.widget.ContactForm { display: none; }

Επικοινωνία

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός του Άνω Εγκλιανού


Ο αρχαιολογικός χώρος στον Άνω Εγκλιανό είναι γνωστός για το "Παλάτι του Νέστορος" που υπήρξε το σπουδαίο διοικητικό κέντρο της περιοχής στην Ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο, -1400 έως -1150. Ωστόσο στην περιοχή αυτή υπάρχουν πολύ παλαιότερα ίχνη κατοίκησης και Πολιτισμού που είναι εν πολλοίς άγνωστα.
Το 1958 ο Αμερικανός αρχαιολόγος Ουίλλιαμ Τέϋλορ ανέσκαψε τα υπολείμματα ενός μικρού Πρωτοελλαδικού οικισμού στην θέση "Αλώνι του Δεριζιώτη" στο υψίπεδο του Άνω Εγκλιανού κοντά στο "Παλάτι του Νέστορα".
Ο προϊστορικός οικισμός του "Αλωνιού" βρίσκεται 500 μέτρα ΝΔ του "Παλατιού"  και φαίνεται να κατοικήθηκε για μικρό σχετικά διάστημα στα τέλη της -3ης χιλιετίας. Τα δύο αψιδωτά κτήρια που ήρθαν στο φώς, και είναι από τα παλαιότερα του είδους τους στην Μεσσηνία, αλλά και η πρώιμη κεραμεική της ανασκαφής τοποθετούν χρονολογικά τον οικισμό στην Πρωτοελλαδική 3 περίοδο, -2300 έως -2000.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο οικισμός αυτός είχε άμεση σχέση με τον πολύ μεγάλο και σπουδαίο Πρωτοελλαδικό οικισμό στον Ρωμανό λίγα χιλιόμετρα στα δυτικά.


Ο Αρχαιολογικός χώρος
Ο Τέϋλορ ανέσκαψε τον αρχαιολογικό χώρο τον Ιούλιο του 1958 παράλληλα με τις ανασκαφές του Κάρλ Μπλέγκεν στον Άνω Εγκλιανό. Βρέθηκαν προϊστορικά υπολείμματα κάτω από ένα αλώνι 500 μέτρα Νοτιοδυτικά του "Παλατιού του Νέστορα".
Ακόμα και σήμερα η περιοχή έχει αρκετά νερά. Στα δυτικά ρέει ο ποταμός Σελάς, ενώ σε απόσταση 250 μέτρων υπάρχει πηγή, γεγονός αποφασιστικής σημασίας για την κατοίκηση του λόφου και την δημιουργία οικισμού. Ο αρχαιολογικός χώρος έχει οπτική επαφή με τον κόλπο του Ναυαρίνου αλλά ταυτόχρονα εποπτεύει και την ενδοχώρα. Όπως και το διοικητικό κέντρο του "Παλατιού" της Μυκηναϊκής εποχής, ο Πρωτοελλαδικός οικισμός του "Αλωνιού του Δεριζιώτη" βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο αφού ελέγχει τα ορεινά περάσματα από το εσωτερικό της Μεσσηνίας προς το Ιόνιο πέλαγος και το κόλπο της Πύλου.


Μεγάλο μέρος του οικισμού είχε καταστραφεί απ΄την κατασκευή του αλωνιού αλλά και την διάβρωση του εδάφους που έχει απότομη κλήση. Παρ΄όλα αυτά οι αρχαιότητες ήταν εμφανείς και οδήγησαν τους αρχαιολόγους στην ανασκαφή, που στην αρχή υπέθεταν ότι πρόκειται για θολωτό τάφο.
Ωστόσο η ανασκαφή έφερε στο φώς έναν μικρό προϊστορικό οικισμό, με αρκετά κεραμεικά ευρήματα, και τα λείψανα δύο αψιδωτών κτηρίων. Τα κτήρια αυτά αποτυπώθηκαν λεπτομερώς από τους Αμερικανούς ανασκαφείς.
Η εξέταση των κεραμεικών ευρημάτων οδήγησε τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα ότι αυτά ήταν κυρίως τοπικής παραγωγής και όχι ιδιαίτερης ποιοτικής κατασκευής και ούτε είχαν κάποια ιδιαίτερη διακόσμηση.
Η χρονολόγησή των ευρημάτων είναι της Πρωτοελλαδικής 3 και αρχές της Μεσσοελλαδικής περιόδου, -2300 έως -1800, ενώ αργότερα ο οικισμός δείχνει να εγκαταλείπετε.
Διάφορα όστρακα και μικροευρήματα που βρίσκονται στις αποθήκες του Μουσείου της Χώρας είναι ό,τι έχει απομείνει από τον προϊστορικό οικισμό του "Αλωνιού του Δεριζιώτη". Τα υπολείμματα των αψιδωτών κτηρίων έχουν εξαφανιστεί και ο αρχαιολογικός χώρος έχει καταχωθεί προ πολλού. Στην θέση του σήμερα υπάρχει ελαιώνας. 
Ο Πρωτοελλαδικός οικισμός στο "Αλώνι του Δεριζιώτη" στον Άνω Εγκλιανό, -2300 έως -1900. Οι φωτογραφίες είναι από την ανασκαφή του Αμερικανού αρχαιολόγου Τέϋλορ το 1958.


Τα Αρχαιολογικά ευρήματα:
Το κτήριο Μ είναι το νεότερο από τα δύο αψιδωτά κτήρια που ανασκάφηκαν από τον Τέϋλορ και είναι κατασκευασμένο πάνω στο παλαιότερο κτήριο ΑΒ.
Τα κτήρια αυτά σώζονται σε ύψος 0,50 έως 1 μέτρο και ήταν κατασκευασμένα από πωρόλιθους που πιθανότατα μεταφέρθηκαν από τις γειτονικές πεδιάδες, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι οι ανασκαφείς βρήκαν τούβλα από πηλό που είχαν αποξηρανθεί και χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή των κτηρίων. Ένας μεγάλος τείχος είναι ότι είχε απομείνει από το κτήριο Μ. Ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο και είχε πάχος 0,50 μέτρα. Το τείχος είχε αψιδωτό σχήμα ενώ το κτήριο είχε νότιο προσανατολισμό.  Από τα κεραμικά ευρήματα τα περισσότερα ήταν αποτμήματα πίθων, που υποδηλώνουν ότι το κτήριο ίσως είχε αποθηκευτικό χαρακτήρα.



Το κτήριο ΑΒ ήταν το παλαιότερο από τα δύο αψιδωτά κτήρια του οικισμού και αποτελούνταν από δύο μεγάλους εξωτερικούς τείχους, τον Α και Β. Και το κτήριο αυτό έβλεπε προς νότο και ήταν μεγαλύτερο από το μεταγενέστερο κτήριο Μ. Το κτήριο ΑΒ ήταν κατασκευασμένο από πωρόλιθους, είχε αψιδωτό σχήμα ενώ στο εσωτερικό λεπτότεροι τείχη διαμόρφωναν διάφορους χώρους. 
Βρέθηκαν αρκετά κεραμεικά τμήματα πίθων στα οποία προφανώς αποθηκεύονταν διάφορα αγαθά ενώ κάποιοι πολύ μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι έδειχναν να είναι ενσωματωμένοι στην κατασκευή του δαπέδου του κτηρίου, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε και στους μεταγενέστερους Μυκηναϊκούς χρόνους.
Το δάπεδο το κτηρίου ΑΒ ήταν στρωμένο με πλατιές πέτρες ενώ εντός του κτηρίου βρέθηκαν δύο πεταλόσχημες εστίες, με νότιο προσανατολισμό, μέσα στις οποίες υπήρχαν ίχνη φωτιάς.



Κάτω από το δάπεδο του κτηρίου ΑΒ βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα αλλά και τμήματα κεραμεικής που ανήκαν σε ακόμα παλαιότερη εποχή κατοίκησης, προφανώς της Πρωτοελλαδικής 2 περιόδου, -2600 έως -2300, χωρίς ωστόσο να γίνουν περαιτέρω έρευνες.
Τα περισσότερα ευρήματα ήταν είδη οικιακής χρήσεως. Βρέθηκαν αρκετά λίθινα εργαλεία, όπως ένα τσεκούρι και διάφοροι τριπτήρες για άλεσμα τροφών που ήταν κατασκευασμένα από ντόπια υλικά ενώ βρέθηκαν και κάποια από εισηγμένο Οψιδιανό. Εκτός από την κεραμεική της ύστερης Πρωτοελλαδικής περιόδου βρέθηκαν κάποια λιγοστά και της Μυκηναϊκής που ίσως δηλώνουν την χρήση του χώρου την εποχή εκείνη.




Συμπεράσματα:
Ο Οικισμός στο ¨Αλώνι του Δεριζιώτη"  φαίνεται ότι κατοικήθηκε στην Πρωτοελλική 3 περίοδο, -2300 έως -2000, και μετά φαίνεται ότι εγκαταλείπετε. Τα κτήρια Μ και ΑΒ είναι από τα παλαιότερα γνωστά αψιδωτά κτήρια της Μεσσηνίας.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο μικρός οικισμός είχε μάλλον αγροτικό χαρακτήρα με παράλληλες ασχολίες την κατασκευή ρουχισμού και κεραμεικής. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι εκτός του συγκεκριμένου οικισμού άλλοι τρείς έχουν εντοπιστεί της ίδιας περιόδου, -2300 έως -2000, στην περιοχή του Άνω Εγκλιανού.
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι οικισμοί αυτοί είχαν άμεση σχέση με τον πολύ μεγάλο Πρωτοελλαδικό οικισμό στον Ρωμανό λίγα χιλιόμετρα στα δυτικά. Ο Ρωμανός που με την εντυπωσιακή οργάνωση, τις ευρύχωρες κατοικίες, τους δρόμους, τα πηγάδια με λίθινη επένδυση, τα εργαστήρια, τις αποθήκες, καθώς και μία θέση, η οποία πολύ πιθανόν να συνδέεται με τελετές ή γιορτές στο πλαίσιο κάποιας λατρείας ήταν σίγουρα το κέντρο του ακμάζοντας Πρωτοελλαδικού πολιτισμού στην περιοχή, ενώ διάφοροι μικρότεροι οικισμοί υπήρχαν γύρω απ΄αυτόν.
Ο οικισμός στο "Αλώνι του Δεριζιώτη" φαίνεται να εγκαταλείπετε γύρω στα -1900 καθώς δημιουργείτε ο μεγαλύτερος και ενιαίος οικισμός του Άνω Εγκλιανού στην Μεσοελλαδική περίοδο, -1900 έως -1600. Αργότερα προς τα τέλη της Μυκηναϊκής εποχής, -1400 έως -1200, ο Εγκλιανός θα γίνει το γνωστό μεγάλο διοικητικό κέντρο που θα δέσποζε την ευρύτερη περιοχή

Βιβλιογραφία:
PYLOS REGIONAL ARCHAEOLOGICAL PROJECT, DERIZIOTSI ALONI: A SMALL BRONZE AGE SITE IN MESSENIA



Αλώνι Δεριζιώτη Μέσοελλαδική Περίοδος: Αντικείμενο σε σχήμα κλειδιού, ενδεχομένως τριπτήρας, που ανήκει σε ομάδα χρηστικών αντικειμένων, σφονδυλίων και τριπτήρων, από πολύ σκληρό λίθο, σε βαθύ κυανό χρώμα. Ορισμένα αντικείμενα είναι στρογγυλά, άλλα τετράγωνα με στρογγυλεμένες γωνίες. Τα αντικείμενα βρέθηκαν στην βάση κοίλων τοίχων, ίσως προερχόμενων από ενιαίο κτίριο (δωμάτια αποθήκης, χώρου διημέρευσης). Τέτοια αντικείμενα βρίσκονται συχνά σε προϊστορικές θέσεις (π.χ. Ζυγουριές), εκτός από το κλειδόσχημο αντικείμενο που είναι μοναδικό.
Μικρή δακτυλιόσχημη πρόχους, -2200/-1800 Λειτουργικό αντικείμενο. Αλώνι Δεριζιώτη, Εγκλιανός Πρώτοελλαδική Περίοδος: Μικρή δακτυλιόσχημη πρόχους από το Αλώνι Δεριζιώτη. Ο οικισμός στη θέση αυτή χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική περίοδο. Το αγγείο είναι κατασκευασμένο από υπόλευκο πηλό, με μια φαρδιά καφέ ταινία στο ύψος του ώμου και δύο ζώνες με αντιθετικά στραμμένα γωνιώδη μοτίβα επάνω και κάτω.







Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Κάναλος: Ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της Τριφυλίας


Κάναλος: Οι έρευνες του The Pylos Regional Archaeological Project 1992-1993
Το κέντρο του αρχαιολογικού χώρου του Κανάλου1 βρίσκεται περίπου 3 χλμ. Α της Μαραθόπολης σε μια χαμηλή κορυφογραμμή, που επεκτείνει στα ΝΔ από τους πρόποδες των λόφων που εποπτεύουν την παράκτια πεδιάδα του Διαλισκαρίου από τα ανατολικά.


Δύο ρεύματα ενώνονται στα δυτικά της κορυφογραμμής και ρέουν από εκεί προς την ακτή στο Διαλισκάρι. Αμέσως δυτικά του Κανάλου, η κοίτη του ρέματος είναι βαθιά και στενή και κοντά στην ακτή γίνεται πλατύτερη και πιο ρηχή. Η ύπαρξη δύο ρεμάτων στην περιοχή αυτή την καθιστούσαν ιδανικό μέρος για οικιστική εγκατάσταση. Η γύρω περιοχή, αν και κατάφυτη από ελαιόδενδρα και κυπαρίσσια, έχει διαφορετική σύσταση εδάφους όντας αµµώδης, σε αντίθεση µε το κοκκινόχωµα που χαρακτηρίζει την πεδιάδα των Γαργαλιάνων.
Ο McDonald και ο Hope Simpson περιέγραψαν για πρώτη φορά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του Κανάλου το 1961. Αναφέρουν την ύπαρξη αρχαίων τειχών τα οποία περιγράφουν ως προϊστορικές οχυρώσεις. Εντόπισαν αρκετούς καλά δουλεμένους πορώδης ογκόλιθους που πιθανολογούν ότι ίσως ανήκουν σε ναού των Κλασσικών/ Ελληνιστικών χρόνων. Επίσης εντόπισαν κεραμικά αποτμήματα Προϊστορικών και Ιστορικών χρόνων. 400μ. στα νοτιοανατολικά περιέγραψαν επίσης την ύπαρξη ταφικού τύμβου.
Το 1982 ανακαλύφθηκαν κεραμεικά αποτμήματα της MΕ και ΥΕ περιόδου, όταν ένα δεύτερο κοντινό ανάχωμα ισοπεδώθηκε μετά από χωματουργικές εργασίες.
Στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της κορυφογραμμής υπάρχει πηγή στην οποία αναγνωρίστηκαν κατασκευευές της Οθωμανικής περιόδου.
Στην κορυφογραμμή υπάρχουν δύο επίπεδες κορυφές, χωρισμένες από μια μικρή "σέλα". Στην βόρεια υψηλότερη κορυφή υπάρχουν πολλά θραύσματα κεραμίδων πάνω και γύρω από ένα κυκλικό ανάχωμα.
Στην ανατολική πλευρά της επίπεδης αυτής κορυφής, υπάρχουν μια σειρά από επεξεργασμένοι ογκόλιθοι (ίσως ένας τοίχος), με προσανατολισμό ΒΑ- ΝΔ και περίπου 45μ. σε μήκος. Στα ΒΔ της Ν απόληξης του τοίχους ξεκινάει άλλος τοίχος που διατηρείτε σε μήκος 6-7μ. Στα Νότια είναι ορατά τμήματα τείχους που καταστράφηκαν από χωματουργικές εργασίες. Στην περιοχή αυτή περισυλλέγησαν αποτμήματα κεραμικής και κεραμίδων.
Οι McDonald και Hope Simpson ανέφεραν υπολείμματα που πιθανόν να ανήκαν σε ναό στο βόρειο πλάτωμα. Βρήκαμε τουλάχιστον τρία τεμάχια (0.5Χ 1.7μ., 0.5Χ 0.5Χ 0.4μ., 0.65Χ 0.65Χ 1.08μ.) που μπορεί να ανήκουν σε μια μνημειώδη κατασκευή. Να σημειωθεί ότι σε αυτό το τμήμα της κορυφογραμμής έχουν γίνει χωματουργικές εργασίες μετά τις έρευνες των McDonald και Hope Simpson.



Στη δυτική άκρη της σέλας μεταξύ των δύο πλατωμάτων υπάρχουν πολλοί μεγάλοι ογκόλιθοι, πιθανότατα μέρος του "κυκλώπειου" τείχους που υποδεικνύουν οι McDonald και ο Hope Simpson στο σχέδιο του αρχαιολογικού χώρου που παραθέτουν. 
Δεν είμαστε βέβαιοι, όμως, αν αυτοί οι ογκόλιθοι ανήκουν στην πραγματικότητα σε έναν τοίχο ή ανήκουν σε ένα φυσικό γεωλογικό σχηματισμό. 
Οι ογκόλιθοι μπορεί να είχαν τοποθετηθεί σε ένα φυσικό κοίλο σχήματος V για να στηρίξουν μια βεράντα στα Ανατολικά.
Στην κορυφή του νότιου πλατώματος υπάρχουν τρεις τάφοι (περίπου 0,5Χ 1,88μ. και 0,48μ. βάθος, 0,70Χ 1,4μ. και 0,75Χ 1,75μ.), ο καθένας προσανατολισμένος σε διαφορετική κατεύθυνση. 
Ένας τάφος από πλάκες που παριείχε ανθρώπινα οστά ήταν ορατός στο πολύ διαβρωμένο Ανατολικό τμήμα του πλατώματος μέχρι το 1993.
Ο αρχαιολογικός χώρος που περιλάμβανε και τα δύο πλατώματα, τις πλαγιές τους, και τη σέλα μεταξύ τους έχει έκταση 0,75 εκτάρια. 
Η έρευνα κατέδειξε ότι ο αρχαιολογικός χώρος στο σύνολό του είναι σημαντικά μεγαλύτερος από αυτόν τον τομέα, αλλά το αίτημά μας να συνεχίσουμε να δουλεύουμε το 1994 απορρίφθηκε από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία.


Οι αρχαιότητες στον Κάναλο διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο καταστροφής. Μεταξύ του καλοκαιριού του 1992 και του καλοκαιριού του 1993, σκάφτηκαν αρκετοί λάκκοι στην κορυφή του νότιου πλατώματος, προφανώς έργο αρχαιοκαπήλων. Το 1995 δεν βρήκαμε νέα σημάδια λεηλασίας, αλλά ο χώρος είχε ουσιαστικά τροποποιηθεί με άλλους τρόπους. Ένας χωματόδρομος οδηγεί τώρα στην πηγή, και το ΝΔ άκρο της κορυφογραμμής ισοπεδωθεί. Ένα χαντάκι για σωλήνες ύρδευσης (βάθους έως 1μ.) είχε σκαφτεί στα ανατολικά της κορυφογραμμής.
Η συνεχιζόμενη διάβρωση στα Β και ΝΑ έχει αποκαλύψει πολλά ορατά αρχαία κατάλοιπα. Στην Α άκρη του νότιου πλατώματος υπήρχε μια μεγάλη τρύπα, ίσως τα απομεινάρια τάφου, η οροφή του οποίου έχει καταρρεύσει.


Μέγας Κάμπος: Οι έρευνες του The Pylos Regional Archaeological Project 1992-1993
Σε κοντινή απόσταση από τον αρχαιολογικό χώρο του Κανάλου προς τα βόρεια εντοπίζεται ο αρχαιολογικός χώρος του Μέγα Κάμπου. Ο Μέγας Κάμπος αποτελείται από μιά σειρά από χαμηλούς λόφους, όπου σε δύο από αυτούς εντοπίστηκαν αρχαιότητες.


Ο πρώτος λόφος έχει κατεύθυνση ΒΔ- ΝΑ και τα αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν σ΄ αυτόν ανήκουν κυρίως στην ΥΕΙ-ΙΙ και ΥΕΙΙΙΑ-Β περίοδο. Ωστόσο στα νότια του αρχαιολογικού χώρου βρέθηκαν αρκετά που χρονολογούνται από την Αρχαϊκή έως και την Ρωμαϊκή περίοδο.
Στην ΝΑ πλαγιά βρέθηκε κατασκευή σχήματος Π κομμένη στο πετρώδες υπέδαφος που ίσως να είναι ορυχείο.
Σημαντική είναι η εύρεση λίθινης πελέκης με οπή για λαβή που πιθανόν να ανήκει στην Μεσοελλαδική περίοδο. Από το 1994 συστηματικές χωματουργικές εργασίες και παραμβάσεις στα νότια έχουν αποκαλύψει πληθώρα οστράκων.
Ο δεύτερος λόφος βρίσκεται 300μ στα ΝΑ. Υπέστη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή από χωματουργικές εργασίες. Αν και συλλέχθηκε Προϊστορική κεραμική ΜΕ-ΥΕ φαίνεται ότι η κύρια εποχή κατοίκησης πρέπει να ήταν η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδος. Επίσης εντοπίστηκε κεραμική της εποχής της Τουρκοκρατίας.


Κάναλος: Οι έρευνες της ΛΗ΄ Ε.Π.Κ.Α., 2006
Βραχύχρονη ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε στη γνωστή αρχαιολογική θέση, που βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. περίπου δυτικά/νοτιοδυτικά της πόλης των Γαργαλιάνων και 1,5 χλμ. περίπου νοτίως της επαρχιακής οδού Γαργαλιάνων- Μαραθούπολης3.
Ο χώρος είναι κηρυγμένος αρχαιολογικός (ΦΕΚ 635/16-5-2000) και περιλαμβάνει δύο θέσεις: α) Κάναλος και β) Μέγας Κάμπος. Στην πρώτη θέση υπάρχουν σημαντικά λείψανα ταφικής και οικιστικής χρήσης τόσο της εποχής του Χαλκού όσο και κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων. Στη δεύτερη σώζονται λείψανα κατοίκησης κατά τη ΜΕΙΙΙ- ΥΕII περίοδο. Οι εργασίες διήρκεσαν από 9 έως 23 Ιουνίου 2006 και πραγματοποιήθηκαν χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Πανεπιστημίου του Μιζούρι, ύστερα από την πρωτοβουλία και τις ενέργειες του καθηγητή Αρχαιολογίας και προέδρου της Έδρας Ελληνικών Σπουδών του ίδιου Πανεπιστημίου, Μ. Κοσμόπουλου, ο οποίος είναι υπεύθυνος των επιφανειακών ερευνών στην Ίκλαινα Πυλίας.
Στην κορυφή χαμηλού τύμβου αποκαλύφθηκε συστάδα κιβωτιόσχημων τάφων λαξευμένων στο φυσικό βράχο (Εικ.8). Ερευνήθηκαν εννέα τάφοι, από τους οποίους οι έξι ήταν παιδικοί. Λόγω της παντελούς σύλησής τους και της έλλειψης ευρημάτων, εκτός λιγοστών οστών, είναι αδύνατη η χρονολόγησή τους.
Σε χαμηλότερο έξαρμα, βορείως του προηγούμενου, η αφαίρεση των επιφανειακών χωμάτων αποκάλυψε σε μικρό βάθος πυκνά οικιστικά λείψανα του τέλους της μεσοελλαδικής και των αρχών της υστεροελλαδικής εποχής. Ο χαμηλός γήλοφος, τμήμα του οποίου έχει καταστραφεί με εκσκαπτικό μηχάνημα, συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση έως την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, όπως μαρτυρεί η ανευρεθείσα κεραμική και οι κατεργασμένες πωρόπλινθοι που προέρχονται από μεγάλο οικοδόμημα και έχουν μετατοπιστεί από την αρχική τους θέση. Στην ανατολική πλευρά του εξάρματος ερευνήθηκε δεξαμενή ύστερων ρωμαϊκών χρόνων, διαστ. 1,50x 1,30 και βάθ. 0,70μ. Την ανασκαφική έρευνα επόπτευσε η αρχαιολόγος Ευ. Μαλαπάνη.

Σημειώσεις:
1. The Pylos Regional Archaeological Project Internet Edition: Kanalos
2. The Pylos Regional Archaeological Project Internet Edition: Megas Kambos 1& 2
3. Αρχαιολογικό Δελτίο 61 (2006). Σελ. 376





Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Η Ομηρική Ιρή και η Αρχαία Αβία


Η Ιρή και οι γειτονικές της πόλεις
Από την Ιλιάδα1 μαθαίνουμε ότι την εποχή του Τρωϊκού πολέμου, δηλαδή το -13ο αιώνα, στην παραλία του Μεσσηνιακού κόλπου βρισκόντουσαν επτά πανέμορφες πολιτείες που ευημερούσαν: η Καρδαμύλη, η Ενόπη, η Ιρή, οι Φαρές, η Άνθεια, η Αίπεια και η Πήδασος. Από αυτές μόνο οι Φαρές ήταν γνωστό ότι είχαν βασιλιά. Δεν αποκλείεται ο βασιλιάς των Φαρών Διοκλής2, που οι δύο γιοί του έπεσαν πολεμώντας στην Τροία, να κυβερνούσε και τις γειτονικές πόλεις. Ίσως όμως κάθε μία από αυτές να είχε το δικό της βασιλιά και τα ονόματά τους να μη διατηρήθηκαν στις γραπτές πηγές. Θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εκάστοτε τυχών βασιλιάς αυτών των πόλεων ήταν υποδεέστερος του Μενέλαου, που βασίλευε στη Σπάρτη. Αλλά και αυτός με τη σειρά του, όπως και ο Νέστορας της Πύλου, ήταν κατώτερος του Αγαμέμνονα, που βασίλευε στις Μυκήνες και ηγείτο όλων των Αχαιών. Γι' αυτό άλλωστε και μπορούσε να υποσχεθεί στον Αχιλλέα αυτές τις πόλεις προίκα, αν δεχόταν να παντρευτεί μία από τις κόρες του3.
Σ' εκείνα τα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου η Μεσσηνία, εκτός από την περιοχή της Πύλου, υπαγόταν στο βασιλιά της Σπάρτης4. Αργότερα, μετά τον πόλεμο και αφού πέθανε ο Μενέλαος της Σπάρτης, οι ενδείξεις που υπάρχουν μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πόλεις του Μεσσηνιακού κόλπου βρισκόντουσαν στη σφαίρα επιρροής του βασιλιά της Πύλου, γιατί η κυριαρχία της Σπάρτης είχε περιοριστεί5.
Η θέση των επτά πόλεων του Μεσσηνιακού κόλπου αποτελεί ακόμη και σήμερα αντικείμενο διαμάχης και αμφισβήτησης. Αν εξαιρέσουμε την Καρδαμύλη, που διατηρεί την ομηρική της ονομασία, για τις άλλες υπάρχουν άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες αμφιβολίες και συνεχίζονται οι συζητήσεις και οι αντιγνωμίες.
Η Ενόπη δεν έχει εντοπιστεί και πολλά έχουν γραφεί για την πιθανή θέση της. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι βρισκόταν στην περιοχή των Κιτριών6. Αλλά στη θέση αυτή δεν έχει βρεθεί Μυκηναϊκός οικισμός. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η Ενόπη ήταν στη θέση του κάστρου της Ζαρνάτας7. Δεν αποκλείεται όμως να ήταν κάποιος οικισμός κοντά στις Κιτριές, που ίσως σήμερα να έχει σκεπαστεί από τη θάλασσα.
Ο Παυσανίας γράφει ότι τη θέση της Ιρής την πήρε η Αβία και για την τελευταία σήμερα δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία ότι βρισκόταν στη θέση της Παλιόχωρας8. Να σημειωθεί ότι στην περιοχή αυτή δεν υπάρχουν ευρήματα της Μυκηναϊκής Περιόδου. Μόνο ελάχιστα ίχνη βρέθηκαν στη θέση Καστράκι της Κάτω Σέλιτσας (Βέργας), δηλαδή εκεί που άλλοτε κατέληγε ανατολικά η ξερολιθιά της Βέργας του Αρμυρού9.
Από παλιά έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι την Ιρή θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην περιοχή της Γιάννιτσας10. Εκεί στα χρόνια του Παυσανία (+160/ +180) βρισκόταν η πόλη των Καλαμών και τούτο επιβεβαιώνεται από την παρουσία σχετικής επιγραφής στα Περιβολάκια της Γιάννιτσας κοντά στο Κεφαλάρι και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου11. Η θέση της αρχαίας πόλης των Καλαμών εντοπίζεται στην περιοχή Σολά ή Μάρμαρα12, ενώ στο γειτονικό ύψωμα, στη βορεινή πλευρά του χωριού της Γιάννιτσας, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, υπάρχουν λείψανα παλαιού τείχους του -4ου αιώνα13, που από μερικούς λαθεμένα έχουν χαρακτηριστεί ως προϊστορικά (Κυκλώπεια).
Οι Φαρές φαίνεται ότι ήταν στην Καλαμάτα. Άλλωστε στην περιοχή Τούρλες βρέθηκαν ίχνη, που συνηγορούν ότι στη Μυκηναϊκή περίοδο υπήρχε εκεί οικισμός. Αναφέρεται ότι το Διοκλή, γιό του Ορτίλοχου14 επισκέφθηκε στις Φαρές ο Τηλέμαχος, ταξιδεύοντας από την Πύλο στη Σπάρτη, προκειμένου να πληροφορηθεί από το Μενέλαο για την τύχη του πατέρα του Οδυσσέα. Κατά μια άλλη παλαιότερη άποψη ήταν στη θέση της Αρμίτσας, δηλαδή εκεί που βρίσκονται τα θεμέλια μεγαλιθικού οικισμού κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, νοτιοδυτικά του μοναστηριού της Τίμιοβας15.
Πιστεύεται ότι η Άνθεια βρισκόταν κοντά στη θέση της σημερινής Θουρίας, που φαίνεται πως στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου λογιζόταν για παραλιακή πόλη, γιατί δεν είχε ακόμη σχηματιστεί από προσχώσεις ο κάμπος, όπου σήμερα είναι το αεροδρόμιο της Καλαμάτας. Την Αίπεια, άλλοι την τοποθετούν κοντά στην Άνθεια και άλλοι στην περιοχή του Ριζόμυλου, όπου και υπάρχουν ίχνη Μυκηναϊκού οικισμού. Την Πήδασο με τα αμπέλια της ο Παυσανίας την τοποθετεί στη Μεθώνη, ενώ νεώτεροι ερευνητές υποθέτουν ότι θα βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής Λογγάς16.
Πέρα από αυτές τις πόλεις που έταξε ο Αγαμέμνονας στον Αχιλλέα, κοντά στην Ιρή ήταν και η Γερήνια17, την οποία ο Παυσανίας ταυτίζει με την Ενόπη. Όμως την εποχή του Τρωϊκού πολέμου έπρεπε να υπήρχαν και οι δύο, γι' αυτό και η ταύτιση δεν μπορεί να είναι σωστή. Στην ολάνθιστη Γερήνια, που βρισκόταν στην περιοχή του κάστρου της Ζαρνάτας, είχε καταφύγει ο Νέστορας στα παιδικά του χρόνια και είχε φιλοξενηθεί από τους αλογοδαμαστές κατοίκους της. Ακόμη, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, ο Νέστορας στη Γερήνια έθαψε τα οστά του Μαχάονα, του γιού του Ασκληπιού, που σκοτώθηκε στην Τροία. Άλλωστε γι' αυτό έφτιαξαν εκεί μεγαλόπρεπο Ασκληπιείο, στο οποίο λάτρευαν τον Μαχάονα και είχαν στήσει το χάλκινο άγαλμά του. Σήμερα στο ριζοβούνι της Ζαρνάτας, δίπλα από τον πύργο της Γαρμπελιάς του Γαλάνη Κουμουνδουράκη, βρίσκεται θολωτός τάφος, τον οποίο ανέσκαψε το 1891 ο Χρ. Τσούντας18.
Στα ανατολικά της Γερήνιας και σε απόσταση 5,5 χιλιομέτρων (30 στάδια) βρισκόταν η Αλαγονία, που συμπίπτει με τις Γαϊτσές (Κέντρον). Εκεί υπήρχαν ναοί του Διονύσου και της Αρτέμιδος19. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι στον Προφήτη Ηλία Κριντίστι των Γαϊτσών, κοντά στον οποίο υπάρχει αρχαίο τείχος, ήταν ο ναός της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος και από εκεί άρχισε η εχθρότητα μεταξύ Σπαρτιατών και Μεσσηνίων, που κατέληξε στους Μεσσηνιακούς πολέμους20.


Η προσφορά του Αγαμέμνονα στον Αχιλλέα
Ο στόλος των Αχαιών πλέοντας για την Τροία έκανε πολλές επιδρομές και λαφυραγώγησε αμέτρητους τόπους. Τα πολύτιμα λάφυρα που συγκέντρωσαν οι πολιορκητές τα μοίρασαν μεταξύ τους. Την πρώτη μερίδα από ακριβά αντικείμενα και σκλάβους την πήρε ο Αγαμέμνονας κι ανάμεσα σ' αυτά του έλαχε και η Χρυσηίδα, η κόρη του Χρύση, που ήταν ιερέας του Απόλλονα σε πόλη γειτονική της Τροίας. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Αχιλλέας πήρε τη Βρισηίδα και ανάλογα ήταν τα λάφυρα του Οδυσσέα, του Αίαντα κλπ.
Ύστερα από λίγο καιρό έφτασε ικέτης στο στρατόπεδο των πολιορκητών ο Χρύσης21, κρατώντας στο χέρι του το χρυσό ραβδί του ιερέα και πρόσφερε αμέτρητα και πολύτιμα λύτρα για να εξαγοράσει τη Χρυσηίδα. Η όψη του ιερέα και τα ικετευτικά του λόγια συγκίνησαν τους Αχαιούς, που όλοι τον επιδοκίμασαν και ζήτησαν να γίνει δεκτό το αίτημά του. Αντίθετα όμως από τους συμπατριώτες του, Ο Αγαμέμνονας τον έδιωξε και πρόσταξε να μην ξαναγυρίσει κοντά του, γιατί, όπως του είπε, άλλη φορά δεν θα τον έσωζε ούτε το ιερό ραβδί που κρατούσε. Του δήλωσε καθαρά πως τη Χρυσηίδα θα την έπαιρνε στο παλάτι του, για να γεράσει κοντά του.
Η συμπεριφορά του Αγαμέμνονα εξόργισε το Θεό Απόλλονα για την κακομεταχείριση του ιερέα του και έστειλε λοιμό στο στρατόπεδο των Αχαιών. Τότε ο μάντης Κάλχας22 προφήτευσε, πως για να εξευμενίσουν τον Απόλλονα, πρέπει να ελευθερώσουν τη Χρυσηίδα, ώστε να γυρίσει στον πατέρα της. Ο Αγαμέμνονας23 το δέχτηκε, αλλά έστειλε και πήρε από τη σκηνή του Αχιλλέα τη Βρισηίδα. Όμως αυτό εξόργισε τον Αχιλλέα που αποτραβήχτηκε από το στρατόπεδο και σταμάτησε να παίρνει μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις24. Η απουσία του από τις μάχες είχε αποτέλεσμα οι Τρώες να πετύχουν πολλές νίκες σε βάρος των Ελλήνων.
Τα παθήματα των Αχαιών μαλάκωσαν τον Αγαμέμνονα, που άκουσε τη συμβουλή του Νέστορα και έστειλε μαντατοφόρους στον Αχιλλέα, για να γυρίσει στο στρατόπεδο με την υπόσχεση, ότι θα του επέστρεφε τη Βρισηίδα, που την είχε απείραχτη. Ακόμη του πρότεινε, όταν γυρίσουν από την Τροία στην πατρίδα, να τον κάνει γαμπρό του, δίνοντάς του για γυναίκα μια από τις τρεις θυγατέρες του και πρόσφερε για προίκα τις επτά πολιτείες του Μεσσηνιακού κόλπου, που όπως φαίνεται είχε στην κυριαρχία του. Οι στίχοι του Ομήρου σε μετάφραση, που αναφέρονται στην πρόταση του Αγαμέμνονα, είναι οι ακόλουθοι25:
"Και όταν κάποτε φτάσουμε στην εύφορη χώρα του Αχαϊκού Άργους
θα μπορούσε να γίνει γαμπρός μου, θα τον τιμήσω όμοια με τον Ορέστη,
που πολυαγαπημένος μου μεγαλώνει με όλα του τα καλά. 
Τρεις κόρες έχω στο καλοστεριωμένο παλάτι μου, 
Τη Χρυσοθέμη, τη Λαοδίκη και την Ιφιάνασσα,
όποια θέλει απ' αυτές αξαγόραστη ας την πάρει στο σπίτι του Πηλέα
για γυναίκα του πολυαγαπημένη. Κι εγώ θα δώσω από πάνω δώρα
πάρα πολλά όσα ποτέ κανείς δεν έδωσε στην κόρη του. 
Θα του δώσω επτά πολιτείες που είναι καλά κατοικημένες,
την Καρδαμύλη και την Ενόπη και την καταπράσινη Ιρή 
και τις πανίερες Φηρές και την Άνθεια με τα βαθειά λειβάδια 
και την Αίπεια την όμορφη και την Πήδασο με τα αμπέλια.
Όλες είναι πλάι στη θάλασσα, οι πιο κοντινές στην αμουδερή Πύλο. 
Μέσα σ' αυτές ζούνε άνθρωποι με πολλά αρνιά και με πολλά βόδια,
που θα τον τιμήσουν σαν θεό με τα δώρα τους
και κάτω από το σκήπτρο του θα πληρώνουν μεγάλους φόρους".


Οι Δωριείς και η Αβία

Μετά τον Τρωϊκό πόλεμο η νότιος Ελλάδα αναστατώθηκε από την κάθοδο των Δωριέων26, που έγινε στη διάρκεια του -11ου αιώνα. Κατά την παράδοση οι Δωριείς οδηγούμενοι από τους απογόνους του Ηρακλή, τους Ηρακλείδες, κατέκτησαν την Πελοπόννησο, αφού έκαναν πέντε εκστρατείες από τις οποίες οι τέσσερις απέτυχαν.
Λέγεται ότι οι γιοί του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, ο Ύλλος, ο Γλήνος, ο Κτήσιππος και ο Οδίτης, διωγμένοι από τον Ευρυσθέα, το βασιλιά των Μυκηνών, ζούσαν στην αυλή του βασιλιά Κήυκα στο Μαραθώνα, που τότε ονομαζόταν Τραχίνα. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, ο Ευρυσθέας έστειλε κήρυκες σε όλες τις Ελληνικές πόλεις και απαιτούσε να μη δεχθούν τα παιδιά του Ηρακλή. Για αυτό το λόγο ο Ύλλος με τους μικρότερους αδελφούς του μετά από περιπλάνηση σε διάφορες πόλεις κατέφυγαν στην Αθήνα και ζήτησαν φιλοξενία. Οι Αθηναίοι δεν τους την αρνήθηκαν, γι' αυτό τελικά υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν και αντιπαρατάχθηκαν στον Ευρυσθέα, έχοντας κατά μια εκδοχή αρχηγούς το Θησέα, τον Ιόλαο και τον Ύλλο. Αναφέρεται ότι έγινε μονομαχία και ο Ύλλος σκότωσε τον Ευρυσθέα.
Μετά από αυτό το κατόρθωμα του Ύλλου, οι Δωριείς τον ανακήρυξαν αρχηγό τους και έκαναν εκστρατεία για να καταλάβουν την Πελοπόννησο. Ο διάδοχος του Ευρυσθέα, ο Ατρέας, τους περίμενε στον Ισθμό της Κορίνθου. Σε νέα μονομαχία που έγινε, ο Ύλλος σκοτώθηκε από τον Έχεμο το βασιλιά των Τεγεατών και οι Δωριείς γύρισαν πίσω. Φαίνεται ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν μόνο με τις μονομαχίες των αρχηγών και οι Δωριείς κατέβηκαν στην Πελοπόννησο και νικήθηκαν από τους Αχαιούς στην Ιρή. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η στενωπός του Αρμυρού έγινε πεδίο μάχης, όπου αναδείχτηκαν νικητές οι Αχαιοί.
Σύμφωνα με την παράδοση η Αβία, η παραμάνα του Γλήνου, πήγε και εγκαταστάθηκε στην Ιρή και έχτισε εκεί ναό προς τιμή του Ηρακλή. Όταν δε αργότερα Οι απόγονοι των Ηρακλειδών με τους Δωριείς κατέκτησαν την Πελοπόννησο, η Μεσσηνία έλαχε στον Κρεσφόντη, το δισέγγονο του Ύλλου. Αυτός για να τιμήσει την Αβία, έδωσε το όνομά της στην πόλη της Ιρής. Ο Παυσανίας γράφει σχετικά27:
"Επειδή δε ο Ύλλος και οι Δωριείς νικήθηκαν σε μάχη από τους Αχαιούς, υπάρχει παράδοση ότι σε αυτό το μέρος, στην Ιρή, η Αβία, η παραμάνα του Γλήνου γιού του Ηρακλή, εγκαταστάθηκε εκεί και ίδρυσε ναό προς Τιμή του Ηρακλή. Ύστερα, γι' αυτό το λόγο και ο Κρεσφόντης την τίμησε και άλλαξε το όνομα της πόλης και από ρή την ονόμασε Αβία από το όνομα της παραμάνας. Υπήρχε δε στο μέρος αυτό και επιφανής ναός του Ηρακλή και ναός του Ασκληπιού".
Όπως φαίνεται από το περιηγητικό του έργο, ο Παυσανίας επισκέφθηκε τη Γερήνια και από εκεί πήρε το δρόμο για να πάει στην Αβία. Στο δρόμο του συνάντησε τη Χοίριο Νάπη (δασωμένο λαγκάδι που ζουν χοιρινά), η οποία δεν είναι άλλη από τη ρεματιά της Σάνταβας-Κοσκάρακας και μετά από απόσταση 3.700 μέτρων (20 στάδια) έφθασε στην Αβία. Θα πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι η πορεία που ακολούθησε ο Παυσανίας θα ήταν Γερήνια (Κάστρο Ζαρνάτας)- Καρία28 ή Κοσκάρακα- Κόκα- Μεγάλη Μαντίνεια- Παλιόχωρα (Αβία). Αντίθετα η απόσταση των εκβολών της Σάνταβας από την Παλιόχωρα καλύπτει περίπου μόνο τα 10 στάδια. Επομένως πρέπει να αποκλείσουμε ότι πήγε πρώτα στις Κιτριές και από εκεί βαδίζοντας παραλιακά έφθασε στη Σάνταβα και μετά από 3.700 μέτρα πήγε στην Παλιόχωρα.
Από την Αβία Ο Παυσανίας πήγε στις Φαρές, δηλαδή στην Καλαμάτα, που η μεταξύ τους απόσταση είναι 13 χιλιόμετρα (70 στάδια). Στο δρόμο του το νερό των πηγών ήταν αλμυρό. Να σημειωθεί ότι εκτός από το ποτάμι των Μύλων, αλμυρό νερό πηγάζει και στο βάλτο του Αρμυρού και σε πολλές ακόμη μικρές πηγές μέχρι την Αγιασώ (Αγία Σιών). Με τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί κανείς να τοποθετήσει την Αβία σε άλλο σημείο παρά στην Παλιόχωρα.

Οι Μεσσηνιακοί Πόλεμοι
Οι συγκρούσεις μεταξύ Μεσσηνίων και Σπαρτιατών αρχίζουν από τις αρχές του -8ου αιώνα, όταν οι Μεσσήνιοι σκότωσαν το βασιλιά των Σπαρτιατών Τήλεκλο. Για το επεισόδιο αυτό ο Παυσανίας γράφει29: "Εις τα μεσσηνιακά σύνορα υπάρχει ιερόν της Αρτέμιδος της καλουμένης Λιμνάτιδος, (Βόλιμος Αλαγονίας ή Πρίντα Γαϊτσών) μετείχον δε αυτού μόνον οι Δωριείς και οι Μεσσήνιοι και οι Λακεδαιμόνιοι. Καθώς λοιπόν λέγουν οι Λακεδαιμόνιοι, οι Μεσσήνιοι και εβίασαν τα κορίτσια των Λακεδαιμονίων, που επήγαν εις την εορτήν και εφόνευσαν τον βασιλέα των Λακεδαιμονίων 7ήλεκλον ενώ προσεπάθει να τους εμποδίση. Λέγουν δε ακόμη πως τα κορίτσια των Λακεδαιμονίων, που υπέστησαν τον βιασμόν, από την εντροπήν των ηυτοκτόνησαν. (Αντιθέτως) οι Μεσσήνιοι ισχυρίζονται ότι τους ιδικούς των ανθρώπους, που ήλθαν εις το ιερόν (της Λιμνάτιδος Αρτέμιδος) και οι οποίοι ήσαν οι μεγαλύτεροι προύχοντες της Μεσσηνίας, ο Τήλεκλος είχε οργανώσει σχέδιον δια να τους φονεύση και αιτία των τοιούτων σχεδίων του ήτο η ευφορία της μεσσηνιακής γης. Δια να φέρη εις πέρας τα σχέδιά του ο Τήλεκλος εδιάλεξε εκ των Σπαρτιατών νέους που δεν είχαν ακόμη βγάλει γένεια. Τούτους, αφού τους έντυσε με γυναικεία φορέματα και τους στόλισε έτσι ώστε να φαίνονται σαν κορίτσια, τους έστειλε να πάνε να χωθούν εις το μέρος που ανεπαύοντο οι Μεσσήνιοι, αφού τους εφοδίασε πρώτα και με εγχειρίδια. Οι Μεσσήνιοι (τότε) αμυνόμενοι και τους αγενείους νεανίσκους εφόνευσαν και αυτόν τον ίδιον τον Tήλεκλο...".
Ο πόλεμος30 μεταξύ Σπαρτιατών και Μεσσηνίων έγινε αργότερα στα μέσα του 8ου αιώνα. Νικητές ήταν οι Σπαρτιάτες και οι Μεσσήνιοι γίναν είλωτες, εκτός από αυτούς που ζούσαν στις παραθαλάσσιες πόλεις της Μεσσηνίας, οι οποίοι γίναν περίοικοι31. Τον επόμενο αιώνα έγινε η πρώτη επανάσταση των Μεσσηνίων και στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες απελευθερωτικές προσπάθειες, από τις οποίες η τελευταία συμπίπτει με το μεγάλο σεισμό, που ισοπέδωσε τη Σπάρτη το -464. Δηλαδή οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι είχαν διάρκεια τριών αιώνων, από τα μέσα του 8ου μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα.
Από τους Μεσσηνιακούς πολέμους θρυλική παραμένει η μορφή του Αριστομένη, που αγωνίστηκε ηρωϊκά εναντίον των Σπαρτιατών και έφερε πολλές φορές τους αντιπάλους του σε δύσκολη θέση, αλλά τελικά χάθηκε και άγνωστο παραμένει το τέλος του32. Οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα να εκπατρισθούν πολλοί από τους Μεσσήνιους, άλλοι στη Σικελία, στη Ζάκυνθο και άλλοι στη Ναύπακτο.


H Aβία μετά την Σπαρτιατική κυριαρχία
Οι κάτοικοι της Μεσσηνίας για τέσσερις σχεδόν αιώνες ζήσαν κάτω από το ζυγό και την εκμετάλλευση των Σπαρτιατών. Οι θυσίες και οι ηρωϊσμοί των Μεσσηνίων δεν κατόρθωσαν να φθάσουν στην τελική δικαίωση, που ήταν η ανεξαρτησία τους, γιατί είχαν να αντιμετωπίσουν την ατσάλινη ισχύ των Σπαρτιατών. Αργότερα χρειάστηκε να καμφθεί η πολεμική δύναμη της Σπάρτης από τους Θηβαίους, οι οποίοι με αρχηγό τον Επαμεινώντα κέρδισαν τη μάχη στα Λεύκτρα της Βοιωτίας (-371) και υποχρέωσαν τους Σπαρτιάτες να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία των Μεσσηνιακών πόλεων33.
Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, οι κάτοικοι της Μεσσηνίας δεν το χρησιμοποίησαν για να ιδρύσουν ένα ισχυρό κράτος. Περιορίστηκαν να οικοδομήσουν τη Μεσσήνη, να την περιτειχίσουν και να καλέσουν τους Μεσσήνιους της διασποράς σε επαναπατρισμό. Προτιμήθηκε τότε κάθε μία από τις πόλεις να διατηρήσει τη διοικητική της αυτοτέλεια και το δημοκρατικό της πολίτευμα. Γι' αυτό είχαν πάντοτε την ανάγκη ενός ισχυρού προστάτη και στους επόμενους αιώνες δεν έπαιξαν αξιόλογο ρόλο στην ιστορία της Πελοποννήσου.
Φαίνεται ότι τον καιρό της ανεξαρτησίας των Μεσσηνιακών πόλεων δεν περιτειχίστηκε μόνο η πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, δηλαδή η Μεσσήνη, αλλά και πολλές άλλες πόλεις που βρισκόντουσαν στο δρόμο προς τη Σπάρτη. Τείχη της εποχής εκείνης υπάρχουν α) στις Γαϊτσές (Κέντρο), ανατολικά από την Πρίντα, κοντά στον Προφήτη Ηλία Κριντίστι, β) στη Γιάννιτσα όπου τα απομεινάρια του παρατηρούνται κοντά στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα και γ) στο κάστρο της Ζαρνάτας. Ίσως τείχη να υπήρχαν και στην Αβία, όμως η αρχαιολογική σκαπάνη δεν τα έχει ακόμη αποκαλύψει.
Στις αρχές του -3ου αιώνα δημιουργήθηκε η Αχαϊκή Συμπολιτεία34 (-281), που αρχικά περιλάμβανε πόλεις της Αχαΐας και ήταν ανάλογη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Στη συμμαχία της Αχαϊκής Συμπολιτείας εντάχθηκαν αργότερα και οι Μεσσήνιοι. Αλλά στην ταραγμένη εκείνη εποχή με την εμφύλια διαίρεση, τις επεμβάσεις, τους πολέμους και τις καταστροφές, εκτός από τους Μακεδόνες, μετά το -197, άρχισε και η εμπλοκή των αλλόφυλων Ρωμαίων στις υποθέσεις του νοτιοελλαδικού χώρου. Τότε οι Ρωμαίοι κήρυξαν την αυτονομία των ΕλληνιΚών πόλεων, ώστε να διαιρέσουν τους Έλληνες και τελικά να τους υποτάξουν.
Στην περίοδο αυτή δεν έχουμε από τις ιστορικές πηγές πληροφορίες για την Αβία παρά μόνο σε μια περίπτωση. Το -183 ο στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμην, ο οποίος είχε κατατροπώσει τους Σπαρτιάτες, εκτελέστηκε από Μεσσήνιους. Στη συνέχεια ο διάδοχός του στρατηγός Λυκόρτας πολέμησε τους Μεσσήνιους και εκδικήθηκε το φόνο του Φιλοποίμενα. Με τα σφάλματα που είχαν κάνει οι Μεσσήνιοι έχασαν την εμπιστοσύνη των φίλων και Οπαδών, γι' αυτό και η Αβία, οι Φαρές και η Θουρία χωρίστηκαν από αυτούς και δήλωσαν ξεχωριστή προσχώρηση στην Αχαϊκή συμπολιτεία, βάζοντας κάθε μια ιδιαίτερη στήλη συμμετοχής35.
Το -197, που οι Ρωμαίοι κήρυξαν την αυτονομία των Ελληνικών πόλεων, δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργηθεί το Κοινό των Ελευθερολακώνων36, που άγγιζε την περιοχή της Αβίας. Στο Κοινό συμμετείχαν η Αλαγονία (σημερινές Γαϊτσές) και η Γερήνια (Κάστρο Ζαρνάτας).
Όταν το -146 ο Ρωμαίος Μόμμιος37 κατέστρεψε την Κόρινθο, κατεδάφισε και τα κάστρα των Ελληνικών πόλεων, για να μη μπορούν να προβάλλουν αντίσταση στη Ρώμη. Υποθέτουμε ότι τότε θα καταστράφηκαν και τα κάστρα της Αλαγονίας, της Γερήνιας, των Φαρών, των Καλαμών (σημερινή Γιάννιτσα) και ίσως της Αβίας αν υπήρχε.

Τα σύνορα Μεσσηνίας- Λακωνίας
Στα χρόνια που ο Παυσανίας περιηγήθηκε την Ελλάδα (+160/ +180) η Αβία βρισκόταν στα όρια της Μεσσηνίας και έγραψε γι' αυτή38: "Στις μέρες μας υπάρχει στη Μεσσηνία η παραθαλάσσια πόλη Αβία, που απέχει από τη Χοίριο Νάπη (δασωμένο φαράγγι) περίπου είκοσι στάδια. Στα παλιά χρόνια η πόλη αυτή ονομαζόταν Ιρή και λέγεται ότι ήταν μια από τις επτά πόλεις, που, όπως αναφέρει ο Όμηρος, υποσχέθηκε στον Αχιλλέα ο Αγαμέμνονας". Τότε τα σύνορα Λακωνίας και Μεσσηνίας ήταν στη Χοίριο Νάπη, δηλαδή στη ρεματιά της Σάνταβας- Κοσκάρακας- Άβουρου. Στα χρόνια που είχαν προηγηθεί είχε παρατηρηθεί μια αστάθεια των συνόρων, που οφειλόταν στις διακυμάνσεις της ισχύος και της πολιτικής επιρροής των δύο αντιμαχομένων γειτόνων. Πάλι ο Παυσανίας39 γράφει σχετικά: "Προς χάρη των Μεσσηνίων, στο μέρος της δικής τους χώρας, που δωρήθηκε άλλοτε από το βασιλιά (τον αυτοκράτορα της Ρώμης) στη Λακωνική επικράτεια, τοποθετήθηκαν ορόσημα. Υπάρχουν δε ακόμη και σήμερα επί των ημερών μας στο δασωμένο φαράγγι, που λέγεται Χοίριος και είναι κατά την πλευρά της Γερηνίας".
Φαίνεται ότι πριν από τους Μεσσηνιακούς πολέμους τα όρια των δύο περιοχών καθοριζόντουσαν από την κορυφογραμμή του Ταύγέτου και η μεν ανατολική πλευρά ανήκε στη Λακωνία, η δε δυτική στη Μεσσηνία. Ο Στράβων γράφει ότι οι Θυρίδες (ο πρώην δήμος Μέσσης) υπαγόταν στη Μεσσηνία και σημειώνει40: "της δε Μεσηνίας το πλέον ανεωγμένον προς νότον και το Λιβυκόν πέλαγος μέχρι των καλουμένων θυρίδων πλησίον Ταινάρου".
Όταν το -371 ο Επαμεινώντας νίκησε τους Σπαρτιάτες στα Λεύκτρα της Βοιωτίας41 και απελευθέρωσε τις Μεσσηνιακές πόλεις, φαίνεται ότι δεν καθορίστηκαν με ακρίβεια τα σύνορα Μεσσηνίας - Λακωνίας, γι' αυτό και στα χρόνια του Φιλίππου του Β' του βασιλιά της Μακεδονίας, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (-338), τα όρια τέθηκαν στο ποτάμι της Μηλιάς, που λεγόταν και αυτό Πάμισος. Ο Στράβων γράφει42: "Έστι και άλλος Παμισός χαραδρώδης μικρός περί Λεύκτρον ρέων το Λακωνικόν, περί ού κρίσιν έσχον οι Μεσσήνιοι προς Λακεδαιμονίους επί Φιλίππου".
Λίγα χρόνια μετά την υποταγή της Ελλάδος στη Ρώμη, το -140, εξακόσιοι Μιλήσιοι διαιτητές καθόρισαν τα σύνορα Μεσσηνίας - Λακωνίας, που όπως φαίνεταιτέθηκαν στη Χοίριο Νάπη, δηλαδή στη Σάνταβα43.
Στα -32/ -31, όταν έγινε ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Οκταβιανού και Αντωνίου, που είχε συμπαραστάτη και την Κλεοπάτρα, οι Μεσσήνιοι πήγαν με τον ηττημένο Αντώνιο, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν με το νικητή. Ο Οκταβιανός, που τιμήθηκε με τον τίτλο του Αυγούστου, παραχώρησε στους Σπαρτιάτες τις Φαρές, τη Θουρία, την Αβία και την Καρδαμύλη44. Επομένως η Αβία ανήκε τότε στους Σπαρτιάτες. Αλλά επί αυτοκράτορος Τιβερίου, το +25, οι Σπαρτιάτες έπεσαν στη δυσμένεια των Ρωμαίων και η σύγκλητος επανέφερε το καθεστώς, που είχε αποφασίσει το διαιτητικό δικαστήριο των Μιλησίων, δηλαδή τα σύνορα στη Χοίριο Νάπη. Γι' αυτό στο χάρτη του Κλαυδίου Πτολεμαίου, που συντάχθηκε τον +1ο αιώνα, η Αβία ήταν τοποθετημένη στη Μεσσηνία45.


Tα Αρχαία ευρήματα
Στην Παλιόχωρα δεν βρίσκεται κανένα κατάλοιπο της παλαιάς εποχής, το οποίο να φανερώνει ότι γύρω από την εκκλησία της Παναγίας ήταν η αρχαία Αβία, που την κοσμούσαν ναοί του Ηρακλή και του Ασκληπιού. Το γεγονός ότι πάνω στην αρχαία Αβία οικοδομήθηκε η Βυζαντινή Μαντίνεια, ίσως αποτελεί την αιτία της εξαφάνισης των λειψάνων της αρχαιότητας. Περιηγητές αναφέρουν ότι υπήρχε ένας τοίχος από Ρωμαϊκό λουτρό, ο οποίος δεν σώθηκε μέχρι τις μέρες μας. Οι παλαιοί θυμούνται ότι στη βόρεια πλευρά του υψώματος της Παλιόχωρας υπήρχε ένας ακόμη τοίχος ο "Μπενάς". Στις μέρες μας προλάβαμε το "Πηγάδι της Βασίλισσας", που βρισκόταν νότια της οικίας του Γεωργίου Βασ. Φραγκούλη, αλλά δεν διατηρήθηκε κανένας θρύλος γύρω από αυτό. Ήταν ένα στρογγυλό άνοιγμα σαν πηγάδι, που έφθανε στα χαλίκια της νότιας πλευράς της Παλιόχωρας. Στα χρόνια της Βυζαντινής Μαντίνειας θα πρέπει να ήταν πηγάδι, γιατί κοντά του υπάρχουν και άλλα. Αργότερα θα έγινε κατολίσθηση και αποκόπηκε το κατώτερο μέρος του. Θα μπορούσε ακόμη να υποτεθεί ότι αποτελούσε μυστική έξοδο του κάστρου προς τη θάλασσα, που έγινε στα χρόνια της καταφυγής της οικογένειας του Θωμά Παλαιολόγου στην Παλιόχωρα, όταν το 1460 ο Μωάμεθ κατακτούσε το Μοριά.
Αναφέρεται από περιηγητές και παλαιούς επισκέπτες της εκκλησίας της Παλιόχωρας, που είναι χτισμένη από το 1775, ότι υπήρχε μια επιγραφή στην Αγία Τράπεζα και ότι το δάπεδο του ναού ήταν μωσαϊκό και είχε σκαλισμένο ένα δικέφαλο αετό46. Αλλά η Αγία Τράπεζα επισκευάστηκε και δεν φαίνεται η επιγραφή, το δε μωσαϊκό και το ανάγλυφο εξαφανίστηκαν, όταν έγινε η επίστρωση με τα υπάρχοντα πλακάκια47. Γύρω στα 1900, που πέρασε ο αρχαιολόγος Forster48, δεν βρήκε κανένα από τα δύο. Φαίνεται ότι παλαιότερα στο δάπεδο θα υπήρχαν ενδείξεις από λείψανα της αρχαιότητας, γι' αυτό και η παράδοση αναφέρει ότι η εκκλησία της Παλιόχωρας ήταν χτισμένη πάνω στα θεμέλια αρχαίου ναού. Οι εργάτες που δούλευαν εκεί, λέγεται ότι βρήκαν θησαυρό και μια νύχτα πήραν τα πράγματά τους και εξαφανίστηκαν χωρίς να ζητήσουν αμοιβή για τη μέχρι τότε εργασία τους49. Αναφέρεται ακόμη ότι δυτικά της εκκλησίας αυτής, εκεί που είναι το σπίτι του Γεωργίου Σπ. Γεωργουλέα, στις αρχές του αιώνα μας βρέθηκε θησαυρός από το Νικήτα Δ. Μανωλέα, αλλά ποτέ δεν έγινε γνωστό αν ήταν της Ελληνικής ή της Βυζαντινής περιόδου.
Στο χώρο της Παλιόχωρας δεν έχουν γίνει ανασκαφικές εργασίες, για να δούμε ποιά έκταση είχε το τείχος της πόλης ή αν στα θεμέλια της εκκλησίας της Παναγίας ήταν προηγουμένως αρχαίος ναός. Από τις εκσκαφές που γίνονται κατά καιρούς στο γύρω χώρο για την ανέγερση οικιών, αναφέρεται ότι βρέθηκαν ίχνη παλαιών οικοδομών, αλλά από τις παρεμβάσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας δεν διαπιστώθηκε τίποτε το αξιόλογο.
Στους καταλόγους των αρχαίων επιγραφών περιλαμβάνεται μια και μοναδική από την περιοχή της Παλιόχωρας50. Βρέθηκε εντοιχισμένη στο πυργόσπιτο του Γεωργίου Βασ. Φραγκούλη, που κείται βορειοδυτικά της εκκλησίας. Στις αρχές του αιώνα μας το σπίτι αυτό ανήκε στο Θεόδωρο Σταυρέα. Φαίνεται οτι είναι μια επιτύμβια πλάκα ύψους 75 εκατ. και πλάτους 22 εκατ., στην οποία σημειώνονται οι ακόλουθες λέξεις:
[Ο] ΠΑ [ΠΠΟΣ]
ΠPATONΙKOΣ
APXIΠΠAN
APΙΣTEATHN
EΓΓONON
που σημαίνουν: "Ο Πάππος Πρατόνικος στον Αρχίππα τον άριστο εγγονό". Να σημειωθεί ότι ο Forster αντί Πρατόνικος διάβασε ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ.
Ανατολικά της εκκλησίας της Παλιόχωρας, το 1955, βρέθηκε Ρωμαϊκή σαρκοφάγος από πορόλιθο με ανάγλυφη διακόσμηση στις τρεις πλευρές της. Σήμερα φυλάγεται στο Μπενάκειο Μουσείο της Καλαμάτας. Στο ίδιο μέρος βρέθηκε και νόμισμα της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που διατηρείται και αυτό στο ίδιο μουσείο51.

Εικόνα πάνω: Πώρινη σαρκοφάγος, επικεχρισμένη κατά τόπους δι' ασβεστοκονιάματος, ευρεθείσα τυχαίως το έτος 1956 εις την Παλιόχωραν (αρχ. Αβίαν) της Μεσσηνιακής Μάνης κατά την διανοιξιν κοινοτικής οδού. Φέρει εις το μέσον της κυρίας όψεως και εις τας γωνίας ανά εν βούκρανον μετά ταινιών και ανθοπλοκάμων, ανηρτημένων επί των κεράτων. Μεταξύ των βουκράνων αετός και κεφαλή Μεδούσης. Χρονολογείται πιθανόν εις τους χρόνους του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Ο Παυσανίας (IV, 30) ταυτίζει την ομηρικήν πόλιν Ιρήν (Ίλ.150) με την Αβίαν των χρόνων του. Ο Γιάννης Αναπλιώτης (Ιρή-Αβία-Παληόχωρα, Καλαμάτα 1956, ανάτυπον από τα « Μεσσηνιακά Γράμματα») υποστηρίζει πειστικός ότι εις την θέσιν περίπου της σημερινής Παλιόχωρας ευρίσκετο και η Αβία, ως μετωνομάσθη η ομηρική πόλις Ιρή. Εις το ανωτέρω άρθρον παραθέτει και φωτογραφίαν της σαρκοφάγου εις τον τόπον ευρέσεως, ενός υαλίνου αγγείου και ενός λύχνου εκ παρακειμένου τάφου, ως επίσης και ενός νομίσματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Βασιζόμενος εις ιδρυτικήν επιγραφήν του 1775, τοποθετεί εις την θέσιν της σημερινής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Παλιόχωρας το επιφανές Ηράκλειον και το ασκληπιείον, το οποίον αναφέρει ο Παυσανίας εις την Αβίαν. (ΠΕΤΡΟΥ ΘΕΜΕΛΗ-  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ 21 (1966): ΧΡΟΝΙΚΑ)

Η πρώτη επιγραφική μαρτυρία, που έχουμε από την περιοχή της Αβίας, προέρχεται από το βιβλίο του Μητροπολίτη Μελετίου52, ο οποίος επισκέφθηκε την Πελοπόννησο το 1701 και στην περιοχή της Αβίας, χωρίς να ορίζει ακριβώς το σημείο, βρήκε επιγραφή, η οποία έγραφε: "Αυτοκράτορα Καίσαρα Σεβαστόν Τραϊανόν Αδριανόν Θεού Τραϊανού Υιόν Θεού Λέρωνα Υιωνόν Ύπατον η Πόλις των Αβεατών κατά το Αρχαίον Δόγμα Ανέθηκεν Επίγραμμα Εταίος Δαίμονος του Αριστέα." Η επιγραφή αυτή, που τώρα βρίσκεται στο Νανιανό Μουσείο της Βενετίας, είχε μεταφερθεί στην Κέρκυρα και από εκεί το 1759 στην Ιταλία. Έχει καταγραφεί στον κατάλογο των επιγραφών του G. Kolbe με αριθμό 1352 και σημειώνεται:
AΝΔPIANOY BOY-
ΛΑΙΟΥ 
AYTOKPATOPA KAIΣAPA ΣEBA-
ΣTON TPAΙANON AΝΔPΙANON
ΘEOY TPAIANOY YION ΘEOY
ΝΕΡΒΑ YΙΩΝΟΝ ΥΠΑΤΟΝ ΤΟ Γ
Η ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΑΒΕΑΤΩΝ ΚΑ-
ΤΑ ΤΟ ΤΩΝ ΑΧΑΙΩΝ ΔΟ-
ΓMA ANΕΘHKE. EΠI ΓPAMMA-
ΤΕΟΣ ΔΑΜΩΝΟΣ ΤΟΥ
ΑΡΙΣΤΕΑ
Στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου της Μεγάλης Μαντίνειας βρέθηκαν τρεις ακόμη επιγραφές, για τις οποίες θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι μεταφέρθηκαν από την αρχαία Αβία53:



Κατάλοιπα της αρχαίας εποχής θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει και δύο μάρμαρα που είναι εντοιχισμένα στον εξωτερικό τοίχο του ιερού της Ευαγγελίστριας της Μεγάλης Μαντίνειας. Το ένα φέρει καλλιτεχνικό διάκοσμο (Εικ. 22), που θα μπορούσε πιθανώς να θεωρηθεί και ως μεσαιωνικό οικόσημο. Δίπλα υπάρχει και άλλο μάρμαρο, που ίσως σε κάποια άλλη πλευρά του να έχει διάκοσμο. Ένα ακόμη μάρμαρο είναι εντοιχισμένο στο εξωτερικό μέρος του νότιου τοίχου και φέρει εγχάρακτη την κτητορική επιγραφή του ναού. Δεν αποκλείεται όμως σε μια άλλη πλευρά του να είναι χαραγμένη κάποια από τις παλιές επιγραφές, που είχε καταγράψει ο Fourmont. Τέλος ο Εσταυρωμένος στο ιερό της Κοίμησης της Θεοτόκου στη Μεγάλη Μαντίνεια στηρίζεται σε μάρμαρο που μοιάζει με κιονόκρανο.

Σταύρου Γ. Καπετανάκη: "Οι Μαντίνειες της Μάνης"

Σημειώσεις:
1. Ομήρου, Ιλιάδα, Ι, στίχ. 141-156 και 283-298 (έκδ. Ι. Ζαχαροπούλου).
2. Ομήρου, Ιλιάδα, Ε, στίχ 541-60. Ομήρου, Οδύσσεια, Γ, στ. 487-90 ή O, στ. 185-8 και Φ, στ. 15.
3. Στράβωνος, Γεωγραφικά, H, κεφ. 4, παραγ. 1 ή C 359 και R. Hope Simpson, The seven cities offered by Agamemnon to Achilles, Ann. Brit. Sch. Arch. Athens, 61 (1966) 130.
4. Στράβωνος, Γεωγραφικά. Η κεφ.3, παράγρ. 29 ή C353.
5. Στράβωνος, Γεωγραφικά H, κεφ.4, παράγρ. 1 ή C359 και R. Hope Simpson, ό.π., σ. 130.
6. Παυσανία, Λακωνικά, XXVI, 8 και Στράβωνος, Γεωγραφικά H, κεφ. 4, παράγρ. 5 ή C 360.
7. R. Hope Simpson, σ. 114.
8. Παυσανία, Μεσσηνιακά, XXX, I και Mattias Natan Valmin, Etudes Topographiques sur la Messenie Ancienne, Lund 1930, σ. 181 κ.ε.
9. R. Hope Simpson, σ. 116.
10. Στράβωνος, Γεωγραφικά, H., κεφ. 4, παράγρ. 5 ή C 360. Για την Ομηρική Ιρή προτείνει την περιοχή της Οιχαλίας ή την περιοχή της Μεσσόλας, που βρισκόταν μεταξύ του Ταϋγέτου και του Μεσσηνιακού κόλπου, δηλαδή κάπου στην περιοχή της Γιάννιτσας. Με τη γνώμη αυτή συμφωνεί και ο Ε.S.Forster, South-Western Laconia, Ann. Brit. Sch. Arch. Athens 19(1903-4) 165-6.
11. P. Foucart, Bull. Corresp. Hellenique, τ.1, σ.31 και E. Pernice, Mittheil. Deuts. Arch. Instit. Athens, τ.19, σ.361.
12. R. Hope Simpson, σ.119, M. Natan Valmin, σ.27 και Α. Σκιά, τοπογραφικά και επιγραφικά των εν Μεσσηνία Φαρών και των περιξ, Αρχαιολογική Εφημερίς, 1911, σ. 117.
13. Α. Σκιά, ό.π., σ. 117.
14. Ομήρου, Οδύσσεια, Φ, στίχ. 12.
15. Ομήρου, Οδύσσεια, Γ. στιχ.488 και R. Hope Simpson, σ.120.
16. R. Hope Simpson, σ.131.
17. Παυσανία, Λακωνικά, XXCI, 8, Στράβωνος, Γεωγραφικά H, κεφ. 4, παράγρ. 4-5 και Ησιόδου, Θεογονία - Ασπίς και Αποσπάσματα Hοιών, Έκδ. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1939, σ. 247.
18. Χρίστου Τσούντα, Τάφος θολωτός εν Κάμπω, Εφημερίς Αρχαιολογική. Σύμμικτα, Αθήναι 1891, σ.189. Όπου αναφέρεται: "Της θόλου η κορυφή έχει καταρρεύσει, ωσαύτως δε και το πλείστον του δρόμου έχει καταστραφή. Το στόμιον όμως και η περιφέρεια της θόλου μέχρις ύψους 3.25μ. περίπου σώζεται καλώς. Ο δρόμος έχει μήκος 12.85μ. και πλάτος 2,18μ., είναι δε εκτισμέναι αι πλευραίτου δια λίθων μικρών και αργών μετά πηλού. Το στόμιον έχει ύψος 2,65μ., πλάτος κάτω μεν 1.64μ., άνω δε 1.50μ. και βάθος άνω 3.62μ., κάτω δε 3.09 μ." και R. Hope Simpson, ό.π., σ.114, όπου σημειώνει ότι μερικά ευρήματα χρονολογούνται από L.Η. ΙΙΙ/IIIA και L.Η. IIIA ή L.Η. IIIΒ.
19. Παυσανία, Λακωνικά, XXVI, 11.
20. M. Natan Valmin, σ.191 και R. Hope Simpson, σ.115.
21. Ομήρου, Ιλιάδα, Α, στίχ. 17-21. 
22. Ομήρου, Ιλιάδα, Α, στίχ.93-100. 
23. Ομήρου, Ιλιάδα, Α, στίχ. 82-87. 
24. Ομήρου, Ιλιάδα, Α, στίχ. 215-244. 
25. Ομήρου, Ιλιάδα, Ι, στίχ. 141 κ.ε., και 238 κ.ε.
26. P. Decharme, Μυθολογία της Αρχαίας Ελλάδος εκδ. Ζηκάκη 1925, σ.507 και Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, τ.2, σ.126.
27. Παυσανία, Μεσσηνιακά, XXX, 1.
28. Καρία είναι η περιοχή που βρίσκεται νότια της Κόκας και χωρίζεται από αυτή με τη ρεματιά της Σάνταβας - Κοσκάρακας. Από το Βαρούσι (Κάστρο Ζαρνάτας) προς την Παλιόχωρα υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας πηγαίνει Βαρούσι-Γεφύρι Κοσκάρακας-Κόκα-Μεγάλη Μαντίνεια-Παλιόχωρα και ο άλλος Βαρούσι-Καρία-Κόκα- Μεγάλη Μαντίνεια-Παλιόχωρα. Μεταξύ των δύο δρόμων είναι το ύψωμα Προφήτης Ηλίας (υ.δ. 358 μ.), που βρίσκεται νοτίως του βουνού της Κόκας. Πιθανότερο φαίνεται ο Παυσανίας να ακολούθησε τη διαδρομή διά μέσου του Γεφυριού της Κοσκάρακας, για να καλύψει την απόσταση των 3.700 μέτρων μέχρι την Παλιόχωρα, δηλαδή την αρχαία Αβία.
29. Παυσανία, Μεσσηνιακά, IV, 2.
30. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους έκδ. Εκδοτική Αθηνών, τ.2, σ.54 και σ.221.
31. Παυσανία, Λακωνικά, ΙΙΙ, 4.
32. Α. Κουτσιλιέρη, Ιστορία της Μάνης Αθήνα 1993, σ.15. Υποστηρίζεται ότι αυτοκτόνησε ή σκοτώθηκε ή κατέφυγε στη Ρόδο.
33. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδ. Εκδοτική Αθηνών, τ.Γ1, σ.407 κ.ε.
34. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π., τ.Δ, σ.382.
35. Πολύβιου, Ιστορίαι, βιβλ, ΚΓ, 17.
36. Παυσανία, Λακωνικά, XXI, 7.
37. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.Ε, σ.174.
38. Παυσανία, Μεσσηνιακά, XXX, 1.
39. Παυσανία, Μεσσηνιακά Ι, 1.
40. Στράβωνος, Γεωγραφικά. Η κεφ.2, παρ.2.
41. Πολύβιου, Ιστορίαι, βιβλ. ΛΣΤ, 6.
42. Στράβωνος, Γεωγραφικά. Η κεφ.4, παρ.6.
43. Ν. Γιαννουκοπούλου, Τα ορόσημα της Αρχαίας Μεσσηνίας και Λακωνίας, Πλάτων 5(1953) 147.
44. Παυσανία, Λακωνικά, XXVI, 7 και Μεσσηνιακά Ι, 1.
45. Παν. Μοσχονά, Η Πελοπόννησος στο έργο του Κλαυδίου Πτολεμαίου, Λακωνικαί Σπουδαί 11 (1992).579.
46. Bory de Saint Vincent, Expedition Scientifique de Moree, Sciences Physique, t. 1, o. 247 Kal John Morritt, in R. Walpole, Travels in various countries of the East, being a continuation of memoirs relating IO European and Asiatic Turkey, London 1820, σ.44.
47. Ο Παπά-Πότης Γεωργουλέας έλεγε ότι γύρω στα 1900 έγινε η επίστρωση του δαπέδου της εκκλησίας με πλακάκια. Στο πίσω μέρος του ιερού ήταν για πολλά χρόνια πεταμένα μάρμαρα.
48. E.S. Forster, South Western Laconia, Ann. Britisch. Athens 10(1903)165.
49. Αναπλιώτη, Τουριστικός Οδηγός Μεσσηνίας, Καλαμάτα 1970, σ. 62.
50. G. Kolbe, inscriptiones Graecae, τομ.V, τχ.1, Bερολίνο 1913, σ.253, αρ.1358 και E.S. Forster, σ.178.
51. Γ. Αναπλιώτη, ό.π., σ.62. 4
52. Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, Γεωγραφία Παλαιά και Νέα συλλεχθείσα εκ διαφόρων συγγραφέων παλαιών και νέων και εκδιαφόρων επιγραφών, των εν λίθοις και εις κοινήν διάλεκτον εκτεθείσα χάριν των πολλών του ημετέρου γένους Ενετίησι 1728, τ.Β, σ.360 και Σπ. Λάμπρου, Ο Μελέτιος Αθηνών ως αρχαιοδίφης και στηλοκοπάς, Νέος Ελληνομνήμων 3(1906)92.
53. G. Kolbe, σ.252.




Printfriendly