.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Άγιος Νικόλαος Αρχαίας Μεσσήνης


O Άγιος Νικόλαος (εικ. 6) είναι ο κοιμητηριακός ναός του Μαυροματίου του Δήμου Ιθώμης και βρίσκεται εντός του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Μεσσήνης.
Ο ναός ήταν του τύπου του συνεπτυγμένου εγγεγραμμένου ναού με τρούλο. Στη σημερινή του μορφή έχει καταπέσει ο τρούλος και έχει αλλοιωθεί η αρχική δόμηση.
Ακόμη, έχει τρίπλευρη εξωτερική κόγχη και εσωτερικά ημικυκλική. Είναι κτισμένος κατά το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής με πλίνθους (ή δύο πλίνθους στους οριζόντιους αρμούς και κάθετη πλίνθο ή πολλούς κατακόρυφους αρμούς)1. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τοιχοποιίας είναι οι μεγάλοι λίθινοι σταυροί στη νότια και βόρεια πλευρά του ναού2.


Όσον αφορά τα κεραμοπλαστικά στοιχεία, αυτά περιορίζονται σε μία μόνο οδοντωτή ταινία, που σώζεται στη νότια και βόρεια πλευρά πάνω από τους σταυρούς. Το εσωτερικό του ναού δεν φέρει τοιχογραφίες, υπάρχουν όμως αρκετά spolia από τμήματα κιόνων.
Βάσει των μορφολογικών στοιχείων των όψεων, η αρχική φάση του ναού ανάγεται στο β΄ μισό του 11ου αιώνα.

Βιβλιογραφία
Ορλάνδος 1969: 87-147.
Μπούρας 2002: 241.

Σημειώσεις:
1. Ορλάνδος 1969: 102 -114.
2. Οι σταυροί είναι αρχιτεκτονικό στοιχείο του 11ου και του 12ου αιώνα.






Άγιος Ιωάννης Ριγανάς Αρχαίας Μεσσήνης


 Εντός του χωριού Μαυρομάτι στον Δήμο Ιθώμη, πάνω από την πηγή Κλεψύδρα, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ιωάννη Ριγανά. Πρόκειται για μικρή μονόκλιτη βασιλική με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά. Ο ναός είναι κατασκευασμένος με μεγάλους λαξευτούς λίθους προερχόμενους από τον αρχαιολογικό χώρο, αργολιθοδομή και σποραδική χρήση πλίνθων, έχει δε υποστεί αρκετές αλλαγές. Από το βυζαντινό κομμάτι σώζονται μόνο το Ιερό και η νότια πλευρά.


 Τα μόνα διακοσμητικά στοιχεία που υπάρχουν, εντοπίζονται στο Ιερό. Πρόκειται για είδος διακοσμητικής ζωφόρου, πλαισιωμένης πάνω και κάτω με μία σειρά πλίνθων. Στο πάνω μέρος της αψίδας υπάρχει δίλοβο παράθυρο και ακριβώς από πάνω εντοιχισμένο μαρμάρινο κιονόκρανο. Ο ναός δεν έχει εικονογραφηθεί.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ωστόσο το κτιστό τέμπλο, που φέρει γλυπτά μέλη. Πάνω σε εντοιχισμένα θωράκια υπάρχει κτητορική επιγραφή, από την οποία συνεπάγεται ότι δωρητής του τέμπλου υπήρξε ο Γεώργιος Μουρμούρης και ότι τα γλυπτά τα ανακαίνισε ο τεχνίτης Γαληνός.
Το μνημείο ανάγεται στον 11ο αιώνα.

Βιβλιογραφία
Ορλάνδος 1969: 115-127.
Κάππας 2007α: 136 






Βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική από την αρχαία Μεσσήνη


Η αρχαία Μεσσήνη. Το θέατρο

Η αρχαία Μεσσήνη, γνωστή από την περιγραφή του Παυσανία, υπήρξε κατά την αρχαιότητα μία ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη πόλη1. Οι συστηματικές ανασκαφές που διενεργεί στην αρχαία Μεσσήνη από το 1986 ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης, υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας, έχουν αναδείξει τα ιερά και τα δημόσια οικοδομήματα της ευρύτερης περιοχής της πόλης και έχουν φέρει στο φως πλήθος άλλων οικοδομημάτων και κινητών ευρημάτων2.
Η πόλη ακμάζει κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής κυρίως εποχής. Οι νεότερες πάντως έρευνες προσφέρουν σημαντικά στοιχεία και για την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή περίοδο.


 Στην περιοχή του θεάτρου3 (Εικ.1), καθώς και στη γειτονική περιοχή της κρήνης Αρσινόης και στο βόρειο τμήμα της Αγοράς, εντοπίζεται βάσει αμελών κατασκευών και αρχιτεκτονικών λειψάνων βυζαντινός οικισμός που ακμάζει από το 10ο έως και το 13ο αιώνα4.
Η κατοίκηση στην περιοχή κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής επιβεβαιώνεται τόσο από τη βασιλική5 που ανασκάπτεται τα τελευταία χρόνια πλησίον του θεάτρου -η αρχική φάση της χρονολογείται στον 8ο αιώνα, ενώ η χρήση της συνεχίστηκε με επισκευές μέχρι και τα ύστερα βυζαντινά χρόνια- και από τα νομισματικά δεδομένα6, όσο και από τους σωζόμενους στην ευρύτερη περιοχή, βόρεια του θεάτρου, και στο γειτονικό χωριό Μαυρομμάτι, βυζαντινούς ναούς που χρονολογούνται στα τέλη του 11ου, στο 12ο και το 14ο αιώνα7.

 Από τις διαφορετικές ομάδες εφυαλωμένης κεραμικής8 που προέρχονται από τις επιχώσεις που κάλυπταν το θέατρο -ειδικά από την περιοχή της κεκλιμένης ανόδου (ράμπας) καθώς και την ευρύτερη περιοχή του9- ξεχωρίζουν τα γραπτά εφυαλωμένα αγγεία του 12ου, 13ου και 14ου αιώνα, καθώς παρέχουν τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κεραμική αυτής της περιόδου από την αρχαία Μεσσήνη.

Εφυαλωμένη κεραμική γραπτή με καστανό και πράσινο χρώμα

 Μία κατηγορία βυζαντινής εφυαλωμένης κεραμικής που εκπροσωπείται με αρκετά δείγματα από την περιοχή του κοίλου και της ράμπας του θεάτρου, καθώς και από την περιοχή κοντά στην κρήνη, είναι η γραπτή με καστανό και πράσινο χρώμα («Green and Brown Painted Ware»)10 κεραμική, η οποία γνωρίζει μεγάλη άνθηση από τον 11ο έως και το 13ο αιώνα11. Τα περισσότερα όστρακα αυτής της κατηγορίας ανήκουν σε ανοιχτού σχήματος αγγεία, κούπες και πινάκια (Εικ.2), ενώ λιγότερα είναι όσα ανήκουν σε οινοχόες. Τα διακοσμητικά θέματα δημιουργούνται με τη χρήση πράσινου και καστανού χρώματος πάνω σε λευκό επίχρισμα, ενώ όλη η επιφάνεια καλύπτεται με άχρωμη εφυάλωση. Αρχικά η εφυάλωση απλωνόταν πάνω στο επίθετο χρώμα και στο επίχρισμα, ενώ μέσα στο 12ο αιώνα χρησιμοποιούνται χρώματα -ιδίως πράσινο- υαλώδη, πάνω από τα οποία απλωνόταν κατόπιν η άχρωμη, πολύ λεπτή εφυάλωση.


 Τα περισσότερα αγγεία από την αρχαία Μεσσήνη διακοσμούνται με σπείρες, ταινίες καστανού και πράσινου χρώματος που εναλλάσσονται μεταξύ τους, δικτυωτά κοσμήματα καστανού χρώματος που γεμίζουν με πράσινο χρώμα (Εικ.2). Καστανές στιγμές συμπληρώνουν τη διακόσμηση. Το θεματολόγιο αυτό έχει ομοιότητες με αντίστοιχα από άλλες περιοχές. Η συγκεκριμένη κεραμική μπορεί να χωριστεί σε δύο κατηγορίες: α) στα όστρακα όπου η εφυάλωση απλώνεται ομοιογενώς σε όλη την επιφάνεια, αφού πρώτα είχαν τοποθετηθεί τα χρώματα, και β) στα όστρακα που καλύπτονται με υαλώδες χρώμα πριν από την τοποθέτηση της άχρωμης εφυάλωσης που καλύπτει όλη τη διακοσμημένη επιφάνεια.
Καθώς η πρακτική της ανάμειξης χρώματος μαζί με εφυάλωση φαίνεται πως αρχίζει να εφαρμόζεται μέσα στο 12ο αιώνα12, τα όστρακα από το θέατρο καλύπτουν την περίοδο τόσο πριν τα μέσα όσο και μετά το 12ο αιώνα. Αυτό υποδηλώνει πως η κεραμική με καστανό και πράσινο χρώμα εισαγόταν στην περιοχή για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτό συνηγορεί και η παρατήρηση ότι αρκετά από τα προαναφερθέντα όστρακα ανήκουν στις ομάδες II και III της κατάταξης του υλικού της Κορίνθου από τον Ch. Morgan, οι οποίες πλέον χρονολογούνται, βάσει των ερευνών του G. Sanders, στα τρία πρώτα τέταρτα του 12ου αιώνα13.
 Η γραπτή με καστανό και πράσινο χρώμα κεραμική έχει εντοπιστεί σε μεγάλες ποσότητες στην Κόρινθο14 (Εικ.3), καθώς και σε άλλες περιοχές του ηπειρωτικού και νησιωτικού χώρου15. Ως κέντρα παραγωγής της προτείνονται η Κόρινθος, η Λακεδαίμονα και πιθανώς η Βοιωτία16. Η παρατήρηση πως οι περιοχές που θεωρούνται μέχρι τώρα ως κέντρα παραγωγής της κεραμικής αυτής εντοπίζονται κυρίως στην Πελοπόννησο υποδηλώνει προφανώς την ύπαρξη περιφερειακού εμπορίου μεταξύ της Μεσσήνης και διαφόρων θέσεων της Πελοποννήσου. Άλλωστε, η μακροσκοπική παρατήρηση του πηλού (fabric) των οστράκων αυτής της ομάδας πιστοποιεί την προέλευση τους από περισσότερα του ενός κεραμικά κέντρα.
 Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ένα τμήμα βάσης πινακίου δεν έχει τοποθετηθεί το τελικό επενδυτικό στρώμα εφυάλωσης πάνω από το πλέγμα καστανού χρώματος που κοσμεί τον πυθμένα. Αγγεία στα οποία απουσιάζει το στρώμα της εφυάλωσης έχουν βρεθεί στην Κόρινθο και στον Άγιο Πέτρο της Κρήτης. Στην πρώτη περίπτωση η παρατήρηση αυτή, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά των αγγείων, δηλώνει εγχώρια παραγωγή αυτής της κατηγορίας στην Κόρινθο, ενώ για τη δεύτερη περίπτωση η Ν. Πούλου επισήμανε ότι το όστρακο από τον Άγιο Πέτρο αποτελεί ένδειξη για τοπική παραγωγή της ίδιας κατηγορίας κεραμικής στην Κρήτη17.
 Αν και τα έως τώρα δεδομένα για την κεραμική του 12ου, του 13ου και του Μου αιώνα από την αρχαία Μεσσήνη είναι περιορισμένα, η ανεύρεση του συγκεκριμένου οστράκου θέτει το πρόβλημα της αναζήτησης των τύπων της εγχώριας κεραμικής που αφορά την ευρύτερη περιοχή, και συγκεκριμένα της κεραμικής που διακοσμείται με καστανό και πράσινο χρώμα. Επιπλέον, επισημαίνεται ο εντοπισμός σε επαφή με το ανατολικό ανάλημμα του κοίλου του θεάτρου μεγάλου κεραμικού κλιβάνου, ο οποίος δεν έχει πλήρως ανασκαφεί και αποκαλυφθεί18. Η μελλοντική έρευνα στον κλίβανο, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της μελέτης των ποικίλων τύπων της κοινής κεραμικής και του πηλού τόσο κατά την παλαιοχριστιανική, όσο και κατά τις περιόδους που έπονται, είναι βέβαιο ότι θα δώσει απαντήσεις και σε ερωτήματα σχετικά με την εγχώρια παραγωγή της περιοχής
και τους τύπους της.



Εφυαλωμένη κεραμική γραπτή με πράσινο υαλώδες χρώμα

 Η γραπτή με πράσινο υαλώδες χρώμα κεραμική («Glaze Painted Ware») προέρχεται από το κοίλο του θεάτρου και την περιοχή ΒΑ. αυτού προς την κρήνη Αρσινόη. 
Περιλαμβάνει κούπες και πινάκια με χαμηλή δακτυλιόσχημη βάση, με κοίλα τοιχώματα και ευθύ, ελαφρώς έξω νεύον χείλος, ή με λοξά τοιχώματα που απολήγουν σε τριγωνικής διατομής χείλος με γωνιώδη ακμή (Εικ.4 και 5). Ορισμένα όστρακα ανήκουν σε μικρές οινοχόες.
 Η κατηγορία αυτή φέρει πάνω σε λευκό επίχρισμα διακόσμηση μόνο με πράσινο χρώμα, κάτω από διαφανή εφυάλωση. Πρόκειται για την ομάδα V της γραπτής κεραμικής με πράσινο και καστανό χρώμα19. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η ομάδα διακρίνεται για το υαλώδες χρώμα20. 
Η τεχνική αυτή, στην οποία χρησιμοποιείται συνήθως το πράσινο χρώμα για την απόδοση γραμμικών σχεδίων (Εικ.6), εντοπίζεται πολύ συχνά κατά το 13ο αιώνα21. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μετά τα μέσα του 13ου αιώνα η άχρωμη εφυάλωση που κάλυπτε όλη την επιφάνεια του αγγείου, παύει να χρησιμοποιείται22. 
Όσον αφορά τα όστρακα της Μεσσήνης, όλα φέρουν στρώμα εφυάλωσης, η οποία σε κάποια παραδείγματα είναι ελαφρώς απολεπισμένη. 
Ο διαφορετικός πηλός των οστράκων αυτών υποδηλώνει την προέλευση τους από πολλά κέντρα παραγωγής, ενώ βάσει του σχήματος μπορούν να χρονολογηθούν στο 13ο αιώνα.
 Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό είναι ένα όστρακο πινακίου που φέρει δύο οπές συντήρησης στα τοιχώματα του. Από τους μέχρι στιγμής γνωστούς τόπους εύρεσης της παραγωγής αυτής (Άρτα, Φωκίδα, Θήβα, Κόρινθος, Σπάρτη, Λακωνία23) φαίνεται ότι η κατηγορία αυτή ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στην περιοχή της Πελοποννήσου (Εικ.6) και της Στερεάς Ελλάδας. Επίσης ορισμένα αγγεία της ίδιας κατηγορίας έχουν βρεθεί στο ναυάγιο κοντά στο Καστελλόριζο24.


Εφυαλωμένη πρωτομαγιόλικη κεραμική 
(«Proto-Maiolica»)

 Μία ακόμα κατηγορία εφυαλωμένης κεραμικής που έχει εντοπιστεί στην αρχαία Μεσσήνη, η πρωτομαγιόλικη («Proto-Maiolica»), χαρακτηρίζεται από πολύχρωμη διακόσμηση και κασσιτερούχα, αδιαφανή εφυάλωση και αποτελείται από ανοιχτά αγγεία, πινάκια και κούπες25. Μετά τις πρώτες σχετικές έρευνες από τον C. Johns στο 'Atlit και τον F. Waagé στην Κόρινθο26, η ανεύρεση της κεραμικής αυτής σε πολλές περιοχές της Ιταλίας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι παραγόταν στην ιταλική χερσόνησο, σε περιοχές της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας ανάμεσα στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 15ου αιώνα27. Μεταξύ των διαφόρων παραγωγών που εντοπίστηκαν με τις συνεχιζόμενες έρευνες στην Ιταλία, χαρακτηριστικές είναι οι παραγωγές της Σικελίας (και ιδιαίτερα της Γέλας), της Καμπάνιας και της Απουλίας28. Ειδικά για την τελευταία έχουν αναγνωριστεί
πολλά κέντρα παραγωγής, όπως η Λουτσέρα και το Μπρίντιζι29. Τα αγγεία έχουν πηλό υπόλευκο, μαλακό, με λίγες προσμείξεις, και διακοσμούνται, ανάλογα με τον τόπο παραγωγής, με συνδυασμούς του καστανού, του ιώδους, του κυανού, του πράσινου και του κίτρινου, τα οποία τοποθετούνται απευθείας πάνω στην αδιαφανή, κασσιτερούχα εφυάλωση (tin glazed)30.
 Η πρωτομαγιόλικη κεραμική ανευρίσκεται ευρέως στην ανατολική Μεσόγειο31. Στον ελλαδικό χώρο αγγεία πρωτομαγιόλικης παραγωγής εντοπίζονται στην Άρτα, στην Κόρινθο, στο Άργος, στον Μέρμπακα και στη Γαστούνη, και χρονολογούνται κυρίως μέσα στο 13ο αιώνα32.


 Ανάμεσα στα λίγα όστρακα πρωτομαγιόλικης κεραμικής από τη Μεσσήνη, ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει σε μια αρκετά φθαρμένη, χαμηλή, δακτυλιόσχημη βάση πινακίου, που βρέθηκε στην επίχωση της ΒΑ. ράμπας του θεάτρου. Στον πυθμένα διατηρείται τμήμα γεωμετρικής διακόσμησης που αποτελείται από καστανές ταινίες και λογχοειδή φύλλα που γεμίζουν με ιώδες χρώμα (Εικ.7). Παρόμοια λογχοειδή φύλλα αποτελούν τμήμα πλούσιας φυτικής σύνθεσης σε πινάκια που έχουν βρεθεί στην Κόρινθο (Εικ.8), στον Μέρμπακα, στη Συρία και την Παλαιστίνη33, τα οποία έχουν, κατά την άποψη της St. Patitucci-Uggeri, κατασκευαστεί μέσα στο 13ο αιώνα στην περιοχή της Απουλίας34. Ειδικά για τα αγγεία του Μέρμπακα η ίδια υποστηρίζει ότι είχαν εισαχθεί από τη βόρεια Απουλία, ενώ για τα αγγεία της Κορίνθου υποστηρίζει ότι τα της ομάδας Ι στην κατάταξη του Morgan ανήκουν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, στην παραγωγή του Μπρίντιζι35. Το όστρακο από τη ΒΑ. ράμπα του θεάτρου ανήκει πιθανότατα στην παραγωγή του Μπρίντιζι και ειδικότερα στην ομάδα Ι, τόσο λόγω του πηλού του και της χρήσης καστανού και ιώδους χρώματος, όσο και λόγω του διακοσμητικού του θέματος, που είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό αυτής της ομάδας36. Η επικοινωνία διά θαλάσσης της Πελοποννήσου με το Μπρίντιζι ήταν πολύ συχνή στη διάρκεια
αυτής της περιόδου, καθώς μαρτυρούνται, για παράδειγμα, τακτικά δρομολόγια μεταξύ του λιμανιού της Γλαρέντσας και του Μπρίντιζι37.
 Η εύρεση κεραμικής αυτής της παραγωγής, έστω και σε πολύ περιορισμένο αριθμό δειγμάτων, στην περιοχή της αρχαίας Μεσσήνης δηλώνει ότι οι επαφές με τη γειτονική Ιταλία και ειδικά με την περιοχή της Απουλίας υφίσταντο ήδη από το 13ο αιώνα και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, ενισχύθηκαν στη διάρκεια του 14ου αιώνα.

Εφυαλωμένη κεραμική κατηγορίας «Archaic Maiolica»

 Η πρωτομαγιόλικη κεραμική αναπτύχθηκε ουσιαστικά παράλληλα με τη δεύτερη μεγάλη κατηγορία κεραμικής με κασσιτερούχα εφυάλωση, τα «Archaic Maiolica»38, κατηγορία που κοσμείται με κάστανο και πράσινο χρώμα39.
 Δείγματα κεραμικής αυτής της κατηγορίας προέρχονται από τις επιχώσεις ΒΑ. του θεάτρου, προς την κρήνη Αρσινόη. Ανήκουν όλα σε οινοχόες με δισκοειδή βάση, χαρακτηριστικό απιόσχημο σώμα, τριφυλλόσχημο στόμιο και κάθετη λαβή ελλειπτικής διατομής (Εικ.9).
Έχουν πολύ λεπτά τοιχώματα και ξεχωρίζουν για το ρόδινο, λεπτό και σκληρό πηλό τους που περιέχει μικρές, καστανές προσμείξεις. Διακοσμούνται με κατακόρυφες ή οριζόντιες ζώνες αποτελούμενες από απλές ή κυματοειδείς ταινίες πράσινου ή καστανού χρώματος.
Η κεραμική αυτή, γνωστή ως «archaic maiolica», ακμάζει κυρίως στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της Ιταλίας, σε αντίθεση με τα «proto-maiolica» που, όπως σημειώσαμε, παράγονταν στη νότια Ιταλία και τη Σικελία40.
 Στις βόρειες περιοχές της Ιταλίας δύο κατηγορίες εφυαλωμένης κεραμικής κυριαρχούν από τις αρχές του 13ου αιώνα και μέσα στο 14ο και το 15ο αιώνα: η εγχάρακτη κεραμική που είναι εμπλουτισμένη με καστανό και πράσινο χρώμα («graffita arcaica») και η κεραμική που είναι γραπτή με καστανό και πράσινο χρώμα πάνω σε κασσιτερούχα εφυάλωση («maiolica arcaica»)41. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει κυρίως κλειστού σχήματος αγγεία, οινοχόες παρόμοιου σχήματος με αυτές από την αρχαία Μεσσήνη, καθώς και ανοιχτού σχήματος αγγεία, πινάκια και βαθιές κούπες42. Παράγονταν σε πάρα πολλές περιοχές της βόρειας Ιταλίας43. Ειδικά στην Τοσκάνη έχουν εντοπιστεί πολλά κέντρα παραγωγής, εκ των οποίων το πιο σημαντικό ήταν η Πίζα44.
 Τα αγγεία από την περιοχή του θεάτρου (Εικ.9) έχουν επομένως εισαχθεί στην αρχαία Μεσσήνη από την Ιταλία.
 Όμοια αγγεία έχουν βρεθεί στο Άργος και χρονολογούνται στο 14ο αιώνα, στην Κόρινθο (Εικ.10) και στη Λακωνία45. Επιπλέον, οι δύο οινοχόες από την αρχαία Μεσσήνη βρίσκουν τα ακριβή τους παράλληλα σε οινοχόες που έχουν βρεθεί στην Ιταλία και στη Νότια Γαλλία46 και που χρονολογούνται στις αρχές του 14ου αιώνα. Ως κέντρο παραγωγής τους θεωρείται η περιοχή της Πίζας47.
 Τα αγγεία από το θέατρο πιστοποιούν την ύπαρξη ανταλλαγών με την ιταλική χερσόνησο στη διάρκεια του πρώτου μισού του 14ου αιώνα, ανταλλαγών που επιβεβαιώνονται και από την εύρεση νομισμάτων του Αντρέα Κονταρίνι (1368-1382) και της Ενετικής Δημοκρατίας (14ος-16ος αι.) στην ευρύτερη περιοχή της κρήνης Αρσινόης48.


Παρατηρήσεις - Συμπεράσματα

 Η ανεύρεση στην αρχαία Μεσσήνη γραπτής με καστανό και πράσινο χρώμα εφυαλωμένης κεραμικής 12ου-13ου αιώνα (Εικ.2), που είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Πελοπόννησο, στην οποία φαίνεται ότι εντοπίζονται και ορισμένα κέντρα παραγωγής της, εντάσσει τη Μεσσήνη σε ένα ιστό περιφερειακών ανταλλαγών και επαφών.
Δεν αποκλείεται βέβαια το ενδεχόμενο τμήμα αυτής της κεραμικής να παραγόταν στην ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Μεσσήνης, στα πρότυπα των εισηγμένων αγγείων. Σημειώνουμε ότι η βασιλική στα νοτιοανατολικά του θεάτρου, ο Άγιος Νικόλαος στα βόρεια και η «Κλήσα-Κούκιε» δηλώνουν την ύπαρξη ακμαίου οικισμού στη διάρκεια αυτής της περιόδου49.
 Αν όμως οι δεσμοί της αρχαίας Μεσσήνης με τις γειτονικές περιοχές είναι ισχυροί, τουλάχιστον μέχρι το 13ο αιώνα, σταδιακά και ειδικά μέσα στο 14ο αιώνα ενδυναμώνονται εμφανώς οι δεσμοί με την ιταλική χερσόνησο.
Αυτό δηλώνουν τόσο η κεραμική «proto-maiolica» (Εικ.7) όσο και η «archaic maiolica» (Εικ. 9) από το θέατρο αλλά και τα νομισματικά δεδομένα της ευρύτερης περιοχής της αρχαίας Μεσσήνης και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους50, οπότε η αρχαία Μεσσήνη αποτέλεσε τμήμα της ηγεμονίας της Αχαΐας51. Από αυτή την περίοδο Ιταλοί και Φράγκοι διεκδικούν προνόμια και εδάφη στην περιοχή του Μορέα. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση της οικογένειας Acciaiuoli που καταγόταν από την Φλωρεντία και είχε σημαντική τραπεζική δράση52. Στην οικογένεια αυτή παραχωρήθηκαν μέσα στο 14ο αιώνα πολλά εδάφη στην περιοχή της Μεσσηνίας και της Κορινθίας53. Ειδικά για την αρχαία Μεσσήνη και τις γειτονικές περιοχές σημειώνεται ότι, βάσει εγγράφων από τα αρχεία της φλωρεντινής οικογένειας, στον Νικόλαο Acciaiuoli είχαν παραχωρηθεί κτήματα στο Ανδρομοναστήρι και το κάστρο του Βουλκάνου, στην περιοχή της Ιθώμης, όπου είναι κτισμένο το ομώνυμο μοναστήρι54. Πρέπει να σημειωθεί ότι στις πηγές η ονομασία «Μεσσήνη» (αρχαία Μεσσήνη) φαίνεται πως έχει, ήδη από το 10ο αιώνα, αντικατασταθεί από την ονομασία «Βουλκάνο»55. Επίσης, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ριγανά, που βρίσκεται δίπλα στην κρήνη του χωριού Μαυρομμάτι, ο Α. Ορλάνδος έχει παρατηρήσει ότι, βάσει επιγραφής, δωρητής του τέμπλου ήταν ο Γεώργιος Μουρμούρης56. Ο Μουρμούρης κατείχε σημαντική θέση στο πριγκιπάτο της Αχαΐας στα μέσα του 14ου αιώνα, ενώ στον πιθανώς συγγενή του Ιωάννη Μουρμούρη αναφέρονται παραχωρητήρια της ίδιας περιόδου προς τον Νικόλαο Acciaiuoli57. Το στοιχείο αυτό δηλώνει και πάλι την έντονη παρουσία της φλωρεντινής οικογένειας στην περιοχή της αρχαίας Μεσσήνης κατά το 14ο αιώνα, καθώς και την ύπαρξη ανταλλαγών με τη Φλωρεντία, ανταλλαγών που επιβεβαιώνει και φωτίζει η εύρεση κεραμικής τύπου «archaic maiolica» στην αρχαία Μεσσήνη, δεδομένου ότι τόσο η Φλωρεντία, όσο και η γειτονική Πίζα υπήρξαν σημαντικά κέντρα παραγωγής αυτής της κεραμικής. Επίσης μαρτυρεί, με το δικό της τρόπο, τις ανακατατάξεις που γνώρισε η Πελοπόννησος εκείνη την περίοδο.
 Η ακμή του οικισμού συνεχίστηκε πιθανότατα και στη διάρκεια του πρώτου, τουλάχιστον, μισού του 14ου αιώνα. Αυτό δηλώνουν τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μελέτη των εγγράφων που αναφέρονται στις απογραφές της ιδιοκτησίας των Acciaiuoli, καθώς, βάσει πρόσφατων υπολογισμών, το χωριό Βουλκάνο υπολογίζεται ότι είχε 250 περίπου κατοίκους πριν από το 135458.

Αναστασία Γ. Γιαγκάκη
ΓΡΑΠΤΗ ΕΦΥΑΛΩΜΕΝΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

Σημειώσεις:
* Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη, διευθυντή των ανασκαφών της αρχαίας Μεσσήνης, για την άδεια μελέτης και δημοσίευσης της εφυαλωμένης κεραμικής από το θέατρο. Εκφράζονται
επίσης ευχαριστίες στο δόκτορα Guy Sanders, διευθυντή των ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην αρχαία Κόρινθο, που επέτρεψε την αναδημοσίευση των εικόνων των αγγείων της Κορίνθου. Οι φωτογραφίες των Εικ. 1, 2, 4, 5,7 και 9 είναι της υπογράφουσας.
1 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορική πορεία της πόλης και τα πρώτα ίχνη κατοίκησης σε αυτή βλ. Π. Γ. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος και τα μνημεία, 1998,2-3 (στο εξής: Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος). Ο ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη, Αθήνα 1999,7,19-35 (στο εξής: Αρχαία Μεσσήνη). Για τις πρώτες παρατηρήσεις στα σωζόμενα μνημεία της Μεσσήνης, που περιέχονται σε οδοιπορικά ευρωπαίων περιηγητών του 19ου αιώνα και τις πρώτες συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή, βλ. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος, 2-3. Ο ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη, 11-13, 19-35.
2 Για μία πρώτη παρουσίαση αυτών των οικοδομημάτων βλ. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος. Ο ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη.
3 Το θέατρο φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στον 3ο αι. π.Χ., ενώ η χρήση του συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 3ου ή τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, οπότε εγκαταλείφθηκε. Για τις έρευνες που έχουν γίνει
στο θέατρο βλ. Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ1987, 73-79, εικ. Γ1988,45-52-1989,91-92· 1996,153-156, εικ. 5, πίν. 62 β, 63 β, 64 α· 1997,85-89, πίν. 38,39,40 α-β· 1998,102-106, πίν. 49 α, β· 1999 76-81, πίν. 48 β. Ο ίδιος, "Ηρωες καίΉρώα στή Μεσσήνη, Αθήναι 2000,76-82. Β. Χ. Πετράκος, Έργον 50 (2003), 30-32, εικ. 21.
4 Πα την επισήμανση βυζαντινού οικισμού στην περιοχή του θεάτρου βλ. Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 1988, 48-1997,85-88, εικ. 3, πίν. 39,40 α-β, 41· 1998,106· 1999,76-82. Ο ίδιος,
Αρχαία Μεσσήνη, 52. Ο ίδιος, «Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», στο Πρωτοβνζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο. Πρακτικάτου Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα 29-30 Μαΐου 1998 (επιμ. Π. Γ. Θέμελης και Β. Κόντη), Αθήνα 2002,35,43-44. Για την επισήμανση βυζαντινού οικισμού στην περιοχή της κρήνης Αρσινόης βλ. Ο ίδιος, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 1994, 74,76, πίν. 20 α· 1995, 56,59-1996,150· 1997,87. Ο ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος, 14. Ο ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη, 57-58. Ο ίδιος, «Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», ό.π., 35,43-44. Έχουν επίσης βρεθεί στην περιοχή και αρκετοί πρωτοβυζαντινοί τάφοι (Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 1998,106, πίν. 49 α, β· 1999,82).
5 Για τις διάφορες φάσεις χρήσης της βασιλικής και τη μετατροπή μέρους του νότιου κλίτους της, πιθανώς στα τέλη του 11ου-12ο αιώνα, σε ταφικό παρεκκλήσι βλ. Β. Πέννα - Α. Λαμπροπούλου - Η.
Αναγνωστάκης, «Γλυπτά μεταβατικών χρόνων από τη βασιλική του Θεάτρου της αρχαίας Μεσσήνης», Πρακτικά Α'Διεθνούς Συνεδρίου Βυζαντινής Γλυπτικής, Σεπτέμβριος 2000 (υπό εκτύπωση).
6 Για μία πρώτη αναφορά σε αυτά βλ. Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 1996,156· 1997,87.
7 Πρόκειται για το ναό του Αγίου Νικολάου (τέλη 12ου αι.) που σώζεται στην περιοχή του σύγχρονου νεκροταφείου του χωριού, στα βόρεια του θεάτρου (Α. Κ. Ορλάνδος, «Έκ της χριστιανικής Μεσσήνης», ΑΒΜΕ ΙΑ' (1969), 102-114, εικ. 18, 19, 20), για τον Άγιο Ιωάννη τον Ριγανά (μέσα 14ου αι.) δίπλα στην κρήνη στο χωριό Μαυρομμάτι (στο ίδιο, 115-127, εικ. 26, 28, 29. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, 113), για την «Κλήσα-Κούκιε», στα ΒΔ. του θεάτρου (Ορλάνδος, ό.π., 128-135, εικ. 37, 38) και για την «Κλήσα-Πόρτη» (στο ίδιο, 135-140, εικ. 43,44. Π. Γ. Θέμελης, «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ1999,58).
8 Για την εγχάρακτη εφυαλωμένη κεραμική από την αρχαία Μεσσήνη βλ. Α. Γιαγκάκη, «Εγχάρακτη εφυαλωμένη κεραμική από την ανασκαφή της αρχαίας Μεσσήνης», Πρακτικά Τιμητικής Ημερίοος για την Μπέτν Ψαροπούλον, Μαργαρίτες, Μονή Σωτήρος Χριστού, 22 Μαίου 2004 (υπό έκδοση).
9 Πρόκειται, ειδικότερα, για εφυαλωμένη κεραμική που έχει βρεθεί κατά τις ανασκαφικές περιόδους 1987,1996 και 1997.
10 Ch. Η. Morgan Π, The Byzantine Pottery, Corinth XI, Cambridge, Mass. 1942,70-83 (στο εξής: Byzantine Pottery).
11 Ο Ch. Morgan τοποθετεί την αρχή αυτής της παραγωγής στο τέλος του 10ου αιώνα (ό.π., 72-73). Σχετικά με αυτή τη χρονολόγηση βλ. G. D. R. Sanders, «New Relative and Absolute Chronologies for 9th to 13th Century Glazed Wares at Corinth: Methodology and Social Conclusions», Byzanz als Raum. Zu Methoden und Inhalten der historischen Geographie des östlichen Mittelmeerraumes (εκδ. Κ. Belke, F. Hüd, J. Köder, P. Soustal), Βιέννη 2000,163-166, εικ. 3.
12 Morgan, Byzantine Pottery, 77-80. P. Armstrong, «Byzantine Thebes: Excavations on the Kadmeia, 1980», BSA 88 (1993), 332. P. Armstrong -H. Hatcher - M. Tite, «Changes in Byzantine Glazing Technology from the Ninth to Thirteenth Centuries», στο La céramique médiévale en Méditerranée, Actes du Vie Congrès de VAIECM2 (επιμ. G. D. d'Archimbaud), Aix-en-Provence 1997,226.
13 Πα τις ομάδες II και III του Ch. Morgan και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους βλ. αναλυτικά Morgan, Byzantine Pottery, 75-80. Για τη χρονολόγηση τους βλ. Sanders, «New Relative», ό.π., 160-161, εικ. 3.
14 Morgan, Byzantine Pottery, 70-83. Sanders, «New Relative», ό.π., 166, πίν. 3.
15 Φωκίδα: P. Armstrong, «Some Byzantine and Later Settlements in Eastern Phokis», BSA 84 (1989), 42, εικ. 3.11-29,10.2,11.14,4.6,10. Θήβα: Armstrong, «Byzantine Thebes», ό.π., 304 αριθ. 44,307 αριθ. 80, εικ. 9,135,141. Αθήνα: Α. Frantz, «Middle Byzantine Pottery in Athens», Hesperìa VII (1938), 439, εικ. LAI, A2, A4,2.A5, A6, A7.  Για παρόμοια αγγεία από τον Πετρά Σητείας και από το Ηράκλειο Κρήτης βλ. Ν. Πούλου-Παπαδημητρίου, «Μεσοβυζαντινή κεραμική από την Κρήτη: 9ος-12ος αιώνας», 7ο Διεθνές Σννέοριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, Πρακτικά (επιμ. Χ. Μπακιρτζής) Αθήνα 2003,220-224, εικ. 30-37.
16 Για την Κόρινθο βλ. Morgan, Byzantine Pottery, 72, 77, 80. Για τη Λακωνία βλ. Armstrong - Hatcher- Tite, ό.π., 226. Για τη Βοιωτία βλ. J. Vroom, After Antiquity. Ceramics and Society in the Aegean from the 7th to the 20th century A. C. A Case Study from Boeotia, Central Greece, Leiden 2003,151.
17 Σχετικά με τα αγγεία της Κορίνθου βλ. Morgan, Byzantine Pottery, 79-80. Για το όστρακο από τον Άγιο Πέτρο βλ. Πούλου-Παπαδημητρίου, ό.π., 223-225, εικ. 34,4.
18 Π. Γ. Θέμελης, «'Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ1996,156.
19 Morgan, Byzantine Pottery, 80-83. G. D. R. Sanders, «Excavations at Sparta: The Roman Stoa, 1988-1991, Preliminary Report, Part I, Medieval Pottery»,BSA 88 (1993), 258.
20 Sanders, ό.π., 258. Armstrong, «Byzantine Thebes», ό.π. (υποσημ. 12), 332.
21 Βλ. «Glaze Painted Ware», Sanders, «Excavations», ό.π., 258.
22 Στο ίδιο, 258.
23 Άρτα: Β. Papadopoulou - Κ. Tsouris, «Late Byzantine Ceramics from Arta: Some Examples», La ceramica nel mondo Bizantino tra XI e XV secolo e i suoi rapporti con l'Italia (επιμ. S. Gelichi), Φλωρεντία 1993 243. Φωκίδα: Armstrong, «Some Byzantine», ό.π. (υποσημ. 15), εικ. 15, 6,7. Θήβα: Armstrong, «Byzantine Thebes», ό.π. (υποσημ. 12), εικ. 8, 84. Κόρινθος: C. Κ. Williams II, «Corinth 1976: Forum Southwest», Hesperia 46 (1977), εικ. 7 πίν. 31 αριθ. 44, εικ. 7 πίν. 32 αριθ. 43. Σπάρτη:
Sanders, «Excavations», ό.π., 258, εικ. 2, αριθ. 1,3,4.
24 Γ. Φιλόθεου, Μ. Μιχαηλίδου, «Βυζαντινά πινάκια από το φορτίο ναυαγισμένου πλοίου κοντά στο Καστελλόριζο», Ad 41 (1986), Μελέτες, αριθ. 54-70,72-75,77,79, σχέδ. 28, αριθ. 54, σχέδ. 19-21.
25 D. Whitehouse, «The Medieval Glazed Pottery of Lazio», BSR XXXV (1967), 6 6 .0 ίδιος, «Proto-Maiolica», Faenza 66 (1980), 77.
26 Πα την πρώτη παρουσίαση πρωτομαγιόλικης κεραμικής από το Atlit της Παλαιστίνης βλ. C. Ν. Johns, «Medieval Slip-Ware from Pilgrims Castle, Atlit (1930-31)», QDAP 3 (1933), πίν. XLIX-LIII. Βλ. σχετικά και St. Patitucci-Uggeri, «La protomaiolica del mediterraneo orientale in rapporto ai centri di produzione italiani», Seminario Internazionale di studi su «Cipro e il Mediterraneo orientale», CorsiRav XXXII (1985), 338. D. Pringle, «Some More Proto-maiolica from «'Athlit (Pilgrims' Castle)» and a Discussion of its Distribution in the Levant», Levant XIV (1982), 104. Για την πρώτη παρουσίαση πρωτομαγιόλικης κεραμικής από την Κόρινθο βλ. F. Ο. Waagé, «Preliminary
Report on the Medieval Pottery from Corinth, I, The Prototype of the Archaic Italian Maiolica», Hesperia 3 (1934), 129-139. Ο A. Lane δημοσίευσε επίσης αγγεία αυτής της παραγωγής από την Ai-Mina, στη βόρεια Συρία (Α. Lane, «Medieval Finds at Al Mina in North Syna»,Archaeologia 87 (1938), 54-58).
27 Πα περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις έρευνες των Ιταλών βλ. Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π., 77. Patitucci-Uggeri, ό.π., 337-343. Για τα κέντρα παραγωγής αυτής της κεραμικής βλ. Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π., 77. D. Pringle, «Thirteenth-century Pottery from the Monastery of St. Mary of Carmel», Levant XVI (1984), 109.
28 Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π., 78-80. Patitucci-Uggeri, ό.π., 344-361.
29 Για την παραγωγή της Λουτσέρα: Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π., 80. Patitucci-Uggeri, ό.π., 344-347. Όσον αφορά το Μπρίντιζι πρόκειται για τις κατηγορίες «protomaiolica brindisina gruppo I» (με χαρακτηριστικό μοτίβο το λεγόμενο «grid-iron») και «gruppo Π» (Patitucci-Uggeri, ό.π., 348-352).
30 Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π., 78. Pringle, «Thirteenth-century Pottery», ό.π., 109.
31 Για τη διάδοσης αυτής της κεραμικής στην ανατολική Μεσόγειο βλ. Pringle, «Some More Proto-maiolica», ό.π. (υποσημ. 26), 107-115, πίν. DC-XL
32 Άρτα: Papadopoulou, Tsouris, ό.π., 248-253. Κόρινθος: Morgan, Byzantine Pottery, 105-114. G. D. R. Sanders, «An Assemblage of Frankish Pottery at Corinth», Hesperia 56 (1987), 166-172. Άργος: Α. Oikonomou-Laniado, «La céramique protomajolique d'Argos», oro La ceramica nel mondo Bizantino (υποσημ. 23), 307-315. Μέρμπακας: Α. Η. S. Megaw, «Glazed Bowls in Byzantine Churches», ΔΧΑΕA (1966), 145-161, εικ. 5-6. Patitucci-Uggeri, ό.π. (υποσημ. 26), 361-370.0 G. Sanders (G. D. R. Sanders, «Three Peloponnesian Churches and Their Importance for the Chronology of Late 13th and Early 14th Century Pottery in the Eastern Mediterranean», στο Recherches sur la céramique byzantine (επιμ. V. Déroche και J.M. Spieser), BCH, Suppl. XVIII, 1989,189-199) προτείνει μία ακόμα πιο προχωρημένη χρονολόγηση για κάποιες εκκλησίες που κοσμούνται με αγγεία της πρωτομαγιόλικης παραγωγής.
33 Κόρινθος: Morgan, Byzantine Pottery, 105-107,251-252, αριθ. 805-808, πίν. XXXVIa. Patitucci-Uggeri, ό.π. (υποσημ. 26), 374, 378, σχέδ. 17a. Μέρμπακας: Στο ίδιο, 369-370, σχέδ. 12. Ai-Mina: Στο ίδιο, 387-388, σχέδ. 24. Παλαιστίνη: Pringle, «Thirteenth-century Potttery», ό.π. (υποσημ. 27), εικ. 9,85.
34 Patitucci-Uggeri, ό.π. (υποσημ. 26), 369-370, σχέδ. 12 (Μέρμπακας), 374-376, σχέδ. 17a (Κόρινθος), 387-389, σχέδ. 24 (Ai-Mina).
35 Στο ίδιο, 369-370 και 376-379.
36 Στο ίδιο, 348-350, σχέδ. 2, για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτή την ομάδα.
37 Δ. Γ. Κατσαφανάς, Τό Πριγκηπάτο τον Μορέως - «Laprincipauté française de Morée», Σπάρτη 2003,217-218.
 38 Whitehouse, «Medieval Pottery», ό.π. (υποσημ. 25), 67. D. Whitehouse, «Medieval Pottery in Italy: the Present State of Research», La céramique médiévale en Méditérrannée occidentale, Xe-XVe siècles, Valbonne, 11-14 septembre 1978, Παρίσι 1980,77. G. Berti, Pisa. Le "maioliche arcaiche". Secc. XIII-XV (Museo Nazionale di San Matteo), Φλωρεντία 1997,69-222.
39 Η παραγωγή «archaic maiolica» θεωρείται πρόδρομος της γνωστής, μεταγενέστερης ιταλικής μαγιόλικα, από όπου και η ονομασία archaic: Whitehouse, «Medieval Pottery», ό.π. (υποσημ. 25), 67. Whitehouse, «Proto-Maiolica», ό.π. (υποσημ. 25), 77. Pringle, «Thirteenth- century Pottery», ό.π. (υποσημ. 27), 109.
40 Whitehouse, «Medieval Pottery», ό.π. (υποσημ. 25), 77-80. Pringle, «Thirteenth-century Pottery», ό.π. (υποσημ. 27), 109.
41 Whitehouse, ό.π., 75-80.
42 Για μία αναλυτική παρουσίαση αυτής της κεραμικής, με αφορμή τα αγγεία από πολλές θέσεις της Τοσκάνης βλ. G. Berti - L. Cappelli- R. Francovich, «La maiolica arcaica in Toscana», La ceramica
medievale nel Mediterraneo occidentale, Φλωρεντία 1986, 483-510. Αναλυτικά, για τα σχήματα των αγγείων αυτής της κατηγορίας, στο ίδιο, 484-496, σχέδ. Ι και II.
43 Περισσότερα στοιχεία για την παραγωγή των «archaic maiolica» και τα βασικά κέντρα παραγωγής βλ. Whitehouse, «Medieval Pottery», ό.π. (υποσημ. 25), 66-83.
44 Berti - Cappelli - Francovich, ό.π., 484-496.
45 Άργος: Α. Bakourou - E. Katsara - P. Kalamara, «Argos and Sparta: Pottery of the 12th and 13th Centuries», 7ο Διεθνές Συνέδριο Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου (υποσημ. 15), 234-235, εικ. 5. Κόρινθος: Morgan, Byzantine Pottery, 112-113, 260, αριθ. 927, πίν. XXXVIIIe
46 Ειδικότερα, οι οινοχόες έχουν ομοιότητες με αντίστοιχες της παραγωγής της περιοχής της Τοσκάνης (Berti- Cappelli- Francovich, ό.π. (υποσημ. 42), 488, σχέδ. 1.6,1.7,1.8). Όμοια αγγεία προέρχονται από την Πίζα και έχουν βρεθεί στην Προβηγκία (Α. Hesnard- Μ. Pasqualini - L. Vallauri, «Tant va la cruche à l'eau», στο Un goût d'Italie. Céramiques et céramistes italiens en Provence du moyen âge au XXème siècle, Aubagne 1993,19-20, εικ. 7 και 8. J. Proust, «Le pichet de Confoux», στο ίδιο, 21, εικ. 9 και 10), ενώ παρόμοια οινοχόη έχει βρεθεί στο Ισραήλ (Pringle, «Thirteenth-century Pottery», ό.π. (υποσημ. 27), 109, αριθ. 87, εικ. 9,87).
47 Whitehouse, «Medieval Pottery», ό.π. (υποσημ. 25), 80-81. Berti -Cappelli - Francovich, ό.π. (υποσημ. 42), 484,488,490,493-494,496-499.
48 Θέμελης, «'Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 1996, 150. Θέμελης, «Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη», ό.π. (υποσημ.4), 35.
49 Για ορισμένες προκαταρκτικές πληροφορίες σχετικά με τη γειτονική στο θέατρο βασιλική βλ. Πέννα - Λαμπροπούλου - Αναγνωστάκης, ό.π. (υποσημ. 5). Για τον Άγιο Νικόλαο (τέλη 12ου αι.) βλ. Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 7), 102-114, εικ. 18 και 19, εικ. 20 και για την «Κλήσα-Κούκιε», στα ΒΔ. του θεάτρου, στο ίδιο, 128-135, εικ. 37 και 38.
50 Για την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Λατίνους και τα γεγονότα που ακολούθησαν η σχετική βιβλιογραφία είναι πλούσια. Βλ. ενδεικτικά: W. Miller, The Latins in the Levant. A History of Prankish Greece (1204-1566), Λονδίνο 1908,27-210. Ν. Κ. Αλεξόπουλος, Ή ιστορία των μεσαιωνικών πόλεων της Πελοποννήσου. Ή μεσαιωνική Πελοπόννησος, Αθήνα 1951,72-83,93-114. Α. Bon, La Morée Franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté dAchaïe (1205-1430), Παρίσι 1969,51-295. P. Hetherington, Byzantine and Medieval Greece. Churches, Castles and Art of the Mainland and the Péloponnèse, Λονδίνο 1991, 17-23. P. Lock, The Franks in the Aegean, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 1995,73-75,80-86,88- 92,127-129,132-134. Κατσαφανάς, ό.π., 25-151. Πα τα νομισματικά δεδομένα από τη Μεσσήνη βλ. υποσημ. 48.
51 Χρ. Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα - Βενετικές και γενουατικές κτήσεις», ΙΕΕ Θ', Αθήνα 1980,248-250.
52 Bon, ό.π., 209-211,241. Μαλτέζου, ό.π., 270. Lock, ό.π.,130-131. Κατσαφανάς, ό.π., 132,220-221.
53 Miller, ό.π., 270-273,284-291. Bon, ό.π., 209-211. Μαλτέζου, ό.π.,
270. Lock, ό.π., 130. Σχετικά με άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, που επίσης πέρασαν στην κατοχή των Acciaiuoli, βλ. και Miller, ό.π., 291. Bon, ό.π., 234. J. Chrysostomides (επιμ.), Monumenta Peloponnesiaca, Documents for the History of the Péloponnèse in the 14th and 15th Centuries, χ.τ. 1995,10-16, αριθ. 9. Miller, ό.π., 285,290. R. Cook - K. Cook, Southern Greece: An Archaeological Guide. Attica, Delphi and the Péloponnèse, Λονδίνο 1968,161-163. Bon, ό.π., 210, 217, 219, 241-242, 417-418, 427-428. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη. Ο χώρος, 6 . 0 ίδιος, Αρχαία Μεσσήνη, 117. Α. Bon, Le Péloponnèse byzantin jusqu'en 1204, Παρίσι 1951, 59,
113, σημ. 1,142,162, σημ. 3,417-418.
56 Ορλάνδος, ό.π. (υποσημ. 7), 122-127, εικ. 35,36.
57 Στο ίδιο, 126 (όπου και η σχετική βιβλιογραφία). P. Topping, «The Post-Classical Documents», The Minnesota Messenia Expedition, Reconstructing a Bronze Age Regional Environment (επιμ. W. A. McDonald και G. R. Rapp Jr.), Μιννεάπολις 1972, 66, 68. Lock, ό.π., 244.







Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Πρωτοελλαδικός Οικισμός Βοϊδοκοιλιάς


Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός της Βοϊδοκοιλιάς

 Στο βόρειο βραχίονα του όρμου της Βοϊδοκοιλιάς αναπτύχθηκε και άκμασε στους ΠΕ χρόνους ο οικισμός της θέσης που κατά τις πρόσφατες ανασκαφές (1977- 1980) απέδειξε απόλυτη πολιτιστική ταυτότητα με την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα κατ' αυτή την περίοδο που αποκαλούμε Πρωτοελλαδική κοινή. Η Μεσσηνία Περιλάμβανε περισσότερους από 20 βέβαιους Πρωτοελλαδικούς οικισμούς και άλλους 12 αβέβαιους, οι περισσότερο των οποίων ήταν σε παραλιακές περιοχές ή κοντά σε ποτάμια.
 Η Πρωτοελλαδική Ι φάση, σαν αυτόνομη φάση, δεν φαίνεται να εκπροσωπείται στη Μεσσηνία όπως και η Πρωτοελλαδική ΙΙΙ, και φαίνεται ότι υπήρχε κενό μεταξύ της Nεoλιθικής και της Πρωτοελλαδικής ΙΙ φάσης.

Βοϊδοκοιλιά Πυλίας. Ο ΠΕ ΙΙ οικισμός, ο ΜΕ Ι τύμβος και ο ΥΕ Ι θολ. τάφος (J.W. Myers).

O οικισμός ήταν περιορισμένης έκτασης (30Χ 30μ.), διαπιστώθηκε δε συνεχής κατοίκηση στους Πρωτοελλαδικούς ΙΙ χρόνους σε 3 αλληλαδιάδοχες αρχιτεκτονικές φάσεις. Μιλάμε για οικισμό αν και υπάρχουν ακόμη δυσκολίες γιά την επιβεβαίωση του χαρακτηρισμού αυτού γιατί ο υπερκείμενος Μεσσοελλαδικός τύμβος και ο περιληφθείς Μυκηναϊκός θολωτός τάφος δεν επιτρέπουν ακόμη την κατανόηση και τη συμπλήρωση του αρχιτεκτονικού σχεδίου των οικιών των χρόνων εκείνων.
 Ότι σώζεται από τον Πρωτοελλαδικό οικισμό έρχεται σε φως έξω και γύρω από το Μεσοελλαδικό τύμβο. Γιά να ξεπεράσουμε αυτές τις δυσκολίες, επιχειρήσαμε να σκάψουμε σε βάθος τόσο στο δρόμο, το στόμιο και τον ταφικό θάλαμο του μυκηναϊκού θολωτού τάφου, όσο και σε ορισμένα σημεία κάτω από τον τύμβο και συγκεκριμένα σ' εκείνα που αφαιρέθηκαν ταφικοί πίθοι του τύμβου. Πράγματι και κεί εμφανίστηκαν τα τεκμήρια της Πρωτοελλαδικής κατοίκησης: κεραμεική, τοίχοι και τριβεία (μυλόλιθοι). Γι' αυτό το λόγο κατά τα προσεχή έτη η ανασκαφή θα συνεχισθεί και σε άλλα πρόσθετα σημεία του τύμβου, έξω δηλαδή από τόν κύριο περίβολό του, τον αναλημματικό του τοίχο.
 Το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε, κατά βάση σ' όλες τις υποπεριόδους της Πρωτοελλαδικής ΙΙ φάσης προέρχεται από σημεία που απέχουν λιγότερο ή περισσότερο από τον ανασκαπτόμενο οικισμό. Tο ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και στα Ακοβίτικα και υποδηλώνει την ύπαρξη κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης σ' εκείνους τους χρόνους, πράγμα που προϋποθέτει κεντρική εξουσία στην τελευταία φάση των Πρωτοελλαδικών ΙΙ χρόνων.

Ο εκτός τύμβου ΝΔ τομεύς

 Η πρώτη οικοδομική φάση των Πρωτοελλαδικών ΙΙ χρόνων επισημάνθηκε στο ΒΔ Τμήμα του οικισμού, όπου εκτός από ένα μεταγενέστερο οικοδομικό χώρο (των Πρωτοελλαδικών ΙΙ χρόνων) ήλθε στο φως αψιδωτός τοίχος με πορώδεις αμφιπροσώπους λίθους, που περιορίζεται από τα δυτικά από άλλη σειρά ογκολίθων. Η ανασκαφή θα συνεχισθεί γιά να διαπιστωθεί αν ο τοίχος αυτός είναι αψιδωτός ή όχι. Πρωτοελλαδικά αψιδωτά κτίσματα υπάρχουν και σε άλλες περιοχές όπως στη Μουρτερή Κύμης Ευβοίας (Αδ. Σάμψων) και στα Πευκάκια Βόλου (Μιλότσιγιτς- Θεοχάρης). Προς Νότο υπήρχε, προφανώς, αυλή με εγκατάσταση τριβείων (13 μυλόλιθοι). Η ίδια κατάσταση με πλήθος μυλολίθων υπάρχει και στο Ανατολικό κτίσμα, όμοια, πιθανόν, σε αυλή όπως στη ΝΑ κοιλότητα.
 Γενικά οι τοίχοι που έχουν σωθεί τμηματικά γύρω από τον τύμβο, στα ακραία σημεία του οικισμού είναι και μικρού- κανονικού πάχους και έχουν διασωθεί μερικώς επειδή και μόνον έμειναν ακάλυπτοι στις επόμενες περιόδους χρήσης του χώρου, οπότε όλο το οικοδομικό υλικό του Πρωτοελλαδικού οικισμού, χρησιμοποιήθηκε για την επικάλυψη του τύμβου. Έτσι, δεν έμειναν παρά μόνο μικροί τοίχοι.
 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διπλοί τοίχοι του οικισμού στο ΒΑ και στο ΝΝΑ τμήμα. Εκτός από αυτούς υπάρχουν και παχύτατο τοίχοι πάχους 1,35μ. που ανήκουν στην τελευταία οικοδομική φάση του Πρωτοελλαδικού οικισμού. Αυτό είναι το κτίσμα το αντίστοιχο με τα μέγαρα των Ακοβίτικων και της Οικίας των Κεράμων της Λέρνας.
 Σ' αυτό το κτίσμα απουσιάζουν συχνά οι οξείες γωνίες και φαίνονται οι τοίχοι σε πλάγια-λοξή τοποθέτηση όπως πηγαίνουν προς Βορρά και χάνονται κάτω από τον τύμβο. Στο ΝΑ τμήμα υπήρχε αποθήκη με δύο αποθηκευτικούς πίθους που δεν είχαν, δυστυχώς, υπολείμματα των προϊόντων που είχαν, κάποτε, αποθηκευτεί σ' αυτούς. Στην αποθήκη είχε απορριφθεί και μεγάλος, Πρωτοελλαδικών χρόνων, πίθος με εγχαράξεις στις λαβές και μολύβδινους συνδέσμους επιδιόρθωσης, απόδειξη ότι ο πίθος είχε σπάσει και χρησιμοποιήθηκε πάλι.

Πυθμήν κοιλότητος ΒΑ τάφρου.

Στο ΒΑ τμήμα υπήρχαν ράφια και από κεί έπεσαν, την στιγμή της καταστροφής, τα Πρωτοελλαδικά ΙΙ αγγεία (ασκός, φιαλίδια και κύμβη), που χρησιμοποιούνταν τότε.
 Στο δρόμο του θολωτού τάφου έχουμε ένα τυπικό παράδειγμα από το υπέδαφος του δαπέδου ενός εσωτερικού χώρου με επικάλυψη των κοιλοτήτων με λιθάρια για να είναι στερεό το υπέδαφος του δαπέδου του δωματίου.
 Αυτός ο χώρος περιλάμβανε τους λεγόμενους βόθρους γιά διατήρηση της φωτιάς στη διάρκεια της νύκτας και γιά το ψήσιμο των φαγητών ή, ακόμη, και γιά τη διατήρηση των τροφών. Η επίχωση αυτού του χώρου περιλάμβανε ένα πυρήνα οψιανού, χονδροειδή αγγεία, φιαλίδια και, στο ψηλότερο στρώμα, όστρακα από κύμβες και το μεγάλο πιθοείδες αγγείο με την οφιοείδη πλαστική διακόσμηση. Παρόμοιοι βόθροι βρέθηκαν σε νοτιότερα σημεία του οικισμού.
 Τα προβλήματα για την οικοδομική των οικιών της Βοϊδοκοιλιάς ήταν άλυτα ως τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1980, οπότε βρέθηκαν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη διαλεύκανση και επίλυσή τους. Σ' αυτό βοήθησε η ύπαρξη της τάφρου των αρχαιοκαπήλων του έτους 1923, που είχε μείνει ευτυχώς, στο Πρωτοελλαδικό στρώμα αδιατάραχτη. Έτσι, τον Ιούλιο βρέθηκε το 5εκ. παχύ στρώμα καταστροφής με ίχνη πυράς και ένα τεράστιο, Πρωτοελαδικών χρόνων, πίθο σ' όλη την έκταση του αναφαινόμενου χώρου. Όπως όλα τα πιθάρια, είχε και αυτό ορυκτά εγκλείσματα στον πηλό του, συγκεκριμένα, μεγάλη ποσότητα ασβεστίτη. Πάνω, ακριβώς, σ' αυτό τον πίθο υπήρχε το στόμιο μιάς κύμβης που έδινε την επιθυμητή χρονολόγηση στα μέλη της Πρωτοελλαδικής ΙΙ φάσης. Οι χρονολογήσεις όμως, της Τίρυνθας δεν μας επέτρεπαν να είμαστε βέβαιοι απόλυτα γιά την ακριβή χρονολόγηση της φάσης καταστροφής πού διαπιστώθηκε, τελικά, στη Βοϊδοκοιλιά τον Σεπτέμβριο με τη διεύρυνση της τάφρου, οπότε ήλθαν σε φώς πολλά μέρη του ίδιου πίθου, τεμάχια από την ελαφριά ξύλινη στέγη της οικίας αυτής, τεμάχια από τις ωμές πλίνθους της ανωδομής (των τοίχων) και δύο αγγεία στο ίδιο στρώμα καταστροφής, που χρονολογούν, όπως θα δούμε, την καταστροφή αυτή, τουλάχιστον, στα τέλη της Πρωτοελλαδικής φάσης.
 Του Πρωτοελλαδικού οικισμού δεν βρέθηκε το σύγχρονο νεκροταφείο, για το οποίο ο καθηγητής Γ. ΜακΝτόναλντ υποστήριξε ότι βρίσκεται Β.ΒΑ στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Ένας σκελετός, όμως, βρέφους, από τη μέση και πάνω σωσμένος, βρέθηκε κάτω από τον οικισμό, στον ΒΑ Τομέα του οικισμού, πράγμα που γνωρίζουμε, συνήθως, από τα Μεσοελλαδικά και τα Πρωτομυκηναϊκά χρόνια.

Ο Ν-ΝΝΑ τομεύς από αέρος (J.W. Myers)

Η κεραμεική της Βοϊδοκοιλιάς εμφανίζεται πολύ ενδιαφέρουσα, με πολλές παραλλαγές και, μάλιστα, σε ποσοστό που να μην υστερεί από τις κεραμεικές τεχνικές και τις συναφείς παραλλαγές των μεγάλων κέντρων, όπως της Λέρνας, του Αγ. Κοσμά, του Ασκηταρίου κ.ο.κ. Γενικά, η τεχνική των αγγείων της Βοϊδοκοιλιάς δεν υστερεί καθόλου από τις τεχνικές των άλλων ΠΕ ΙΙ κέντρων. Το επίχρισμα που χρησιμοποιόταν, κατά περειπτώσεις, και τα επιτυχημένα σχήματα των αγγείων πείθουν γιά την καλή ποιότητα της κεραμεικής της Βοϊδοκοιλιάς.
Τα πιθοειδή αγγεία είχαν σε μεγάλη ποσότητα ορυκτά εγκλείσματα (μικρότατα χαλικίδια ασβεατίτη). Η εγχάρακτη τεχνική έχει αισθητή συμμετοχή και συχνά αποδίδονται εγχάρακτες γραμμές ή επάλληλες εμπίεστες γωνίες (σαν ιχθυάκανθα) στις διογκώσεις των αγγείων που χρησίμευαν σαν υποτυπώδεις λαβές.
Ένα σπάνιο αγγείο με διάτρητο λαιμό, καλά ψημένο στο κατώτερο ημισφαιρικό τμήμα χάρη στη συνεχή χρήση του στη φωτιά και με κατεστραμμένο το σύστημα στήριξης που ξεκίναγε από το κατώτερο σημείο του ώμου του, βρέθηκε στην κοιλότητα 11 του θολωτού Τάφου. Αυτό χρονολογείται όμοια στους ΠE IΙ χρόνους με τη βοήθεια ενός οστράκου από τον λαιμό όμοιου αγγείου, πού βρέθηκε από τον Κ. Σάμψων στο σπήλαιο του Κούρου Ευβοίας σε ανασκαφικό στρώμα καλά χρονολογημένο στους ΠE ΙΙ χρόνους.
Πιθαράκια, ή αλλιώς βόθροι, ύψους 27 εκ. με πλαστική δακτυλοπίεστης διακόσμησης ταινία βρέθηκαν στην κοιλότητα Α8 του τάφου. Ένα τετράπλευρο πήλινο σκεύος με τέσσερες οπές στα άκρα, έχει όμοιό του από την Ασέα της Αρκαδίας, πράγμα που αποδεικνύει τις επαφές ανάμεσα στην Πύλο και την Αρκαδία.
Το άωτο κυάθιο, με το ραδινό περίγραμμα, το ελαφρά έξω νεύον χείλος και με τα μελανά εγκλείσματα στον πηλό του, πού βρέθηκε κάτω από το στόμιο του θολωτού Τάφου μέσα σε κοιλότητα του βράχου, έχει όμοιά του από το Λευκαντί (όρια της ΠΕ ΙΙ- ΙΙΙ φάσης).
 Στον ΒΒΑ τομέα βρέθηκε τμήμα μιάς αρχέγονης κύμβης, που, με τα μεταγενέστερα ΠΕ ΙΙ παραδείγματα του είδους από τον οικισμό, υποδηλώνει τη διάρκεια κατοίκησης στη Βοϊδοκοιλιά.

Αεροφωτογραφία ΠΕ ΙΙ κτισμάτων ΒΔ τομέως

Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ΠΕ κεραμεικής, όπως ένα άωτο κυάθιο και ένα φιαλίδιο από το δρόμο του θολωτού τάφου, ασκός και κύμβη, τα φιαλίδια και τα ημισφαιρικά κύπελλα με την υπερυψωμένη κοίλη βάση που βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής της ΒΑ τάφρου, βοηθούν εξαιρετικά στον καθορισμό της ΠΕ ΙΙ φάσης. Όμοιο κύπελλο προέρχεται από τη νήσο Σκοπά Μάνης. Υπάρχουν, όμως, και οριστικά όστρακα της «σμέαρ τέκινγκ» (επάλειψη με παχύ- πυκνό διάλυμμα επιχρίσματος), που συναντούνται στην Πρωτοελλαδική ΙΙ Λέρνα (Λέρνα 4), και το πιθοειδές αγγείο με την οφιοειδή πλαστική διακόσμηση και τις οπές εκροής κάτω, όμοιο με Πρωταθεσσαλικό ΙΙΙ πίθο από το Σέσκλο, που υποδηλώνουν ότι η ΠE ΙΙΙ φάση ήταν κιόλας «επί θύραις».
 Σ' αυτήν τη φάση καταστράφηκε η Βοϊδοκοιλιά από πυρκαγιά και, όπως και στη Λέρνα, ο οικισμός καλύφθηκε από τα ερείπια, από τα οποία πήραν, λίγο αργότερα, το απαραίτητο οικοδομικό υλικό για την κατασκευή του τύμβου του γένους που κατοίκησε στην περιοχή. Ίσως, τον τύμβο ενός από τα γένη της περιοχής, που σχημάτισε τον νέο οικισμό σε ένα άλλο σημείο, ενώ η θέση του οικισμού χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες μόνο ως νεκροταφείο.
 Με τις πρόσφατες ανασκαφές της νήσου Σκοπά στην Μάνη, από τον κ. Δεληβοριά, των Ακοβίτικων της Καλαμάτας, του κ. Θέμελη και της κ. Καράγιωργα, της Βοϊδοκοιλιάς της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Κόκλα από τον κ. Παπαθανασόπουλο, του Εγκλιανού, της Μάλθης και, πολύ βορειότερα, του Λεπρέου από τον κ. Κολώνα και τον κ. Ζάχο, και με τ άλλα επιφανειακά ευρήματα σε 20- 30 θέσεις της Μεσσηνίας, φαίνεται καθαρά ότι όλη αυτή η περιοχή της Ν- ΝΔ- Δ Πελοποννήσου είχε κατοικηθεί με σχετική πυκνότητα και είχε αναπτυχθεί πολιτιστικά παράλληλα με την υπόλοιπη Ελλάδα.
 Η εμπορική επικοινωνία με τις Κυκλάδες (άγνωστο είναι ακόμα αν γινόταν απευθείας ή με μεσάζοντες), αποδεικνύεται και από την ύπαρξη μεγάλου αριθμού λειπίδων οψιανού, ενός ωραίου μεγάλου επεξεργασμένου πυρήνα οψιανού και πλήθους απολεπισμάτων, που υποδηλώνουν, όπως είχε διαπιστωθεί και από τον Μαρινάτο, την επιτόπια επεξεργασία του ηφαιστειογενούς υλικού, όπως γινόταν, δηλ., στον Άγιο Κοσμά Αττικής, στην Αγία Φωτιά Σητείας, στις Αχάρνες Τεμένους και αλλού.

Τα ΠΕ δωμάτια. Ανατολική οικία (αεροφωτογραφία)

Αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις στον Πρωτοελλαδικό οικισμό της Βοϊδοκοιλιάς

 Σαν πανεπιστημιακό μέλος των ανασκαφών της Αρχαιολογικής Eταιρείας στη Μεσσηνία είχα την ευκαιρία να κάνω μερικές παρατηρήσεις πάνω στην αρχιτεκτονική του πρωτοελλαδικού οικισμού της Βοϊδοκοιλιάς, τις οποίες και συνοψίζω σ’ αυτή τη μικρή μελέτη, συμβολή στις μεσσηνιακές σπουδές αλλά και τις αρχαιολογικές γενικώτερα.

Εικ. Α: Διπλοί τοίχοι στο ΝΔ τομέα

Ο οικισμός της Βοϊδοκοιλιάς1 έχει στοιχεία που προσδιορίζουν την ατομικότητά του, όπως εξ άλλου κάθε οικισμός, έχει όμως και στοιχεία που τα βρίσκουμε και σε άλλους οικισμούς της ίδιας εποχής στην Πελοπόννησο, αλλά και έξω απ' αυτή μέχρι και τη δυτική Μικρά Ασία.
 Ένα βασικό στοιχείο οικοδομικό είναι η ύπαρξη στη Βοϊδοκοιλιά των διπλών, ή καλύτερα εφαπτομένων τοίχων (εικ.Α). Διπλούς τοίχους συναντάμε σε πολλούς πρωτοελλαδικούς οικισμούς, στα Ακοβίτικα Μεσσηνίας, το Ασκηταριό Αττικής, τις Λιθαρές Βοιωτίας, τη Μάνικα Ευβοίας, τη Θερμή Λέσβου, και αλλού.
 Ο Δ. Θεοχάρης2 θεώρησε τους διπλούς τοίχους απλώς διαχωριστικούς των οικιών (όχι δηλαδή χώρων της ίδιας οικίας) χωρίς να δικαιολογήση το γιατί. Η Θ. Καράγεωργα3 ερμηνεύει τους εξωτερικούς τοίχους στα Ακοβίτικα σαν προστατευτικούς των κυρίων τοίχων των οικημάτων στα επικίνδυνα σημεία. Η δε Χαρά Τζαβέλλα4 τους θεωρεί γενικώς σαν ανάγκη από γεωλογικές- κλιματολογικές συνθήκες, ή κοινωνικές (χωρισμός κατά γένη). Κατά τη γνώμη μου, οι διπλοί τοίχοι κατασκευάζονταν για λόγους ανάγκης στηρίξεως της στέγης δύο γειτονικών σπιτιών ή δωματίων, όποια μορφή και αν είχε αυτή (επικλινή, δικλινή, τετρακλινή, καμπύλη) και την καλύτερη απομάκρυνση των νερών της βροχής την ίδια ανάγκη εξυπηρετούσαν οι παχείς και οι κοντινοί παράλληλοι τοίχοι. Στη περίπτωση των παχειών (πάνω από 0.80μ.) τοίχων η κατασκευή των γειτονικών χώρων θα γινόταν σύγχρονα, ενώ στη περίπτωση των παραλλήλων (εφαπτομένων ή όχι) η κατασκευή του ενός μπορεί να είναι και μεταγενέστερη. Στη κατανόηση του αρχιτεκτονικού αυτού φανομένου πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη και το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική της εποχής εκείνης ήταν παραθετική.

Εικ. Β: Ανατολικό τμήμα ΝΔ δωματίου. Μυλόλιθος και οστά ζώων

Ένα δεύτερο στοιχείο αρκετά κοινό στους πρωτοελλαδικούς οικισμούς και στη Βοϊδοκοιλιά είναι η δόμηση των λίθων σε σχήμα ψαροκόκκαλου (herring bone) (Εικ. Β) τη συναντάμε στη Λέρνα, στην Αίγινα, στις Ζυγουριές, στο Μπερμπάτι, στον Αγιο Κοσμά, στο Ασκηταριό, στην Εύτρηση και έξω από την ηπειρωτική Ελλάδα, το βόρειο Αιγαίο (Θερμή Λέσβου) και τη δυτική Μ. Ασία (Καράτας, Τροία). Όταν κατασκευάζεται ένας τοίχος με τον τρόπο αυτό, ανυψώνεται υποχρεωτικά βουστροφηδόν, ο οικοδόμος δε, διευκολύνεται στην κατασκευή γιατί ο κάθε λίθος πατάει και στερεώνεται με δύο πλευρές, την κάτω και τη μία από τις δύο πλάγιες, όχι μόνο με τη μία, την κάτω, όπως γίνεται στην απλή συνηθισμένη δόμηση. Το κτίσιμο σε «ψαροκόκκαλο» δεν νομίζω ότι δίνει δύναμη και ασφάλεια στον τοίχο όπως γράφουν οι H. Walter- E. Felten5. 
 Σε συνδυασμό τα δύο παραπάνω αρχιτεκτονικά στοιχεία, των διπλών τοίχων, και της δομήσεως σε ψαροκόκκαλο είναι ικανά να χρονολογήσουν με σχετική βεβαιότητα τον οικισμό της Βοϊδοκοιλιάς στην πρωτοελλαδική εποχή, χωρίς τη βοήθεια της κεραμεικής και των άλλων ευρημάτων.
 Αξιοσημείωτο στοιχείο γιά τους τοίχους της Βοϊδοκοιλιάς είναι η ύπαρξη στην κορυφή της λίθινης υποδομής μικροτέρων λίθων και μάλιστα σε μια περίπτωση (νότιος τοίχος ΒΑ δωματίου, κοντά στη ΒΑ τάφρο) αυτοί είναι πολύ μικροί (διαμέτρου 5-10 εκ.). Με το στοιχείο αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε αν σώζεται ολόκληρη σε ύψος η λίθινη υποδομή ή έχη καταστραφή, όπως σε πολλούς τοίχους συμβαίνει. Ο τελευταίος αυτός μικρός δόμος (ενίοτε ψευτόδομος) με πολλή λάσπη (χώμα) δημιουργούσε ένα ομαλό και στέρεο υπόβαθρο της πλίθινης ανωδομής, απορροφούσε δε συγχρόνως και το τελευταίο λίθινο οικοδομικό υλικό, που συνήθως αποτελείται από μικρότερες πέτρες. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στην Τίρυνθα, στον Άγιο Κοσμά, στην Αίγινα και σε άλλες θέσεις πιθανώς στην πρωτοελλαδική Λέρνα ενιαχού ο ανώτερος λίθινος δόμος αποτελείται από μεγάλους πλακερούς οριζόντια τοποθετημένους λίθους.
 Σημαντικά λείψανα της οικοδομικής δραστηριότητας των κατοίκων της τελευταίας φάσεως της πρωτοελλαδικής Βοϊδοκοιλιάς είναι οι δύο λιθόστρωτες αυλές, η «Ανατολική» και κυρίως η «Δυτική», οι οποίες αρχικά θεωρήθηκαν δρόμοι γιατί δεν είχε επεκταθή η ανασκαφή.
 Η «Ανατολική» είναι πολύ καταστραμμένη, της «Δυτικής» τμήμα προς τα δυτικά έχει καταστραφή από τους τυμβοποιούς, άλλο δε προς τα ανατολικά καλύπτεται και σήμερα από τον μεσοελλαδικό τύμβο, το νότιο πέρας της καταστράφηκε προφανώς από τους τυμβωρύχους που άνοιξαν τη ΝΔ τάφρο (το 1923;), έτσι τα όρια της Δ. αυλής είναι απροσδιόριστα, εκτός από το βορεινό που ορίζεται από τον νότιο τοίχο, όπου και η θύρα, του μεγάλου ΒΑ δωματίου το φαινόμενο τμήμα της είναι περίπου τραπεζοειδές, του οποίου οι πλευρές έχουν μήκος, 3μ. η βόρεια, 2.90μ. η ανατολική, 2.20μ. η νότια και 3,80μ. η δυτική. Η επιφάνεια δεν είναι απόλυτα ομαλή και έχει μικρή κλίση προς τα δυτικά (η ανατολική έχει αντίστοιχα κλίση προς τα ανατολικά) ακολουθώντας κάπως τη φυσική κλίση του λόφου.

Υπέδαφος κτίσματος Δ 21/23.

Μοναδική ίσως για την πρωτοελλαδική αρχιτεκτονική είναι η ποικιλία του υλικού της κατασκευής, και συγκεκριμένα, ακατέργαστοι ασβεστόλιθοι, ψαμμίτες πλακεροί ελαφρώς κατεργασμένοι μυλόλιθοι (σε αχρηστία), χαλίκι θαλασσινό (βότσαλα) και λίγο χώμα, υλικό που κατά βάση προέρχεται από παλιότερες οικοδομικές φάσεις.
 Αυλές, δρόμοι, διάδρομοι και σπανιώτερα δάπεδα δωματίων υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους πρωτοελλαδικούς οικισμούς της Νότιας Ελλάδας, αλλά η σύνθεσή τους είναι διαφορετική, μικρές ή μεγάλες πέτρες, χαλίκια, πλάκες, άμμος, ακόμα και όστρακα αγγείων χαρακτηριστικά αναφέρουμε την περίπτωση της Εύτρησης, όπου ο J. Caskey αποκάλυψε στην Τομή Α κάτω από την οικία L πέντε δάπεδα λιθόστρωτα σε αλλεπάλληλα στρώματα της ΠΕΙ εποχής. Όσον αφορά στο υλικό της κατασκευής, οι αυλές της Βοϊδοκοιλιάς μοιάζουν με τα δάπεδα που βρέθηκαν μέσα και έξω από πρωτοελλαδικό μέγαρο (Τάφρος A) στις Λιθαρές6, τα οποία έχουν σαν υπόστρωμα λιθάρια, χαλίκια, άμμο και όστρακα αγγείων, ίσως δε και με αυλή(...) της Αγίας Μαρίνας Σπετσών (Τάφρος III)7, όπου στο σχέδιο δηλώνονται λίθοι μεγάλοι και μικροί (χαλίκι).
 Η Δυτική Αυλή ανήκει κυρίως στο μεγάλο ΒΔ δωμάτιο και είναι στο ύψος του κατωφλιού της εισόδου αυτού, το δε κατώφλι είναι τμήμα του πρώτου- θεμέλιου δόμου του δωματίου, το δάπεδο του οποίου είναι 15- 20 εκ. χαμηλότερα (του κατωφλίου και της αυλής) το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η λιθόστρωση της αυλής έγινε μετά την κατασκευή του ΒΔ δωματίου, και μάλιστα ίσως όχι αμέσως το λιθόστρωμα προφανώς χρησίμευε για την καλύτερη απομάκρυνση των νερών της βροχής και την αποφυγή δημιουργίας λάσπης, πράγμα που δεν συνέβαινε στο δάπεδο του δωματίου, γιατί ήταν στεγασμένο εκτός αυτού το χώμα για κατοικίσιμο χώρο είναι προτιμότερο, όντας πιό ζεστό το χειμώνα (συγκριτικά με τους λίθους) και δροσερό το καλοκαίρι.

Η κοιλότης Α8.

Το παραπάνω στοιχείο, να είναι δηλαδή οι αυλές και οι δρόμοι ψηλότερα από τα δάπεδα των σπιτιών, παρατηρείται και σε άλλους πρωτοελλαδικούς οικισμούς, όπως για παράδειγμα στον Άγιο Κοσμά και την Εύτρηση, συνέβαινε δε γιατί έξω απ’ τις οικίες ρίχνονταν απορρίμματα ή λιθοστρώνονταν οι χώροι, με αποτέλεσμα να ανυψωθή η επιφάνειά τους, η οποία αρχικά ήταν κοινή για τα δωμάτια τις αυλές και τους δρόμους.
 Η διαμόρφωση των θυρών μετά τον πρώτο δόμο είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό των πρωτοελλαδικών κτισμάτων, γι' αυτό σε πολλές περιπτώσεις είναι απροσδιόριστες, αν οι τοίχοι δεν σώζωνται πάνω απ’ αυτόν (π.χ. Λιθαρές Βοιωτίας).
 Η ύπαρξη πολλών μυλολίθων σε δεύτερη χρήση, πριν αυτοί καταστούν άχρηστοι από φθορά, στις αυλές της τελευταίας φάσεως της πρωτοελλαδικής Βοϊδοκοιλιάς, σημαίνει πιθανώς μείωση του πληθυσμού, ή της παραγωγής- συλλογής σπόρων, ή ακόμη αντικατάστασή τους με τελειότερους και βελτίωση του τρόπου αλέσματος, αλλά γι' αυτό δεν έχουμε μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα.
 Τα μέχρι τώρα στοιχεία συσχετίζουν την αρχιτεκτονική της Βοϊδοκοιλιάς με οικισμούς της ίδιας εποχής, υπάρχουν όμως και στοιχεία που επιβιώνουν μέχρι σήμερα στη λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μεσσηνίας και της Ελλάδας γενικώτερα. Ένα απ’ αυτά είναι η χρήση λίθων για την υποδομή (ύψους 0,50- 0,70μ. περίπου) και πηλού σε πλίθες ωμές για την ανωδομή των τοίχων ο λόγος και στις δύο περιπτώσεις είναι ο ίδιος, σχετική έλλειψη λίθων, δυσκολία εξαγωγής- μεταφοράς και κατεργασία αυτών, αναγκαίων όμως για την υποδομή των κτισμάτων, όπου ο κίνδυνος φθοράς από τα νερά, τα φυτά και τα ζώα είναι μεγαλύτερος.
 Στη Βοϊδοκοιλιά δεν βρέθηκε ακόμη πήλινη πλίθα στη θέση της, πεσμένη ή μετακινημένη, βρέθηκαν όμως μικρά κομμάτια πηλού ελαφρώς ψημένου από φωτιά (θερμάνσεως ή καταστροφής), τα οποία προέρχονται πιθανώτατα από την ανωδομή ή και τη στέγη. Η χρήση χόρτων στις πλίθες γιά μεγαλύτερη συνοχή και στερεότητα παρατηρείται και τότε και σήμερα, μάλιστα τα φυτικά κατάλοιπα στον πηλό της Βοϊδοκοιλιάς πρέπει να είναι από βούρλα, έτσι έδειξε η λεπτομερής μελέτη του πάχους, της υφής και της δομής αυτών -από αυτά που βλέπει κανείς και σήμερα να φυτρώνουν εκεί κοντά στις όχθες της γραφικής λιμνοθάλασσας. Βούρλα και πηλός θα χρησιμοποιήθηκαν και στις στέγες των σπιτιών, αφού δεν βρέθηκαν καθόλου πλάκες ή κέραμοι στην ανασκαφή.
 Το πάχος των τοίχων του ΒΑ δωματίου (που ανήκει στη τελευταία φάση) είναι 0,60μ., το δε άνοιγμα της θύρας του 0,90μ., διαστάσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα με μικρές διαφοροποιήσεις, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε μήπως από τότε διαμορφώθηκε μιά μονάδα μήκους 0,30μ. περίπου8, όσο δηλαδή είναι ένα φουρκί ή μιά πιθαμή και μια παλάμη μαζί αυτή η μέτρηση γίνεται (στο χέρι, τη ζώνη ή ένδυμα ασθενούς) και στη σημερινή λαϊκή μαγική θεραπευτική για το «άντεσμα» ή το «μάτιασμα», η οποία με τη σειρά της μπορεί να έχη τις ρίζες της στην εποχή εκείνη.

Η ΝΑ αποθήκη από Α.

-Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός της Βοϊδοκοιλιάς.
Γ. Σ. ΚΟΡΡΕΣ: "Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός της Βοϊδοκοιλιάς και η καταστροφή του στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙ φάσης"
-Αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις στον Πρωτοελλαδικό οικισμό της Βοϊδοκοιλιάς
Γ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Επιστ. Βοηθού Πανεπ. Αθηνών: "Αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις στον Πρωτοελλαδικό οικισμό της Βοϊδοκοιλιάς". Πρακτικά του Β΄ Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών, Κυπαρισσία 1982.

1. Γενικά για την ΠE Βοϊδοκοιλιά στα ΠΑΕ 1977 και εξής, (εκθέσεις Γ. Κορρέ).
2. Αρχαιολογική Εφημερις 1953-54, σ.65.
3. Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971), Xρονικά, σ.128.
4. Πρώτο Διεθνές Συνέδριο Μυκηναϊκής και Προμυκηναϊκής Πύλου, Αθήνα 1980.
5. Alt Ägina III I, σ.14.
6. Αρχαιολογικόν Δελτίον 24 (1969), Χρονικά, σ.30, σχ.1, πίν. 34β.
7. Αρχαιολογικόν Δελτίον 26 (1971), Xρονικά, σσ.77-78, σχ. 2.
8. Παρόμοια υπόθεση, για μονάδα μήκους 0,30μ. περίπου κάνει και ο Σουηδός αρχαιολόγος Gösta Salfund στο σύγγραμμα, Excavations at Berbati, σ.119.





ΝΝΔ τομέας.
Βοθρίσκοι εις «δρόμον» θολ. τάφου
 Όστρακα ΠΕ ΙΙ/ΙΙΙ πίθου μετά πλαστικής διακοσμήσεως





Printfriendly