.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Η οικονομική κατάσταση της Μεσσηνίας στην Β΄ Ενετοκρατία


 Για να αρχίση κανείς την μελέτη της οικονομικής ιστορίας της Πελοποννήσου κατά την περίοδο από του τέλους του 17ου αιώνα (τέλος Α΄Τουρκοκρατίας) έως τις αρχές του 18ου αιώνα (Β΄Ενετοκρατία)1 είναι αναγκασμένος να καταφύγη κατ' αρχάς στις εκθέσεις των Βενετών Γενικών Προνοητών2 και των συνδίκων καταστιχωτών της Πελοποννήσου, απ' όπου δυνάμεθα να εξαγάγουμε τα πρώτα στοιχεία για την κατάσταση και την πορεία της οικονομικής ζωής του τόπου στα πλαίσια, πάντα της αποικιακής πολιτικής της Κυριάρχου (Βενετίας). Επειδή όμως τίθεται το ερώτημα, όπως ορθά παρατηρεί ο Αγαμέμνων Τσελίκας3, οι εκθέσεις ανταποκρίνονται στην αλήθεια, ή μήπως γίνεται απόκρυψη στοιχείων, ή τα πράγματα λέγονται κατά το συμφέρον των εκάστοτε συντακτών των εκθέσεων; Η απάντηση είναι ότι απαιτείται διερεύνηση του υπάρχοντος επιπλέον αρχειακού υλικού όπως τα Dispacci (Τσελίκας) προκειμένου να έχουμε μια πληρέστερη κατά το δυνατόν εικόνα της οικονομικής εξελίξεως του τόπου.


 Στην προσπάθειά μας αυτή εντάσσεται η παρούσα ανακοίνωση, αλλά σε περιορισμένη έκταση ήτοι συγκεκριμένα γιά την περιοχή της Μεσσηνίας (Provincia di Messenia), και επί τη βάσει ενός εγγράφου που για πρώτη φορά γίνεται εκτεταμένη αναφορά και εξέταση.
 Πρόκειται για ένα έγγραφο4, αναφορά θα λέγαμε, του Γενικού Προνοητή Θαλάσσης Alvise Mocenigo προς τον Δόγη, εκδοθέν στο Ναύπλιο (Romania) με ημερομηνία 27-4-1709, μετά από την από 7-12-1708 παραγγελία του Δόγη προκειμένου να ενημερωθή η Γερουσία για την οικονομική κατάσταση του Βασιλείου του Μορέως και κυρίως προς ενημέρωση των Αντιπροσώπων επί του Εμπορίου (Deputati al Commercio).
 Πριν όμως προχωρήσω στην διερεύνηση της οικονομικής καταστάσεως της Μεσσηνίας, κατά την Ενετοκρατία, η οποία δεν ήτο και τόσον ευοίωνη, ένεκα της αποικιακής οικονομικής πολιτικής της Μητροπόλεως, θα αναφερθώ στο τέλος της Τουρκοκρατίας με στοιχεία που επισυνάπτονται στο ώς άνω έγγραφο από πληροφορίες που συνεκέντρωσε ο Mocenigο. Έτσι για τις 9 περιοχές που διαιρείτo διοικητικά η επαρχία της Μεσσηνίας έχουμε τα εξής παραγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα κατά περιοχή, τα οποία δυνάμεθα νά τα ξεχωρίσουμε σε πρώτες ύλες, είδη διατροφής και τέλος σε βιοτεχνικά προϊόντα. Έτσι έχουμε:
APKAΔIA (ARCADIA) (KYΠAPIΣΣIA)
Λάδι: λίβρες 180.000, μέρος για την Βενετία και μέρος γιά την περιοχή Γαστούνης.
Μαλλί: λίβρες 80.000 γιά την Βενετία. 
Τυριά: λίβρες 80.000 γιά τοπική κατανάλωση. 
Μετάξι κοινό: 5.000 λίβρες για Βενετία, Ρούμελη και Μπαρμπαριά. 
Grana (δημητριακά): λίβρες 2.000 γιά την Μπαρμπαριά.
Υφάσματα Βαμβακερά: για πουκάμισα εν αφθονία. Εξ αυτών πήγαιναν στην Κων/πολη 130.000 πήχεις και το υπόλοιπο για τοπική χρήση.
Κερί: λίβρες 10.000 που πήγαιναν στη Βενετία. 
Σαπούνια, για τοπική χρήση. 
Σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κεχρί και κρασί για τοπική χρήση.
NAYAPINO (NAVARIN)
Βαλανίδια αρίστης ποιότητος λίβρες 130.000 που πήγαιναν στην Βενετία.
Η περιοχή αυτή παρήγε τα ίδια προϊόντα με την Αρκαδιά. Όλα πήγαιναν στην Μπαρμπαριά εκτός μερικής ποσότητος λαδιού που πήγαινε στην Βενετία.
MEΘΩNH (MODON)
Λάδι: 300.000 λίβρες που πήγαινε στην Βενετία.
Σαπούνια: για τοπική χρήση.
Επί πλέον παρήγoντο διάφορα προϊόντα όμοια με του Ναυαρίνου και της Αρκαδιάς που εξήγοντο στην Μπαρμπαριά.
KOPΩNH (CORON)
Λάδι: λίβρες 600.000 γιά την Βενετία.
Σαπούνι: για χρήση του Βασιλείου.
Cordovani (τύπος Μαροκινού δέρματος): 200.000 λίβρες για Βενετία, Γαλλία και Αγγλία.
Grana (δημητριακά): λίβρες 4.000 γιά την Βενετία και την Μπαρμπαριά.
Μέλι: λίβρες 15.000.
Κερί και τυριά: λίβρες 10.000.
Σιτηρά: λίγη ποσότητα.
KAΛAMATA (CALAMATA)
Μαλλιά και τυριά: σε μικρές ποσότητες. 
Κερί πού πήγαινε στην Βενετία. 
Μετάξι: με το οποίο κατασκευάζονταν φασκές, πουκάμισα, μαντήλια και άλλα είδη, για την Κωνπολη, την Μπαρμπαριά και άλλού.
Σύκα: εν αφθονία γιά Ζάκυνθο και για το Βασίλειο.
Σιτηρά, κριθάρι, βρώμη, κεχρί, καλαμπόκι, λινάρι και κρασί για τοπική χρήση.
Ζώα: Αρνιά γιά Κων/πολη, τα βοοειδή στο Βασίλειο και τα Νησιά.
ΛEONTAPI (LEONDARI)
Μαλλιά, τυριά και Gτana, (δημητριακά): σε λίγες ποσότητες που πήγαιναν στην Βενετία.
Μέλι και κερί: πολύ. 
Μετάξι: άφθονο για Βενετία και Μπαρμπαριά. 
Βαμβάκι και λινάρι: για εγχώρια χρήση. 
Σιτηρά, κριθάρι, βρώμη, κεχρί, καλαμπόκι και κρασί για εγχώρια χρήση.
Ζώα άφθονα γιά Κων/πολη.
KAΛABPYΤA KAI KAPYTAINA (KALAVRITA E CARITENA)
Μαλλιά, τυριά και βούτυρο: σε ποσότητες που φορτώνονταν από το Ναύπλιο και την Πάτρα για εξαγωγή.
Grana (δημητριακά): εφορτώνετο γιά Βενετία και Μπαρμπαριά. 
Κρασί και λάδι: εν αφθονία. 
Μετάξι: αρίστης ποιότητος και εν αφθονία. Το μεγαλύτερο μέρος πήγαινε στην Βενετία και το υπόλοιπο στην Μπαρμπαριά.
Sciaνine (Κουβέρτες): για την Βενετία. 
Λινάρι και βαμβάκι: αρκετό γιά εγχώρια χρήση. 
Σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, καλαμπόκι, κρασί και κάστανα: για εγχώρια χρήση.
Ζώα άφθονα γιά Κων/πολη.
ANΔPOΥΣΣA, NHΣI KAI ΛAKΩNΙA (ANDRUSSA, NISSI E LACONIA)
Τυριά: σε αφθονία για την Μπαρμπαριά, την Γαλλία και αλλού. 
Μαλλί: γιά Βενετία και Γαλλία. 
Κερί: για Βενετία και ένα μέρος στην Ρούμελη. 
Μέλι στην Μπαρμπαριά. 
Σιτηρά: εν αφθονία για τις ανάγκες του τόπου. 
Κριθάρι, κεχρί, βρώμη και καλαμπόκι εν αφθονία για τις ανάγκες του τόπου.
Βαμβάκι: εν αφθονία για το Βασίλειο. 
Ζώα κάθε είδους εν αφθονία. Αρνιά εστέλλοντο στην Κων/πολη, τα νησιά και σ' όλο τό Βασίλειο.
Καπνά: για χρήση του τόπου και όλου του Βασιλείου.
Rasse (βαμβακερό ύφασμα): για χρήση των χωρικών.


 Εκ των ανωτέρω παρατηρούμε ότι ο εξαγωγικός χαρακτήρας του εμπορίου πρώτων υλών, τροφίμων και βιοτεχνικών προϊόντων ήτο λίαν σημαντικός. Άξιον σημειώσεως είναι ότι το εμπόριον διεξήγετο κυρίως με την Βενετία και την Μπαρμπαριά, δευτερευόντως δε με την Γαλλία, την Κων/πολη, τα νησιά και ελάχιστα με την Αγγλία.
 Συγκρίνοντας τα ως άνω στοιχεία με τα αντίστοιχα στοιχεία των άλλων περιοχών του Βασιλείου του Μορέως (Regno di Morea)5, με σαφήνεια προκύπτει ότι ο κύριος όγκος της παραγωγής αλλά και της εξαγωγής γίνεται στις περιοχές κυρίως της Μεσσηνίας όπως η Κορώνη, η Μεθώνη, η Αρκαδιά και η Καλαμάτα, αν εξαιρέση κανείς τον Μυστρά, κέντρον εμπορικόν, που μέρος των προϊόντων του εξήγετο από το λιμάνι της Κορώνης και την Γαστούνη6 η περιοχή της οποίας παρουσιάζει μία πιό πλούσια παραγωγή σε ποσότητα και ποικιλία προϊόντων κυρίως λόγω του εδάφους της και της γειτνιάσεώς της με τα Επτάνησα, την Ιταλία και την Ρούμελη.
 Φυσικά η παραγωγή αυτή είναι ενός πληθυσμού της τάξεως των 250.000 κατοίκων κατ' εκτίμηση από την έκθεση του Προνοητού Grimani7 που σύμφωνα με το ισχύον ιδιοκτησιακό καθεστώς η γη ανήκε στους Τούρκους. Παρ' όλα αυτά ο κύριος όγκος των εσόδων της Πελοποννήσου προήρχετο από 13 κυρίως φόρους8 που είχαν επιβληθή στους Έλληνες κατοίκους της. Ένα άλλο χαρακτηριστικό, το οποίον παρατηρούμε στις πληροφορίες αυτές κατά περιοχή είναι ότι α) η περιοχή της Ανδρούσσης και του Νησίου συνυπολογίζονται μαζί με την Λακωνία και β) η περιοχή της Καρύταινας υπολογίζεται μαζί με την περιοχή των Καλαβρύτων και μάλιστα με την διευκρίνηση ότι οι φορτώσεις μαλλιού, τυριού και βουτύρου γινόντουσαν από το Ναύπλιο και την Πάτρα.
Τούτο οφείλεται κατά την γνώμη μου στο γεγονός ότι οι πληροφορίες του Mocenigo προέρχονται από εμπόρους οι οποίοι δεν τηρούσαν πλήρη στοιχεία για τις περιοχές με τις όποιες εμπορεύοντο ξεχωριστά πλην όμως είχαν στοιχεία για ευρύτερες περιφέρειες ή για το σύνολον της εμπορικής τους δραστηριότητος.


Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι: 
1) Η παραγωγή ήτο αρκετά αξιόλογη με σημαντικά περιθώρια εξαγωγής.
2) Το εξαγωγικό εμπόριο ήτο σε ικανοποιητικό επίπεδο, αφού διεξήγετο όχι μόνον με τις γειτονικές χώρες ή περιοχές, αλλά και με την Βενετία, την Γαλλία ακόμα και με την Αγγλία.
3) Η βιοτεχνία και τα εργαστήρια οικοτεχνίας είχαν αρχίσει να αναπτύσονται συμβάλλοντας και αυτά στο εξαγωγικό εμπόριο.
 Η αποστολή από τον Mocenigo των πληροφοριών αυτών προς την Μητρόπολη μας δίνει την δυνατότητα να υποψιαστούμε ότι δεν υπήρχαν μέχρι το 1708 σαφείς πληροφορίες στην Γαληνότατη περί της παραγωγής της Πελοποννήσου κατά την Τουρκοκρατία. Πιθανόν οι πληροφορίες αυτές να εζητήθησαν λόγω της αποτυχίας των οικονομικών μέτρων που επεβλήθησαν όπως π.χ. ο διπλός δασμός στα εξαγώγιμα προϊόντα.
 Φυσικά από δημογραφικής πλευράς, η Μεσσηνία με την κυριαρχία των Ενετών υπέστη και αυτή, όπως και οι άλλες επαρχίες τις συνέπειες του πολέμου αλλά και της πανώλης9. Παρ' όλες τις προσπάθειες των Ενετών η εποικιστική πολιτική10 τους υπήρξεν μετρία και δεν φαίνεται να επηρέασε την Μεσσηνία σε αξιόλογο βαθμό όπως π.χ. την Αχαΐα.
 Από ένα συγκριτικό πίνακα τών απογραφών 1700 και 1711(;), που έχει δημοσιεύσει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος11 προκύπτει ότι η αύξηση του πληθυσμού της Μεσσηνίας υπήρξεν εντός λογικών ορίων, ενώ παράλληλα παρατηρούμε, όπως προκύπτει από την απογραφή του χειρογράφου Querini Stampalia (1711)12, ότι η επαρχία της Μεσσηνίας είχε αναλογικά τον μικρότερο αριθμό κατεστραμμένων χωριών, έναντι των υπολοίπων επαρχιών, που σημαίνει ότι οι καταστροφές που προηγήθησαν είχαν ολιγότερον δυσμενείς συνέπειες γιά την Μεσσηνία,
 Το θέμα του εμπορίου κατά την εξεταζομένην περίοδο ήτο ο ακρογωνιαίος λίθος για την ανάκαμψη της οικονομίας του Βασιλείου, ως εκ τούτου επόμενον ήτο να τύχη επιμελούς θα λέγαμε μελέτης από τον Mocenigo, ο οποίος διαπιστώνει ότι η κατάπτωση του Βασιλείου οφείλεται στον πολύ λίγο πληθυσμό του, στην έλλειψη μέσων, στο νωθρόν πνεύμα των υπηκόων και στην πολύ περιορισμένη βιοτεχνία.
 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινήσουμε ότι ως γνωστόν το εμπόριο διεξήγετο κυρίως κατ' αποκλειστικότητα με την Βενετία, όπως δε παρατηρεί ο Βασίλης Κρεμμυδάς13, η παραγωγή ρυθμιζόταν «ανάλογα με τις ανάγκες του εμπορίου και της βιομηχανίας τους». Έτσι η παραγωγή οδηγήθηκε προς τις μονοκαλλιέργειες πέραν των εμποδίων που υπήρχαν για την εξαγωγή προϊόντων από την Πελοπόννησο.


 Κατά συνέπειαν ασκείτο μία καθαρώς αποικιακή οικονομική πολιτική, πλην όμως λόγω των ειδικών συνθηκών επιδιώχθησαν μετά το 1700 διάφορες μεθοδεύσεις (μέτρα) προκειμένου να καταστή δυνατή η οικονομική ανάκαμψη του Βασιλείου.
 Έτσι από το 1704 14 έχουμε την τάση να περιοριστή η εξαγωγή τροφίμων και προϊόντων δηλαδή πρώτων υλών. Στις 16 Μαρτίου με διάταγμα της Γερουσίας (Senato) επιτρέπεται η εξαγωγή με την επιβολή όμως διπλού δασμού κατά την εξαγωγή. Σύμφωνα δε με την από 16-4-1704 εντολή των Ελεγκτών (Sindici Inquisitori) τα αποθέματα των σιτηρών, μετάξης, κεριού, λαδιού και τυριών θα εστέλνοντο μόνον στην Βενετία. Στις 20-7-1706, ο Angelo Emo με διαταγή του επέτρεψε να εξαχθούν στο εξωτερικό και τα μετάξια, κεριά, λάδια και τυριά για δύο χρόνια, με τον διπλό δασμό, ενώ με άλλο διάταγμα τής 2-3-1707, το οποίον συνέπιπτε με την εγκύκλιο της 18-9-1706, επετρέπετο γενικώς η εξαγωγή με διπλό δασμό.
 Τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στην βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως των υπηκόων που θα είχε σαν αποτέλεσμα την οικονομική ανάκαμψη του Βασιλείου. Δυστυχώς τα μέτρα αυτά αν και εδοκιμάσθησαν, δεν απέδωσαν διότι ο διπλούς δασμός αποτελούσε εμπόδιο για τις εξαγωγές, ενώ τα σιτηρά εκινδύνευαν να σαπίσουν στις αποθήκες, παράλληλα δε απογοήτευαν τους υπηκόους στην καλλιέργεια της γης, εκτός του ότι επί πλέον μειώνονταν οι εισπράξεις από την δεκάτη.
 Γενικώς μπορούμε να πούμε ότι ασκήθηκε μία αναπτυξιακή δημοσιονομική (φορολογική) πολιτική με πολλά κίνητρα, που δεν απέδωσε όμως σε μεγάλο βαθμό τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
 Συνεχίζοντας ο Mocenigo διαπιστώνει ότι, αν και εζήτησε από τους ενοικιαστάς φόρων πληροφορίες αναφορικά με την παραγωγή και τις εξαγωγές προϊόντων, «είτε από φυσική αμέλεια είτε για άλλη αιτία κρατούν λογαριασμούς τόσον συγκεχυμένους που δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα αντάξια να τύχουν παρατηρήσεως», όπως μας λέγει. Είναι πράγματι αξιοπερίεργον ότι αν και τόσον οργανωμένη η Βενετία και μάλιστα εν έτει 1709, εν τούτοις δεν έχει τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αποκτήση μία πραγματική εικόνα της παραγωγής και των εξαγωγών της Πελοποννήσου. Έτσι ο Mocenigo επισυνάπτει πληροφορίες για τα προϊόντα της Πελοποννήσου από τον καιρό των Τούρκων που συνέλεξε από τους πιό έμπειρους στο εμπόριο του Βασιλείου, στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως.
 Όπως είναι γνωστόν, σχεδόν όλοι οι Προνοητές15 επεδίωξαν την οικονομική ανόρθωση της Πελοποννήσου με απώτερο σκοπό, σε πρώτη φάση, την αυτάρκεια της Διοικήσεώς της, δηλαδή χωρίς να επιβαρύνεται η Μητρόπολις για τις δαπάνες Διοικήσεως και Ασφαλείας. Σχεδόν όλοι διείδαν την ανάγκην αυξήσεως της παραγωγής και αναπτύξεως του εμπορίου και μάλιστα με σκέψεις και προτάσεις που ήσαν αντίθετες στην αποικιακή οικονομική πολιτική της Μητροπόλεως.
 Έτσι έγινε διανομή γής στους αποίκους και ρυθμίστηκε εν μέρει το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γής. Ο Grimani16 ομιλεί για 60 στρέμματα γής για κάθε πελοποννησιακή οικογένεια και για 100 στρέμματα για κάθε οικογένεια προυχόντων αποσκοπώντας φυσικά στην αύξηση της παραγωγής.
 Αλλά και για το εμπόριο και την βιοτεχνία διετυπώθησαν πλείστες αντιρρήσεις στην Μητρόπολη. Έτσι βλέπουμε ο Mocenigo να διατυπώνη την σκέψη ότι: « Η ελευθερία των εξαγωγών και η μείωση κατά το δυνατόν των υπερβολικών φόρων θα συντελέσουν πολύ ώστε να αυξηθή η καλλιέργεια των εδαφών και ο πληθυσμός θα θεωρούσε σκόπιμο να την επεκτείνη εισάγοντας την βιομηχανία εντός ορισμένων ορίων και εκτιμήσεων».
Οι σκέψεις αυτές του Mocenigo είναι σε συνάρτηση με τις εισαγωγές από τις Τουρκικές περιοχές βιομηχανικών προϊόντων, πίνακα των οποίων επισυνάπτει, για τους Αντιπροσώπους του εμπορίου, δηλαδή πρόκειται:
α) γιά υφάσματα όπως δίμητα, λινά Αλεξανδρείας, μουσελίνες, Sessa, Bottane κλπ., αξίας 20.000 ρεαλίων ετησίως.
β) Σίδηρο από την Θεσ/νίκη κακής ποιότητος αξίας 10.000 ρεαλίων. 
γ) Bocassini αξίας 20.000 ρεαλίων. 
δ) Salonichi δηλαδή υφάσματα μάλλινα χονδρά που παρήγoντο στην Θεσ/νίκη αξίας 7.000 ρεαλίων επιπλέον 12.000 ρεαλίων για τις ανάγκες του στρατού.
Και ακόμη καφές αξίας 20.000 ρεαλίων. 
Η εξαγωγή 87.000 ρεαλίων «ζωντανό χρήμα», όπως λέγει, για την εισαγωγή των ως άνω προϊόντων τον προβληματίζει παρατηρώντας ότι:
α) τα υφάσματα αξίας 20.000 ρεαλίων θα έπρεπε να προμηθεύωνται όχι από τα Τουρκικά μέρη, αλλά από την Βενετία.
β) τα βελούδινα και μεταξωτά υφάσματα της Μεσσήνας και της Νεαπόλεως που συγκρίνονται με τα βενετσιάνικα θα έπρεπε να έρχωνται και αυτά από την Βενετία, πλην όμως, όπως διαπιστώνει και ο ίδιος, η αύξηση του κόστους κατά 10% είτε για έξοδα είτε από πλεονεξία των κατασκευαστών της Βενετίας καθιστούν την τιμή τους απαγορευτική.
γ) τα μάλλινα υφάσματα υπόκεινται όπως παντού στο συναγωνισμό με τα υφάσματα της Ολλανδίας.
Μετά από αυτές τις παρατηρήσεις του εισηγείται την επέκταση των παλαιών και την δημιουργία νέων βιομηχανιών με σκοπό την μείωση των εισαγωγών ούτως ώστε να καταστή μετέπειτα δυνατή η επιβολή βαρειού δασμού στα εισαγόμενα πλέον προϊόντα.
 Ακόμη ιδιαίτερο ενδιαφέρον δεικνύει για τα εισαγόμενα από την Σκόπελο και τα νησιά του Αρχιπελάγους κρασιά, όπως μας παρουσιάζει σε συνημμένο λογαριασμό, τα τέσσερα τελευταία χρόνια εξάγεται ποσόν 100.000 ρεαλίων για την αγορά τους. Έτσι παρακινεί για το φύτεμα αμπελιών, η καλλιέργεια των οποίων ελπίζει ότι θα επεκταθή «όταν ο πληθυσμός αναπνεύση», όπως χαρακτηριστικά λέγει, «και αυξηθή» οπότε θα είναι δυνατόν να επιβληθούν δασμοί στο εισαγόμενο κρασί προτείνοντας και πάλι την ανάπτυξη της βιοτεχνίας κρασιού κυρίως σε περιοχές που είναι εύκολη η μεταφορά με πλοία, αφού τα έξοδα της δια ξηράς μεταφοράς με ζώα απορροφούν όλο το περιθώριο της ανταγωνιστικότητος.
 Τέλος σημειώνει ότι ήδη στην Πελοπόννησο εισήχθη η επεξεργασία σαπουνιού και κεριών οι εργασίες των οποίων είναι αντίθετες σε δύο είδη πολύ σπουδαία της Βενετίας.
 Ένα άλλο θέμα που επέδρασε δυσμενώς στην όλη οικονομική ανάπτυξη κυρίως στα εμπορικά κέντρα και λιμάνια της Πελοποννήσου και ως εκ τούτου και στην Μεσσηνία που διέθετε τα περισσότερα κέντρα και λιμάνια, είναι η εμπορία του τσεκινίου λόγω της συναλλαγματικής του διαφοράς, που είχε σαν αποτέλεσμα οι Οθωμανοί έμποροι όχι μόνον να μην επενδύουν τα χρήματά τους από την πώληση των εμπορευμάτων τους σε άλλα εμπορεύματα, αλλά να φέρνουν και ξένα νομίσματα, έτσι ώστε με την μετατρεψιμότητα των νομισμάτων αυτών να κερδίζουν την συναλλαγματική διαφορά. Δικαίως λοιπόν, οι Έλληνες έμποροι ζητούν όπως το τσεκίνι από 27 λίρες και 6 λεπτά που είναι η τρέχουσα τιμή17 αυξηθή σε 30 λίρες. Εν αντιθέσει με τους Ιταλούς και Εβραίους εμπόρους και έναν Γάλλο έμπορο που ισχυρίζονται ότι συμφέρει η τρέχουσα τιμή του τσεκινίου διότι έτσι θα είναι συμφέρον εις τους ξένους εμπόρους αντί να επενδύουν σε εμπορεύματα στην Βενετία να τα φέρνουν στο Βασίλειο του Μορέως ούτως ώστε να επιτυγχάνουν πρόσθετο και σίγουρο κέρδος 10%.


 Στο σημείο αυτό και μετά από την συνοπτική εξέταση της οικονομικής πολιτικής και της οικονομικής καταστάσεως της Πελοποννήσου θα ασχοληθούμε με την διερεύνηση συγκεκριμένα της Μεσσηνίας και με όσα στοιχεία ή συμπεράσματα προέκυψαν που θα μας βοηθήσουν να έχωμε μία αρκετά καλή εικόνα της όλης οικονομικής της διαμορφώσεως.
α) Υπήρξε η μεγαλύτερη σε έκταση επαρχία του Βασιλείου και με τον μεγαλύτερο αριθμό καλλιεργησίμων εδαφών, καθώς και με τον περισσότερο πληθυσμό έναντι των υπολοίπων επαρχιών, γι' αυτό διαιρείτο σε 9 περιοχές (territorii) ακολουθώντας σχεδόν την διοικητική διαίρεση18 που ίσχυε και επί Τουρκοκρατίας.
β) Είχε τις λιγότερες συνέπειες από τον Βενετοτουρκικό πόλεμο. 
γ) Διέθετε τα περισσότερα λιμάνια για την διακίνηση των εμπορευμάτων, τα οποία ήσαν αναγκαία τόσον για το εξαγωγικό εμπόριο όσον και διά το εσωτερικόν εμπόριον του Βασιλείου.
δ) Είχε πυκνή επικοινωνία τόσον με την Μητρόπολη όσον και με την Μπαρμπαρία, αλλά και με την Γαλλία και την Ιταλία.
ε) Διέθετε οργανωμένες βιοτεχνίες, αλλά και εργαστήρια οικοτεχνίας, τα οποία όχι μόνον εκάλυπτον τις ανάγκες της επαρχίας, αλλά τα προϊόντα των εξήγοντα και στις άλλες επαρχίες του Βασιλείου και ακόμα και στο εξωτερικό και κυρίως βέβαια προς την Βενετία και μάλιστα σε ανταγωνιστικά είδη, όπως το σαπούνι και το κερί. Αξιοσημείωτον είναι ότι στην Μεθώνη υπήρχε το μοναδικό εργαστήριο γιά την παραγωγή μετάξης, του οποίου εμπνευστής ήτο ο Προνοητής Grimani19, και ειδών από μέταξα, όπως μαντήλια, καλύπτρες κλπ. Ακόμη φαίνεται πολύ πιθανόν το εργοστάσιο υφασμάτων που εκάλυπτε τις ανάγκες των χωρικών του Βασιλείου να ήτο εγκατεστημένο σε κάποιο από τα εμπορικά κέντρα της Μεσσηνίας.
στ) Χρησιμοποιήθηκε σαν τόπος προτύπων καλλιεργειών και καλλιεργείας νέων προϊόντων όπως η περίπτωση της ορυζοκαλλιέργειας στον κάμπο της Μεσσήνης (Νησί) μετά από ιδέα του Προνοητή Gradenigo20. Φυσικά και εδώ επιδιώχθη η παραγωγή της αμπελοκαλλιεργείας. Η επίτευξη βεβαίως τέτοιων καλλιεργειών προυπέθετε την ενεργό δραστηριότητα των κατοίκων των περιοχών αυτών.
ζ) Ασκήθηκε από τους προνοητές μιά σχετικά καλή βραχυπρόθεσμη αναπτυξιακή οικονομική πολιτική που φυσικά γνώμονα είχε μακροπροθέσμως την οικονομική ωφέλεια της Βενετίας, παρά το ότι ελαχιστότατα επένδυσε στο Βασίλειο αυτή.
 Εκ των ανωτέρω πλεονεκτημάτων που διέθετε η Μεσσηνία και παρά τα μειονεκτήματα, όπως α) η μικρά αύξηση του πληθυσμού, β) η ανάπτυξη της μονοκαλλιέργειας, γ) η ζηλόφθων παρέμβασις των εργοστασίων της Βενετίας, δ) η εμπορία του τσεκινίου κλπ., καθίσταται σαφές, αν και στερούμεθα αριθμητικών στοιχείων, ότι η εξέλιξή της υπήρξεν ικανοποιητική, διότι η τάση των Βενετών να αξιοποιήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, όπως και σ' όλη την Πελοπόννησο, είχε σαν αποτέλεσμα την δραστηριοποίηση της Γεωργίας και του Εμπορίου που βοήθησαν τους κατοίκους να βγούν από την φτώχεια και την εξαθλίωση.
 Το γεγονός τούτο εν μέρει επιβεβαιώνεται από την αύξηση των εσόδων του Βασιλείου όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις των Βενετών σε αριθμητικά στοιχεία (δεδομένα) ήτοι ενώ το 1685-1686 21 ήσαν 61.681 ρεάλια, το 1691 22 ήσαν 291.757 ρεάλια και το 1710 23 ήσαν 500.501.
 Πλην όμως η όλη οικονομική ανέλιξη του Βασιλείου δεν χαρακτηρίζεται από γοργούς ρυθμούς αναπτύξεως, ούτε φαίνεται να ικανοποιή την πρόθεση, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες των Προνοητών, οι οποίοι επεδίωκαν όχι μόνον σχετική αυτάρκεια αλλά και την αποκόμιση μεγάλου κέρδους διά την Μητρόπολη (Βενετία). Παρά ταύτα η ορθολογική οργάνωση του Βασιλείου, τα έργα υποδομής και η όλη οικονομική πολιτική απετέλεσαν ουσιαστικούς παράγοντες γιά την περαιτέρω ανέλιξη της οικονομίας, την οποία ήλθε να διακόψη η Β΄ Τουρκοκρατία.

ΚΩΝ. Γ. ΠΑΝΙΤΣΑΣ
"Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΕΙΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΡΧΕΣ 18ΟΥ ΑΙΩΝΟΣ (Β΄ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ)"

Σημειώσεις:
1. Γενικά περί τής Β . Ενετοκρατίας βλ. Λεοπόλδου Ρανκίου, «Περί τής έν Πελοποννήσου Ενετοκρατίας (1685-1715), εις Πανδώρα, μετάφραση Π. Καλλιγά, Αθήναι 1862, τ.ΙΒ, φυλ.287, σελ. 553-562, φυλ.288, σελ.577-585 και τ. ΙΓ', φυλ. 298, σελ.1-9, φύλ.290, σελ. 25-34. Αποστόλου Βακαλόπουλου, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1669-1812. Η Οικονομική άνοδος και ο Φωτισμός του Γένους», Θεσσαλονίκη 1973, τ.Α, σελ.11-63 όπου και σχετική βιβλιογραφία.
2. Βλ. Σπυρ.Π.Λάμπρου, εις Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας τής Ελλάδος (ΔΙΕΕ), « Η περί Πελοποννήσου Εκθεσις του Βενετού Προνοητού Κορνέρ», τ.Β, τεύχος 6ον, Αθήναι 1885, σελ.282-317. «Η περί Πελοποννήσου Εκθεσις του Βενετού Προνοητού Γραδενίγου» τ.Ε, τεύχος 18ον. Αθήναι 1897, σελ.228-251. Εκθέσεις τών Βενετών Προνοητών τής Πελοποννήσου εκ τών εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι», τ.E, τεύχος 19ov, Αθήναι 1899, σελ.425-567, (Έκθεσις των Tadio Gradienigo, Antonio Molin, Francesco Grimani κ΄ Giacomo da Mosto). Toυ ιδίου "Τα Aρχεία της Βενετίας και ή περί Πελοποννήσου Εκθεσις του Μαρίνου Μικιέλ», εις «Ιστορικά Μελετήματα», Αθήναι 1884, σ.173-220. Peter Topping, «Domenico Grittis relation on the organization of Venetian Morea 1688-1691), εις "Μνημόσυνον Σοφίας Αντωνιάδη», Βενετία 1974, σελ. 310-328. Επίσης μεταφράσεις τών εκθέσεων βλ. Αγαμεμνονος Α. Τσελίκα εις «Πελοποννησιακά», «Μεταφράσεις βενετικών έκθέσεων περί Πελοποννήσου», τ.ΙΕ, Αθήναι 1984, σελ.127-152, του Ιάκωβου Κορνέρ. τ.ΙΖ , Aθήναι 1989, σ.141-171, των Συνδίκων καταστιχωτών, Marino Michi el Kai DomeΠico Gritti. Παναγιώτου Χιώτη, εις περιοδικό «Φιλέστωρ», τ.Β, Αθήναι 1861, σελ.218-230, χωρίς τίτλο, ή μετάφραση τής έκθεσης Gritti. Περί τής σημασίας τών Βενετικών άρχείων και μάλιστα του άρχείου Grimani βλ. Σοφία Α. Αντωνιάδη, «Συμβολή στήν ιστορία τής Πελοποννήσου κατά τον 17ον αιώνα (Αρχείον Grimani)», Χαριστήριον εις Αναστ. Κ. Ορλάνδον, Αθήναι 1966, τ.3, σελ.153-165. Μετάφραση του ευρετηρίου του άρχείου Grimani βλ. Τά σου Αθ. Γριτσοπούλου, «Το εν Βενετία Αρχείον Gτίπnani καθ’ όσον αφορά εις την Πελοπόννησον», εις Πελοποννησιακά, Αθήναι 19691970, τ.7ος, σελ.396-399.
3. Βλ. Αγαμέμνονος Α. Τσελίκα ό.π., τ.ΙΕ, σελ.128-129.
4. Βλ. Κώδιξ Κ. Μέρτζιου (1952), ευρίσκεται εις Δημοτικήν Βιβλιοθήκην Πατρών, σ.151-156. Il Provveditor General da Mar Alvise Mocenigo scrive a Doge: Romania 29 Aprile 1709. Eköoor Lì TX.png. (Museo Civico Correr-Biblioteca, Busta 954 (1952).
5. ΜΑΝΗ (ΜΑΙΝΑ): λάδι, βαλανίδια, μετάξι, Grana (δημητριακά), μέλι, κερί, βρώμη, στάρι και βαμβάκι. ΜΥΣΤΡΑΣ (MISTRA): λάδι, μαλλιά, τυριά, Grana (δημητριακά), δέρματα (Cordovani), μετάξυ, Montonine, Galla, σύκα, βαμβάκι, ζώα πρόβεια και βοοειδή, κερί, μέλι, σιτάρι. κριθάρι, βρώμη, κεχρί, βαλανίδια και κρασί. MONEMBAΣΙA (NAPOLI DI MALVASIA), μαλλιά, τυριά, Grana (δημητριακά), κερί, μέλι, σιτηρά, βρώμη, κρασί, ζώα πρόβεια και βοοειδή. ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ (TRIPOLIZZA), μαλλιά, τυριά, Grana (δημητριακά), δέρματα, κερί, μέλι, βαμβάκι, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, κεχρί, καλαμπόκι και ζώα χoιρινά. ΝΑΥΠLΙΟ (ROMANIA), μαλλιά, τυριά, λάδι, σιτηρά και άλλα δημητριακά (Grani). ΚΟΡΙΝΘΟΣ (CORINTΟ): μαλλιά, τυριά, λάδι, σαπούνια, Grana (δημητριακά), μετάξι κερί, μέλι, βαμβάκι, λινάρι, κουβέρτες για τούς σκλάβους (Sciaνine), σιτάρι, και άλλα δημητριακά (Grani), ζώα πρόβεια και βοοειδή. ΑΙΓΙΟ (VOSTIZZA), μαλλιά, τυριά, λάδι, Grana (δημητριακά), μετάξι, σταφίδα, δέρματα, λινάρι, σιτηρά και άλλα δημητριακά (Grani), ζώα μεγάλα και μικρά, κρασί. ΠΑΤΡΑ (PATRASSO), μαλλιά, τυριά, λάδι, σαπούνια, σταφίδα, μέλι, κερί, βαλανίδια, δέρματα, μετάξι, χυμός λεμονιού, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, κεχρί, καλαμπόκι, κρασί και ζώα παντός είδους. ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ δηλαδή ΤΣΑΚΩΝΙΑ (AGIO PETRO cίοe ZACOGNA): μαλλιά, τυριά, Grana (δημητριακά), μετάξι, κερί, μέλι, σιτάρι και άλλα δημητριακά (Grani) και ζώα παντός είδους. (Περιληπτική αναφορά) βλ. Κώδιξ Κ. Μέρτζιoυ, ό.π. σελ. 154-156.
6. Ειδικότερα έχουμε:
ΓAΣTOYNH κάτω από το καστέλ Τορνέζε (GASTUNI sotto ili Castel Tornese):
Μαλλιά: 140.000 λίβρες εκτός τής τοπικής καταναλώσεως.
Τυριά: 500.000 λίβρες, εκτός τής τοπικής καταναλώσεως, γιά Βενετία, Μάλτα, Μεσσήνα, Αιβόρνο, Ζάκυνθο και Κεφαλληνία.
Βαλανίδια: 500.000 λίβρες για Βενετία, Αγκώνα, Τσιβιταβέκια, εκτός τής τοπικής καταναλώσεως, γιά την επεξεργασία δερμάτων.
Grana (δημητριακά): 2.500 λίβρες για την Βενετία.
Κερί: 15.000 λίβρες, μέρος για την Βενετία, μέρος για την τοπική κατανάλωση και τό υπόλοιπο για την Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία.
Μέλι: 20.000 λίβρες μέρος αυτών για την Ζάκυνθο την Βενετία και την Μπαρμπαριά. 
Μετάξι: 3.500 λίβρες για την Βενετία και την Ρούμελη, Cordovani (τύπος Μαροκινού δέρματος): 800.000 λίβρες μικρό μέρος για την Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία και το μεγαλύτερο μέρος στην Μεσσήνα.
Montonine: 10.000 λίβρες για την Βενετία. 
Λινάρι: 200.000 λίβρες, εκτός από την τοπική κατανάλωση, για τα νησιά και την Αθήνα.
Σπόροι λιναριού: 500 λίβρες, για την Βενετία. 
Βαμβάκι: για χρήση τοπική, ενώ κατασκευάζεται κάποια κατώτερη ποιότητα βαμβακερών όνομαζομένη «Sangugna», για τους κωπηλάτες τών γαλέρων, και τους χωρικούς. 
Βοοειδή: 20.000 κεφάλια για τα νησιά και τις άλλες περιοχές του Βασιλείου. 
Πρόβεια: 2.000 κεφάλια για τα νησιά και άλλα 20.000 γιά την Κωνσταντινούπολη. 
Χοιρινά: 7.000 κεφάλια για τα νησιά και την Αθήνα. Τώρα καταναλώνονται για τόν Στρατό.
Σιτάρι: 150.000 Ενετικά στάρα για την Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία, την Κέρκυρα, την Μάλτα, την Μπαρμπαριά και σε διάφορα άλλα μέρη.
Κριθάρι: 50.000 στάρα για τις ανάγκες τών χωρικών, 
Βρώμη: 80.000 στάρα μέρος για τοπική κατανάλωση και μέρος για τα νησιά. 
Κεχρί: 150.000 στάρα όλο γιά τοπική κατανάλωση. 
Καλαμπόκι: 50.000 στάρα όλο για τοπική κατανάλωση. 
Κρασί για τοπική κατανάλωση. Βλ. Κώδικα Κ. Μέρτζιου, ό.π., σελ. 153. 
7. «La spenza era similmente un testa dego sopra il soli Christiani in ragion di un reale per ogni maritato e mezzo per ogni altro della famiglia, rilevava Reali 167.000;...» από την έκθεση Grimani βλ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, εις ΔΙΕΕ, ό.π., τ.E ο τεύχος 19ον, σελ.522. Αναλυτικότερα περί του υπολογισμού του πληθυσμού σε συνδυασμό με τον κεφαλικό φόρο βλ. Λεοπόλδου Ρανκίου, «Περί της εν Πελοποννήσω Ενετοκρατίας (1685-1715), μετάφρασις Π. Καλλιγά, εις «Πανδώρα», Αθήνα 1862, τ.Β, φυλλ.288, σελ.578 (L.von Ranke, Die venezianer in Morea, Historisch-politische Zeitschrift, 1835. Zur veneziaschen Geschichte, Leipzig 1862).
8. Βλ. Απόστολου Βακαλόπουλου, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τουρκοκρατία 1669-18 H2, . Η Οικονομική άνοδος και ό Φωτισμός του Γένους», Θεσσαλονίκη 1973, τ.Α, σελ.46-47.
9. Γενικότερα περι τών συνεπειών του πολέμου και της πανώλης βλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος-18ος αιώνας», Αθήναι 1985, σελ. 128-133, όπου και ειδικότερη και ουσιαστικότερη αναφορά περί του πληθυσμού τής Πελοποννήσου στα χρόνια της Βενετοκρατίας (1685-1715), σελ.135-158.
10. Περί τής εποικιστικής πολιτικής των Βενετών στην Πελοπόννησον βλ. Α. Pανκιου, ό.π., τ.ΙΒ, φυλ.288, σελ.578-580. Α. Βακαλόπουλου, ό.π., σελ.58, όπου σχετική βιβλιογραφία.
11. Βλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ό.π., σελ.148-149, για την απογραφή Orimani (1700), βλ. σελ. 144-45, 151-158 και 23 Ι-289, για την απογραφή Corner (1689), βλ. σελ.138-144 και 225-229. Επίσης βλ. του ιδίου «Η Βενετική απογραφή τής Πελοποννήσου του 1700» εις Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπου6ów), A6ival 1976-1978, t.3og, σ.203-216. Peter Topping, «The population of the Morea (1685-1715)», εις Πρακτικά του Α. Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι 1976-1978, τ.1ος, σελ.119-128. Ακόμη βλ. και Σπυρ. Λάμπρου, «Απογραφή του νομού Μεθώνης επί Βενετών 1698», εις ΔΙΕΕ, Αθήναι 1885, τ.2ος, τεύχ.7ον, σελ.686-710, και Δημ. Πετροπούλου, «Χωρεά και κωμοπόλεις του άλλοτε νομού Μεθώνης», εις Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Αθήναι 1961, τ.Ε, σελ.53-64.
12. Βλ. Κώδιξ Κ. Μέρτζιου σ.125-126. (Museo Civico Correr Biblioteca-Codice Cicogna (1952) κωδ. αριθ.3247). H απογραφή Querini-Stampalia (κι Codice Cicogna) είναι πράγματι μεταγενέστερη της απογραφής του 1700 (βλ. Κώδιξ Μέρτζιου, ό.π., oE?.. 125. Peter Topping, “The Post-Classical Documents), Eiç Minnesota Messenia Expedition, Minneapolis 1972, os). 71 και 78,και Βασίλη Παναγιωτόπουλου, «Πληθυσμός και οικισμοί...», ό.π., σελ. 148), αλλά κατά την γνώμην μας πρέπειό απογραφικός αυτός άχρονολόγητος πίνακας να συντάχθηκε μεταξύ τών ετών 1709 και 1710 που την θεωρούμε ώς την πιθανότερη υπόθεση αφού από το τέλος του 1710 ουσιαστικά οι Βενετοί έπαυσαν να ασχολούνται άμεσα με τα οικονομικά προβλήματα της Πελοποννήσου, με όσα στοιχεία έχουμε σήμερα στην διάθεσή μας, απορρίπτοντας την υπόθεση του Ρ. Topping, ό.π., γιά τους ίδιους λόγους που προβάλλει ο Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σελ.150, και χωρίς φυσικά να συμφωνούμε απόλυτα μαζί του γιά το έτος 1711 ώς πιθανή χρονολογία του απογραφικού πίνακα για τόν λόγο που προαναφέραμε εν συντομία.
13. Βλ. Βασίλη Κρεμμυδά , «Το Εμπόριο της Πελοποννήσου στον 18ο αιώνα (1715-1792), Aerival 1972, oE. 7.
14. Βλ. Κώδιξ Μέρτζιου, ό.π., σελ. 151. 
15. Για τα οικονομικά τής Πελοποννήσου και τις προθέσεις και τις επιδιώξεις τών εκάστοτε Προνοητών κατά τα χρονικά διαστήματα που υπηρέτησαν στην Πελοπόννησο. βλ. σκέψεις και διαπιστώσεις του Franc, Grimani (1701) στου Σπυρίδωνος Λάμπρου, ό.π., εις ΔΙΕΕ, τ.Ε, τεύχ.19ον, σελ.499 κε, και σκέψεις του Angelo Emo (1708) στου Σπυρίδωνος Λάμπρου, ό.π., εις ΔΙΕΕ, τ.Ε, τεύχ. 20ον, σελ. 724-725,
16. «...che piu centinaia di famiglie mi sorti ridur in Morea per la semplice assegnatione di terreni incolti in ragion di soli 60 strema, e 100 alli Capi loro,...» από την έκθεση Grimani βλ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, ό.π., εις ΔΙΕΕ, τ.Ε, τεύχ.19ον, σελ.505.
17. Eίχε καθοριστεί αυτή η ισοτιμία από τον Dolfin, Provveditor General da Mar, ενώ ή τιμή του τσεκινίου στην Τουρκία ήτο 30 λίρες. Βλ. Κώδιξ Μέρτζιου, ό.π., σελ.152.
18. Περί της Διοικητικής διαιρέσεως τής Πελοποννήσου και ειδικότερα της Μεσσηνίας στα τέλη του 17ου αιώνα βλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ό.π., σελ.159-170.
19. Για τό εμπόριο τών μεταξωτών και τις εκτιμήσεις-σκέψεις του Franc. Crimani (1701), βλ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, ό.π. εις AIEE, τ.Ε, τεύχ. 19ον, σελ. 527-528, (έκθεση Grimani), Λ. Ρανκίου, τ.ΙΓ, φυλ.289, σ.5.
20. Βλ. Θάνου Α. Κριμπά, « Η Ενετοκρατούμενη Πελοπόννησος 1685-1715» εις«Πελοποννησιακά», τ.Ιος, Αθήναι 1956, σελ.332,
21. Βλ. Α. Βακαλοπούλου, ό.π., σελ.62.
22. Βλ. Παναγιώτου Χιώτη, ό.π., σελ.222.
23. Κατά τα έτη διοικήσεως του Loredan έχουμε έσοδα, 500.194 ρεάλια για το έτος 1708, 493.311 για το 1709 και 500.501 για 1710. Βλ. Λ. Ρανκίου, ό.π., εις «Πανδώρα», τ.ΙΓ, φυλ.289, σελ.3. Ενδεικτικά για σύγκριση είναι τα έσοδα από τον φόρο της Δεκάτης εις την Μεσσηνία: έτος 1708 ρεάλια 50.718, 5/8, 1709 ρεάλια 54.310, 5/8, σύνολον Βασιλείου 1708 ρεάλια 2.17.218, 1/8 και 1709 ρεάλια 245.533, 5/8. Βλ. Κώδιξ Μέρτζιου, ό.π., σελ.157. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ διαθέτει τον μεγαλύτερο πληθυσμό, και την μεγαλύτερη έκταση καλλιεργησίμων γαιών εν τούτοις στα έσοδα από την δεκάτη έρχεται τρίτη στην σειρά ήτοι:
Το γεγονός αυτό μάς δίνει την δυνατότητα να υποθέσουμε, ότι α) δεν γινόταν πλήρης εκμετάλλευση τών δυνάμενων να καλλιεργηθούν γαιών και β) μεγάλο μέρος του πληθυσμού που ήτο εγκατεστημένο στα αστικά κέντρα ασχολείτο με διάφορα άλλα επαγγελματα πλήν τής καλλιεργείας τής γής.





Printfriendly