείο έξω από την Αρκαδική Πύλη. 
Ο Παυσανίας επισημαίνει (6.26.6) ότι λινάρι, κάνναβη και βύσσος καλλιεργούνταν στη γειτονική Ηλεία όπου υπήρχε και ανεπτυγμένη βιομηχανία μεταξιού. Τα ίδια προϊόντα υπήρχαν και στη Μεσσηνία.
Η θάλασσα που περικλείει τις δυτικές και νότιες ακτές της Μεσσηνίας, όχι μόνο παρείχε αλιευτικά προϊόντα στους κατοίκους της, αλλά συνέδεε τον πληθυσμό της περιοχής με την ευρύτερη Μεσόγειο και την Αδριατική μέσω των λιμανιών της Πύλου και της Κυπαρισσίας. Στα δασώδη όρη της Μεσσηνίας, εκτός από ξυλεία, υπήρχε πάντα και άφθονο κυνήγι. Δεν έλειπαν οι αγριόχοιροι, οι λαγοί, τα κόκκινα ελάφια και οι καφέ αρκούδες. 


Σφέλα... από παλιά
Στις πλαγιές και τα λιβάδια έβοσκαν άλογα, βοοειδή και αιγοπρόβατα, που σημαίνει παραγωγή γάλακτος, τυριού και κρέατος, ενώ πουλερικά και μελίσσια ενδημούσαν στις αυλές των σπιτιών. 
Σύμφωνα με τον αρχαιοζωολόγο Günter Nobis, μεγαλόσωμα βοοειδή εκτρέφονταν σε ορισμένες περιοχές, ενώ πολλά οστά νεαρών αλόγων βρέθηκαν στη νότια αυλή του Ασκληπιείου της Μεσσήνης, μαζί με οστά μικρών ιθαγενών πτηνών. Η δε παραγωγή παραδοσιακού τύπου τυριών, όπως η μεσσηνιακή σφέλα, φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει από την αρχαιότητα.
Για τα άλογα και τα λοιπά βοσκήματα της Μεσσηνίας χαρακτηριστικό είναι σχετικό χωρίο του Πλάτωνα (Αλκιβιάδης, 1.122d).
Επίσης, αρκετά σημαντικός αριθμός θραυσμάτων από κυψέλες μελισσών ήρθαν στο φως σε διάφορα σημεία της αρχαίας Μεσσήνης και της Μεσσηνίας γενικότερα.

Η «Εθνική τροφή» και το ψωμί
Οι χοίροι, η ντόπια «γουρουνοπούλα», υπήρξε εθνική τροφή των Μεσσήνιων, ειδικά κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σήμερα. Η αύξηση στην κατανάλωση χοιρείου κρέατος στη Ρωμαϊκή περίοδο προκύπτει από τη μελέτη οστών ζώων που βρέθηκαν στη Μεσσήνη. Στη Ρώμη, από την ύστερη Δημοκρατία και μετά, και στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη από τον +3ο και +4ο αντίστοιχα αιώνα, η τροφή που διανέμονταν δεν αφορούσε μόνο σε δημητριακά ή ψωμί, αλλά και σε λάδι, φθηνό κρασί και χοιρινό κρέας.
Ο μεγάλος αριθμός από μυλόπετρες που έχει έλθει στο φως στις ανασκαφές υποδεικνύει ότι κάθε οικογένεια άλεθε το δικό της σιτάρι και κριθάρι και διέθετε το δικό της ψωμί κι αλεύρι. Σε περιόδους έλλειψης -εισβολές εχθρών ή σιτοδεία- γίνονταν εισαγωγές σιταριού κυρίως από την Ιταλία, με τη μεσολάβηση των μεσσηνιακών αρχών. Επιγραφή από τη Θουρία του -1ου αιώνα παρέχει λεπτομέρειες αγοράς σιταριού με δημόσια χρήματα, και διανομής του πλεονάσματος σε πολίτες.
Επίσης, κάθε νοικοκυριό διέθετε τον αργαλειό του για την ύφανση ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων, όπως μαρτυρούν οι χιλιάδες αγνύθες, τα υφαντικά δηλαδή βάρη κάθε τύπου, που αποκαλύπτονται με τις ανασκαφές μας.
Την παραγωγή τοπικού οίνου την αποθήκευαν και τη μετέφεραν σε οξυπύθμενους αμφορείς εγχώριας κατασκευής, χωρίς σφραγίσματα στις λαβές. Οι περισσότεροι από τους αμφορείς που αφορούν σε εισαγωγή οίνου, κυρίως από τη Ρόδο και την Κνίδο, ανήκουν χρονικά στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας μεταξύ του -146 και -30.

Ο αγροτικός πλούτος στο στόχαστροΗ αγροτική περιουσία και η γαιοκτησία της μεσσηνιακής οικογένειας αποτελούσαν τα θεμέλια της οικονομικής ζωής και βασική προϋπόθεση ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων από τα άρρενα μέλη της.
Από τη μακρινή αρχαιότητα πάντως, ο πλούτος της μεσσηνιακής αγροτικής παραγωγής, κατά τα λεγόμενα του ποιητή Τυρταίου, ήταν ο κύριος στόχος της κατακτητικής πολιτικής της Σπάρτης. Μια ληστρική εισβολή των Αιτωλών υπό την ηγεσία του Δωρίμαχου, το -221, είχε στόχο την απαγωγή ζωικού κεφαλαίου, ενώ μια δεύτερη εισβολή "χτύπησε" το μεγάλο κτήμα του Μεσσηνίου Χείρωνα κοντά στην πόλη.

Εμπορικά δίκτυα και προσευχές
Οι Μεσσήνιοι είχαν άμεσες εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια. Οι δε εμπορικές επαφές και οι σχέσεις τους με τη Δύση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εισαγωγές από την Ιταλία, που άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους από το τέλος του -4ου αιώνα.
Η παραλία της Κυπαρισσίας αντίκριζε τις γνώριμες δυτικές θάλασσες και τις πόλεις με τις οποίες οι Μεσσήνιοι είχαν αναπτύξει ισχυρές πολιτικές, φιλικές και εμπορικές σχέσεις. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν το Ρήγιο (το σύγχρονο Ρέτζο) και η Μεσσάνα (η σύγχρονη πόλη Messina), όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλοί Μεσσήνιοι της διασποράς.
Μεταξύ της Κυπαρισσίας και της Πύλου υπάρχει η νήσος Πρώτη, η οποία δεν είχε κατοίκους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ενώ κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας υπήρχε εκεί ομώνυμο πόλισμα (πολίχνιον) που μνημονεύει ο Στράβων. Σχετικά με τη ναυτιλία, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι διερχόμενοι έμποροι ναυτικοί που προσορμίζονταν στον κολπίσκο του Γραμμένου, στην ανατολική πλευρά του νησιού, χάραζαν τις προσευχές στους για ευπλοΐα στους βράχους. Εφθαναν συνήθως εκεί από τη Μικρά Ασία (Μίλητο, Σμύρνη, Εφεσο, Ασσο, Σελεύκεια), την Λέσβο, την Αθήνα και τη Σικελία.
Οι εμπορικές σχέσεις της Μεσσηνίας με τη Μικρά Ασία, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν λόγω της απόστασης και των κινδύνων της ναυτικής παράκαμψης της Πελοποννήσου και της πλεύσης μέσω του Αιγαίου Πελάγους, επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τις επιγραφές της νήσου Πρώτης, αλλά και από έναν αριθμό νομισμάτων από τη Μικρά Ασία που βρέθηκαν σε μεσσηνιακό έδαφος. Ο Ισθμός της Κορίνθου, παρά τις εντυπωσιακές προσπάθειες του Νέρωνα, δεν είχε ακόμα διανοιχθεί. Είναι πιθανόν να συνέχιζαν να σέρνουν τα πλοία μικρού εκτοπίσματος πάνω στην αρχαία δίολκο, η οποία βρισκόταν σε συνεχείς επισκευαστικές εργασίες. Η δίολκος ήταν κατ’ ουσίαν ένας πλακόστρωτος δρόμος, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά διαφόρων αγαθών και μεγάλων λίθων λατομείων από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό Κόλπο, φορτωμένων όχι σε πλοία, αλλά σε κάρα τα οποία τραβούσαν άλογα ή βόδια.

Εισαγωγές- Εξαγωγές και μετανάστες
Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων στη Μεσσηνία και τη δυτική Ελλάδα από την Αδριατική πολλαπλασιάστηκαν μετά το -146, και κορυφώθηκαν στα χρόνια του Αυγούστου και του Τιβερίου, όταν Ρωμαίοι και άλλοι πολίτες εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Μεσσήνης. Οι νέοι αυτοί έποικοι έφεραν μαζί τις συνήθειες και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους στη διατροφής. Οι Μεσσήνιοι διατηρούσαν ανέκαθεν φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους. Αυτοκράτορες όπως οι Τιβέριος, ο Κλαύδιος, και κυρίως ο Νέρων, αλλά επίσης και οι Τραϊανός, Αδριανός, Σεπτίμιος Σεβήρος, Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος τιμήθηκαν από τους Μεσσήνιους με το στήσιμο ανδριάντων στην αγορά και στο θέατρο.
Το πρώτο κύμα μετανάστευσης από την Ιταλία έλαβε χώρα στα χρόνια της ύστερης Δημοκρατίας, με κύρια περιοχή προέλευσης την Καμπανία. Στους χρόνους του Αυγούστου, μια πολυάριθμη ομάδα εφήβων, η οποία αναγράφεται στους εφηβικούς καταλόγους ως ομάδα «Ξένων και Ρωμαίων», προστέθηκε στις πέντε φυλές της Μεσσήνης που μαστιζόταν από ολιγανθρωπία.
Η μεσσηνιακή κοινωνία ήταν μια ευημερούσα, πολυπολιτισμική και κοσμοπολιτική κοινωνία. Η pax Romana είχε οδηγήσει στην ανάδειξη της Μεσσήνης ως πόλης υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου.

Ελαιώνες, λιβάδια, αμπέλια και δάσηΤα 9,5 χιλιομέτρων μήκους τείχη της Μεσσήνης, που περιέβαλλαν έκταση 290 εκταρίων, περιείχαν στο εσωτερικό τους ελεύθερες περιοχές μεγαλύτερες από τις δομημένες, όπου δεν υπήρχαν κτήρια αλλά αγροί.
Οι εκτάσεις αυτές περιέκλειαν τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, λατόμηση και βοσκή, καθώς επίσης λιβαδικές επίπεδες επεκτάσεις στα νότια, τα δυτικά και τα ανατολικά του κέντρου της πόλης για την καλλιέργεια και την εκτροφή κατοικίδιων ζώων.
Η εικόνα του αστικού τοπίου της Μεσσήνης στην αρχαιότητα, η ευρύτερη περιοχή της πόλης και των τειχών της, δεν ήταν διαφορετική σε εμφάνιση από το σημερινό αρχαιολογικό πάρκο, με τα μεγαλειώδη, επιβλητικά αρχαία κτήρια να δεσπόζουν μεταξύ των ελαιώνων, των αμπελώνων.

Το μενού των αρχαίων
Η διατροφή των κατοίκων της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας κατά την αρχαιότητα βασιζόταν σε φυτικές τροφές (φρούτα, λαχανικά, ψωμί, διάφορα σιτηρά, καρπούς και σπόρους), ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λίπους, τυρί και ψάρι σε μέτριες ποσότητες, αυγά, μικρή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τοπικού οίνου. Αυτό ακριβώς είναι το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, διάσημο σήμερα για τα οφέλη του στην υγεία του ανθρώπου.


Πέτρου Θέμελη




Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Τρυπητή: Αρχαία πόλη της Τριφυλίας


Η Τρυπητή (Τοπική Κοινότητα Τρυπητής- Δημοτική Ενότητα Σκιλλούντος), ανήκει στον δήμο Ανδρίσταινας- Κρεστένων της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας που βρίσκεται στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα “Καλλικράτης”. Η επίσημη ονομασία είναι “η Τρυπητή”. Έδρα του δήμου είναι τα Κρέστενα. 

Ο αρχαιολογικός χώρος
Πρώτη αναφορά στις αρχαιότητες στην Τρυπητή (πρώην Μπιτσιμπάρδι) γίνετε από τον J. Sperling[1], ο οποίος επισκέφτηκε την Ηλεία το 1939.
Αναφέρει ότι στα πλατώματα του λόφου, στην βορειοανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται το χωριό Μπιτσιμπάρδι, βρίσκεται μιά μεγάλη και άγνωστη μέχρι τότε ακρόπολη των Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων.
Στην ανατολική πλευρά του λόφου στο Μπιτσιμπάρδι και σε μια τοποθεσία γνωστή ως Perivola αναφέρει την εύρεση υπολειμμάτων οικισμού της εποχής του Χαλκού. Αναφέρει ότι βρήκε κεραμικά όστρακα τα οποία μοιάζουν με ΜΕ όστρακα που βρέθηκαν στην Ολυμπία, ενώ άλλα τα χρονολογεί στην ΥΕ περίοδο.
Τον αρχαιολογικό χώρο επισκέφτηκε το 1954 ο E. Meyer[2]. Αναφέρει ότι ο λόφος έχει υψόμετρο 390μ. και εντόπισε τείχη με ασβεστοκονίαμα στην βόρεια πλευρά του λόφου και μεγάλο αριθμό οστράκων που χρονολόγησε στα Κλασσικά και Ελληνιστικά χρόνια. Επίσης αναφέρει την εύρεση νομισμάτων της Αχαϊκής Συμμαχίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στον λόφο αυτό θα πρέπει να υπήρχε μιά αρκετά σημαντική πόλη της αρχαίας Τριφυλίας και πρότεινε την ταύτιση με το Στυλάγγιον που αναφέρει ο Πολύβιος.[3]
Τον αρχαιολογικό χώρο στην θέση "Κάστρο" στο Μπιτσιμπάρδι επισκέφτηκαν και οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι McDonald και Hope Simpson[4] και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικής ακρόπολης πάνω στο πλάτωμα του λόφου που βρίσκεται στα Ν.Δ. του χωριού. Το άνω μέρος της ακρόπολης έχει διαστάσεις 150μ. στον άξονα Α.-Δ. και 25μ. στον άξονα Β.-Ν., ενώ επεκτείνετε και στις βόρειες και ανατολικές πλαγιές του λόφου. Στον γειτονικό πλάτωμα στην θέση "άγιος Ηλείας" αναφέρουν την εύρεση μεγάλων τετράγωνων αρχιτεκτονικών δόμων οι οποίοι είχαν καθαριστεί προφανώς σε μιά προσπάθεια αφαίρεσής τους. Στην ακρόπολη και στις ανατολικές πλαγιές βρέθηκαν πολλές κεραμίδες κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων, αρκετοί τετραγωνισμένοι δόμοι αλλά και τμήματα κιόνων. Τα κεραμικά όστρακα ήταν κυρίως των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων ενώ αναφέρουν ότι δεν μπόρεσαν να βρούν καθόλου προϊστορική κεραμική στην περιοχή.
Το 1982 η Αρχαιολογική Υπηρεσία πραγματοποίησε στην θέση Κάστρο δοκιμαστική έρευνα[5] μετά από σοβαρές ενδείξεις για διενέργεια λαθρανασκαφής. Πάνω στο λόφο και στην ιδιοκτησία Α. Νιάρχου, αποκαλύφθηκε τμήμα από θεμελίωση μνημειώδους κτιρίου κλασικών χρόνων.
Εντυπωσιακός είναι και ο αριθμός διαφόρων ευρημάτων που κατά καιρούς έχουν βρεθεί στον αρχαιολογικό χώρο και παραδόθηκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. (Βλέπε αναλυτικά σημ.6).



Υστεροαρχαϊκή Σίμη ναού ή κτηρίου[7]
Στη μικρή συλλογή αρχαίων του Δημοτικού Σχολείου της Κοινότητας της Τρυπητής εντοπίστηκε πήλινη υστεροαρχαϊκή σίμη κορινθιακού τύπου (ή τύπου του Θησαυρού «των Μεγαρέων»). Χρονολογικά είναι μεταγενέστερη των παραδειγμάτων της Ολυμπίας, με πλησιέστερα παράλληλα ως προς το γραπτό διάκοσμο, σίμη από την αρχαία Αγορά της Ήλιδας και ως προς το προφίλ, τη σίμη από το ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος, στην Τριφυλιακή Κομποθέκρα.
Η σίμη, χαρακτηριστική του «κορινθιακού» τύπου, εφαίδρυνε με την πολυχρωμία της την ανωδομία κάποιου υστεροαρχαϊκού κτιρίου, ίσως ναού. Εξάλλου, από επιφανειακή ερευνά στην ίδια θέση, προήλθε ένα χάλκινο (αναθηματικό;) ψέλλιο της περιόδου αυτής.
Το εύρημα, που χρονολογείται γύρω στο -500 και προέρχεται από τη θέση Κάστρο, προσφέρει μαρτυρία για την ακτινοβολία της τέχνης των μεγάλων ηλειακών ιερών στην Τριφυλιακή ενδοχώρα.




Η ταύτιση της αρχαίας πόλης
Όπως συμβαίνει με του περισσότερους αρχαιολογικούς χώρους της ανατολικής Τριφυλίας δεν υπάρχει ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου στο "Κάστρο" Τρυπητής με κάποια από της πόλεις της Αρχαίας Τριφυλίας.
Ο Ε. Meyer[8] ποοτείνει την ταύτιση με το Στυλάγγιον ενώ ο W. Kendrick Pritchett[9] το Αίπιον/ Έπιον. Επίσης αρκετά ισχυρή είναι η ταύτιση με τα αρχαία Ύπανα, σύμφωνα με την αναφορά του Στράβωνα[10]: "Προς βορράν δε ήσαν πλησίον της Πύλου (Κακόβατος) δύο μικρές πόλεις της Τριφυλίας, τα Ύπανα και αι Τυμπανέα... Και ποταμοί δε δύο ρέουν πλησίον, ο Δαλίων και ο Αχέρων (Διάγοντας), οι οποίοι χύνονται εις τον Αλφειόν."



Το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης
Σε χαμηλό ύψωμα, 1 χλμ. περίπου δυτικά του χωριού της Τρυπητής, και 700μ. βόρεια της θέσης Κάστρο, στην ιδιοκτησία Β. Κουτσογιαννάκη (θέση Σπαρτάκια), έγινε το 1982 σωστική ανασκαφή σε νεκροταφείο ταφικών πίθων και κεραμοσκεπών τάφων που είχαν ήδη καταστραφεί από τις αρόσεις. Σε τρεις από τους κατεστραμμένους ταφικούς πίθους βρέθηκε αξιόλογη κεραμική κλασικών και υστεροκλασικών χρόνων, και συγκεκριμένα: τέσσερις τριφυλλόστομες οινοχόες, μία πρόχους με στρογγυλό στόμιο, δύο μελαμβαφείς σκύφοι, ένα σκυφίδιο, ένα μόνωτο και ένα δίωτο κύπελλο, μία δίωτη πυξίδα με πώμα και μία άωτη χωρίς πώμα, μία αρυβαλλόσχημη, μία ωοειδής λήκυθος «ηλειακού τύπου», και ένας δίωτος μελαμβαφής κάνθαρος. Παραδόθηκε ακόμα ένας δίσκος από πτυκτό χάλκινο καθρέφτη με αγκιστροειδές εξάρτημα, και δύο χάλκινα απλά δαχτυλίδια.
Το νεκροταφείο φαίνεται να έχει άμεση σχέση με την ακρόπολη στη θέση Κάστρο, γνωστή από παλιά για τη σημασία της και σε σχέση με τα προβλήματα ταύτισης της με κάποια από τις αρχαίες πόλεις της Τριφυλίας


"Αριστομένης ο Μεσσήνιος"

Σημειώσεις:
[1] J. Sperling "Explorations in Elis, 1939"- AJA 46 (1942) 81
[2] E. Meyer "Neue Pelop. Wander." 40-41 Bern 1957
[3] Πολύβιος (4.77.9, 4.80.13)
[4] Prehistoric Habitation in Southwestern Peloponnese 1961, AJA 65 (1961) 230
[5] ΑΔ37 (1982) σελ.135
[6] Παραδόσεις:
-Το 1954 κάτοικοι της Κοινότητος Τρυπητής (Μπιτζιμπάρδη) εύρον παρά την θέσιν Κάστρο, όπου σώζονται πολλά αρχαία ερείπια, και παρέδωσαν εις την Εφορείαν Αρχαιοτήτων σημαντικόν αριθμόν νομισμάτων χαλκών και αργυρών ελληνικής και ρωμαϊκής εποχής, ως και διάφορα χαλκά αντικείμενα και αγγεία πήλινα. (Ν. Γιαλούρης, ΠΑΕ 1955, σελ. 244).
-Το 1966 κάτοικοι του χωρίου Τρυπητή (Μπιτζιμπάρδι), παρέδωσαν εις το Μουσείον Ολυμπίας τεμάχιον φιάλης μετά γραπτής διακοσμήσεως, μεσαιωνικών χρόνων, και χαλκούν ψέλιον, αρχαϊκόν, μετ' εγχαράκτου διακοσμήσεως, απολήγον κατ' αμφότερα τα άκρα εις κεφαλάς όφεων. (ΑΔ 21, 1966 σελ.172)
-Το 1986 μετά από επιφανειακή περισυλλογή στη θέση Κάστρο Τρυπητής βρέθηκαν και παραδόθηκαν από τον αγροφύλακα Τρυπητής Νικ. Δαλαβούρα τα παρακάτω αρχαία: α) Δισκάριο από λεπτό έλασμα χαλκού σε σχήμα ανάγλυφου ρόδακα, ελλιπές, διαστ. 0,44x 0,47 και πάχ. 0,004μ. β) Τμήμα ταινίας από έλασμα χαλκού με διακόσμηση ανάγλυφων σπειρών. Μέγ. σωζ. μήκ. 0,023, πλ. 0,014μ. γ) Χάλκινο σπειροειδές κόσμημα ακέραιο, σε σχήμα φιδιού, με τέσσερις περιελίξεις, που μειώνονται σταδιακά από τη βάση έως το κεφάλι του φιδιού. Μέγ. διάμ. 0,02, ύψ. 0,07μ. δ) Τμήμα από χάλκινο κόσμημα (περόνη;), που καταλήγει σε κεφάλι κύκνου ή φιδιού. Μήκ. 0,018, μέγ. σωζ. πλ. 0,014μ. ε) Χάλκινη κυλινδρική χάνδρα με ελαφρώς κυρτά τοιχώματα. Ύψ. 0,06μ. στ) Χάλκινος κρίκος, διάμ. 0,0144μ. ζ) Κεφάλι πτηνού ή φιδιού (ίσως τμήμα κοσμήματος) από συμπαγή χαλκό. Μήκ. 0,017μ.. η) Τρία χάλκινα δακτυλίδια: ένα απλό, ελλιπές σε τμήμα της περιφέρειας μεγ. διάμ. 0,022μ., και δύο άλλα με κυκλική σφενδόνη, που διακοσμείται με χαρακτά θέματα, διάμ. 0,022μ. Από τον ίδιο παραδόθηκαν και τα ακόλουθα νομίσματα: δύο Ιονικού Κράτους, ένα φθαρμένο Γεωργίου Α', ένα χάλκινο ηλειακό περί το -271/ -191, διάμ. 0,0178μ., και τρία χάλκινα ελληνικών χρόνων, φθαρμένα. (ΑΔ 41, 1986 σελ.43)
[7] Ελένη Παπακωνσταντίνου "Υστεροαρχαϊκή Σίμη από την Τρυπητή", AAA XV (1982), σ.238-243. Επίσης ΑΔ 36 (1981), σελ.154.
[8] Ε. Meyer, Neue Peloponnesische Wanderungen, σ.70
[9] W. Kendrick Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography VI (U.California press 1989)
[10] Στράβων Η 3,15.







Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Γρύλλος: Αρχαίο Τριφυλιακό πόλισμα


Ο Γρύλλος (πρώην Μούνδιζα) είναι χωριό (Δημοτικό Διαμέρισμα) του Καλλικράτειου Δήμου Ανδρίτσαινας (πρώην Δήμου Σκιλλούντος) στην προ "Καποδίστρια" Επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας στη Δυτική Πελοπόννησο και βρίσκεται σε απόσταση 345 χλμ από την Αθήνα. Είναι κτισμένο σε δύο επίπεδα: το Κάτω Χωριό (Χάνι) και το Πάνω Χωριό και απέχει 7 χλμ. από την έδρα του Δήμου την Κρέστενα.

Η Ιστορία της Έρευνας 
Ανατολικά του Γρύλλου, υπάρχει λόφος με δύο κωνικές κορυφές και ένα μικρό διάσελο ανάμεσά τους, που αναφέρεται ως Κάστρο ή Ξυλόκαστρο της Μούνδριζας.  
Την θέση ερεύνησε ο Joseph Partsch στα 1897 και αναφέρει[1] ότι η θέση είναι μεν οχυρή αλλά δεν εντόπισε σ΄αυτήν αρχαία υπολείμματα.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου (1890- 1896) αναφέρει:[2] "Κατὰ ταῦτα μία ἐκ τῶν δύο τούτων πόλεων ἔκειτο ΒΔ. τῆς κορυφῆς τῆς Σμέρνας περὶ τὰς πηγὰς τοῦ ρύακος τοῦ χωρίου Μουνδρίζης, ένθα ἐπὶ ὕψους ευρέθησαν λείψανα Ἑλληνικοῦ φρουρίου οὐχὶ πολύ σημαντικά. Πλείονες όμως λεπτομέρειαι τα νῦν εἶνε ἀδύνατοι." Ωστόσο εκτός από την επισήμανση ότι δεν θεωρεί τα αρχαία αυτά κατάλοιπα σημαντικά η περιγραφή που δίνει δεν είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική σε ότι αφορά την ακριβή θέση των αρχαιοτήτων.
Την άνοιξη του 1909 ο W. Dörpfeld ανέθεσε στον Konrad Graefinghoff να ερευνήσει την Τριφυλία και να καταγράψει τις αρχαιολογικές θέσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι ο περίφημος χάρτης της Τριφυλίας[3] (Karte von Triphylien. Aufgenommen im frϋhjahr 1909 von Konrad Graefinghoff Hauptmann im Westfalischen Pionier- Batalion nr. 7) όπου αποτυπώνονται οι περισσότερες αρχαιολογικές θέσεις της περιοχής. Ο χάρτης αυτός υπήρξε πολύτιμο βοήθημα για τους αρχαιολόγους και ερευνητές που ακολούθησαν ενώ παραμένει σημαντικός μέχρι και σήμερα. Το μειονέκτημα της έρευνας αυτής είναι ότι εκτός από τον χάρτη δεν δημοσιεύτηκε κάποιο κείμενο επεξηγηματικό που να περιέχει στοιχεία για τις αρχαιολογικές αυτές θέσεις.
Στον χάρτη αυτόν -Karte von Triphylien 1909- σημειώνετε Α της Μούνδριζας, προφανώς στην θέση του Κάστρο ή Ξυλόκαστρο, η ύπαρξη αρχαιοτήτων με την ένδειξη Ύπανα, δηλαδή προτείνουν ταύτιση της θέσης με μιά από τις σημαντικές πόλεις της αρχαίας Τριφυλίας.


Η έρευνα του Ernst Meyer
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Ελβετό αρχαιολόγο Ernst Meyer πραγματοποίησε έρευνες στην Τριφυλία, ενώ ερεύνησε και την περιοχή πέριξ του χωριού του Γρύλλου.[4] 
Γιά την θέση του Ξυλόκαστρου αναφέρει ότι δεν βρήκε καθόλου αρχαία κατάλοιπα στις κορυφές του λόφου ενώ το διάσελο μεταξύ των κορυφών είναι πολύ μικρό και δύσκολα στην θέση αυτή θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο πόλισμα.
Ωστόσο η έρευνα του Meyer αποκάλυψε σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα σε ένα ψηλό οροπέδιο εντός της ομάδας λόφων του Μεσοβουνίου νότια του Γρύλλου. Σχετικώς αναφέρει: 
Από την άλλη, ο ψηλός, πολύ απότομος, δασώδης λόφος νότια του χωριού, που οδηγεί στη Σμέρνα, ονομάζεται και αυτός «Κάστρο». Η κορυφή αυτού του επιβλητικού βουνού με ευρεία πανοραμική θέα αποτελείται από τρεις ξεχωριστές κορυφές, την υψηλότερη βορειοανατολική, μια νοτιοδυτική κορυφή που εκτείνεται σαν οροπέδιο στα νοτιοδυτικά πάνω από την ψηλή σέλα μεταξύ αυτού του βουνού και της Σμέρνας, και μια δυτική κορυφή.  Ο χάρτης της Τριφυλίας δίνει ύψος 370μ., η μέτρησή μας είχε ως αποτέλεσμα μόνο 325μ. για την υψηλότερη βορειοανατολική κορυφή. 
Εδώ, σε ένα χωράφι στη νοτιοδυτική κορυφή του λόφου, υπάρχουν αρκετοί μεγάλοι αρχιτεκτονική δόμοι διάσπαρτοι στην θέση, ενώ κεραμικά αποτμήματα βρίσκονται τόσο στη βορειοανατολική κορυφή όσο και στη νοτιοδυτική κορυφή, συνολικά σε μια έκταση περίπου 300 έως 400μ. σε μήκος και 100 έως 150μ. σε πλάτος. Είναι λοιπόν βέβαιη η ύπαρξη μεγαλύτερου αρχαίου οικισμού στο ψηλό πλάτωμα της θέσης. Ίσως η ασαφής αναφορά του Παπανδρέου να αναφέρετε στην θέση αυτή. 
Τα κεραμικά θραύσματα που έχουν συλλεχθεί χρονολογούνται από τον -5ο αιώνα έως τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Εκτός από τα συνηθισμένα καθημερινά αγγεία, ανάμεσά τους υπάρχουν και αναθηματικά κύπελα.


Σημαντικά κατάλοιπα εντοπίζονται και Β του Γρύλλου για τα οποία Meyer ο αναφέρει:
Ακριβώς βόρεια του χωριού Μούνδριζα, περίπου 400 με 500μ. από το κάτω χωριό, σε υψόμετρο περίπου 190μ. στην θέση Αηλίας, στα χωράφια βρίσκονται τα θεμέλια ενός αρχαίου κτιρίου από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους. Έχει μήκος 14.5μ. και πλάτος 10μ. και έχει τουλάχιστον 4 εγκάρσιους τοίχους, το πάχος του τοίχου είναι 0.5μ. Το κτίριο περιβάλλεται από έναν περίβολο τοίχο από αδούλευτους ογκόλιθους, τμήματα του οποίου σώζονται ακόμη ανατολικά και νότια. Η κεραμική που μαζεύτηκε ήταν καθημερινής χρήσης, αλλά υπήρχε και ένα μελανόχρωμο θραύσμα της κλασικής περιόδου. Πιθανότατα πρόκειται για αρχαίο ιερό και πιθανόν να πρόκειται για τον ναό "στην Μούνδριζα" τον οποίον αναφέρει ο Αγησίλαος Τσελάλης.[5]
Σε ότι αφορά το μεσαιωνικό κάστρο ο Meyer αναφέρει:
Η αναζήτηση για το μεσαιωνικό κάστρο Μουντρίζα, ήταν μάταιη. Από μόνο του, ο σχεδόν απροσπέλαστος λόφος του «μικρού» Κάστρου, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω, θα αποτελούσε ιδανική τοποθεσία για ένα μεσαιωνικό κάστρο από άποψη φύσης και μεγέθους, αλλά δεν υπάρχει τίποτα από τα κατάλοιπα. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι όλοι οι τοίχοι έχουν καταρρεύσει, κάτι που μπορεί κάλλιστα να συμβαίνει, θα πρέπει να σκεφτεί κανείς ότι υπολείμματα εσωτερικών κατασκευών στο οροπέδιο θα πρέπει να ήταν ορατά ή τμήματα των τοιχών θα ήταν ορατά στους πρόποδες του λόφου. Η περιήγηση στα άλλα υψώματα γύρω από το χωριό ήταν επίσης ανεπιτυχής.
Η αναφορά του Νικόλαου Γιαλούρη
Σημαντικές πληροφορίες για τις αρχαιότητες στον Γρύλλο δίνει και ο  Νικ. Γιαλούρη στην σημαντική εργασία του "Οδηγός Αρχαιοτήτων αρχαίας Τριφυλίας νυν Ολυμπίας".[6]
Γρύλλος (πρ. Μούντριζα): Στὰ ὑψώματα Β. τοῦ χωριοῦ, σὲ ἀπόσταση 1.000μ. περίπου, ὅπου ἀναβρύζουν πηγές, υπῆρχε οἰκισμός, Α ἕως Ρ ἐποχῆς. Σώζονται πολυάριθμα ἐρείπια κτιρίων πολλὰ ἀπ' αὐτὰ εἶναι μνημειώδη, ἕνα μάλιστα εἶναι κυκλικό.
Λείψανα τείχους τοῦ οἰκισμοῦ εἶδε ὁ Παπανδρέου. Τα κινητά εὑρήματα εἶναι πολυάριθμα Α,Κ,Ε καὶ Ρ χρόνων. Ἡ οἴκηση τῆς θέσης συνεχίσθηκε καὶ στὸ Μεσαίωνα στο χωριό Μούντριζα (σήμ. Γρύλλος) καὶ ἀναφέρεται μὲ τὸ ὄνομα Moudrusa ἢ Moudriza ἢ La Maudrice στοὺς καταλόγους ἀντίστοιχα τοῦ 1391, 1463 καὶ τοῦ 1467 καὶ ἀριθμοῦσε 100 κατοίκους.
Στὸ χωριὸ αὐτὸ φθάνομε, ὅταν ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν κωμόπολη τῶν Κρεστένων πάνω στὸν ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο Κρεστένων- Ανδριτσαίνης, προχωρήσουμε Ανατολικά πέντε χιλιόμετρα. Από τὸ χωριὸ αὐτὸ ἡμιονικός δρόμος μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἀπόσταση ενός χιλιομέτρου στὰ βορεινά στα προαναφερόμενα ερείπια κτιρίων.
Ξυλόκαστρο: Α. τοῦ χωριοῦ Μούντριζα (σήμ. Γρύλλος), σὲ ἀπόσταση 800μ., σὲ λόφο (ὑψ. 200μ. περίπου). Βρέθηκαν μελανομβαφής λήκυθος ἀττικὴ καὶ πήλινο εἰδώλιο θεάς Α καὶ Κ χρόνων ἀντίστοιχα. Στη θέση αὐτὴ φθάνομε ὅταν ἀπὸ τὸ προαναφερόμενο χωριό Γρύλλος προχωρήσουμε στὰ ἀνατολικὰ σὲ ἡμιονικὴ ὁδὸ 800 περίπου μέτρα.


Ο W. Kendrick Pritchett που επισκέφτηκε την περιοχή στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 αναφέρει:[7]
Δυσκολευτήκαμε να εντοπίσουμε την τοποθεσία γιατί η κορυφογραμμή πίσω (δηλαδή νότια) του χωριού έχει τρεις κορυφές. Κάναμε το λάθος να ακολουθήσουμε έναν δρόμο μέχρι την κεντρική κορυφή, και παρόλο που είδαμε τυχαία κομμάτια κεραμικών αποτμημάτων, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει οικισμό, παρά το γεγονός ότι είχαν οργωθεί πολύ χωράφια. Μόλις περάσαμε μέσα από πυκνή βλάστηση στην ανατολική κορυφή που βρήκαμε αναμφισβήτητα ερείπια αρχαίου οικισμού.
Στην επίπεδη περιοχή που σχηματίζεται υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση κεραμικών θραυσμάτων, μερικά από τα οποία είναι σίγουρα των κλασικών χρόνων. Στην ΝΔ πλευρά του πλατώματος υπάρχουν μερικοί τετραγωνισμένοι ασβεστολιθική ογκόλιθοι και κεραμίδια.
Στον νοτιοανατολικό τομέα είναι πιθανή η ύπαρξη ενός μικρού αμφιθεάτρου με το ανοιχτό άκρο να βλέπει προς τα ανατολικά, αλλά δεν θα μπορούσα να είμαι σίγουρος. 
Κατά μήκος του απόκρημνου ανατολικού άκρου υπάρχουν μεγάλοι επεξεργασμένοι λίθοι, αλλά δεν υπάρχει τείχος, αφού το σημείο αυτό ήταν φυσικά οχυρό. 
Η τοποθεσία είναι υποψήφια για μια από τις άγνωστες πόλεις της Τριφυλίας, από τις οποιές το Στυλάγγιο είναι μια πιθανότητα.


Τα νεκροταφεία του πολίσματος
Θέση Τρίζι[8]
Οι μεγάλης έκτασης (65x 15μ.) χωματουργικές εργασίες με μηχανικό εκσκαφέα στο κτήμα του Σπ. Νικολακόπουλου στη θέση Τρίζι της κοινότητας Γρύλλου, οι οποίες έγιναν προκειμένου να μετατραπεί το πρανές της πλαγιάς του λόφου σε καλλιεργήσιμο επίπεδο χώρο, είχαν ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή και κατά πάσαν πιθανότητα, την εξαφάνιση νεκροταφείου της κλασικής εποχής στη θέση αυτή.
Ύστερα από το λεπτομερή καθαρισμό όλης της έκτασης που ισοπέδωσε το εκσκαφικό μηχάνημα, διαπιστώθηκε ότι είχε γίνει κυριολεκτικά κονιορτοποίηση αγγείων και πίθων, ενώ σε πολλά σημεία εντοπίσθηκαν αποτυπώματα χάλκινων αντικειμένων, που έχουν εξαφανισθεί.
Από το χώρο απόρριψης των μπάζων, στο βορειοανατολικό τμήμα του πρανούς, συλλέχθηκε από τον ιδιοκτήτη του κτήματος και από το χειριστή του μηχανήματος, ένας τεράστιος αριθμός αγγείων, κυρίως ληκύθων ηλειακού τύπου, και οστράκων, που παραδόθηκαν στην Εφορεία.
Η σχολαστική έρευνα που έγινε στο διαμορφωμένο από το μηχάνημα χώρο, στα απορριφθέντα χώματα και στο κάθετο νότιο τοίχωμα που δημιουργήθηκε από τις εργασίες στην πλαγιά του λόφου, απέδωσε εκτός από πλήθος οστράκων της κλασικής εποχής και σημαντικότατο αριθμό προϊστορικών οστράκων και αγγείων, η προέλευση των οποίων δεν είναι δυνατό με τις παρούσες συνθήκες να προσδιορισθεί επακριβώς.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χάλκινα αντικείμενα που βρέθηκαν, δηλαδή δακτυλίδι, έλασμα με οφιοειδείς απολήξεις και βάση λύχνου, με διακόσμηση ένθετου ελεφαντοστού. Αριστουργηματική είναι επίσης μαρμάρινη μικρογραφική πυξίδα σπασμένη σε πολλά κομμάτια.
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στο χώρο αυτό είναι επιβεβλημένη στο μέλλον προκειμένου να επιλυθούν πολλά από τα προβλήματα που έχουν προκόψει.
Θέση Ζεργένι[9]
Στη θέση Ζεργένι της κοινότητας Γρύλλου (επαρχία Ολυμπίας), κατά τη διαπλάτυνση αγροτικού δρόμου, βρέθηκε ταφικός πίθος κατεστραμμένος κατά το ήμισυ (σωζ. ύψ. 0,80μ.).
Εντός του πίθου βρέθηκαν όστρακα λεπτότεχνης κεραμικής, λίγα οστά καθώς και δύο αγνύθες: μία τριγωνική και μία πυραμιδοειδής. Κατά τη διάρκεια της σωστικής ανασκαφής διαπιστώθηκε η ύπαρξη και άλλων πίθων στο χώρο.


Θέση Κουτσουπιά
Στη θέση Κουτσουπιά βρέθηκε και παραδόθηκε από το Χαρ. Γιακουμή χάλκινο φθαρμένο νόμισμα, διαμ. 0,02μ., καθώς και τα ακόλουθα: 
α) πήλινος σκάφος ακέραιος, με βαθύ σώμα, διακεκριμένη βάση και δύο κατακόρυφες ταινιωτές λαβές. Φέρει εξωτερικά και εσωτερικά ερυθροκάστανη βαφή, με την οποία κοσμείται και η ράχη των λαβών. Τον ώμο διακοσμεί ταινία στο χρώμα του πηλού. Ύψ. 0,90, διάμ. βάσης 0,015, διάμ. χείλους 0,085μ. 
β) Πήλινη πρόχους. Λείπει η λαβή και δύο τμήματα του στομίου. Έχει σφαιρικό σώμα και διακεκριμένη βάση. Καστανέρυθρη εξίτηλη βαφή καλύπτει το κάτω μισό του σώματος και το στόμιο εσωτερικά και εξωτερικά. Έως την ακόσμητη ταινία του ώμου, καστανέρυθρες ταινίες. Ύψ. 0,12, διάμ. βάσης 0,048, διάμ. χείλους 0,082μ. Τα αγγεία χρονολογούνται στους ύστατους υστερομυκηναϊκούς χρόνους, 
γ) Κολουροκωνικό σφονδύλι ακέραιο, από σκούρο ερυθρωπό στεατίτη. Ύψ. 0,014, μέγ. διάμ. 0,029μ.


Οι έρευνες του  Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών- (DAI)[11]
Το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (DAI) στα πλαίσια ερευνών στην Τριφυλία (2008-11) ερεύνησε την περιοχή του Γρύλλου και αναφέρει σημαντικά ευρήματα: 
Σχεδόν 3 χλμ. νότια της αρχαίας Μακίστου, κοντά στο χωριό Γρύλλος, του οποίου το παλιό όνομα ήταν Μούνδριζα, έχουν επανειλημμένα ανακαλυφθεί αρχαία κατάλοιπα.
Στη θέση Άη Λια, περίπου στα μισά του δρόμου μεταξύ Μακίστου και Γρύλλου, ο Meyer περιέγραψε τα θεμέλια ενός κτιρίου από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους, το οποίο θεωρούσε ότι ήταν ιερό εκτός πόλης λόγω των ευρημάτων που το συνοδεύουν.
Ανατολικά του Γρύλλου υπάρχει ένας κωνικός λόφος με απότομες πλαγιές και αναφέρεται συχνά ως Κάστρο ή Ξυλόκαστρο της Μούνδριζας, στο οποίο έχουν βρεθεί μελανόμορφοι λήκυθοι και πήλινα είδωλα. Σήμερα, μετά την ισοπέδωση και την κατασκευή ενός μικρού παρεκκλησίου, δεν έχει απομείνει τίποτα από την θέση αυτή.
Ο Γιαλούρης περιγράφει επίσης ορισμένα ερείπια κτιρίων 1000μ. βορειοανατολικά της σύγχρονης τοποθεσίας, ένα από τα οποία ήταν ένα στρογγυλό κτίριο.
Ένα ψηλό οροπέδιο εντός της ομάδας λόφων του Μεσοβουνίου νότια του Γρύλλου εξακολουθεί να είναι σημαντικά πλουσιότερο σε ευρήματα, όπου ο Meyer βρήκε ένα τείχος και κεραμική από τον -5ο αιώνα έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Μπορέσαμε να επιβεβαιώσουμε αυτόν τον χρονικό ορίζοντα και επίσης να παρατηρήσουμε πολύ υψηλής ποιότητας μυκηναϊκή κεραμική, γεωμετρικά φύλλα και αρχαϊκά όστρακα.
Στο μικρό οροπέδιο του βουνού, το οποίο εν τω μεταξύ έχει αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό από βαριά μηχανήματα, συγκεντρώθηκαν ευρήματα από πολλές χρονικές περιόδους, έτσι ώστε να υποτεθεί ότι η περιοχή αυτή χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα παλαιότερα σήμερα ίχνη ανάγονται τουλάχιστον στη Μέση Εποχή του Χαλκού, γεγονός που δείχνει και πάλι την προτίμηση για τέτοια τοπογραφικά μέρη. Αρκετά όστρακα ανήκουν στη μυκηναϊκή εποχή.
Ένας μεγάλος αριθμός αντικειμένων παραπέμπει στην ύστερη γεωμετρική περίοδο: Αυτό σχετίζεται με θραύσματα κεραμικής με χαρακτηριστική διακόσμηση με λεπτή λωρίδα και ένα χάλκινο φύλλο διακοσμημένο με καμπούρες μπορεί εύκολα να συγκριθεί με ολυμπιακά παραδείγματα του -8ου αιώνα.
Ένα πιάτο με πλεκτά στολίδια, διάφορα θραύσματα από εκλεκτά κεραμικά αγγεία πόσης, αλλά και πιο χονδροειδή με διακόσμηση ροζέτας και πλεκτά μοτίβα καθώς και μερικά σχεδόν πλήρως διατηρημένα ή τεμαχισμένα, στιβαρά πηνία, χρονολογούνται στους Αρχαϊκούς χρόνους.
Όσον αφορά την Κλασική- Ελληνιστική περίοδο, η πυκνότητα των ευρημάτων φαίνεται να είναι πιό μικρή αλλά για περισσότερα στοιχεία για τον αρχαιολογικό χώρο θα χρειαστούν περισσότερες έρευνες.
Εντυπωσιάζει η σταθερά υψηλή ποιότητα των ευρημάτων, μεταξύ των οποίων και αρκετά με πιθανό αναθηματικό χαρακτήρα, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη ιερού στη θέση αυτή, τουλάχιστον για τις μεταγενέστερες εποχές.


Σε ότι αφορά την Προϊστορική χρησιμοποίηση της θέσης στο οροπέδιο του Μεσοβουνίου Ν του Γρύλλο το DAI εικάζει ότι πιθανόν να ανήκε σε κάποια σημαντική πόλη και προτείνουν σαν πιθανή την ταύτιση με την Αμφιγένεια. Η Αμφιγένεια αναφέρεται στον Όμηρο στον κατάλογο των πλοίων και συγκαταλέγει στις πόλεις που ανήκαν στο βασίλειο του Νέστορα. 
Ο Στράβων επίσης αναφέρεται στην Αμφιγένεια και την τοποθετεί κοντά στην Μάκιστο:[12]
...Ομοίως ή Αμφιγένεια ἀνῆκεν εἰς τὴν Μακιστίαν εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ Ὑψόεντος, ὅπου εἶναι τὸ ἱερον τῆς Λητούς... 
Σύμφωνα με το DAI το ιερό της Λητούς θα μπορούσε να βρίσκεται στο ψηλό οροπέδιο του Μεσοβουνίου, γιατί τα ευρήματα που συγκεντρώθηκαν εκεί μπορούν οπωσδήποτε να συσχετιστούν με ιερό ή θα μπορούσε να ταυτιστεί με τα θεμέλια που ανακάλυψε ο Meyer στον Άη Λιά.

"Αριστομένης ο Μεσσηνιος"

[1] Partsch, J. 1897. Erläuterungen zu der Übersichtskarte der Pisatis. In F. Adler, E. Curtius, W. Dörpfeld, P. Graf, J. Partsch, and R. Weil (eds) Topographie und Geschichte von Olympia: 1-15. Σελ:11
[2] Γεώργιος Παπανδρέου.1890-1896 "Ηλειακά: Ήτοι αρχαιολογική, γεωγραφική και ιστορική συγγραφή πασών των Ηλειακών χωρών από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ' ημάς χρόνων". Σελ: 214
[3] W. Dörpfeld, «Alt Pylos III. Die Lage der homerischen Burg Pylos», AM 38 (1913) 97-139
[4] Ernst Meyer: Neue Peloponnesische Wanderungen. Bern: Francke, 1957.
[5] Αγησίλαος Α. Τσέλαλης: Ολυμπιακά, Ιστορία- Αρχαιολογία- Λαογραφία- Τέχνη και Ζωή της Ολυμπίας. 1952- 4
[6] Νικ. Γιαλούρη. Διευθυντοῦ Αρχαιοτήτων. "Οδηγός Αρχαιοτήτων αρχαίας Τριφυλίας νυν Ολυμπίας". Ολυμπιακά Χρονικά Έκδοση Συλλόγου Ολυμπίων, τ.Δ, 1973
[7] W. Kendrick Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography VI (U.California press 1989)
[8] Αρχαιολογικό Δελτίο 45 (1990). Σελ; 110
[9] Αρχαιολογικό Δελτίο 48 (1993). Σελ: 105
[10] Αρχαιολογικό Δελτίο 40 1985 Σελ:107
[11] Die antike Siedlungstopographie Triphyliens (Athenaia, Band 11) Σελ:15-16, 211-212
[12] Στράβων 8,3,25




Printfriendly